ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

«Το χτίσιμο»

07 Μάιος, 2012

«Το χτίσιμο»

Από τους καραβομαραγκούς στους μάστορες των γεφυριών.

Του Τάση Παπαϊωάννου


Πολλές φορές κάθομαι και χαζεύω τα παλιά ξύλινα καΐκια των ψαράδων, έτσι που βρίσκονται δεμένα το ένα δίπλα στο άλλο στα λιμάνια των νησιών μας. Διαφορετικά σκαριά, ανάλογα με τον σκοπό που εξυπηρετούν, το είδος της πλεύσης τους, την ιστιοφορία τους, τον τρόπο κατασκευής τους.

Είναι η απαράμιλλη τέχνη του καραβομαραγκού, φαίνεται, που βρίσκεται αποτυπωμένη πάνω στο ξύλινο σκαρί, το οποίο μαγνητίζει το βλέμμα σου και σε καλεί να το παρατηρήσεις προσεκτικά. Προσπαθώ να διακρίνω τα μυστικά της κατασκευής του, να αποκωδικοποιήσω όσο μπορώ τη δομή της αρμονικής γραμμής του, τις εξαιρετικές καμπύλες των αχναριών σύμφωνα με τα οποία ναυπηγήθηκε («χτίσιμο» το λένε στη γλώσσα τους οι ξυλοναυπηγοί και όχι τυχαία βέβαια). Η ισχυρή καρίνα σαν μαγική μονοκοντυλιά, πάνω στην οποία στήθηκε όλο το σκάφος και αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του. Το πλωριό και πρυμνιό ποδόσταμα που αποτελούν την προέκτασή της, μαζί με τους νομείς που στηρίζονται πάνω της και μοιάζουν με θώρακα μεγαλόσωμου ζώου. Τέλος  τις επάλληλες στρώσεις του πετσώματος, που καλύπτουν και ολοκληρώνουν το εξωτερικό κέλυφος της γάστρας, αλλά και τα έντονα χρώματα της λαδομπογιάς που διαδέχονται όμορφα το ένα το άλλο, προστατεύοντας τα διαφορετικά μέλη, τονίζοντας παράλληλα με ακρίβεια τις λεπτομέρειες του ξύλινου σκαριού.

Μορφές και τύποι καϊκιών που έφτασαν σε μας από το παρελθόν, μέσω διαδοχικών μετασχηματισμών πάνω σ' έναν τύπο που περιελάμβανε μικρές κάθε φορά αλλαγές και βελτιώσεις. Και δεν είναι η γοητεία της μορφής τους που με εντυπωσιάζει τόσο, όσο ότι αυτή η μορφή του «χτισμένου» (επαναλαμβάνω) σκαριού είναι προορισμένη να έρθει αντιμέτωπη με τη μανία της φουρτουνιασμένης θάλασσας και τη δύναμη των κυμάτων, να αντέξει στον καιρό, να ταξιδέψει με ασφάλεια. Είναι μια μορφή βγαλμένη μέσα από τη συσσωρευμένη γνώση πολλών γενιών μαστόρων που έρχεται να υπηρετήσει έναν ύψιστο σκοπό, την ασφαλή επάνοδο στη στεριά επιβατών και πληρώματος. 

Μου θυμίζει ένα άλλο χτίσιμο, αυτό των πέτρινων γεφυριών που μετεωρίζονται στο κενό σε πείσμα της βαρύτητας, συνδέοντας τις απρόσιτες όχθες των ποταμών ανάμεσα στα βραχώδη βουνά, κυρίως της Πίνδου, αλλά και όλης της Βαλκανικής χερσονήσου. Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς τις εντυπωσιακές καμπύλες των μεγάλων τόξων που συνδέονται στην κορυφή τους με τις πέτρες «κλειδιά», τα ισχυρά βάθρα που τα στηρίζουν, τη δεύτερη καμπύλη της κορυφογραμμής τους που παραλαμβάνει την κίνηση και την περνάει με ασφάλεια πάνω από τον αγριεμένο χείμαρρο. Θαυμάζουμε την τεχνική αρτιότητα της δομής τους, την έκφραση της στατικής λειτουργίας τους που έχει σκοπό να παραλάβει και να μεταβιβάσει στο έδαφος τα φορτία και να αντισταθεί γενικά στις ποικίλες δυνάμεις που επιδρούν πάνω τους. 

Και όπως στα καΐκια οι καραβομαραγκοί εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τις φυσικές ιδιότητες των ξύλων, έτσι και οι πρωτομάστορες των πέτρινων γεφυριών γνώριζαν καλά τις μεγάλες θλιπτικές αντοχές της πέτρας, αλλά και τα αδύνατα σημεία της. Γιατί και εκεί το χτίσιμο απαιτούσε εξαιρετική προσοχή, γνώσεις και πάνω απ' όλα σεβασμό στη φύση και τις δυνάμεις της, αφού η παραμικρή αστοχία θα σήμαινε την ολοκληρωτική καταστροφή του. Μερικές φορές αποκτούσε μυθικό και συμβολικό χαρακτήρα, επειδή η παράδοση ήθελε μέχρι και τη θυσία ανθρώπινης ζωής προκειμένου να στεριώσει το γεφύρι και να μην το παρασύρουν τα ορμητικά νερά του ποταμού. Ήθελε, δηλαδή, όσο πιο μεγάλο και δύσκολο ήταν το έργο τόσο πιο μεγάλο να είναι και το τίμημα που θα πλήρωναν οι άνθρωποι προκειμένου να το πετύχουν. 

Είναι το χτίσιμο, λοιπόν, το κάθε χτίσιμο, που θέλει τεράστια προσπάθεια και προπάντων ευθύνη και που αποτελεί ύβρις προς τη φύση να ολιγωρήσει κανείς ή να υποτιμήσει τις δυνάμεις της, αφού η τιμωρία θα είναι τρομερή και ανεπανόρθωτη. Γιατί έτσι θα 'πρεπε να κτίζουμε το κάθε κτήριο, το κάθε αρχιτεκτονικό έργο. Με γνώση και κυρίως μέτρο. Σαν τα τρεχαντήρια που αρμενίζουν μεσοπέλαγα και πρέπει να αντέξουν την κακοκαιρία και τις αντίξοες συνθήκες ή τα γεφύρια που στέκουν όρθια και αλώβητα μέχρι τις μέρες μας, ως έργα αξιοθαύμαστα των χεριών και του μυαλού, αλλά και της πείρας των ανθρώπων.

Σήμερα οι καιροί έχουν αλλάξει πολύ, όπως είναι φυσικό, από την εποχή που τα σινάφια των έμπειρων κτιστάδων ταξίδευαν σε όλα τα Βαλκάνια ή των ξυλοναυπηγών που μετέδιδαν σαν επτασφράγιστο μυστικό τις γνώσεις τους από πατέρα σε γιο, στους ταρσανάδες και τις «σάλες» του Αιγαίου. Τα παραδοσιακά επαγγέλματα σβήνουν το ένα μετά το άλλο. Η χρήση νέων υλικών σε συνδυασμό με τα τεράστια άλματα της επιστήμης σε όλους τους τομείς των κατασκευών μάς κάνουν να νιώθουμε απελευθερωμένοι από τις δεσμεύσεις του παρελθόντος. Πραγματοποιούμε κατασκευές που σε άλλες εποχές θα ήταν αδιανόητες. Ώρες ώρες, μάλιστα, παρασυρόμαστε τόσο ώστε να θεωρούμε ότι είμαστε ικανοί να παραβλέψουμε ακόμη και την ίδια τη φύση και τους νόμους της. Η αλαζονεία μας, όμως, αυτή πληρώνεται μερικές φορές πολύ ακριβά.

Και αυτό είναι κάτι που συχνά ξεχνάμε σήμερα οι μηχανικοί, αλλά κυρίως εμείς οι αρχιτέκτονες. Λες και στις κατασκευές που κάνουμε, στους δρόμους και στις γέφυρες, δεν πρόκειται να διαβούν άνθρωποι, λες και τα κτήρια είναι άψυχα αισθητικά αντικείμενα που τα βλέπει κανείς από μακριά και όχι σημαντικά «δοχεία ζωής». Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, περισσότερο πώς θα εντυπωσιάσουμε με τη φανταχτερή κατασκευή μας και όχι πώς αυτή η κατασκευή θα συμπεριφερθεί π.χ. στον ξαφνικό σεισμό ή στο βάρος μιας μεγάλης χιονόπτωσης. Μας νοιάζει η εξωτερική μορφή όχι ως αποτέλεσμα της κατασκευαστικής δομής και της έκφρασης της λειτουργίας που καλείται το κτήριο να υπηρετήσει, αλλά ως αστραφτερό αντικείμενο που θέλει μόνο να προκαλέσει.

Το άγχος πολλών σύγχρονων αρχιτεκτόνων για πρωτοτυπία έχει αποτέλεσμα να παραβλέπουν ουσιώδεις παραμέτρους που πρέπει να χαρακτηρίζουν το έργο τους. Εξουσιοδοτούν άλλες επιστημονικές περιοχές (στατικούς, μηχανολόγους) για τη λύση αυτών των προβλημάτων, με αποτέλεσμα να μειώνονται η εποπτεία και η συνολική αίσθηση που έχουν για το έργο (κάτι που είχαν, έστω και εμπειρικά, οι παραδοσιακοί τεχνίτες). Έχουν χάσει, έτσι, την ολιστική θεώρηση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού που χαρακτηρίζεται από πνευματική ποιότητα και ευρηματικότητα και όχι από τη χρήση απλώς τεχνολογικών εφαρμογών. 

Λησμονούν πως η αισθητική δεν είναι αυτοσκοπός και κυρίως ότι από μόνη της δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Γιατί οι πραγματικά όμορφες κατασκευές (όπως τα ξύλινα σκαριά ή τα γεφύρια) προκύπτουν ελεύθερα και αβίαστα επειδή υπηρετούν πάνω απ' όλα μια ουσιαστική ανάγκη. 

Πρέπει, λοιπόν, να αποδεσμευτούμε από το άγχος της άγονης πρωτοπορίας. Η ομορφιά τις περισσότερες φορές βρίσκεται δίπλα μας, αρκεί να μπορέσουμε να τη διακρίνουμε. Να δώσουμε υπόσταση στο αναγκαίο και στο κύριο. Να στοχεύσουμε σε αυτό που αντέχει και διαρκεί στον χρόνο, μένοντας μακριά από άκαρπους και ανούσιους φορμαλισμούς, τη φαντασμαγορία της στιγμής, δηλαδή, που χάνεται με την ίδια ευκολία που κάνει και την εμφάνισή της.

 

του Τάση Παπαϊωάννου
Με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital