ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Τι είδους πόλη θέλει να είναι η Αθήνα;

07 Απρίλιος, 2007

Τι είδους πόλη θέλει να είναι η Αθήνα;

Το στοίχημα της Αθήνας είναι να πείσει ότι έχει μία επιτχυημένη ιστορία να διηγηθεί. Σε αυτό το νέο παραμύθι δεν υπάρχει χώρος για ηττοπάθειες, συμπλέγματα, μοιρολατρίες. 

Δύσκολα μπορεί να ανταγωνιστεί η Αθήνα τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σαν πόλη προορισμός. Εύκολα το διαπιστώνει κανείς τους χειμερινούς μήνες, όταν η πόλη φιλοξενεί λίγους, σχετικά, τουρίστες. Αν δεν υπήρχαν τα σύγχρονα δίκτυα που φέρνουν όλο και πιο συχνά στην Αθήνα επιχειρηματίες, ερευνητές, επιστήμονες και καλλιτέχνες, η Αθήνα θα ήταν μία επαρχία της Ευρώπης από τον Οκτώβριο ως τον Απρίλιο. Η κατάσταση αυτή δεν αρέσει σε κανένα. Και κανέναν δεν συμφέρει. Η κατάσταση, αυτή, πολύ απλά πρέπει να αλλάξει.
Ζητούμενο είναι να έρχονται ολοένα και περισσότεροι επισκέπτες στην Αθήνα και να φεύγουν, οι περισσότεροι ικανοποιημένοι. Αν σκεφτεί κανείς ότι ένας μέσος Ευρωπαίος ταξιδεύει στο εξωτερικό τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο, μπορεί κανείς να επενδύσει στην προοπτική ότι ως το 2025 πάνω από το 50% των ενηλίκων κατοίκων της Ευρώπης θα έχουν επισκεφθεί τουλάχιστον για μία φορά στην ζωή τους την Αθήνα. Τα οφέλη, υλικά και όχι, είναι προφανή. Και ο στόχος είναι εφικτός.
Υπάρχει μία γραμμή σκέψης και μία γραμμή δραστηριοτήτων, που συνδέει, σήμερα, στον σύγχρονο κόσμο μας, τον πολιτισμό, τον τουρισμό, την οικονομία, τη δημιουργικότητα. Είναι η πρώτη ύλη για να ξαναδεί κανείς το πώς μπορεί να εξάγει, ή αν δεν ενοχλεί ο όρος, το πώς μπορεί κανείς να πουλήσει, μία πόλη στη διεθνή αγορά.
Οφείλει κανείς να παραδεχθεί ότι η Αθήνα έχει βελτιώσει την εικόνα της την τελευταία δεκαετία.
Προφανώς βοήθησαν οι Ολυμπιακοί.
Οι επισκέπτες που γυρίζουν στις πατρίδες τους μιλούν για το μετρό και την πιο άνετη μετακίνησή τους στην πόλη. Εξακολουθούν όμως τα όποια θετικά σχόλια να καθοδηγούνται από την κακή, κάκιστη εικόνα της Αθήνας, από το 1970 ως το 2000. Τριάντα, τουλάχιστον, χρόνια δυσφήμισης δεν είναι εύκολο να ανατραπούν. Πολλά όμως μπορούν να γίνουν αν κοιτάξει κανείς την πραγματικότητα με θάρρος και ρεαλισμό.
Πρώτα από όλα οφείλει κανείς να δει ότι δεν είναι μόνο η Αθήνα που βελτίωσε την εικόνα της στον κόσμο τα τελευταία χρόνια. Και αν μείνει κανείς σε αυτό το πεδίο συγκριτικής αντιπαράθεσης, θα δει ότι όχι μόνο δεν είναι η Αθήνα από τα λίγα φωτεινά παραδείγματα προόδου αλλά είναι από τις πλέον αργοκίνητες πόλεις στον τομέα του ανταγωνισμού.
Ας αφήσουμε την Κωνσταντινούπολη, που δεν μπορεί να την ανταγωνιστεί η Αθήνα. Είναι και οι πόλεις της Ανατολικής Ευρώπης. Η Ρίγα, η Βαρσοβία, η Κρακοβία, η Λουμπλιάνα, το Ζάγκρεμπ – για να μη μιλήσει κανείς για τη Βουδαπέστη ή την Πράγα – έχουν αποκτήσει ελκυστικό στίγμα στον χάρτη και η μεταμόρφωσή τους είναι θεαματική.
Μέσα λοιπόν σε αυτό το ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον, η Αθήνα οφείλει να ξαναδεί τον εαυτό της και να θέσει ερωτήματα που ίσως προκαλέσουν μειδιάματα. Η Αθήνα οφείλει να απευθυνθεί στον εαυτό της και να αναρωτηθεί. Ποιά πόλη θέλω να είμαι και γιατί;
 
Η κατασκευή της εικόνας


Παρότι κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η Αθήνα προσελκύει επισκέπτες κυρίως για τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της, υπάρχουν πλέον ολοένα και περισσότεροι λόγοι για να έρθει κανείς στην ελληνική πρωτεύουσα. Υπάρχει η ανάγκη να δει κανείς και πάλι τη διεθνή πραγματικότητα. Ας δούμε αρχικά τι ΔΕΝ μπορεί να είναι η Αθήνα. Η Αθήνα δεν μπορεί να διαφημίσει τον εαυτό της ως διεθνή μητρόπολη, όπως το Λονδίνο ή το Βερολίνο. Δεν μπορεί να διαφημίσει μεγάλα μουσεία, όπως η Μαδρίτη. Δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι προσφέρει ωραία θέα από ψηλά, όπως η Ρώμη ή η Πράγα. Δεν έχει το πράσινο της Βαρσοβίας, τα κανάλια του Αμστερνταμ ή την αίγλη της Βιέννης. Δεν είναι στην ουσία ανταγωνίσιμη με καμία πόλη αν παίξει κανείς τα χαρτιά της παλιάς, αστικής Ευρώπης.
Επειδή, λοιπόν, ακριβώς, η Αθήνα δεν είναι Παρίσι ούτε Κωνσταντινούπολη, δύο μητροπόλεις με αδιάλειπτη αστική οργάνωση επί αιώνες, οφείλει να κατασκευάσει μία άλλη εικόνα. Και να την πουλήσει.
Για να μεταβληθούν σταδιακά οι συνειρμοί που γεννά το άκουσμα και μόνο μιάς πόλης χρειάζεται να προσελκυθούν ταυτόχρονα διαφορετικές ομάδες κοινού. Είπαμε προηγουμένως πως υπάρχουν πλέον πολλοί λόγοι για να έρθει κανείς στην Αθήνα πέραν της Ακρόπολης. Την Ακρόπολη θα την επισκεφθεί ούτως ή άλλως, αλλά παράλληλα μπορεί να έχει την εμπειρία της γνωριμίας με μία.... Τι θα θέλατε να είναι η Αθήνα; Διάσημη για τα κλαμπ της με τους μεγάλους dj, διάσημη για τα υπαίθρια καφέ, τα υπαίθρια σινεμά, μια ζωή που ξεχειλίζει σε πεζοδρόμια και πλατείες; Να είναι διάσημη ως πρωτεύουσα του 20ού αιώνα, όπου αρ ντεκό και μοντερνισμός του 50 μπλέκουν και συμμαχούν ανάμεσα σε νεοκλασικά και χάι τεκ κτίρια γραφείων; Πολλά μπορεί να σκεφτεί κανείς για την Αθήνα, σημασία έχει όμως, να είναι όλα κομμάτια μίας πραγματικότητας και όλα μαζί να φτιάχνουν μία συνταγή που πολλοί θα θέλουν να δοκιμάσουν.


Η υποστήριξη της εικόνας

Αν πιστέψει κανείς ότι η Αθήνα πρέπει να προβάλλει όχι μόνο αυτό που έχει αλλά και αυτό που μπορεί να γίνει, μερικά πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Οπως, πρώτα από όλα, η δική μας ματιά. Η Αθήνα, ως πρωτεύουσα μίας δυναμικής μεσογειακής κουλτούρας, ένα Τελ Αβίβ με πινελιές Καλιφόρνιας, μία Ισπανία στα σύνορα με την Τουρκία, όπως θέλετε πέστε το... εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η Αθήνα μπορεί να ξαναγεννηθεί αν εμείς που την ζούμε την δούμε αλλιώς. Η Αθήνα δεν μπορεί να περάσει σαν αρχαιολογικό πάρκο, δεν έχει γαλήνη. Δεν έχει πράσινο. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να περάσει σαν ένα εκρηκτικό, σύγχρονο αστικό κοκτέιλ, όπου οι νέοι Ελληνες, πλήρως απελευθερωμένοι από το παρελθόν, δημιουργούν μία νέα αστική εμπειρία με τη ματιά στο μέλλον. Το μέλλον πουλάει. Ιδίως αν υπάρχουν τόσα ελκυστικά  θραύσματα από ένα παρελθόν που εξάπτει τη φαντασία και την οδηγεί μακριά. Η Αθήνα μοιάζει να έχει τη δυνατότητα να πλασαριστεί σαν μία χαρούμενη μεγαλούπολη όπου τα πάντα λίγο πολύ μπορούν να συμβούν. Σαν μία πόλη όπου συνυπάρχει η κλασική αρχαιότητα με τον ηδονισμό μίας παραλιακής λεωφόρου, σε ισότιμες δόσεις, η Αθήνα μπορεί να καλλιεργήσει την εικόνα μίας μεσογειακής παραδοξότητας που «όλοι θα πρέπει να δουν, έστω και μία φορά στην ζωή τους!».

 

Η εικόνα ως πραγματικότητα


Το θέμα όμως είναι ότι αυτή η κατασκευασμένη εικόνα, που μπορεί να γεννήσει αναρίθμητες διαφημίσεις για το CNN, πολύ πιο ελκυστικές από τις κοινοτοπίες που δείχνει η Ελλάδα, ακουμπάει σε μία πραγματικότητα. Η αλλαγή στην Αθήνα, δεν είναι τίποτε άλλο από την αλλαγή στην αθηναϊκή κοινωνία, που με τη σειρά της αντανακλάται και αναζητεί διέξοδο σε τρόπο ζωής, σε οργάνωση ελεύθερου χρόνου, σε διαπροσωπικές σχέσεις, σε διαρρύθμιση εσωτερικών χώρων και κατόψεις διαμερισμάτων και χώρων εργασίας. Ολη αυτή η ανακατάταξη, που έχει αρχίσει να συμβαίνει σε άλλες μεγάλες πόλεις της Δύσης ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, δημιουργεί σταδιακά μία κουλτούρα του δρόμου. Την διακρίνει ο επισκέπτης στον τρόπο που ντύνεται ο κόσμος, που κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Οι αλλαγές διακρίνονται στη γλώσσα των σωμάτων, στους συνδυασμούς των ζευγαριών, στο πολυεθνικό χωνευτήρι, στις γλώσσες, στην ποικιλία, στη μεγαλύτερη ανοχή.
Η νέα Αθήνα, η πόλη του 2007, δεν έχει καμία σχέση με την πόλη του 1997. Αν κλείσουμε τα μάτια και σκεφτούμε πώς ήταν η Αθήνα πριν από 10 χρόνια, θα εκπλαγούμε και εμείς οι ίδιοι όχι από τις αλλαγές και μόνο αλλά από το πόσο διαφορετικά σκεφτόμαστε!

 

Η πόλη ως συνεχές

Οταν λοιπόν συμφωνήσουμε ότι η Αθήνα, ότι εμείς, έχουμε διανύσει τόσο μεγάλο δρόμο, γιατί απλούστατα ο κόσμος όλος τρέχει με τις πιο υψηλές ταχύτητες στην ιστορία του πολιτισμού, δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε την πόλη με τον ίδιο τρόπο που την προσεγγίζαμε στο παρελθόν. Αν το 1980 δεν υπήρχε ενδιαφέρον για το αρχιτεκτονικό παζλ της σύγχρονης Αθήνας, αυτό ήταν κατανοητό. Δεν υπήρχε υποστηρικτική κοινωνία, τα διεθνή δίκτυα ήταν περιορισμένα, ο ιστορικός χρόνος ήταν σε άλλο βηματισμό. Σήμερα, η Αθήνα και κάθε μητρόπολη αυτής της κατηγορίας, είναι ένα παλίμψηστο, ένα πυκνό δίκτυο από διαφορετικές επιθυμίες και κουλτούρες. Και όταν μιλάω για κουλτούρες δεν αναφέρομαι στις εθνικές κουλτούρες ή έστω στις ταξικές κουλτούρες του εγγύς παρελθόντος, αλλά στην προσωπική κουλτούρα του καθένα από εμάς, που η παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, έχει αναγνωρίσει ως ανεξάρτητη δημοκρατία με δικαιώματα και αξιώσεις.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα μπορεί να λογιστεί σαν ένα συνεχές. Σε αυτή την ενότητα, δεν νοείται ο διαχωρισμός της αρχαιότητας από τη σύγχρονη πόλη. Η αρχαία Αθήνα, τα λείψανά της που φέρνουν κόσμο και χρήμα σήμερα στην πόλη, έχουν ανάγκη τις υποδομές της σύγχρονης πόλης ώστε να νομιμοποιηθούν ως κομμάτια του σύγχρονου γίγνεσθαι. Και από την άλλη, η σύγχρονη πόλη έχει ανάγκη την Ακρόπολη και τη Στοά του Αττάλου, για να πάρει άφεση αμαρτιών, για να αντιπαρατεθεί, για να έχει δέλεαρ, αντίπαλο δέος και πηγή διαρκούς ανατροφοδότησης. Η πόλη του ορθολογισμού και της νέας δημιουργικότητας έχει ανάγκη τον ανορθολογισμό και τους παλαιούς ρυθμούς της οδού Αθηνάς και του Μοναστηρακίου, για να τονίσει την εξέλιξή της, για να δρέψει δάφνες νεοτερικότητας αλλά και για  να περιβάλλει με ρομαντικό, αν και συχνά γλυκερό και κακόγουστο, μανδύα τα κομμάτια της παλιάς πόλης.


Βουνό και θάλασσα

Και είναι αυτός ο διάλογος, παλιού και νέου, αρχαίου και σύγχρονου, ορθολογικού και παράλογου, που τυλίγει όλη την πόλη από το βουνό στη θάλασσα. Είναι καιρός, η Αθήνα να πάψει να βλέπει τον εαυτό της μέσα στα όρια των ιστορικών συντεταγμένων της αστικής της δόμησης, όπως αυτή πήρε μορφή τον 19ο αιώνα. Κάθε πόλη έχει ανάγκη έναν άξονα, ένα πυρήνα, ένα κέντρο που να δίνει νόημα, υπόσταση και προοπτική. Αλλά το αθηναϊκό κέντρο, από την Ομόνοια ως το Σύνταγμα και από το Κολωνάκι ως το Μοναστηράκι είναι μονάχα ένα μικρό κομμάτι της σύγχρονης αθηναϊκής εμπειρίας. Αν και σηματοδοτημένο με πλήθος συμβολισμών, το αθηναϊκό κέντρο είναι ανεπαρκές για να σηκώσει μόνο του το νέο παραμύθι της Αθήνας. Η Αθήνα πρέπει να ξετυλίξει νέους μύθους. Η κουλτούρα της παραλιακής της ζώνης, όντως μοναδική στην Ευρώπη, από το Παλαιό Φάληρο ως τη Βάρκιζα και από εκεί στο Σούνιο, είναι μία κορδέλα που μπορεί να συγκινήσει πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς. Αν σκεφτεί κανείς ότι το καλοκαίρι στην Αθήνα κρατάει 4-5 μήνες, η παραλία της μπορεί, με ανάλογες υποδομές αλλά και με δική μας διαφορετική προσέγγιση, να κάνει τη διαφορά στην Ευρώπη, και να καλλιεργήσει την εναλλακτική κουλτούρα μίας μεσογειακής Καλιφόρνιας.
Και από την άλλη, η Κηφισιά και οι βόρειες ανατολικές περιοχές, ως το Τατόι, που πρέπει κάποτε να ενταχθεί και συτό στα τουριστικά δίκτυα, προσφέρει το αντίβαρο της σκιερής προαστικής κουλτούρας.

Το κέντρο ως περίληψη της ιστορίας

Θα ήταν όμως άδικο να ξεμπερδέψει κανείς έτσι γρήγορα με το κέντρο της Αθήνας. Η Αθήνα, όσο καμιά άλλη ευρωπαϊκή πόλη, συμπυκνώνει τον 20ό αιώνα, με σπαράγματα του 19ου και με δειλές ακόμη εμφανίσεις του 21ου, με ένα τρόπο που θα μπορούσε να είναι συναρπαστικός. Αν δεν είναι ακόμη συναρπαστικός, μπορούμε να τον κάνουμε εμείς. Μικρά οπτικά παιχνίδια δημιουργούν τους μύθους που χρειάζεται η Αθήνα. Σε ένα κομμάτι της οδού Πινδάρου προς την Ακαδημίας, υπάρχει μία γοητευτική σειρά προσόψεων από διάφορα στυλ και εποχές. Ολα συνυπάρχουν, ο νεοκλασικισμός, ο απλός και αυθόρμητος έως τον μεγαλοαστικό κλασικισμό του Τσίλερ, το αρ νουβώ, και ο εκλεκτικισμός του 1915, το μοντέρνο κίνημα του 30 και στο βάθος η επιχειρηματική αρχιτεκτονική της μεταπολίτευσης. Αρκεί να σταθεί κανείς σε ένα σημείο και να τα δει όλα αυτά σε μία κοντινή ακτίνα.


Πρωτεύουσα του Βauhaus

Αλλά εκεί που η Αθήνα έχει ισχυρά χαρτιά είναι η Μοντέρνα Αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1930. Είναι ευτυχές σύμπτωμα, που υπάρχει τόσο μεγάλη πυκνότητα αστικών πολυκατοικιών υψηλής ποιότητας στη Βασιλίσσης Σοφίας, το Κολωνάκι, τα Εξάρχεια, το κέντρο και την περιοχή κάτω από το Σύνταγμα. Η Αθήνα μπορεί να περηφανευτεί ότι είναι η μεσογειακή πρωτεύουσα ενός ιδιόμορφου Μπάουχάους. Κι αν το Τελ Αβίβ πρόλαβε και διαφημίστηκε στον κοσμο ως το κέντρο του Μοντέρνου Κινήματος στη Μεσόγειο, η Αθήνα μπορεί να απαντήσει με την δική της εκδοχή, που σε συνδυασμό με όλα όσα αναφέραμε παραπάνω μπορεί να έχει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Τα 50s και 60s

Αλλά και πολλά κτίρια του 50 και του 60 στο κέντρο της Αθήνας είναι ικανά να αναπαράγουν μία μοναδική ατμόσφαιρα. Μην σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας και τα δικά μας αστικά βιώματα. Με κατάλληλη προσέγγιση, μπορούμε να μετακινήσουμε τη ματιά μας και να αναγάγουμε την Αθήνα σε ένα cult κέντρο των 50s και 60s στη Μεσόγειο, να συνδέσουμε αυτήν την παραγωγή με την μεταπολεμική ανάπτυξη και όχι με τη μοιρολατρία της ανοικοδόμησης. Η Αθήνα υπήρξε ένα κέντρο παραγωγής μικροαστικού πλούτου σε όλη τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής περιόδου και αυτή είναι μία παράμετρος που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Πικροδάφνες

Μία πόλη δεν είναι μόνο κτίρια, δρόμοι, αυτοκίνητα και άνθρωποι. Είναι η υπεραξία της επίσης. Που μπορεί να παίρνει μορφή στα δέντρα της και τα φυτά της. Πόσο πολύ έχουμε αγνοήσει αυτή τη διάσταση. Την άνοιξη, μία ξενάγηση περιμετρικά της Παλαιάς Βουλής με μοναδικό στόχο να μυρίσει κανείς τις ανθισμένες νερατζιές είναι μία επένδυση ανταποδοτικού τουρισμού περισσότερο χρήσιμη και ευχάριστη από μία βόλτα σε άλλες περιοχές της πόλης. Μία στάση στους ροζιασμένους κορμούς της οδού Κανάρη, όπου οι νερατζιές έχουν μοναδικό πάχος, ή μία στάση στους ανθισμένους κήπους της Βασιλίσσης Σοφίας με πικροδάφνες – γίγαντες και γιασεμιά και μπουκαμβίλιες, μεταβάλλουν άμεσα την αθηναϊκή γνωριμία σε μία εμπειρία με απρόσμενες ποιότητες.
Παρομοίως, μικρά και παράδοξα της αστικής περιπέτειας συναγωνίζονται σε ικανότητα να στήσουν το νέο αθηναικό παραμύθι. Τα αυτοκίνητα στην παραλιακή με τη μουσική στη διαπασών, μία ανθοδέσμη πλαστικών λουλουδιών σε ένα μνήμα, μία γιγαντοαφίσα, ένα ταξί πολλαπλών μισθώσεων, μία τζαζ σκηνή, το Μέγαρο όταν σχολάει, ένα καφενείο παλαιού στυλ και μία επαφή με το γκέι χωριό της Αθήνας, έχουν όλα θέση στη διεθνή εικόνα της Αθήνας που θέλει να είναι όλα και ακόμη περισσότερα.


Πόλη που ευημερεί

Το στοίχημα της Αθήνας είναι να πείσει ότι είναι έχει μία επιτχυημένη ιστορία να διηγηθεί. Σε αυτό το νέο παραμύθι δεν υπάρχει χώρος για ηττοπάθειες, συμπλέγματα, μοιρολατρίες. Δεν μας φταίει η Τουρκοκρατία. Αυτή μετατρέπεται σε Οθωμανική κληρονομιά στο Μοναστηράκι και έρχεται τώρα να προσφέρει υπηρεσίες στην Αθήνα και όχι να της σκιάσει το πρόσωπο. Η Αθήνα πρέπει και μπορεί να παίξει το χαρτί της νέας ευημερίας. Με εμπειρία πλέον τόσων δεκαετιών, χωρίς να ωραιοποιεί αυτό που το τρίτο μάτι διακρίνει στην αληθινή του διάσταση, η Αθήνα μπορεί να κάνει το άλμα αρκεί να επιστρατεύσει τα ταλέντα της. Ο στόχος είναι μόνο ένας. Το αύριο, που εμπεριέχει όλα τα άλλα. Οσα ξέρουμε και αγαπάμε και όσα θέλουμε να κατακτήσουμε. 

Νίκος Βατόπουλος


- Παρουσιάστηκε στο 25ο Επιμορφωτικό Σεμινάριο Ξεναγών «Η πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας. Ανιχνεύοντας το αθέατο» (Τεχνόπολις, 23 Φεβρουαρίου 2007).

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital