ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ

14 Απρίλιος, 2010

Ζητήματα Πολεοδομικού Προγραμματισμού στην Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 2004

Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να διερευνήσει κάποιες από τις παραμέτρους που σχετίζονται με την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και την επίδραση αυτών στο πολεοδομικό περιβάλλον της Αθήνας. (ερευνητική εργασία)

English version

Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (Δ.Π.Θ.)
Ιούλιος 2007
Επιμέλεια: Διαλεισμάς Ξενοφώντας
Επιβλέπων καθηγητής : Γιώργος Πατρίκιος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
 
Το Σεπτέμβριο του 1997, η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) ανακοίνωσε πως η πόλη που θα διοργανώσει και θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 θα ήταν η Αθήνα. Η απόφαση αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας και επίπονης προσπάθειας από μέρους του ελληνικού κράτους το οποίο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε ανάγει την ανάληψη των αγώνων σε υπέρτατο στόχο. Ειδικότερα, από τις αρχές του ’90 και μετά την ατυχή κατάληξη της ελληνικής υποψηφιότητας για τους Χρυσούς Αγώνες του 1996, η εμμονή για την ανάληψη των αγώνων γίνεται ακόμα μεγαλύτερη για την εκάστοτε κυβέρνηση. Πρόκειται πλέον για “εθνική υπόθεση”
 
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να διερευνήσει κάποιες από τις παραμέτρους που σχετίζονται με την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και την επίδραση αυτών στο πολεοδομικό περιβάλλον της Αθήνας. Να διερευνήσει δηλαδή το ρόλο των Αγώνων ως εργαλείο αναβάθμισης και μετάβασης της πόλης στο επίπεδο ενός παγκόσμιου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος και τα ζητήματα πολεοδομικού προγραμματισμού και σχεδιασμού που σχετίζονται με αυτή την προσπάθεια. Παράλληλα, αναζητούνται ο ρόλος, οι δυνατότητες, αλλά και τα όρια της κρατικής παρέμβασης σε όλη αυτήν την διαδικασία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την νομοθεσία και τα θεσμοθετημένα διοικητικά όργανα όλων των βαθμίδων.


Μέρος Πρώτο :   Οι Ολυμπιακοί Αγώνες. 
Κριτική προσέγγιση του πλέγματος στόχων, οργάνωσης και χωροθετήσεων.

Κεφ.1.    Η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων και ο ρόλος της Αθήνας

1.1. Στόχοι και επιδιώξεις από την ανάληψη των αγώνων.
 
Διερευνώντας τους στόχους που προβλήθηκαν ως πλαίσιο για την ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων από την Αθήνα, τόσο για το 1996 όσο και για το 2004, θα μπορούσαμε να τους κατηγοριοποιήσουμε ως εξής:
 
Εθνικοί στόχοι
Στην κατηγορία αυτή, έχουμε πρώτα τους στόχους που συνδέονται με την βελτίωση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας. Η ανάληψη των Αγώνων προσφέρει μια ισχυρή προβολή της Ελλάδας στη διεθνή κοινή γνώμη και εμμέσως αναβαθμίζεται η «ισχύς» της σε διπλωματικό επίπεδο. Παράλληλα, εξασφαλίζεται για την περίοδο προετοιμασίας, η ομαλότητα των διμερών σχέσεων με την Τουρκία. Αυτό το στοιχείο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος αντιλαμβάνεται τα πολιτικά οφέλη που μπορεί να του προσφέρει.
 
Εν συνεχεία έχουμε στόχους ιδεολογικούς. Η ανάληψη των ολυμπιακών αγώνων δημιουργούσε ευθείς συνδέσεις με την αρχαιοελληνική τους καταγωγή (επιστροφή των αγώνων στον τόπο τους) και μπορούσε να τονώσει το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας των Ελλήνων, με άμεσα οφέλη στις κυβερνήσεις που θα επιτύγχαναν την ανάληψη και τη διοργάνωση.
 
Τέλος, ως εθνικός στόχος μπορεί να θεωρηθεί η γενική πρόθεση για οικονομική ανάπτυξη της χώρας, είτε με την προσέλκυση επιχειρηματικής δραστηριότητας και επενδύσεων είτε μέσω της προβολής της ως αναβαθμισμένο τουριστικό προϊόν. Σε αυτό το σημείο, ίσως το πλέον επιτυχημένο παράδειγμα του παρελθόντος είναι η Βαρκελώνη, η οποία αναδείχθηκε μετά τους αγώνες του 1992, σε κορυφαίο προϊόν αστικού τουρισμού σε πανευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο.
 
Αναπτυξιακοί στόχοι
Με τον όρο ανάπτυξη, εννοούμε κυρίως την οικονομική, μέσω της προσέλκυσης ενός νέου «κύματος» επιχειρηματικής δραστηριότητας και επενδύσεων στην πόλη (άμεσα) και σε ολόκληρη την χώρα (έμμεσα) του τριτογενούς κυρίως τομέα. Η νέα δυναμική της οικονομίας στην Αθήνα, είναι αυτή που θα την μετατρέψει σε «παγκόσμια πόλη». Η σημασία που δίνεται στη σύνδεση των αγώνων με την οικονομική ανάπτυξη φαίνεται και από το γεγονός πως ο νόμος που ψηφίζεται για να ρυθμίσει τα βασικά ζητήματα των Ολυμπιακών Αγώνων (Ν2730/1999) από το πρώτο κιόλας άρθρο αναφέρει πως «η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα συνιστά έργο μείζονος εθνικής σημασίας που προάγει την οικονομική ανάπτυξη και την διεθνή προβολή της χώρας…» και πως οι αγώνες αποβλέπουν «...στην ενίσχυση της ανταγωνιστικής παρουσίας της χώρας στο διεθνή και ευρωπαϊκό χώρο….» 

Παράλληλα η πόλη, μέσω των Αγώνων, έχει την δυνατότητα να αναβαθμίσει τις υποδομές της. Τα περισσότερα από τα δίκτυα του λεκανοπεδίου (επικοινωνιακά, κυκλοφοριακά κ.ά.) δυσλειτουργούν και η ουσιαστική αναβάθμισή τους είναι απαραίτητη και συνυφασμένη με την επιχειρηματική και οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
 
Τέλος, το κτιριακό δυναμικό που αφήνουν πίσω τους οι Αγώνες είναι ιδιαίτερα πλούσιο. Έτσι, η Αθήνα αποκτά την δυνατότητα ανάπτυξης της παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών.
 
Στόχοι αστικής ανασυγκρότησης της πρωτεύουσας
Με τον όρο αστική ανασυγκρότηση εννοούμε όλα αυτές τις ενέργειες που προαναφέραμε για την αναβάθμιση των υποδομών της πόλης καθώς και τις ενέργειες που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Πάνω σε αυτό το επιχείρημα, επένδυσαν πολύ οι διοργανωτές για να πείσουν τους κατοίκους της Αθήνας να «αγκαλιάσουν» τους αγώνες. Έγινε λόγος για πολλές αναπλάσεις και παρεμβάσεις στον αστικό ιστό που θα βελτίωναν την εικόνα της πόλης και την καθημερινότητα σε αυτήν.
 
Οι αναπλάσεις είναι ένα θέμα που σχετίζεται πολύ άμεσα και με την προβολή της πόλης ως τουριστικό προϊόν. Η Αθήνα προκειμένου να γίνει ένας ακόμη πιο θελκτικός τουριστικός προορισμός δεν μπορεί, μέσα στο διεθνές ανταγωνιστικό τουριστικό περιβάλλον, να επαναπαυθεί στον αρχαιολογικό της πλούτο. Πρέπει παράλληλα να αναπλάσει τον αστικό της ιστό με τρόπο που η πόλη να γίνει πιο φιλική και «ευανάγνωστη» για τους τουρίστες.
 
Και εδώ το ζήτημα της αναβάθμισης των κυκλοφοριακών και συγκοινωνιακών υποδομών είναι μεγάλης σημασίας.
 
1.2. Ο στόχος της αστικής ανασυγκρότησης
 
Ο στόχος της αστικής ανασυγκρότησης εμφανίζεται ως καθοριστικός τόσο για τη βελτίωση της καθημερινής εικόνας και της ποιότητας ζωής στην πόλη, μα ακόμα πιο πολύ για την ανάδειξη της Αθήνας ως παγκόσμια πόλη. Μ’ αυτή την έννοια αλληλεπιδρά σχεδόν με όλο το πλέγμα των υπόλοιπων επιπέδων.
 
1.2.1. Η έννοια των Παγκόσμιων πόλεων και η Αθήνα ως Παγκόσμια πόλη.
 
Μια πρώτη προσπάθεια καθορισμού της έννοιας έγινε από τον P. Hall το 1966. Χαρακτήρισε έτσι τις πόλεις όπου παρατηρείται μεγάλη συσσώρευση πολιτικής εξουσίας, εδρεύουν εθνικοί και διεθνείς οργανισμοί, με μεγάλα λιμάνια ή διεθνή αεροδρόμια, με χρηματιστικά και τραπεζικά κέντρα παγκόσμιας ακτινοβολίας και με μια μεγάλη σύγχρονη πολιτισμική κληρονομιά. Από τότε, πολλοί μελετητές έχουν συντάξει τα δικά τους συστήματα κατηγοριοποίησης των παγκόσμιων πόλεων. Κυρίαρχο στοιχείο όλης της έννοιας της παγκόσμιας πόλης, είναι πως οι πόλεις αυτές προσεγγίζονται ως αυθύπαρκτοι, ανεξάρτητοι, αυτόνομοι τόποι, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών τουλάχιστον μητροπόλεων είναι πως όλες έχουν ένα ενδιάμεσο, πληθυσμιακά, μέγεθος. Πάντως, σε όλες τις μελέτες, ελάχιστες από τις πόλεις που έχουν διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες περιλαμβάνονται στις παγκόσμιες πόλεις. Κοινή παράμετρος όλων των συστημάτων ταξινόμησης είναι η ύπαρξη στην πρώτη βαθμίδα, των πόλεων της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου και του Τόκιο. Πόλεις δεύτερης βαθμίδας είναι το Παρίσι, οι Βρυξέλλες, το Μιλάνο, το Σαν Φρανσίσκο και το Χονγκ Κονγκ.

Σε καμία από τις κατηγοριοποιήσεις που αναφέρονται στις παγκόσμιες πόλεις δεν περιλαμβάνεται κάποια ελληνική πόλη. Το νέο ελληνικό Σχέδιο Ανάπτυξης 2000-2006 αναγνωρίζει την ανάγκη ανάπτυξης μητροπόλεων σημαντικής εμβέλειας στον ελληνικό χώρο και διαπιστώνει πως η συνέχιση της σημερινής κατάστασης θα έχει αρνητικές συνέπειες. Ερευνώντας, τα προβλήματα και τις αδυναμίες που έχει η Αθήνα στην προσπάθειά της να αναλάβει έναν διεθνή ρόλο, μπορούμε να τα χωρίσουμε σε δύο γενικές ενότητες. Από την μία πλευρά έχουμε την, άτονη, «ενδογενή δυναμική της εθνικής οικονομίας» και από τη άλλη μια πληθώρα παραγόντων που επηρεάζουν τις χωροθετικές επιλογές του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα.
 
Παρ’ όλα αυτά, στον ιδιαίτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου δεν έχει ακόμη αναδειχθεί ένα ισχυρό οικονομικό αστικό κέντρο και είναι λίγες οι πόλεις που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν την Αθήνα στην διεκδίκηση αυτού του ρόλου. Παράλληλα, η διεύρυνση της Ε.Ε. προς την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια δίνει στην Αθήνα ένα πλεονέκτημα να αναλάβει έναν ηγετικό ρόλο έναντι των υπολοίπων μεγάλων πόλεων της περιοχής, σε σχέση πάντοτε με την πολιτική που θα εφαρμόσει σε επίπεδο εθνικής οικονομίας. Αναλογιζόμενοι λοιπόν τον πιθανό ρόλο της Αθήνας στο παγκόσμιο αυτό σύστημα, βλέπουμε πως ένας εφικτός στόχος, θα μπορούσε να είναι η ανάδειξη της σε μια παγκόσμια πόλη δεύτερης βαθμίδας.
Εντούτοις, και ενώ η ανάδειξη της Αθήνας σε παγκόσμια πόλη κάποιου επιπέδου αποτελεί δηλωμένο στόχο στο πλαίσιο της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων, η όλη προσπάθεια δε φαίνεται να εντάχθηκε σε μια ευρύτερη στρατηγική αναβάθμισης της πόλης.

1.2.2. Ζητήματα καθημερινότητας και ποιότητας ζωής.

Ένας άλλος σημαντικός στόχος, ήταν η βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων. Η υλοποίηση αυτού, στηρίχθηκε σε τρεις κυρίως άξονες :
- Από την μία έχουμε τις μεγάλες αθλητικές εγκαταστάσεις για τις οποίες δόθηκαν αμέτρητες υποσχέσεις δημιουργώντας στους πολίτες υψηλές προσδοκίες κυρίως για την ποιότητά τους αλλά και τη μεταολυμπιακή τους αποτελεσματικότητα.
- Από την άλλη, τα συγκοινωνιακά έργα τα οποία είτε είχαν προγραμματιστεί να υλοποιηθούν ανεξαρτήτως των αγώνων, χάρη στη διοργάνωση των οποίων όμως, επισπεύσθηκαν και έγιναν υψηλές προτεραιότητες στο κυβερνητικό έργο (π.χ. Αττική οδός, μετρό), είτε έγιναν εσπευσμένα και διεκπεραιωτικά επειδή περιλαμβάνονταν στον Φ.Υ. (π.χ. τραμ).
- Τέλος έχουμε το στόχο της αναβάθμισης των δημόσιων αστικών χώρων και του αστικού πρασίνου. Η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο ήταν,
πριν τους Αγώνες, 2,55 τετραγωνικά μέτρα και στόχος των διοργανωτών ήταν, μετά τους αγώνες η αναλογία αυτή να φτάσει το 4,5.

Κεφ.2:    Δομές οργάνωσης και θεσμικού πλαισίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας

Στα πλαίσια αυτής της ερευνητικής εργασίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να μελετήσουμε τον στρατηγικό σχεδιασμό των Αγώνων. Δηλαδή τις σημαντικότερες ενέργειες που έγιναν σε θεσμικό, ρυθμιστικό, και πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να διευκολυνθούν στην υλοποίησή τους τα ολυμπιακά έργα.
 
Είναι γνωστό, μέσα από την καθημερινότητα των πολεοδομικών προβλημάτων, πως ο διοικητικός μηχανισμός που χειρίζεται τα ζητήματα χώρου στην Ελλάδα παρουσιάζει σοβαρότατα προβλήματα οργάνωσης και ορθού διαχωρισμού αρμοδιοτήτων. Καθημερινά οι πολίτες παραπονιούνται για προβλήματα που αφορούν την πόλη τους και μπλέκονται άθελά τους σε έναν χαώδη λαβύρινθο φορέων (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, δήμοι, νομαρχίες, οργανισμοί κοινής ωφέλειας κλπ) που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα καθημερινά, “ζωντανά”, προβλήματά της.
 
Για τον ευρύτερο μητροπολιτικό χώρο της Αθήνας, ισχύει ως ανώτατος χωροταξικός και στρατηγικός σχεδιασμός, το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθηνών (Ρ.Σ.Α.) το οποίο εκπονήθηκε το 1983 και έγινε νόμος του κράτους το 1985 (Ν1515/85 ΦΕΚ 18Α  18/2/1985).
 
Το Ρ.Σ.Α. θέτει μια σειρά στόχων και κατευθύνσεων για την εξέλιξη της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας, οι οποίοι επηρεάζουν έμμεσα και την υπόλοιπη χώρα. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι:
 
• Σταθεροποίηση του πληθυσμού της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας με απώτερο στόχο την μείωσή του.
• Ανάσχεση της διόγκωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων στην πρωτεύουσα
• Ανάσχεση της εξάπλωσης της πόλης
• Προστασία των ακτών από παραπέρα εξάπλωση της οικιστικής χρήσης.
• Έλεγχος χρήσεων γης και σταδιακή οργάνωση αυτών στα προβλεπόμενα πολεοδομικά κέντρα των δήμων και στα βιομηχανικά-βιοτεχνικά πάρκα
• Οργάνωση ενιαίου συστήματος μεταφορών.
Ο Αντώνης Τρίτσης κατά την παρουσίαση του ΡΣΑ λέει χαρακτηριστικά: «…δεν είναι πολεοδομικά τα βασικά αίτια που δημιούργησαν τα προβλήματα  -ή το πρόβλημα- της Αθήνας ούτε δημιουργούνται μέσα στα γεωγραφικά της όρια […], είναι βαθύτερα τα αίτια και ανάγονται σε όλη την έκταση του κοινωνικοοικονομικού αλλά και πολιτικού γίγνεσθαι της μεταπολεμικής Ελλάδας (κι ακόμα παλιότερα),,,». Βλέπουμε λοιπόν πως το Ρ.Σ.Α. έρχεται να ρυθμίσει ζητήματα χώρου τα οποία όμως αποκτούν προεκτάσεις σε ολόκληρο το οικοδόμημα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας εδώ και πολλές δεκαετίες.
 
Το Ρ.Σ.Α. δεν προβλέπει την ανάληψη μίας διοργάνωσης της εμβέλειας των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην προσπάθειά του δε να ρυθμίσει το πολεοδομικό χάος της πρωτεύουσας με όρους του τέλους της δεκαετίας του ’70, δεν προβλέπει ούτε τους χώρους ούτε τη δομή που απαιτεί η διοργάνωση. Για τον λόγο αυτό, το 1999, δύο χρόνια μετά από την ανάληψη των αγώνων και μόλις πέντε πριν την έναρξή τους, με το Ν2730/1999 έρχεται εσπευσμένα και αποσπασματικά στη Βουλή ένα πλαίσιο “επικαιροποίησης” του Ρ.Σ.Α, με το οποίο σύμφωνα με τις εξαγγελίες προωθείται η «…οργανική ένταξη των νομοθετικών ρυθμίσεων χωροθέτησης των ολυμπιακών έργων στη διαδικασία τροποποίησης / συμπλήρωσης του εγκεκριμένου ΡΣΑ/ν.1515/85, όπως ισχύει…». Έτσι, χάριν της θεσμικής διασφάλισης και επίσπευσης των διαδικασιών χωροθέτησης των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, έχουμε μία απροκάλυπτη παράκαμψη των θεσμοθετημένων διαδικασιών λήψης αποφάσεων στα θέματα χώρου με την δικαιολογία του επείγοντος και εξαιρετικά σημαντικού που τίθεται έτσι, υπεράνω κάθε νόμου. Στο ίδιο πλαίσιο, το κράτος εξοπλίζεται με κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις που περιορίζουν την δυνατότητα προσφυγών κατά των απαλλοτριώσεων. Ένας δεύτερος νόμος, ο Ν2947/2001, ήρθε 2 χρόνια αργότερα για να καλύψει τα όποια κενά είχε αφήσει ο πρώτος.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει όμως και η περίπτωση του νόμου που ρυθμίζει τα ζητήματα μετα-ολυμπιακής αξιοποίησης των έργων. Ο νόμος 3342 δημοσιεύτηκε σχεδόν ένα χρόνο μετά το τέλος των Αγώνων, στις 6/6/2005. Ο νόμος αυτός θεσμοθετεί το, απαράδεκτο και πρωτοφανές, φαινόμενο της άνευ όρων παραχώρησης δημόσιας περιουσίας σε εταιρία ιδιωτικού δικαίου, μη ελεγχόμενη από θεσμικά όργανα της πολιτείας, την «Ολυμπιακά Ακίνητα» Α.Ε.
 
Οι παραπάνω ρυθμίσεις και άλλες επιμέρους, είχαν ως στόχο να λύσουν τα χέρια στους οργανισμούς που εμπλέκονταν στη διοργάνωση των αγώνων, με πρώτον από όλους τον οργανισμό «Αθήνα 2004». Η εταιρία της οργανωτικής επιτροπής των αγώνων συστήνεται τον Μάρτιο του 1998, αλλά μια σειρά από πολιτικές και οικονομικές διαμάχες καθυστερούν τραγικά οποιαδήποτε εξέλιξη των έργων. Το καλοκαίρι του 2000 η ελληνική κυβέρνηση θα δεχτεί την “κίτρινη κάρτα” της Δ.Ο.Ε. Εισερχόμαστε έτσι, σε μια κατάσταση πανικού όπου αποκλειστικός στόχος είναι απλώς να υλοποιηθούν τα έργα και στο όνομα αυτού τους στόχου, τα πάντα επιτρέπονται.
 
Το μπλέξιμο των αρμοδιοτήτων των φορέων που ασχολούνται με ζητήματα χώρου, δημιουργεί στην Πολιτεία και στην κυβέρνηση ένα ακόμη εμπόδιο προς τους στόχους της. Βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα πολύ μπλεγμένο κουβάρι το οποίο πρέπει να ξεμπλεχτεί προκειμένου να υλοποιηθούν τα Ολυμπιακά έργα. Η πρωτοφανής λύση που προκρίνεται είναι η ίδρυση ενός οργανισμού για κάθε έργο (πχ. Μετρό ΑΕ, Τραμ ΑΕ, Ολυμπιακό Χωριό ΑΕ). Έτσι βέβαια εντείνεται η αποσπασματικότητα και το κουβάρι μπλέκει ακόμη περισσότερο. Με την ίδρυση λοιπόν αυτών των νέων οργανισμών, παρέχεται η απαραίτητη κάλυψη στην Πολιτεία να παραβιάζει απροκάλυπτα τις αρχές που η ίδια είχε θέσει το 1985 με την υιοθέτηση του Σχεδίου.
 
Το σημαντικότερο σχετικά με το θεσμικό ζήτημα, είναι η νοοτροπία που το χαρακτηρίζει. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ανάγονται σε ένα γεγονός τόσο σημαντικό, χάρη του οποίου νομιμοποιούμαστε να αγνοήσουμε και να παρακάμψουμε όποια πολεοδομική νομοθεσία έχουμε θεσμοθετήσει ως τώρα, άσχετα αν με αυτό τον τρόπο, παραδεχόμαστε ταυτόχρονα και την αποτυχία όλων των υπαρχόντων δομών να διαχειριστούν μια μεγάλη πολεοδομική πρόκληση. Έτσι λοιπόν, κατά την πολύ κρίσιμη αυτή περίοδο η οποία συμπύκνωσε τις περισσότερες δημόσιες επενδύσεις που έγιναν στην πόλη τα τελευταία 50 χρόνια, ο Ο.Ρ.Σ.Α. αδρανοποιείται.

Κεφ.3:    Η χωρική διάσταση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας
3.1. Αθλητικοί πόλοι και εγκαταστάσεις

 
Το master plan των Αγώνων, όπως παρουσιάστηκε, προέβλεπε την δημιουργία τεσσάρων μεγάλων πόλων και ενός άξονα που θα διέσχιζε την πόλη. Οι τέσσερις αυτοί πόλοι θα ενώνονταν μέσω του Ολυμπιακού Δακτυλίου, ο οποίος με την σειρά του ενώνεται με τους άλλους βασικούς οδικούς άξονες του Λεκανοπεδίου.


Τα τέσσερα κέντρα, σύμφωνα με το master plan, ήταν τα εξής:
• Ολυμπιακό Χωριό (θέση Λεκάνες του δήμου Αχαρνών)
• Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθηνών (ΟΑΚΑ) (7 αθλήματα)
• Ιστορικό Κέντρο Αθηνών
• Παραλιακή Ζώνη Φαλήρου (10 αθλήματα)
Ως κέντρο του συστήματος αυτού, εντοπίζεται το ιστορικό κέντρο της πόλης και εντός αυτού και το Παναθηναϊκό Στάδιο το οποίο συμβολίζει την επιστροφή των Αγώνων στην γενέθλια χώρα τους.
 
Όμως τα πράγματα ποτέ δεν ακολούθησαν μία απρόσκοπτη διαδρομή ανάμεσα σε κάποιο συνολικό στρατηγικό σχεδιασμό, σε επιμέρους χωροθετήσεις και στην υλοποίηση. «Το 53% των αθλημάτων διεξήχθη σε διαφορετικές εγκαταστάσεις, σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό». Οι αιτίες αυτών των αλλαγών, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
 
1. Ιδιοκτησιακό καθεστώς – τιμές γης – ακατάλληλες εκτάσεις
Όλες οι απαραίτητες για τους Αγώνες εγκαταστάσεις, προϋπέθεταν την ύπαρξη μεγάλων οικοπέδων τα οποία όμως, με την δεδομένη πίεση χώρου της Αθήνας, ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και με το ελάχιστο δυνατό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Σε άλλες περιπτώσεις, περιοχές που είχαν επιλεγεί, προέκυψαν ακατάλληλες λόγω των ορισμένων σε αυτές χρήσεων.
 
2. Πιέσεις τοπικών αρχών και ανεξάρτητων φορέων και οργανώσεων
Κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού των Αγώνων, οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, πίεζαν για τα συμφέροντα των δημοτών τους, φοβούμενοι και το πιθανό πολιτικό κόστος που θα είχαν αν δεν αντιδρούσαν υπέρ των ψηφοφόρων τους. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος που αποδυναμώθηκε τόσο πολύ, από την φάση του Φ.Υ. μέχρι την υλοποίηση, ο δεύτερος αθλητικός πόλος, το Φάληρο.
 
3. Πιέσεις εθνικών και διεθνών αθλητικών ομοσπονδιών και ΔΟΕ
Σύμφωνα με τους κανονισμούς της Δ.Ο.Ε, έπρεπε οι ομοσπονδίες να εγκρίνουν τις εγκαταστάσεις των αντίστοιχων αθλημάτων. Η κάθε ομοσπονδία, θεωρώντας το άθλημά της εξαιρετικά σημαντικό, πίεσε και αξίωσε υπερβολικές απαιτήσεις, για εγκαταστάσεις υπερβολικές. Παράδειγμα αποτελούν, οι εγκαταστάσεις για την σκοποβολή στο Μαρκόπουλο, οι οποίες είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, για ένα άθλημα με πολύ μικρή δημοτικότητα στην χώρα μας, την ίδια στιγμή που ο χώρος προσφέρει πολύ μικρές δυνατότητες εναλλακτικής αξιοποίησης.
 
4. Τεχνικοί λόγοι
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι περιπτώσεις του Κανόε/Καγιάκ - Σλάλομ και της Αντιπτέρισης. Αστάθμητοι παράγοντες, απέτρεψαν τον αρχικό σχεδιασμό αυτών των αθλημάτων και η μετεγκατάστασή τους ήταν απαραίτητη.
 
Μελετώντας τον Φ.Υ, αναζητούμε μια σχετική επιχειρηματολογία που στηρίζει και δικαιολογεί τις επιλογές που γίνονται αλλά κάτι τέτοιο απουσιάζει εντελώς. Δεν γίνεται καμία προσπάθεια να στηριχθούν οι τελικές επιλογές, δεν γίνεται λόγος για τυχόν εναλλακτικές λύσεις που μελετήθηκαν και τελικά απορρίφθηκαν, (για τους οποιουσδήποτε λόγους) δεν αναπτύσσεται κάποιο σκεπτικό που να οδηγεί στην τελική επιλογή. Αυτό δικαιολογείται, υπό το σκεπτικό πως δεν είναι μέσα στους στόχους του φακέλου. Στόχος του ήταν να πείσει την Δ.Ο.Ε., για την ετοιμότητα της πόλης.
 
Το ουσιαστικό είναι πως οι τελικές αποφάσεις, δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου διαλόγου ανάμεσα στην οργανωτική επιτροπή και στους αρμόδιους και εμπλεκόμενους φορείς. Τα μόνα κριτήρια που φαίνεται να κυριάρχησαν στην λογική του Φ.Υ, είναι η ευκολία και η ταχύτητα. Τα περισσότερα έργα έγιναν σε εκτάσεις δημόσιες ή επιλεγμένες έτσι ώστε να είναι το δυνατόν μικρότερα τα εμπόδια κατά την διαδικασία των απαλλοτριώσεων. Ελαχιστοποιήθηκαν οι παρεμβάσεις στο κέντρο της πόλης, τόσο για το λόγο των απαλλοτριώσεων, όσο και γιατί θα απαιτούσαν σοβαρό και περίπλοκο προγραμματισμό.

3.2. Ζητήματα κυκλοφορίας, μετακινήσεων και προσβάσεων
 
Το κεφάλαιο Μεταφορές του Φ.Υ. περιλαμβάνει μια σειρά από έργα που έχουν κατά καιρούς συζητηθεί και περιγράφει μια γενικώς ειδυλλιακή εικόνα της πόλης όπου τον πρώτο λόγο στις μετακινήσεις έχουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Τα δύο βασικά μέτρα που προτείνει είναι ο ολυμπιακός δακτύλιος και οι ολυμπιακές λωρίδες.
 
Κριτική στον Φάκελο Υποψηφιότητας
Κατ’ αρχάς, κακώς χρησιμοποιείται ο όρος «δακτύλιος». Δακτύλιο έχουμε κατά τον συνδυασμό ενός κλειστού περιμετρικού άξονα και μιας περιοχής που αυτός περικλείει. Εδώ δεν έχουμε κάποια προστατευόμενη περιοχή. Αντίθετα, διατρέχεται ο κίνδυνος να ενταθεί ο κυκλοφοριακός φόρτος στην καρδιά της πόλης μέσω της κατασκευής μεγάλων ανισόπεδων κόμβων.
 
Το μέτρο των ολυμπιακών λωρίδων θέτει και διακρίσεις ανάμεσα στους επισκέπτες των Αγώνων. Υπάρχουν οι «επίσημοι», προεξεχόντων των μελών της «Ολυμπιακής Οικογένειας», και υπάρχουν και όλοι οι άλλοι, οι οποίοι αντιμετωπίζονται υποτιμητικά. Για τους πρώτους προέχει η ασφάλεια, η άνεση και η ταχύτητα. Η θεσμοθέτηση αυτού του μέτρου αποτελεί, υπό μια έννοια, και μια παραδοχή αποτυχίας της υπάρχουσας πολιτικής πάνω στο κυκλοφοριακό πρόβλημα. Μια έμμεση παραδοχή πως χωρίς αυτά τα έκτακτα, αστυνομικού τύπου, μέτρα όλο το σύστημα θα δυσλειτουργούσε.
 
Την ίδια στιγμή, μια σειρά από μεγάλα έργα που είχαν ήδη δρομολογηθεί, ανεξάρτητα από τους Αγώνες, επιταχύνθηκαν προκειμένου να ενταχθούν σε αυτούς. Έργα τα οποία έστω και καθυστερημένα, ήταν αναγκαία.
 
3.3.    Κριτική επί του ζητήματος των αναπλάσεων
 
Είδαμε το πόσο σημαντικό είναι, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που είχε θέσει η Αθήνα, να υλοποιηθεί μια σειρά μελετών αστικών αναπλάσεων. Το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού, προωθώντας ένα σχέδιο για την ενοποίηση του ιστορικού κέντρου, ίδρυσαν την «Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας» Α.Ε. (Ε.Α.Χ.Α) με σκοπό να υλοποιήσει μια σειρά μελετών προς αυτήν την κατεύθυνση. Το πρόγραμμα αυτό ήταν από την αρχή του άσχετο με τους Αγώνες, στην συνέχεια όμως η οργανωτική επιτροπή των αγώνων το εκμεταλλεύτηκε προς όφελος της και οικειοποιήθηκε τα έργα του. Έργα της Ε.Α.Χ.Α υπήρξαν οι αναπλάσεις των πλατειών Ομονοίας, Συντάγματος, Μοναστηρακίου και Κουμουνδούρου ενώ το πιο γνωστό της έργο είναι η πεζοδρόμηση των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Αποστόλου Παύλου και τμήματος της οδού Ερμού και η ενοποίησή τους σε μια συνολική πορεία που έγινε γνωστή ως «ο μεγάλος περίπατος». Το έργο αυτό προβλήθηκε πολύ ενόψει των Αγώνων και η αλήθεια είναι ότι λειτούργησε και λειτουργεί πολύ καλά ως ένας αστικός περίπατος στην καρδιά της πόλης.
 
Ένα άλλο πρόγραμμα που έγινε με την ευκαιρία των Αγώνων, ήταν το πρόγραμμα ανάπλασης όψεων κτηρίων το οποίο επιδοτούσε τους ιδιοκτήτες κτηρίων (που βρίσκονται εντός των ορίων του Δ. Αθηναίων) να πραγματοποιήσουν μια σειρά εργασιών στις όψεις των κτηρίων.
 
Τέλος, ένα πρόγραμμα που αποδεικνύει περίτρανα την ανευθυνότητα και την έλλειψη σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε το ζήτημα των αστικών αναπλάσεων, ήταν αυτό της ανάπλασης ακινήτων επί της «ολυμπιακής διαδρομής». Η ολυμπιακή διαδρομή είναι ένα σύνολο οδικών αξόνων που εξυπηρετούν τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις αλλά και τα μεγάλα ξενοδοχεία στα οποία διέμειναν οι «επίσημοι» καλεσμένοι των Αγώνων (μέλη της ΔΟΕ και των παγκόσμιων ομοσπονδιών των αθλημάτων, στελέχη των μεγάλων χορηγών κ.α.). Σύμφωνα λοιπόν με αυτό το πρόγραμμα, όλα τα κτήρια που βρίσκονται επί αυτής της διαδρομής, έλαβαν επιδοτήσεις για διάφορες εργασίες επισκευής και καλλωπισμού. Τα κτήρια που λόγω της εκτεταμένης φθοράς τους, δεν ήταν σε θέση να επισκευαστούν, κρύφτηκαν πίσω από μεγάλα πανό, που διαφήμιζαν τους Αγώνες. Αυτά τα πανό χρησιμοποιήθηκαν για να «καλλωπίσουν» και τα διάφορα εργοτάξια στην πόλη. Για τους ιθύνοντες των Αγώνων συνεπώς, η έννοια της ανάπλασης της πόλης ταυτίζεται με την εικόνα της και μάλιστα στην πλέον επιδερμική της έκφραση. Σημασία έχει η εντύπωση που θα σχηματίσουν οι ξένοι επισκέπτες για την πόλη, παρά η βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων αυτής, μέσω ουσιαστικών αναπλάσεων. 
 
3.4.    Συναινέσεις και αντιστάσεις
 
Είναι εύκολα κατανοητό, πώς η ιδέα της διοργάνωσης ενός τόσο μεγάλου γεγονότος όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες, και με δεδομένη την ιστορική σύνδεση που έχει η Ελλάδα με αυτό, ακούγεται γοητευτική. Σε ένα ρεαλιστικό όμως πλαίσιο, αυτή η κίνηση κρύβει πάρα πολλούς κινδύνους και η υλοποίησή της επηρεάζει πιθανώς και αρνητικά την πόλη και τους κατοίκους της. Από την πρώτη στιγμή, υπήρξε μια μερίδα ανθρώπων που διαφώνησε και αντιτάχθηκε στην διοργάνωση της Ολυμπιάδας. Η πολιτεία κατάφερε να περιορίσει αυτές τις φωνές σε μεγάλο βαθμό, αποκλείοντας το δημόσιο βήμα τους. Όποτε έγινε λόγος, υπήρχαν μόνο σχόλια ειρωνικά και απαξιωτικά. Οι άνθρωποι αυτοί, παρουσιάστηκαν ως «αντιδραστικοί ανθέλληνες» που δεν ήθελαν την πρόοδο που θα έφερναν οι αγώνες στην χώρα.
 
Κάτι που αξίζει να σημειώσουμε, είναι η αγωνία από την πλευρά των διοργανωτών να διαβεβαιώσουν την Δ.Ο.Ε για την υψηλή συνοχή και ομοψυχία που παρουσιάζει η ελληνική κοινωνία απέναντι στο ενδεχόμενο διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Στον Φ.Υ γράφει χαρακτηριστικά: «Έως σήμερα, ούτε μια πολιτική ή κοινωνική ομάδα δεν έχει εκφράσει την διαφωνία της στην προοπτική να διοργανωθούν οι Αγώνες στην Αθήνα». Κάτι τέτοιο είναι φυσικά αναληθές, γίνονται όμως εύκολα κατανοητό γιατί δηλώνεται.
 
Οι περισσότερες από τις αντιδράσεις του κινήματος αυτού πάντως, δεν αφορούσαν το συνολικό πλαίσιο των αγώνων αλλά σχετίζονται με τον χώρο, την εικόνα της πόλης και την καθημερινή ζωή του πολίτη σε αυτήν. Οι αντιρρήσεις συνοψίζονται στην κατάληψη και αλλοίωση ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου στην πόλη, στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας του ελεύθερου χώρου, στην περαιτέρω αισθητική υποβάθμιση της Αθήνας με την προσθήκη νέων κτηρίων, κακής αρχιτεκτονικής, ανένταχτων στην φυσιογνωμία της πόλης. Πολλές ομάδες μάλιστα δεν αντιτάχθηκαν παρά μόνο στην κατασκευή κάποιου συγκεκριμένου έργου, στην εκάστοτε περιοχή κατοικίας τους, εκτιμώντας ότι τα έργα θα υποβάθμιζαν την ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος και μαζί με αυτό και την ποιότητα ζωής τους στις περιοχές τους. Παράλληλα ξεκίνησε και μια σειρά προσφυγών στα δικαστήρια με σκοπό να πετύχουν την ακύρωση ορισμένων έργων (ή μέρους αυτών). Όπως είδαμε όμως, το κράτος είχε προβλέψει το ενδεχόμενο τέτοιου είδους προσφυγών και φρόντισε να εξοπλιστεί με τα κατάλληλα νομικά εργαλεία ώστε αυτές να μην αποτελέσουν στο τέλος εμπόδιο.
 
Ανάμεσα σε όλες αυτές τις αντιδράσεις και τις αγωνίες που εκφράστηκαν για το μετα-ολυμπιακό μέλλον της πρωτεύουσας, ξεχωρίζει μια εμπεριστατωμένη κριτική μελέτη που συνοδεύτηκε και από μια πλήρως τεκμηριωμένη εναλλακτική πρόταση. Τον Ιανουάριο του 1998, το Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π δημοσίευσε μια έρευνα γύρω από τους Αγώνες και τις πολεοδομικές παραμέτρους που αυτοί έθεταν, η οποία είχε τίτλο: «Πολεοδομική και Περιβαλλοντική διάσταση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 – Εναλλακτικές προτάσεις χωροθέτησης». 
 
Η κριτική προς τον Φ.Υ. συνοψίζεται στα εξής :
• Αυξάνεται η συγκέντρωση των εγκαταστάσεων στους δύο μεγάλους αθλητικούς πόλους, σε ΟΑΚΑ και Φάληρο. Ειδικότερα στο Φάληρο, η επιλογή αυτή έχει ως αποτέλεσμα την «δημιουργία μιας συνεχούς ζώνης αθλητισμού, πραγματικό “τείχος” προς την θάλασσα»
• Ακαταλληλότητα των εκτάσεων στις παρυφές της Πάρνηθας που επιλέχθηκαν για την κατασκευή του Ο.Χ καθώς και των κέντρων Τοξοβολίας και Ιππασίας.
• Λειτουργίες της πόλης που προορίζονταν για περιοχές εκτός λεκανοπεδίου, εγκλωβίζονται μέσα σε αυτό.
• Λάθος η επιλογή του Σχοινιά για την κατασκευή του Κωπηλατοδρομίου.
• Λάθος η επιλογή του Ολυμπιακού Δακτυλίου
 
Οι εναλλακτικές προτάσεις που διατυπώνονται στην μελέτη, στηρίζονται σε μια διαφορετική προσέγγιση, η οποία έχει τους παρακάτω “άξονες” :
1. Προώθηση στο μέγιστο δυνατό βαθμό της αποκέντρωση των εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τους Αγώνες.
2. Για τις εγκαταστάσεις που μένουν εντός των ορίων του Λεκανοπεδίου, προώθηση της μεγαλύτερης δυνατής διασποράς τους δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην «υποβαθμισμένη και φτωχή σε ανάλογους χώρους νοτιοδυτική Αθήνα»
3. Αποφυγή όλων εκείνων των επιλογών που ενισχύουν τις τάσεις γεωγραφικής επέκτασης του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Πρωτεύουσας.
4. Οργάνωση ενός ολοκληρωμένου και ενιαίου συστήματος Μέσων Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ) σταθερής τροχιάς
5. Λειτουργία όσο το δυνατόν περισσότερο της λογικής της επανάχρησης υπάρχοντος κτιριακού δυναμικού καθώς και κενών υπαίθριων χώρων της πόλης.
6. Αποφυγή της κατασκευής λυόμενων εγκαταστάσεων ή εν τέλει περιορισμού αυτών στις απολύτως αναγκαίες περιπτώσεις.
7. Σχεδιασμός εγκαταστάσεων και χώρων με τρόπο φιλικό προς την πόλη και το περιβάλλον.

Μέρος Δεύτερο:    Μελέτες περίπτωσης.
Κεφ.4:    Το Ολυμπιακό Χωριό
4.1.    Βασικές επιλογές
 
Το Ολυμπιακό Χωριό είναι ίσως το σημαντικότερο ολυμπιακό έργο για όλες τις Ολυμπιάδες και με δεδομένο πως μετά τους αγώνες προορίζεται για περιοχή μόνιμης κατοικίας χιλιάδων ανθρώπων, η χωροθέτησή του, είναι μια πολύ κρίσιμη πολεοδομική επιλογή. Ο πληθυσμός του χωριού, κατά την μετα-ολυμπιακή του χρήση, προβλεπόταν αρχικά σε 25.000 κατοίκους. Οι αισιόδοξες όμως αυτές προβλέψεις περιορίστηκαν στον σημερινό, εν δυνάμει, πληθυσμό που είναι 12.000 κάτοικοι, συν 2.000 περίπου εργαζόμενοι σε αυτό.
 
Σύμφωνα με τον Φ.Υ., το Ο.Χ καταλαμβάνει έκταση 830 στρεμμάτων και χωροθετείται σε μια έκταση κατά 75% δασική στους πρόποδες του όρους της Πάρνηθας. Η επιλογή της Πάρνηθας για το Ο.Χ γενικά αντιμετωπιζόταν με μεγάλο σκεπτικισμό, καθώς αρκετοί προέβλεπαν ότι θα αποτελούσε το έναυσμα για περαιτέρω οικοπεδοποιήσεις και κατασκευές, σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη οικολογικά περιοχή. Εξάλλου, η ύπαρξη των δασικών εκτάσεων ήταν και ο λόγος της συνεχούς αλλαγής της ακριβούς θέσης, γεγονός που κόστισε τόσο σε επίπεδο χρονικό όσο και σε οικονομικό λόγω των αυξημένων τιμών για απαλλοτριώσεις.

Για το σχεδιασμό του χωριού ο οργανισμός “Αθήνα 2004” προκηρύσσει δύο, άγονους τελικά, αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Οι διαγωνισμοί αυτοί είναι οργανωμένοι πολύ πρόχειρα και η οργανωτική επιτροπή δεν έχει θέσει σαφής όρους. Αφού και οι 2 διαγωνισμοί αποτυγχάνουν, τα σχέδια για το Ο.Χ ανατίθενται στον Ο.Ε.Κ. Η εταιρία «Ολυμπιακό Χωριό 2004» Α.Ε, θυγατρική του Ο.Ε.Κ, εκπονεί την τελική μελέτη, η οποία βασίζεται στην κεντρική ιδέα της ομάδας των Γάλλων μελετητών που είχαν κερδίσει τον δεύτερο διαγωνισμό.
 


Το Ο.Χ., χωρίζεται σε τρεις ζώνες, παράλληλες στον άξονα βορρά – νότου.  Στα δυτικά βρίσκεται η διεθνής ζώνη, η οποία περιλαμβάνει κτήρια που κατά την διάρκεια των Αγώνων στέγασαν υπηρεσίες και με την σημερινή χρήση, προβλέπεται να φιλοξενήσει διοικητικές υπηρεσίες, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και εμπορικές χρήσεις. Πρόκειται δηλαδή να λάβει όλες τις χρήσεις κέντρου πόλης. Ανατολικά αυτής βρίσκεται η ζώνη των κατοικιών και ακόμη πιο ανατολικά η ζώνη των αθλητικών εγκαταστάσεων ,που χρησιμοποιήθηκε για τις προπονήσεις των αθλητών και για την οποία ο Ο.Ε.Κ. δήλωνε πως, στην μετα-ολυμπιακή φάση, θα χρησιμοποιούταν για την άθληση των κατοίκων του Ο.Χ.
 
4.2.    Κριτική προσέγγιση και εναλλακτικές φωνές.
 
Ήταν η περιοχή η  κατάλληλη για να δεχτεί ένα τόσο μεγάλο έργο; Η απάντηση που παίρνουμε από όλες τις πηγές είναι αρνητική, καθώς η περιοχή αυτή αποτελούσε τμήμα του λεγόμενου «περαστικού πρασίνου της Πρωτεύουσας». Ένα δεύτερο πρόβλημα που δημιουργεί η ύπαρξη του Ο.Χ στην θέση αυτή είναι πως επηρεάζει την ανάπτυξη του ιστού της πόλης, ελκύοντας την εξάπλωση αυτού προς μία περιοχή, η οποία αφενός δεν ήταν προγραμματισμένη να ενταχθεί στο σχέδιο πόλης και αφετέρου, δεν περιλαμβάνεται στους άξονες της ανάπτυξης που ορίζουν τα Μεγάλα Έργα (Σταυρός – Ελευσίνα, Νέο Αεροδρόμιο).
 
Υπήρχαν όμως λύσεις και προτάσεις εντελώς αντίθετες σε αυτήν της Πάρνηθας; Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, στα πλαίσια του σχεδίου αναβάθμισης της Αθήνας που προτείνει ο Αντώνης Τρίτσης, προτείνεται η κατασκευή του χωριού στο κέντρο της Αθήνας, με την εν μέρει επανάχρηση υπάρχοντος κτιριακού δυναμικού σε περιοχές υποβαθμισμένες όπως το Μεταξουργείο και του Ψυρρή ή στις εργατικές πολυκατοικίες του Νέου Κόσμου. Οι προτάσεις  του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος του Ε.Μ.Π βρίσκονται στο ίδιο πνεύμα. Προτείνεται η ανάπλαση των περιοχών Γκαζοχωρίου και Μεταξουργείου, στο κέντρο της πόλης. Η λύση αυτή βέβαια, όπως και όλες όσες κάνουν λόγο για το κέντρο της πόλης, απαιτούν τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας σειράς προγραμμάτων. Η επιλογή αυτή θεωρήθηκε από την αρχή ανέφικτη με την δικαιολογία των στενών χρονικών περιθωρίων. Μια ακόμα λύση που είχε ακουστεί όσο το θέμα της εν λόγω περιοχής ήταν επίκαιρο, ήταν η ανακαίνιση και επανάχρηση των προσφυγικών πολυκατοικιών της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Αυτή η γενική προσέγγιση, δηλαδή η ένταξη του Ο.Χ στο κέντρο της Ολυμπιακής πόλης, είχε εφαρμοστεί και στις προηγούμενες τρεις Ολυμπιάδες λειτουργώντας πολύ καλά, με αποκορύφωμα τους Αγώνες του 1992 στην Βαρκελώνη.
 
Μια άλλη λύση που προτείνεται στην μελέτη του Ε.Μ.Π είναι το πρώην αεροδρόμιο στο Ελληνικό, η οποία απορρίπτεται προφανώς γιατί η περιοχή προορίζεται για άλλους, πολύ πιο προσοδοφόρους, τρόπους εκμετάλλευσης. Τέλος υπάρχει και μια άλλη λύση που προτείνει η μελέτη, σε μια περιοχή πολύ κοντά στην θέση Λεκάνες. Πρόκειται για την θέση Πυργάκι, επίσης στον δήμο Αχαρνών, στα Ν.Δ του κέντρου της πόλης, όπου θα μπορούσε να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα ανάπλασης και αναβάθμισης μίας υποβαθμισμένης αστικής ζώνης.
 
Με όλα αυτά τα δεδομένα λοιπόν, αναρωτιέται κανείς γιατί τελικά επελέγη αυτή η περιοχή; Ποια πλεονεκτήματα είδαν οι συντάκτες του Φ.Υ και την όρισαν ως την καταλληλότερη για το έργο; Η λογική απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι μία: η ευκολία. Ευκολία στις απαλλοτριώσεις, ευκολία στην πολεοδομική επίλυση, ευκολία στον προγραμματισμό.
 
4.3.    Ζητήματα μετα-ολυμπιακής χρήσης και βιωσιμότητας
 
Σήμερα, το βασικότερο πρόβλημα που έχει το Ο.Χ, και το οποίο αναδεικνύει και την προχειρότητα του σχεδιασμού, είναι πως είναι πλήρως αποκομμένο κυκλοφοριακά από το Μενίδι, τον δήμο όπου θεωρητικά ανήκει. Έχοντας ως βάση το στοιχείο αυτό, βλέπουμε πως το χωριό οδηγείται σταδιακά σε απομόνωση και αυτονόμηση. Αυτήν την στιγμή, το χωριό δεν βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία. Μόνο το 60% των κατοικιών χρησιμοποιούνται. Η διεθνής ζώνη, που προορίζεται για χρήσεις κέντρου πόλης, είναι ανενεργή. Εμπορικά καταστήματα δεν υπάρχουν εκτός από κάποια που εξυπηρετούν πρώτες ανάγκες των κατοίκων (mini market). Όλες οι μεγάλες εμπορικές αλυσίδες απουσιάζουν, παρόλα τα κίνητρα που προσπάθησε να τους δώσει ο Ο.Ε.Κ. και αυτό γιατί θεωρούν πως η αγοραστική δύναμη των κατοίκων του χωριού και των γύρω περιοχών, είναι πολύ περιορισμένη και συνεπώς η επένδυση δεν θα είναι αποδοτική. Η πολυκλινική που επίσης διαθέτει το χωριό, αν και έχει εγκαινιαστεί (μάλλον για λόγους προσχηματικούς), δεν λειτουργεί, ενώ οι χώροι άθλησης εκμισθώθηκαν σε ιδιώτες. Το αστυνομικό τμήμα που επίσης υπάρχει, υπολειτουργεί σε τέτοιο βαθμό που έχει επιστρατευτεί ιδιωτική εταιρία φύλαξης (security) για την προστασία του χώρου.

Κεφ.5.    Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις στην περιοχή «Γουδή» και το ζήτημα του Μητροπολιτικού Πάρκου
5.1. Ιστορική αναδρομή. Η υπόθεση του μητροπολιτικού πάρκου.

Ως περιοχή «Γουδή», εννοούμε μια έκταση 4.500 στρεμμάτων, βορειοανατολικά του κέντρου της Αθήνας, που εκτείνεται νοτιοανατολικά της λεωφόρου Μεσογείων, εκατέρωθεν της λεωφόρου Κατεχάκη μέχρι τις παρυφές του Υμηττού. Περιλαμβάνει πλήθος εγκαταστάσεων, συγκροτημάτων, οργανισμών και φορέων. Πάνω από 50 ιδιοκτησίες που ανήκουν σε 16 διαφορετικούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου συνθέτουν αυτήν την τεράστια έκταση, εντός της οποίας κυριαρχεί ο ελεύθερος αδιαμόρφωτος χώρος.
 
Η περιοχή έρχεται στο προσκήνιο την εποχή της μεταπολίτευσης όταν μια ομάδα κατοίκων της περιοχής αξιώνει την μετατροπή της, από «στρατιωτική πόλη» σε πάρκο. Το 1977, το αίτημα αυτό προωθείται από την τότε κυβέρνηση και με τον νόμο 732 παραχωρούνται 965 στρέμματα με σκοπό να γίνουν πάρκο. Στο Ρ.Σ.Α του 1983 προβλέπεται η δημιουργία του Μητροπολιτικού Πάρκου στην ευρύτερη περιοχή «Γουδή». Η ανακοίνωση της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την Αθήνα, αποτελεί κατά τον Ο.Ρ.Σ.Α την μεγάλη ευκαιρία υλοποίησης αυτού του σχεδίου που έχει μείνει για τόσα χρόνια ανεκπλήρωτο. Πιστεύει παράλληλα, πως η υλοποίηση του Πάρκου, είναι δυνατόν να συνδυαστεί αρμονικά με την διοργάνωση στον χώρο και κάποιων από τα ολυμπιακά αθλήματα. Για τον λόγο αυτό ανέθεσε στο Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος του Ε.Μ.Π. να εκπονήσει έρευνα για τις δυνατότητες υλοποίησης του Πάρκου σε συμφωνία πάντα και με την διοργάνωση αγωνισμάτων στην περιοχή κατά την περίοδο των Αγώνων. Στο ερευνητικό αυτό πρόγραμμα αναλύονται διεξοδικά οι διαδικασίες που αν ακολουθηθούν, μπορεί το πάρκο να γίνει πραγματικότητα, με τρόπο ρεαλιστικό και βιώσιμο.
 
5.2.    Οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις και η σημερινή πραγματικότητα.
 
Στην περιοχή «Γουδή», αρχικά προβλεπόταν να λάβουν χώρα τρία από τα αγωνίσματα του μοντέρνου πεντάθλου. Τελικά, αναγορεύτηκε σε Ολυμπιακό Συγκρότημα που περιέλαβε εκτός από το μοντέρνο πένταθλο, το γήπεδο της αντισφαίρισης (Badminton) σε νέο κτίριο τύπου βιομηχανικής προκατασκευής, τμήμα του Χωριού Τύπου καθώς και το Ολυμπιακό Αμαξοστάσιο. Έχουμε δηλαδή και εδώ μία περίπτωση αντίστοιχη εκείνης του Ελληνικού όπου χωροθετήθηκαν αποσπασματικά και με το χαρακτήρα του επείγοντος διάφορα έργα της τελευταίας στιγμής. Χαρακτηριστικό της αποσπασματικότητας αυτής είναι ότι, παρά το γεγονός της ανάδειξης του χώρου σε Ολυμπιακό Συγκρότημα, δεν πραγματοποιήθηκε κανένα συνοδευτικό έργο ούτε στο επίπεδο των προσβάσεων, ούτε σε αυτό του περιβάλλοντος χώρου και πάντως δεν υλοποιήθηκε ούτε ένα τμήμα του Μητροπολιτικού Πάρκου. Τα προγραμματισμένα αγωνίσματα διεξήχθησαν σε αποσπασματικές εγκαταστάσεις ανάμεσα σε χωράφια, εγκαταλειμμένα κτίρια και συρματοπλέγματα. Μόνη παρέμβαση η περίφημη γέφυρα Καλατράβα, η οποία θα σηματοδοτούσε ταυτόχρονα το νέο συγκρότημα και ένα μέρος της Ολυμπιακής διαδρομής. Έργο εμβληματικό, στέκει σήμερα χωρίς χρήση και χωρίς σημασία.
 
Στην παρούσα φάση, η εταιρία «Ολυμπιακά Ακίνητα» Α.Ε, έχει μισθώσει τις εγκαταστάσεις στην «Arts Dance and Music productions» η οποία έχει μετονομάσει το γήπεδο της αντισφαίρισης, σε «Badminton Theatre» και διοργανώνει εκεί παραστάσεις και θεάματα μεγάλης κλίμακας. Κι’ αυτό, παρόλο που ο χώρος έχει αποδειχθεί μη προσαρμόσιμος στη φιλοξενία τέτοιων εκδηλώσεων ενώ οι συνθήκες πρόσβασης και στάθμευσης είναι απολύτως ακατάλληλες. Κατά τ’ άλλα, κανένας από τους σχεδιασμούς για Μητροπολιτικό Πάρκο δεν υλοποιείται. Και ο χώρος παραμένει διεκδικούμενος από διάφορους φορείς που αναζητούν κεντρικούς χώρους για την εγκατάστασή τους, όπως το νέο Υπουργείο Εσωτερικών, νέες νοσοκομειακές μονάδες, το νέο κτίριο της ΝΕΤ, η κατασκευή νέων κτιρίων στο εσωτερικό υφιστάμενων στρατοπέδων, ένας αυθαίρετος ναός στην περιοχή Ζωγράφου κλπ. Και στο μεταξύ βεβαίως και πιο φιλόδοξες χρήσεις, όπως η αρχική επιλογή για τη δημιουργία συμπλέγματος αθλητισμού αναψυχής και εμπορίου της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, ή η νέα σύλληψη για την χωροθέτηση εκεί του Μητροπολιτικού Ναού της Αθήνας καθώς και Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου.
 

Συμπεράσματα
 
Είναι εύκολα κατανοητό, πως ο κύριος ρόλος που διαδραματίζει η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων για την εκάστοτε πόλη, δεν αφορά τόσο τους αγώνες καθαυτούς και την πόλη κατά την διάρκεια διεξαγωγής τους, όσο την πόλη μετά από αυτούς. Εξάλλου, η διάρκεια των αγώνων, σε σχέση με την τεράστια προετοιμασία (χρονικά, οικονομικά και οργανωτικά) που γίνεται για αυτούς, είναι αμελητέα. Πρέπει να είναι δηλαδή οι Αγώνες το εργαλείο, η αιτία ή/και η αφορμή για μια πόλη να επιχειρήσει να αλλάξει εκ βάθρων την εικόνα της, την ποιότητα ζωής που προσφέρει στους κατοίκους της αλλά και την εικόνα της υπό την μορφή του τουριστικού προϊόντος που πουλάει.
 
Πιο συγκεκριμένα, η Αθήνα είχε ως κύριο στόχο την αναβάθμισή της σε επίπεδο συγκέντρωσης οικονομικής δραστηριότητας υψηλού επιπέδου, δηλαδή την μετατροπή της σε οικονομικό πόλο διεθνούς εμβέλειας.
 
Πως απάντησε σε αυτούς τους στόχους η διοργάνωση; Μέχρι και σήμερα, τρία χρόνια μετά το τέλος της Ολυμπιάδας, το εγχείρημα φαίνεται να έχει αποτύχει σε όλους τους τομείς. Η πολυαναμενόμενη οικονομική άνθιση δεν ήρθε ούτε στην Αθήνα ούτε στην χώρα γενικότερα. Το φυσικό περιβάλλον του Λεκανοπεδίου, αντί να αναβαθμιστεί, επιβαρύνθηκε ακόμα περισσότερο (η αναλογία τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο αντί να αυξηθεί στο 4,5 μειώθηκε στο 2). Το μεγάλο πρόβλημα της υποβαθμισμένης ποιότητας ζωής των κατοίκων, συνιστώσα πολλών επί μέρους ζητημάτων, μένει αναπάντητο και ζωντανό στην πόλη. Ακόμα και το κυκλοφοριακό πρόβλημα, χρόνια πληγή στην καθημερινότητα της πόλης, επιδεινώνεται καθημερινά με την κυκλοφορία νέων Ι.Χ αυτοκινήτων, παρά την πολύ επιτυχημένη επιλογή του Μετρό και τους γενικότερους σχεδιασμούς για την αναβάθμιση των μέσων μαζικής μεταφοράς που συνεχίζονται και μετά τους αγώνες.
 
Η διεκδίκηση των Αγώνων του 2004 δεν αποτέλεσε μια μεμονωμένη κίνηση. Η Αθήνα είχε διεκδικήσει και την «χρυσή» Ολυμπιάδα του 1996 και δεν τα κατάφερε. Τι είναι όμως αυτό που κάνει μια πόλη να επιμείνει στην διεκδίκηση των Αγώνων, τόσο λίγο καιρό μετά από  μια αποτυχημένη προσπάθεια; Αυτή η επιμονή δεν φανερώνει πως έχει επενδύσει σε σημαντικό βαθμό, στους Αγώνες, την υλοποίηση ορισμένων στόχων που έχει θέσει; Και αφού ήταν τόσο σημαντικοί οι Αγώνες για την υλοποίηση αυτών των στόχων, δεν θα έπρεπε η χώρα να είναι πιο σωστά προετοιμασμένη για αυτούς ; 


 

Θα ήταν πιθανώς επιπόλαιο και επικίνδυνο να βγάλουμε μια «ετυμηγορία» για τους λόγους της αποτυχίας του εγχειρήματος. Η έλλειψη εμπειρίας στην διοργάνωση τέτοιων mega-events, η έλλειψη των απαραίτητων υποδομών και η αδυναμία συντονισμού σε ένα πολύ-διασπασμένο διοικητικό σύστημα είναι παράγοντες που σίγουρα συνετέλεσαν στο αποτέλεσμα. Αυτό που σίγουρα μπορούμε να κρατήσουμε, είναι η πλήρης έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής βούλησης να υλοποιηθούν οι στόχοι που είχαν εξαγγελθεί. Είναι δύσκολο να δεχτούμε πως οι διοργανωτές των Αγώνων αστόχησαν στις προβλέψεις τους εξ’ αιτίας, πιθανώς, μιας υπερβολικής αισιοδοξίας για την μελλοντική έκβαση των πραγμάτων. Είναι σίγουρο πως δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν σωστά τις συνιστώσες του προβλήματος, αλλά ταυτόχρονα δεν αφιερώθηκαν πραγματικά στην λύση αυτού. Από το τελικό αποτέλεσμα, μπορούμε να συμπεράνουμε πως, οι στόχοι τέθηκαν μάλλον για τις ανάγκες μίας ρητορικής που είχε συγκεκριμένους σκοπούς και προορισμό.
 
Οι διοργανωτές των Αγώνων επένδυσαν πολύ και στο ιδεολογικό και εθνικό στοιχείο προκειμένου να πείσουν για πράγματα, πολλές φορές, αδιανόητα.  Η Ολυμπιάδα της Αθήνας έγινε «εθνικός στόχος» η εκπλήρωση του οποίου θα μας γέμιζε όλους «εθνική υπερηφάνεια». Η Ελλάδα ήταν η χώρα που διοργάνωνε τους αρχαίους αλλά και διοργάνωσε τους πρώτους σύγχρονους, Ολυμπιακούς Αγώνες και έπρεπε να πείσει πάση θυσία τον κόσμο πως είναι και τώρα σε θέση να το κάνει. Όλος ο κόσμος, άκουσε πολλά αρνητικά κατά την διάρκεια της επταετίας της προετοιμασίας των Αγώνων, τον έπεισαν όμως να τα «καταπιεί» στο όνομα της «εθνικής υπερηφάνειας» που θα ένιωθε μετά την λήξη τους. Χαλάλι τα εκατοντάδες δις ευρώ που δόθηκαν (και θα πληρώνει για πολλές γενιές ακόμα), όλο το νέο μπετό που προστέθηκε στην ασφυκτική κατάσταση της Αθήνας, η επιβάρυνση του κυκλοφοριακού φόρτου, οι κάμερες που παρακολουθούν την κάθε του κίνηση, όλα τα δέντρα που κόπηκαν, οι ακτογραμμές που χάθηκαν, τα οικοσυστήματα που διαταράχτηκαν. Όλα αυτά ισοσκελίζονται από το αίσθημα περηφάνιας που θα νιώθει αναλογιζόμενος πως η χώρα του, αν και η πιο μικρή στην Ιστορία που αποτόλμησε κάτι τέτοιο, κατάφερε να διοργανώσει επιτυχημένους (;) Ολυμπιακούς Αγώνες.
 
Μοναδική παρακαταθήκη των Αγώνων είναι η λογική του έκτακτου, του αποσπασματικού και του επείγοντος που τείνει να καθιερωθεί ως πολιτική μέθοδος στα πολεοδομικά πράγματα, τουλάχιστον της πρωτεύουσας. Με αυτήν την λογική προωθείται η κατασκευή του νέου γηπέδου του Παναθηναϊκού στην περιοχή του Ελαιώνα (η οποία περιοχή έχει ορισμένες χρήσεις γης, ασύμβατες με αυτές που προγραμματίζονται), καθώς και η κατασκευή της νέας μητρόπολης Αθηνών που οραματίζεται ο σημερινός αρχιεπίσκοπος, πιθανώς στην περιοχή «Γουδή».
 
Για τους διοργανωτές, είτε αυτοί είναι η εταιρία «Αθήνα 2004» είτε η ελληνική κυβέρνηση, για το σύνολο το πολιτικού κόσμου αλλά και για μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας (και αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό) η Ολυμπιάδα της Αθήνας κρίθηκε επιτυχημένη. Και κρίθηκε ως τέτοια για τους εξής δύο λόγους: Πρώτον, μέσα σε ένα παγκόσμιο κλίμα τρομο-υστερίας, οι πρώτοι αγώνες μετά την περίφημη 11η Σεπτεμβρίου, ολοκληρώθηκαν χωρίς να πληγούν από κάποια τρομοκρατική επίθεση. Αυτό ίσως να ήταν αποτέλεσμα ορθής προετοιμασίας της ασφάλειας των Αγώνων, ίσως βέβαια να ήταν και απλώς συγκυριακό. Δεύτερον, οι αγώνες έγιναν τελικά στην Αθήνα. Μετά από μια πολύ ταραχώδη περίοδο προετοιμασίας, με πολλές καθυστερήσεις και αλλαγές σχεδίων, θεωρήθηκε επιτυχία το αυτονόητο: ότι έγιναν στην πόλη στην οποία είχαν ανατεθεί 7 χρόνια νωρίτερα. Το γεγονός όμως ότι η διοργάνωση αστόχησε σε όσους στόχους είχε εξαρχής θέσει και τους οποίους μάλιστα είχε πολύ-διαφημίσει προκειμένου να κερδίσει την λαϊκή συμπαράσταση, φαίνεται σήμερα να έχει ξεχαστεί. Έχουν αλλοιωθεί λοιπόν σε τέτοιο βαθμό τα κριτήρια αξιολόγησης του τελικού αποτελέσματος, που θεωρούμε τους αγώνες επιτυχημένους απλώς και μόνο γιατί έγιναν.
 
Είπαμε πως μετά το πέρας των αγώνων, έρχεται η στιγμή της αξιολόγησης του όλου εγχειρήματος. Σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει κάποιο πρόβλημα τελικής κρίσης στο βαθμό που τα οφέλη αλλά και οι αρνητικές συνέπειες των Αγώνων δεν θα είναι συγκρίσιμα, μιας και θα βασίζονται σε διαφορετικά συστήματα αξιών, όπως για παράδειγμα η οικονομική ανάπτυξη και η οικολογική προστασία. «Σε μια κοινωνία στην οποία δεν υπάρχει συναίνεση για την ιεράρχηση ανόμοιων αλλά αλληλοεξαρτώμενων αξιών, αλλά ούτε και μηχανισμός που να οδηγεί σε μια τέτοια ιεράρχηση, η αντίθεση δεν οδηγεί στη σύνθεση αλλά στην σχετικά μονομερή επικράτηση μιας απλουστευτικής και ελλιπούς λογικής». Το παράδοξο είναι πως, στους συγκεκριμένους Αγώνες, σε οποιοδήποτε σύστημα αξιών και αν βασιστούμε, τα τελικά αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά.
 

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε τον Ιούλιο του 2007 στα πλαίσια του μαθήματος «Εισαγωγή στην έρευνα – Διάλεξη». Οι απόψεις που εκφέρονται σε αυτήν σχετικά με την μετα-ολυμπιακή πραγματικότητα, εξακολουθούν να με εκφράζουν και θεωρώ ότι κανένα σημαντικό βήμα δεν έχει γίνει προς μια αντίθετη κατεύθυνση.

 Διπλωματικές & Ερευνητικές Εργασίες - Το greekarchitects.gr, προτείνει μια  θεματική ενότητα, στην οποία παρουσιάζονται πτυχιακές ή ερευνητικές εργασίες φοιτητών από σχολές πολυτεχνείων της Ελλάδας και του εξωτερικού. Οι ενδιαφερόμενοι /νες μπορούν να μας στείλουν την διπλωματική τους εργασία.

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital