ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Δ.Αρεοπαγίτου

«Άβε Καίσαρ»

27 Σεπτέμβριος, 2008

«Άβε Καίσαρ»

Αυτή τη φορά παρουσιάζουμε μια δημοσίευση σχετική με την αναγκαιότητα ή όχι της κατεδάφισης των διατηρητέων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου από έναν συγγραφέα, ένα πρόσωπο δηλαδή το οποίο δεν ανήκει στο χώρο των «ειδικών» της αρχιτεκτονικής.Tο άρθρο του κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου.

Ακολουθεί το άρθρο του κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου το οποίο έχει ως τίτλο «Άβε Καίσαρ».  Το περιεχόμενο και το ύφος του άρθρου εμπλουτίζει το σύνηθες αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο και την αναμενόμενη αρχιτεκτονική επιχειρηματολογία. Το βασικό ζήτημα που θέτει είναι ότι από τη στιγμή που τα έργα τέχνης μεταφέρονται από το φυσικό τους χώρο τότε αυτονομούνται, τα δε υπόλοιπα ευρήματα μπορούν πλέον να εκτίθενται σε οποιοδήποτε μουσείο.
Σε ότι δε αφορά το κτίριο της Δ. Αρεοπαγίτου 17, διαπιστώνει ότι τα διακοσμητικά στοιχεία της πρόσοψής του αποδεικνύουν, ότι η ευαισθησία που γεννήθηκε πάνω στον λόφο της Ακρόπολης εξακολουθούσε να εμπνέει αρχιτέκτονες έως τη δεκαετία του ΄30. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 20-10-2007.

 

«Άβε Καίσαρ»

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Για να’ μια ειλικρινής, το παλιό μουσείο Ακροπόλεως το έβρισκα γοητευτικό. Μπορεί και να με γοήτευαν τα ελαττώματά του: δυο διάδρομοι όλοι κι όλοι, και η έλλειψη του χώρου όπου στριμώχνονταν τα εκθέματα το έκαναν να μοιάζει περισσότερο με αποθήκη ανασκαφής παρά με μουσείο. Ήταν σαν όλ΄ αυτά που έβλεπες εκεί μέσα να έχουν βγει μόλις από τον χώρο που διέσχισες για να φτάσεις έως εκεί. Περνώντας από τον θίασο με τις αρχαϊκές Κόρες, που κρατούν τα χρώματά τους, στον διπλανό διάδρομο με την Κόρη του Ευθύδικου και τον Ξανθό Έφηβο ήταν σαν να ξαναζούσες την ένταση που θα αισθάνθηκαν όσοι τα πρωτοείδαν να προβάλλουν ανάμεσα στις πέτρες και τα ερείπια, την ένταση της στιγμής όπου αιώνες ολόκληροι από παρελθόν συμπυκνώνονται στα χαρακτηριστικά μιας ανθρώπινης μορφής.

Θυμάμαι πάντα ότι ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός Ελί Φορ, στην εισαγωγή του στο κεφάλαιο για την ελληνική τέχνη, λέει πως το Μουσείο της Ακρόπολης ήταν το ωραιότερο μουσείο που έχει δει στη ζωή του. Θα μου πείτε, ο Φορ επισκέφθηκε την Αθήνα στις αρχές του εικοστού αιώνα, το 1911 αν δεν κάνω λάθος, και το τότε δεν έχει καμιά σχέση με το σήμερα. Και θά ΄χετε δίκιο.

Όμως αυτή η σύντομη αναφορά δεν γίνεται μόνο για την τιμή των όπλων ούτε για να υπηρετήσει τη νοσταλγία μου ή, έστω, τα συντηρητικά μου αντανακλαστικά. Γίνεται για κάποιον άλλον λόγο, πολύ ουσιαστικότερο, ο οποίος έχει να κάνει με τη λογική που στηρίζει το νεόκτιστο καινούργιο Μουσείο Ακροπόλεως.

Αν όντως αυτοί που το συνέλαβαν και το σχεδίασαν ήθελαν να πετύχουν τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση των εκθεμάτων με τον φυσικό τους χώρο, τότε δεν είχαν παρά να τα αφήσουν στην ησυχία τους. Στριμωγμένα όπως ήταν, ανέδιδαν μια χαρά το αίσθημα της φυσικής τους κατάστασης. Από τη στιγμή που μεταφέρονται κάπου, τα μεν έργα τέχνης αυτονομούνται- και η καλλιτεχνική αξία δεν έχει ανάγκη από τον «φυσικό χώρο» της για να αναδειχθεί- και τα υπόλοιπα ευρήματα, αυτά που έχουν μόνον ιστορική ή αρχαιολογική αξία, οφείλουν να εκτεθούν όπως εκτίθενται σε οποιοδήποτε μουσείο.

Η μόνη διαφορά είναι ότι ο ταλαίπωρος Ιάπων, ο οποίος κατάφερε να επιβιώσει από την ξενάγηση στον Ιερό Βράχο, θα μπορέσει να συναντήσει και ορισμένα χαρακτηριστικά δείγματα του πληθυσμού του λίγο αργότερα, λίγο πιο κάτω. Όπως γίνεται και στη Ρώμη, για παράδειγμα, με το μουσείο του Καπιτωλίου και τον τεράστιο αρχαιολογικό χώρο γύρω του.

Ακούστηκαν πολλά τον τελευταίο καιρό. Ακούστηκε ο εκ των αρχιτεκτόνων του Νέου Μουσείου, κύριος Τσουμί- για παράδειγμα -, να λέει ότι ήθελαν το κτίριο να είναι παράλληλο με τον Παρθενώνα. Για ποιον λόγο; Γιατί έτσι ο επισκέπτης θα αντιλαμβάνεται καλύτερα τη σημασία της μετόπης του προϊκτίνειου κτίσματος; Ή μήπως γιατί έτσι θα αναδεικνύεται καλύτερα η αξία του Παρθενώνα; Κάποτε ο νατουραλισμός, στις εποχές της δόξας του, υποχρέωνε τον καλλιτέχνη να μιμείται πιστά την πραγματικότητα. Στους καιρούς της εικονικής πραγματικότητας οι όροι του νατουραλισμού έχουν αντιστραφεί: τώρα η πραγματικότητα οφείλει να ακολουθεί πιστά τα ίχνη που χάραξε πάνω της ο καλλιτέχνης.

Κι αυτό για να έρθω στο επίμαχο θέμα των ημερών, στα δύο κτίρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, τα οποία θα πρέπει πάραυτα να φύγουν από τη μέση για να μπορεί ο συμπαθέστατος Ιάπων να εστιάζεται θεώμενος το έργο του Ικτίνου. Μιλήσατε για βιασμό του αστικού τοπίου; Όχι, προς Θεού, για μια απλή μετατροπή, μια τόση δα πλαστική εγχειρησούλα επί τα βελτίω. Στο κάτω κάτω, στην Αθήνα είμαστε, στην επικράτεια του «εντάξει τώρα, δεν έγινε και τίποτε...».

Δεν θα μιλήσω για την αξία του αρχιτέκτονα Βασίλη Κουρεμένου, του δημιουργού του κτίσματος στον αριθμό 17-ένα από τα δύο μελλοθάνατα- γιατί υπάρχουν άλλοι, αρμοδιότεροι από μένα. Απλώς θα θυμίσω στον κύριο Τσουμί ότι ακόμη και την πιο ψυχρή ματιά αν ρίξει πάνω στο κτίσμα, θα διαπιστώσει ότι τα διακοσμητικά στοιχεία της πρόσοψής του αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι η ευαισθησία που γεννήθηκε πάνω στον λόφο της Ακρόπολης εξακολουθούσε να εμπνέει αρχιτέκτονες έως τη δεκαετία του ΄30.

Κι αυτό μπορεί να επιτρέψει στον συμπαθέστατο Ιάπωνα να διαπιστώσει ότι ανάμεσα στο αριστούργημα του Ικτίνου και την αλαζονική αρχιτεκτονική του κυρίου Τσουμί, δίπλα στις απρόσωπες πολυκατοικίες, υπάρχει και μια ευαισθησία η οποία μπορεί να είναι ακόμη ενεργή. Είναι η ευαισθησία αυτής της πόλης, ενός ολόκληρου πληθυσμού, ο οποίος ανακάλυψε τον εαυτό του καθρεφτίζοντάς τον σ΄ αυτό το παρελθόν, για καλό και για κακό. Κι αυτή μας είναι πολύτιμη- πολυτιμότερη, εν πάση περιπτώσει, από τη θέα του οποιουδήποτε εστιατορίου.

Εξάλλου την ιστορία την έχουμε ξαναζήσει. Είναι από μιαν άποψη η ιστορία της σύγχρονης Αθήνας. Ολόκληρος ο δέκατος ένατος αιώνας επιδόθηκε σε μια εργώδη προσπάθεια ιστορικής κάθαρσης, «ιστορικού ξεπλύματος» οποιουδήποτε αρχιτεκτονικού ίχνους δεν παρέπεμπε σε ευθεία γραμμή στη «Λευκή Ελλάδα». Το αποτέλεσμα είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού: έχουμε μια αρχαιολογική περιοχή, με τον Παρθενώνα στο κέντρο, την οποία την χωρίζει ένα είδος αβύσσου από τη σύγχρονη πόλη που απλώνεται γύρω της σαν ασπόνδυλο μαλάκιο.

Θεωρώ πως ό,τι έχει μεσολαβήσει από τότε μας έχει αποδείξει πόσο λάθος ήταν αυτό το ξέπλυμα. Και μόνον όποιος δεν έχει περπατήσει έστω και μία φορά στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου μπορεί να σκεφτεί μια τέτοια λύση για να χωρέσει τα αρχιτεκτονικά του οράματα. Όποιος δεν έχει περπατήσει έστω και μία φορά και όποιος διαθέτει αρκετά αποθέματα από την αλαζονεία της σύγχρονης εποχής, για να πιστεύει πως τίποτε δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τα ίδια της τα έργα.

Τέλος πάντων, αν δεν βολεύεται το πράγμα, θα μπορούσε να μετατεθεί κατά τι ο ίδιος ο Παρθενώνας, τίποτε σπουδαίο, κάτι μέτρα μόνον. Είναι λίγο φασαρία, αλλά αξίζει τον κόπο. Και, μια που θα μπουν συνεργεία και υπάρχουν και οι γερανοί, ας αφαιρέσουν και ορισμένα μέτρα ύψος από την πρόσοψη του Ηρωδείου, για να μπορούν οι επισκέπτες του Μουσείου, πληρώνοντας κάτι παραπάνω εννοείται, να παρακολουθούν και παραστάσεις. Κι ας μας πει κι ο κύριος Τσουμί, επί τη ευκαιρία, από ποια εποχή και πέρα ένα αρχιτεκτονικό έργο υπηρετεί το μουσείο του, ώστε να μην πρέπει να γκρεμιστεί; Όχι, αυτό το τελευταίο ας το αφήσουμε καλύτερα, γιατί φοβάμαι ότι θα μπλέξουμε χειρότερα.

Τάκης Θεοδωρόπουλος

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital