ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

ΚΤΗΡΙΟ ΑΝΑΓΕΝΗΣΕΩΣ 10 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

20 Μάρτιος, 2009

ΚΤΗΡΙΟ ΑΝΑΓΕΝΗΣΕΩΣ 10 ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΤΩΝ ΠΡΙΓΚΙΠΩΝ.Η μελέτη έγινε από τους αρχιτέκτονες Αλέξιο Βανδώρο, Ανδρέα Κονδύλη, Κατερίνα Κυρπιζίδου και Αθηνά Λαζαρίδου

Του Αλέξιου Βανδώρου

 

Στην  ευρύτερη  περιοχή  της  Θεσσαλονίκης, ξεχώριζαν  δυο  τοποθεσίες  οι  οποίες  όριζαν  τον  παλιό  οικιστικό  πυρήνα  της  πόλης. Ανατολικά  ήταν  η  κοιλάδα  της  Βυζαντινής  Καλαμαριάς  και  δυτικά  η  περιοχή  που  ονομάστηκε  αyir (Λιβάδι).
Σύμφωνα  με  μαρτυρίες  περιηγητών , κατά  τον  17ο  αιώνα  δεν  υπήρχαν  κατοικίες  έξω  από  τα  τείχη. Η  επέκταση   της  πόλης  αρχίζει  το  β’  μισό  του  19ου  αιώνα, εποχή  που  άρχισαν  να  κατεδαφίζονται – ύστερα  από  επίσημη  τελετή- τα  τείχη  της  παραλίας (1867) και  τμήματα  των  υπολοίπων  από  την  Εγνατία  και  κάτω.

Άλλα  σημαντικά  γεγονότα  που  επηρέασαν  στην  έξοδο  των  κατοίκων  από  το  σημερινό  κέντρο  της  πόλης , ήταν  η  κατασκευή  του  σιδηρόδρομου  που  συνέδεσε  την  Θεσσαλονίκη  με  τα  Σκόπια (1881), το  Βελιγράδι (1888)  και  την  Κωνσταντινούπολη (1894), με  μια  σειρά  από  πυρκαγιές  το  1877, 1890, 1896, 1898, καθώς  και  η  πρώτη  εγκατάσταση  του  τραμ  το  1893. Οι  πρώτες  κατοικίες  έξω  από  τα  τείχη  ήταν  αυτές  που  κατασκευάστηκαν  νότια   από   την  πλατεία  Συντριβανίου , καθώς  και  ορισμένες  επαύλεις («πύργοι») στην  σημερινή  οδό  Β. Όλγας.
Πριν  από  το  1885, στην  ανατολική  περιοχή  ο  αριθμός  των  κτισμάτων  ήταν  περιορισμένος , ενώ  υπήρχαν  μεγάλες  καλλιεργημένες  εκτάσεις (αμπέλια, χωράφια, λαχανόκηποι), που  άρχισαν  να  οικοπεδοποιούνται. Η  περιοχή  αναπτύσσεται  με  γοργό  ρυθμό, η αξία  της  γης  πολλαπλασιάζεται  μέσα  σε  λίγα  χρόνια  και  ιδρύονται  κτηματικές  εταιρίες. Βασική  οδική  αρτηρία  ήταν  η  σημερινή  Β. Όλγας (sahilhaneler = παραθαλάσσιων  σπιτιών) και  κοντά  σ’ αυτήν  είχαν  διαμορφωθεί  οι  πρώτοι  δρόμοι. Η  δόμηση  της  περιοχής  συνεχίζεται  με  την  εγκατάσταση  οικογενειών  με  ψηλό  κυρίως  εισόδημα, που  ανήκουν  σε  διάφορες  εθνότητες. Παράλληλα  κατασκευάζονται  μικρότερα  κτίσματα  μικροαστών  ή  χαμηλών  εισοδηματικών  τάξεων, οι  οποίοι  εγκαθίστανται  εδώ, ακολουθώντας  την  τάση  επέκτασης  της  πόλης.
Η  αλματώδης  ανάπτυξη  της  περιοχής  συνεχίστηκε  μέχρι  το  τέλος  της  περιόδου  της  Τουρκοκρατίας , ενώ  παράλληλα  ιδρύθηκαν  από  τις  διάφορες  εθνότητες  και  την  οθωμανική  κυβέρνηση  νοσηλευτικές  μονάδες  και  δημόσια  κτίρια  στα  πλαίσια  ενός  γενικότερου  εκσυγχρονισμού  της  πόλης. Η ανάπτυξη  της  Θεσσαλονίκης  και  η  επέκτασή της  έξω  από  τα  τείχη  ανάγκασε  την  Οθωμανική  κυβέρνηση  να  καταρτίσει  ρυμοτομικό  σχέδιο (1906) για  την  περιοχή  των  «Πύργων» και  να  εκδώσει διάταγμα (1911) που  να  καθορίζει  τα  όρια  των  δύο  περιοχών. Είναι  χαρακτηριστικό  ότι  τα  όρια  που  προέβλεπε  το  διάταγμα, περιέκλειαν  πολύ  μεγαλύτερη  έκταση  από  αυτή  που  είχε  ήδη  οικοδομηθεί.



Αντίστοιχη  αύξηση  του  πληθυσμού  παρουσίασε  και  η  δυτική  περιοχή  της  Θεσσαλονίκης, η  οποία  προς  το  τέλος  του  περασμένου  αιώνα  περιελάμβανε  τον  ίδιο  αριθμό  κτισμάτων  με  την  συνοικία  της  περιοχής  των  «πύργων». Βασική  οδική  αρτηρία  ήταν  η  σημερινή  οδός  Μοναστηρίου, όπου  υπήρχαν  πολλά  χάνια, εργαστήρια  και  καταστήματα.
Στην  δυτική  περιοχή  είχε  ιδρυθεί  το 1867  ο  Εθνικός  κήπος, γνωστός  στα  νεότερα  χρόνια  σαν  «κήπος  των  πριγκηπών». Αρχικά  υπήρχαν  και  εδώ  μεγάλες  καλλιεργημένες  εκτάσεις  ενώ  ο  αριθμός  των  κτισμάτων  ήταν  περιορισμένος. Ο  χαρακτήρας όμως  της  περιοχής  δε  βοήθησε  στο  να  διαμορφωθεί  σαν  χώρος  κατοικίας. Το  κύριο  χαρακτηριστικό  της  ήταν  η  μεγάλη  εμπορική  κίνηση , μια  που  αποτελούσε  την  είσοδο  της  πόλης , αλλά  και  την  μοναδική  αφετηρία  διαφόρων  δρόμων  προς  τις  γύρω  περιοχές , την  ελεύθερη  Ελλάδα  και  το  εξωτερικό.
Παράλληλα  η  εγκατάσταση  του  πρώτου  σιδηροδρομικού  σταθμού, το  λιμάνι, τα  χάνια, οι  αποθήκες  και  τα  καταστήματα, η  άμεση  επαφή  με  το  εμπορικό  κέντρο  της  πόλης  δημιούργησαν  έναν  ιδιόμορφο  χαρακτήρα. Ωστόσο , τα  λαϊκά  κυρίως  στρώματα  του  πληθυσμού  βρήκαν  διέξοδο  προς  τα  δυτικά, με  επακόλουθο  την  μεταγενέστερη  επέκταση  της  πόλης  προς  τις  νεώτερες  εργατικές  συνοικίες  του  σύγχρονου  πολεοδομικού  συγκροτήματος.

Τελείως  διαφορετικά  ήταν  τα  χαρακτηριστικά  της  ανατολικής  περιοχής. Τα  κτίρια  που  κατασκευάζονται  εδώ  στο  δεύτερο  μισό  του  19ου  αιώνα  και  στις  αρχές  του  20ου, δεν  ανήκουν  σε  έναν  ορισμένο  αρχιτεκτονικό  τύπο. Στη  διάρθρωση  και  την  οργάνωση  τους  συναντά  κανείς  στοιχεία  από  τον  νεοκλασσικισμό, όπως  η  αυστηρή  συμμετρία  και  ο  τριμερισμός  των  όψεων.  Νεοκλασσικά  επίσης  στοιχεία  εφαρμόζονται  σε  μορφολογικές  λεπτομέρειες (αετώματα , ψευδοπαραστάδες, κιονόκρανα, διαμόρφωση  της  στέγης  με  γείσο  και  φουρούσια  κλπ.).
Τα  παραπάνω  συνδυάζονται  με  πλούσιες  διακοσμήσεις  του  οθωμανικού  ροκοκό  σε  καμπύλα  αετώματα  τύπου  μπαρόκ, φορτωμένα  με  ανάγλυφες   παραστάσεις . Παράλληλα, έντονα  εκλεκτιστικά  στοιχεία  συνδυάζονται  με  το  νεώτερο  ρεύμα  της  Art  Nouveau  και  μιας  έντονης  διακοσμητικής  διάθεσης , δημιουργώντας  ένα  κλίμα  ρομαντισμού  που  εμφανίζεται  εδώ  με  καθυστέρηση. Η  ποικιλία  της  προέλευσης  των  δημιουργών  αλλά  και  των  κατοίκων  των  κτισμάτων, σε  μια  περίοδο  όπου  η  πόλη  βρίσκεται  στο  κατώφλι  του  20ου  αιώνα  και  οι   ιστορικές, οικονομικές  και  κοινωνικές  συνθήκες  που  επικρατούν, προσδίνουν  ένα  κοσμοπολίτικο  χαρακτήρα  στην  περιοχή  και  στοιχεία  αναζητήσεων  στην  αρχιτεκτονική  της. 
Εξελικτικά  κατασκευάζονται  από  επώνυμους  αρχιτέκτονες  αξιόλογα  κτίρια  επηρεασμένα  από  την  αυστρογερμανική  αρχιτεκτονική, δημόσια  κτίρια  με  νεοκλασικά  στοιχεία , κτίσματα  με  εκλεκτικισκό  ή  φρουριακό  χαρακτήρα  και  νεώτερες  κατοικίες επηρεασμένες  από  την  λαϊκή  αρχιτεκτονική. Ανάλογη  διαμόρφωση  χαρακτηρίζει  την  τυπολογία  των  κατόψεων  όπου  στις  πιο  σύνθετες  περιπτώσεις  τα  δωμάτια  οργανώνονται  γύρω  από  έναν  ευρύχωρο  κεντρικό  χώρο, ενώ  παράλληλα  δημιουργούνται  συγκροτήματα  με  δευτερεύοντες  χώρους  και  διαδρόμους , που  συνήθως  τοποθετούνται  στο  πίσω  μέρος  του  σπιτιού.
Το  εσωτερικό  κλιμακοστάσιο  και  η  διακόσμηση  των  ορόφων  και  των  κουφωμάτων  αποτελούν  στοιχεία  μιας  ιδιαίτερης  επεξεργασίας, ενώ  πολυπλοκότητα  χαρακτηρίζει  τη  σύνθεση  των  όγκων, στις  οξυκόρυφες  στέγες  και  στους  πύργους. Χαρακτηριστικά  στοιχεία  αποτελούν  οι  εξώστες ,  τα  εξωτερικά  κλιμακοστάσια  και  η  διαμόρφωση  των  κήπων.
Τέλος  φτάνοντας  μέχρι  την  περίοδο  του  μεσοπολέμου, θα  πρέπει  να  αναφερθούμε  στις  ελάχιστες  νεώτερες  κατασκευές, οι  οποίες  αποτελούν  μαρτυρίες  μιας  αρχιτεκτονικής  έκφρασης  των  νεώτερων  αναζητήσεων  όπως  το  Bauhaus, το  νεοβυζαντινό  στυλ, την  Art deco. Αναζητήσεις  που  εφαρμόζονται  εδώ  σε  απλοποιημένες  μορφές  και  σε  μικροκλίμακα, απέχοντας  έτσι  σημαντικά  από  τα  δυτικά   πρότυπα, που  όμως  συμπληρώνουν  ένα  τμήμα  της  ιστορίας  της  αρχιτεκτονικής  της  πόλης.

Η  απρογραμμάτιστη  εξέλιξη  της  πόλης  μετά  τον  πόλεμο  και  η  συνέχιση  της  επέκτασης  της  προς  τα  ανατολικά , που  εξακολουθούσε  να  αποτελεί  την  περιοχή  της  αστικής  κατοικίας, είχε  σαν  αποτέλεσμα  την  ριζική  και  ανεπανόρθωτη  αλλοίωση  του  ιστορικού  της  χαρακτήρα. Η  επανάληψη  του  φαινομένου  της  οικοπεδοποίησης  και  των  τελευταίων  ελεύθερων  εκτάσεων , καθώς  και  των  κήπων  των  παλιών  αρχοντικών  και  η  συνεχής  αύξηση  της  αξίας  της  γης, ολοκληρώθηκαν  σε  μια  περίοδο  που  οι  αξίες  της  παράδοσης  και  των  νεωτέρων  μνημείων  της  αρχιτεκτονικής, δεν  αποτελούσαν  παραμέτρους  που  απαιτούσαν  μια  ιδιαίτερη  μελέτη  και  αντιμετώπιση. Οι  πρώτες  προσπάθειες  για  τη  διάσωση  των  μνημείων  της  περιοχής  αρχίζουν  τη  δεκαετία  του  ’60, έχοντας  όμως  να  αντιμετωπίσουν  το  σύστημα  της  αντιπαροχής, σε  μια  τεράστια  έκταση  με  μεγάλα  ορθωγονισμένα  οικόπεδα, χωρίς  ιδιαίτερα  ιδιοκτησιακά ή  ρυμοτομικά  προβλήματα.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ  ΤΟΥ  ΚΤΙΡΙΟΥ - ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ

 Το  κτίριο  της  οδού  Αναγεννήσεως  10 , κτίσθηκε  στις  αρχές  του  20ου  αιώνα  και  συγκεκριμένα  μεταξύ  του  1905  και  1910. Βρίσκεται  στο  δυτικό , τότε  παραλιακό , τμήμα  της  πόλης , στην  περιοχή  του  πάρκου  των  Πριγκήπων (Μπες  Τσινάρ), που  ιδρύθηκε  το  1867  με  πρόθεση  περιοχής  παραθεριστικής  κατοικίας  και  χώρου  αναψυχής  και  ψυχαγωγίας.
Το  τμήμα   αυτό -δυτικό- αναπτύσσεται  από  το  τέλος  του  19ου  αιώνα  και  αποκτά  έντονο  εμπορικό  χαρακτήρα. Τα  στοιχεία  που  βοήθησαν  στο  μετασχηματισμό  της  περιοχής  είναι  η  κατασκευή  του  σιδηροδρομικού  σταθμού το  1972  και  οι  συνδέσεις  που  ακολούθησαν  με  Βελιγράδι , Μοναστήρι  Δεδέαγατς  και  Αθήνα, το  λιμάνι  με  την  κατασκευή  της  προκυμαίας , οι  αποθήκες, τα  καταστήματα  και  τα  άφθονα  χάνια, καθώς  και  η  άμεση  επαφή  με  το  εμπορικό  κέντρο  της  πόλης (ιδιαίτερα  με  την  καταστροφή  του  παράλιου  τείχους  και  την  κάθοδο  του   κέντρου  της  πόλης  προς  την  παραλία).


 Η  ίδρυση  του  πάρκου  των  Πριγκήπων  και  η  σύνδεση  του  αργότερα  με  το  τραμ (τέρμα), έδωσε  στην  περιοχή  έναν  ιδιαίτερα  σημαντικό  χαρακτήρα  με  τη  συγκέντρωση  κόσμου , περιπατητών, καθώς  και  διαφόρων  ορχηστρών  που  ψυχαγωγούσαν  το  κοινό. Ωστόσο  όμως  σε  σύγκριση  με  τον  ανατολικό  τομέα  τη  πόλης, η  δυτική  περιοχή  σαν  χώρος  κατοίκησης  δεν  θα  αναπτυχθεί  με  τον  ίδιο  ρυθμό  και  εξαιτίας  του εμπορικού  χαρακτήρα  της  περιοχής  και  της  θέσης  «εισόδου»  της  πόλης , καθώς  και  της  διαμόρφωσης  των  πρώτων  βιομηχανικών  μονάδων – μεταξύ   της  σιδηροδρομικής  γραμμής  και  της  θάλασσας – και  τον  μετασχηματισμό  της  σε  εμπορική  και  βιομηχανική  περιοχή.

Σύμφωνα  με  προφορική  μαρτυρία  του  τελευταίου  ιδιοκτήτη, το  σπίτι  αυτό  κτίστηκε  μεταξύ  1900-1910 (πριν  την  απελευθέρωση  της  πόλης ) –πιθανόν  από  Βούλγαρο  ιδιοκτήτη – και  αγοράστηκε  από  τον  πατέρα  του  που  χρειάστηκε, για  το  λόγο  αυτό, να  κάνει  ένα  ταξίδι  στη  Σόφια  το  1927. Την  περίοδο  1927 – 1969  το  σπίτι  ανήκε  στην  οικογένεια  Πετρίδη. Όταν  έπαψε  να  χρησιμοποιείται  ως  κατοικία  λειτούργησε  ως  αποθήκη  μεταχειρισμένου  μηχανολογικού  υλικού  και  ως  γραφείο  μεταφορών.

Το  1969  με  την  2787/69  πράξη  τακτοποιήσεως  και  αναλογισμού  που  κυρώθηκε  με  την  69  599/30-7-70  απόφαση  του  Νομάρχη  Θεσσαλονίκης , απαλλοτριώθηκε  αναγκαστικά. Η  απαλλοτρίωση  ολοκληρώθηκε  με  την  παρακατάθεση  327 173/9-6-87 (ΦΕΚ 681/22-7-87). Με  την  ΔΙΛΑΓ/Γ/2 123/43 538/21-8-84  Υπουργική  απόφαση (ΦΕΚ 725/τ.β./11-10-84) το  κτίριο  χαρακτηρίστηκε  ως  έργο  τέχνης  που  χρειάζεται  ειδική  κρατική  προστασία.


ΤΟ  ΚΤΙΡΙΟ

Το  κτίριο αποτελεί  ένα  πολύ  αξιόλογο  δείγμα  εκλεκτιστικού  ύφους  με  επιδράσεις  Art  Nouveau (καμπύλα  στηθαία , φυσικά  μοτίβα , γενική  διακόσμηση). Αποτελείται  από (ημι-)υπόγειο, ισόγειο, όροφο  και  τμήμα  δεύτερου  ορόφου (σοφίτα).
Η  κύρια  όψη  του  (ΝΔ)  στην  οδό  Αναγεννήσεως  οργανώνεται  σε  τριμερή  διάταξη  (σε  κάτοψη: δωμάτια, κοινόχρηστοι  χώροι, δωμάτια)  με  έντονη  προβολή  του  κεντρικού  τμήματος  (μπαλκόνια  που  κλείστηκαν  με  τζαμλίκι  σε  ισόγειο  και  όροφο).
Ανάλογη  οργάνωση  παρουσιάζει  και  η  ΝΑ  όψη. Οι  όψεις  του  κτιρίου  έχουν  πλήθος  ανάγλυφων  διακοσμήσεων  από  φυτικά  και  ανεικονικά  μοτίβα  και  κορνίζες  με  «τραβηχτά»  επιχρίσματα. Οι  ορατές  ξύλινες  κατασκευές  είναι  επιμελημένες  και  περίτεχνες  ενώ  εντύπωση  προκαλούν  οι  διαφοροποιήσεις  του  ανάγλυφου  διάκοσμου  από  ισόγειο  σε  όροφο  και  από  όψη  σε  όψη. Τα  παράθυρα  φέρουν  απλό  γραμμικό  πλαίσιο  με  διαφορετικά  ανάγλυφα  κοσμήματα  στην  ποδιά  και  στο  πάνω  μέρος  σε  όροφο, ισόγειο, κύρια  και  πλάγια  όψη.
Την  επίστεψη  του  κτιρίου  αποτελεί  απλή  κορνίζα  και  συμπαγές  στηθαίο  με  καμπύλα  τμήματα, που  διακόπτονται  από  πεσσούς  στην  προέκταση  των  παραστάδων. Αξίζει  ίσως  να  αναφερθεί  ότι  οι   λεοντοκεφαλές  στις  ψευδοπαραστάδες, που  φαίνεται  να  υποστηρίζουν  την  κορνίζα  του  στηθαίου, προκάλεσαν  τις  αισθητικές  επιτιμήσεις  της  ασφάλειας  του  καθεστώτος  Μεταξά, που  ζήτησε  την  κατεδάφιση  τους  σαν  βουλγαρικών  συμβόλων  (μαρτυρία  ιδιοκτήτη).



ΟΡΓΑΝΩΣΗ  ΚΑΤΟΨΗΣ

Η  κάτοψη  με  άξονα  τον  κεντρικό  επιμήκη  χώρο  υποδοχής, (και  διεύθυνση  από  ΝΔ  προς  ΒΑ)  οργανώνεται  στα  Δ  με  δύο  χώρους  (δωμάτια)  και  στα  Α  με  τρεις. Έναν  χώρο  (δωμάτιο), το  κλιμακοστάσιο, και  την  περιοχή  των  υγρών  χώρων  (κουζίνα – χώροι  υγιεινής)  στην  ΒΑ  γωνία. Η  διάταξη  αυτή  επαναλαμβάνεται  τόσο  στο  υπόγειο  όσο  και  στους  δύο  ορόφους  με  μικρές  διαφορές. Στη  σοφίτα  απομένει  μόνο  το  κλιμακοστάσιο  και  ο  κεντρικός  χώρος  υποδοχής. Τα  τρία  δωμάτια, ο  κεντρικός  χώρος  και  το  κλιμακοστάσιο   καλύπτονται  με  στέγες  ενώ  η  περιοχή  των  υγρών  χώρων  καλύπτεται  με  δώμα.

Η  πρόσβαση  στο  κτίριο  γίνεται  με  τρεις  τρόπους  (αρχικά  γινόταν  μόνο  από  την  είσοδο  στην  Ν.Α.  πλευρά). Από  την  κεντρική  μαρμάρινη  κλίμακα  στην  κύρια  όψη, από  μία  είσοδο  στην  Ν.Α.  πλευρά  οπού  βρίσκεται  το  κεντρικό  κλιμακοστάσιο  και  από  μια  βοηθητική  σκάλα  στην  πίσω  πλευρά, όπου  βρίσκονται  οι  βοηθητικοί  χώροι  (κουζίνα , WC).
Υποθέτουμε  ότι  ο  κύριος  χώρος  του  κτιρίου  ήταν  το  δωμάτιο  0.07, εξαιτίας  της  θέσης  του  στην  κάτοψη – αλλά  κυρίως  λόγω  του  περίτεχνου  ξύλινου  διακόσμου  που  υπάρχει  στην  οροφή  του  χώρου  αυτού.


ΥΛΙΚΑ – ΤΡΟΠΟΙ  ΔΟΜΗΣΗΣ

Η  βάση  του  κτιρίου, δηλ.  το  ημιυπόγειο, είναι  κτισμένη  με  πέτρα  και  τούβλο. Η  πέτρα  παρουσιάζει  πομπέ  αρμολόγημα  και  με  το  τούβλο  δημιουργείται  διακόσμηση  γύρω  από  τα  παράθυρα. Το  κτίριο  είναι  κατασκευασμένο  με  φέρουσα  τοιχοποιία  με  ενισχύσεις  από  μεταλλικά  σενάζ  -  ελκυστήρες  (αργολιθοδομή  στο  υπόγειο, οπτοπλινθοδομή  στην  ανωδομή), ξύλινα  πατώματα  κατά  κύριο  λόγο  εκτός  από  το  ΒΑ  τμήμα.
Εκεί, επειδή  έχουμε  κατακόρυφη  σύνδεση  των  υγρών  χώρων, τα  οριζόντια  χωρίσματα  των  ορόφων  δημιουργήθηκαν  με  σιδηροδοκούς  διπλού  ταύ  (μπουντρέλια – διατομής  14Χ6 εκ.  τοποθετημένα  ανά  55 εκ.)  και  πλήρωση  με  οπτόπλινθους  (διαστάσεων  21Χ60 εκ.  φαλτσοκομμένα  στις  πάνω  άκρες  ώστε  να  μπορούν  να  τοποθετηθούν  ανάμεσα  στα  μπουντρέλια). Η  επένδυση  σε  αυτούς  τους  χώρους  καθώς  και  στο  υπόγειο  γίνεται  με  μαρμάρινα  πλακίδια  20Χ20  εκ.


Στους  υπόλοιπους  χώρους  τα  οριζόντια  χωρίσματα  των  ορόφων  δημιουργήθηκαν  με  ξύλινα  δοκάρια  (διατομής  18Χ8  εκ.)  και  είναι  επενδεδυμένα:  - στα  ταβάνια  με  καρφωτά  ξύλα  πλάτους  22  εκ., που  ανά  2  επικαλύπτονται  με, παράλληλο  στη  διεύθυνση  τους , ξύλο  πλάτους  5 εκ.  – στα  πατώματα  είτε  με  καρφωτά  ξύλα  πλάτους  15  εκ.  ή  με  ξύλα  ραμποτέ  ίδιου  πλάτους.
Οι  τοίχοι  στην  ανωδομή  είναι  κτισμένοι  με  τούβλα  με  συνδετικό  κονίαμα  λάσπη  με  μικρές  πέτρες.  Το  ίδιο  κονίαμα  χρησιμοποιείται  και  στο  υπόγειο  για  τη  σύνδεση  των  εκεί  τούβλων  καθώς  και  των  πετρών. Το  επίχρισμα  που  χρησιμοποιείται  σε  ολόκληρο  το  κτίριο  είναι  τσιμεντοκονίαμα  και  σε  πολλούς  τοίχους  χρησιμοποιείται  και  επίχρισμα.


Στα  παράθυρα  του  ημιυπογείου  και  στους  εξώστες  του  δευτέρου  ορόφου , εμφανίζονται  σιδερένια  κιγκλιδώματα. Στα  υπόλοιπα  ανοίγματα  υπάρχουν  ξύλινα  κουφώματα. Επίσης  ξύλινο  είναι  το  κεντρικό  κλιμακοστάσιο. Γύρω  και  πάνω  από  όλα  τα  ανοίγματα  υπάρχει  πάντα  ξύλινη  κατασκευή  (πολλές  φορές – κυρίως  στα  ανοίγματα  των  όψεων – αντί  για  ξύλο  υπάρχει  σιδηροδοκός  πάνω  από  το  άνοιγμα)  η  οποία  στηρίζει  το  άνοιγμα  και  το  προστατεύει  από  τις  πιέσεις  της  υπερκείμενης  τοιχοποιίας. Στα  ανοίγματα  των  όψεων  υπάρχει  επίσης  (εκτός  από  τη  σιδηροδοκό)  ανακουφιστικό  τόξο  δημιουργημένο  με  οπτόπλινθους.
Η  επικάλυψη  του  κτιρίου  είναι  στέγες  με  ξύλινα  ζευκτά  και κεραμίδια  γαλλικού  τύπου  εκτός  από  την  ΒΑ  γωνία  που  είναι  καλυμμένη  με  δώμα  το  οποίο  είναι  βατό  από  το  κεντρικό  κλιμακοστάσιο.


ΦΑΣΕΙΣ  ΤΟΥ  ΚΤΙΡΙΟΥ

Παρατηρώντας  προσεκτικά  το  κτίριο  μπορούμε  να  συμπεράνουμε  ορισμένα  πράγματα  για  τις  επεμβάσεις  που  έγιναν  σε  αυτό  κατά  τη  διάρκεια  της  ζωής  του.
Η  κεντρική  μαρμάρινη  κλίμακα, σήμερα , βρίσκεται  στη  δεξιά  πλευρά  της  προβολής  του  κεντρικού  τμήματος  της  κύριας  όψης.
Η  κύρια  όψη  του  κτιρίου  χαρακτηρίζεται  από  απόλυτη  συμμετρία  οπότε  είναι  λογικό  να  υποθέσουμε  ότι  η  κεντρική  κλίμακα  στην  αρχική  κατασκευή  του   κτιρίου  δεν  υπήρχε  και  ότι  η  προβολή  αυτή  λειτουργούσε  σαν  μπαλκόνι. Την  υπόθεση  αυτή  ενισχύει  το γεγονός  ότι  η  κλίμακα  στην  τωρινή  της  θέση  καλύπτει  το  μεγαλύτερο  μέρος  ενός  παραθύρου  του  υπογείου  το  οποίο  εσωτερικά  είναι  πλέον  σφραγισμένο. Αν  παρατηρήσουμε  καλά  την  προβολή  του  κεντρικού  τμήματος  του  κτιρίου  θα  δούμε  ότι  οι  πεσσοί  που  είναι  τοποθετημένοι  εκεί  στην  αρχική  φάση  του  κτιρίου  ήταν  ασοβάτιστοι  και  μάλιστα  αποτελούνταν  από  βάση  και  κορμό. Το  γεγονός  επίσης  ότι  το  τούβλο  που  έχει  χρησιμοποιηθεί  για  την  κατασκευή  των  πεσσών  είναι  το  ίδιο  με  τα  καλά  (ακριβά)  διακοσμητικά   τούβλα  που  υπάρχουν  και  σε  χαρακτηριστικές  θέσεις  στις  όψεις  ενισχύει  την  άποψη  ότι  αρχικά  οι  πεσσοί  αποτελούσαν  διακοσμητικό  στοιχείο.
Επίσης  μπορούμε  να  παρατηρήσουμε  ότι  τα  κουφώματα που  είναι  σήμερα  τοποθετημένα  ανάμεσα  στους  πεσσούς  έχουν  τοποθετηθεί  εκ  των  υστέρων  στην  κατασκευή  (τα  σημεία  που  έχουν  φαγωθεί  οι  πεσσοί  και  ο  τρόπος – βίαιος – που  έχει  γίνει  αυτό  επιβεβαιώνουν  αυτή  την  υπόθεση). Επομένως  αρχικά  η  προβολή  χρησιμοποιούνταν  σαν  μπαλκόνι  και  η  κύρια  είσοδος  ήταν  μπροστά  από  το  κεντρικό  εσωτερικό  κλιμακοστάσιο.


Παρατηρούμε  επίσης  ότι η  βοηθητική  σκάλα  δεν  υπήρχε  στην  αρχική  κατασκευή  του  κτιρίου  και  στη  θέση  της  υπήρχε  πρόβολος. Όταν  χρειάστηκε  να  κατασκευαστεί  η  βοηθητική  σκάλα  χρησιμοποιήθηκαν  σαν  φέροντα  στοιχεία  οι  σιδηροδοκοί  που  στήριζαν  τον  πρόβολο – λόγω  της  φθοράς  φαίνεται  καθαρά  η  μια  λυγισμένη  σιδηροδοκός  καθώς  επίσης  και  το  σημείο  στα  τούβλα  της  όψης  όπου  έφτανε  ο  πρόβολος.
Ανεβαίνοντας  το  κλιμακοστάσιο  και  φτάνοντας  στο  εκάστοτε  πλατύσκαλο  συναντάς  πάντοτε  ένα  άνοιγμα  από  το  οποίο  γίνεται  η  είσοδος  στον  ορθογώνιο  κεντρικό  χώρο  κάθε  ορόφου. 
Στο  επίπεδο  του  1ου  ορόφου  υπάρχει  ένα  άνοιγμα  στα  δεξιά  του  πλατύσκαλου  το  οποίο  οδηγεί  στην  κουζίνα  και  στους  χώρους  υγιεινής.  Αυτό  το  άνοιγμα  δεν  υπάρχει  στο  επίπεδο  του  ισογείου. Υποθέτουμε  λοιπόν  ότι  κάποια  στιγμή  κατά  τη  διάρκεια  ζωής  του  κτιρίου  το  άνοιγμα  αυτό  για  κάποιο  λόγο  δημιουργήθηκε  και  ότι  αρχικά  υπάρχει  μεγάλη  πιθανότητα  το  σπίτι  να  αποτελούνταν  από  2  διαφορετικά  διαμερίσματα. 



Το ίδιο  συμβαίνει  και  στο  υπόγειο, όπου  αρχικά  υπήρχαν  2  ανοίγματα – το ένα  στη  γωνία  Α  του  χώρου  Υ.05  που  έβγαζε, με  τη  βοήθεια  μιας  μικρής  σκάλας,  στο  βορειοδυτικό  τμήμα  του  οικοπέδου. Το  άλλο  ήταν  ανάμεσα  στους  χώρους  Υ.05  και  Υ.03, ακριβώς  στο  τμήμα  εκείνο  του  τοίχου  που  υπάρχει  σήμερα  η  εσοχή (φαίνεται  καθαρά  στο  χώρο  Υ.03). Με  τη  βοήθεια  αυτού  του  ανοίγματος  γινόταν  η  εσωτερική  επικοινωνία  με  τους  υγρούς  χώρους  του  υπογείου, ενώ  το  άνοιγμα  ανάμεσα  στους  χώρους  Υ.01  και  Υ.03  δεν  υπήρχε  αρχικά (όπως  αναφέρθηκε  και  παραπάνω).  Το  άνοιγμα  αυτό  δημιουργήθηκε  όταν  για  κάποιο  λόγο  χρειάστηκε  να  σφραγιστούν  τα  2  προαναφερθέντα  ανοίγματα. Στη  θέση  τους  δημιουργήθηκε  μια  μπετονένια  κατασκευή  η  οποία  πιθανότατα  λειτουργούσε  ως  πλυσταριό. Την  άποψη  αυτή  ενισχύει  το  γεγονός  ότι  υπάρχει  ένας  σωλήνας  νερού  ο  οποίος  καταλήγει  στην  κατασκευή  αυτή.

 


Στο  υπόγειο επίσης , κυρίως  στα  δωμάτια  Υ.06 – Υ.07 – Υ.08, έχουμε  κάποια  παράθυρα  τα  οποία  είναι  σφραγισμένα  φανερά  εκ  των  υστέρων.   Ένα  από  αυτά  είναι  και  το  παράθυρο  του  τοίχου  ΒΓ  του  δωματίου  Υ.08 το  οποίο  όπως  αναφέραμε  και  παραπάνω  σφραγίστηκε  για  να  δημιουργηθεί  το  εξωτερικό  κλιμακοστάσιο. Στο  χώρο  Υ.02  επίσης  το  παράθυρο  είναι  κατά  το  ήμισυ  χτισμένο  με  τούβλα. Στα  δάπεδα  των  δωματίων  στο  υπόγειο  ήταν  αρχικά  όλα  επενδεδυμένα  με  κεραμικά  πλακίδια  διαστάσεων  20 Χ 20  εκ. Στη  συνέχεια  στο  χώρο  Υ.07  δε  μπορεί  να  διαπιστωθεί  σήμερα  τι  υπάρχει  στο  δάπεδο (στους  άλλους  χώρους  σκάβοντας  βλέπει  κανείς  υπολείμματα   από  τα  πλακίδια)  εξαιτίας  της  άσχημης  κατάστασης  στην  οποία  βρίσκεται.

Σημαντικά  συμπεράσματα  για  τις  φάσεις  λειτουργίας  του  κτιρίου  μπορεί  να  βγάλει  κανείς  παρατηρώντας  τους  χώρους  της  κουζίνας  ανά  όροφο. Στο  χώρο  0.04  βλέπουμε  ότι  στη  γωνία  Β  και  κατά  μήκος  του  τοίχου  ΒΓ  ένα  ορθογωνισμένο  κομμάτι  από  τα  πλακάκια  λείπει  και  στη  θέση  του  υπάρχουν  άλλα  πλακίδια  διαφορετικού  χρώματος  και  σχήματος. Συμπεραίνουμε  λοιπόν  ότι  όταν  κατασκευαζόταν  το  πάτωμα  σε  εκείνη  τη  θέση  υπήρχε  κάποια  κατασκευή (πιθανότατα  ένα  τζάκι  αντίστοιχο  με  αυτό  του  πάνω  ορόφου)  η  οποία  κάποια  στιγμή  χρειάστηκε  να  αφαιρεθεί  και  επειδή  προφανώς  δε  μπορούσαν  να  βρεθούν  πλακάκια  όμοια  με  τα  αρχικά, τοποθετήθηκαν  αυτά.
Επίσης  παρατηρούμε  ότι  αρχικά  οι  πάγκοι  της  κουζίνας  σε  όλα  τα  δωμάτια  ήταν  στο  ΝΑ  τοίχο, κάτω  από  το  παράθυρο. Στην  αρχική  φάση  του  κτιρίου  οι  πάγκοι  στις  κουζίνες  ήταν  τοποθετημένοι  κάτω  από  τα  ανοίγματα  που  υπάρχουν  στα  αντίστοιχα  δωμάτια  στον  νοτιοανατολικό  τοίχο.  Στην  επόμενη  φάση  αφαιρέθηκαν  από  εκεί  και  τοποθετήθηκαν  στη  θέση  που  βρίσκονται  σήμερα. Αυτό  φαίνεται  καθαρά  γιατί  η  σημερινή  κατασκευή  είναι  τοποθετημένη  πάνω  από  τα  πλακίδια  που  ήταν  τοποθετημένα  εκεί  από  την  αρχή.


Στην  αρχική  φάση  του  κτιρίου  δεν  υπήρχαν  τα  ενδιάμεσα  χωρίσματα  στους  κεντρικούς  χώρους  κάθε  ορόφου. Όταν  στην  επόμενη  φάση  δημιουργήθηκε  η  μπροστινή  σκάλα  και  ανοίχτηκαν  τα  ενδιάμεσα  χωρίσματα  από  τη  σκάλα  προς  τους  υγρούς  χώρους  τότε  τοποθετήθηκαν  και  τα  ενδιάμεσα  χωρίσματα. Από  εκεί  και  πέρα  το  σπίτι  πιθανώς  να  χωρίστηκε  στα  2  και  να  χρησιμοποιήθηκε  σαν  2  χωριστά  σπίτια   (ένα  στο  ισόγειο  και  ένα  στον  πρώτο  όροφο). Το  υπόγειο  σε  αυτή  τη  φάση  μάλλον  χρησίμευε  σαν  κοινός  αποθηκευτικός  χώρος.


Στο  δεύτερο  όροφο  υπάρχει  ένα  μικρό  άνοιγμα  το  οποίο  οδηγούσε  στις  στέγες  των  δωματίων  1.06-7, προφανώς  για  να  γίνονται  διάφορες  επιδιορθώσεις  σε  αυτές. Αρχικά  ο  χώρος  2.03  ήταν  χωρισμένος  σε  τρία  δωμάτια (δύο  δωμάτια  και  ένας  διάδρομος  στη  μέση).  Από  το  διάδρομο  γινόταν  η  πρόσβαση  στο  άνοιγμα  καθώς  και  στα  δύο  δωμάτια. Όταν  αργότερα  το  κτίριο  λειτούργησε  σαν  δύο  σπίτια , το  κάθε  σπίτι  είχε  από  ένα  δωμάτιο  σαν  αποθηκευτικό  χώρο.
Στο  δώμα  του  δεύτερου   ορόφου  κάποια  στιγμή  εκ  των  υστέρων  τοποθετήθηκε  επιπλέον  εξωτερική  μόνωση.


ΣΗΜΕΡΙΝΗ  ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (2003)

Η  σημερινή  εικόνα  του  κτιρίου  απεικονίζει  την  εγκατάλειψη  και  ταλαιπωρία  που  υπέστη  τα  τελευταία  χρόνια (κυρίως  όταν  από  τους  προηγούμενους  ιδιοκτήτες  μεταβιβάστηκε  στο  δήμο), από  κακή  χρήση  (κάποια  περίοδο  είχε  καταληφθεί  από  άστεγους)  και  από  παντελή  έλλειψη  συντήρησης. Σημαντικό  ρόλο  στη  φθορά  του  κτιρίου  πρέπει  να  έπαιξε  και  ο  σεισμός  του  1978  που  προκάλεσε  πολλές  ζημιές  σε  αρκετά  κτίρια  της  Θεσσαλονίκης.


Ιδιαίτερα  κακή  για  το  κτίριο  ήταν  η  περίοδος  που  τελούσε  υπό  κατάληψη  γιατί  ανάμεσα  στα  άλλα  υπέστη  και  βανδαλισμούς.  Έτσι  το  πάτωμα  και  η  στέγη  του  ΒΔ  τμήματος (που  έχει  όψη  στην  οδό  Ταντάλου)  είναι  καμμένο, όπως  επίσης  και  κάποια  κουφώματα  της  ίδιας  πλευράς  που  μετατράπηκαν  σε  θερμαντικό  μέσο  τους  τελευταίους  χειμώνες.

Οι  τοιχοποιίες  του  κτιρίου  σαν  φέρων  οργανισμός  παρουσιάζουν  εκτεταμένες  ρωγμές  στην  ΒΑ  πλευρά, όπως  και  το  κλιμακοστάσιο  με  απόκλιση  από  την  αρχική  του  θέση. Έντονα  σημεία  φθοράς  παρουσιάζουν  και  τα  πατώματα – αποτέλεσμα  της  δράσης  εντόμων.



Εξαιτίας  της  φθοράς  της  στέγης  του  ΒΔ  τμήματος , αλλά  και  των  πατωμάτων – ταβανιών  όλων  των  χώρων  «.06 - .07» , όλο  το  ΒΔ  τμήμα  βρίσκεται  σε  άθλια  κατάσταση . Η  είσοδος  στους  χώρους  1.06-7  είναι  απαγορευτική  εξαιτίας  της  επικινδυνότητας  του  πατώματος (έχουν  απομείνει  μόνο  τα  ξύλινα  δοκάρια  και  αυτά  είναι  τελείως  σαπισμένα. Αντίστοιχα  και  στους  χώρους  0.06-7  όπου  μπορεί  κανείς  να  εισέλθει  αλλά  με  πολύ  μεγάλη  προσοχή. Σε  αυτούς  τους  χώρους  έχει  καταστραφεί  τελείως  κάθε  είδους  επιχρίσματος  ή  χρώματος  εξαιτίας  της  βροχής  που  ποτίζει  ανενόχλητη  τους  τοίχους.
Σε  πολλά   σημεία  του  σπιτιού – κυρίως  στο  κλιμακοστάσιο  αλλά  και  σε  πολλά  δωμάτια – είχαμε  σε  κάποια  φάση  του  κτιρίου (αν  όχι  από  την  αρχή)  κάποιες  τοιχογραφίες. Δυστυχώς  ελάχιστες  από  αυτές  σώζονται  και  αυτές  σε  πολύ  κακή  κατάσταση.


Το  υπόγειο  βρίσκεται  σε  πολύ  κακή  κατάσταση. Το  κομμάτι  του  κεντρικού  κλιμακοστασίου  που  οδηγούσε  εκεί  έχει  καταρρεύσει  και  η  κάθοδος  γίνεται  πλέον  με  μια  ξύλινη  ράμπα. Γενικά   όλα  τα  πατώματα  του  υπογείου (τα  οποία  αρχικά  είχαν  σχεδόν  όλα  επένδυση  με  μαρμάρινες  πλάκες) είναι  κατεστραμμένα –με  εξαίρεση  το  Υ.08 – και  στο  πάτωμα  υπάρχει  μόνο  τσιμέντο  και σκόνη. Επίσης  παρατηρούμε  σε  πολλά  σημεία  του  πατώματος – στα  περισσότερα  δωμάτια – κάποιες  τρύπες  τις  οποίες  τις  άνοιξε  ο  δήμος  Θεσσαλονίκης  για  να  διαπιστώσει  την  κατάσταση  της  θεμελίωσης  του  κτιρίου.

Σε  αντίθεση  με  την  υπόλοιπη  τραγική  κατάσταση  του  υπογείου , σε  εξαιρετική  κατάσταση  βρίσκεται  το  πλυσταριό  του  χώρου  Υ.05. Η  κατασκευή  του  από  τσιμέντο  και  η  σχεδόν  ανέπαφη  κατάσταση  στην  οποία  βρίσκεται – καθώς  επίσης  και  οι  τοίχοι  πάνω  από  τα  δύο  αντικριστά  σκέλη  του  πλυσταριού – μας  κάνει  να  πιστεύουμε  ότι  πρόκειται  για  μεταγενέστερη  κατασκευή.

Εξωτερικά  το  κτίριο  εμφανίζει  εκτεταμένες  ζημιές  στα  επιχρίσματα  όπως  και  στις  ανάγλυφες  διακοσμήσεις. Στα  περισσότερα  τμήματα  των  όψεων  έχει  καταστραφεί  το  μεγαλύτερο  μέρος  των  επιχρισμάτων  με  αποτέλεσμα  να  είναι  πλέον  εμφανή  τα  τούβλα  της  οπτοπλινθοδομής  και  να  είναι  πλέον  συνέχεια  εκτεθιμένα  στις  άσχημες  καιρικές  συνθήκες  με  αποτέλεσμα  να  υπόκεινται  σε  ζημιές  με  γεωμετρική  αύξηση  πλέον. Οι  ανάγλυφες  διακοσμήσεις  έχουν  υποστεί  σαφώς  λιγότερες  ζημιές  αλλά  πολλές  από  αυτές  έχουν  διαβρωθεί  αρκετά  και  η   κατάσταση  τους  συνέ

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital