ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

PORTFOLIO

Ωδή στον (αμερικανικό) μεταμοντερνισμό

21 Ιούνιος, 2016

Ωδή στον (αμερικανικό) μεταμοντερνισμό

Στο πεδίο της οργάνωσης της πόλης και του ρόλου της αρχιτεκτονικής, η Ευρώπη και η Αμερική (στην περίπτωσή μας οι Ηνωμένες Πολιτείες) είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι.

Του Ανδρέα Γιακουμακάτου

 

Η ευρωπαϊκή πόλη είναι ο χώρος των χρονικών διαστρωματώσεων, της δεσπόζουσας θέσης του «ιστορικού κέντρου», της ομόκεντρης και ιεραρχικής ανάπτυξης με σημείο αναφοράς τη δημόσια πλατεία, της μίξης των λειτουργιών με βασικό τον ρόλο του εμπορίου, της κοινωνικότητας και της ανταλλαγής όπου συνευρίσκονται ο τόπος εργασίας με εκείνον του ελεύθερου χρόνου και συχνά της κατοικίας.

Από την άποψη αυτή η αμερικανική πόλη εκφράζει μια άλλη πραγματικότητα. Μιλώ περισσότερο για την πόλη της Δυτικής Ακτής και του Νότου των ΗΠΑ, που από μια άποψη είναι και η πιο αντιπροσωπευτική της αμερικανικής ιδέας για τον αστικό χώρο. Μιας ιδέας όπου, μεταξύ άλλων, η «κατανάλωση του χώρου» δεν έχει το ίδιο νόημα όπως στην Ευρώπη, με δεδομένες εκεί τις διαθέσιμες αχανείς -αστικές και εξωαστικές- εκτάσεις και τον χαρακτήρα «non finito» των πολεοδομικών συγκροτήσεων.

Μητροπόλεις όπως το Λος Αντζελες στην Καλιφόρνια ή μικρότερα κέντρα όπως το Χιούστον στο Τέξας, αποτελούν αστικές καταστάσεις χωρίς συνοχή, διάχυτες πόλεις με τεράστιες αδόμητες εκτάσεις σε τόπους που εμείς θα προσλαμβάναμε ως τα «κέντρα» των πόλεων, με κυρίαρχο αστικό καθεδρικό το πολυώροφο κτίριο στάθμευσης για τα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς (ο καημένος ο Louis Kahn ονειρευόταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 με την πολεοδομική μελέτη του για τη Φιλαδέλφεια να εκδιώξει τα αυτοκίνητα από το κέντρο της πόλης...) Αστικές συσσωρεύσεις-sprawl νεότατες σε ηλικία (πολλές ιδρύθηκαν γύρω στη δεκαετία του 1830), «πόλεις που δεν υφίστανται», αντιπόλεις της απομόνωσης και του ατομικισμού. Εξαιρετικοί πόλοι αριστείας (πανεπιστήμια, συγκροτήματα μουσείων και πολιτισμικών δραστηριοτήτων, νοσοκομειακά κέντρα, ακόμη και περιοχές κατοικίας) μπορεί να συγκροτούν οργανωμένες πραγματικότητες διασπαρμένες σε τόπους χωρίς αστική ταυτότητα, με ενδιάμεσες περιοχές-αστικά κενά ανθρώπινης αθλιότητας αλλά εξοπλισμένους με ταχύτατους άξονες κυκλοφορίας για τα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς. Εξαίρεση, από αυτή την άποψη, πέρα από το Μανχάταν της Νέας Υόρκης αποτελεί για παράδειγμα το υπέροχο Σικάγο.

 


Ντάλας, 2016.

 

Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του σχεδιασμού σε μια τέτοια πραγματικότητα; Μπορούμε να κρίνουμε με το ίδιο μέτρο την ευρωπαϊκή και την αμερικανική αρχιτεκτονική; Η τελευταία, αμέσως μετά την πρώτη ενηλικίωσή της, από τη δεκαετία του 1870 και μετά, είχε φροντίσει να διαφοροποιηθεί από τα ευρωπαϊκά πρότυπα εγκαινιάζοντας μια θριαμβευτική πορεία που την έφερνε στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής με τα «υψηλά κτίρια» του Σικάγου τα οποία προανήγγειλαν ουσιαστικά τον μοντέρνο ορθολογισμό της αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα -όσο και αν εμείς ως Ευρωπαίοι τείνουμε να το αγνοούμε- την ίδια εποχή που η Γηραιά Ήπειρος αναλωνόταν στην «αποθέωση του ιδιωτικού» μέσω της Αρ νουβό στην αρχιτεκτονική και τις εφαρμοσμένες τέχνες. Την παράδοση της αυτονόμησης από οτιδήποτε ανέδιδε ευρωπαϊκό άρωμα θα ακολουθούσε στη συνέχεια με την αντιαστική ουτοπία του ο Frank Lloyd Wright πάλι στο Σικάγο, καταλήγοντας έτσι να είναι στις αρχές του 20ου αιώνα ο σπουδαιότερος αρχιτέκτονας του κόσμου.

Σε έναν τόπο όπως οι Η.Π.Α. χωρίς ίδια σχεδιαστική παράδοση, που δεν βίωσε ποτέ τον καταναγκασμό μιας στιλιστικής κατεύθυνσης -π.χ. το μοντέρνο, οι παραλλαγές και οι εξελίξεις του, όπως στην Ευρώπη- η αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα ακολούθησε ουσιαστικά τον δρόμο του εκλεκτικισμού (και δεν μιλούμε για τους διάσημους δασκάλους της αρχιτεκτονικής όπως π.χ. οι Wright, Neutra, Mies που περιλαμβάνονται στα εγχειρίδια ιστορίας και οι οποίοι αποτελούν τις εξαιρέσεις του κανόνα). Η τοπική πραγματικότητα δηλαδή υπήρξε ανέκαθεν και από τη φύση της μεταμοντέρνα. Μια ιδιαιτερότητα σε αυτό το πλαίσιο εκφράζει η Αρ ντεκό, το μόνο γνήσια αμερικανικό στιλ του 20ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι και αυτής η προέλευση υπήρξε ευρωπαϊκή, παρισινή για την ακρίβεια (είναι ιστορικά γνωστή η αγάπη των Αμερικανών για οτιδήποτε γαλλικό). Η Αρ ντεκό ήταν κάτι σαν το αυγό του Κολόμβου, επέτρεπε την υιοθέτηση μοντέρνων γραμμών η προγραμματική αυστηρότητα ωστόσο των οποίων «εξευγενιζόνταν» από μιαν αύρα κλασικότροπης κομψότητας.

Με αυτές τις προϋποθέσεις, οι προοπτικές της σύγχρονης αμερικανικής αρχιτεκτονικής δεν ήταν πολλές. Ο ένας ήταν ο δρόμος του μοντερνιστικού μανιερισμού και των άπειρων παραλλαγών του «διεθνούς στιλ», κυρίως στα δημόσια κτίρια και στους ουρανοξύστες. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι οι εναλλακτικές: η μία διαμορφώθηκε με το έργο του Frank Gehry (του αρχιτέκτονα του μουσείου στο Μπιλμπάο) που ακολούθησε έναν προσωπικό δρόμο. Σε πόλεις δίχως ταυτότητα, δίχως χαρακτήρα, δίχως ιστορία, δίχως συνοχή, σε περιβάλλοντα αντιληπτικού κατακερματισμού χωρίς αναφορές, η λύση είναι η αρχιτεκτονική ως έργο τέχνης, ως μια πανταχόθεν ελεύθερη public art που καταφεύγει στην τεχνολογική σκηνογραφία του εξωτερικού κελύφους, μια γλυπτική αρχιτεκτονική αυτοαναφορική που διαζώζεται στη θάλασσα της αστικής ανωνυμίας και καθίσταται η ίδια σημείο αναφοράς, μετατρέπεται σε αστικό τοπόσημο, γίνεται «κορώνα της πόλης» για να θυμηθούμε τον Γερμανό μοντέρνο Bruno Taut. Η περίπτωση του Walt Disney Concert Hall στο Λος Άντζελες είναι παραδειγματική.

 


Χιούστον, 2016. Το «κέντρο» της πόλης.

 

Η άλλη εναλλακτική είναι η προοπτική του μεταμοντερνισμού, που όπως αποδεικνύεται στην Αμερική παραμένει αειθαλής. Τα μεταμοντέρνα κτίρια προσπαθούν να διατυπώσουν ένα αφήγημα, να γίνουν «γλαφυρά» στις απέραντες και ανώνυμες αστικές εκτάσεις, σε μη-τόπους αστικής διαβίωσης. Ο μεταμοντερνισμός, συνεπώς, είναι μια ανάγκη καθαρά αμερικανική. Ήρθε να ανανεώσει το νεκρό και επαναλαμβανόμενο λεξιλόγιο του μοντερνισμού και ταυτόχρονα να προσδώσει μια αίσθηση ιστορικότητας σε πόλεις που αναζητούν ένα παρελθόν. Βρήκε τη μεγάλη πηγή της ιστορίας και άντλησε από εκεί όλα τα ιδιώματα που ήταν ικανά να στρέψουν εκ νέου την προσοχή, να κάνουν ενδιαφέρουσα και ελκυστική την αρχιτεκτονική και σε πολλές περιπτώσεις να της προσδώσουν θεσμική υπόσταση και χαρακτήρα. Έδωσε ζωή στα αστικά κέντρα και γενικότερα στο αμερικανικό δομημένο περιβάλλον, κάτι που αποδεικνύεται από τα καλά σχεδιασμένα μεταμοντέρνα κτίρια στις αμερικανικές πόλεις και το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν σήμερα για τον επισκέπτη.

Το 1966 ο Robert Venturi έδωσε στον post-modernism μια θεωρητική κάλυψη/άλλοθι και τον νομιμοποίησε στους κύκλους των θεωρητικών και των πανεπιστημίων. Ο Venturi τράβηξε την προσοχή γύρω από μια διάχυτη εξάλλου νοοτροπία και ενθάρρυνε τους αρχιτέκτονες να «θεσμοποιήσουν» και να επαυξήσουν τις εκλεκτικιστικές ροπές τους.

Στο πεδίο αυτό είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Philip Johnson -του πιο αντιπροσωπευτικού αμερικανού αρχιτέκτονα του 20ου αιώνα μετά τον F.L. Wright- που ενώ είναι πιο γνωστός για τα «διεθνιστικά» επιτεύγματα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, καθιερώθηκε ουσιαστικά στη χώρα του με τα λιγότερο γνωστά μεταμοντέρνα έργα του της δεκαετίας του 1980, που χαρακτηρίζουν με ιδιαίτερο πάντα τρόπο τον οικοδομικό ορίζοντα των αμερικανικών πόλεων.

Σήμερα μπορούμε μάλλον να μιλήσουμε για ένα φαινόμενο «πάνδημου μεταμοντερνισμού» στις Η.Π.Α. που χαρακτηρίζει τόσο τη δημόσια όσο και την ιδιωτική αρχιτεκτονική, μέσω της υιοθέτησης της συμμετρίας, της χρήσης του τούβλου, της πέτρινης βάσης, της στέψης... Δεν χρειάζεται ωστόσο να θυμίσουμε πως οι συνθήκες που περιγράψαμε παραπάνω δεν βρίσκουν αντιστοιχία στην Ευρώπη και ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, έτσι ώστε να γίνεται αποδεκτή η μιμητική μεταφορά της μεταμοντέρνας νοοτροπίας στη δική μας πραγματικότητα.

 


M. Graves, Martel College, Rice University, Χιούστον, 2002.

 


Martel College. Κάποιες αναφορές στην «καθεστωτική» αρχιτεκτονική του ιταλικού μεσοπολέμου είναι ορατές,
τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό του συγκροτήματος.

 


R. Bofill, Shepherd School of Music, Rice University, Χιούστον, 1991.

 


Μ. Graves, Federal Reserve Bank, Χιούστον, 2005.

 


(Αριστερά) P. Johnson, Bank of America Center, Χιούστον, 1983. Άποψη από δυτικά.
(Δεξιά) Bank of America Center. Άποψη από ανατολικά.

 


Bank of America Center. Εσωτερικό.

 


V. Marchi, Άποψη κτιρίου από αεροπλάνο σε στροφή, 1919-1920. Το νεομεσαιωνικό ή και «ναοδομικό» ήθος της Τράπεζας της Αμερικής στο Χιούστον αντλεί έμπνευση και από φανταστικά σχέδια, όπως του Virgilio Marchi,
Ιταλού φουτουριστή αρχιτέκτονα και σκηνογράφου.

 


(Αριστερά) P. Johnson, Comerica Bank Tower, Ντάλας, 1987. (Δεξιά) Comerica Bank Tower. Εσωτερικό.

 


P. Johnson, J. Burgee, The Crescent (συγκρότημα γραφείων, ξενοδοχείων και κατοικιών), Ντάλας, 1986. Είναι εμφανής η προσπάθεια μνημειακής διατύπωσης τόσο του ίδιου του συγκροτήματος όσο και της σχέσης του με το κέντρο της πόλης.

 


Άποψη του Crescent στο Uptown του Ντάλας, με προφανείς «παρισινές» νεοκλασικές επιρροές.

 


Νεόδμητα συγκροτήματα κατοικιών και καταστημάτων στο Ντάλας.

 


Χιούστον, 2016.

 


Χιούστον, 2016.

 

του Ανδρέα Γιακουμακάτου

Μια συνεπτυγμένη μορφή του παραπάνω κειμένου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», 22.05.2016.
Όλες οι φωτογραφίες είναι του συγγραφέα (2016).

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital