ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

RE:Public[space]

Κάτω από την Ακρόπολη

28 Σεπτέμβριος, 2009

Κάτω από την Ακρόπολη

Η απουσία οποιασδήποτε συζήτησης για την εξέλιξη, τον επαναπροσδιορισμό ή έστω την αναγκαιότητα ύπαρξης τοπικής ταυτότητας, ευνοεί την εξασθένηση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και ενθαρρύνει την άκριτη υιοθέτηση των προτύπων της παγκοσμιοποίησης.

Του Πάνου Δραγώνα

Την τελευταία δεκαετία, η ευρύτερη περιοχή της Ακροπόλεως έχει μετατραπεί στον πιο δημοφιλή δημόσιο χώρο της πόλης. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στην πεζοδρόμηση των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Αποστόλου Παύλου (αρχιτέκτονες Πλειάς / Δ. Διαμαντόπουλος, Ο. Βιγγόπουλος, Κ. Γκιουλέκα – Α. Ζέρβας – Κ. Παλυβού – Μ. Καλτσά, Δ. Πανάγος, Β. Παπανδρέου) που ολοκληρώθηκε στο πλαίσιο των έργων ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας. Πολύ πρόσφατα στον ίδιο χώρο ολοκληρώθηκε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης των Bernard Tschumi και Μιχάλη Φωτιάδη, το οποίο ενέτεινε ακόμη περισσότερο τη χρήση του περιφερειακού της Ακρόπολης. Ο περιφερειακός της Ακρόπολης εξακολουθεί, βέβαια, να συνδέεται και με την παλαιότερη διαμόρφωση του πεζοδρόμου του Δημήτρη Πικιώνη που οδηγεί στον λόφο του Φιλοπάππου και την Ακρόπολη.

 


 
Τα τρία παραπάνω έργα αποτελούν τις σημαντικότερες παρεμβάσεις που έχουν γίνει στην ευρύτερη περιοχή. Σήμερα τα έργα αυτά συνθέτουν ένα ετερόκλητο δίκτυο περιπάτων με θέα στην Ακρόπολη. Πρόκειται για τρεις διαφορετικές αντιμετωπίσεις του αθηναϊκού δημόσιου χώρου οι οποίες αποκαλύπτουν τρεις διαφορετικές θεωρήσεις της σχέσης της πόλης με τα μνημεία της. Εξετάζοντας τα συγκεκριμένα έργα μπορούμε να αξιολογήσουμε την εξέλιξη της επίσημης αρχιτεκτονικής έκφρασης της πολιτείας σε έναν τόπο ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας αλλά και φυσικής ομορφιάς. Μπορούμε ακόμη να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι αντιλαμβάνονται την Ακρόπολη, τον δημόσιο χώρο και την πόλη γενικότερα.

Ο πεζόδρομος του Πικιώνη

Ο πεζόδρομος του Πικιώνη είναι ένα έργο το οποίο ολοκληρώνεται ελάχιστα χρόνια μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Παρά την απόσταση που μας χωρίζει από τη δεκαετία του 1950, μπορούμε να αναγνωρίσουμε δύο βασικά ζητήματα που απασχολούν τους αρχιτέκτονες της εποχής: το πρώτο είναι το άγχος του αυτοπροσδιορισμού ή της αναζήτησης της τοπικής ταυτότητας, το οποίο έχει κληρονομηθεί από τη δεκαετία του 1930, και το δεύτερο είναι η ευαισθησία ως προς τη διαφύλαξη του αττικού τοπίου που έχει ήδη αρχίσει να απειλείται από το πρώτο κύμα αστικοποίησης.


 
Η σχέση του Πικιώνη με το τοπίο της Αττικής είναι ιδιαίτερη. Μπορούμε να τη διακρίνουμε στο ζωγραφικό έργο του όπου πρωταγωνιστούν αποσπάσματα του φυσικού τοπίου, μυθολογικά στοιχεία και αρχαϊκά μοτίβα της Αττικής. Μπορούμε να τη διακρίνουμε στο συγγραφικό έργο του και ιδιαίτερα στη «Συναισθηματική τοπογραφία» του 1935. Μπορούμε να τη διακρίνουμε, ακόμη, στη δράση του για τη διάσωση του αττικού τοπίου από τη θέση του Προέδρου της Κοσμητείας Τοπίου και Πόλεων. 

 


 
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στη διαμόρφωση του πεζοδρόμου του Πικιώνη πρωταγωνιστεί το φυσικό τοπίο της Αττικής. Η μικροκλίμακα, η αδρότητα των υλικών και τα γεωμετρικά σχέδια της πλακόστρωσης εναρμονίζονται με το βραχώδες έδαφος, το φυσικό ανάγλυφο και τις χαμηλές φυτεύσεις του περιβάλλοντος τοπίου. Στη χάραξη της διαδρομής κυριαρχούν οι προοπτικές φυγές, τα παιγνίδια της απόκρυψης, της αποκάλυψης και της ανάδειξης της θέας προς την Ακρόπολη. Χαρακτηριστική είναι εδώ η διαμόρφωση του χώρου δίπλα από το εκκλησάκι του Λουμπαρδιάρη, όπου το ξύλινο στέγαστρο του μικρού καφενείου καδράρει τη μετωπική θέα προς τον βράχο.

 


 
Το έργο του Πικιώνη δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μια ουδέτερη παρέμβαση στο τοπίο. Αντιθέτως, πρόκειται για μια προσωπική ερμηνεία ενός θέματος στο οποίο ο Πικιώνης έχει ήδη εμβαθύνει μέσα από τη ζωγραφική του. Οι σύνθετες αναφορές του έργου στην αρχαϊκή τέχνη, το βυζάντιο ή την ιαπωνική αρχιτεκτονική δεν είναι εύκολο να γίνουν κατανοητές από τον μέσο επισκέπτη και οδηγούν εύκολα σε παρερμηνείες. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη συμβολή του πεζοδρόμου του Πικιώνη στη διαμόρφωση μιας ισχυρής περιβαλλοντικής εικόνας με έντονη τοπική ταυτότητα και οικουμενική διάσταση. Το συγκεκριμένο έργο κατορθώνει να εναρμονιστεί με τις υψηλές απαιτήσεις του φυσικού και πολιτισμικού τοπίου αλλά και να αποτελέσει το κορυφαίο παράδειγμα επίσημης αρχιτεκτονικής έκφρασης της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Ο περιφερειακός της Ακρόπολης

Η ιδέα της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων αποτελεί μια διορθωτική κίνηση. Η ταχύτατη ανάπτυξη της σύγχρονης Αθήνας περιόρισε τους αρχαιολογικούς χώρους σε αποκομμένες μεταξύ τους νησίδες. Σε πολλά μάλιστα σημεία η διέλευση των κυκλοφοριακών αξόνων κατακερμάτισε περιοχές που στο παρελθόν αποτελούσαν ενιαία σύνολα και, βέβαια, επιβάρυνε το περιβάλλον με θόρυβο και ατμοσφαιρική ρύπανση. Η προσπάθεια ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας εναρμονίζεται με τις διεθνείς τάσεις των δεκαετιών 1980 και ’90 που θέλουν τις αναπτυγμένες πόλεις να αναζητούν τρόπους αποκατάστασης των υποβαθμισμένων αστικών περιοχών τους. Τα έργα αυτά αποβλέπουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των κατοίκων και στην ανανέωση της εικόνας του δημόσιου χώρου. Η τάση της εποχής ευνοεί τις ήπιες πολεοδομικές παρεμβάσεις που έχουν διορθωτικό χαρακτήρα και αποφεύγουν τις εντυπωσιακές αρχιτεκτονικές χειρονομίες.

 


 
Η πεζοδρόμηση του περιφερειακού της Ακρόπολης μπορεί να παρομοιαστεί με μία «ραφή». Εκεί που άλλοτε υπήρχε ένα σαφές όριο μεταξύ της παλαιάς και της νέας πόλης, σήμερα διαχέονται η αρχαία, η νεοκλασική και η σύγχρονη Αθήνα. Η επιτυχία του έργου είναι ότι φέρνει την αρχαία πόλη κοντά στον μέσο κάτοικο. Ο πεζόδρομος λειτουργεί ως ένας «καλός ξεναγός», ο οποίος οδηγεί στα βασικά εκθέματα και αφηγείται την επίσημη ιστορία τους δίχως υποκειμενικές θεωρήσεις ή ερμηνείες. Η μαζικότητα της χρήσης του περιφερειακού μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο επιτυχίας του έργου καθώς ο κόσμος έρχεται σε επαφή με την πολιτιστική κληρονομιά και απολαμβάνει τον περίπατο κάτω από την Ακρόπολη. Από ένα σημείο όμως και πέρα, η μαζικότητα αυτή αρχίζει να λειτουργεί σε βάρος του περιβάλλοντος. Η διάχυση της σύγχρονης πόλης στην αρχαία γίνεται μέσω δραστηριοτήτων αναψυχής οι οποίες αλλοιώνουν το πνεύμα του τόπου. Ο περιφερειακός της Ακρόπολης χάνει τον χαρακτήρα του ήπιου αρχαιολογικού περιπάτου και μετατρέπεται σε έναν πολύβουο μητροπολιτικό δημόσιο χώρο που υποκαθιστά τις υποβαθμισμένες πλατείες του κέντρου και τα παραλιακά μέτωπα της Αττικής. Στο ένα άκρο του περιφερειακού, η οδός Αποστόλου Παύλου προσφέρει ένα σύνθετο πλέγμα δραστηριοτήτων αναψυχής. Το ίδιο συμβαίνει, σήμερα, και στο άλλο άκρο του περιπάτου, καθώς η έναρξη λειτουργίας του νέου Μουσείου της Ακρόπολης μετέτρεψε, σχεδόν μέσα σε μία νύχτα, τον χαρακτήρα της οδού Μακρυγιάννη ενθαρρύνοντας τη δημιουργία ενός ακόμη πόλου αναψυχής με καφετέριες και εστιατόρια.   

 


 

Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης

Την περίοδο που δημιουργείται το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, στη διεθνή αρχιτεκτονική σκηνή κυριαρχεί το «σύνδρομο του Μπιλμπάο». Ο όρος, όπως είναι γνωστό, αναφέρεται στην καθοριστική συμβολή του τοπικού μουσείου Guggenheim στην αναγέννηση της οικονομίας της Βασκικής πόλης. Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, στόχος των περισσοτέρων από τα πολυάριθμα νέα μουσεία που δημιουργούνται είναι η αναβάθμιση της θέσης των πόλεων που τα φιλοξενούν στον διεθνή χάρτη. Η ανανέωση της εικόνας των πόλεων μέσα από τη δημιουργία εμβληματικών αρχιτεκτονικών εικόνων αποσκοπεί στην προσέλκυση νέων επενδυτών αλλά και τουριστών. Ταυτόχρονα το ίδιο το πρόγραμμα των μουσείων μεταβάλλεται, καθώς δίδεται αυξημένη έμφαση στην παρουσία των χώρων κατανάλωσης και αναψυχής. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο κατά την οποία τα σημαντικότερα νέα κτήρια γοήτρου αποδεσμεύονται από τις τοπικές ιδιαιτερότητες και διαμορφώνουν την αρχιτεκτονική έκφραση της εποχής της παγκοσμιοποίησης.

 


 
Βασική συνθετική ιδέα του νέου μουσείου είναι η δημιουργία ενός αρχιτεκτονικού περιπάτου που έχει ως κορύφωση το θέαμα της Ακρόπολης. Κατά έναν απρόσμενο μάλιστα τρόπο, η εμπειρία της επίσκεψης του νέου μουσείου της Ακρόπολης μπορεί να συγκριθεί με αυτή του πεζοδρόμου του Πικιώνη. Αν ο ανηφορικός περίπατος του Πικιώνη οδηγεί στο ένα άκρο του σε ένα ύψωμα με θέα στην Ακρόπολη και στο άλλο άκρο του στην ίδια την Ακρόπολη, ο αρχιτεκτονικός περίπατος των Tschumi και Φωτιάδη οδηγεί σε μια υπερυψωμένη αίθουσα που δεν προσφέρει μόνο θέα στην Ακρόπολη αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και προσομοίωση του σημαντικότερου οικοδομήματος της: του Παρθενώνα. Η σύγκριση γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα καθώς στο μέσο και των δύο περιπάτων βρίσκεται ένας χώρος στάσης: ένα μικρό καφενείο στον Λουμπαρδιάρη, το οποίο παραμένει εκτός λειτουργίας εδώ και αρκετά χρόνια, και ένα μεγάλο σύγχρονο καφέ - εστιατόριο στον δεύτερο όροφο του νέου μουσείου της Ακρόπολης.

 

 
 
Αν συνειδητοποιήσουμε τα κοινά στοιχεία των δύο έργων, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα και την τεράστια ιδεολογική διαφορά που τα χωρίζει. Η διαφορά αυτή εντοπίζεται στη σχέση του κινούμενου παρατηρητή με το έδαφος. Στον πεζόδρομο του Πικιώνη ο παρατηρητής μπορεί να αντιληφθεί, τόσο με τη βαρύτητα του σώματος του όσο και με το βλέμμα του, τη γεωμετρία του ανάγλυφου εδάφους, την κλίμακα του τοπίου, την αδρότητα των υλικών και την ιδιαιτερότητα των φυτεύσεων. Από την άλλη πλευρά, στον αρχιτεκτονικό περίπατο του νέου μουσείου της Ακρόπολης η εμπειρία του χώρου είναι αποκλειστικά και μόνον οπτική. Το σώμα του κινούμενου παρατηρητή παραμένει αδρανές καθώς υποβοηθείται μηχανικά από τις κυλιόμενες σκάλες του κτηρίου. Ο επισκέπτης αντικρίζει με δέος τις χαμηλότερες ιστορικές στρώσεις της πόλης περπατώντας στα εκτενή γυάλινα δάπεδα του κτηρίου. Την ίδια, όμως, στιγμή η εμπειρία αυτή συντρίβει οποιαδήποτε αίσθηση κλίμακας και μέτρου χαρακτηρίζει τον συγκεκριμένο τόπο και τα φυλασσόμενα στο κτήριο εκθέματα. Ο παρατηρητής του νέου μουσείου αποστασιοποιείται από τον συγκεκριμένο τόπο καθώς αντιλαμβάνεται τον αρχαιολογικό χώρο, απέναντι του αλλά και κάτω από τα πόδια του, ως μια άκριτη εναλλαγή εικόνων.

Ο αρχιτεκτονικός περίπατος του νέου μουσείου της Ακρόπολης συνιστά μια ενδιαφέρουσα χωρική εμπειρία η οποία, όμως, ελάχιστα συμβάλει στην ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων του συγκεκριμένου τόπου. Την ίδια στιγμή το συγκεκριμένο κτήριο εισάγει στην περιοχή ορισμένα σύγχρονα αρχιτεκτονικά πρότυπα τα οποία χαρακτηρίζουν τα μουσεία της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Όπως οι κυλιόμενες σκάλες που αποτελούν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των μεγάλων χώρων κατανάλωσης. Καθώς επίσης και η θέση του καφέ – εστιατορίου που κυριαρχεί στην όψη του κτηρίου προσδίδοντας της χαρακτήρα αναψυχής.

 


 

Ένα ετερόκλητο δίκτυο περιπάτων

Ο πεζόδρομος του Πικιώνη, ο περιφερειακός της Ακρόπολης και ο αρχιτεκτονικός περίπατος των Tschumi – Φωτιάδη συγκροτούν ένα ετερόκλητο δίκτυο περιπάτων. Το πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της πόλης αναίρεσε τα όρια που προφύλασσαν τους αρχαιολογικούς χώρους από την περιβάλλουσα σύγχρονη πόλη. Το νέο μουσείο έχει εισάγει έναν νέο τρόπο αντίληψης του χώρου που υποβαθμίζει τις τοπικές ιδιαιτερότητες και εντείνει τον χαρακτήρα κατανάλωσης και αναψυχής της περιοχής. Ενώ ο πεζόδρομος του Πικιώνη, για καλή του τύχη, αποτελεί έναν ήρεμο και απομονωμένο από τη μαζική προσέλευση χώρο όπου οι λιγοστοί επισκέπτες έχουν ακόμη τη δυνατότητα να αντιληφθούν το πνεύμα του συγκεκριμένου τόπου.

Η ευρύτερη περιοχή κάτω από την Ακρόπολη μετατρέπεται σήμερα σε έναν ζωντανό δημόσιο χώρο με μητροπολιτικό χαρακτήρα. Αντί για έναν μουσειακό χώρο, σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ζωντανή πόλη. Αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια επιτυχία, ως ένα ευτυχές γεγονός για την Αθήνα. Από την άλλη πλευρά, όμως, το φυσικό και πολιτισμικό τοπίο της περιοχής βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς η ραγδαία εξάπλωση των δραστηριοτήτων αναψυχής, η συχνή φιλοξενία εκθέσεων βιβλίου, συγκεντρώσεων πολιτικών κομμάτων και μουσικών εκδηλώσεων καθώς επίσης και η ανεξέλεγκτη διέλευση οχημάτων, αλλοιώνουν τον ήπιο χαρακτήρα του περιφερειακού της Ακρόπολης.

Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε από σημαντικά έργα τα οποία συνέβαλαν στη διαμόρφωση ισχυρής τοπικής ταυτότητας. Στα τέλη του περασμένου αιώνα η πολιτεία επεδίωξε διορθωτικές κινήσεις για την αποκατάσταση της συνοχής των κατακερματισμένων αρχαιολογικών χώρων και την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Μετά το 2004 διαπιστώνουμε δύο νέα φαινόμενα: Το πρώτο αφορά στην αδυναμία της πολιτείας να διαχειριστεί, να συντηρήσει και να επεκτείνει τον δημόσιο χώρο της πόλης. Η υποβάθμιση του ημιτελούς προγράμματος ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας και η εγκατάλειψη των προσπαθειών ανάδειξης του ιστορικού της κέντρου αφήνει ελεύτερο χώρο δράσης στην ιδιωτική ασυδοσία. Ταυτόχρονα η πολιτεία, αλλά και η ελληνική κοινωνία στο σύνολο της, βρίσκονται σε παρατεταμένη ιδεολογική σύγχυση καθώς παρατηρούν με απάθεια την αλλοίωση της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας. Η απουσία οποιασδήποτε συζήτησης για την εξέλιξη, τον επαναπροσδιορισμό ή έστω την αναγκαιότητα ύπαρξης τοπικής ταυτότητας, ευνοεί την εξασθένηση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και ενθαρρύνει την άκριτη υιοθέτηση των προτύπων της παγκοσμιοποίησης.


Του Πάνου Δραγώνα

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital