ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Δ.Αρεοπαγίτου

«Το δίλημμα της κατεδάφισης: Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΑ ΤΗΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ»

26 Νοέμβριος, 2008

«Το δίλημμα της κατεδάφισης: Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΑ ΤΗΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ»

Η ενότητα αυτή των δημοσιεύσεων, η σχετική με την αναγκαιότητα ή όχι της κατεδάφισης των διατηρητέων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου, συνεχίζεται με την παρουσίαση αυτή τη φορά ενός άρθρου που υποστηρίζει την κατεδάφιση. Το άρθρο του κ. Α. Γιακουμακάτου.

Το άρθρο του κ. Α. Γιακουμακάτου έχει ως τίτλο «Το δίλημμα της κατεδάφισης: Η Ακρόπολη και τα διατηρητέα της Αρεοπαγίτου». 

Ο κ. Γιακουμακάτος είναι αρχιτέκτων, Αναπλ. Καθηγητής στο ΑΠΘ. Ο αρθρογράφος αναγνωρίζει από τη μια μεριά  την αρχιτεκτονική αξία του κτιρίου της Δ. Αρεοπαγίτου 17, πιστεύει όμως από την άλλη ότι η θυσία του κτιρίου είναι αναγκαία ώστε να αναδειχθεί η σχέση μεταξύ μνημείου και μουσείου.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Το Βήμα στις 15-07-2007.


Α. ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΑΤΟΣ

«Το δίλημμα της κατεδάφισης:
Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΑ ΤΗΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ»

Ξαναφούντωσε ο καβγάς για το Μουσείο της Ακρόπολης. Αυτή τη φορά το πρόβλημα εντοπίζεται στα δύο ιδιωτικά κτίρια των αριθμών 17 και 19 της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, τα οποία δημιουργούν σοβαρή οπτική όχληση, σαν να βρίσκονται πλέον εκεί όπου ποτέ δεν θα έπρεπε να έχουν βρεθεί. Αρκεί μια επιτόπια επίσκεψη, και κυρίως η θέαση της Ακρόπολης από το κτίριο του νέου Μουσείου, για να αντιληφθεί ο κάθε νοήμων παρατηρητής πόσο ασυμβίβαστη με το περιβάλλον, έτσι όπως τώρα διαμορφώνεται, είναι εκεί η παρουσία των δύο κτιρίων. Μια παρουσία κραυγαλέα που εντείνεται από τα «οπίσθιά» τους και από το παράνομο πανωσήκωμα της οικοδομής στον αριθμό 17.

Βεβαίως το πρόβλημα προκλήθηκε από το ίδιο το Μουσείο της Ακρόπολης. Αν δεν υπήρχε αυτό, δεν θα υπήρχε ούτε η σημερινή συζήτηση. Η συγκεκριμένη ωστόσο χωροθέτηση του Μουσείου είναι εύστοχη, κατ' αρχήν από λειτουργική άποψη, και αυτό θα φανεί στο μέλλον. Ηδη η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, με κατάληξη στην περιοχή του Μουσείου, δημιουργεί για τα μίζερα δεδομένα της Αθήνας έναν εξαιρετικά ελκυστικό και βιώσιμο αστικό και πολιτισμικό τόπο. Η αποπεράτωση εξάλλου του Μουσείου αποκαλύπτει ένα αρχιτεκτονικά ευφυές κέλυφος που έχει κατανοήσει τόσο τους όρους της αναμέτρησης με τα μνημεία του Ιερού Βράχου όσο και τα ιδιωματικά χαρακτηριστικά της θορυβώδους και ανώνυμης κτιριακής μάζας της ελληνικής πρωτεύουσας.

Η Αθήνα, ωστόσο, όπως και οι νεοελληνικές μας πόλεις, δεν αναπτύχθηκε με πρωσική λογική ούτε υιοθέτησε μακρόπνοες μεθόδους σχεδιασμού με ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Κυρίως είναι πόλεις «ιδιωτικές», χωρίς αντίληψη, σχεδιασμό και φροντίδα του δημόσιου χώρου. Η υλοποίηση ενός ανάλογου έργου όπως το νέο Μουσείο, που όφειλε μεταξύ άλλων να εξασφαλίσει ικανοποιητική, οργανική επαφή με τα κλασικά μνημεία, είναι προφανές ότι δεν θα γινόταν χωρίς θυσίες. Στην περίπτωση αυτή η θυσία αφορά κυρίως το κτίριο του Κουρεμένου στον αριθμό 17 της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Το κτίριο είναι πράγματι σημαντικό. Ο γαλλοσπουδασμένος και κοσμοπολίτης Βασίλειος Κουρεμένος, καθηγητής στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο και από το 1926 ακαδημαϊκός, υπήρξε μεταξύ άλλων σύμβουλος του Ελευθερίου Βενιζέλου και βασικός υποστηρικτής (από το 1925) της μετατροπής των Παλαιών Ανακτόρων στο σημερινό κτίριο της Βουλής (η μετατροπή ωστόσο υλοποιήθηκε από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή). Η οικοδομή της Διον. Αρεοπαγίτου 17 υλοποιήθηκε το 1924-25 μέσω της ευτυχούς διατύπωσης ενός αφαιρετικού κλασικισμού γαλλικής προέλευσης, σε μια μεταβατική για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική περίοδο, της οποίας αποτελεί μία από τις πιο εκλεπτυσμένες εκφάνσεις.
Το κτίριο υπήρξε εξάλλου τυχερό γιατί, λόγω της θέσης του και της οικονομικής επιφάνειας των ιδιοκτητών του επιβίωσε και διατηρήθηκε υποδειγματικά ως σήμερα.
Το δίλημμα είναι προφανές. Η επιβίωση αυτής της οικοδομής, και της παράπλευρής της, θα έβλαπτε σε μεγάλο βαθμό τον συνολικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου τόπου: στην ουσία θα ακύρωνε, θα πρόσβαλλε μάλλον, τη σχέση μεταξύ μνημείου και μουσείου. Τι προτιμούμε: την ιδιωτική οικοδομή του 1925 ή το νέο Μουσείο της αθηναϊκής ακρόπολης; Αλλωστε οι ρέκτες της καλής αρχιτεκτονικής έχουν μία ακόμη ευκαιρία: λίγο παραπάνω, στον αριθμό 37 πάντα της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, υπάρχει μια άλλη ιδιωτική οικοδομή του Κουρεμένου (1929) στην οποία το σχεδιαστικό ήθος του ηπειρώτη αρχιτέκτονα διατυπώνεται με ταυτόσημους όρους.

Η ιστορία αυτή βέβαια αποδεικνύει ποιος ήταν στην ουσία ο λόγος της μακρόχρονης και ενορχηστρωμένης αντίδρασης κατά της υλοποίησης του Μουσείου της Ακρόπολης. Οι πάσης φύσεως ανιδιοτελείς «κάτοικοι» είχαν δίκιο: απειλούνταν οι ιδιοκτησίες τους. Δεν είναι κακό, αρκεί να γνωρίζουμε πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα. Δεν θα έπρεπε όμως κάποτε το δημόσιο όφελος να υπερισχύσει του ιδιωτικού; Και κάτι ακόμη: Μήπως είναι προκλητικά επιλεκτική αυτή η ξαφνική υπερευαισθησία για την ιστορία της αρχιτεκτονικής και για την υψηλή κτιριακή ποιότητα (μετά την επιλεκτική ευαισθησία των αυτόκλητων «αρχαιολόγων», που είχαν αρμόδια γνώμη για τη σημασία των ανασκαφών στο υπέδαφος του νέου Μουσείου); Γιατί δεν αποτράπηκε ο ακρωτηριασμός του μοναδικού επίσης για την Αθήνα και για την αρχιτεκτονική Κτιρίου Φιξ στη Συγγρού; Μήπως το μετρό είναι πιο σημαντικό από το Μουσείο της Ακρόπολης; Γιατί δεν αποτρέπεται η καταστροφή τόσων και τόσων κτιρίων του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, ξεκινώντας π.χ. από τα έργα του Αρη Κωνσταντινίδη; Επειδή δεν υπάρχουν από πίσω ζωηροί «ιδιοκτήτες», αλλά γιατί ιδιοκτήτης είναι το ανώνυμο κράτος, δηλαδή όλοι μας;

Ίσως αυτή τη φορά το «ανώνυμο κράτος» έχει την ευκαιρία να ανταποκριθεί στις δημόσιες υποχρεώσεις του, προς εμάς και προς τα εκατομμύρια των διεθνών επισκεπτών μας. Είναι, απλώς, θέμα επιλογής.

Α. Γιακουμακάτος

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1955. Σπούδασε μουσική στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και στην Κρατική Ακαδημία "Luigi Cherubini" της Φλωρεντίας, καθώς και αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία (ιστορία με τους Giovanni Klaus Koenig και Ezio Godoli).
Παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (με τους Manfredo Tafuri και Giorgio Ciucci) και είναι διδάκτωρ ιστορίας της αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Μετά την αποφοίτησή του (1981) δίδαξε ιστορία της αρχιτεκτονικής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Φλωρεντίας, την τελευταία περίοδο ως επίκουρος καθηγητής. Στη Φλωρεντία ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Aletheia τον οποίο διηύθυνε επί μια δεκαετία, επιδιώκοντας την προβολή της νεοελληνικής λογοτεχνίας και του πολιτισμού: είναι έτσι μέλος της Associazione Nazionale di Studi Neogreci, με πρόεδρο τον Mario Vitti. Από το 1987 είναι σύμβουλος εκδόσεων των επιθεωρήσεων "Αρχιτεκτονικά Θέματα" και "Θέματα Χώρου+Τεχνών" καθώς και συνεργάτης της Enciclopedia Italiana Treccani, του Touring Club Italiano και της εφημερίδας "Το Βήμα" για θέματα αρχιτεκτονικής.

Υπήρξε ιδρυτής και επί σειρά ετών συντονιστής της ελληνικής ομάδας του DOCOMOMO, επίτροπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας και διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής. Σήμερα είναι επίκουρος καθηγητής ιστορίας της αρχιτεκτονικής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital