ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Βίος λυρικός

31 Μάιος, 2014

Βίος λυρικός

Με τη λύρα να πάλλεις, «εν μεγέθει και παλμώ»...(2ο από το 3ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Μαζί με τον λαϊκό και ο πνευματικός άνθρωπος, ίδια λυρικά νοιώθει και ποιεί. Με την τέχνη του λόγου ή της μορφής εκφράζεται και μετουσιώνει τη μέσα του θερμοκρασία σε ποιήσεις της ζωής, σε συνθέματα πνοής, που κάμνουν πολιτισμό το έργο το βαθύνοο. Όλος αίσθηση αρπά τη δημιουργία και της δίνει μορφή, κάμει την ύλη ζωντανή, την κάμει τέχνη υψηλή, βγάζοντας με εξαίσιο αγώνα το μέσα του υπερούσιο. Για τον πνευματικό άνθρωπο δεν είναι βιοτική η βάση της δημιουργίας, όπως στον λαϊκό άνθρωπο, αλλά διανοητική, ανεβρυτή της πηγής του ορμή, που γιομίζει τις αρτηρίες της αίσθησης με συνείδηση και νευρό οργασμό -με τον Ιχώρ, δηλαδή, του βίου του. Όχι ένστιχτη, κληρονομημένη η προσπάθειά του, όπως στον λαϊκό άνθρωπο, αλλά νοημένη με βάθος πνευματικό. Όχι καταμετρημένη με το μόχθο των πραγμάτων, αλλά με το βάθος του ορίζοντα, με την ενόραση και την έμπνευση. Δεν είναι φαινόμενο η δημιουργία, αλλά νοούμενο, πραγμάτωση του στοχασμού, έκφραση της ιδέας και του συναισθήματος, ευθύνη («Οι ευθύνες αρχίζουν από τα όνειρα», καταλήγει σ' ένα λογισμό του ο Γιώργος Σεφέρης, δείχνοντας τη δομική και υπεύθυνη σχέση της πράξης με το ποθητό). Το πράττειν υποκαθίσταται από το ποιείν, το νοιώθειν υποκαθιστά το λειτουργείν, το παιδεύειν πνευματικώς κι αισθητικώς οδηγεί στο απολαύειν. Όλους όμως αυτούς τους δημιουργούς, η συνείδηση τούς κινεί, μα και μια ποιητική προερχόμενη από τον μέσα Φοίβο του ανθρώπου. Είναι ποιητές της αίσθησης διότι αισθητοποιούν την ιδέα, την έμπνευση, το πνεύμα.

Ο Χρήστος Ζαλοκώστας αναφέρεται στον λαϊκό Έλληνα και στη φιλοσοφία τού να πράττεις, όπως παραδόθηκε από τον αρχαίο Έλληνα -λογισμοί βαθείς, άξιοι προσοχής: «Οι ξένοι δε μας καταλαβαίνουν. Στην ολιγάρκεια βλέπουν μόνο τεμπελιά, ενώ είμαστε πολύ ενεργητικοί κατά βάθος. Φωνάζομε, κουνιόμαστε, μαλώνουμε και συμφιλιωνόμαστε, εφευρίσκομε διαρκώς χίλια δυο πράματα σ' ότι μας ενδιαφέρει, ξοδεύουμε επί μήνες αφάνταστα ποσά ενέργειας για να τελειώσωμε μια δουλίτσα της κακής ώρας, ενώ με τον ίδιο κόπο ένας Αμερικανός θα έκανε περιουσία. Δουλεύομε χρόνια για να πετύχωμε τη "μεγάλη προμήθεια" που θα μας κάμει διαμιάς πλούσιους. Οι περισσότεροι γερνούν χωρίς να την τελειώσουν ποτέ, ενώ αν όλη αυτή τη διαβολική ενεργητικότητα την έβαζαν σε μια οποιαδήποτε ταχτική εργασία, θα είχαν πετύχει πολύ πριν και πολλά περισσότερα. Οι Ευρωπαίοι δε νοιώθουν ότι αυτά συμβαίνουν γιατί είναι δυσανάλογη η φτώχεια του τόπου προς την αξία του ξυπνού λαού που τον κατοικεί. (...) Όχι, δεν είμαστε ίσια κι όμοια με τους αρχαίους! Εκείνοι άξιζαν προσκύνημα. Παιδεύτηκαν, μόχθησαν πολύ όσο να φέρουν αποτέλεσμα, όσο η φιλοσοφία τους να περάσει πέρα κι από κει που ναυάγησε χριστιανισμός κι επιστήμη. Κάποτε παύει να δίνει εξηγήσεις η χημεία, κάποτε η θρησκεία παρακαλεί να πιστεύεις μόνο, χωρίς να ερευνάς. Τότε έρχονται τα καθαρά νοήματα των Ελλήνων και φωτίζουν, με την ποιητική πνοή τους, το άγνωστο. Από τη φθαρτή ύλη ο Πλάτων έβγαλε εικόνες της ψυχής αιώνιες» (Ζαλοκώστας Χρ., «Γύρω απ' την Ελλάδα», τέταρτη έκδοσις, εκδόσεις Ν. Τιλπέρογλου, Αθήναι 1947, σελ. 265, 267).

 


Κώστας Καρυωτάκης: Περίπατος στην αλέα.

 

Βασικά εργαλεία του λυρισμού, απαραίτητα για τους δημιουργούς της αίσθησης, είναι η μνημοσύνη και η ζώσα παράδοση. Έχει πηγή, εγερσίνοο θέμελο ο λυρικός, έχει ράτσα για να προνοηθεί και σκοπό για να προορισθεί, έχει βάστηγμα κι αποκαμό για να κραταιωθεί και στέργιο παρελθόν για να πλεύσει. Ξεύρει ότι το ομπρός βήμα θέλει κράτημα στο οπίσω, γι' αυτό και φροντίζει νάχει θύμηση, και συναίσθημα και πολύ ποιητική. Τούτο δίνει μια σιγουριά, σιγουριά όχι της ακινησίας, μα της βεβαίας συνειδητής κίνησης. Έχει αισιοδοξία μα κι επανάσταση η προσπάθειά του, ακριβώς διότι συνδυάζει τη συνειδητότητα με τον παλμό, με την ποιητική για την επίτευξη του ονείρου -τι πιο υψηλή, αλήθεια, τούτη η πράξη απ' όλες τις μονότονες που ακινητούν τη ζωή! Δεν τον παρασύρει η «ζωτικότητα» του νεοέλληνα, το τρέξιμό του κατά το ρου των γεγονότων, η εξέλιξή του κατά τον προκαθορισμό της, που τη νοιώθει ακίνητη, ακριβώς διότι ξέρει ότι τούτα δε φτιάχνουν ιδιοσυγκρασία στον Έλληνα αν λείπει το εσωτερικό νόημα της ζωής, που βρίσκεται στις αξίες της. Αυτές πρέπει ν' αναζητηθούν στα πίσω, σε κείνα που συνιστούν τη ζωή, που βιώθηκαν κι έγιναν πηγές, μνήμες, θεμέλια. Εκεί βρίσκεται η εσώτατη αρχή του ανθρώπου, που του δίνει το νόημα και τη βάση για τη συνέχεια. Φτιάχνοντας στη μέσα πλάση του, βρίσκοντας εκεί τον εαυτό του, γίνεται δημιουργός, γίνεται «θεός» πλάθοντας και ποιώντας, κι αποκτά φύση καθολική, επιζητώντας να δημιουργεί για το κοινό καλό. ενώ αντίθετα, στεκόμενος ξένος του εαυτού του, μονώνεται, εγωποιείται και γίνεται (αυτο)καταστροφικός. Η συνείδηση της ανθρώπινης φύσης, η συνείδηση της φυλής, φτιάχνει άνθρωπο συνειδητό, βέβαιο και πλέριο. Το παρελθόν φτιάχνει το παρόν κι οδηγεί στο μέλλον. Χωρίς τις ρίζες, το δέντρο της φυλής πέφτει. Προτρέπει, γι' αυτό, διερωτώμενος ευφυώς ο Τζούλιο Καΐμη: «...αναζήτησε το μέλλον της τέχνης στο παρελθόν της -αυτό δε σημαίνει η πρωτο-τυπία;» (Καΐμη Τζ., «Γύρω από το αίσθημα του ωραίου», εισαγωγή: Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο-επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σελ. 103).

Μιλά για τη σημασία της παράδοσης πάλι ο Χρήστος Ζαλοκώστας, χρησιμοποιώντας τα λόγια ενός εκπαιδευτικού του Μεσοπολέμου στην ελληνικά επαρχία: «Ξέρω, εδώ στην επαρχία που ζω, τη φυσική και άδολη αγαθότητα της λαϊκής μάζας. Δεν έχει προστυχιά. Εν τούτοις χαλάει γρήγορα με το δυτικό πολιτισμό που καταναλώνεται ανεπεξέργαστος κι αφιλτράριστος. Παιδιά χωρικών περάσανε πολλά από τα χέρια μου, όσα γίνανε γιατροί, έμποροι, δικηγόροι, είναι σχεδόν όλα αγνώριστα. Ακόμη αγράμματα ήσαν βαθύτατα πολιτισμένα, χωρίς γνώσεις από βιβλία, είχαν μιαν άλλη μόρφωση, απλούστερη και στερεώτερη, την προφορική, που ο λαός ως τώρα τη μετέδιδε από γενεά σε γενεά μ' ευλάβεια. Δεν είναι βέβαια τ' αρχαία συγγράμματα που κράτησαν τον κοσμάκη τόσο κοντά στους Έλληνες του Ομήρου, όσο η λαϊκή παράδοση, που με τη χιλιόχρονη δύναμή της μάς παραστέκει» (Ζαλοκώστας Χρ., «Γύρω απ' την Ελλάδα», τέταρτη έκδοσις, εκδόσεις Ν. Τιλπέρογλου, Αθήναι 1947, σελ. 262-263).

Θέλει την παράδοση να κινεί τον άνθρωπο ο Γιώργος Σεφέρης, να τον εξελίσσει, όμως εντοπίζει το ζήτημα της πρόσληψής της ως «πρόβλημα της παράδοσης». Λέγει πάνου σε αυτό: «Δεν ξέρω αν, μιλώντας για την παράδοση, εδώ ή αλλού, εξηγούμαι καλά. Μήτε την προσκόλληση σε άδειους τύπους, μήτε το γυρισμό στα περασμένα συμβούλεψα ποτέ μου. Το αντίθετο. Η παράδοση για μένα αποτελεί ένα σπουδαίο μέρος της γνώσης του ζωντανού ανθρώπου. κι αυτό κανείς δεν μπορεί να τ' αποφύγει. Άλλο το ζήτημα αν υπάρχουν εκείνοι που κλείνοντας τα μάτια νομίζουν πως τ' αποφεύγουν. Δεν αποφεύγει τίποτε κανείς αν δεν το κοιτάξει κατάματα. Με άλλα λόγια, για να θυμηθώ τον Rex Warner: "Ένα μέρος του παρελθόντος πεθαίνει κάθε στιγμή, και η θνησιμότητά του μας μολύνει αν προσκολληθούμε σ' αυτό με υπερβολική αγάπη. ένα μέρος του παρελθόντος μένει πάντα ζωντανό, και κινδυνεύουμε καταφρονώντας τη ζωντάνια του" (The cult of power). Σε κάθε ανθρώπινο πρόβλημα δεν είναι εύκολο -και λίγοι το πετυχαίνουν- να ξεχωρίσεις το ζωντανό από το θνησιμαίο. οι δρόμοι της ζωής και του θανάτου είναι μπερδεμένοι και σκοτεινοί, γι' αυτό χρειαζόμαστε ολόκληρη την προσήλωσή μας. Εδώ κείται όλο το πρόβλημα της παράδοσης» (Σεφέρης Γ., σημείωση στο «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ. παράλληλοι», κείμενο στις «Δοκιμές», εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήνα 1962, σελ.429).

 


«Ρυθμοί μου ο άνεμος», υποσημειώνει ο Σπύρος Βασιλείου στη λυρική ζωγραφιά του με τον τίτλο «Άνεμος».

 

Βλέπει έτσι ο λυρικός στο φτωχοκάλυβο, που ζητούν οι έφιπποι της ανάπτυξης να γκρεμισθεί για να μπορεί το σύγχρονο κυριαρχικό οικοδόμημα ελεύθερα ν' απλωθεί, τις φυσηματιές της ζωής, το παλίμψηστο της πρωτεϊκής δημιουργίας, την αρχετυπική εδραίωση, από την οποία παίρνεις σπουδή και ιδέα, παίρνεις νόημα και προορισμό. Έτσι το βλέπει και ο ωριός ποιητής, λέγοντας: «Το καλυβάκι είταν χτιστό από γη, πλεχτό από χλόη, / σα να το δούλεψε αλαφρά η τέχνη ενός πουλιού» («Στην ακροποταμιά ο παράλυτος», Κωστής Παλαμάς). Και εξηγεί άλλος ωριός ποιητής με λόγο πεζό τώρα, τη μετάβαση από το ταπεινό στο μεγάλο: «Είναι πιο φρόνιμο, βρίσκω, να φτάνει κανείς από την αναλογία μιας κλίμακας ταπεινής στα ουσιαστικά και στα μεγάλα» (Ελύτης Οδ., «Πρώτα-Πρώτα», κείμενο στα «Ανοιχτά Χαρτιά», τρίτη έκδοση, Αθήνα 1987, σελ. 38). Βλέπει ο λυρικός την τέχνη του μάστορα στη φτωχή δημιουργία, την τέχνη που πνοήθηκε από την ψυχή του δημιουργού παίρνοντας αγέρα-ανάσα, μα κι έμπνευση από τη γύρω φύση, με την οποία συμβατεί για την εξυπηρέτηση της αρμονίας του φυσικού συνόλου.

 


Μίνως Αργυράκης: «Οδός Ονείρων».

 

Λέγει πάνου σε αυτά το 1939 ο αισθητικός Τζούλιο Καΐμη, αναφερόμενος στα λιτά άσπρα σπίτια του Αιγαίου: «Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε ότι η Τέχνη -σα γέννημα που είναι της μυστικής θέλησης της Φύσης- εκδηλώνεται μέσα από την ψυχή του ανθρώπου, ώστε να συμπληρωθεί η φευγαλέα και φαινομενική ομορφιά της με κάτι που νάναι πιο στάσιμο και παντοτεινό. Ο ήχος που βγαίνει από τα στοιχεία εμπνέει τον άνθρωπο για να δημιουργήσει το τραγούδι του. το ίδιο και οι καμπύλες των βουνών, οι κορμοί των δένδρων και η έκταση των κάμπων τον φωτίζουν για να βγάζει τον αρχιτεκτονικό ρυθμό» (Καΐμη Τζ., «Σπίτια του Αιγαίου», περιοδικό Ηώς, τεύχος 16ον, 25 Μαΐου 1939). Συμπληρώνει δε σε άλλο του κείμενο: «Είναι μια τέχνη δηλαδή (η αρχιτεκτονική του αιγαιοπελαγίτικου σπιτιού) που αναβλύζει έμφυτα από τον φυσικό άνθρωπο, εκείνον που έχει μονάχα ορισμένες τεχνικές γνώσεις της παραδόσεώς του. Κτίζοντας το σπίτι του υπακούει μόνο στη λογική εφαρμογή μέσα στις απεριόριστες μορφές που του παρουσιάζεται η Φύση. (...) Η αναλογία και η χάρη που πνέει στο εσωτερικό του αιγαιοπελαγίτικου σπιτιού, πνέει και στο εξωτερικό του, και η αναλογία αυτή δε βγαίνει από μάταιους υπολογισμούς, αλλά από την πρακτική ανάγκη του ανθρώπου, λες και η ανάγκη αυτή είναι το δόλωμα που μεταχειρίζεται η Φύση για να σπρώχνει τον άνθρωπο να της ξεσκεπάσει το μυστικό του ρυθμού της» (Καΐμη Τζ., «Το ωραίο από το χρήσιμο», από τα «Ελληνικά τοπία», επίμετρο: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1993, σελ. 37, 38). Λέγει επίσης αλλού, για τη σημασία της λαϊκής τέχνης: «Η λαϊκή τέχνη είναι κανόνας βίου. Αν καταδεχόντουσαν να την πλησιάσουν θα τρόμαζαν από το βάθος και την αιωνιότητα που κρύβει μέσα στη φαινομενική απλότητά της. (...) Να γιατί η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια και διάκοσμος, αλλά μαθητεία ζωής και τέχνη θανάτου μαζί. Να γιατί η τέχνη είναι ζωτική όπως ο αέρας που αναπνέουμε και αναγκαία όπως η τροφή που τρώμε» (Καΐμη Τζ., «Γύρω από το αίσθημα του ωραίου», εισαγωγή: Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο-επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σελ. 94).

Ξέρει ο λαϊκός άνθρωπος, πως αν δε στοχαστείς στη βάση σου και κυριαρχικά σταθείς στα γύρα, δε θάχεις προορισμό. Η ανάγκη, το χρήσιμο, τον οδηγεί στην τέχνη και στη δημιουργία ταπεινών αλλά όμορφων κατασκευών, καλλιτεχνημάτων που κοσμούν τον τόπο και δεν τον αλλοιώνουν, δεν τον φορτώνουν και τον μεταστοιχειώνουν. Ρεαλισμός και ιδεαλισμός συνυπάρχουν στις δημιουργίες του λαϊκού μάστορα, του ανώνυμου τεχνίτη. Με συνείδηση έτσι πάγεται, φτιάχνοντας ο ίδιος ογρή παράδοση στο καθημερινόν του βίου του -ιδού η μέγιστη προσφορά του. Έχει ευγονική αποστολή: να διασπείρει αίσθηση, να γονιμοποιεί το διδακτικό παρελθόν με το δημιουργικό παρόν, και να φτιάχνει στέρεο μέλλον. Η μνήμη τον κεντά και τον εξερεθίζει, παράλληλα όμως τον ευαισθητοποιεί, τον κάμει νοιωστό της αίσθησης. Διότι, συνιστά γύμναση του νεύρου, ξύπνημα του αισθητηρίου το κέντημά του, καθώς ευαίσθητο στέκεται κι εγερτικό σε ότι το καλεί.

 


Η απλότητα που μεγαλύνει το τοπίο και εξυψώνει τη ζωή... (από αριστερά πάνω: α. Γιώργος Μόσχος, «Νησιώτικη κουζίνα», β. F. Perilla, «Σοκάκι στην Ύδρα», γ. NELLY'S, «Κρήτη», δ. Δ.Α. Χαρισιάδης, «Μύκονος»).

 

Η μνημοσύνη, συνεπώς, αποτελεί τον ομφάλιο λώρο του ανθρώπου με την οργανική του Αρχή. Είναι ο ρύακας της ενέργειάς του στη λειτουργία του. Είναι η ιστορία, το αρχέτυπο, το θέμελο, που κάμει τον άνθρωπο στέργιο και συνειδητό στην πορεία του, και τούτα τα κλείει ως περιεχόμενο η μνήμη. Ένα ερέθισμα χρειάζεται, μιαν αιτία, για να γεμίσει ροή και να παρέχει όρμια πνοή η ανθρώπινη εμπνοή, χάρις στη μνήμη -όπως το χειμάρρι μετά τη βροχή. «Η πνευματική ενέργεια της μνήμης, με τη συνδρομή εκείνων των προνοητικών φυσικών γεγονότων, καθιστά δυνατή τη διατήρηση και την αναπαραγωγή των ενοράσεων που ο άνθρωπος παράγει», μας λέγει ο Benedetto Croce (στο «Κείμενα αισθητικής», πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις: Κώστας Ε. Λασηθιωτάκης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1976, σελ. 88). Ο αρχαίος λυρικός ποιητής, νοιώθοντας τη σημασία της μνήμης, της έδωσε το ύψος θεάς, καλώντας την να τον δυναμώσει, για να τον προστατεύσει από τις αδυνάμιες του και νάχει ακέρια δημιουργία, με τον παρακάτου ύμνο:

«Την Μνημοσύνην προσκαλώ, την σύζυγον του Διός, την βασίλισσαν,
η οποία εγέννησε τας ιεράς Μούσας, τας οσίας, τας λιγυροφώνους,
που έχει πάντοτε την μνήμην της έξω από την κακίαν,
η οποία (κακία) βλάπτει τας φρένας και συγκρατεί κάθε νουν των βροτών σύνοικον
με τας ψυχάς και αυξάνει τον δυνατόν και ισχυρόν λογισμόν των ανθρώπων,
είναι γλυκύτατη, αγαπά την αγρυπνίαν υπενθυμίζει τα πάντα
περί των οποίων ο καθένας σχηματίζει πάντοτε γνώμιν,
ούτε παρεκτρέπεται καί διεγείρει εις όλους την σκέψιν.
Αλλά μακαρία θεά, ξεσήκωσε την μνήμην εις τους μύστας της ιεράς ταύτης τελετουργίας,
και απόδιωξε από αυτούς την λησμοσύνη»

(«Μνημοσύνην καλέω, Ζηνὸς σύλλεκτρον, ἄνασσαν,
ἣ Μούσας τέκνωσ' ἱεράς, ὁσίας, λιγυφώνους,
ἐκτὸς ἐοῦσα κακῆς λήθης βλαψίφρονος αἰεί,
πάντα νόον συνέχουσα βροτῶν ψυχαῖσι σύνοικον,
εὐδύνατον κρατερὸν θνητῶν αὔξουσα λογισμόν,
ἡδυτάτη, φιλάγρυπνος ὑπομνήσκουσά τε πάντα,
ὧν ἂν ἕκαστος ἀεὶ στέρνοις γνώμην κατάθηται,
οὔτι παρεκβαίνουσ', ἐπεγείρουσα φρένα πᾶσιν.|
ἀλλά, μάκαιρα θεά, μύσταις μνήμην ἐπέγειρε
εὐιέρου τελετῆς, λήθην δ' ἀπὸ τῶν δ' ἀπόπεμπε»).

[Ορφικός ύμνος της Μνημοσύνης («Θυμίαμα λίβανον»)]

 


Η Μνημοσύνη (Μnemosyne) ήταν η προσωποποίηση της μνήμης στην ελληνική μυθολογία.

 

Εξηγεί τον ρόλο της μνημοσύνης στη λειτουργία των αισθήσεων ο Τζούλιο Καΐμη, ένας βαθύς μελετητής της αίσθησης στον άνθρωπο: «Οι αισθήσεις μας έχουν τη μαγνητική δύναμη να ρουφούν τον κρυφό ρυθμό και το νόημα της φύσης. (...) Το μαγνητικό αυτό χάρισμα των αισθήσεων, που γεννάει η φαντασία, οι Αρχαίοι Έλληνες το απέδιδαν στη θεά Μνημοσύνη. Στους πρωτόγονους λαούς η μνήμη δεσπόζει ενώ σ' εμάς τους πολιτισμένους είναι περισσότερο ή λιγότερο εξασθενημένη. Δίχως τα προσόντα της μνήμης η φαντασία δε λειτουργεί. Δε δημιουργεί τίποτα και ως εκ τούτου ο καλλιτέχνης δε μπορεί να προσφέρει πρωτοτυπία κι αλήθεια στο έργο του. Όπως αυτός που έχει αυτί για ν' ακούει μόνο ένα χαρούμενο τραγούδι θα το μάθει ευθύς απ' έξω και το ξανατραγουδά με τη δική του ιδιοσυγκρασία, όμοια λειτουργεί και η μνήμα του ματιού. Η μαγνητική δύναμη του ματιού θ' απορροφήσει τη μορφή με την πρώτη ματιά και θα την επαναλάβει από το νου με τον ρυθμό που ταιριάζει στην ψυχή μας. (...) Τα συμβάντα της ζωής τού κάθε ατόμου αιχμαλωτισμένου από τις αισθήσεις περνούν μέσα στη μνήμη, μια ονειρευτή και φανταστική έκφραση μέσα στη σύνθεση της τέχνης. (...) Το φυσικό έχει διπλή έννοια: του φτιαγμένου έξω από την ανθρώπινη επινόηση και του φτιαγμένου από την ανθρώπινη επινόηση. Μέσα στη μνήμη, όπου εντυπώνεται η φύση, όλα υπάρχουν όπως και στη φύση που αντανακλά την ίδια την ψυχή του δημιουργού» (Καΐμη Τζ., «Γύρω από το αίσθημα του ωραίου», εισαγωγή: Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο-επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σελ. 56-58).

 


Kάποιος θρύλος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του Εμπεδοκλή από ένα δικαστή όρμησε μέσα στο σπίτι του ένας νεαρός, ο πατέρας του οποίου είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τον οικοδεσπότη του φιλοσόφου. Ο νεαρός βρισκόταν σε τέτοια ψυχική αναταραχή και αναστάτωση που προσπάθησε με το ξίφος του να σκοτώσει τον δικαστή. Εμποδίζοντάς τον ο Εμπεδοκλής συντόνισε τη λύρα του παίζοντας μία κατευναστική μελωδία με στίχους του Ομήρου, που ηρέμησε τον νέο αποτρέποντας τον από τη δολοφονία του δικαστή. Έπειτα από αυτό το περιστατικό ο νεαρός έγινε ο καλύτερος μαθητής του (Sir Lawrence Alma-Tadema: «A Reading from Homer»).

 

Ο ποιητής, ο αντιπροσωπευτικότερος των λυρικών («...ο λυρικός ποιητής, όντας ο ποιητικότερος όλων», λέγει ο Ανδρέας Λασκαράτος), είναι ο συμβολικός ήρως της λύρας. Έχοντας ως λύρα το λόγο, το στίχο το δονούμενο, θα τον δεις να φτιάχνει σύντονους της αίσθησης ρυθμούς, να γέμεται αισθαντικότητα και θέρια να ξεχύνεται στην κατάληψη χώρων του ψυχικού. Πέφτει από το ψηλό του ανάστημα, ανασκώνεται και ματαξανά αποδίδεται στην προσπάθειά του, ορμούμενος από συνείδηση, φορτισμένος με αίσθηση και παλμό. Υπερασπίζεται, ως ακέριος πατριώτης τη χώρα του, τη χώρα της ψυχής του, και γένεται φύλακας του μύχιου εαυτού του. «Ο ποιητής είν' ο μεγάλος ο πατριώτης», λέγει ο Κωστής Παλαμάς (στο «Αφιέρωμα», στην «Ασάλευτη ζωή»). Όχι, δεν είναι παραισθητικός και ξέστρατος, δεν είναι παρασυρμένος του σκοπού του, δεν είναι ήρως αυτοθυσιακός, δε λειτουργεί ιδεοληπτικά κι άναρχα. Είναι δημιουργός αγιών στιγμών, απόδοσης της αίσθησης, φανέρωσης της ψυχής, μετάδοσης της μήτρας θερμοκρασίας του συνειδητού, στα πλαίσια της συντέλεσης μιας διεργασίας επίπονης, που απαιτεί βάθος, την οποία αποδίδουμε ως ψυχουργία. Δεν είναι συνεπώς ακατάληπτος στο έργο του, φορές άλλες γλυκερός ή ακόμη υπέρμετρα διανοητικός, όπως πιστεύεται, αλλά πλέριος του βαθύτερου αισθητηρίου που συγκεντρεί κι εκφράζει τις αισθήσεις, ώστε να δίνεται ρυθμός στο λόγο, να τον κάμει ζεστά να ηχεί, μεθεκτικός να είναι, μιαν έκφραση της ψυχής. Το μέσα απλό να ποιείται, «εν μεγέθει και παλμώ» στο αντηχείο της αίσθησης.

 


Γιάννης Κεφαλληνός: «Η Ποίηση».

 

Ο ποιητής, ποτέ στο παρελθόν δεν «πρόδωσε» το λυρισμό. Ξεκίνησε ως λυρικός και συνέχισε ως τέτοιος, ακόμη κι όταν έγινε μοντέρνος. Η νεωτερικότητα δεν τον έθιξε, τουναντίον τον ανανέωσε. Ακολουθώντας νέους δρόμους έκφρασης, απέδωσε -όπως και παλιά- την ψυχή του δυνατά με αίσθηση. Είχεν όμως, και τούτο συνιστά το μέγα επίτευγμα του ενεργήματος, μια συνέχεια η λυρικότητα, σύμφωνα με το πρόταγμα έκφρασης της ψυχής -της όποιας έκφρασης... Η ιστορία του λυρισμού απέδειξε ότι δεν έχει σημασία το πώς μύχια θα εκφραστείς, αρκεί να εκφραστείς. Εκφραζόμενος σε αυτό το επίπεδο, της απόδοσης του βάθους σου, δε μπορεί παρά με αισθαντικότητα να μιλήσεις και νάχεις τόνο λυρικό.

Λυρικός είναι ο Διονύσιος Σολωμός, που λέγει: «Με λογισμό και μ' όνειρο, τι χάρ' έχουν τα μάτια» (από το «Σχεδίασμα Γ΄»). Λυρικός είναι ο Ανδρέας Κάλβος, που λέγει: «'Ηλθετε, ω Μούσαι, ακούω, / και χαίρουσα πετάει / πετά η ψυχή μου, ακούω / των λυρών τα προοίμια, / ακούω τους ύμνους» (από τις «Ωδές»). Λυρικός είναι ο Κωστής Παλαμάς, που λέγει: «Ψυχή, που τόσο είσαι κοντά και τόσο ολόμακρα είσαι!» (από την «Πρώτη νύχτα»). Λυρικός είναι ο Κώστας Καρυωτάκης, που λέγει: «Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα / να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα / στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;» (από τον «Ύπνο»). Λυρικός είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης, που λέγει: «Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα / που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου» (από το «Έτσι πολύ ατένισα»). Λυρικός είναι (οπωσδήποτε) ο Άγγελος Σικελιανός, που λέγει: «Ας ακλουθήσω σιωπηλός και γλήγορος, / ω γη μου, / τα μεγάλα σου κλεισμένα μονοπάτια!» (από τα «Χώματα»). Λυρικός είναι ο Κώστας Βάρναλης, που λέγει: «Κι ας μη σας βλέπω ελληνικά ακρογιάλια, / μες του ματιού μου λάμπετε την κόρη» (από τον «Προσκυνητή»). Λυρικός είναι ο Τάκης Παπατσώνης, που λέγει: «Μεγάλο πράγμα, πώς πέφτει, σιγά σιγά, το σούρουπο. / Και πέφτει υστερώτερα η Νύχτα. Μ' εκείνη την πελώριά της Αφροδίτη» (από τον «Έλεγχο»). Λυρικός είναι ο Γιάννης Ρίτσος, που λέγει: «Τι ωραία που ανηφορίζουν τα δέντρα στους λόφους. / Ο Μάης πρασίνισε τον τόπο. Πίσω απ' τα δέντρα / τ' άσπρα σπιτάκια κουβεντιάζουν μεταξύ τους» (από το «Και το ποίημα»). Λυρικός είναι ο Νικηφόρος Βρεττάκος, που λέγει: «Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι / να στήσω το κρεββάτι μου κοντά στη νερομάνα / του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου» (από τον «Πικραμένο αναχωρητή»). Λυρικός είναι ο Γιώργος Σεφέρης, που λέγει: «Αγνή η ψυχή μου να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού» (από τον «Ερωτικό λόγο»). Λυρικός είναι ο Οδυσσέας Ελύτης, που λέγει: «Έχω δει πολλά και η γη απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη» (από το «Μονόγραμμα VII»). Λυρικός είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, που λέγει: «Γλυκά θροΐζουν γύρω μου τα δένδρα. Τι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός!» (από τον «Κορυδαλλό»). Λυρικός είναι ο Νίκος Γκάτσος, που λέγει: «Ξύπνησε γάργαρο νερὸ απὸ τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με σφυρίγματα σαύρας» (από την «Αμοργό»). Λυρικός είναι ο Νίκος Καρούζος, που λέγει: «Τρέχει μες στα χαράματα το ελάφι / που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος / εδώ που κατοικώ» (από τη «Συντομία του ονείρου»).

 


Νίκος Εγγονόπουλος: «Ποιητής και μούσα».

 

Η ποίηση συνεπώς, στον διαχρονικό της πηγαιμό δεν εγκατέλειψε το λυρισμό. Από το ρομαντισμό ως το μοντερνισμό ακολουθούσε τις λυρικές νότες. Όχι πως και τότε δεν υπήρχαν αρνητές του λυρισμού. Τούτοι προέρχονταν από τα νεωτεριστικά της κάθε εποχής ρεύματα (όπως του φουτουρισμού, του κυβισμού, ακόμα και του σουρεαλισμού), που επεδίωκαν την απελευθερωμένη έκφραση (όχι απορριπτέα από τον λυρισμό) και πρέσβευαν μιαν αντιλυρική αντίληψη της ζωής. Κατηγόρησαν -κι όχι άδικα σε πολλές περιπτώσεις- τους λυρικούς για την εξάρτησή τους από το παραλυτικό συναίσθημα και για έλλειψη ιδεών. Κατηγόρησαν αυτούς για την υπερβολική προσκόλησή τους στον έρωτα, για τη διαμόρφωση ενός μποντλερικού πεσιμισμού, καθώς και ενός αρνητισμού στην πρόσληψη των νέων ιδεών και της τεχνολογίας. Κατηγόρησαν αυτούς για την αυστηρή προσήλωσή τους στην παράδοση, στις στιγνές ποιητικές νόρμες και στο ρυθμό. Ήλθαν όμως οι μοντερνιστές κείνου του καιρού (στο Μεσοπόλεμο), για να φέρουν την ανατροπή στα στερεότυπα και στα κατεστημένα της εποχής και ν' αποδείξουν στους επικριτές του λυρισμού ότι έσφαλαν στις κρίσεις τους γι' αυτόν. Δημιούργησαν στα γράμματα και τις τέχνες με μια νέα αντίληψη της ζωής, λειτουργώντας με το ορμέμφυτο, ψάχνοντας το όνειρο κει που το εγκατέλειψε ο άνθρωπος: στο υποσυνείδητο. Ξυπνώντας το, κινώντας το, ανακινούσαν το σύμπαν και το έκαμαν δονούμενο από ζωή. Και τούτα τα πετύχαιναν «με αιχμή τον απελευθερωμένο λυρισμό» (χαρακτηρισμός του Οδυσσέα Ελύτη στο «Χρονικό μιας δεκαετίας», από τα «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδόσεις Ίκαρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1987, σελ. 399), δουλεύοντας το «σύγχρονο λυρισμό» (χαρακτηρισμός του Louis Aragon), που τους έδινε τη δυνατότητα να εκφραστούν υπερβατικά (υπερρεαλιστικά) μα και βαθιά. Ο απελευθερωμένος τούτος λυρισμός επεδίωκε «ο "εν εγρηγόρσει" λυρισμός να οδηγηθεί με όλα τα συμπεράσματα της εμπειρίας τόσων ετών, στην -ας μη φοβηθούμε τη λέξη- κλασική του περίοδο» (ο.π., σελ. 433). Ο Μήτσος Λυγίζος αξιολογεί τον υπερρεαλισμό σε σχέση με την προσφορά του στη λυρική θεώρηση της ζωής, με τα παρακάτου λόγια: «Ο υπερρεαλισμός αν και δεν έφτασε σ' αξιόλογες επιτεύξεις, μπόρεσε όμως να δημιουργήσει τα κατάλληλα εκφραστικά μέσα για την ανανέωση του λυρισμού. Άσχετα με τις επιτεύξεις του, έδωσε στο όνειρο μια τέτοια ρωμαλέα ώθηση, που το προίκισε με σφρίγγος» (Λυγίζος Μ., «Προβληματισμοί στην ποίηση», δοκίμια, εκδόσεις Δωδώνη, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1990, σελ. 100-101).

 


Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός στο «Κατά Σαδδουκαίων».

 

Αυτοί (οι νεωτεριστές) -ενάντια σε κάθε «προοδευτική» λογική!- αποδείχθηκαν λυρικότεροι από τους «παραδοσιακούς» λυρικούς στη δημιουργική τους έκφραση, αναζητώντας το περισσότερο βάθος στο παλμικό τους κέντρο, επιδιώκοντας ν' αποδώσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό την αρχετυπική αισθητική και την ένστιχτη συναίσθηση των πραγμάτων, γυρεύοντας την ιδέα στην ύλη, νοιώθοντας την ανατατική αποστολή της τέχνης, αισθητοποιώντας έννοιες ιδεατές, όπως της πατρίδας (της Ελλάδας ειδικότερα -εξ ου και η έννοια της «ελληνικότητας», που καλλιεργήθηκε στη δεκαετία του '30, τότε που οι νεωτεριστές διαμόρφωναν ως πνευματικό και καλλιτεχνικό ρεύμα, έναν νέο τρόπο σκέψης κι αντίληψης των πραγμάτων στη χώρα). Τούτο το παραδέχεται ένας εκ των κύριων εκφραστών της Γενιάς του '30 -η οποία αυτή γενιά εισήγαγε την πρωτοπορία στα πνευματικά και καλλιτεχνικά δρώμενα της χώρας-, ο Οδυσσέας Ελύτης, λέγοντας: «Και καθώς σήμερα η λυρική αντίληψη έχει ανοίξει τις πύλες μιας καινούριας χώρας, όπου ο ποιητικός λόγος, εγκαταλείποντας την καλλιλογία, τη φιλαρέσκεια και το μέτρο σύγκρισης με τον εξωτερικό κόσμο, φτάνει σε μιαν εξωλογική απόδοση του αινίγματος της ζωής... (αναφέρεται προφανώς στον τρόπο των νεωτεριστών κείνου του καιρού)» (κείμενο με τίτλο «Φυσιογνωμία και τόλμη Ανδρέα Κάλβου», στα «Ανοιχτά χαρτιά», εκδόσεις Ίκαρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1987, σελ. 101). Για να πει ολοκάθαρα αλλού: «Οι πρώτες μέρες της άνοιξης του 1935 σημαδεύτηκαν από το φανέρωμα δύο ποιητικών βιβλίων που, για την αντίληψή μου, που είναι προορισμένα να μείνουν και ν' αναβοσβήνουν τις πύλες μιας καινούριας εποχής του Νεοελληνικού Λυρισμού. Δύο βιβλία φίλων μου ποιητών, του Γιώργου Σεφέρη και του Ανδρέα Εμπειρίκου...» Αναφερόμενος δε στις αρχές που διέπουν την "αυτόματη (ποιητική) γραφή", θεωρεί (ο Ελύτης) ότι «προσφέρουνε αυτές την ευκαιρία στη λυρική εξομολόγηση να πετύχει μια περισσότερο ακριβολογημένη και ακέραιη διατύπωση» (κείμενο με τίτλο «Τέχνη - Τύχη - Τόλμη», στην ίδια παραπάνω πηγή, σελ. 132, 139). Τελικά, σύμφωνα με την αντίληψη του τρανού ποιητή, «ολόκληρος ο μηχανισμός της διάρθωσης ενός εορτολογίου, ή της αμοιβαίας μεταστοιχείωσης φυσικών και νοητών στοιχείων σε μια μυθολογία, (πρέπει) να επαναλειτουργήσει από την ομαδική στην ατομική κλίμακα και με ένα μέσον, το ένα και μόνον μέσο -της λυρικής ενέργειας» (κείμενο με τίτλο «Το χρονικό μιας δεκαετίας», στην ίδια παραπάνω πηγή, σελ. 450).

 


Οδυσσέας Ελύτης: «Φυλαγμένα μέσα μου για πάντα...» («Ο μικρός Ναυτίλος»).

 

Η ποίηση, το λοιπόν, της απλότης και της ουσιότης δεν αποστασιοποιήθηκε από το αίσθημα και την αισθαντικότητα. Γύρευε το ιδανικό σε ότι συνιστά και φτιάχνει ζωή, και τούτο επιδιωκόταν με τη θερμουργό πράξη, την όλο ευθύνη, και αίσθηση, και παλμό. Το ίδιο με την ποίηση έκαμε και το μυθιστόρημα, και μάλιστα, από τους κριτικούς κείνου του καιρού θεωρούνταν μειονέκτημα για τον πεζογράφο να μη γράφει λυρικά, όπως συνέβη με τον Άγγελο Τερζάκη, που λέγει γι' αυτόν ο κριτικός Νάσος Βαρίκας: «...είναι ίσως ο λιγότερο ποιητής από τους νέους μας πεζογράφους. Του λείπει το λυρικό στοιχείο, που κάμει τη νεκρή φύση να πλημμυρίζει από ζωή, να χάνει την αποκρουστική της ψυχρότητα και να ριγεί από ζωντανή θέρμη στο αντίκρισμα του ανθρώπινου ματιού» (Βαρίκας Β., «Νεοελληνική λογοτεχνία Α΄», Αθήνα 1937, σελ. 41).

Συνεχίζει αλλού ο Οδυσσέας Ελύτης, επεξηγώντας τη στροφή της γενιάς του στη φύση και την παράδοση, αποδίδοντας κατ' ουσίαν την έννοια της «ελληνικότητας», που η Γενιά του '30 καθιέρωσε: «Ξαναμπαίναμε στη δοκιμασία του υπαίθρου, όχι με την έννοια της φυσιολατρίας, αλλά της αντοχής στη μεταφυσική δύναμη του ήλιου. Που σημαίνει ότι ξαναμπαίναμε από την πίσω πόρτα στην παράδοση. Οξύμωρο είχε φανεί τότε, αν όχι ανεξήγητο, πώς εμείς οι ίδιοι ζητούσαμε να φωτίσουμε ξανά τον Σολωμό της "Γυναίκας της Ζάκυθος", τον Κάλβο, τον Μακρυγιάννη, τον Θεόφιλο. Και όμως τίποτε πιο φυσικό. (...) Δεν κερδίζεις το μέλλον, μονάχα, με μιαν επανάσταση, όταν πετύχει. κερδίζεις και το παρελθόν» (Ελύτης Οδ., «Το χρονικό μιας δεκαετίας», κείμενο στα «Ανοιχτά Χαρτιά», τρίτη έκδοση, Αθήνα 1987, σελ. 427).

Λέγει χαρακτηριστικά, σε σχέση με τα προηγούμενα, ο καλός κριτικός Ανδρέας Καραντώνης, σχολιάζοντας το ποίημα «Στροφές», που γράφτηκε το 1931, του νέου τότε ποιητή Γιώργου Σεφέρη. εκ των θεμελιωτών της Γενιάς του '30: «...Έτσι ο λυρισμός και ο έρωτας, αφού περιπλανηθήκανε και συρθήκανε στα πεζοδρόμια, στις φάμπρικες, στις αποβάθρες, στα καφενεία, στα κλειστά δωμάτια, στα δημόσια γραφεία, στα χοροδιδασκαλεία και σε όλα τα κέντρα που η θεωρία της καθαρής μορφής είναι αδύνατη, και αφού για πολύ αλληλοκυνηγηθήκανε μάταια μέσα σε μια ψεύτικη και ανέκφραστη φύση, βρήκανε πάλι τη χαμένη τους ενότητα και μουσική των εξαίσιων στίχων της "Στροφής"» (Καραντώνης Ανδρ., «Ο ποιητής Γ. Σεφέρης», Αθήνα 1963, σελ. 100).

Διαχρονικά κοιτώντας κι εντρυφώντας στα ελληνικά ποιητικά δρώμενα, τούτο μπορούμε μετά βεβαιότητας να ισχυριστούμε: ότι ο λυρισμός ποτέ δεν έλειψε στην ελληνική ποίηση και πάντα έδινε υψηλές ενοράσεις, βαθιά συναισθήματα και πλούτο ιδεών. Και, βεβαίως, έφτιαχνε περιβάλλον μεθεκτικό, θάλεγες ιεροτελεστικό, λες και μιαν αύρα ακολουθούσε τούτη την ποιητική. ωσάν φωτοστέφανο! Ο λαός ακουμπούσε στο λυρισμό, διότι τον δονούσε και τον απελευθερώνε. ήταν γι' αυτόν η υψηλή του προσωπική επανάσταση. Αυτή τη σχέση του ελληνικού λαού με το λυρισμό, μας τη δίδει ο Αλέξης Μινωτής σε μιαν αναφορά του για τον Άγγελο Σικελιανό: «Η καρριέρα της λυρικής μας ποίησης είναι η πιο επιτυχημένη ελληνική επιχείρηση -τόσο από τις καλλιτεχνικές, όσο κι από τις πρακτικές- μαζί με τη ναυσιπλοΐα. Αυτό, βεβαίως, που λέω, και να μην το περάσετε για παραδοξολογία, οφείλεται στην παράδοση. Είμαστε λυρικό λαός, ποιητικός, έχουμε ανεξάντλητα αποθέματα λυρισμού που φέρουμε (σα γονίδια) συνεχώς μέσα μας, και γονιμοποιούμε ακόμη και κάτω από τις δυσχερέστερες στιγμές» (Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη Β., «Ο Άγγελος Σικελιανός μέσα από τα μάτια του Αλέξη Μινωτή», «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», τόμος πεντηκοστός πέμπτος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1998).

Ο έτερος σημαντικός ποιητής της Γενιάς του '30, ο Οδυσσέας Ελύτης, αντιλαμβάνεται την ποίηση σύμφωνα με τον εξαιρετικό λυρισμό που αρμόζει στην αποστολή της για την ανασύνθεση του κόσμου, η οποία επιτυγχάνεται με το όνειρο και τη συνεχή προσπάθεια πραγμάτωσής του, με την εκπλήρωση δηλαδή των πόθων του δημιουργού. Αναφέρει στα «Ανοιχτά χαρτιά»: «Δε μιλώ για την ικανότητα να συνθέτει κανένας στίχους αλλά για την άλλη -ν' ανασυνθέτει τον κόσμο κυριολεκτικά και μεταφορικά, έτσι που οι πόθοι του όσο περισσότερο καταφέρνουν να πραγματοποιούνται τόσο πιο πολύ θα συντελούν στο να υλοποιηθεί ένα Αγαθό αποδεκτό από το σύνολο των ανθρώπων. Για έναν ονειροπόλο και χιμαιρικόν Έλληνα, όπως δε διστάζω να ομολογήσω ότι είμαι, η έννοια ενός τέτοιου είδους Αγαθού δεν μπορεί να είναι, στην ύστατη κατάληξή της, παρά κάποιο ιδανικό σημείο, παρ' όλα αυτά πλασμένο από χώμα και νερό, μια "Νήσος των Μακάρων", όχι διόλου πνιγμένη σ' έναν πλούτο φυσικόν ή άλλον, αλλά ολιγαρκής και απαιτητική συνάμα, όσο ο Παρθενώνας, γυμνή και αρμοσμένη στη χρυσή τομή των ανέμων, με το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς πάνω από την πιο θαμπωτική θάλασσα» (σελ. 36 της αναφερόμενης πηγής).

 


Χαρίτωνας Μπεκιάρης: «Η Γενιά του '30».

 

Ενώ, στο μανιφέστο της Γενιάς του '30, στο «Ελεύθερο πνεύμα», ένα δοκίμιο που έγραψε το 1929 ο Γιώργος Θεοτικάς για την πνευματική ανανέωση και το προχώρημα του τόπου, η λυρική ποίηση όχι μόνο δεν απορρίπτεται, αλλά τουναντίον θεωρείται βασική πνευματική τέχνη της παράδοσής μας, καθώς και της εξέλιξής μας. Ιδού τι λέγεται: «Δεν είναι δίκαιο να υποτιμήσουμε τη λυρική ποίηση που υπήρξε ως σήμερα η σημαντικώτερη εκδήλωση της πνευματικής μας ζωής. Οι λυρικοί ποιητές ενός μικρού λαού είναι καταδικασμένοι από τη φύση των πραγμάτων να μη βρουν απήχηση έξω από τον τόπο τους, για τον απλό λόγο ότι το κυριώτερο εκφραστικό μέσο τους είναι η μουσική της γλώσσας τους, κ' η μουσική αυτή δε μπορεί να μεταφραστεί. Οι ποιητές μας περνούν τα σύνορα μονάχα για να επισκεφτούν στα πανεπιστημιακά φροντιστήρια ειδικούς νεοελληνιστές, φιλολόγους και γλωσσολόγους. Κανένα κορίτσι ενός ξένου έθνους δε βρήκε ποτέ την ανησυχία του, τα όνειρά του, τους καημούς του, στις σελίδες του Σολωμού, του Μαβίλη, του Παλαμά, του Γρυπάρη. Είναι κρίμα και γι' αυτούς και για μας, γιατί αν γνώριζαν οι ξένοι το λυρισμό μας θα μας εχτιμούσαν περισσότερο από ότι μας εχτιμούν σήμερα κ' ίσως περισσότερο από ότι αξίζουμε. Ας μην αδικούμε αυτούς τους ωραίους ποιητές που κράτησαν πολύ υψηλά την τέχνη και την ατομικότητά τους και που τίμησαν την Ελλάδα, αν όχι στα μάτια των ξένων, τουλάχιστο στα μάτια των Ελλήνων. Όταν, δυστυχώς πολύ σπάνια, έχουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε κάτι στον τόπο μας, ας μην παζαρεύουμε το θαυμασμό μας. Το πιο ατροφικό μέλος του οργανισμού μας είναι η πεζογραφία. Εκεί είναι η επικίνδυνη πληγή κι εκεί πρέπει να τη μελετήσουμε, χωρίς νευρικότητα και θορύβους, με ψυχραιμία και προσοχή, γιατί ίσως χρειαστεί να βάλουμε μαχαίρι». Ωστόσο παρακάτου υποσημειώνεται: «Όσο κι αν αγαπούμε τους ποιητές μας δεν μπορούμε να ζήσουμε στον εικοστό αιώνα μονάχα με λυρισμό, και δεν αρκούν πια για να θρέψουν τη σκέψη μας οι ηθογράφοι, τα δογματικά κηρύγματα κ' οι αγορεύσεις των πολιτευόμενων. Θέλουμε αληθινή συζήτηση ιδεών, αληθινό θέατρο, αληθινό μυθιστόρημα. Θέλουμε ουσία» -είναι προφανές εν προκειμένω ότι ο Θεοτοκάς αναφέρεται στον άκαρπο συναισθηματικό και μόνο λυρισμό, τον οποίο, υπό αυτή του τη μορφή, δικαίως δε δέχεται [Θεοτοκάς Γ. (Ορέστης Διγενής), «Ελεύθερο πνεύμα», εκδοτικός οίκος Α. Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σελ. σελ. 37-38, 54].

Ο ποιητής όμως στους νέους καιρούς, αυτούς που συνηθίσαμε να λέμε μεταμοντέρνους ποιητικά (από τη δεκαετία του '60 και κατόπιν), ξέχασε το λυρισμό. Αποστασιοποιήθηκε από αυτόν, από το πνευματικό του νοούμενο και τη φύσει επαναστατική του αντίληψη τής έγερσης μέσα από μίλημα της ψυχής. Κλείστηκε στο εγώ του, ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής, καθώς εγωϊστική και μονοτρόπη αυτή γίνηκε, εκφραζόμενη «ανέκφραστα», αποστασιοποιημένη από το συναίσθημα, εγκλωβισμένη στον ξηρό συλλογισμό και στον άναρχο στοχασμό. Στην ατροφία του αισθητηρίου προβάλλεται η υπερτοφία του πνεύματος, το οποίο δαπανάται στη μάχη για το υπαρξιακό δράμα του ανθρώπου. Ο συνεχής κριτικισμός, στα πλαίσια μιας άδηλης στράτευσης για το σαστικό επιζητούμενο, η προβολή της σίγουρης αυτογνωσίας και η καλλιέργεια του υπερεγώ, το εκαύχημα της υπεροχής έναντι της θνητής ταπεινής ζωής, καθώς και η αδιάπτωτη παραγωγή ασπόνδυλης διανόησης, οδηγούν στη δημιουργική αποπνευμάτωση και εντέλει στην αποστασιοποίηση από την ενεργό ζωή, αυτή στην οποία γίνονται επαναστάσεις από τον άνθρωπο που αισθητά ζει, έχοντας όνειρο και όραμα να πραγματώσει. Κόσμος του αντιλυρικού αυτού ποιητή είναι ο εαυτός του και ο περιγυρός του, οπού ζητά να δηλωθεί και να υπάρξει. Κόσμος, αντίθετα, του λυρικού ποιητή είναι τα γύρα, όλα που συνιστούν ζωή, τα οποία αισθάνεται με βάθος ψυχής, και ως δημιουργός -ως ένας μικρός θεός- τα (ανα)πλάθει κατά το σύμμετρον του βίου. Συμπληρώνει σε τούτα ο κριτικός και συγγραφέας Κώστας Κουτσουρέλης: «Η λυρική ποίηση στις κορυφαίες στιγμές της υπήρξε ανέκαθεν ο λόγος ενός ισχυρού εγώ. Όμως τέτοιο είναι και μόνο το καθολικό εγώ, το εγώ δηλαδή του ποιητή που αντλεί αδιάκριτα από όλες τις πηγές της αισθαντικότητάς του» (περιοδικό «Πλανόδιον», τεύχος 43ο, Δεκέμβριος 2007). Λέγει επίσης ο Μήτσος Λυγίζος: «Το πνεύμα του άγχους, του τρόμου και του πανικού κατακερμάτισε τον ειρμό της ποίησης, όπως παρουσιάζεται σήμερα (σημείωση: το κείμενο γράφτηκε το 1984). Η αντανάκλαση του πανικού στη μορφή της σημερινής ποίησης είναι τέτοια που προδιαθέτει άσχημα και τον πιο καλοπροαίρετο αναγνώστη. Οι ποιητές κάνουν προσπάθειες ν' ανταποκριθούν στο πνεύμα της σημερινής εποχής κ' η ουσία των έργων τους τούς προβάλλει στην αντίληψη του κοινού σαν ακατάληπτους σηματοδότες. Το χάσμα κάθε μέρα βαθαίνει κ' οι ποιητές απομονώθηκαν στην αντίπερα όχθη. Συζητούν μεταξύ τους το πρόβλημα της ύπαρξης. Ο υπαρξισμός γίνηκε "μόδα" στον τρόπο ζωής τους. (...) Άμεσο αποτέλεσμα αυτών είναι η φλυαρία. Η απομόνωση τον ποιητών από τη δεκτικότητα του κοινού τούς επιτρέπει να περιαυτολογούν, να γίνονται πιο ακατάληπτοι, πιο εγωκεντρικοί, πιο ασαφείς, κι ας νομίζουν πως εκφράζουν τη σημερινή εποχή. Λίγοι κατορθώνουν να διατηρούν την επαφή με τον άνθρωπο και τη δεκτικότητα του κοινού» (Λυγίζος Μ., κείμενο με τίτλο «Η έννοια της ποίησης», στο «Προβληματισμοί στην ποίηση», δοκίμια, εκδόσεις Δωδώνη, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1990, σελ. 209, 210).

 


Τάκης Κανελλόπουλος: «Η εκδρομή».

 

Για την ποιητική και τη λύρα της, άξιος να ειπωθεί και να κλείσει τούτη την αναφορά στην ποίηση, είναι ο πάντα ιδιαίτερος και γιομάτος ιδέα λόγος του επαναστάτη ποιητή Ανδρέα Λασκαράτου, ο οποίος στο «Δοκίμιον Ποιητικής» που συνέγραψε το 1877 λέγει: «Στιχουργική και ποιητική είναι βέβαια αντικείμενα πολυτελείας. Επειδή έχουνε και τα γράμματα την πολυτέλειά τους. Ήθελ' επιθυμήσω να μπορώ να σας κληροδοτήσω κάτι τι χρησιμότερο. αλλά δεν έχω την ικανότητα. Δεχθείτε όθεν με φιλοφροσύνην το όσον δύναμαι να σας δώσω. Ας δίνη καθένας το καταδύναμην εις την κοινωνίαν, και η κοινωνία δε θ' αργήση να βρεθή πλουσία. (...) Αν είναι κλάδος της ποιήσεως οπού να χρειάζεται περισσότερην ποίησιν εις τες ποίησές του, περισσότερον ποιητικόν οίστρον και ποιητικήν έμπνευσην, είναι ο κλάδος τούτος της λυρικής ποιήσεως. Σε κάθε άλλον κλάδον ποιήσεως η ποίηση βοηθάει το θέμα. Σε τούτον όμως η ποίηση είναι το όλον. Η ποίηση είναι και ψυχή και σώμα ενταυτώ της λυρικής ποήσεως. Είναι δε αυτοφανές ότι η λυρική ποίηση έχει το όνομά της από το ότι τραγουδηέται απάνου στη λύρα. Και εκφράζει συνήθως έκχυσην ψυχικής ορμής» («Παρνασσός», τόμος 1ος, αριθ. 12, έτος 1877).

Μέσα από τα χρόνια της πάλης του ανθρώπου με το κατεστημένο του, έχει διαμορφωθεί η άποψη -αν και σήμερα, που όλα έχουν αμβλυνθεί, αντιλήψεις τέτοιες θεωρούνται παρωχημένες-, ότι ο επιστήμονας και ο τεχνοκράτης συμβολίζουν κατά κανόνα τον αντιλυρικό άνθρωπο, αυτόν που επιδιώκει, είτε με τη δύναμη της επιστήμης είτε με τις μεθόδους της τεχνοκρατίας, να διαμορφώσει επιστητά και τιτανικά την πρόοδο της κοινωνίας (για την αποσαφήνιση της έννοιας, δίνουμε τον ορισμό του τεχνοκράτη: αυτός που ασκεί το λειτούργημά του με βάση τη μελέτη κυρίως των αντικειμενικών δεδομένων και των οικονομικών μηχανισμών χωρίς να λαμβάνεται και τόσο υπόψη ο ανθρώπινος παράγων). Λέγουν οι αμφισβητίες της άποψης τούτης ότι είναι μιαν ψευτοεικόνα αυτό, ότι είναι μια λανθασμένη αντίληψη, καλλιεργημένη στη μανιχαϊστική βάση τής διαμόρφωσης αντίπαλων προτύπων στην κοινωνία, που δεν αποσκοπούν παρά στην επικράτηση κάποιου, παρά στη σύνθεσή τους. Τούτο θα ήταν αποδεκτό εάν η ανθρώπινη κοινωνία δε συμπεριφερόταν κυριαρχικά στον πλανήτη, κι αν δεν χρησιμοποιούνταν οι επιστήμονες και οι (κάθε είδους) τεχνοκράτες για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού. Επιπλέον, τούτο θα ίσχυε εάν δεν είχε εξαρτηθεί μονομερώς ο άνθρωπος από την επιστήμη, σε βαθμό που να εκφράζεται μέσα από τον πολιτισμό της, όπως συμβαίνει με τον επιστημονικό πολιτισμό της Δύσης.

Ο άνθρωπος, στα πλαίσια της πυρετώδους ανάπτυξής του, έχει δημιουργήσει μια κοινωνία κυριαρχική, εκμεταλλευτική, τιτανική. Μια κοινωνία σιδηρά και, γιατί όχι..., εφιαλτική. Μια τέτοια κοινωνία, όμως, αντίθετη με τις βασικές αρχές του λυρισμού, διαβιβρώσκει τα θεμέλια της ύπαρξής της, αφού οδηγείται, με την υπερεκμετάλλευση των πόρων και την επικράτηση του εγώ, σε κατάλυση των υπαρκτικών ακεραιοτήτων του ανθρώπου και σε αποδόμηση του κοινωνικού και πλανητικού οικοδομήματος. Στο οδήγημα τούτο, που είναι δημιούργημα του politicus και του economicus ανθρώπου, ο επιστήμονας και ο τεχνοκράτης ενεργούν συντελεστικά, από τη στιγμή που μεθοδευμένα, με πνεύμα ατάραχο και ψυχρό, κατά τις διδαχές της σκληρής τεχνοκρατίας ενεργούν. Δεν αμφισβητούμε την τεχνοκρατία, τη θέλουμε στο βαθμό που οι ασκούμενες γνώσεις και δεξιότητες δε βλάπτουν την ακεραιότητά μας, την ύπαρξή μας, ώστε με αυτοτέλεια κι ελευθερία να λειτουργεί ο άνθρωπος. συναισθανόμενος, συνειδητοποιούμενος, πληρούμενος. Όσο όμως η κατάκτηση της ύλης αποκτά όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, πρακτικές μα και ιδεατές, τόσο η επιστήμη στρατεύεται στα πλαίσια της ακόρεστης κυριάρχησης του ανθρώπου στην ύλη, αντίς, με τη σωστή άσκησή της, να εξυπηρετεί την πρόοδο της κοινωνίας. Ο άνθρωπος υπεραγά αυτό στο οποίο επιβάλλεται και το εξουσιάζει, στην ύλη, μετατοπίζοντας το βάρος της προσπάθειάς του στην ενίσχυσή της, και στη δι' αυτής δική του κυριάρχηση στον κόσμο, που κάθε άλλο παρά συνιστά πρόοδο, αλλά καταδίκη του. είναι μια σχέση αυτή, του ανθρώπου με την ύλη, περίεργη, σχεδόν διαστροφική, είναι η σχέση του υλιστικού ανθρώπου, του ματεριαλίστα, που αγαπά κι επιδιώκει αυτό το οποίο καταδικάζει!

 


Charlie Chaplin: «Modern Times».

 

«Η επιστήμη είναι ένας πέπλος. Τραβήξτε τον, αν θέλετε, να ιδείτε τον ουρανό», διαμηνύει ο Ροντέν, θέλοντας να δείξει ότι το σημαντικότερο στη ζωή δεν είναι αυτό μας δίδεται ως επίτευγμα, αλλά το υψηλό, που η ορθά ασκούμενη επιστήμη θα το βοηθήσει και θα το κραταιώσει, και που θα το 'βρεις εάν ξεσκεπάσεις τη ζωή σου κι ανακαλύψεις τον ουρανό σου. Αν λυρικός αισθανθείς και στην τέτοια σου ανακάλυψη δοθείς, τότε θα έχεις εκτιμήσει τα περιούσια του βίου, τα οποία, αλί, δε βλέπεις θεωρώντας τον κόσμο μόνον επιστητά ή κοντόζωα. Γι' αυτό πρέπει, «η γνώση να μη μείνει μόνο γνώση, αλλά να γίνει και συνείδηση και ευθύνη και ζωή» (λόγια του Άγγελου Σικελιανού), ώστε με πλεριοσύνη και ογρό τρανταγμό να πάγεις, κι όχι με την ησυχία της επιστήμης. Η επιστημονική γνώση, χωρίς το συναίσθημα να την ποτίζει και τη συνείδηση να τη φορτίζει, είναι μη ζωτική γνώση, ξηρή, μη δημιουργική και, εντέλει, βλαπτική για την κοινωνία (δέστε το αυτό στο καταστροφικό αποτέλεσμα της ατομικής βόμβας και στη συνειδητοποίηση μετέπειτα της ευθύνης τού δημιουργού της, του Οπενχάιμερ, ο οποίος γύρευε να εξιλεωθεί επισημαίνοντας τους κινδύνους χρήσης της πυρηνικής ενέργειας). Λέγει για τούτα ο Γιώργος Θεοτοκάς στο «Ελεύθερο πνεύμα»: «Λησμονήσαμε στην Ελλάδα πως οι φυσικές προϋποθέσεις της πνευματικής ανάπτυξης δεν είναι οι βαρείς οπλισμοί αυτού του ξερού, στενού και αδιάλλαχτου επιστημονισμού που σκεπάζει τα πάντα με φίσες και σκόνη, αλλά η ελεύθερη σκέψη, οι πλατείς ορίζοντες, ο πλούτος κ' η γενναιότητα της καρδιάς. Όταν δεν χτυπούν οι καρδιές, όταν ο νους δεν έχει τη δύναμη ν' απλωθεί ελεύθερα και πλατιά στους κόσμους των ιδεών, οι οπιο επιβλητικές θεωρίες, οι πιο περισπούδαστες βιβλιογραφίες, είναι γράμμα κενό» [Θεοτοκάς Γ. (Ορέστης Διγενής), «Ελεύθερο πνεύμα», εκδοτικός οίκος Α. Ι. Ράλλης, Αθήνα 1929, σελ. 11].

Απογοητευμένος από την επιστήμη, που δεν υπηρετεί τον φύσει προορισμό του ανθρώπου, στο να εξελίσσεται και ν' ανέρχεται, γενόμενος ποιοτικά καλύτερος, παρά υπηρετεί τον σχήμα προορισμό του, όπως τον επιβάλλει το κοινωνικοοικονομικό σύστημα της κάθε εποχής -μια αντίληψη διάχυτη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου, καθώς ο άνθρωπος εξήλθε απογοητευμένος από τον «αιώνα της ύλης», όπως χαρακτηρίστηκε ο 19ος αιώνας-, ο ποιητής Άγγελος Σημηριώτης λαλεί με πόνο:

«Μ' εγέλασεν η Επιστήμη
καθώς η Σίβυλλα στην Κύμη
κι' οι ψεύτικοί της οι Χρησμοί...»

(«Θανάσιμα», Άγγελος Σημηριώτης)

 


Joseph Wright: «The Alchymist». Αλχημιστής σε αναζήτηση της Φιλοσοφικής Λίθου: Η φιλοσοφία συναντά την επιστήμη [απεικονίζεται ο αλχημιστής Hennig Brand (1630-1710) να ανακαλύπτει "κατά λάθος" τον φωσφόρο όταν αναζητούσε τη Φιλοσοφική Λίθο στο στερεό υπόλειμμα μεγάλης ποσότητας ούρων!].

 

Αντίθετα κινούμενος από τον Σημηριώτη, ο ιδεαλιστής υλιστής Ιωάννης Ψυχάρης, (υπερ)θετικά κείμενος στην επιστήμη, λέγει το 1897 στο «'Ονειρο του Γιαννίρη»: «...η επιστήμη έρχεται αγάλια αγάλια, όλα τα ξεσκεπάζει. (...) Μα ποιητής να είσαι, μα φιλόσοφος, μα άπιστος, μα θρήσκος, αφτοκράτορας ή παπουτσής, θα προσκυνήσεις την επιστήμη». Ο Παύλος Νιρβάνας, αλλού στεκάμενος από τον Ψυχάρη, ξεχωρίζει την τέχνη από την επιστήμη, βάζοντας την αισθητική εντύπωση σε άλλο επίπεδο σε σχέση με την επιστημονική γνώση, λέγοντας: «...η αισθητική αλήθεια δεν είναι μαθηματική αλήθεια» -πόλεμος τότες πολύς, για την επιστήμη ή την τέχνη, που προσπάθησε να τον κλείσει το 1907 ο σεβαστός και στους δυο αντιπαρατιθέμενους κύκλους των διανοητών Κωστής Παλαμάς, λέγοντας στον «Νουμά» (το περιοδικό που ελέγχονταν από τον Ψυχάρη): «Η Επιστήμη και η Τέχνη είναι αδελφές». ενώ λίγο αργότερα, το 1908, στα «Σημειώματα στο περιθώριο», διευκρινίζει: «Η τέχνη, αλλάζει και μεταμορφώνεται κατά τους καιρούς και σύμφωνα με την περίσταση, μα είναι μια, ανάλλαχτη κι αμεταμόρφωτη, αιώνια στην ουσία της».

Ο επιστήμονας για να προσφέρει σύμφωνα με το χρέος του ανθρώπου στο δημιούργημα, πρέπει αισθητά να λειτουργεί, να νοιώθει τον κόσμο προς τον οποίο απευθύνεται η προσφορά του. Αισθανόμενος τα γύρα κι εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στο δημιούργημα με τη συνειδητή προσφορά του στην πρόοδο, λειτουργεί λυρικά κι ασκεί πρεπούμενη επιστήμη, ελέγχοντας αυτήν ως προς το εν δυνάμει σύμμετρον, που πρέπει να επιδιώκεται, κι όχι για την ικανοποίηση της σκληρής τεχνοκρατίας. αυτής, που αν αφεθεί θα καταστρέψει τον κόσμο -όπως συνέβη με την περίπτωση της ατομικής βόμβας, με το φαινόμενο του θερμοκηπίου, με το διατροφικό σκάνδαλο (βλέπε: «τρελές αγελάδες») κ.ά. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, για παράδειγμα, ήταν λυρικός, με δυνατά συναισθήματα και μεγάλη αγάπη για τη φύση και τη ζωή, που έβρισκε στο δύσκολο επιστημονικό αντικείμενο των εννοιών και των ψηφίων που δούλευε, το λυρισμό της ανακάλυψης. Λειτουργώντας έτσι κι έχοντας υψηλή αίσθηση των πραγμάτων που συγκροτούν τον κόσμο, έφτασε στο σημείο ν' αρνηθεί την ύλη για να συλλάβει την ενέργεια, ξεπέρασε τον «άνθρωπο-μηχανή», για να φτάσει στον «άνθρωπο, αυτό το άγνωστο». Είναι χαρακτηριστικά τα λυρικά τούτα λόγια του για την ελληνική φύση: «Η παρατήρηση της Ελλάδας δημιουργεί ένα κοσμικό, θρησκευτικό συναίσθημα, που σε συγκλονίζει, σε οδηγεί στην ποίηση, στο συμβολισμό, στην αλληγορία, άρα στο φόβο των ελληνικών μύθων». Ο Μπλεζ Πασκάλ, ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός και φυσικός του 17ου αιώνα (γνωστό είναι το θεώρημα που φέρει το όνομά του), μα προπάντον ο σημαντικός φιλόσοφος, μίλησε για τη σημασία και τη γνώση της ηθικής, λέγοντας στις «Σκέψεις του» τ' ακόλουθα: «Η γνώση των πραγμάτων που βρίσκεται γύρω μας, δε θα με παρηγορήσει για την άγνοια της ηθικής, την ώρα των θλίψεων. Αλλά η γνώση της ηθικής, θα με παρηγορεί πάντοτε για την άγνοια της επιστήμης». Η επιστήμη, συνεπώς, είναι όργανο της εξέλιξης, όργανο παραγωγής πολιτισμού, γνώσης και (λελογισμένης) πράξης, κι όχι όργανο της κυριαρχίας του ανθρώπου, όργανο της μηχανικής συντέλεσης του κόσμου και της μηχανιστικής λειτουργίας του.

 


Winsor McCay: «Τechnocracy», και «Τomorrow and today» (αντίστοιχα).

 

Επιπλέον, και τούτο είναι το βασικότερο, η αίσθηση, εκφραζόμενη με διάφορους τρόπους και κυρίως μέσα από την τέχνη, αναδεικνύει τη ζωή ως αγαθό, ενώ η επιστήμη τη μετράει, τη «δουλεύει», την αναπτύσσει, την εξελίσσει, για το καλό του ανθρώπου. Τις ενώνει γι' αυτό ως «δίδυμες λατρείες» την επιστήμη και την τέχνη o Παύλος Νιρβάνας, καθότι «ο πόθος της γνώσεως και ο θαυμασμός του μυστηρίου, η ζήτησις της αληθείας και η ανάγκη εξωτερικεύσεως των αισθητικών συγκινήσεων», που αποτελούν πηγαίες εκφράσεις της ψυχής, αποδίδονται με τις παραπάνω λατρείες (κείμενο από το «Επιστήμη και τέχνη», Εθνικόν Ημερολόγιον του Κων/νου Φ. Σκόκου, Αθήνα 1895). Ο Benedetto Croce, σε μιαν άλλη θεώρηση κινούμενος, δέχεται ως επιστήμη τη φιλοσοφία, δηλαδή το «Πνεύμα», το «νοούμενο», το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να νοεί και να γίνεται συνειδητός στην πράξη του, καθώς επίσης και τη διάνοια για την ανάπτυξη των φυσικών και μαθηματικών επιστημών, οι οποίες όμως, «δεν είναι καθαυτό επιστήμες, αλλά σύνολα από γνώσεις, αφηρημένες και προσδιορισμένες αυθαίρετα. Είναι μορφές όχι καθαρές, αλλά ανάμικτες με στοιχεία ξένα, της πρακτικής προέλευσης» (Croce Β., «Κείμενα αισθητικής», πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις: Κώστας Ε. Λασηθιωτάκης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1976, σελ. 57). Μάλιστα, υποστηρίζει ότι οι φυσικές και οι μαθηματικές επιστήμες για να προκόψουν, πρέπει να ξεπεράσουν τον κύκλο τους και να μπουν μέσα στη φιλοσοφία, πρέπει η διάνοια να τις κατευθύνει αλλά το πνεύμα να τις ελέγξει. Πρέπει, με άλλα λόγια, η επιστήμη να φιλοσοφηθεί, για να καθαρθεί και να γίνει οφέλιμη. Αν γινόταν αυτό δε θα είχαμε τις παρενέργειές της ή τις ασχημίες της, που χαλνούν ή καταστρέφουν τον κόσμο! -τρανό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του «αφιλοσόφητου» Οπενχάϊμερ, που γύρευε την εξιλέωση για το κακό που έκαμε στην ανθρωπότητα με την ατομική βόμβα, προπαγανδίζοντας κατόπιν την ειρηνική χρήση και μόνον της πυρηνικής ενέργειας, ενώ αντίθετη περίπτωση είναι αυτή του «φιλοσοφημένου» Αϊνστάιν, ο οποίος ματαίως προσπαθούσε να πείσει τον πρόεδρο Ρούσβελτ για τους κινδύνους της ατομικής βόμβας. Με τούτη τη θεώρηση ο Croce δέχεται ως εργαλεία για την εξέλιξη του ανθρώπου τις «μη καθαρές επιστήμες», αλλά όχι την «έννοια-Επιστήμη», την οποία βλέπει στο ίδιο ύψος με την τέχνη, «χωριστά μεν ευρισκόμενη από την τέχνη, όμως κι ενωμένη με αυτήν» (ο.π., σελ. 52). Είναι λοιπόν απαραίτητη η επιστήμη για τη συνειδητή θεώρηση κι εξέλιξη του ανθρώπου. Λαμβανόμενος όμως πρώτα εσωτερικά ο άνθρωπος, καθαρμένος και συνειδητοποιημένος γύρω από το θάμα της ζωής, υπαρκτικά νοούμενος, στέκεται ορθός εκφραστής της επιστήμης του, και στέργιος εφαρμοστής της εμπειρικής επιστημονικής προσέγγισης του κόσμου του. Μόνον όταν ο άνθρωπος νοήσει τη ζωή ως αγαθό και τούτο το διαπεράσει σαν αντίληψη στην πρακτική του, θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα επιστημονικά εργαλεία, τις παροχές της γνώσης του, για τη θεμελίωση του αγαθού της ζωής και την εξύψωσή του. Το λέγει αυτό όμορφα ο Κωστής Παλαμάς σε συζήτησή του με τον Άγγελο Σικελιανό, ως εξής: «Η επιστήμη βέβαια... Το εκτελεστικό όργανο ενός πιθανού ανώτερου πολιτισμού. Τίποτ' άλλο...»

 


Thomas Henry Huxley: «Η μεγάλη τραγωδία της Επιστήμης είναι η θανάτωση μιας πανέμορφης υπόθεσης από μια άσχημη πραγματικότητα» (χαρακτηριστικό σκίτσο του J. Robert Oppenheimer από τον Adam Zyglis).

 

Αναφέρεται στα παραπάνου ο αισθητικός Τζούλιο Καΐμη: «Η επιστήμη λοιπόν είναι μέσο για να πλησιάσουμε τη χαρά του ωραίου και του ρυθμού. Ώστε η επιστήμη θα 'ναι αληθινή όταν πάει ταιριαστά με την τέχνη, οπόταν και γίνεται ποίηση, γιατί αίσθημα του ωραίου δίχως τη συνείδηση της επιστήμης δεν πραγματοποιεί έργα». Επισημαίνει δε παρακάτου ο Καΐμη ότι η επιστήμη δεν απαιτείται πάντα να εξηγεί, διότι τότε καταστρέφει την ομορφιά της τέχνης. πρέπει να υπάρχει ένα όριο στην εξήγησή της, πέραν του οποίου να σταματά (Καΐμη Τζ., «Γύρω από το αίσθημα του ωραίου», εισαγωγή: Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο-επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σελ. 45). O, δε, εκφραστής της Γενιάς του '30 Γιώργος Θεοτοκάς, κινούμενος σ' ένα παράλληλο επίπεδο θεώρησης με τους Παλαμά και Καΐμη, θέτει τα διακριτά όρια της επιστήμης από την κοσμοθεωρία, δηλαδή από τη συνολική άποψη του ανθρώπου για τη ζωή, με τον εξής τρόπο: «Πιστέψαμε πάντα και εξακολουθούμε να πιστεύουμε ανεπιφύλακτα στη σημασία και στην αξία των επιστημονικών ερευνών και του επιστημονικού πνεύματος. Αλλά η επιστημονική έρευνα είναι ένα πράγμα κι η κοσμοθεωρία είναι ένα άλλο πράμα. Η επιστημονική έρευνα στηρίζεται σε γεγονότα αυστηρά εξακριβωμένα και προχωρεί μεθοδικά από το ένα στο άλλο, ελέγχοντας και αναθεωρώντας συνεχώς τα πορίσματά της. Έχει το δικαίωμα ν' αγνοεί τις κοσμοθεωρίες. Δεν έχει πάντως την υποχρέωση να είναι εν τάξει με μια κοσμοθεωρία. Τουναντίον, είναι χρέος της κοσμοθεωρίας να αποδείχνει κάθε τόσο αν είναι εν τάξει, ή αν εξακολουθεί να είναι εν τάξει, ή ως ποιο σημείο είναι εν τάξει με την εξελισσόμενη επιστήμη» (Θεοτοκάς Γ., «Κοινωνικά θέματα», περιοδικό «Νέα Γράμματα», τόμος Β΄, Αθήνα 1936).

 

του Αντώνιου Καπετάνιου

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital