ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΤΑ ΨΗΛΑ ΚΤΗΡΙΑ

ΤΑ ΨΗΛΑ ΚΤΙΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

09 Φεβρουάριος, 2007

ΤΑ ΨΗΛΑ ΚΤΙΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

«… Η Αρχιτεκτονική δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εικόνα της κοινωνίας που τη δημιουργεί…».

Του Αλέξιου Βανδώρου

 


σύνθεση Α.Ρωμανού το 1973 (πηγή: Αρχιτεκτονικά Θέματα 1973)

 

κρίσεις και επικρίσεις

Στον ελλαδικό χώρο τα «πράγματα» εξελίσσονται αρκετά διαφορετικά και με μερική υστέρηση στον τομέα των ψηλών κτιρίων. Κρίνεται σκόπιμο, συνεπώς, να καταγραφούν επιγραμματικά κάποια στάδια εξέλιξης μέχρι να φτάσουμε στα ελάχιστα δείγματα ψηλών κτιρίων, ποια τρέχουσα τάση και κριτική τα ακολουθούσε και ιδιαιτέρως ποιο ήταν το κοινωνικό – οικονομικό πλαίσιο αυτής της πορείας.

Κύρια έκφανση, πιθανώς ο προάγγελος ψηλού κτιρίου στην Ελλάδα, αποτέλεσε η πολυκατοικία. Η πολυκατοικία εισάγεται ως έννοια στον ελληνικό χώρο με ένα άρθρο του Εμμ. Κριεζή 20 χρόνια προτού εμφανιστεί στην Αθήνα με τις διάφορες παραλλαγές της. Πρώτη πολυκατοικία κτίζεται το 1931 από τον Κ. Μπίρη και φάνηκε να έχει μεγάλη απήχηση στον κόσμο(Δ. Φιλλιπίδης, Αρχιτεκτονικά Θέματα ΄78).
Όπως σημειώνεται, τότε η πολυκατοικία μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματικό μέσο για να λυθεί το μόνιμο άγχος της Αθήνας, το στεγαστικό πρόβλημα. Η πολυκατοικία σύμφωνα με το Κ. Μπίρη «παρόλα τα μειονεκτήματά της: κατάργηση ατομικότητας, έλλειψη κρατικού ενδιαφέροντος – θα μεταμόρφωνε την Αθήνα σε πραγματική μεγαλούπολη».

Τρία χρόνια μετά την εμφάνιση της πρώτης πολυκατοικίας στην Αθήνα, δημοσιεύεται η αντιδιαμετρική προσέγγιση της Σ. Καρούζου, η οποία σημειώνει ότι αυτό που λείπει είναι η αντιστοιχία ανάμεσα στη ριζοσπαστικότητα της μορφής της πολυκατοικίας και του έμψυχου περιεχομένου της: «κάτω από τα δημιουργήματα που έγιναν για να κρύβουν τη συγκέντρωση και την πνευματικότητα ή την άδολη χαρά, εδώ στεγάζονται συχνά μορφές ζωής που τους λείπει η ειλικρίνεια» (1935). Σε άλλο σημείο καταγράφει τα νέα στοιχεία της κατοικίας: …ερημιά, εγκατάλειψη, ελάττωση ή εκμηδένιση της σημασίας της γειτονιάς… αυτή η απουσία ζωής συμβολίζεται με τη φράση «ακνίσωτοι οίκοι», σπίτια όπου δε βγαίνει καπνός.


Άποψη της Αθήνας το 1966 (πηγή: Αρχείο συγγραφέων)

 

Αργότερα το 1940 σε συνέντευξη που δίνει ο Κώστας Κιτσίκης (υπέρμαχος των πολυκατοικιών) αντικρούει τις κατηγορίες ενάντια στην πολυκατοικία σημειώνοντας ότι: «Ύστερα από τις αρχαιότητες, το μόνο που έχουμε να δείξουμε στους ξένους μας είναι οι πολυκατοικίες».

Η κριτική της εποχής στη συνέχεια αρκέστηκε μονάχα σε μορφολογικές θέσεις, που έρχονταν είτε να επαινέσουν, είτε να «αφορίσουν» τις παραλλαγές της νέας αστικής πολυκατοικίας.

Ο Δ. Φατούρος γράφοντας την περίοδο της δικτατορίας, αναρωτιέται: «πώς είναι δυνατόν να συνεχιστεί η πρωτοφανής «ανοικοδόμηση» που οδηγεί στις κονσερβαρισμένες πολυκατοικίες πάνω στους στενούς δρόμους χωρίς τα απαραίτητα πλέγματα εξυπηρετήσεων;».


Άποψη της Αθήνας από την Ακρόπολη-σχεδιασμοί που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ
(πηγή: Αρχείο συγγραφέων)

 

Οι «απρόσωπες» πολυκατοικίες εξαπλώνονται παντού χωρίς να σεβαστούν ούτε αυτούς τους παραδοσιακούς οικισμούς. «Η συνοικιακή πολυκατοικία ακόμα χειρότερα, φούσκωσε, φούσκωσε και έγινε ουρανοξύστης».
(Δ. Φατούρος, «Τι περιμένουμε από την αρχιτεκτονική;», Το Βήμα 26.11.72,σ.4.).

«Όσο λειτουργούν οι αδυσώπητοι νόμοι της παραγωγής του κτισμένου περιβάλλοντος, η πολυκατοικία – το μόνο που έχουμε σε τόση αφθονία μετά τα αρχαία, θα συνεχίσει να εξαπλώνεται, μεταμορφώνοντας τον αστικό χώρο σε μία απέραντη θάλασσα από τσιμέντο».
(Φράση του St. Roberts, ανταποκριτή του New York Times, που δημοσιεύτηκε σε ελληνικές εφημερίδες.)

Η τρέχουσα τάση, την εποχή αυτή, στράφηκε να ενοχοποιήσει τους αρχιτέκτονες για την «κατάντια» της σύγχρονης μεγαλούπολης που υποσχέθηκαν και δεν υλοποίησαν. Η αλήθεια βέβαια, προσδιορίστηκε αλλού. Σύμφωνα με τη Σ. Καρούζου, τέτοια μόνο μορφή θα μπορούσε να έχει η κατοικία του μεταπολεμικού αστού, «…του αστού που έχει αποσυρθεί στον εαυτό του». Ένα είδος κατοικίας όπου «…χάθηκαν οι κοινές δραστηριότητες, η αλληλεγγύη, το ενδιαφέρον του ενός για τον άλλο, τα ομαδικά παιχνίδια…». Όσο η παλιά γειτονιά ευνοούσε τότε την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, τόσο περισσότερο τις αποθαρρύνει η κτιριολογική διαμόρφωση της πολυκατοικίας. Μιας πολυκατοικίας στην οποία μέσα υπάρχει ταξική και μορφωτική ανομοιογένεια, τίποτα δεν συνδέει τους ενοίκους εκτός από το κοινό «υπνωτήριο». Σε συνδυασμό ακόμη με την προσπάθεια επίτευξης ενός υψηλότερου βιοτικού επιπέδου σε μία ολοένα και περισσότερο αναπτυσσόμενη κοινωνία οδήγησε στην αναζήτηση τρόπων προστασίας της ιδιωτικής ζωής φανερώνοντας το τίμημα της ανάπτυξης και της προόδου.
Με άλλα λόγια, δεν ήταν το κτισμένο περιβάλλον που μεταμόρφωσε τον άνθρωπο, όπως υποστηρίζουν όσοι ξεχώρισαν μόνο το σύμπτωμα – την πολυκατοικία – που έτυχε να έχει υλική υπόσταση. Το σύμπτωμα αυτό προσομοιάστηκε με μικρογραφία του πύργου της Βαβέλ, παραλαμβάνοντας όλα τα αρνητικά και τερατώδη που αυτό συνεπάγεται.


Αττικό τοπίο και οι πρώτες κατακόρυφες δεσπόζουσες
(πηγή: Αρχιτεκτονικά Θέματα 1978)

 

Η κριτική σήμερα παρουσιάζεται πιο ψυχρή και αδιάφορη ίσως, άλλωστε έχουν περάσει 80 χρόνια κοντά από την εμφάνιση της πρώτης πολυκατοικίας και πιθανώς να έχει «συνηθίσει» η ματιά του σύγχρονου πολίτη.
Αυτό όμως που έρχεται κανείς να αναρωτηθεί είναι το πόσο εύκολα καθίσταται η μορφή, και συγκεκριμένα οι εκφάνσεις του κτισμένου περιβάλλοντος, μέσο για την επίτευξη στόχων και σκοπιμοτήτων. Είναι εύκολο, πλην όμως άδικο να «στοιχειώνει» κανείς μια μορφή και να τη ταυτίζει με τις κοινωνικό – οικονομικές συνθήκες, θέλοντας έτσι να ξορκίσει το «κακό» και να αποποιηθεί την πραγματικότητα. Η «κακή» πολυκατοικία που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, σε ένα ήδη κακοποιημένο αστικό περιβάλλον, με ανύπαρκτο σχεδιασμό σε μία πόλη που αναπτυσσόταν ατάκτως στις παρυφές της, με ελαστικές έως ανεφάρμοστες οικοδομικές νομοθεσίες και ελλιπή νοοτροπία πολιτών απέναντι στα νέα βήματα που επιχειρήθηκαν, δεν συνιστούν βλαβερή την πολυκατοικία ως κτιριολογική απόφαση. Τα γεγονότα τείνουν να καθιστούν σαφές ότι οι ελληνικές πόλεις δεν ήταν έτοιμες να δεχθούν ένα τέτοιο νεωτερισμό, και ιδιαίτερα το κράτος και οι πολίτες δεν ήταν σε θέση να παραλάβουν και να ενσωματώσουν ορθολογικά την «πολυκατοικία» στο νέο τρόπο ζωής, που ούτως ή άλλως είχε ήδη «φτάσει».


οικονομικό υπόβαθρο

Σε μία περίοδο που επικράτησε πολιτική και οικονομική αστάθεια στη χώρα, απουσίασε ένα ισχυρό και παρεμβατικό κράτος απέναντι στην ιδιωτική πρωτοβουλία, που ωφελήθηκε ανενόχλητη από τις κερδοσκοπικές δυνατότητες του τομέα της οικοδομικής ανάπτυξης. Έτσι η αξία γης συναρτήθηκε με το εμπόρευμα – κατοικία και συνδέθηκε άμεσα με τη θέση του οικοπέδου στην πόλη. Στις κεντρικές συνοικίες της Αθήνα που έγιναν στόχος των γραφείων – επιχειρήσεων και απέκτησαν μυθικές τιμές, εκτοπίστηκε αρχικά η κατοικία και μετά οι μικρές εταιρίες από τις μεγάλες. Η εκμετάλλευση του χώρου συνδέθηκε με την εμπορευματική αξία. Στις περιοχές μεγάλης ζήτησης η εκμετάλλευση έφτασε σε υψηλούς συντελεστές με τις γνωστές συνέπειες: πύργοι και ουρανοξύστες, καθώς και πολυκατοικίες σε όλο το λεκανοπέδιο.
Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα ιδιαίτερα, το γενικό οικονομικό πλαίσιο ευνόησε και ευνοεί την κίνηση και τις επενδύσεις σε μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας για λόγους καθαρά διεθνούς ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται οι επενδύσεις στη γη και την κατοικία (αύξηση αξίας, είσπραξη γαιοπροσόδου) που θεωρούνται ασφαλείς επενδύσεις σε περιόδους αστάθειας και πληθωρισμού.


ρυθμιστικά σχέδια για την Αθήνα

Τα ρυθμιστικά σχέδια αποτέλεσαν μια ιδιότυπη έκφραση της πολεοδομικής πολιτικής στη μεταπολεμικής Ελλάδας. Ενώ εκπονούνται συνεχώς, αντικατοπτρίζουν μόνο τις προθέσεις της διοίκησης και των πολεοδόμων και δεν επηρεάζουν τη δομή και την ιστορία των πόλεων. Ο περιθωριακός χαρακτήρας των ρυθμιστικών σχεδίων εκφράζεται ακόμα και στις ρυθμίσεις που προτείνουν (όχι προγράμματα αστικής ανάπτυξης παρά χάρτες χωροθέτησης μελλοντικών χρήσεων) στις προδιαγραφές των μελετών και στη διαδικασία έγκρισης και αξιοποίησής τους. Κατά τη δεκαετία του ΄70 (οπότε και εκπονήθηκαν τα περισσότερα σχέδια), η ίδια η κριτική έγινε ρουτίνα και έχασε την ανταπόκρισή της με κάποιες έστω ουτοπικές, εναλλακτικές ή ελπίδες για την αναμόρφωση των πόλεων. Όλα αυτά τα σχέδια αντιμετωπίστηκαν με αδιαφορία, δεν λαμβάνονταν υπόψη και κατέληγαν ανεφάρμοστα.
Παρέμεναν βέβαια στο τέλος κοινό σημείο στη ρητορική για «βελτίωση της ποιότητας ζωής» και «αποκέντρωση» που οδηγούν στην οργάνωση της οικιστικής ανάπτυξης σε «οργανικές» ή «αυτοτελείς» ενότητες με «δευτερεύοντα κέντρα» σε ένα κάναβο από δρόμους που σκοπεύει να αναιρέσει τη σημερινή μονοκεντρική δομή και ακτινωτή διάταξη του οδικού δικτύου της πόλης.


νομοθετικό πλαίσιο

Μετά την ανακίνηση του θέματος του σχεδιασμού της Αθήνας, και την επισήμανση της ανάγκης να θεσπιστεί πλήρης οικοδομική νομοθεσία, θα θεωρούσε κανείς φυσικό επακόλουθο τη δραστική κινητοποίηση του κράτους σε αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα η χαλαρή αντιμετώπιση του θέματος, που οφείλεται ίσως στις δυσχερείς καταστάσεις, που περνούσε η χώρα, άφησε τον τομέα των κατασκευών ανεξέλεγκτο στα χέρια των ιδιωτών. Το κράτος δεν στάθηκε τις περισσότερες φορές ικανό να αντιδράσει στις κερδοσκοπικές πιέσεις που οδήγησαν σε μία οικοδομική νομοθεσία άλλοτε ελλιπή και άλλοτε λανθασμένη.

Η οικοδομική νομοθεσία της Αθήνας, δημοσίευσε το 1919, το πρώτο διάταγμα για τα ύψη των οικοδομών, ενώ το 1922 με νέο διάταγμα αυξήθηκαν στην περιοχή του κέντρου τα ύψη από 22 σε 26 μέτρα. Το 1923 εμφανίζεται ο νόμος για τις οικοδομικές προεξοχές (έρκερ). Αυτές ήταν κλειστές προεξοχές που μπορούσαν να φτάσουν σε πλάτος 1,40 μέτρα. Η διάταξη αυτή προήλθε από ανάλογη του Βερολίνου χωρίς φυσικά να ελεγχθεί αν παρόμοιες κατασκευές ταίριαζαν στις ελληνικές συνθήκες – πλάτος και προοπτική δρόμων, μορφολογία ανάλογη με το κλίμα. Μόλις το 1937 αναθεωρήθηκε ο θεσμός των έρκερ στα 40 εκ. αφού η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο.

Έτσι φτάνουμε στο 1930 με ένα ανεφάρμοστο ΓΟΚ που ερχόταν αντίθετος με τα κερδοσκοπικά συμφέροντα των ιδιοκτητών γης, σε μία Αθήνα χωρίς σχέδιο και οικοδομική νομοθεσία, σε μία πόλη που λειτουργούσε ανώμαλα, οι πολυκατοικίες ήταν ελεύθερες να φυτρώνουν οπουδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο.

Όλα αυτά οδήγησαν στην αμφισβήτηση της σκοπιμότητας της πολυκατοικίας την εποχή εκείνη στην Αθήνα. Η πόλη είχε ανάγκη από ένα σχέδιο εφαρμόσιμο και δεν μπόρεσε να το αποκτήσει. Είχε ανάγκη από οικοδομική νομοθεσία, που δεν μπόρεσε να θεσπιστεί σωστά, ούτε να εφαρμοστεί πλήρως. Είχε ανάγκη από τεχνικά έργα και υποδομές, κατοικία μιας και η εσωτερική μετανάστευση μεγάλωνε. Αν η πολυκατοικία ήταν προτιμότερη από οικονομική, κοινωνική και πολεοδομική άποψη, θα έπρεπε να πάρει χαρακτήρα οργανωμένης δόμησης με κρατική πρωτοβουλία. Αντίθετα επικράτησε η «άναρχη» πολυκατοικία επιβάλλοντας απρογραμμάτιστη πύκνωση του κέντρου της πόλης, με τις πολύ δυσάρεστες συνέπειες.

Το τελειωτικό χτύπημα δόθηκε με μία σειρά νόμων και συμπλήρωση άλλων, όπου καταστρατηγήθηκαν όποια υπολείμματα ελπίδας για τη διαμόρφωση ενός υγιούς αστικού περιβάλλοντος.
Με το νόμο ΑΝ 395/68 της ελεύθερης δόμησης, που προέβλεπε αύξηση του συντελεστή δόμησης με σκοπό: καλύτερο φωτισμό, ηλιασμό και αερισμό του κτιρίου ως και καλύτερη αισθητική εμφάνισή του, αποφασίστηκε αύξηση 30% για συντελεστή δόμησης 2.00 και 20% για συντελεστή δόμησης 3.00.
Με το νόμο αυτό δόθηκαν προσαυξήσεις στο μεγαλύτερο μέρος της «εντός σχεδίου» Αθήνας και σε όλες τις επαρχιακές πόλεις. Η σημαντική αύξηση της εκμετάλλευσης αποτέλεσε κίνητρο για μια χωρίς προηγούμενο ανοικοδόμηση, που τελικά οδηγεί στην ισοπέδωση του χαρακτήρα πόλεων με αξιόλογη αρχιτεκτονική κληρονομιά (Καστοριά, Πάτρα). Με τον ίδιο νόμο εισάγεται και η ελεύθερη δόμηση, που φαίνεται πως αποτελούσε αίτημα συγκεκριμένων οικονομικών φορέων. Έτσι, αμέσως στην Αθήνα εμφανίζονται οι «πύργοι». Με το μεγάλο όμως συντελεστή εκμετάλλευσης που εξακολουθούν να έχουν, δεν καταφέρνουν να λύσουν κανένα από τα προβλήματα για τα οποία εμφανίστηκαν ως πανάκεια. Η συντακτική ομάδα, Ρύθμιση του Χώρου στην Ελλάδα, Μια σύντομη ιστορική επισκόπηση.
Με το νόμο Ν.Δ. 1003/71 για την ενεργό πολεοδομία, θεσπίζονταν σειρά προστατευτικών μέτρων (φοροαπαλλαγή, δάνεια και απαλλοτριώσεις) προς όφελος εταιριών που θα αναλάμβαναν ένα στεγαστικό πρόβλημα μεγάλης κλίμακας.
Τέλος με την αναμόρφωση του ΓΟΚ του ΄55 με το νέο ΓΟΚ του ΄73, ακολουθείται το προηγούμενο πλαίσιο, με ορισμένα πρόσθετα άρθρα πάνω στην ελεύθερη δόμηση και την ελεύθερη σύνθεση, που αποτελούν προέκταση του νόμου 395/68. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ελεύθερη δόμηση μέσα σε οικισμούς, έχουν αναιρεθεί οι περιορισμοί για το συντελεστή εκμετάλλευσης και η απόσταση από το όριο του οικοπέδου ανάγεται στα 2,50 μέτρα, δηλαδή 25εκ. για κάθε μέτρο ύψους του κτιρίου. Έτσι κτίριο 75 μέτρων μπορούσε να απέχει μόλις 21 μέτρα από τις γειτονικές πολυκατοικίες (σχέση 3,5:1) τη στιγμή που στο εξωτερικό ίσχυε η αναλογία 1:1 ή και χαμηλότερη. Όσο για το συντελεστή δόμησης οριζόταν μικτός στα 0.70 για τις νέες περιοχές. Εάν ληφθεί υπόψη ότι το 55% περίπου μιας έκτασης ήταν κοινόχρηστοι χώροι και δρόμοι, τότε ο σ.δ. φτάνει το 1.65 για τα καθαρά οικόπεδα. Στις δε περιοχές που ορίστηκαν προς ανάπλαση με μικτό σ.δ. 1.20, έφτασαν να κτίζονται τελικά με καθαρό συντελεστή 2.70 περίπου.


το συνέδριο του 1975

Το 1975 (7-9 Οκτωβρίου) έλαβε χώρα στην Αθήνα το Ελληνικό Συνέδριο Υψηλών κτιρίων που διοργάνωσε το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Ήταν το πρώτο και το μοναδικό, μέχρι σήμερα, συνέδριο στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το ζήτημα των ψηλών κτιρίων σε μια εποχή που η συζήτηση διεθνώς είχε φουντώσει, με τη δημιουργία των δίδυμων πύργων στη Νέα Υόρκη, αλλά στην Ελλάδα με την δημιουργία ορισμένων ψηλών κτιρίων υπήρχε ο προβληματισμός για τη χρησιμότητα της ύπαρξης ή όχι αυτών των κτιρίων.
Μέσα από τα πρακτικά αυτού του συνεδρίου – όσα ήταν διαθέσιμα από το αρχείο του Τ.Ε.Ε. – φαίνεται ως ένα βαθμό η προβληματική που είχε αναπτυχθεί εκείνη την εποχή σε σχέση με τα ψηλά κτίρια, τη χρησιμότητα τους γενικότερα και πιο ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα.

Στην ομιλία της με τίτλο ‘Πιθανά Σφάλματα Αρχιτεκτονικής Συνθέσεως εις τα Υψηλά Κτίρια’ η Ευθυμία Παπαδάμ, αρχιτέκτων μηχανικός, αναπτύσσει μια έντονη επιχειρηματολογία για τη μη χρήση κατοικίας στα ψηλά κτίρια. Αναφέρει ότι μια κατοικία σε ένα ψηλό κτίριο είναι αποκομμένη από το φυσικό περιβάλλον και παρατηρεί τη μεταβολή της διαμονής του ανθρώπου στο σπίτι κοιτάζοντας προς τα έξω σε ένα εσωστρεφή ένοικο και την επακόλουθη ψυχολογική μετάλλαξη που μπορεί να υποστεί. Επισημαίνει εύστοχα ότι επί αιώνες οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν στην οικοδομική το ξύλο, μάλλον από ψυχολογική παρά από τεχνική ανάγκη και ότι η αλλαγή των υλικών δομήσεως στον 20ο αιώνα μάλλον αρνητικά έχει επιδράσει στην ψυχολογική ισορροπία των ενοίκων. Στο τέλος της ομιλίας της έθεσε ορισμένα ερωτήματα που αφορούν την κατοίκηση των ψηλών κτιρίων και αφορούν: α)την πρόσβαση – την είσοδο που επί δεκαετίες υποδήλωνε την ταυτότητα του ιδιοκτήτη και πλέον έχει γίνει ανώνυμη – , β) τους κοινόχρηστους χώρους που αποτελούν την κοινωνική έκφραση των επιμέρους κοινωνικών ομάδων, γ) την ειλικρίνεια της κατασκευής – η μη χρησιμοποίηση δηλαδή υλικών απομιμήσεων, και δ) η ασφάλεια – η οποία στα ψηλά κτίρια δεν εξαρτάται πλέον μόνο από τον ένοικο καθ’ εαυτόν, αλλά και από τις ενέργειες πολλών άλλων χρηστών του ίδιου κτιρίου. Μέσα από αυτά τα ερωτήματα καταλήγει στο τρομακτικό συμπέρασμα πως ίσως οι ένοικοι προσπαθώντας να αποφύγουν τα παραπάνω βασανιστικά ερωτήματα, αποφεύγουν να τα σκέφτονται, επομένως οι αρχιτέκτονες δημιουργούν ένα αόρατο φράγμα το οποίο εμποδίζει στον άνθρωπο τη σκέψη, εξυπηρετώντας έτσι ακούσια άλλα συμφέροντα. Στο τέλος πάντως επισημαίνει ότι η αντιθέση της δεν είναι στη δημιουργία ψηλών κτιρίων, αρκεί αυτά να μην προορίζονται για κατοικία, αλλά απλά για εργασία ή κάποια άλλη χρήση.

Στην ομιλία του με θέμα ‘Χρήση φωτογραφικών μέσων για τη μελέτη ειδικών πολεοδομικών προβλημάτων’ ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, καθηγητής αρχιτεκτονικής ΕΜΠ, αναφέρεται στις οπτικές μεθόδους και την τεχνική που θα έπρεπε να εφαρμόζεται κατά την επεξεργασία πολεοδομικών θεμάτων, με σκοπό την ελεγχόμενη αύξηση μια ιστορικής πόλης όταν αυτή αναπτύσσεται κατά την κατακόρυφον. Αναφέρει ότι στους κώδικες και τους πολεοδομικούς κανονισμούς τα μέγιστα όρια υψών καθορίζονται βάσει κριτηρίων ασφάλειας και υγιεινής, χωρίς να υπάρχουν κριτήρια για τη συντήρηση του πολεοδομικού χώρου. Στη συνέχεια κάνει μια ανάλυση για τη σημασία της γραμμής του ορίζοντα και τη θεώρηση της ως ένα συντηρητέο πολεοδομικό στοιχείο. Με αφορμή μια μελέτη που έγινε εκείνη την περίοδο στο Παρίσι για την ανέγερση του ουρανοξύστη ‘Maine Montparnasse’ κοντά στο θόλο των απομάχων, καθώς και με το πολεοδομικό σχέδιο του San Francisco, το οποίο είναι έτσι διαμορφωμένο ώστε να ενισχυθεί η φυσική τοπογραφία και η θέα του ορίζοντος, καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα που αφορούν την αθηναϊκή τοπιογραφία και τη δυνατότητα ανεγέρσεως ψηλών κτιρίων στην Αθήνα, παραθέτοντας μια μελέτη στο παράρτημα που αφορά τη φαινομενική εικόνα της Ακρόπολης από ορισμένες αποστάσεις, καθορίζοντας κατά κάποιο τρόπο την γραμμή του ορίζοντα της Αθήνας.

Στην ομιλία του με τίτλο ‘Της δομήσεως υψηλών κτιρίων αναγκαία προηγούμενη γενικότερη θεώρηση της περιοχής’ ο Δημήτρης Τριποδάκης, αρχιτέκτων μηχανικός, επικεντρώνεται στην ανάγκη θέσπισης κανονισμών δομήσεως ψηλών κτιρίων σε συνδυασμό με το ρυθμιστικό σχέδιο της πόλεως. Ειδικά για τις πόλεις, όπως η Αθήνα, με ανεπανάληπτους θησαυρούς της πανανθρώπινης πνευματικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς δικαιούνται ουσιαστικό σεβασμό. Αναφέρει ότι τα ψηλά κτίρια στην Αθήνα είχαν κτιστεί με μόνη προϋπόθεση το επαρκές μέγεθος του διατιθέμενου οικοπέδου, χωρίς να υπάρχει σχέδιο για την ευρύτερη τοποθέτηση τους στον πολεοδομικό ιστό και με τους αρχιτέκτονες δέσμιους των οικοδομικών επιχειρηματιών εξαιτίας της μη επαρκούς νομοθεσίας. Επισήμανε τον κίνδυνο ότι η ανέγερση ψηλών κτιρίων μπορεί να προκαλέσει τον ανεμπόδιστο πολλαπλασιασμό τους, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον απανθρωπισμό του ανθρώπινου περιβάλλοντος και ότι αντίστοιχα παραδείγματα άλλων πόλεων με ιστορική φυσιογνωμία δείχνουν ότι ήταν σφάλμα η ανέγερση αυτή και απαγορεύτηκε. Εξέφρασε την επείγουσα ανάγκη τα συμπεράσματα του Συνεδρίου να περιλαμβάνουν έντονες παροτρύνσεις προς την Πολιτεία, ώστε να καταστρωθούν –πριν την ανέγερση ψηλών κτιρίων–  τα ρυθμιστικά πολεοδομικά περιγράμματα υψών δομήσεως για κάθε μείζονα πολεοδομική περιοχή εναρμονισμένα προς τη φυσική εδαφική διαμόρφωση, τα φυσικά, ιστορικά, καλλιτεχνικά και άλλα παραδοσιακά ενδιαφέροντα της περιοχής και διασωθεί ο Ελλαδικός χώρος από την αλόγιστη κακοποίηση που υφίσταται από τις μονομερείς αποφάσεις ‘αξιοποιήσεως’.

Στην ομιλία του με τίτλο ‘Υψηλά κτίρια και Περιβάλλον’ ο Αλέξανδρος Λοΐζος, αρχιτέκτων μηχανικός, κάνει στην αρχή μια ιστορική και κοινωνική αναδρομή, αναφερόμενος στους λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα στην αστικοποίηση και στις επιπτώσεις που είχε αυτή η μεταβολή στην πολεοδομική ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων. Είναι αντίθετος με την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε εναντίον των ψηλών κτιρίων και τη θέση τους στο ελληνικό περιβάλλον και είναι ανοικτός στη δημιουργία ψηλών κτιρίων. Συγκρίνει την υπάρχουσα κατάσταση του πολεοδομικού ιστού με την υπεροικοδόμηση των πολυκατοικιών με μια νέα κατάσταση που θα προκύψει από την ανέγερση ψηλών κτιρίων και καταλήγει ότι για ένα μεγάλο ποσοστό του υπάρχοντος ιστού (80%) το περιβάλλον όχι μόνο δεν πρόκειται να διαταραχθεί, αλλά μάλλον θα καλυτερεύσει. Και αυτό θα επιτευχθεί βέβαια εάν οι ελεύθεροι χώροι που θα προκύψουν από την ανέγερση ψηλών κτιρίων χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τη δημιουργία πρασίνου και κοινόχρηστων χώρων και θεσπιστούν σωστοί κανονισμοί που να προβλέπουν ικανές αποστάσεις μεταξύ αυτών των κτιρίων, ώστε να υπάρχει επαρκής φυσικός φωτισμός και οπτικό πεδίο. Στη συνέχεια δίνει έναν ορισμό του ψηλού κτιρίου και κάνει μια ιστορική αναδρομή από την εμφάνιση τους στη Νέα Υόρκη μέχρι την εποχή του Συνεδρίου, τους λόγους που οδήγησαν στα κτίρια αυτά, τα τεχνολογικά επιτεύγματα που σχετίστηκαν με αυτά, καθώς και μια ανάλυση για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη τους. Μέσα από το παράδειγμα του νεοκτισθέντος τότε John Hancock Building στο Σικάγο, αναφέρεται στη νέα τρέχουσα της εποχής, που είναι η έννοια της πόλης μέσα στην πόλη και τη συγκρίνει με την ανάπτυξη των πόλεων κατά μήκος. Στη συνέχεια προτείνει ορισμένα μέτρα για την ανέγερση ψηλών κτιρίων στην Ελλάδα, όπως η καταλληλότητα των γηπέδων για την ανοικοδόμηση ψηλών κτιρίων και η συσχέτιση τους με τα γύρω χαμηλότερα κτίρια, το τοπίο, το γενικότερο ορίζοντα της πόλης και κυρίως με τη συγκοινωνία. Ύστερα κάνει μια ανάλυση της επίδρασης του περιβάλλοντος στο μέγεθος του ψηλού κτιρίου και προτείνει μια σειρά κοινωνικών, οικονομικών και τεχνικών παραγόντων που επηρεάζουν το μέγεθος του ύψους του κτιρίου. Τέλος αναφέρεται στις ιστορικές πόλεις όπου δεν έχει θέση το ψηλό κτίριο και στην έννοια του προσανατολισμού, ο οποίος ιδιαίτερα για τα ελληνικά δεδομένα παίζει κυρίαρχο ρόλο στο σχεδιασμό ψηλών κτιρίων. Ανακεφαλαιώνοντας παραθέτει συνοπτικά τι πρέπει ή δεν πρέπει να εκπληρεί το ψηλό κτίριο και υπενθυμίζει ότι τόσο σημαντικά για το μέλλον των πόλεων μας ζητήματα δεν πρέπει να εξαρτώνται από τους εκάστοτε υπουργούς ή τα πολιτικά μέσα ορισμένων επιχειρηματιών, αλλά πρέπει να υπάρξει μελέτη από τους ειδικούς με μακρόχρονο προγραμματισμό για τη σωστή ανάπτυξη της χώρας.

Στην ομιλία του με θέμα ‘Τα ψηλά κτίρια στον ελληνικό χώρο: Μια θεώρηση μέσα από την ελληνική παράδοση’ ο Βασίλης Χαρίσης, αρχιτέκτων μηχανικός αναφέρει ότι κάθε θεώρηση ενός προβλήματος που σχετίζεται με την έννοια του χώρου ουσιαστικά συνδέεται με τον τόπο και τη φυλή που χώρεσαν μέσα σε αυτόν. Αναγάγει την έννοια του χώρου στην τέχνη και από εκεί στη φύση και μέσα από μια αναδρομή στην παραδοσιακή ελληνική αρχιτεκτονική αναφέρει στοιχεία ψηλών κατασκευών που σχετίζονται με την παράδοση. Στη συνέχεια δίνει το δικό του ορισμό για το ψηλό κτίριο, με βάση τον κατακόρυφο άξονα και την προεξοχή, και παρατηρεί πως η παραδοσιακή αρχιτεκτονική δε δέχθηκε το ψηλό κτίριο, μόνο του, ποτέ. Θεωρεί πως μέσα στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες πίεσης και άγχους, ο άνθρωπος αναγκάζεται να αναζητήσει μια φυγή και η μόνο που του μένει είναι το ύψος. Αυτό σε συνδυασμό με την πίεση για όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση από τις επιχειρήσεις οδηγεί στη δημιουργία ψηλών κτιρίων. Υποστηρίζει πως τα ψηλά κτίρια κάνουν δούλο τον άνθρωπο και θέτει ορισμένες αρχές σχεδιασμού των ψηλών κτιρίων στον ελληνικό χώρο και καταλήγει πως μια πρόταση μπορεί να κάνει, να λειτουργήσουμε όπως ο γεωργός: να φυτεύσουμε κτίρια ανάλογα με τον τόπο και τις συνήθειες, αφού πρώτα μάθουμε τον τόπο και τις συνήθειες.

Μέσα από τις παραπάνω εισηγήσεις παρατηρούμε την ωριμότητα της αρχιτεκτονικής σκέψης πάνω στην προβληματική των ψηλών κτιρίων 30 χρόνια πίσω στο χρόνο. Είναι φανερό πως οι θέσεις και οι προβληματισμοί που εκφράστηκαν τότε είναι κάτι παραπάνω από επίκαιροι, σε μια χρονική περίοδο που τα ψηλά κτίρια φαντάζουν πιο πολύ από ποτέ ως η πιο πρόσφορη λύση στα συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα των σύγχρονων ελληνικών μεγαλουπόλεων. Στοιχεία όπως η ανάγκη εξοικονόμησης ελεύθερων χώρων για τη δημιουργία πνευμόνων πρασίνου και γενικότερα η χρήση των ψηλών κτιρίων ως νεωτερικών στοιχείων σχεδιασμού μέσα σε μια παγκόσμια οικοδομική τάση παραμένουν επίκαιρα. Ακόμα και τα επιχειρήματα των αντίθετων προς τα ψηλά κτίρια δεν έχουν αλλάξει σχεδόν καθόλου. Η ενδιαφέρουσα ελληνική τοπιογραφία, η διατήρηση της γραμμής του ορίζοντα, οι οπτικές φυγές προς τα σημαντικά ελληνικά μνημεία της αρχαιότητας, η υποτιθέμενη αύξηση της αποξένωσης και οι ανεπαρκείς ελληνικές υποδομές αποτελούν και σήμερα τα κύρια επιχειρήματα όσων αντιτίθενται σθεναρά στην έλευση των ψηλών κτιρίων στη χώρα μας. (στην παράγραφο αυτή εκφράζονται καθαρά προσωπικές απόψεις των συγγραφέων)


διαγωνισμοί

Η αναζήτηση του ψηλού κτιρίου στην Ελλάδα μάλλον διαδραμάτισε συμπτωσιακό φαινόμενο. Στοιχείο όμως που αξίζει να παρατεθεί, και φανερώνει μία προσπάθεια ανίχνευσης του ψηλού κτιρίου - πως αυτό δομείται, χωροθετείται και γενικότερα προσεγγίζεται στο σχεδιασμό - αποτελεί ένας αριθμός συμμετοχών σε διαγωνισμούς και μερικά σχεδιαστικά προγράμματα για δημόσια κτίρια και συγκροτήματα πολλαπλών χρήσεων.

Γνωστότερα παραδείγματα αποτελούν οι διαγωνισμοί για τα κτίρια διοικήσεως του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας (ΟΤΕ) και Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) σε ανάλογα οικόπεδα, οι συμμετοχές των οποίων παρατίθενται στα Αρχιτεκτονικά Θέματα ΄72. Και στις δύο περιπτώσεις οι συμμετοχές και τα βραβεία επιλέγουν την κατά ύψος ανάπτυξη των χρήσεων σε διάταξη πολυώροφου κτιρίου με πρόθεση την υπερσυγκέντρωση, την ελαχιστοποίηση των μετακινήσεων και την απελευθέρωση δημόσιου ελεύθερου χώρου περιμετρικά του κτιρίου.


Προτάσεις από το διαγωνισμό για το κτίριο του ΟΤΕ
(πηγή: Αρχιτεκτονικά Θέματα 1972)




Μία άλλη ανάλογη περίπτωση αποτελεί ο διαγωνισμός για το Εμπορικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων που παρατίθεται στα Αρχιτεκτονικά Θέματα ΄70. Οι λύσεις εδώ περιλαμβάνουν διαμόρφωση χώρων με ανάμειξη χρήσεων (πολυχώρος) όπως αγορά, εμπορικά καταστήματα, σταθμού αυτοκινήτων στην υποδομή, καθώς επίσης γραφεία και ξενοδοχεία στην ανωδομή, σε διατάξεις πύργων. Σημαντική είναι η πρόθεση μέσα από τη μελέτη και τη φροντίδα του σχεδιασμού να μην ενοχλείται η μνημειακή προοπτική της θέας της Ακρόπολης από την οδό Αθηνάς, εξαιτίας της ένταξης ψηλών διατάξεων. Επίσης αξίζει να σημειωθεί ο προγραμματισμός και η πρόβλεψη υποδομών, που θα ήταν αναγκαίες από αυτή την υπερσυγκέντρωση χρήσεων (ανεφοδιασμός, προσβάσεις, στάθμευση, ενοποίηση πεζοδιαδρομών). Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο των διαγωνισμών αυτών είναι η προσπάθεια των αρχιτεκτόνων για την ένταξη τόσο μορφολογικών στοιχείων όσο και κατασκευαστικών μεθόδων που διέπουν τη διεθνή αρχιτεκτονική σκηνή την εποχή εκείνη, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή του γραφείου του Α. Τομπάζη, με την πρόταση τους εμφανώς επηρεασμένη από τις αρχές σχεδιασμού των μεταβολιστών.


Προτάσεις από το διαγωνισμό για το εμπορικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων (πηγή: Αρχιτεκτονικά Θέματα 1970)

Στο ίδιο τεύχος των Αρχιτεκτονικών Θεμάτων παρατίθεται μία πρόταση για Εμπορικό Κέντρο υψηλής δόμησης επί της λεωφόρου Κηφισίας που αποτέλεσε διπλωματική εργασία φοιτητή και περιλάμβανε μικτές χρήσεις στη βάση του συγκροτήματος και ένταξη γραφειακών χώρων στην ανωδομή σε κατακόρυφη διάταξη πολυώροφου κτιρίου. Το συγκρότημα θα καταλάμβανε χαρακτήρα υπερτοπικής εξυπηρέτησης σε ένα κομβικό σημείο της πόλης και στο οποίο παρατίθενται ως πλεονεκτήματα η πρόσβαση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και η πρόβλεψη σύνδεσης με υπόγειο σιδηρόδρομο «σύμφωνα με το σχέδιο Σμιθ».

Τέλος ένας σημαντικός διαγωνισμός της περιόδου αυτής αφορούσε στη διαμόρφωση του Φαληρικού Δέλτα με την ενσωμάτωση ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, πολυχώρων και ενός ευρύτερου σχεδιασμού του τοπίου που ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Οι συμμετοχές και εδώ περιλάμβαναν διατάξεις ψηλών κτιριακών όγκων, που άφηναν μεγάλο ελεύθερο χώρο για την ανάπτυξη πρασίνου. Κύριος στόχος και εδώ ήταν η τάση ενοποίησης διαδρομών πεζών, ιδιαίτερα στο θαλάσσιο μέτωπο με τη δυνατότητα ήπιας πρόσβασης στα νέα κτιριακά στοιχεία, καθώς και η πρόβλεψη υποδομών για την προσέγγιση και στάθμευση των πολυάριθμων οχημάτων που θα προσέλκυαν οι νέες χρήσεις.

Από τις παραπάνω συμμετοχές ελάχιστες υλοποιήθηκαν, ή δεν υλοποιήθηκαν οι βραβευθείσες συμμετοχές. Παρόλα αυτά αποτελούν σημαντικό στοιχείο εξέλιξης του αρχιτεκτονικού διαλόγου στη χώρα μας και δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Η υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων εξαρτάται από πολύ περισσότερους παράγοντες, πέρα από μια απλή συμφωνία της αρχιτεκτονικής κοινότητας ότι μια τέτοια πρόταση βελτιώνει το κτισμένο περιβάλλον γύρω μας. Προϋποθέτει έναν επενδυτικό προγραμματισμό, ώστε να αιτιολογήσει την κατασκευή και την αναγκαιότητα του, τα απαραίτητα κεφάλαια, την ευρύτερη αποδοχή των πολιτών, δηλαδή να πείσει ο αγωνοθέτης ότι ένα τέτοιο συγκρότημα θα ωφελήσει την πόλη, θα βελτιώσει τις συνθήκες αστικής ζωής και δε θα επιβαρύνει εκθετικά τα ήδη μεγάλα προβλήματα της πόλης.


τα υλοποιημένα ψηλά κτίρια

Στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Αθήνα μπορούμε να εντοπίσουμε ορισμένα ψηλά κτίρια τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν ουρανοξύστες καταρχήν για τα ελληνικά δεδομένα και ορισμένα από αυτά ακόμα και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, τουλάχιστον για τη χρονική περίοδο στην οποία κατασκευάστηκαν.

 




Η εκκίνηση δόθηκε με το κτίριο της αλυσίδας ξενοδοχείων Hilton το 1963 στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας στο κέντρο της Αθήνας με ύψος 54 μέτρα (22 όροφοι), έργο των αρχιτεκτόνων Μ.Βουρέκα, Σ.Στάικου, Α.Γεωργιάδη και Δ.Βλάσση.

Τα εγκαίνια του ξενοδοχείου μονοπώλησαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για πολλές μέρες και αποτέλεσαν το κοσμικότερο γεγονός εκείνης της περιόδου. Κοινός τόπος αντιπαράθεσης, το μεγάλο μέγεθος, η «προκλητική» χωροθέτησή του και το μοντέρνο «διεθνιστικό» στυλ, που βέβαια ακολουθούσε την πολιτική της αλυσίδας ότι: «ένας κοσμοπολίτης πελάτης του Hilton πρέπει να νιώθει το ίδιο άνετα σε όλα τα σημεία του κόσμου». Οι ενστάσεις είχαν περισσότερο να κάνουν με την ανταγωνιστική διάθεση που προκαλούσε το Hilton απέναντι στο οικοδόμημα που δέσποζε μέχρι τότε στο αττικό τοπίο δηλαδή τον ίδιο τον Παρθενώνα, σε μια Αθήνα και μια εποχή, που δύσκολα έκτιζε κανείς έξω από τα στενά νεοκλασσικίζοντα (στον τομέα μορφής και κλίμακας) όρια. Παρόλο που η αρχιτεκτονική κοινότητα της εποχής έκανε προσπάθεια να «πιαστεί» από την τρέχουσα διεθνή τάση (δηλαδή το μοντέρνο κίνημα, όπως αυτό εξελίχθηκε), η κοινή γνώμη πολύ πιο ανώδυνα θα αποδεχόταν ένα μεγαθήριο που απροβλημάτιστα θα υιοθετούσε νεοκλασσικά διακοσμητικά στοιχεία. Δυστυχώς αντί να αναπτυχθεί μια γόνιμη προβληματική πάνω στο αν το κτίριο αυτό αφομοιώνει τα στοιχεία εκείνα που θα έδιναν ένα σύγχρονο ελληνικό αρχιτεκτονικό ιδίωμα ή εάν απλά υιοθετεί την κατεύθυνση του «διεθνούς μοντέρνου», κυριάρχησε το στοιχείο της προσβολής της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.

Στη συνέχεια το 1971 πραγματοποιείται το σχέδιο δύο πύργων στη λεωφόρο Κηφισίας που κράτησε μέχρι σήμερα την ονομασία «Πύργος των Αθηνών» ως το ψηλότερο κτίριο στα 103 μέτρα.

Το συγκρότημα αυτό αποτελείται από δύο πύργους, ένα με 15 ορόφους και ένα με 28 ορόφους που εμφανώς κυριαρχεί στο αττικό τοπίο, και στους οποίους οργανώθηκαν χρήσεις γραφείων στους ορόφους και καταστήματα στα κατώτερα επίπεδα σε μία βάση όχι εμφανώς διακριτή από την κάτοψη του ψηλού κτιρίου που συνδέει τους δύο πύργους. Στο κτίριο αυτό γίνεται μια πρώτη αντιμετώπιση του τοιχοπετάσματος - είναι εκτενής η χρήση των ορθομαρμαρώσεων ως επικάλυψη στα φέροντα στοιχεία, που έρχονται να τονίσουν τον κατακόρυφο άξονα, ενώ η πλήρωση επιτυγχάνεται με υαλοπετάσματα.

Το 1973 οικοδομείται το ψηλότερο κτίριο κατοικιών στην Αθήνα, ο γνωστός Πύργος ‘Απόλλων’, με ύψος 80 μέτρα και 25 ορόφους. ) Όπως επίσης και ο Πύργος των Καθηγητών στη λεωφόρο Μεσογείων με 15 ορόφους.

Την επόμενη χρονιά στη λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος του Αμαρουσίου υλοποιείται το νοσοκομειακό συγκρότημα ‘Υγεία’ με την οργάνωση των κλινών σε πύργο 15 ορόφων με υποδομή μεγαλύτερης επιφάνειας 4 επιπέδων για χρήσεις υποδοχής, μονάδες εντατικής θεραπείας και χώρο στάθμευσης, καθώς και χρήση εστιατορίου στο ανώτερο επίπεδο. 
Το 1975 δύο συγκροτήματα πύργων κατοικιών ολοκληρώνονται στη λεωφόρο Μεσογείων (περιοχή Αγ. Παρασκευής)  και στη λεωφόρο Αχαρνών (ύψος Πατησίων) με ανωδομή 18 ορόφων.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις οργάνωσης κατοικίας σε ψηλό κτίριο, δεν αποτέλεσε ιδιαίτερο προβληματισμό η κατά ύψος οργάνωση ως ξεχωριστό συνθετικό ζήτημα, και έτσι οι πύργοι αυτοί διαμορφώθηκαν ως «πανύψηλες» πολυκατοικίες, ανακαλύπτοντας τους εξώστες, είτε ως προεξοχές στο φέροντα οργανισμό του κτιρίου είτε ως υποχωρήσεις σε αυτόν με συνέπεια την απώλεια εκμεταλλεύσιμων τετραγωνικών μέτρων που αργότερα ενσωματώθηκαν παράνομα στα διαμερίσματα.

Ξεχωριστή περίπτωση, που φανερώνει σαφείς καταβολές από τους Ιάπωνες μεταβολιστές, αποτελεί το συγκρότημα κατοικιών υψηλής δόμησης ‘Δίφρος’ του αρχιτεκτονικού γραφείου Α.Τομπάζη, κατασκευασμένο την ίδια χρονιά, με μέγιστη οργάνωση τους 18 ορόφους.
 
Στο συγκρότημα αυτό δίνεται ιδιαίτερη σημασία στη συνθετική δομή των διαμερισμάτων, του προσανατολισμού, και στην καθαρότητα της μορφής. Επιχειρείται να δοθεί μία οργανικότητα στο συγκρότημα με τους χώρους να δομούνται αθροιστικά «σαν να φύτρωσε ο ένας πάνω στον άλλο» (κύριο μέλημα των μεταβολιστών). Το παράδειγμα αυτό, μπορεί να ατονεί μέσα στο απρογραμμάτιστο αστικό περιβάλλον που βρίσκεται, παρόλα αυτά παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον γιατί αποτελεί την πρώτη απάντηση στον «εργολαβικό» κατασκευαστικό οργασμό της εποχής.

Στη συνέχεια, το 1977 κτίζεται το κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής στη λεωφόρο Αλεξάνδρας με 16 ορόφους.  Κατασκευαστικά επιλέγεται η οργάνωση κανάβου ορθομαρμαρώσεων ως επικάλυψη των τεσσάρων όψεων του ορθογωνικού κτιρίου.

Δύο ακόμη παραδείγματα κατοικίας της ίδιας χρονιάς, ο πύργος στην οδό Ευτέρπης  στο Χολαργό (17 όροφοι) και ο πύργος στην οδό Αγ. Λαύρας Πατησίων (16 όροφοι) με χρήσεις εμπορίου στα κατώτερα επίπεδα αποτελούν επανάληψη προηγούμενων ατυχών παραδειγμάτων.

Ένα άλλο ψηλό κτίριο, αποτέλεσμα επιλογής κρατικού φορέα, ήρθε να στεγάσει το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης στη συμβολή των λεωφόρων Κατεχάκη και Μεσογείων το 1978.  Το κτίριο αυτό, που αποτελείται από 18 ορόφους, έχει κατασκευαστεί πλήρως από εμφανές οπλισμένο σκυρόδεμα, ενώ συνθετικά είναι διακριτή μία σαφής οργάνωσης των πυρήνων κατακόρυφης επικοινωνίας, και των κοινόχρηστων χώρων σε διαχωρισμό με τους γραφειακούς χώρους.

Το δεύτερο ψηλό κτίριο με χρήση ξενοδοχείου, υλοποιείται την ίδια χρονιά στη λεωφόρο Κηφισίας με την ονομασία President και φτάνει τα 68 μέτρα ύψος και διαθέτει 22 ορόφους.  Στο ισόγειο διαμορφώνεται ζώνη υποδομής που έρχεται να στεγάσει την υποδοχή, χώρους καθιστικών και υπόγειας στάθμευσης, ενώ στο ανώτατο επίπεδο υπάρχει χώρος εστιατορίου με πισίνα και κήπο. Οι περιμετρικοί συνεχείς εξώστες, διαμορφώνουν οριζόντιες λευκές ζώνες, που έρχονται να τονίσουν τη διαφοροποίηση πλήρους – κενού.

Ο πύργος του ΟΤΕ, στη λεωφόρο Κηφισίας (περιοχή Αμαρουσίου), ίσως αποτελεί το μόνο προϊόν αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για ψηλό δημόσιο κτίριο, που υλοποιήθηκε το 1979, έστω με μικρές παρεμβάσεις στη μελέτη εφαρμογής.  Αποτελείται από 18 ορόφους, ένα κεντρικό πυρήνα εισόδου και κατακόρυφης επικοινωνίας και τρεις μπαταρίες γραφειακών χρήσεων διαμορφωμένες ακτινωτά στον πυρήνα. Στη δομή του κτιρίου υπερι

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital