ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Το ελληνικό τοπίο

18 Δεκέμβριος, 2013

Το ελληνικό τοπίο

Τοπίο σμιλεμένο, της ρυτίδας και του ρόζου, τοπίο ελληνικό...(4ο από το 7ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Η εξιδανίκευση του ελληνικού τοπίου

«(...) Ήρθα να σας δω, εσάς νησιά, κι εσάς
ω εκβολές των ποταμών, ω δώματα της Θέτιδος,
κι ακόμη εσάς ω δάση, κι ω σύννεφα της Ίδης!
Κι όμως δε σκέφτομαι να μείνω.
Άφιλη κι ακατάδεχτη
είναι η κλειστή μητέρα που της ξέφυγα (...)
Όμως εγώ δε θα 'θελα να φύγω από κοντά της,
και μόνο για να σας προσκαλέσω
ήρθα σ' εσάς, Χάριτες της Ελλάδος,
σ' εσάς, ω κόρες τ' ουρανού,
για να 'ρθετε, αν το ταξίδι δεν είναι τόσο μακρινό,
σ' εμάς, ω αγαπημένες!»

(«Η αποδημία», Friedrich Holderlin, σε μετάφραση Στέλλας Νικολούδη)

Το ελληνικό τοπίο κινούσε τη φαντασία των ξένων και τους λάγγευε για την ιδέα του κι ότι αντιπροσώπευε, σύμφωνα με την ιστορία των τόπων του και τον πολιτισμό τους, αλλά και τη φύση τους, η οποία ανήχθη σε σύμβολο της παραδείσιας εντέλειας. Έβλεπαν το ελληνικό τοπίο σε σχέση με κείνο που εκπροσωπούσε, με ότι αποπνεόταν από την υπόστασή του, με αυτό που ήθελαν κι όχι με αυτό που ήταν. το ανήγαγαν δηλαδή σε ιδεώδη μορφή, το έβλεπαν εξιδανικευμένα. Τούτο, σ' ότι αφορά στους ρομαντικούς, διαμόρφωσε ένα μύθο για την Ελλάδα, ένα μύθο που μιλούσε για τόπους ιδανικούς, στους οποίους συναντάς ανθρώπους αγαθούς, που βιώνουν την απλότητα και την πληρότητα των πρωτόπλαστων στην πλούσια φύση των αρκαδικών δασών, μαζί με ανθρωπόμορφους θεούς και νύμφες, που αποκαλύπτονται ως οπτασίες, υπερβατικά. Στην αντίληψη των ξένων, που γύρευαν τη φανταστική διέξοδο της σωτηρίας τους από τα τρωτά του βίου, η Ελλάδα γίνηκε ο ιδανικός προορισμός, η γέψη η υπερουσία. «Την Ελλάδα ονειρευόμουν από παιδί, / εκεί, εκεί θα ήθελα να πεθάνω», λέγει εκστασιασμένος ο Γάλλος ρομαντικός ποιητής Pierre-Jean de Beranger στις αρχές του 19ου αιώνα, στο ποίημά του «Το φανταστικό ταξίδι». Τούτη η εντύπωση για την Ελλάδα, που αποδόθηκε στη ρομαντική τάση των λογίων στην Ευρώπη και συνδέθηκε κυρίως με το πολιτιστικό κίνημα της Αναγέννησης (από τον 14ο έως τον 17ο αιώνα), μετέπειτα δε βρήκε τόπο στο πνευματικό κίνημα του Διαφωτισμού (τέλη 17ου αιώνα έως 18ο) και στο καλλιτεχνικό του Κλασικισμού (18ο και 19ο αιώνα), οδήγησε στην εξιδανίκευση του ελληνικού τοπίου, το οποίο ανήχθη σε αρχέτυπο του κάλλους και της φυσικής ζωής. Γίνηκε, έτσι, υμνική η αναφορά σε αυτό, φορές εκστατική αλλά και υπερβολική. Το ελληνικό τοπίο σχηματοποιήθηκε ως το ιδανικό που επιδιώκεται και συμβολοποιήθηκε περισσότερο για την κοσμοδιάστασή του και λιγότερο για την πραγματικότητά του. Αυτός είναι μάλλον και ο λόγος που, τους επισκεπτόμενους την Ελλάδα ξένους απογοήτευε η χώρα, διότι διαπίστωναν ότι δεν έβρισκαν σε αυτήν το ιδανικό που ζητούσαν -όσοι βέβαια από αυτούς τους ρομαντικούς την επισκέφτηκαν, καθότι οι περισσότεροι την είχαν νοητά θεωρήσει κι αρκούνταν σε αυτό, για να μην χαλάσει τ' όνειρο!32

 


Οι ξένοι περιηγητές, έως και τις αρχές του 20ου αιώνα, γύρευαν στη χώρα μας το κλασικό ιδεώδες, το οποίο προέκυπτε από τη σύζευξη του αρχαίου μνημείου με την ελληνική γη, και αναπαριστώντας με την απλή, λιτή και πλήρη ζωή στην ελληνική φύση [(αριστερά) περιηγητές σε φωτογραφικό ενσταντανέ στην Ακρόπολη κατά τον 19ο αιώνα και (δεξιά) οι περιηγητές Spon και Wheler στην Αθήνα τον 16ο αιώνα)

 

Η εξιδανίκευση του ελληνικού τοπίου ξεκίνησε με την προσπάθεια των ρομαντικών του 16ου αιώνα να βρουν τον τόπο έκφρασης των επιθυμιών τους για «επιστροφή στη φύση», ζώντας την πληρότητα και την απλότητα των πρωτόπλαστων, κι επέλεξαν ως τέτοιο τόπο την Ελλάδα (για την ακρίβεια, την Αρκαδία). Διαμορφώθηκε έτσι μια κουλτούρα με σημείο αναφοράς την χώρα μας, στη διαμόρφωση της οποίας συνετέλεσε αφενός το ιστορικό της παρελθόν και αφετέρου η σκλαβιά στον Τούρκο δυνάστη, που δημιουργούσε συναισθήματα για το λαό και τον τόπο, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι αυτός, ο τόπος του πολιτισμού και της δημοκρατίας, βεβηλώνεται από τον βάρβαρο κατακτητή. Η αντίληψη αυτή βρήκε ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος με τις μοντέρνες θεωρίες του Ρουσσώ, ο οποίος υποστήριζε ότι ο άνθρωπος έχει μιαν έμφυτη καλοσύνη, αλλά τα δεσμά του τού τα επιβάλλουν οι δόλιοι και οι ισχυροί άνθρωποι. Η αποτίναξη των δεσμών απελευθερώνει όλη τη θετική ενέργεια του τόπου και των ανθρώπων του. Ο ρομαντισμός έτσι συνάντησε την πολιτική κι οδηγηθήκαμε στη διαμόρφωση ενός ισχυρού φιλελληνικού ρεύματος, το οποίο εκφράστηκε πολιτικά κι αισθητικά.

Ακολούθησε, και από ένα σημείο και πέρα εκδηλώθηκε παράλληλα με το ρεύμα των ρομαντικών, το ενδιαφέρον των αρχαιολατρών ευρωπαίων για τ' αρχαία μνημεία της χώρας μας και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, μια κίνηση που σηματοδοτήθηκε με την ίδρυση το 1734 της  αρχαιόφιλης εταιρείας Society of Dilletanti στην Αγγλία. Η εταιρεία αυτή έστελνε αρχαιολόγους και ιστορικούς στην Ελλάδα, για να μελετήσουν τα μνημεία της και να συλλέξουν (να υφαρπάξουν φορές!..) ότι μπορούσαν από αυτά. Τούτο διαμόρφωσε μιαν άλλη έκφραση -τάση αν θέλετε- για το ελληνικό τοπίο, που ήταν προσανατολισμένη στο ιστορικό παρελθόν της χώρας μας κι αφορούσε το αρχαίο ή ιστορικό τοπίο, το οποίο όμως ήταν ιδωμένο μέσα από την κοσμογονία του αρχαίου παρελθόντος πάνω στην ελληνική γη, έτσι που όλοι οι τόποι να «μιλούν» με το παρελθόν τους, εκφραζόμενο αυτό διά του αρχαίου μνημείου. Ήταν, θα λέγαμε, περισσότερο ιστορική και άρα επιστημονοκεντρική η προσέγγιση των αρχαιολατρών, κι όχι αισθητική και συμβολιστική, όπως των ρομαντικών. Και οι δύο όμως, κατά το μάλλον ή ήταν εξιδανίκευαν τους τόπους και το ελληνικό τοπίο -περισσότερο οι δεύτεροι, καθώς οι πρώτοι απογοητεύτηκαν γρήγορα από την καταστροφή των αρχαίων μνημείων και προσγειώθηκαν στην πραγματικότητα, απομένοντας να εξυμνούν το παρελθόν  του τόπου και να «σώζουν» μνημεία (ακόμη και με την υφαρπαγή!), αποστασιοποιούμενοι από τον τόπο και τη σημασία του.

 



Τα μέλη της εταιρείας Society of Dilletanti σε πίνακα του R. Chandler το 1779 (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

 

Βρήκαν λοιπόν οι Ευρωπαίοι ρομαντικοί τον τόπο των ιδανικών τους στην Ελλάδα -λιγότερο οι αρχαιόφιλοι, που είχαν ειδικό ενδιαφέρον για τη χώρα μας, το οποίο εστιαζόταν στ' αρχαία μνημεία της (για το λόγο αυτό δεν τους μελετούμε περαιτέρω)-, και από τα μέρη αυτής, επέλεξαν ως κατάλληλο την Αρκαδία, τη γη του Πάνα και της Μέλαινας Δήμητρας, ως τόπο έκφρασης του αισθητικού, κοινωνικού, αλλά και πολιτικού τους προτύπου. Έναν τόπο στον οποίο επικρατούσαν η κοινωνική αρμονία, η ειδυλλιακή φύση, η ευσέβεια, ο αγνός έρωτας και η καρποφορία. Η ζωή στον τόπο αυτό συμβόλιζε τον εξιδανικευμένο τρόπο ζωής, οπού οι άνθρωποι ζουν απλά ως βοσκοί σε αρμονία με τη φύση κι αφιερώνουν τον χρόνο τους στην ποίηση, τη μουσική, τον έρωτα, την ανεμελιά. Ο φανταστικός τούτος τόπος τοποθετείται, όπως προείπαμε, στην ελληνική Αρκαδία. Ήταν η Ευδαίμων Αρκαδία!33

Έφτιαξαν με τον τρόπο αυτό έναν ιδεατό τόπο αναφοράς, τον οποίο μνημόνευαν ως προορισμό, στα πλαίσια της κοσμοθεωρίας τους. Το «Et in Arcadia ego», που σημαίνει «κι εγώ στην Αρκαδία ανήκω», αποτέλεσε το motto της εποχής, μιαν επιθυμία που ανήχθη σε αξία, ένα ταξίδι στον παράδεισο, στον ιδανικό τόπο -ο οποίος, από συμβολικός προορισμός γίνηκε επίγειος κι αναζητήθηκε στην Αρκαδία της Ελλάδας. Ήταν μια φράση που αρχικώς χρησιμοποιήθηκε από τον Βιργίλιο στα βουκολικά ποιήματά του, ενώ το 1622 έγινε πίνακας του Ιταλού ζωγράφου Τζοβάννι Φραντσέσκο Γκουερτσίνο (τίτλος: «Et in Arcadia Ego»), και στη συνέχεια εμβληματικός πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Νικολά Πουσσέν. για την ακρίβεια, ο Πουσσέν δημιούργησε δύο τέτοιους πίνακες, τον έναν το 1627 (τίτλος: «The Shepherds Of Arcadia») και τον άλλον  το 1639 (τίτλος: «The Arcadian Shepherds»). Ο τελευταίος πίνακας, που είναι ιδιαίτερα συμβολικός και ο πιο γνωστός της σχετικής θεματογραφίας, αναπαριστά δύο βοσκούς της Αρκαδίας να περιεργάζονται την περίφημη επιγραφή «Εt in Arcadia ego», που είναι χαραγμένη στον τάφο βοσκού και τη διαβάζει περαστικός έφηβος, ενώ τους παρατηρεί υψίκορμη κόρη. Με τον τρόπο αυτόν ο Πουσσέν προσδιόρισε τον ιδανικό τόπο οπού καταλήγει η ζωή, δηλαδή την Αρκαδία, που αποτελεί (ή πρέπει ν' αποτελεί) τον συμβολικό προορισμό του ανθρώπου34.

 



(αριστερά) Ο πρώτος χρονολογικά πίνακας του Νικολά Πουσσέν, τo 1627, με τον τίτλο «The Shepherds Of Arcadia» και (δεξιά) ο δεύτερος, το 1639, με τον τίτλο «The Arcadian Shepherds». Και οι δύο χαρακτηρίζονται από έντονη αλληγορία


Ο πρώτος πίνακας που αναφέρεται στην Arcadia είναι του Τζοβάννι Φραντσέσκο Γκουερτσίνο το 1622, με τον τίτλο «Et in Arcadia Ego»

 

Παρά τους όποιους συμβολισμούς της φράσης «Et in Arcadia ego», θα πρέπει να μείνουμε στο θεωρούμενο γεγονός τής ύπαρξης πλούσιας φύσης στην Αρκαδία, όπως την ήξερε (λόγω της φήμης της) και με βουκολική διάθεση την απέδωσε ο Βιργίλιος στις απλοϊκές «Εκλογές του», μια σειρά ποιημάτων που προσδιορίζονται τοπικά στην αρκαδική γη, από τα οποία και ξεκίνησε ο κατοπινός μύθος του αρκαδικού τοπίου35. Σύμφωνα με αυτόν, στη δρυμώδη Αρκαδία έβρισκες το ιδανικό, την ουσία της ύπαρξης. Ο τόπος ενέπνεε, δημιουργούσε αύρα, και η πηγή της ζωής εκεί θεωρούνταν ότι ήταν δυνατό ν' αναζητηθεί. Το όλον της δημιουργίας, στους δρυμούς της Αρκαδίας έβρισκε νόημα. Αλλού στον κόσμο, τούτο το υψηλό δε θα μπορούσε να πραγματωθεί, γιατί στην Αρκαδία η ζωογόνος ενέργεια της κοσμογονίας ζυμώθηκε με τη μαγιά του αρχαιοελληνικού πνεύματος και πολιτισμού, και βρήκε τόπο να πλαστεί στους δρυμούς της. Το αρκαδικό ιδεώδες ανύψωνε και με συναίσθημα και ιδέα συγκροτούνταν, διαμορφούμενο σ' ένα περιβάλλον που το χαρακτήριζε η πληρότητα, η ομορφιά, η ισορροπία και η αρμονία. Τούτο καταδείχνεται και από το γεγονός ότι δεν ενέπνεε η πλούσια φύση του κέντρου ή του βορρά της Ευρώπης, αλλά η ολιγώτερη μα δρυμώδης της Αρκαδίας, λόγω του πνεύματος του τόπου, που συνδεόταν με το ιδεατό παρελθόν του και του έδινε μοναδική ιδιαιτερότητα.

 






Το αρκαδικό ιδεώδες μεταφερμένο στο Νέο Κόσμο (στις ΗΠΑ)

 

Είχε το λοιπόν η Αρκαδία πλούσια φύση, που τη συγκροτούσαν οι περίφημοι δρυμοί της. Οι Αρκαδικοί δρυμοί ήταν γνωστοί ανά τον κόσμο για το πλούσιο φυσικό τους περιβάλλον, που παρομοιαζόταν με τη μορφή του παραδείσου, η δε ζωή των Αρκάδων σ' αυτούς θεωρείτο ειδυλλιακή και ήταν ζηλευτή. Μάλιστα, το ρομαντικό κίνημα στην Ευρώπη κατά τον 17ο αιώνα κυρίως, είχε επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό από το γεγονός αυτό, που γράφτηκαν διθύραμβοι για την Αρκαδία και δημιουργήθηκαν ρομαντικές ιστορίες, που μιλούσαν για τις Νύμφες των Δρυμών και για τον Πάνα που ζούσε εκεί. Η φράση στα έργα των ρομαντικών «et in Arcadia ego» εξηγούνταν ότι, «κι εγώ είμαι ευτυχισμένος, έχοντας απολαύσει τη γη της Αρκαδίας». Μάλιστα, το κίνημα υπέρ της Αρκαδίας κείνη την εποχή σημείωσε τέτοια απήχηση, που ιδρύθηκε και Ακαδημία Μουσόφιλων στη Ρώμη, η οποία εμπνεόταν από το αρκαδικό ιδεώδες, η λεγόμενη «Ακαδημία των Αρκάδων» (Accademia dell' Arcadia), που ως μέλη της είχε πνευματικούς ανθρώπους απ' όλη την Ευρώπη. Αυτοί, στη δημιουργία των πνευματικών τους έργων και στον τρόπο ζωής τους είχαν ως πρότυπο την Αρκαδία και αποκαλούνταν με ονόματα εμπνευσμένα από την περιοχή, όπως Μαινάλιος, Τεγεάτης, Διπαιεύς κ.ά. Ως αποτέλεσμα τούτων καθιερώθηκε ο όρος «Αρκαδική Φύση», που αναφερόταν στις αξίες που προάγουν το σεβασμό στο περιβάλλον και στην απόλαυση που αυτό δίδει, με την ανάδειξη της άγριας φύσης και της υπαίθρου, καθώς και στις προσφορές που προκύπτουν από την καλλιέργεια των παραπάνω αξιών (αισθητικές, συναισθηματικές, αναζωογονητικές κ.ά.) Έτσι δημιουργήθηκε ο όρος Arcadia, που αναφέρεται στην τέλεια ζωή στη φύση και θεωρείται ως το Arca Deorum, δηλαδή η Κιβωτός του Θεού (με όλες της τις σημάνσεις...) Το κίνημα του αρκαδισμού παραπέμπει στην απόδραση από την πραγματικότητα, σε ένα περιβάλλον ουτοπικό, κατά βάσιν ονειρικό, που αποτελεί (ή πρέπει ν' αποτελεί) τη συμβολική επιδίωξη του κάθε ανθρώπου. Κατά το αρκαδικό μέτρο, δεν επιτρέπεται στ' ανθρώπινα να επιβληθούν στη φύση36.

 






Πίνακες ζωγραφικής με θέμα την Arcadia (από αριστερά πάνω: Thomas Eakins «An Arcadia»,Thomas Cole «Dream of Arcadia», Friedrich August von Kaulbach «In Arcadia», Jay Kyburz «Αrcadia», Emile Bernard «Αrcadia», Franz von Stuck «Pan»)

 

Όμως, ήδη από τα χρόνια τα χρόνια της σκλαβιάς στον Τούρκο, οι αρκαδικοί δρυμοί καταστρέφονταν και χάνονταν, μένοντας το όνειρο των Ευρωπαίων χωρίς περιεχόμενο -εξ ου και η απογοήτευσή τους όταν επισκεπτόταν την Ελλάδα για να βρουν τον παράδεισο των μύθων τους! Η απώλεια των δρυμών, σύμφωνα με την ανομολόγητη τούτη καταστροφή -που δεν την κατέγραψε η ιστορία, ως θα έπρεπε!-, είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί από την περιοχή η δρυς, το δένδρο που συγκροτούσε τον ελληνικό φυσικό παράδεισο. Οι περίφημοι δρυμοί της Αρκαδίας αποτελούνταν από δρυ37, με κυρίαρχο είδος τη βαλανιδιά, το οποίο ο Έλληνας κατά τα αρχαία χρόνια τιμούσε για την αξία του, ξεχωρίζοντάς το από τα άλλα ελληνικά δένδρα, περιβάλλοντάς το με σεβασμό. Δέστε το τούτο στο ποίημα του Διόδωρου του Σαρδιανού:

«Τη μάννα των βαλανιδιών σεβάσου την, εργάτη,
και μη την κόβεις! Κλάδεψε του πεύκου τα κλαδιά,
ή την παλιούρα την πυκνήν, ή την γριάν ελάτη,
ή το πριναρ' ή την ξερήν εδώ την αχλαδιά.
Μα το πελέκι από τη δρυ μακριά, να ζήσεις, κράτει.
τόπαν οι γέροι: νόνα μας είν' η βαλανιδιά»

(«Εις δρυν», Διόδωρος ο Σαρδιανός, απόδοση: Σίμος Μενάρδος)

Παρά την παραπάνω αντιμετώπιση, η οποία εκπήγαζε από τη συνειδητοποίηση των Ελλήνων για την υψηλή αξία των περιβαλλόντων των δρυών, ή -αν θέλετε- από το σεβασμό των Ελλήνων στην πλούσια και μεγαλόπνοη ελληνική φύση, η καταστροφή των δρυμών δεν απεφεύχθη. Οι επίγονοι δε γνώρισαν το περίφημο αρκαδικό τοπίο και δεν το απόλαυσαν, απομυθοποιώντας το με τα χρόνια, καθώς συνειδητοποίησαν ότι η ύπαρξή του, μόνο σημασία συμβολική μπορούσε να προσδώσει στην ιδέα τους για πραγμάτωση ενός κόσμου ιδανικού. Συνειδητοποίησαν ότι η Arcadia της ζωής τους βρίσκεται στους τόπους που ζουν και τους διαμορφώνουν, κι όχι στον ιδανικό τόπο του μύθου τους. Ας αναζητήσουμε όμως στο χωροχρόνο τους χαμένους αρκαδικούς δρυμούς, κάμνοντας μια μοναδική αποτίμησή τους. καθότι ξεχασμένοι είναι...

 



(αριστερά) Τυπικό ελληνικό δρυοδάσος σήμερα, και (δεξιά) σπάνιο δρυοδάσος πρίνων


(αριστερά) Δρυοδάσος υπό αναγέννηση κατά τη δεκαετία του '60, και (δεξιά) εναπομείνασα βασιλική δρυς σε χωράφι της Λέσβου (από το δρυδάσος που εκτεινόταν παλιά στην περιοχή)


Πέντε ήταν οι κυριότεροι αρκαδικοί δρυμοί. τους τέσσερις τους περιγράφει ο Παυσανίας στα Αρκαδικά. Ο πρώτος ήταν ο Δρυμός του Πελάγους (τον έλεγε έτσι, προφανώς επειδή αποτελούσε ένα «πέλαγος» από δένδρα). Ήταν ένα πυκνό δάσος δρυών μεταξύ Τεγέας και Μαντινείας, κοντά στην περιοχή της Τρίπολης, που χάθηκε ολοκληρωτικά το έτος 1775 μ.Χ., όταν ο Χασάν Πασάς της Τριπολιτσάς έκοψε και τα τελευταία απομεινάρια του (είχε προηγηθεί η σταδιακή καταστροφή του κατά τις πολεμικές συγκρούσεις που διεξήχθησαν εκεί, αλλά και για καυσοξύλευση και βοσκή). Ο δεύτερος ήταν ο Δρυμός του Σόρωνος, κοντά στον ποταμό Λάδωνα, ανατολικά του χωριού Πάος έως το Βελιμάχι. Το δάσος αυτό, σύμφωνα με τον Παυσανία, έφθανε έως την Ψωφίδα της Γορτυνίας, κοντά στη συμβολή των ποταμών Αροανίου και Ερυμάνθου. Σύμφωνα με τον ίδιο, διαβιούσαν εκεί πολλοί αγριόχοιροι κι αρκούδες. Ο τρίτος ήταν ο Αφροδίσιος Δρυμός, που κάλυπτε το Αφροδίσιον όρος κι άρχιζε από το χωριό Δάφνη Καλαβρύτων, φθάνοντας έως τους Παραλογγούς του Δήμου Τροπαίων. Σύμφωνα με τον Παυσανία, απαιτούνταν επτά ώρες για να τον διαβιείς κι ήταν τόσο πυκνός, που σε σημεία του η προσπάθεια προσπέλασης ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Ο τέταρτος ήταν ο Μενελαίος Δρυμός, στα σύνορα της Αρκαδίας και της Λακεδαίμονος, ο οποίος συνέχονταν μ' έναν πέμπτο σημαντικό Αρκαδικό Δρυμό, αυτόν της Σκιρίτιδος, τον οποίο, για κάποιο άγνωστο λόγο δεν τον αναφέρει ο Παυσανίας  (μάλλον τον προσπέρασε και δεν τον μελέτησε).

Η πυκνότητα της βλάστησης στους παραπάνω δρυμούς -κι ιδιαίτερα σ' αυτόν της Σκιρίτιδος- ήταν τόσο μεγάλη, και η παρουσία της φύσης τόσο ισχυρή, που σύμφωνα με τις διηγήσεις των παλαιοτέρων από τους κατοίκους της περιοχής, τις οποίες κατέγραψε ο δασολόγος Αναστάσιος Στεφάνου και τις παρουσίασε το έτος 1972 στα «Δασικά Χρονικά» (στα τεύχη 166-167, μηνών Αύγουστος και Σεπτέμβριος του 1972), «φίδι δεν τους έσχιζε και για να πάει κανείς από τις Κερασιές έως τις Κολλίνες, περπατούσε από κλαδί σε κλαδί»38. Από τους προαναφερόμενους πέντε σημαντικούς δρυμούς της Αρκαδίας, οι τέσσερις τελευταίοι μάς παραδόθηκαν -έστω κι υποβαθμισμένοι- κατά τα νεώτερα χρόνια (ο πρώτος, ο Δρυμός του Πελάγους -όπως προαναφέρθηκε-, καταστράφηκε ήδη από το έτος 1775). Δεν παρέμειναν όμως για πολύ όρθιοι. Το τσεκούρι και η φωτιά, που ο Γέρος του Μοριά έκαμε σύνθημα στον αγώνα του κατά της Τουρκιάς, γίνηκε πράξη από τους Έλληνες στα νεώτερα χρόνια, κατά του περιβάλλοντός τους! Σβήστηκαν έτσι κι απολησμονήθηκαν οι αρκαδικοί δρυμοί, χωρίς καν να εγνωστούν από τους σύγχρονους και να εννοηθούν για τη μεγάλη τους σημασία...39

 



Μόνη δρυς, εναπομείνασα... (Κάνθος Τηλέμαχος, «Η δρυς Ανεφανής», 1941)

 

Όπως από στοιχεία προκύπτει, οι τέσσερεις εναπομείναντες δρυμοί, άλλοι ολοκληρωτικά κι άλλοι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους καταστράφηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1830 και 1880. Τότε, φαίνεται, οι απελευθερωμένοι Έλληνες ένοιωσαν εντονότερη από ποτέ την ανάγκη για καυσοξύλευση (sic), και γύρεψαν γη για καλλιέργεια κι εδάφη για βοσκή, και τους κατακρεούργησαν!.. Μάλιστα, σε δημόσιο έγγραφο του 1920, γίνεται λόγος για τις περίφημες «κουτσούρες», τις ρίζες των δρυών που τροφοδοτούσαν τα τζάκια των σπιτιών, που ήταν ότι απέμεινε από τους περίφημους Αρκαδικούς Δρυμούς, η ψυχή τους!, που κι αυτή ξεριζώθηκε για να παραδοθεί στην πυρά -οποία γύμνια! Τα εδάφη τους φυτεύτηκαν κατά τα νεώτερα χρόνια (το χρονικό διάστημα από το 1963 έως το 1969) με κωνοφόρα είδη σε μίξη με πλατύφυλλα, σε έκταση 40.000 στρεμμάτων, όμως δε θα μπορούσε η νεώτερη δημιουργία, όσο ευγενής κι αν ήταν, να καλύψει την αρχική, που ήταν μοναδική για την οικολογική κι αισθητική αξία της. ήταν ένας, όπως λεγόταν, παράδεισος στη γης40.

 


Αριστερά: Η τελευταία δρυς του αρχέγονου δάσους της Σκιρίτιδος στην Αρκαδία, λίγο πριν «πέσει» στις 30 Μαΐου 1971, φωτογραφημένη από τον δασολόγο Αναστάσιο Στεφάνου. Δεξιά: Μία από τις τελευταίες «κουτσούρες» των περίφημων αρκαδικών δρυμών, κατά τον Μεσοπόλεμο


Τους «Αρκάδες» του τοπίου ακολούθησαν οι περιηγητές του ελληνικού χώρου. Αυτοί δεν είδαν την Ελλάδα από τα σαλόνια της Ευρώπης, αλλά ήλθαν στη χώρα μας κάμοντας δύσκολο και κοπιώδες ταξίδι, εξερευνώντας την. Άλλοι εξ αυτών ήλθαν για να βρουν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα κι απογοητεύτηκαν, δοξάζοντας όμως τον τόπο για το ένδοξο παρελθόν του. Λέγει σχετικά ο Πρώσσος διπλωμάτης Alfred von Reumont το έτος 1833: «...μπροστά στην πύλη (του Ανδριανού) και ως το Ολυμπιείον, ήταν συγκεντρωμένοι κάθε μέρα ένα σωρό εργάτες που αλώνιζαν τα σιτηρά τους με τις οπλές των αλόγων, όπως συνηθίζουν εδώ στην Ελλάδα»41. Άλλοι ήλθαν για να βρουν τη δυναμογόνα πηγή του τόπου, προσδιορίζοντάς την στα συντρίμματα της σκλαβιάς και στα ερείπια του παρελθόντος. Κι αυτοί, οι τελευταίοι, δεν απέφυγαν την εξιδανίκευση, με την ωραιοποίηση του ελληνικής πραγματικότητας και την εξύψωση του ελληνικού τοπίου. Ο Γάλλος ρομαντικός Edgar Quinet θεώρησε φυσικό γεγονός το 1830 που επισκέφτηκε την Ελλάδα, το αλώνι με κουκιά του χωρικού από την Αρκαδία να είναι φτιαγμένο από αρχαία ερείπια και μαρμαρόσκονη (προφανώς, απ' ότι απέμεινε από τον αρχαίο ναό που βρισκόταν εκεί), αφού τούτα ήταν τα προσφορότερα υλικά για την ικανοποίηση άμεσων πρακτικών αναγκών από τους ενδεείς Έλληνες42.

Υπήρχαν βέβαια και οι ισορροπημένοι επισκέπτες της, που δεν είδαν την Ελλάδα μυθομανικά ή ένστικτα. όχι στην ιδεατή μα στη φυσική της κατάσταση. Αυτοί δεν την αδίκησαν με τις κρίσεις τους, ούτε την μεγαλοποίησαν, αλλά την απέδωσαν στο είναι της, στο πραγματικό της μέτρο. Ως τέτοια περίπτωση αναφέρουμε την Αγγλίδα περιηγήτρια Ελίζαμπεθ Μαίρη Γκρόβενορ, η οποία βλέπει το ελληνικό τοπίο στο πραγματικό του μέγεθος και το κρίνει στο σήμερά του. ούτε ιδανικό παρελθόν, ούτε κακό παρόν. Λέγει σε απόσπασμα από το (δίτομο) έργο της με τον τίτλο «Αφήγηση μιας κρουαζιέρας με γιοτ στη Μεσόγειο κατά τα έτη 1840-1841»: «Θα ήταν δύσκολο να περιγράψω την εξαίσια ομορφιά του σχήματος και τη λάμψη των χρωμάτων των ελληνικών βουνών. Οι κορυφογραμμές είναι εκπληκτικές. Απολαμβάνοντας κανείς τη θέα από κάποιο εξοχικό προάστιο της Αθήνας, ο κόλπος της Σαλαμίνας μέχρι τις οροσειρές του Μοριά και πολλές χωριστές οροσειρές πιο πέρα κι από την Κόρινθο, μοιάζουν να οδηγούν το μάτι εκατοντάδες μίλια προς τα βάθη της ενδοχώρας, μέσα από συνεχείς λόφους, όπου το φως και η σκιά ποικίλλουν με απερίγραπτη ομορφιά» (βλέπε σχετικά: Κολοκοτρώνη Β., Μήτση Ευτ., «Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», επιλογή περιηγητικών κειμένων, μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005, σελ. 95)43.

 


Ως «Arcadia» έβλεπαν οι ξένοι περιηγητές τη χώρα μας στις αποτυπώσεις του ιδανικού που έφτιαχναν γι' αυτήν, επεκτείνοντας μάλιστα την ιδέα της Αρκαδίας και σε άλλα μέρης της μη «αρκαδικά» [(αριστερά) Edward Dodwell «Η υπερεία κρήνη των Φερών» και (δεξιά) William Page «Η Αθήνα από τον Ελαιώνα»]

 

Οι Έλληνες έως και τις αρχές του 20ου αιώνα, που προσδιορίζουμε την τάση εξιδανίκευσης του ελληνικού τοπίου από τους ξένους (τους ευρωπαίους κατά κύριο λόγο), παρά το γεγονός ότι είχαν ουσιώδη λόγο να ιδανικοποιήσουν το ελληνικό τοπίο, λόγω της σχέσης τους με αυτό, αφού το δημιούργησαν και το ζούσαν, εντούτοις δεν το έπραξαν. Άλλοι στάθηκαν αδιάφοροι απέναντί του, και άλλοι νοητοί κι έντρυφοί του. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό οι τελευταίοι, που κακώς θεωρήθηκε ότι υπερεκτιμούσαν το ελληνικό τοπίο με τον τρόπο που το αντιμετώπιζαν. Η αδιαφορία αποδόθηκε στην έλλειψη παιδείας σε θέματα αισθητικής, καθώς και στην προσήλωση του Έλληνα στη συγκρότηση της χώρας μετά τη σκλαβιά, όπως και στην παράσυρσή του από τα πολιτικά πάθη που ταλάνιζαν τον τόπο και δεν τον άφηναν (στις τελευταίες δύο περιπτώσεις) να συναισθανθεί αυτόν. Η ηρωική τέχνη (η απόδοση του αγώνα των Ελλήνων στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στη μουσική κ.ά.), που κατά το πλείστον χαρακτήρισε την εποχή μετά την επανάσταση, ήγειρε τις αισθήσεις και οδήγησε σε εξυψώσεις του εθνικού ιδανικού των Ελλήνων, τούτο όμως δε σημαίνει ότι ιδανικοποιούνταν ο τόπος και το ελληνικό τοπίο. Το ελληνικό τοπίο ορθωνόταν μέσα από την τέχνη στο ιδανικό του ύψος, που δεν ξεπερνούσε το μέτρο του, ώστε να καταστεί ικανό ν' αναβιβαστεί στο επίπεδο του συμβολικού. Επιπλέον, οι Έλληνες δημιουργοί, συνεπαρμένοι από το αίσθημα της ελευθερίας, ένοιωθαν και βούλονταν με ιδέες που η σκλαβιά τούς είχε αποστερήσει, όπως λ.χ. αισθητικές, όντας εγκλωβισμένοι στη στειρότη της. Καθώς, τώρα πια ανάβλεπαν, ανανοούσαν, αναζωούσαν, ζώντας την ελληνική πραγματικότητα στα μύχιά της, και μεγαλόπνευστα τη θεωρούσαν.

Ιδού πώς, εύστοχα, ο κριτικός Αντρέας Καραντώνης μάς δίνει τούτη την αίσθηση στην ποίηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. μάλιστα σ' ένα ποίημα επικό, μη σχετιζόμενο με το αισθητικό αντικείμενο, αναφερόμενο στο μαρτυρικό θάνατο του ήρωα Αθανασίου Διάκου, με τον τίτλο «Αθανάσης Διάκος» -δέστε πώς το ελληνικό τοπίο ανάγεται σε εικόνα που πλαισιώνει το όλο γεγονός του θανάτου του αγωνιστή, συμμετέχοντας (σκηνικά και συναισθηματικά) σε αυτό: «Στο "Τρίτο Άσμα", μια επική μεγαλοπρέπεια βουνήσιου τοπίου ξετυλίγεται μπροστά μας, και ζούμε, σαν εκ του φυσικού τη ζωή της κλεφτουριάς. Είναι ένα τοπίο ελληνικό, ένα θαυμάσιο κομμάτι από τη φύση μας, που τη ζούσε ο Βαλαωρίτης σαν αληθινός ξωμάχος, σα ζωγράφος νατουραλιστής, αλλά και λυρικός και πνευματικός μαζί. Συνυπάρχει με τα βουνά, τις ρεματιές, τις πηγές, κρύβεται στις σπηλιές, κυλιέται στις χλωρασιές, στέκεται καμαρωτός πάνω στα βράχια, ξέρει όλα τ' αγριοβότανα και τ' αγριολούλουδα, αγκαλιάζει τα δέντρα, προσδέχεται στη λεπτότατη ακοή του όλες τις φωνές και τους ήχους της φύσης, από τις πιο αέρινα μουσικές ως τις πιο τραχύλαλες, βλέπει και ξεχωρίζει όλα τα χρώματα, εμψυχώνει τους πίνακές του με ζώα και θεριά και φτερωτά και ζούδια και στοιχειά, που όλα συνταιριασμένα σ' έναν κόσμο, κινούνται ορμούν, βοούν, κράζουν και κρώζουν, αρθρώνοντας σε μια παράξενη, μυστηριακή γλώσσα ήχων, το μέγα Θαύμα της Δημιουργίας. Αλλά το τοπίο αυτό, το συνοψίζει ζωγραφικά και το ολοκληρώνει η παρουσία της κλεφτουριάς: "Λαλούν οι πέρδικες γλυκά κι ο ήλιος στη χαρά του / απλώνει μιαν αχτίδα του και ψηλαφίζει ο κλέφτης / τα παρδαλά τα στήθια τους κι αυτές αναγαλλιάζουν". Μ' αυτούς τους θαυμάσιους στίχους, αρχίζει ο γνωστότατος και κλασσικός πια πίνακας της κλεφτουριάς με τον Διάκο ανάμεσα» (Καραντώνης Αντρ., «Από τον Σολωμό στον Μυριβήλη», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1969, σελ. 83, 84)44.

 



Το δρυοδάσος του Ράντη στην Ικαρία είναι ένα από τα λίγα εναπομείναντα νησιωτικά δρυοδάση της Ελλάδας και της Ευρώπης -σπάνιο συνεπώς για το λόγο αυτό. Κινδυνεύει όμως λόγω της αλλαγής των κλιματικών συνθηκών και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Περίπου την εικόνα αυτή θα είχαμε και για τους αρκαδικούς δρυμούς πριν την εξαφάνισή τους

 

Υπό αυτή την έννοια, δε μπορούμε να εννοήσουμε τους Έλληνες δημιουργούς της παραπάνω περιόδου ως ιδανικοποιητές του ελληνικού χώρου, αλλά ως θεωρούς του ελληνικού βίου. Αυτοί με την τέχνη τους έδωσαν ιδέα, σχήμα και περιεχόμενο στο βίο των Ελλήνων, στη Ρωμιοσύνη, και την έφτασαν στα ύψη που της αρμόζει, κατηγορούμενοι όμως γι' αυτό, ότι δηλαδή εξιδανίκευσαν τις απλές στιγμές του λαού και τα δημιουργήματά του. Φυσικά, οι Έλληνες τούτοι δημιουργοί στόχευαν ψηλά, και η ενάντιά τους κριτική δεν τους «κοιτούσε» στο ύψος τους τούτο. Στόχευαν ν' αποδώσουν την ψυχή του τόπου, την ψυχή του λαού, με τις στιγμές του βίου του. Κι αυτά τα υψηλά ιδανικά τα έδωσαν με τέχνη σεμνή και ταπεινή.

Παρεξηγήθηκαν και γι' αυτό. Είπαν για τον Σολωμό ότι είχε επιρροές από το κίνημα της Arcadia, στα πρώτα του τουλάχιστον ποιήματα45. Είπαν για τον Κρυστάλλη ότι ήταν βουκολικός46. Είπαν για τον Παλαμά ότι παρασυρόταν και γινόταν ρομαντικός κι ότι αυτό οφείλονταν στον επηρεασμό του από την Arcadia47. Περιόρισαν το εύρος, την αξία ακόμα, εξαίρετων ζωγράφων μας πίσω από «στενούς» χαρακτηρισμούς, όπως νατουραλιστής, τοπιογράφος, ηθογράφος, ρομαντικός, συμβολιστής, αισθητικιστής, ιδεαλιστής κ.ά. (βλέπε τις περιπτώσεις του Νικολάου Λύτρα, του Βάσου Γερμένη, του Βσίλειου Χατζή, του Οδυσσέα Φωκά, του Ευθύμιου Παπαδημητρίου, του Γιάννη Μηταράκη, του Πολύκλειτου Ρέγκου, Χαράλαμπου Παχή, του Πολυχρόνη Λεμπέση, του Περικλή Πανταζή, του Νικολάου Οθωναίου, του Γιώργου Σαμαρτζή κ.ά.) Μείωσαν την αξία τεχνιτών και μαστόρων μας, απαξιώνοντας έτσι τα τεχνήματα και τα συνθέματα του λαού, όπως για παράδειγμα τη λαϊκή κατοικία48. Δεν είδαν τελικά ότι, όλοι οι παραπάνω δημιουργοί αποδίδουν, με τον τρόπο του ο καθένας, τη Ρωμιοσύνη, και ότι, όχι εξεζητημένα ούτε εξιδανικευμένα -προπαντός όχι στείρα- καταγράφουν τον τόπο και τους ανθρώπους του, μα με αίσθηση κι έγνοια...49





Τη ρωμιοσύνη αποτύπωναν στα έργα τους οι Έλληνες «τοπιογράφοι» (από αριστερά πάνω: Έκτωρ Δούκας «Στο Τζάκι», Έκτωρ Δούκας «Βοσκός με το κοπάδι», Αναστάσιος Αλεβίζος και Λουκία Μαγγιώρου «Η καλλιέργεια του καπνού», Κωνσταντίνος Φάσσος «Πλατεία στην Αροανία Καλαβρύτων»)

 

Λέγει σχετικά για τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο ο Le Corbusier, σε κείμενο του 1936 που επιγράφεται «Θεόφιλος»: «Μέσ' από τον Θεόφιλο, βλέπουμε το τοπίο της Ελλάδας και τους Έλληνες: γη ροδαλή, πευκώνες και λιόδεντρα, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι λουσμένοι μέσα σε μια επικίνδυνη νηφαλιότητα που ευνοεί τις οξείες μεταπτώσεις της ψυχής. Βρίσκομαστε λοιπόν στη βάση, στο ξεκίνημα, βλέπουμε τον εαυτό μας φωτισμένο, πληροφορημένο και συγκινημένο μπροστά σ' αυτή την ύλη την τόσο ξανθή και έτοιμη για απρόβλεπτες εκλάμψεις» (Le Corbusier, «Κείμενα για την Ελλάδα. Φωτογραφίες και σχέδια», μετάφραση: Λήδα Παλλαντίου, εισαγωγή - επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Άγρα, Α΄ ανατύπωση, Αθήνα 1987, σελ. 159).

του Αντώνη Καπετάνιου

 

Σημειώσεις
32 Ο Γερμανός λόγιος Φραντς Λέχερ, σε αντίθεση με το πλήθος των απογοητευμένων ρομαντικών που απέρριψαν την Ελλάδα όταν την επισκέπτηκαν, δεν απογοητεύεται από τη χώρα, αλλά ενθουσιάζεται θεωρώντας την σ' ένα άλλο επίπεδο από αυτό των εξημμένων άλλων περιηγητών της. Αυτός δεν ψάχνει την ικανοποίηση των επιθυμιών του, όπως έκαμαν οι άλλοι, αλλά την εξηγεί σύμφωνα την προσφορά του τόπου -βέβαια, κι αυτουνού η κρίση καταλήγει να είναι υμνική! Λέγει στο βιβλίο του για την Ελλάδα με τον τίτλο «Ταξίδια στις ελληνικές ακτές» το 1876: «Ο Γκαίτε είπε: όποιος είδε μια φορά την Ιταλία, δεν πρόκειται να είναι ποτέ πια ολότελα δυστυχισμένος. Και τι είναι όλη η ομορφιά της Ιταλίας μπροστά στο ελληνικό τοπίο όπου το πρόσχαρο και η απαλότητα, η ίδια η χάρη με το χαμόγελο στο πρόσωπο, ενώνονται πάντοτε με το ασύγκριτο, υψηλό φρόνιμα και το εσωτερικό μεγαλείο!» (βλέπε σχετικά: Ενεπεκίδη Πολυχρόνη, «Αρχιπέλαγος», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997, σελ. 213). Μολοντούτο, ο Γκαίτε δεν «ξεχνά» την Ελλάδα, όπως υπονοεί ο Λέχερ, και την εξυμνεί αλλού:

«Ξέρεις εσύ τη χώρα όπου ανθίζουν
οι λεμονιές, όπου τα πορτοκάλια
μες στη δασιά τη φυλλωσιά χρυσίζουν;
Γλυκύτατο αγεράκι κατεβαίνει
από το γαλανό ουρανό. φυτρώνει
ήσυχα εκεί η σμυρτιά κ' η παινεμένη
δάφνη. Πες μου την ξέρεις; Εκεί κάτω
αχ εκεί κάτω πιθυμώ να πάω (...)»

[«Από τη Μινιόν» (αναφορά στην Ελλάδα), Johann Wolfgang von Geothe, σε μετάφραση Ηλία Βουτιερίδη]

33 Ο προσδιορισμός της Αρκαδίας ως τόπου συμβολικού προέκυψε αφενός λόγω της δρυμώδους και πλούσιας φύσης της, αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι οι Αρκάδες, που είναι από τα αρχαιότερα ελληνικά φύλα, δεν υποτάχθηκαν στους Δωριείς κατά την κάθοδό τους στην Ελλάδα, και διατήρησαν την ανεξαρτησία τους ζώντας απομονωμένοι και ξένοιαστοι στο ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον της χώρας τους, χωρίς πολέμους και καταστροφές, βόσκοντας τα κοπάδια τους κι απολαμβάνοντας τις ομορφιές του τόπου τους. Τούτη η κατάσταση δημιούργησε την ιδεατή θεώρηση της ζωής στους ευρωπαίους, που συνδύαζε την ανεξαρτησία του πνεύματος και την ελευθερία της ζωής, μέσα στην αγνή κι ανόθευτη φύση. Έτσι προέκυψε το αρκαδικό ιδεώδες, το οποίο έκρυβε συμβολισμούς που εξίταραν τους ευρωπαίους και τους ωθούσαν σε υπερβολές κι εξιδανικεύσεις.
34 Ο πνευματικός κόσμος της Ευρώπης είχε αναγάγει την Αρκαδία ως τη βασική πηγή των εμπνεύσεών του. Δέστε μερικές περιπτώσεις. Ο Άγγλος ποιητής Φίλιπ Σίντεϋ έγραψε το έπος Arcadia, που αν και ημιτελές αποτελεί το καλύτερο αγγλικό πεζό του XVI αιώνα. Ο σημαντικότερος ίσως Γερμανός ποιητής Γκαίτε παρουσίασε την Αρκαδία στον «Φάουστ», αναφέροντας «και εγώ στην Αρκαδία». Ο επίσης σημαντικός Γερμανός ποιητής Σίλλερ συνέθεσε το ποίημά του «Resignation» υποτάσσοντας τον εαυτό του στη μοίρα λέγοντας: «κι εγώ γεννήθηκα στην Αρκαδία».
35 Ο Ρωμαίος ποιητής Βιργίλιος (Publius Vergilius Maro,15 Οκτωβρίου 70 π.Χ.-19 π.Χ.) στις «Εκλογές» άντλησε την έμπνευσή του από τους ελληνικούς μύθους και από τους Έλληνες βουκολικούς ποιητές -ιδιαίτερα από τον Θεόκριτο. Η επιρροή του Βιργίλιου στη μεσαιωνική ευρωπαϊκή λογοτεχνία (βλέπε για παράδειγμα τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη), είχε ως αποτέλεσμα η Αρκαδία να γίνει σύμβολο του βουκολικού ποιήματος. Σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, η έννοια της Αρκαδίας συνδέεται με αγροτικά θέματα, όπως τα χωριά και τα ειδυλλιακά τοπία της φύσης, που απεικονίζονται με τρόπο μη ρεαλιστικό και με υπερβολική απλότητα. Αργότερα, στα χρόνια της Αναγέννησης, αλλά και του Διαφωτισμού, η Αρκαδία δεν έπαψε ν' απασχολεί και να εμπνέει. Το όνομα της συνδέθηκε με οποιοδήποτε ειδυλλιακό τοπίο ή παράδεισο. Με την καθιέρωση της έννοιας της ουτοπίας (Utopia) από τον Τόμας Μορ το 1516, η Αρκαδία δεν υποδήλωνε κάποιον ανθρωπογενή πολιτισμό, αλλά τον παρθένο φυσικό τόπο. Λέγεται ότι το βουκολικό ειδύλλιο «Arcadia» του Ιταλού δραματουργού Τζακόπο Σαννατζάρο (1457-1530), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην εποχή του, ενέπνευσε τον θαλασσοπόρο Τζοβάννι, και ο τελευταίος ονόμασε Arcadia κάποιες αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού, ενώ ονομάστηκαν κατόπιν έτσι και κάποιες τοποθεσίες στο Νέο Κόσμο που θύμιζαν τον παράδεισο του μύθου της Αρκαδίας.
36 Πέραν των ρομαντικών δημιουργών του κόσμου, ο αρκαδισμός ως ιδανική ουτοπία εμφανίζεται συχνά σε έργα τέχνης και συγγραφικές δημιουργίες, ακόμη και σε κατασκευαστικά ανθρώπινα δημιουργήματα (όπως οι «ιδανικές» πόλεις με το όνομα Arcadia στις ΗΠΑ). Ο Σαίξπηρ στο «Όπως αγαπάτε» αναφέρεται στη ζωή που εκτυλίσσεται στο δάσος του Άρντεν, το οποίο αποτελεί καταφύγιο της ιδανικής ζωής του ανθρώπου μέσα σ' ένα περιβάλλον ειδυλλιακό, με πλούσια φύση, οπού όλα κυλούν ειρηνικά και με αγάπη. Ο δε Κοσμάς Πολίτης στο μυθιστόρημά του «Eroica» (εκδόσεις Γκοβόστης, Αθήνα 1938) περιγράφει την ανακάλυψη ενός περιβολιού από μία παρέα εφήβων, που αποτελεί τον επί της γης παράδεισό τους. Η ιδέα αυτή του Κοσμά Πολίτη παραπέμπει στους κήπους που δημιουργεί ο άνθρωπος για να καταφύγει, προκειμένου ν' αποδράσει από τη σύγχρονη σκληρή πραγματικότητα. Δέστε πώς το αποδίδω αυτό για την περίπτωση του Άλσους του Πεδίου του Άρεως στο κέντρο της Αθήνας: «...Μια πινελιά πρασίνου στο κέντρο της τσιμεντόπληκτης Αθήνας, που σχεδιάστηκε εξαρχής για ν' αποτελέσει δημόσιο πάρκο και συνιστά την πρώτη χρονικά τέτοιας μορφής και μεγέθους έκταση στην πρωτεύουσα. Σ' αυτήν, ο καταφρονεμένος αστός μπορεί να κλέψει ανάσες ζωής και αμέριμνος ν' αφεθεί... Κανονικά θα ήταν έτσι. Ο Αθηναίος, στον εν λόγω χώρο θα ένιωθε ασφαλής στο άσυλό του, ένα άσυλο που θα του εξασφάλιζε ελευθερία, απόλαυση, καταφυγή. Αλλοίμονο όμως..., αυτό δε συμβαίνει. Το άσυλο ετούτο αλώθηκε, όπως άλλωστε συνέβη και με τόσα άλλα μικρά και σημαντικά πράματα, που θα άξιζε να προσεχθούν και να υπάρξουν. Οι πονηροί και απόλυτοι καιροί το επέβαλλαν, οι νεοβάρβαροι αστοί το έπραξαν. Απαξίωσαν και έφθειραν ότι δημιουργήθηκε για ναν' ωραίο. Και μείναν οι πολίτες της σκοτεινής αυτής πόλης, άμοιροι, χωρίς καταφύγιο ζωής, όμηροι του ίδιου τους του οικτρού εαυτού. Γίναν ελεύθεροι πολιορκημένοι... «Μοιρολατρεί», θα πουν οι ετερόφωτοι, οι ευφάνταστοι, «χωρίς λόγο κατατρέχεται και κατατρέχει». Και θ' αποπέμψουν -ως τώχουν συνήθεια- το λόγο της καρδιάς. Και θα δικαιολογήσουν -όπως πάντα το έκαμαν- την κάθε φθορά, την κάθε καταστροφή. Κι έτσι, ρέουσα και χωρίς προορισμό η ζωή, άδοξα και ανέξοδα θα κυλίσει και θα χαθεί σε κάποια ρηγμάδα, σε κάποια χαραγή, σε κάποιο βάραθρο...» (Καπετάνιος Αντ., «Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006, σελ. 323).
37 Η δρυς η φυλλοβόλος, ήταν κάποτε το δένδρο που κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο και στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ιδίως στην αρχή της μεταπαγετωνικής περιόδου, η φυλλοβόλος δρυς, μαζί με τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα γενικά, ήταν κυρίαρχα φυτικά είδη στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η έννοια εξάλλου του δρυμού -που αναφέρεται στον τόπο με πυκνή άγρια βλάστηση-, στην παρουσία της δρυός οφειλόταν, καθώς κάλυπτε κάθε γωνιά του ελληνικού χώρου. Πρέπει εν προκειμένω να διακρίνουμε τις έννοιες του δρυμού και του δρυμώνα, ως προς το γεγονός ότι η αναφορά στο δρυμό, λόγω ακριβώς ότι η δρυς κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, ήταν συνυφασμένη με την παρουσία του συγκεκριμένου δένδρου, ενώ ο δρυμώνας αναφέρεται σε περιοχή με πλούσια άγρια βλάστηση, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση για τον τέτοιο χαρακτηρισμό της η παρουσία της δρυός. Στην πράξη σήμερα έχει επικρατήσει ν' αποδίδεται η έννοια του δρυμού στη θεσμοθετημένη με ειδικό καθεστώς περιβαλλοντικής προστασίας περιοχή (ακόμη κι αν δεν αποτελείται από δασική βλάστηση, όπως π.χ. οι Πρέσπες), ενώ ο δρυμώνας, όπως προείπαμε, είναι η πλούσια σε άγρια βλάστηση περιοχή.
38 Σημείωνε ο Γάλλος ρομαντικός Edgar Quinet, που επισκέφτηκε την περιοχή το έτος 1830, ότι «τα συγκεκριμένα δάση είχαν να ξυλευτούν από την αρχαιότητα» (Quinet Ε., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση: Λίλα Γκινάκα, πρόλογος: Τάσος Βουρνάς, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1988, σελ. 78).
39 Ο τελευταίος γίγαντας αυτών των δρυμών, προερχόμενος από το δάσος της Σκιρίτιδος, έσβησε την 30η Μαΐου του 1971, ύστερα από έναν ισχυρό άνεμο, που τον έριξε καταγής. Βρισκόταν στη γωνιά της εκκλησίας του Άϊ Γιώργη, του παλιού νεκροταφείου της Βλαχοκερασιάς, και η πτώση του (όπως διαπιστώθηκε από αυτοψία που πραγματοποίησε τότε το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Αθήνας) οφειλόταν στην προχωρημένη σήψη του ριζικού του συστήματος, λόγω αποκοπής μεγάλου τμήματός του για τη θεμελίωση της εκκλησίας! Το δένδρο εκείνο είχε ηλικία 300 ετών, περίμετρο κορμού 5,40 μέτρα και διάμετρο βάσης 1,70 μέτρα. Ήταν το τελευταίο σπερμοφυές υπόλειμμα των περίφημων αρκαδικών δρυμών (τονίζουμε ότι υπολείμματα των δρυμών κείνων, προερχόμενα όμως από πρεμνοβλάστηση, μπορεί να συναντήσουμε ακόμη και σήμερα -που φτάνουν έως την ηλικία των 150 ετών-, όμως σπερμοφυές υπόλειμμά τους δεν υπάρχει).
40 Ο Γάλλος συγγραφέας και φιλέλληνας Σατωμπριάν (Francois-Rene De Chateaubriand) φαίνεται το έτος 1806 να διέσχισε έναν από τους παραπάνω αρκαδικούς δρυμούς (μάλλον τον Μενελαίο Δρυμό), όπως προκύπτει από την καταγραφή του ταξιδιού του στην Πελοπόννησο: «...μπήκαμε σε μια έρημο από χοντρές πράσινες βαλανιδιές (οδεύοντας προς Λακωνία)» (Chateaubriand F., «Σατωμπριάν, Οδοιπορικό - Η Ελλάδα του 1806», πρόλογος-μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1979, σελ. 95). Αλλά και ο διανοούμενος Edgar Quinet, πρόλαβε το έτος 1830 και γνώρισε έναν από τους περίφημους αρκαδικούς δρυμούς, τον οποίον περιέγραφε στο οδοιπορικό του ως εξής: «Αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε, πάνω από ένα χείμαρρο, στις απόκρημνες πλαγιές, τις σκεπασμένες από δάση με βελανιδιές, που με βοήθησαν να αναγνωρίσω τα πυκνά δάση των ποιητών. Αντί για εκείνο το άπλετο φως που μας πλημμύριζε ως τότε, το σκοτάδι, η αγριάδα και το μυστήριο αυτών των βουνοκορφών μάς έκαναν να καταλάβουμε ότι φτάναμε σ' εκείνη την αρχαία Αρκαδία, που κάτω απ' τους ίσκιους της κρύβει τις πρώτες πολιτείες του ανθρώπινου γένους» (Quinet Ε., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση: Λίλα Γκινάκα, πρόλογος: Τάσος Βουρνάς, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1988, σελ. 74). Ο Bartholdy το 1803 αντίθετα, συνήθως στρυφνός κι αρνητικός με την Ελλάδα, λέγει ότι μόνον αγριαπιδιές βρήκε στους φημισμένους δρυμούς των αρκαδικών βουνών, κι όχι πεύκα κι έλατα όπως του έλεγαν! (βλπ σχετικά: Bartholdy S.L.J., «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα, 1803-1804», απόδοση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1993, σελ. 104).
41 Λέγει ο Βαυαρός αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος: «Τα ωραία ογκώδη μαρμάρινα αγγεία και οι επιτύμβιες πλάκες έχουν δύο κύριους εχθρούς: Τον καφέ και το αλάτι. Τα χρησιμοποιούν είτε για γουδιά, για να στουμπάνε μέσα τον καφέ, είτε βάζουν πάνω σε μια μαρμάρινη πλάκα το χοντροκομένο θαλασσινό αλάτι για να το τρίψουν και να τόχουν για το τραπέζι τους. Με τις "διεργασίες" αυτές εξαφανίζονται φυσικά και επιγραφές και ανάγλυφα ή άλλα στολίσματα. (...) Από τις σαρκοφάγους φτιάχνουν σκάφες για πλύσιμο ρούχων, είτε κουβάδες για να πίνουν νερό τα ζώα. Υπολογίστε ακόμα τα ασβεστοκάμινα που ιδιαίτερα παλιότερα, όταν το μάρμαρο αφθονούσε ακόμα, εξαφάνισαν ολόκληρους ναούς και ανάμεσά τους το μεγαλύτερο μέρος από τα μαρμάρινα έδρανα του Παναθηναϊκού Σταδίου! Τέτοια ήταν και είναι σχεδόν ακόμα η μοίρα των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα» (Ross L., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833), τίτλος πρωτοτύπου: Erinnerungen und Mittheilungen aus Griechenland (Berlin 1863), μετάφραση Α. Σπήλιος, πρόλογος - επιμέλεια - σχολιασμός Τάσος Βουρνάς, εκδ. «Αφοί Τολίδη», Αθήνα 1976, σελ. 186-187).
42 Λέγει ο Γάλλος διπλωμάτης Henri Belle το έτος 1874 για το αρχαίο τοπίο του ναού των Βασσών στην Αρκαδία (η αρχαιότητα μες τη φύση: τι πιο όμορφα ταιριαστό!): «Ύστερα από μια απότομη ανηφοριά φτάνουμε τελικά στην κορυφή και βρισκόμαστε ξαφνικά μπροστά στο ναό (των Βασσών), οι όρθιοι ακόμη κίονες του οποίου, μέσα σ' αυτή την άγρια φύση, σε 1.200 μέτρα υψόμετρο πάνω από τη θάλασσα, δημιουργούν την πιο συναρπαστική και γραφική εντύπωση. Ο Γάλλος αρχιτέκτονας Μποσέρ πρέπει να απόμεινε καταγοητευμένος, όταν ανακάλυψε το 1764 μέσα σε τούτη την ερημιά αυτόν τον άγνωστο ως τότε, κομψό και σχεδόν ανέπαφο ναό, τον ξεχασμένο από τους Έλληνες, έναν από τους ωραιότερους και τελειότερους της Ελλάδας» [Belle H., «Ταξίδι στην Ελλάδα (1861-1874)», τίτλος πρωτοτύπου: Voyage en Grece - Trois anees en Grece (Paris 1881), Μέρος Δ΄, μετάφραση: Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή - σχόλια: Γιάννης Γρυντάκης, εκδ. Ιστορητής, Αθήνα 1996, σελ. 163].
43 Ο Γάλλος διανοούμενος Αλέξιος ντε Βαλόν υποβάλλεται από το τοπίο των βράχων των Κυκλάδων και το περιγράφει με τον εξής ποιητικό τρόπο: «Όμως, παρά το ότι στην αρχή οι βράχοι των Κυκλάδων φαίνονται στον ταξιδιώτη άγριοι και ξεροί, αποτελούν ένα θέαμα υπέροχο να το βλέπει κανείς. Γυμνοί, στερημένοι από όλα τα δώρα της φύσης, διαφορετικού χρώματος ο καθένας, είναι προικισμένοι με μεγάλη ποικιλία κλίματος, με όλη την ομορφιά της ατμόσφαιρας και παίρνουν τους λαμπρούς χρωματισμούς, που τους στέλνει ο ουρανός. Είναι θαυμαστά πρίσματα, ακουμπισμένα πάνω στη θάλασσα, για να αντανακλούν τον ήλιο, που δημιουργεί διάφορες ευμετάβλητες αποχρώσεις σε κάθε ώρα της ημέρας. Πριν από το ξημέρωμα, μέσα στη θάλασσα εκείνη, την ήρεμη και καθαρή σα λίμνη από υδράργυρο, τα νησιά χρωματίζονται ελαφρά με ένα γαλαζωπό λαμπερό και σα διαλυτό χρώμα, του οποίου ο ακριβής καθορισμός είναι αδύνατος. Δεν είναι ούτε το ινδικό μπλε, ούτε το μπλε του ουρανού. Είναι ένα μπλε που μου θυμίζει το στιγμιαίο χρώμα που παίρνουν τα άγρια δαμάσκηνα όταν σε ώρες δροσερές τα καλύπτει μία λεπτή σκόνη που χάνεται αργότερα όταν ανέβει η θερμοκρασία. Καθώς ο ήλιος ανεβαίνει, η θάλασσα φλέγεται και οι βράχοι εκπέμπουν χρυσό φως σαν τοπάζια. Το δειλινό παρουσιάζουν σε όλη τους τη λάμψη την πυρκαγιά της δύσης και αργότερα, μετά τη δύση, παίρνουν ανάμεσα στη διαφανή τους ωχρότητα, αποχρώσεις τριανταφυλλένιες. Τέλος, τη νύχτα, στη λάμψη των αστεριών, νομίζει κανείς ότι βλέπει άπειρους γαλαζωπούς θόλους με μεγάλη ασπριδερή ανταύγεια περιτριγυρισμένους από μία ασημένια ζώνη, που έχει αποσπαστεί από το απέραντο ασήμι της θάλασσας» (Αλέξιος Ντε Βαλόν, «Η Νήσος Τήνος», τίτλος πρωτοτύπου: Revue des deux mondes (Paris 1843), μεταγλώττιση: Ιάκωβος Ν. Καγκάδης (Τήνος 1878), απόδοση στην καθομιλουμένη: Ζωή Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, εκδ. Ερίννη, Αθήνα 2007, σελ. 79). Τον δε Γάλλο διανοούμενο Gerard de Nerval, αντίθετα με τον Αλέξιο ντε Βαλλόν, απογοητεύει στο «Ταξίδι του στην Ανατολή» η γύμνια και η σκληρότητα του τοπίου της Σύρου. Σημειώνει σχετικά: «Ω! Μούσες! Ω! Κυβέλη!.. Μα πως λοιπόν! Ούτε ένας θάμνος, κάποιο χαμόδεντρο ή ακόμα ακόμα μια τούφα από χορτάρι λιγάκι πιο ψηλή, έτσι για να κάνουν μονάχα αισθητή την παρουσία της γειτονικής πηγής!... Αλίμονο!» (Νερβάλ Ζ. (Gerard de Nerval), «Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient)», Εισαγωγή-μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2000, σελ. 62, 63).
44 Παρατίθεται το πρώτο απόσπασμα από το «Τρίτο Άσμα» του «Αθανάση Διάκου» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη:

«Λαλούν οι πέρδικαις γλυκὰ κι ο ήλιος στη χαρά του
απλώνει μιαν αχτίδα του και ψηλαφίζει ο κλέφτης
τα παρδαλὰ τα στήθια τους κι αυταὶς αναγαλλιάζουν.
Κατάκορφα στον ουρανὸ πετιέται κι ο πετρίτης,
τ᾿ αητοὺ πρωτοπαλλήκαρο, να βάψῃ τα φτερούγια
μες στον αιθέρα της αυγής πριν ἔβγη στην παγάνα.
Πλένουν τα φύλλα στη δροσιὰ χαρούμενα τα ρείκη,
και στο ελαφρὸ το φύσημα του αγέρα, που διαβαίνει,
συναπαντούσε φιλικὰ με τον ανασασμό του
το θρούμπι την αλιφασκιά, το σφελαχτὸ η μυρτούλα.
Δακρύζουνε τ᾿ απάρθενα τα χιόνια στο λιοπύρι,
ακούοντ᾿ οι νεροσυρμαὶς απὸ εγκρεμὸ σε βράχο
να παραδέρνουνε γοργὰ και λες με τη γαργάρα
π᾿ ανάκραζαν την κλεφτουριὰ και την αποζητοῦσαν.
Εκυματίζαν τα σπαρτά, χαρὰ του ζευγολάτη,
και κάπου κάπου ανάμεσα ξεπρόβαιν᾿ ένα στάχυ
και έγερν᾿ εδώ, κ᾿ έγερν᾿ εκεί το τρυφερὸ κεφάλι,
ωσὰν να παραμόνευε να ιδή κι᾿ αυτὸ τον Διάκο.
Κι᾿ ωστόσο ανθρώπινη φωνὴ μέσα σ᾿ αυτὸν τον κόσμο,
που φαίνεται ολοζώντανος, καμμιὰ δεν αγροικιέται,
ούτε φλογέρα πιστικού, ούτε χαράς τραγούδι
ούτ᾿ αγωγιάτη σάλαγος. Εφαίνετ᾿ όλη η φύσις
λουλούδι χωρὶς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα,
οποὺ εγεννήθηκε βουβὴ κι᾿ οποὺ την παραστέκει
η μαυρισμέν᾿ η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξῃ
μαζὶ μ᾿ ένα χαμόγελο στὰ χείλη κ᾿ ἡ λαλιά της.
Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω στη Δαμάστα
άλλοι στρωμένοι κατὰ γης άλλοι στο διπλοπόδι
περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι ανδρειωμένοι.
Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό, και στο ξεδίπλωμά του
λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Άη Γιώργης
με τ᾿ άγριό του τ᾿ άλογο κρατώντας καρφωμένο
τ᾿ άσπλαγχνο το κοντάρι του στο διάπλατο λαρύγγι
του φοβερού του δράκοντα, που δέρνεται στο χώμα».

(«Άσμα Τρίτον Εικοστὴ τρίτη Απριλίου Μνήμη του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου», από τον «Αθανάση Διάκο», Αριστοτέλης Βαλαωρίτης)

45 Δέστε ένα από τα πρώτα ποιήματα του Σολωμού -δε διακρίνω εξιδανίκευση του ελληνικού τοπίου, αλλά αίσθηση της φύσης και πλούσιο ανθρώπινο συναίσθημα, που με δεσμό και πάλη μπλέκονται:

«Ήχος ρυακιού που γαργαροκυλάει
από λόφους με παχιό χώμα αφράτο
του γρασιδιού.... το αεράκι που μιλάει
με το κλαδί το μόλις τώρα -να ‘το!-
*
πρωινό.... η γαλήνη που απλώνεται πλάι
μετά τη μπόρα γαλανή.... και, κάτω,
κρύφιο στρουθίο που λέει και προμηνάει
την αυγή καθαρότατη, δροσάτο
*
το αστέρι.... μα και ότι φθαρτό άλλο τύχει
στην ανθρώπινη κράση, οπού βαρύνει
πλέα..., δε συγκρίνονται της φωνής σου οι ήχοι,
*
τι ως έστερξε και να γρικήσω ακόμα,
απώλεσε η ψυχή μου πάσα ειρήνη
και η καρδιά μου -κεράκι- έγινε λιώμα».

(«Σονέττο δέκατο τέταρτο», από τις «Ρίμες εξ απροόπτου», Διονύσιος Σολωμός)

46 Αν τον Κώστα Κρυστάλλη τον λέμε βουκολικό ποιητή, τότε όλην μας τη δημοτική ποίηση θα τη λέγαμε βουκολική και θα την αδικούσαμε μ' έναν τέτοιο αστόχαστο χαρακτηρισμό. Διότι ο Κρυστάλλης έγραψε δημοτικό τραγούδι με όνομα. δεν έδωσε ποίηση του λαού χωρίς υπογραφή, όπως συνέβαινε στο δημοτικό τραγούδι. Για το λόγο αυτό θα τον λέγαμε συνεχιστή της λόγιας δημοτικής (λαϊκής) ποιητικής παράδοσης, μα και γεφυρωτή αυτής με τη νεώτερη ελληνική ποίηση. Ήταν η ποίησή του βιωματική, σαν του λαού που βίωνε καταστάσεις και τις απέδιδε ποιητικά. Καθότι ο Κρυστάλλης, ότι έγραψε το έζησε. και δεν τόγραψε απλοϊκά, αλλά σοφιστικά, με την απλή μα τόσο γλαφυρή και πλούσια γλώσσα του καλού μας λαού... Δέστε πλούτο λόγων, εικόνων και συναισθημάτων στο παρακάτου τελευταίο ποίημά του, πριν τον άδικο θάνατό του:

«Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν,
οπόχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα,
και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες,
οπόχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα.
τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν,
ξέφνου από βράχου, από γκρεμού κορφή και από ραχούλα
στριγγιά γροικάνε σουρατά, σα να σουράει τσοπάνης
και σαλαγάει τα πρόβατα και σαλαγάει τα γίδια.
Τότες οι πιστικοί οι καλοί, που γύρω εκεί σταλίζουν,
δείχνουν με τες αγκλιτσες τους και με τα στραβοράβδια
σε βράχου απάνου, σε γκρεμού κορφή και σε ραχούλα
μικρό σταχτόφτερο πουλί και λένε: Ο ψωμοπάτης».

(«Ο ψωμοπάτης», Κώστας Κρυστάλλης)

47 Ο αρχικώς παρνασσιστής Παλαμάς και κατόπιν συμβολιστής, δε θα μπορούσε να ήταν ρομαντικός -εξάλλου, τόσο ο παρνασσισμός, όσο και ο συμβολισμός, ήταν ρεύματα ποιητικά που απέρριπταν τον ρομαντισμό. Ο ποιητής, συμβολικά αναφερόταν -όποτε το έκαμε- στην Αρκαδία, επικαλούμενος την υψηλή αίσθηση του τόπου, που ανάγει το σκοπό και δίνει δύναμη στην ιδέα, η οποία διακατείχε τον ποιητή ως εμμονή, κι αφορούσε στην εξύψωση του ανθρώπου μέσα από πράξεις της κοινής ζωής. Δέστε τέτοιες του αναφορές σε δυο του ποιήματα:

«Έτσι αλαφροστόλιστη γοργή που πας, ω Κυνηγήτρα;
Της Αρκαδίας παράτησες τη δασωμένη χώρα
και τρέχεις του Ιππολύτου σου να πάρεις τάγια δώρα,
Ω σκέπη των αγνών, των αγριμιών ώ καταλύτρα;»

(«Ανάγλυφο της Κυνηγήτρας», Κωστής Παλαμάς)

«Αμαδρυάδες, πάρτε με κι ακούστε με, Αιγιπάνες,
γάμου κρεββάτια στρώθηκαν, σπαράζει η λαγκαδιά,
να τ' Ανθεστήρια! κελαϊδούν οι δελφικοί παιάνες,
πλέκονται λάγνα ειδύλλια σε δάση αρκαδικά»

(«Η απόκριση», Κωστής Παλαμάς)

Ίδια με τον Παλαμά, συμβολικά φαίνεται να λειτουργεί και ο Άγγελος Σικελιανός όταν λέγει:

«Μικρή καμπάνα
θαμπή κι ανάρια ανέβαινε στην αψηλήν ερμιά,
δειλή φωνή, κ' εφώναζε τρεμάμενη τον Πάνα...
*
σαν ο Ηρακλής, τ' Αρκαδικά τα δάση που περνώντας,
μες στην απέραντη, μουγγή γαλήνη του βραδιού,
άκουσεν άξαφνα φωνή που από βαθιά κινώντας
κλάμα τού εφάνη κ' ήταν μιανού μικρού παιδιού»

(«Πέμπτο Ευαγγέλιο», από το «Πάσχα των Ελλήνων», Άγγελος Σικελιανός)

48 Λέγει λυρικά, μα σοφά, ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης: «...Τα λαμπερά πετράδια που τόσο φεγγοβολούσανε όσο τα σίμωνες από μακρυά και νόμιζες πως τάχει σπαρμένα ο μέγας πλάστης του κόσμου κι ωστόσο τώρα από κοντά δεν είναι παρά χτισίματα στοργικά και μικρά και αγαθά, έργα ανθρώπου μέσα στο ζήλο του καθημερινού του μόχθου». Και εξηγεί: «Είναι ο άνθρωπος-λαός που μιλεί τη γλώσσα της φύσης. Που είναι κι αυτός ένα μέρος της, που έχει βλαστήσει στη γη της όπως ο θάμνος, το δέντρο, το άνθος. Και που σαν χτίσει το οικοδόμημα, την κατοικία, που στέκει προέκταση σώματος και ψυχής και ιδιοκτησίας, θα έχει να παρουσιάσει ξανά καινούργιες τις καμπυλότητες των βουνών και τις τομές του ίδιου του τοπείου. Για να γίνει αυτός στο τέλος ένα τοπείο μέσα στη χώρα του -τοπείο είναι και ο άνθρωπος, αρκεί να μένει λαός, να μην αποξενώνεται από τη φύση» (Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Δύο "Χωριά" απ' τη Μύκονο», αυτοέκδοση, Αθήνα 1947, σελ. 10, 15-16 αντίστοιχα). Νωρίτερα είχαν πει οι αισθητικοί Klaus Vrieslander και Τζούλιο Καΐμη: «...Μα το κττήριο που πήρε τη φόρμα του από το χαρακτήρα του ελληνικού τοπείου, μένει τεκμήριο λαμπρό του ελληνικού ρυθμού που εναντιώνεται στη μόδα. Αυτός ο ρυθμός επιτρέπει μονάχα μερικές αλλαγές σε όρια καθορισμένα από το αληθνό ένστικτο του τεχνίτου» (Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997, σελ. 36).
49 Υπήρχαν βέβαια κι εξαιρέσεις, στις περιπτώσεις που το πνεύμα της Αρκαδίας «μεθούσε» ποιητές και λογίους, και τους ωθούσε σε μακάριους ύμνους για την Ελλάδα και την ελληνική ύπαιθρο. Δέστε τον Παναγιώτη Σούτσο σ‘ ένα του τέτοιο ποίημά του, σ' ένα -τρόπον τινά- παραλήρημά του:

«Στης κουκουναριάς τον ίσκιο στέκομαι πολλές φορές
και των χωρικών κοιτάζω τες απλοϊκές χαρές.
(...)
Άφησε τες πόλεις κι έλα, της ψυχής μου φιληνάδα,
στη δροσιά, στην πρασινάδα.
και την παπαρούνα βάλε την απλή και χωρική
στα μαλλάκια σου επάνω.
στο ασπρόκρινό σου στήθος, στο φιλί σου το γλυκύ
και στες βρύσες και στα δάση βοσκός είθε να πεθάνω».

[«Η αγροτική ζωή», Παναγιώτης Σούτσος (1887)]

Βιβλιογραφία

• Αγγελής Β., «Το ελληνικό τοπίο στον 20ο αιώνα: Από τη λατρεία στην απαξίωση», www.kaput.gr art magazine, τεύχος 08, 6ος/2010.
• Allen D., «Mediterranean Ecogeography», Pearson Education LTD, Essex, UK 2001.
• Αλέξιος Ντε Βαλόν, «Η Νήσος Τήνος», τίτλος πρωτοτύπου: Revue des deux mondes (Paris 1843), μεταγλώττιση: Ιάκωβος Ν. Καγκάδης (Τήνος 1878), απόδοση στην καθομιλουμένη: Ζωή Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, εκδ. Ερίννη, Αθήνα 2007.
• Αλεξόπουλος Κ., «Τήνος. Το μικρό οδοιπορικό», εκδόσεις Ερίννη, Αθήνα 1993.
• Αντωνόπουλος Κ., «Η επαρχία», εκδοτικός οίκος Ιωάννου Σιδέρη, Αθήναι 1944.
• Appleton J., «The Experience of Landscape», Chichester: J.Wiley & Sons, 1996.
• Attenborough D., «The First Eden: The Mediterranean World and Man», London 1987.
• Auge Μ., «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων», μετάφραση: Δέσποινα Σαραφίδου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999.
• Βαλαωρίτης Ν., «Γιώργος Σεφέρης: το τοπίο ως σύμβολο», περιοδικό «Πόρφυρας», Οκτώβριος 2011.
• Bartholdy S.L.J., «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα, 1803-1804», απόδοση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1993.
• Βασιλειάδης Δ., «Θεώρηση της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία», εκδόσεις «Οργανισμός Δοξιάδη», Αθήνα 1971.
• Βλαστός Π., «Στον ήσκιο της συκιάς», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι 1908.
• Belle H., «Ταξίδι στην Ελλάδα (1861-1874)», τίτλος πρωτοτύπου: Voyage en Grece - Trois anees en Grece (Paris 1881), Μέρος Δ΄, μετάφραση: Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή - σχόλια: Γιάννης Γρυντάκης, εκδ. Ιστορητής, Αθήνα 1996.
• Bell S., «Landscape. Pattern, Perception and Process», Routleedge, New York 1999.
• Braudel F., «Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας», τόμος Β΄: Συλλογικά Πεπρωμένα, μετάφραση Κλαίρη Μητσοτάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002.
• Burke Edm., «Στοχασμοί για την επανάσταση στη Γαλλία», μετάφραση: Χρήστος Γρηγορίου, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010.
• Γεράκης Π. Α., «Τα ελληνικά τοπία», περιοδικό «Αμφίβιον», έκδοση Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων - Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), τεύχος 83, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2009.
• Γεωργούλης Κ., «Τα αισθητικά αντικείμενα», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 19ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1962.
• Γιαννόπουλος Π., «Η Ελληνική Γραμμή και το Ελληνικόν Χρώμα», Αθήνα 1904.
• Γλέζος Μ., «Η συνείδηση της πετραίας γης. Κυκλαδογραφίες», εκδ. Τυπωθήτω - Γιώργος Δάρδανος, Αθήνα 1997.
• Cohen Z., «Λε Κορμπυζιέ 1887-1965. Ο λυρισμός στην αρχικτετονική της εποχής των μηχανών», εκδόσεις Tachen/Γνώση, Κολωνία 2004/Αθήνα 2006.
• Δελλαγραμμάτικας Δ., «Κυκλάδες», εκδ. Κέδρος, β΄ έκδοση, Αθήνα 1980.
• Deon M., «Σελίδες για την Ελλάδα», μετάφραση: Αντρέας Β. Βαχλιώτης, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2000.
• Ελύτης Οδ., «Ιδιωτική οδός», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990.
• Ελύτης Οδ., «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992.
• Ενεπεκίδης Π., «Ιωάννης Καποδίστριας. 176 ανέκδοτα γράμματα προς τον πατέρα του (1809-1820)», εκδοτικός οίκος Βίκτωρος Α. Παπαζήση, Αθήναι 1972.
• Ενεπεκίδης Π., «Η Ελλάδα, τα νησιά και η Μικρά Ασία του Κάρολου Κρούμπαχερ», εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1994.
• Ενεπεκίδης Π., «Αρχιπέλαγος», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997.
• Ευελπίδης Χρ., Τσαούσης Σπ., «Το αγροτικό σπίτι», εκδόσεις «Ο Λόγος», Αθήνα 1944.
• Ηλιού Φ., «Οι βιωμένες ιστορίες και η ιστοριογραφική προσέγγιση», πρακτικά επιστημονικής συνάντησης με θέμα «Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου», 6 & 7 Μαρτίου 1998, εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.
• Hayden D., «The power of place», Massachusetts: The MIT Press, 1995.
• Heidegger M., «Phenomenology of perception», Bachelard 1974.
• Heidegger M., «Η προέλευση του Έργου Τέχνης», εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Γιάννης Τζαβάρας, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1986.
• Heidegger M., «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος», επιμέλεια: Ξηροπαϊδης Γιώργος, μετάφραση: Αβραμίδου Ιωάννα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
• Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
• Horden P., Purcell N., «Μεσόγειος, θάλαττα πονηροδιδάσκαλος», τίτλος πρωτοτύπου: The corrupting sea, μετάφραση: Ντίνα Σαμπεθάϊ, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2004.
• Θεοδωράκη-Πάτση Τζ., «Αποσπάσματα από την αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο», Αθήνα 2011.
• Ιορδανίδου Μ., «Η αυλή μας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988.
• Καζαντζάκη Ελ., «Ταξιδεύοντας, IV, Υποβολή του τοπίου», Αθήνα 1969.
• Καζαντζάκης Ν., «Επιστολές προς Γαλάτεια», εκδόσεις Δίφρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1993.
• Καζαντζάκης Ν., «Ασκητική», εκδόσεις Καζαντζάκη (Πάτροκλος Σταύρου), εικοστή επανεκτύπωση, Αθήνα 2007.
• Καΐμη Τζ., «Ελληνικά τοπία», επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1993.
• Καΐμη Τζ., «Τζούλιο Καΐμη. Ένας αποσιωπημένος», επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994.
• Καΐμη Τζ., «Γύρω στο αίσθημα του ωραίου», εισαγωγή: Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2005.
• Κανελάκης Γ., «Επιστροφή εις το χωριό», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1955.
• Καπετάνιος Αντ., «Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
• Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
• Καραντώνης Αντρ., «Από τον Σολωμό στον Μυριβήλη», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1969.
• Καραντώνης Αντρ., «Ελληνικοί χώροι», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979.
• Καψάλης Γ., Πετράκης Γ., «Αιγαίο, το σπίτι με τα χρώματα», κείμενο Adolfo Natalini, εκδόσεις Περιηγητής, Αθήνα 1985.
• Κοντόπουλος Αλ., «Ενθύμιον ποιούμαι την τέχνην», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1971.
• Κοτζιά Ελ., «Ιδέες & Αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2006.
• Κοτιώνης Ζ., «Η τρέλα του τόπου. Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο», εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2004.
• Κραψίτης Β., «Τοπία και ψυχή», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1968.
• Κρόκος Κ., ≪Κυριάκος Κρόκος, ανθολόγηση κειμένων≫, GRA εκδόσεις, Αθήνα 2008.
• Κρόκος Κ., «Κυριάκος Κρόκος», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2012.
• Κρυστάλλης Κ., «Στα χαλάσματα», περιοδικό «Παρνασσός», τ. 9 έτους 1893.
• Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Δύο "Χωριά" απ' τη Μύκονο», αυτοέκδοση, Αθήνα 1947.
• Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια», αυτοέκδοση, Αθήνα 1950.
• Lacarriere J., «Το ελληνικό καλοκαίρι», μετάφραση: Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή, Αθήνα 1980.
• Le Corbusier, «Κείμενα για την Ελλάδα. Φωτογραφίες και σχέδια», μετάφραση: Λήδα Παλλαντίου, εισαγωγή - επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Άγρα, Α΄ ανατύπωση, Αθήνα 1987.
• Λούρος Ν. Κ., «Η βιοψία της ελληνικότητας», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 42ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1985.
• Μαρκέτος Σπ., «Πως φίλησα τον Μουσολίνι», εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006.
• Μίλλερ Χ., «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Βασίλης Βεσικεχαγιόγλου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985.
• Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1965.
• Μίλλερ Χ., «Κλιματιζόμενος εφιάλτης», μετάφραση - επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
• Mitchell W. (επιμέλεια), «Landscape and Power», The University Chicago Press, Chicago 1994.
• Μπουζάλη Λ., «Περιβάλλον, άγνοια και λάθη», εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1995.
• Μυριβήλης Στρ., «Απ' την Ελλάδα. Ταξιδιωτικά I», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1954.
• Νερβάλ Ζ. (Gerard de Nerval), «Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient)», Εισαγωγή-μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2000.
• Norberg-Schulz Chr., «Genius Loci (Το πνεύμα του τόπου). Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής», μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009.
• Ντε Μποττόν Αλαίν, «Η τέχνη του ταξιδιού», τίτλος πρωτοτύπου: The art of travel (Hamish Hamilton, 2002), μετάφραση: Γιάννης Ανδρέου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005.
• Οικονόμου Κ., «Αστική και λαϊκή κατοικία στην ελληνική παράδοση», εκδόσεις Ζήτη, Αθήνα 2013.
• Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Μορφές της ελληνικής γης», έκδοση Γραφείου Πνευματικών Υπηρεσιών, Αθήνα 1937.
• Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Θέσεις και αντιθέσεις του ελληνικού τοπίου», έκδοση Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης, Αθήνα 1953.
• Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Σπουδή του ελληνικού τοπίου», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
• Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις 7. Αρκαδικά», απόδοση: Ανδρεανή Ταταράκη, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992.
• Περάνθης Μ., «Το ρομαντικό ιδεώδες», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
• Πικιώνης Δ., «Κείμενα», πρόλογος: Ζήσιμος Λορεντζάτος, επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη - Μιχάλης Παρούσης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
• Porter P., «Ζητείται: Ένα θαύμα για την Ελλάδα. Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου, 20 Ιανουαρίου - 27 Φεβρουαρίου 1947», παρουσίαση - εισαγωγή: Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, τεκμηρίωση - επίμετρο: Σπύρος Βρετός, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2006.
• Πουκεβίλ Φραγκίσκου-Καρόλου-Ούγγου-Λαυρεντίου, «Ταξίδι στην Ελλάδα: Ήπειρος», μετάφραση: Παναγιώτα Γ. Κώτσου, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1994.
• Προβελέγγιος Αρ., «Το πνεύμα της πόλης. Δοκίμια πολεοδομικής σκέψης (Φθινόπωρο 1956 - Άνοιξη 1967)», Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1974.
• Quinet Ε., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση: Λίλα Γκινάκα, πρόλογος: Τάσος Βουρνάς, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1988.
• Ross L., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833), τίτλος πρωτοτύπου: Erinnerungen und Mittheilungen aus Griechenland (Berlin 1863), μετάφραση Α. Σπήλιος, πρόλογος - επιμέλεια - σχολιασμός Τάσος Βουρνάς, εκδ. «Αφοί Τολίδη», Αθήνα 1976.
• Ρωμαίος Κ., «Κοντά στις ρίζες», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980.
• Σαραντάκης Π, Πετρούλια Ν., «Αρκαδία. Οι τόποι και οι δρόμοι του νερού», έκδοση Πέτρος Σαραντάκης, Αθήνα 2002.
• Σατωμπριάν, «Οδοιπορικόν», μετάφραση: Εμμανουήλ Ροΐδης, τόμοι Α΄ & Β΄, Τυπογραφείον της Αυγής, Εν Αθήναις 1860 (ανατύπωση σε επιμέλεια Τάσου Βουρνά, εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1979).
• Σατωμπριάν, «Το ταξίδι στην Ελλάδα», πρόλογος - μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1979.
• Schama S., «Landscape and Memory», Penguin, London 1996.
• Sherrard Rh., «Δοκίμια για τον νέο ελληνισμό», εκδόσεις Αθηνά (σειρά "Σύνορο"), Αθήνα 1971.
• Σικελιανός Άγγ., «Πεζός Λόγος», τόμος Α΄ (από τους πέντε), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1978.
• Simmel G., Ritter J., Gombrich Ernst, «Το τοπίο», μετάφραση: Γ. Σαγκριώτης, Λ. Αναγνώστου, Ν. Δασκαλοθανάσης, επιστημονική επιμέλεια: Δ. Καββαθάς, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2004.
• Σιμόπουλος Κ., «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμοι έξι, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2003.
• Στεφάνου Αν., «Αι Δρυάδαι των αρχαίων Ελλήνων και τα δάση των νεωτέρων», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1936.
• Στεφάνου Αν., «Οι Αρκαδικοί δρυμοί άλλοτε και τώρα», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχη 32ο-33ο, Ιούνιος-Ιούλιος 1961.
• Συλλογικό, «Ο κόσμος και οι Έλληνες», εκλογή ταξιδιωτικών κειμένων από τον Πέτρο Χάρη, εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήνα 1965.
• Συλλογικό, «Άνθρωπος και περιβάλλον. Δοκίμια για τη σχέση του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα κόσμο», συλλογικός τόμος, έκδοση Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1994.
• Συλλογικό, «Σελίδες για την Ελλάδα του 20ου αιώνα (κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών)», επιμέλεια: Μουλλάς Π., Μέντζου Β., εκδ. Ολκός, Αθήνα 1995.
• Συλλογικό, «Παραδείγματα. 9η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής Μπιενάλε Βενετίας», Υπουργείο Πολιτισμού & Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2004.
• Συλλογικό, «Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», εισαγωγή-επιμέλεια: Βασιλική Κολοκοτρώνη - Ευτέρπη Μήτση, μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
• Συλλογικό, «Το Ελληνικό Τοπίο. Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου», συλλογικός τόμος, επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
• Τζελέπης Π.-Ν.,«Λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική», έκδοση Γκαλερί "Νέες Μορφές", Αθήνα 1971.
• Ταρσούλη Αθ., «Φυσιολατρεία», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1930.
• Τζιόβας Δ., «Ο μύθος της γενιάς του τριάντα», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011.
• Thoreau Η., «Walden, ή η ζωή στο δάσος», τίτλος πρωτοτύπου: Walden, μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007.
• Τournefort J., «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους, 1700-1702», μετάφραση-εισαγωγή: Μάκης και Μυρτώ Απέργη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.
• Τσβάιχ Στ., «Χάϊλντερλιν. Ο λάτρης της ελληνικής γης», μετάφραση: Κ. Μεραναίος - Π. Καλαντζής, εκδόσεις Ορίζοντες, Αθήναι 1925.
• Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997.
• White E., «A Slight Sound at Evening», Harper and Row, Νέα Υόρκη 1977.
• Wylie, J., «Landscape», Routledge, London 2007.
• Φουριώτης Άγγ., «Η πεζογραφία της δεκαετίας 1920-1930», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 45ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1988.
• Χατζηδημτρίου Τζ., «Συνομιλώντας με τα πνεύματα της πέτρας. Η αγροτική αρχιτεκτονική της Λέσβου», Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009.
• Χατζημιχάλη Αγγ., «Η ελληνική λαϊκή τέχνη», εκδόσεις Πυρσός, Αθήναι 1931.
• Χατζημιχάλης Κ. (συντονιστής), «Το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμικό τοπίο: θεωρητικό πλαίσιο, μεθοδολογία, συνθετικές παρατηρήσεις», Ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από John S. Latsis Foundation (περίοδος 2008-2010), Τμήμα Γεωγραφίας - Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο & Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Μάρτιος 2010.
• Χατζηστάθης Αθ., Ισπικούδης Ι., «Προστασία της φύσης και αρχιτεκτονική του τοπίου», εκδόσεις Γιαχούδη - Γιαπούλη Ο.Ε., Θεσσαλονίκη 1992.
• Χιλιαδάκης Σ., «Φυσιολατρεία και Σολωμός», εκδόσεις Στοχαστής, Αθήναι 1928.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital