ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η προσπελασιμότητα της πόλης, μέσα από τις αστικές πλατείες.

04 Απρίλιος, 2008

Η προσπελασιμότητα της πόλης, μέσα από τις αστικές πλατείες.

Αν θεωρήσουμε την ζωή στην πόλη, κινητική, οπτική και βιωματική εμπειρία, ο βαθμός στον οποίο η δομή της και η μορφή της, μας επιτρέπουν να τη ζήσουμε, αποτελούν τον βαθμό της «προσπελασιμότητάς» της.


Εισαγωγή

Πρόκειται για μία ποιότητα, οπως την χαρακτηρίζει ο Lynch, για την εικόνα της πόλης, η οποία απεικονίζεται, (ή όχι), σε όλα τα συστατικά στοιχεία της. Πουθενά δεν είναι όμως αντιπροσωπευτικότερα δοσμένη, από τον άμεσα προβαλλόμενο, δημόσιο χώρο της, το δίκτυο των δρόμων και των πλατειών. Οι συγκεκριμένοι αστικοί τόποι, ως πεδία ελεύθερης κίνησης και δράσης, εξ’ ορισμού προσφέρουν την δυνατότητα άμεσης πρόσβασης και διακίνησης των διερχομένων και των αισθήσεών τους, μέσα στο ευρύτερο αστικό περιβάλλον.
Αντικείμενο της εργασίας, αποτελεί, η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της πόλης και του δημόσιου χώρου της, πιο συγκεκριμένα του χώρου της αστικής πλατείας και η διαπίστωση της αρχικής παραδοχής, σχετικά με τον τρόπο συμμετοχής αυτού του πεπερασμένου χώρου, στην εξασφάλιση της προσπελασιμότητας για την πόλη.
Η μετάβαση από τον ευρύτερο αστικό χώρο, στο χώρο της πλατείας αλλά και αντίστροφα, καθώς και τα χαρακτηριστικά αυτής της διαδρομής, εξετάζονται σε ένα πρώτο επίπεδο, όπου η πλατεία προσδιορίζεται κυρίως από την θέση της μέσα στην πόλη, αλλά και τη ζωή των κατοίκων
της. Η κίνηση και η αίσθηση, μέσα στον ίδιο το χώρο, καθώς και ο χειρισμός του σε επίπεδο σχεδιασμού, με γνώμωνα την συμβολή του στην απόκτηση μιας τόσο ιδιαίτερης αστικής ποιότητας, αποτελεί το δεύτερο στοιχείο, αναφοράς.
Η αναγνώριση της αξίας των παραδοσιακών πλατειών, του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, η οποία έμπρακτα αποδεικνύεται με την διαχρονικότητα της ύπαρξης τους, μέσα στην πόλη και τη διατήρηση της φυσιογνωμίας τους, ως ζωτικά μέλη του αστικού τόπου και τοπίου, ιδιαίτερα στις πόλεις της Ιταλίας, είναι ο λόγος για τον οποίο αποτελούν την βάση της αναφοράς μου. Οι αρχές που έθεσαν ως προς τον χειρισμό των επί μέρους στοιχείων τους, με στόχο τη οργανική ένταξή τους στην πόλη, θεωρούνται σταθερές και αξεπέραστες. Ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι αρχές, ενσωματώνονται στην σημερινή πόλη και της προσφέρουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσει ή όχι την προσπελασιμότητα του συνόλου αλλά και της ίδιας, εξετάζονται στη δεύτερη ενότητα, μέσα από τρία πραδείγματα. Μία «διαδρομή», μεταξύ των κεντρικών Αθηναϊκών πλατειών που ορίζουν το Εμπορικό Τρίγωνο της πόλης, είναι η τελευταία αναφορά, ως προς την ανάγνωση του αστικού χώρου, μέσα από τις πλατείες του.
Το θέμα της εργασίας, σε σχέση με την πρόταση του Καθηγητή κ. Ι. Στεφάνου, στα πλαίσια του μαθήματος «Ανθρωπολογικές Προσεγγίσεις της Πόλης» (Στα πλαίσια του ΔΠΜΣ του Ε.Μ.Π, Τομέας Πολεοδομίας – Χωροταξίας), επιλέχθηκε κυρίως με αφορμή προηγούμενη ενασχόλησή μου με τον χώρο των Αστικών πλατειών, στην διάλεξη του 9ου εξαμήνου, των προπτυχιακών σπουδών, του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών (Τίτλος Διάλεξης: «Αστική πλατεία: Τόπος και τοπίο στην πόλη»), καθώς και το ενδιαφέρον μου, για τον τρόπο αντιμετώπισης του δημόσιου αστικού χώρου, σε σχέση με την ουσιαστική αξία που αυτός έχει για την πόλη, μέσα από τις σχεδιαστικές διαδικασίες, αλλά κυρίως ως προς τον τρόπο, που εντυπώνεται στις ανθρώπινες αισθήσεις και περιγράφεται.

Η πλατεία, είναι μία χωρική δομή που πρόεκυψε από την παράθεση κτιρίων γύρω από έναν ελεύθερο χώρο, όχι με τυχαίο τρόπο, αλλά κυρίως μέσα από την πρόθεση των κατοίκων της πόλης, να εντάξουν το «κενό», μέσα στο «πλήρες» του δομημένου περιβάλλοντος και σε άμεση επαφή. Πρόκειται για μία πρωτογενή ανάγκη του ανθρώπου, για την επαφή του με τα φυσικά στοιχεία της γης και του αέρα, από τα οποία τον απομάκρυνε το «δάπεδο» και η «στέγη» της τεχνητής του κατοικίας (ΝΚ 1.1).

 


ΝΚ.1. 1 η δομή του χώρου της πλατείας, ως «κενού» μέσα στο πλήρες του δομημένου περιβάλλοντος (H Piazza del Amfiteatro στη Lucca της Τοσκάνης).


Σε ένα άλλο επίπεδο, η δομή του χώρου, είχε σαν αποτέλεσμα τη μέγιστη συμμετοχή του δημόσιου βίου στο «εσωτερικό» του. Οι εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής, που ικανοποιούσαν την ανάγκη για συλλογικότητα και συναναστροφή, «στεγάστηκαν» στον χώρο της πλατείας. Μετατράπηκε λοιπόν, πέρα από ένα σημείο χωρικού δικτύου, σε ένα βασικό στοιχείο του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού δικτύου του αστικού περιβάλλοντος, με κύρια «απαίτηση», αυτή της οικειοποίησής της από τους κατοίκους της πόλης.
Ο χώρος της πλατείας, ακολουθώντας την εξελικτική πορεία της πόλης, εμπλουτίστηκε με λειτουργίες, γεγονότα και αξίες, που της απέδωσαν ένα ιδιαίτερο νόημα, έναν χαρακτήρα και μία ταυτότητα. Έτσι, συναντάμε την πλατεία της εκκλησίας, της αγοράς, του δημαρχείου, που αποτέλεσαν το επίσημο «δωμάτιο» της πόλης ή του οικισμού. Ο χαρακτηρισμός της, δεν προκύπτει απλά από την ύπαρξη του δημόσιου κτιρίου στο άμεσο περιβάλλον της, όσο από τον τρόπο που η λειτουργία του, αποτυπώθηκε στην πλατεία και βιώθηκε από τους κατοίκους της.
Οι ποιότητες που διαθέτουν τα επί μέρους συστατικά στοιχεία της πόλης, είναι αυτά που καθορίζουν την ποιότητα της ίδιας και προσδιορίζουν τον χαρακτήρα του τόπου και του τρόπου ζωής των κατοίκων της. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η προσπελασιμότητα της πλατείας, είναι μία έννοια που επηρρεάζεται άμεσα από την αμφίδρομη σχέση πόλης-πλατείας, ενώ ταυτόχρονα, εξετάζεται και στο επίπεδο του σχεδιασμού του χώρου, όπου η πλατεία αποτελεί, ένα ιδιαίτερο αστικό τοπίο, με ατομικά φυσικά χαρακτηριστικά και «πνεύμα», αυτό της εποχής στην οποία ανήκει.
Στην πρώτη μορφή, αυτή της Αρχαίας Αθηναϊκής Αγοράς, η πλατεία αποτέλεσε σύμβολο ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης ιδεών και αγαθών. Παρόλα αυτά η προσπέλασή της και οικειοποίηση του χώρου, ήταν απαγορευμένη για τις γυναίκες.
Στο Μεσαίωνα, η πρόσβαση στο χώρο αποτελεί ταξικό προνόμιο, οπότε η πλατεία μετατρέπεται σε πεδίο έκφρασης της δύναμης και της κοινωνικής επιρροής των φατριών και του εκκλησιαστικού παράγοντα, που με διάφορα μέσα οικειοποιούνται το χώρο και εμποδίζουν την «προσπέλαση», σε κάθε μορφής δημόσια δράση.

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας ο περίκλειστος αστικός χώρος συνάθροισης των μελών της κοινότητας, εξακολουθεί να αποτελεί προνόμιο της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής. Η πλατεία του Μουσουλμανικού τεμένους αποτελεί την κύρια και μεγαλύτερη αστική πλατεία της πόλης, ενώ η πρόσβαση σ’αυτήν πραγματοποιείται διαμέσου μίας ή περισσοτέρων πυλών καθώς περιβάλλεται από στεγασμένους αψιδωτούς διαδρόμους.
Οι βάσεις για τον συνειδητό σχεδιασμό του χώρου, ώστε να αποτελεί «κέντρο» του δημόσιου βίου, η αξία του οποίου επαναπροσδιορίζεται κατά τον 15ο αιώνα, τίθενται την περίοδο της Αναγέννησης. Η χρήση της προοπτικής κατά το σχεδιασμό, δίνει την δυνατότητα της εκ των προτέρων εικόνας του χώρου, ενώ δημιουργούνται βασικές αρχές για τους τρόπους μετάβασης από την πόλη στο χώρο της πλατείας και αντίστροφα, τη διάταξη των πλατειών μέσα στην πόλη, την οργάνωση του ίδιου του χώρου αλλά και των περιμετρικών του κτιρίων.

 


Η χρήση της προοπτικής στην απεικόνιση του χώρου


Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα η πόλη οργανώνεται με βάση τις αρχές της Κλασσικής πολεοδομίας που χρησιμοποιεί ως αφετηρία τον δημόσιο χώρο (δρόμος –πλατεία), τον οποίο και οργανώνει με αυστηρά γεωμετρικές χαράξεις. Οι αλληγορίες και το συμβολικό νόημα του σχεδιασμού της Αναγέννησης εγκαταλείπονται: ο αστικός χώρος αντιμετωπίζεται θεατρικά, ως η σκηνή που εκτυλίσσεται ο δημόσιος βίος και πραγματοποιούνται οι κοινωνικές συναναστροφές. Οι Κήποι των Βερσαλλιών, υπαγορεύουν γενικότερους κανόνες σχεδιασμού της πόλης, μέσα από την απόλυτη συμμετρία, τις άμεσες και κυρίως ευθύγραμμες κινήσεις, την οργάνωση του δημόσιου χώρου σε δίκτυα.
Η περίοδος του Νεοκλασσικισμού, στερεί στον χώρο της αστικής πλατείας, το βασικό χαρακτηριστικό του κεντρικού ελεύθερου χώρου, καθώς εκεί τοποθετεί πάνω σε «βάθρο», κτίρια-μνημεία και περιορίζει έτσι την ελευθερία της κίνησης, στον εναπομείναντα χώρο, περιμετρικά αυτής της νησίδας. Την περίοδο αυτή η αστική πλατεία, αποτελεί ουσιαστικά μια «προθήκη», όπου εκτίθεται το αρχιτεκτονικό έργο, χάνοντας την ζωτικότητά της και την πραγματική σημασία της για την πόλη.

 


H πλατεία του 19ου αιώνα, ως προθήκη έκθεσης του αρχιτεκτονικού έργου.


Στις αρχές του 20ου αιώνα, το δημόσιο δίκτυο δρόμου-πλατείας, αποκτά μνημειακές διαστάσεις, προκειμένου να αποτελέσει την αρένα για την επίδειξη στρατιωτικής δύναμης, στις χώρες με ολοκληρωτικά καθεστώτα. Διευρύνονται οι υπάρχουσες πλατείες των παλιών πόλεων και δημιουργούνται νέες, με γνώμωνα όχι πια τις διαστάσεις του ατόμου, αλλά της στρατιάς και του αισθήματος υποταγής των πολιτών στη δύναμή της.
Οι μεταγενέστερες, σύγχρονες πλατείες, εντάσσονται σε μια φιλελεύθερη άποψη, σχετικά με το δικαίωμα οικειοποίησης του δημόσιου αστικού χώρου, από τον άνθρωπο. Στόχος τους τίθεται η αναβίωση των παραδοσιακών αξιών των παλιών πλατειών, ως πολυλειτουργικών κέντρων, σημείων αναφοράς και κοινωνικής συνάθροισης. Η προσπέλαση της πόλης, οργανώνεται κυρίως χωρικά, με νέες δομές δημόσιων δικτύων, που αντιτίθενται, στη «στέγαση» της κοινής ζωής και δράσης, σε κλειστούς χώρους εμπορικών κέντρων. Ο σχεδιασμός, αποτελεί, το βασικό εργαλείο, προς αυτή την κατεύθυνση. Συχνά όμως, η προσπάθεια «απόλυτης τακτοποίησης», ενός τόσο δυναμικού και ζωντανού στοιχείου, όπως η πόλη και η πρόθεση για πρόβλεψη της εξέλιξής της, δημιουργεί χώρους, άκαμπτους, που μπορεί να διαθέτουν τα αντικειμενικά, χωρικά χαρακτηριστικά, μεγέθους, σχήματος και λειτουργίας, αλλά δεν γίνονται μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης στην πόλη. Σ’ αυτό το σημείο, θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς την προσπελασιμότητα της πόλης, στο βαθμό της κατοικησιμότητάς της από τον άνθρωπο, στο επίπεδο δηλαδή, της απόδοσης λειτουργιών και νοήματος, άμεσα συσχετισμένο με προσωπικά βιώματα και ανάγκες.
Τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων πλατειών, ως προς την ένταξή τους στον αστικό χώρο και την σημασία τους για την προσπέλαση-κατοίκηση της πόλης, εξετάζουμε εκτενέστερα, στη δεύτερη ενότητα.

2. Η προσπελασιμότητα της πόλης, σε σχέση με τη σημασία και θέση των αστικών πλατειών.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, η πρόσβαση στο χώρο της πλατείας, είναι μία μετάβαση, από τον ευρύτερο χώρο της πόλης, σε ένα πιο συγκεκριμένο, με πεπερασμένες διαστάσεις, ιδαίτερη μορφή και χαρακτήρα. Η θέση της πλατείας, μέσα στην πόλη-χωρικό δίκτυο και η πορεία που ακολουθούμε από και προς αυτή, καθορίζει συχνά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και «διαβάζουμε» το αστικό περιβάλλον, ώστε να το κατανοήσουμε και να είμαστε σε θέση να το περιγράψουμε. Αυτή η ανάγκη, πηγάζει κυρίως μέσα από την αναζήτηση της αίσθησης του προσανατολισμού, κατά την κίνησή μας, σε στενά ή και ευρύτερα όρια. Ο χώρος της πλατείας, κυρίως λόγω της δομής του, αυτής του «κενού», μέσα στο πλήρες, καθώς και της κατάληξης «αστικών διαδρομών», συντελεί στην αναγνωσιμότητα της πόλης και την αίσθηση του προσανατολισμού.
Η πλατεία ως χώρος, ταυτίζεται τόσο λόγω της λειτουργίας του όσο και λόγω της μορφής του, με την έννοια του κέντρου στην πόλη.
Η κεντρικότητα, αποτελεί χαρακτηριστικό της αστικής δομής, η οποία εκφράζεται στο χώρο της πλατείας, από τις πρώτες της μορφές, κυρίως λόγω του σχήματός της, που υποβάλλει τον διερχόμενο, στην αναφορά του, σωματική και ψυχολογική, σε ένα σημείο. Το κέντρο ταυτίζεται στο επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης της πόλης, με το ζωτικότερο σημείο της, όπου λαμβάνουν χώρα, σημαντικά γεγονότα, συναντήσεις, συναλλαγές και πολιτικές εξελίξεις. Το Ρωμαϊκό Forum (Forum της Πομπηίας) , αποτέλεσε ένα τέτοιο κέντρο για την ρωμαϊκή πόλη.

 


Tο Forum της Πομπηϊας, κοινωνικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλης.


Με τη διατήρηση του μέσου χώρου ελεύθερου, περικλείεται από δημόσια κτίρια, ναούς και υπαίθριες ή στεγασμένες αγορές. Η ιδιαιτερότητα του όμως ως κοινωνικού, πολιτικού και θρησκευτικού κέντρου, στις συνειδήσεις των κατοίκων της πόλης, τονίζεται από την μετάβαση στο χώρο, μέσα από συγκεκριμένα σημεία-εισόδους, στενά περάσματα, από τους δρόμους της πόλης, στον «κοινόχρηστο χώρο». Οι δρόμοι στο νότιο τμήμα του, που περικλείεται από κτίρια δημόσιων υπηρεσιών, καταλήγουν σε αδιέξοδα, καθώς τοποθετούνται κιγκλειδώματα. Στη βόρεια πλευρά, τοποθετούνται οι κύριες είσοδοι, εκατέρωθεν του ναού του Δία, όπου και πάλι δεν διέρχονται ελεύθερα, αλλά διασχίζουν τέσσερεις πύλες εισόδου (αψίδες), αυξάνονοτας τη μεγαλοπρέπεια του χώρου, αλλά και την αίσθηση της κεντρικότητας, με την έννοια του «επίσημου δωματίου» της πόλης.

Σε άλλες περιπτώσεις ρωμαϊκού Forum (Forum Romanum) , η περίκλειση, με σκοπό την ανάδειξη του χώρου, δεν πραγματοποιείται με τόσο αυστηρά μέσα, αλλά μέσα από τη διάταξη των περιμετρικών κτιρίων και την ιδιαίτερη λειτουργία τους, διακρίνει κανείς τις επίσημες και τις έμμεσες προσβάσεις, έχοντας την αίσθηση μιας μεγαλύτερης ελευθερίας, ως προς τη δυνατότητα προσέγγισης και οικειοποίησης του.

 


Tο Forum Romanum


Ο χαρακτήρας του χώρου ως κέντρου, επιβάλλεται όπως προκύπτει και πιο πάνω, από την υποβλητική δύναμη του ευρύτερου περιβάλλοντός του, που μπορεί να είναι καθοριστικό. Σ’ αυτή την περίπτωση, η πρόσβαση στο χώρο της πλατείας, καταγράφεται ως πρόσβαση σε έναν αστικό «προθάλαμο», ενός κτιρίου ή μίας πόλης. Η έννοια του κέντρου, τόσο ως χωρική δομή (κεντροβαρική θέση στην πόλη), όσο και θεωρητικά ως η καρδιά της πόλης, ενσαρκώνεται μοναδικά, από την πλατεία του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη.

 


Η πλατεία του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη


Η σχέση αυτής της πλατείας με την πόλη της Ρώμης, προσομοιάζεται με τη σχέση που είχε η αρχαία κατοικία, με το εσωτερικό της αίθριο. Η άφιξη στην πόλη, προσδιορίζεται άμεσα, από την άφιξη στην πλατεία.Ταυτόχρονα, σε ένα άλλο επίπεδο, η πλατεία του Αγ. Πέτρου, αποτελεί ένα συμβολικό κέντρο, το κέντρο του Καθολικού κόσμου, καθώς αποτελεί προθάλαμο της εκκλησίας του Αγ. Πέτρου. Σε επίπεδο σχεδιασμού, κάτι τέτοιο ερμηνεύεται, ως καθορισμός κινήσεων και πορειών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι παραπάνω να οδηγούν στην κεντρική πλατεία.
Η κύρια πρόσβαση, πραγματοποιείται από την κεντρική λεωφόρο Μουσσολίνι, που χαράσσεται αξονικά ως προς την είσοδο του ναού και έχει ως αφετηρία της τον Τίβερη. Η λεωφόρος, αποτελεί, ένα μέσο «παραλαβής» του πεζού, από τους μικρότερης κλίμακας δρόμους της πόλης, που καταλήγουν εκεί κάθετα και την μετάβασή τους, στον υπαίθριο «προθάλαμο». Μ’ αυτόν τον τρόπο εξισορροπείται η έντονη αντίθεση που θα δημιουργούσε στον επισκέπτη, η μεταφορά του από τον ήπιο αστικό ιστό και τους κτιριακούς όγκους χωρίς ιδιαιτερότητα στην όψη, καθώς και συνηθισμένης, αστικής κλίμακας, στον μνημειακό και μεγαλοπρεπή χώρο της πλατείας, που κυριαρχείται από την ύπαρξη του ναού.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χώρου και της κίνησης σε αυτόν, αποτελεί η διαδοχή τριών πλατειών, που αποτελούν ένα μεγάλης κλίμακας σύμπλεγμα.

 


Η διαδοχική πρόσβαση στο χώρο της πλατείας


Η piazza rusticucci, η κατάληξη της μεγάλης λεωφόρου, αποτελεί το πρώτο σημείο μετάβασης, από τον ευρύτερο αστικό χώρο και την κυκλοφορία, στο χώρο της πλατείας, είναι με άλλα λόγια ο συλλεκτήριος χώρος κατά την κίνηση. Η piazza oblique στη συνέχεια, είναι ο κύριος χώρος πρόσβασης, η καθ’ αυτό πλατεία, όπου πραγματοποιείται και η κορύφωση της δραματικότητας του χώρου, με την χρήση στοιχείων, όπως η μνημειακή κοινοστοιχία, πάνω στην ελλειψοειδή περιφέρεια του χώρου, αλλά και η ύπαρξη γλυπτικών στοιχείων, όπως τα δύο συντριβάνια και ο κεντρικός οβελίσκος. Τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούν τον άξονα κίνησης, από τον κάθετο την είσοδο του ναού, σε παράλληλο προς αυτήν, έτσι ώστε ο δεύτερος αυτός προθάλαμος, να μην αποτελεί απλά ένα χώρο κίνησης, αλλά μια πλατεία με «μουσειακό» χαρακτήρα.
Ο τελευταίος χώρος της τριλογίας των πλατειών είναι η piazza retta, με βασικό χαρακτηριστικό την θεατρικότητα του χώρου και την δυνατότητα οπτικής «προσπέλασης» που προσφέρει, καθώς από αυτή είναι ορατό το σύμπλεγμα των πλατειών και γλυπτών, με φόντο τις μνημειώδεις κιονοστοιχίες.
Στην «Εικόνα της πόλης» ο Lynch, θεωρεί ότι τα κέντρα (nodes), είναι στρατηγικά σημεία, της πόλης, διαμέσου των οποίων αυτή αναγνωρίζεται και κατανοείται και στα οποία, ο παρατηρητής μπορεί να εισέλθει και να βρεθεί σε ένα σημείο απ’ όπου θα εστιάσει στον προορισμό του ή στο σημείο αναχώρησής του.
Η πλατεία όμως, αποτέλεσε το σημείο σηματοδότησης της εισόδου στην πόλη ή τη εξόδου από αυτή, και σε πρακτικά αντίστοιχη θέση, σημείο μετάβασης από τον εξωαστικό στον αστικό χώρο. Με άλλα λόγια η προσπέλαση αυτού του πρώτου χώρου, καθόριζε την πρόσβαση στην πόλη και δημιουργούσε στον επισκέπτη την πρώτη εντύπωση. Το στοιχείο της εισόδου, αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό του αστικού χώρου, υπογραμμίζει την μετάβαση, διαμέσου όλων των διαδρομών, που διεισδύουν στα όρια κάθε διακεκριμένου χώρου της πόλης
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Piazza del Popolo, που αποτελούσε είσοδο-έξοδο της Ρώμης, από και προς βορρά, διαμέσου της μνημειακής αψίδας, της Porta del Popolo, που είναι χτισμένη πάνω στο εξωτερικό τείχος της πόλης του 272 π.Χ.

 


H Piazza di Popolo και η θέση ως σημείο εισόδου στην πόλη.


Η πρόσβαση στο χώρο της πλατείας, πραγματοποιείται μέσα από τρείς κύριους άξονες : κατά την κατεύθυνση Β-Ν η κύρια χάραξη της Strada del Corso, που οδηγεί άμεσα στην πλατεία του Καπιτωλίου, και αποτελούσε τον κύριο άξονα εισόδου στην πόλη. Στα δυτικά της πλατείας, η δεύτερη κύρια πρόσβαση των ρωμαϊκών χρόνων, η Via di Ripetta, η οποία μέσα από μία διάταξη πλατωμάτων και σκαλοπατιών στο τέρμα της, οδηγεί στην όχθη του Τίβερη. Το 1516, πραγματοποιείται και η διάνοιξη του τρίτου άξονα πρόσβασης από και προς τα ανατολικά, η σημερινή Via del Babuino, η οποία σχεδιάζεται στην περιφέρεια του λόφου Pincio, ακολουθώντας την φυσική του κλίση και ενώνει την πλατεία με την Piazza di Spagnia και γενικά το ανατολικό τμήμα της πόλης.
Αυτή η διάταξη των τριών δρόμων, που καταλήγουν στην περιφέρεια της πλατείας, αποτέλεσε συνηθισμένο στοιχείο του αστικού σχεδιασμού στους επόμενους αιώνες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά των Βερσαλλιών, της Place de la Concorde κ.λ.π.
Σήμερα, μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας, διαμέσου της κύριας πύλης εισόδου στο βόρειο τμήμα της, της Porta del Popolo, σε όλα τα μέσα, εκτός από το ταξί, καθώς και την
πεζοδρόμηση τμήματος της πλατείας, η κίνηση του αυτοκινήτου γίνεται περιφερειακά, παραμένοντας ελεύθερος ο μέσος χώρος για την κίνηση των πεζών. Κατά πολλούς, με αυτόν τον τρόπο, όσον αφορά τη συγκεκριμένη πλατεία, καταλύεται ο ρόλος της ως εισόδου και μετατρέπεται σε μία ακόμα αστική πλατεία της Ρώμης, αφού μετατρέπεται σε έναν μουσειακό χώρο, που δεν συνδέεται οργανικά με τη ζωή στην πόλη.
Η παραπάνω άποψη, θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για διαφωνίες, καθώς η προσπέλαση της πλατείας από το αυτοκίνητο, θεωρείται ως μία από τις βασικές αιτίες της κατάλυσης του χαρακτήρα και του ρόλου της στην πόλη. Στην περίπτωση που υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης του αυτοκινήτου, αποκλείεται η πρόσβαση του πεζού. Η προσπέλαση της πλατείας, πραγματοποιείται μόνο σε οπτικό επίπεδο, ενώ ο χώρος μετατρέπεται ουσιαστικά σε «νησίδα», που μπορείς να βλέπεις αλλά δεν βιώνεις πραγματικά, καθώς δύσκολα τον διασχίζεις.

Η καθημερινή κίνηση του ανθρώπου, μέσα στην πόλη είναι άμεσα συνδεδεμένη με εναλλαγές και διαδοχές φυσικών εμπειριών και τοπίων που συνιστούν το αστικό περιβάλλον, ενώ καθορίζεται άμεσα, από την προσωπική του διάθεση: σε κατάσταση βιασύνης αναζητά τον πιο σύντομο δρόμο διασύνδεσης της θέσης του με τον προορισμό του, άλλοτε πάλι, μετατρέπει αυτή την κίνηση σε περίπατο, εκτρέπεται από την σύντομη πορεία και ακολουθεί κινήσεις με στόχο την «περιπλάνηση» στην πόλη και την οπτική και κινητική του επαφή με το αστικό τοπίο. H μετάβαση από την πόλη στον χώρο της πλατείας και αντίστροφα, αποτελεί μια τετοια σωματική και ψυχολογική εναλλαγή.Ο τρόπος, με τον οποίο δομείται ο χώρος της πόλης, ως «προθάλαμος» του χώρου της πλατείας, καθορίζει την αίσθηση που προκαλεί η μετάβαση σε αυτόν. Η κίνηση είναι δυνατόν να πραγματοποιείται μέσα από ένα δαιδαλώδες σύστημα δρόμων, που αυξάνουν την αίσθηση της «κλειστότητας» και την ποικιλία, προσδίδοντας μυστικιστικό χαρακτήρα στην πορεία, ενώ η κατάληξη στον «ελευθερο» χώρο, εντείνει το δημόσιο χαρακτήρα του και το αίσθημα της «έκθεσης» στην κοινή θέα, που διαθέτει ο περιπατητής. Στις Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές πλατείες, η πρόσβαση γενικά πραγματοποιείται από τις γωνίες του χώρου, όπου εκβάλλει ένας δρόμος κάθε φορά, ενώ μια δεύτερη κατεύθυνση διακλαδίζεται μόλις λίγο βαθύτερα, σε σημείο όπου δεν γίνεται πια ορατό από την πλατεία. Η εκβολή δε αυτών των δρόμων, γίνεται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, έτσι ώστε σε κάτοψη, να δίνουν την εντύπωση των βραχιόνων ενός στροβίλου. Η διάταξη δίνει τη δυνατότητα, από κάθε θέση της πλατείας, να υπάρχει το πολύ μία μοναδική θέα προς τα «έξω» και μία διακοπή του μετώπου των περιμετρικών κτιρίων. Η μέθοδος που ουσιαστικά χρησιμοποιείται, είναι ότι οι εκβάλλοντες δρόμοι, είναι τοποθετημένοι υπό γωνία, αντί για παράλληλα με τις οπτικές φυγές, οπότε τα περιμετρικά κτίρια διατέμνονται προοπτικά στα σημεία εισόδου και μέσο αυτής της κάλυψης, δεν αφήνουν κανένα κενό.

Στην Piazza di Campo, στη Σιέννα, η αίσθηση αυτή, που από κάποιους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εγκλωβισμός» μέσα στην πλατεία, καθώς περιορισμένες φαντάζουν οι δυνατότητες εξόδου, ενισχύεται ακόμα περισσότερο, από την κλίση του δαπέδου, προς το κέντρο του ημικυκλικού σχήματος της κάτοψής της, που τοποθετείται μπροστά στην είσοδο του κτιρίου του δημαρχείου. Το ακτινωτό μοτίβο της δαπεδόστρωσης ενισχύει την κίνηση των πεζών, προς αυτό το κέντρο.

 


Η Piazza di Campo στη Σιέννα και η περίκλειση του χώρου.

 

Ο Camillo Sitte, ο οποίος τον 19ο αιώνα, είναι από τους πρώτους αρχιτέκτονες, που ασχολείται με το σχεδιασμό του χώρου της αστικής πλατείας, θεωρεί αυτή την περίκλειση των Μεσαιωνικών πλατειών, τη μέγιστη αρετή τους, που όταν καταργείται, η πλατεία αποτελεί απλά ένα «κενό, στο εσωτερικό μιας πόλης, που προκύπτει, όταν ένα οικόπεδο που περιβάλλεται από τέσσερεις δρόμους, πρέπει απλώς να μείνει άκτιστο».

Η περίκλειση της πλατείας, προκύπτει ως μέσο, για τον
εμπλουτισμό της πόλης και της κίνησης μέσα σε αυτή, με διαφορετικά «σκηνικά» και αισθήσεις. Ιδιαίτερα, όταν πραγματοποιείται, τόσο με τη διάταξη του οικοδομικού όγκου, όπως στην περίπτωση της Piazza di Campo, όσο και με τεχνητά μέσα, που λειτουργούν ως «πύλες», όπως η η αίσθηση παλινδρομεί, μεταξύ του «έξω», από τον στεγασμένο χώρο, αλλά «μέσα», σ’ αυτό το «αστικό δωμάτιο», με «τοίχους», όψεις των περιμετρικών κτιρίων, αψιδωτούς διαδρόμους καθώς και επί μέρους ανοίγματα, μοναδικές οπτικές και κινητικές φυγές προς την πόλη. Η εικόνα της Μεσαιωνικής και Αναγεννησιακής πόλης, αποτέλεσε, ιδιαίτερα επιτυχημένο σκηνικό για τις περικλειστες πλατείες, χωρίς καμία επιτήδευση, στη διαμόρφωση των όψεων των κτιρίων. Οι εσωτερικές αυλές, ανακτόρων και μνημείων, αποτέλεσαν μεταγενέστερα, αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τέτοιων πλατειών, που λειτουργούν ως ξεχωριστοί αστικοί χώροι, με εισόδους διαμέσου τοξοτών πυλών, οι οποίες τονίζουν την μετάβαση από τον ένα χώρο στον άλλο και αυξάνουν την ποικιλία κατά την κίνηση στην πόλη (Plaza Mayor, Μαδρίτη). Παράλληλα, επιτυγχάνουν το «καδράρισμα» της οπτικής, προς τα έξω, μέσα από, από αυτά τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, και δημιουργούν στον διερχόμενο την αίσθηση, ότι αυτό που παρατηρεί, είναι κυριολεκτικά η «εικόνα» της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η Piazza della Signoria, στην Φλωρεντία, με το Portico degli Uffici, να αποτελεί το σημείο εστίασης της θέας, προς τον ποταμό Arno.

 


Η περίκλειση τηςPiazza della Signoria, με το Portico degli Uffizi.


3. Η εξασφάλιση της προσπελασιμότητας, σε σχέση με το σχεδιασμό του χώρου.

Όπως προκύπτει ιδιαίτερα, από το τελευταίο στοιχείο, της περίκλεισης, ο σχεδιαστικός χειρισμός του ίδιου του χώρου, καθορίζει τις ποιότητες της εικόνας και της κίνησης μέσα στην πόλη.
Η βασική ιδέα, στο σχεδιασμό του χώρου της πλατείας, από τη γένεσή της, είναι η δημιουργία, ενός κεντρικού, ελεύθερου χώρου, μέσα στην πόλη, σε αντίθεση με τους «περιορισμένους», εσωτερικούς χώρους των κτιρίων. Η ανεμπόδιστη κυκλοφορία του πεζού, στον οποίο απευθύνεται η αστική πλατεία, είτε ως διερχόμενου, είτε ως επισκέπτη-περιπατητή, αποτελεί την κύρια επιδίωξή της, τόσο σε κινητικό, όσο και σε οπτικό επίπεδο, ώστε ταυτόχρονα, να εξασφαλίζεται και η δυνατότητα προσανατολισμού μέσα στον ιστό της πόλης.
Η εξασφάλιση του μέσου χώρου της πλατείας ελεύθερου και η διάταξη των παραδοσιακών στοιχείων της, μνημείων, κρηνών κ.λ.π. σε «νησίδες», από τις οποίες δεν διέρχονται οι άξονες κυκλοφορίας, προσδιορίστηκε από τον C. Sitte, ως μία από τις βασικές «καλλιτεχνικές αρχές», που οφείλει να διαθέτει ο χώρος. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η κίνηση ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται και η διατήρηση του οπτικού άξονα ελεύθερου. Στις Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές πλατείες, το ιδιαίτερο στοιχείο της κρήνης, στις πλατείες της αγοράς, τοποθετείται συνήθως δίπλα σε ένα βασικό δρόμο που εκβάλλει στην κύρια γωνία τους. Η μνήμη και η ιστορία της πόλης και της πλατείας, επιβάλλει συχνά τις θέσεις: σ’ αυτό το σημείο, είναι δυνατόν να πραγματοποιούνταν κάποτε το πότισμα των ιπποζυγίων, ώστε να εξυπηρετείται η μετάβαση μέσω του δρόμου. Κάτι αντίστοιχο, συνέβαινε και με τα μνημεία, τα οποία δημιουργούσαν γύρω τους χώρους στάσης, απομακρυσμένους από τις χαράξεις που επέβαλλαν οι γύρω δρόμοι και οι βασικοί άξονες πρόσβασης, άφηναν ανεμπόδιστη την κίνηση, ενώ ταυτόχρονα, τοποθετούνταν και σε σημεία που δεν εμπόδιζαν την «οπτική ευθεία» προς κύριες πύλες εισόδου-εξόδου από τον χώρο ή σημαντικά τμήματα κτιρίων του άμεσου περιβάλλοντος. Στις μεταγενέστερες πλατείες, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα, όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα, πέρα από τα στοιχεία των κρηνών και των μνημείων, που τοποθετούνται πια με βάση την «αρρώστια της κανονικότητας και της άκαμπτης συμμετρίας», στο κέντρο των χώρων, δημιουργώντας εσωστρεφείς πλατείες, καταργείται επιπλέον η έννοια του ελεύθερου χώρου, ο οποίος καταλαμβάνεται πια από σημαντικά δημόσια κτίρια, κυρίως εκκλησίες. Η προσπέλαση , πραγματοποιείται περιμετρικά αυτών, ενώ το «βάθρο» τους και οι μνημειακές κλίμακες ανόδου, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας και αποτελούν το κύριο σημείο οπτικής αναφοράς, μακριά από την ανθρώπινη διάσταση. Πρότυπο και πάλι, αποτελούν οι Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές πλατείες, κυρίως της Ιταλίας, στις οποίες τα παραπάνω δεν ανεγείρονται ως ελεύθερα κτίσματα, αλλά προσοικοδομούνται στα πλευρικά κτίρια, δημιουργώντας ελεύθερες πλατείες, μπροστά και στο πλαϊ τους. Η πρόσβαση στο χώρο και η κυκλοφορία στο εσωτερικό του πραγματοποιειται ανεμπόδιστα, ενώ σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το κτίριο, αποτελεί όριο του χώρου.

Ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται ο χώρος της αστικής πλατείας και κατά συνέπεια η εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης σε αυτή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής, στην οποία «τοποθετείται», καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός του χώρου χειρίζεται δεδομένα, όπως οι ιδιαιτερότητες του εδάφους (μορφολογία κ.λ.π), προκειμένου να δώσει ένα άρτιο πολεοδομικά και αισθητικά, αποτέλεσμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, η πλατεία του Καπιτωλίου στη Ρώμη.



Η πλατεία του Καπιτωλίου στη Ρώμη

Οι κανόνες που θέτει ο απροσπέλαστος φυσικός χώρος, η απότομη κλίση της πλαγιάς ενός από τους επτά λόφους της πόλης, χρησιμοποιείται από το δημιουργό, για το σχεδιασμό μιάς μνημειακής ανόδου, ενός κεκλιμένου επιπέδου, που καταλήγει στην πλατεία. Ο τρόπος αποτελεί μοναδικό δείγμα αστικού σχεδιασμού που δεν καταλύει την ιστορικότητα του χώρου, αντίθετα αυξάνει την δραματικότητά του, ενώ το αίσθημα που προκαλεί η διαδικασία της ανόδου στον επισκέπτη και η οπτική της πόλης που του προσφέρεται κατά την άφιξή του δικαιολογεί απόλυτα την άποψη του Norberg-Schulz ότι στόχος ήταν: «να εκφραστεί η ιδέα της πλατείας του Καπιτωλίου ως του caput mundi» (της κεφαλής του κόσμου).
O χώρος της αστικής πλατείας, αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής μελέτης, ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του και την γεωμετρία της. Ο R. Krier, κατατάσσει τις πλατείες σε κατηγορίες, με κρίτηριο το σχήμα τους, που διακρίνει σε κυκλικό, ορθογωνικό και τριγωνικό, καθώς και σε σχέση με τους τρόπους σύνδεσής τους με τους δρόμους της πόλης.

 


Η τυπολογία σχήματος και μεγέθους των πλατειών από τον R. Krier


Ουσιαστικά, «αγνοεί» την ιστορικότητα των χώρων, καθώς θεωρεί, ότι ο τρόπος με τον οποίο τον αντιλαμβάνεται κανείς, σχετίζεται άμεσα με τις αισθήσεις του, ενώ χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η «καθαρότητα των γεωμετρικών και μορφολογικών χαρακτηριστικών, είναι αυτή, που μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε τον εξωτερικό χώρο, ως δημόσιο». Ο λακωνικός τρόπος με τον οποίο αναλύει μέσα από σκίτσα του, τις τυπολογίες ουσιαστικά αποτελεί μια μελέτη του σχεδιασμού τους, με σκοπό την κατανόηση των αρχών και την αναζήτηση των στοιχείων εκείνων, που τεχνικά, προσδίδουν την ζωντάνια και τη διαχρονικότητα στον αστικό χώρο. Εντοπίζονται και πάλι σε πλατείες, όπως η Grand Place των Βρυξελλών, η Piazza di Campo, η Place Vendome και η Place des Vosges, στο Παρίσι, πλατείες, των οποίων τα χωρικά στοιχεία «αναμένουν να ανακαλυφθούν ξανά, κάτι που μπορεί να συμβεί, μόνο όταν οι σύγχρονοι χώροι, αποκτήσουν λειτουργικό νόημα και σχεδιαστούν στη σωστή θέση, με τις κατάλληλες προσεγγίσεις, από την ευρύτερη πόλη». Αυτές οι αναφορές, αποτελούν απόδειξη, της πραγματικής αξίας της αρχιτεκτονικής, ως προς το χρέος της να δημιουργεί χώρους, που «εικονογραφούν» τη λογική της εποχής της και εμπλουτίζουν την πόλη, με ποιότητες όπως αυτή της ευχάριστης διάθεσης, κατά την κίνηση. Χωρίς να αναφέρεται ρητά, στον όρο προσπελασιμότητα, ο Krier, παρουσιάζοντας: τη σχέση πλατείας και δρόμου στο σημείο συνάντσής τους, τη σχηματοποίηση του χώρου και τις μορφές του περιβάλλοντος που τον ορίζει, ουσιαστικά, αναφέρεται στα στοιχεία εκείνα, που καθιστούν τον χώρο της πλατείας, μέρος της κίνησης στην πόλη και σκηνικό των οπτικών ενελλαγών, με στόχο την άρτια αίσθηση.
Το μέγεθος της πλατείας, αποτελεί επίσης έναν καθοριστικό παράγοντα, της κίνησης και της αίσθησης, μέσα στον αστικό χώρο. Σύμφωνα με τον Palladio «η κεντρική πλατεία της πόλης, πρέπει να είναι τέτοιου μεγέθους, όσου η δημόσια ζωή των κατοίκων το απαιτεί, δηλαδή όχι τόσο μικρή ώστε να εμποδίζει την άνεση της χρήσης, ούτε τόσο μεγάλη ώστε με μικρό αριθμό ανθρώπων να φαίνεται ακατοίκητη». Το μέγεθος, είναι ένα στοιχείο, που καθορίζει την έλκτική δύναμη του χώρου, στον άνθρωπο, κυρίως επειδή σχετίζεται με τις δικές του διαστάσεις. Το μεγάλο μέγεθος, είναι δυνατόν να προσδίδει μνημειακότητα στο χώρο, ανάλογα πάντα με το είδος και τη μορφή των κτιρίων που τον περιβάλλουν.

Η πλατεία του Αγ. Μάρκου στη Βενετία , αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρου, που ως προς το μέγεθός της, που έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την ευρύτερη πόλη, τους στενούς και δαιαδαλώδης δρόμους της. Η είσοδος σε αυτή, προκαλεί άμεσα, την διαφορετική αίσθηση του μεγέθους. Η αναφορά του σχήματός της όμως, στο βασικό στοιχείο της πόλης, το Grand Canal, καθώς και η μεγαλειώδης εικόνα στοιχείων που αποτελούν τοπόσημα της Βενετίας, όπως το Duomo, το Campanile, τo Palazzo Ducale, κάνουν τον επισκέπτη, να αποτελεί μέρος της σύνθεσης, χωρίς την παραμικρή αίσθηση «κατωτερότητας», σε σχέση με την κλίμακα του χώρου. Αντίθετα, σε συνδυασμό με το ακανόνιστο σχήμα, η πλατεία είναι δυνατόν να φαντάζει χαοτική, κουραστική και δυσανάγνωστη, δημιουργώντας αίσθημα ανασφάλειας.

 


Η πλατεία του Αγ. Μάρκου στη Βενετία


Ο Sitte, στις μελέτες του, βρίσκει τις μεγαλύτερες πλατείες των αρχαίων πόλεων να έχουν μέγεθος περίπου 57x143 μ.μόνο, ενώ πολλές από τις συμπαθητικές και καθ’όλα ζωντανές πλατείες, στα παλιά, συνήθως μεσαιωνικά, τμήματα των σύγχρονων πόλεων συχνά δεν ξεπερνούν τα 15-21μ., αποτελούν όμως «μικρούς παράδεισους», όπου ο κάτοικος μπορεί με ασφάλεια να σταματήσει, να ξεκουραστεί και να αποδράσει από τους τρελούς ρυθμούς της μοντέρνας αστικής ζωής. Τέτοιες θεωρεί τις μικρές μεσαιωνικές πλατείες πόλεων όπως το York και το Stamford. Είναι φανερή, άλλη μια φορά, η επίδραση του δημόσιου χώρου, ιδιαίτερα όταν αυτός αποτελεί οργανικό στοιχείο της πόλης, στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της και τον προσδιορισμό του είδους της κινητικής και ψυχολογικής εμπειρίας, που προσφέρει.

Πέρα απ’όλα όμως, τα στοιχεία του χώρου και ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται, αποτελούν μέρος του αστικού τοπίου, της εικόνας της πόλης, που προσλαμβάνεται και ερμηνεύεται από τον καθένα, όχι αντικειμενικά, αλλά σε σχέση με τα προσωπικά του βιώματα και την αντίληψη που διαθέτει για την πόλη και τη ζωή του σ’ αυτή, για τον τόπο του. Οι αστικές πλατείες, αποτέλεσαν ιδιαίτερα στο παρελθόν, ζωντανούς αστικούς τόπους, καθώς «κατοικήθηκαν» από δράση και σκέψη, έτσι όπως αυτή προέκυπτε, μέσα από συγκεκριμένα γεγονότα και συνθήκες. Οι Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές πλατείες, δημιουργήθηκαν ως ένα «υπόβαθρο», για την ζωή «έξω». Η επιτυχία τους όμως εντοπίζεται στην ευχέρεια να μεταφέρουν τον επισκέπτη-περιπατητή, «μέσα» στην πόλη και την ουσία της, ώστε συχνά η περιήγηση τους να είναι αρκετή για να μιλήσει κανείς για τη Ρώμη, τη Βενετία ή το Παρίσι, μην έχοντας επισκεφθεί κανένα άλλο σημείο τους. Σ’ αυτό το επίπεδο, οι αστικές πλατείες, καθορίζουν στον απόλυτο βαθμό την προσπελασιμότητά της πόλης, σε σχέση με την αρχική παραδοχή, γι’ αυτή την ποιότητα, ως επίπεδο κινητικής, οπτικής και βιωματικής εμπειρίας, που προσφέρει το αστικό περιβάλλον.

4. Η προσπελασιμότητα για τις σύγχρονες αστικές πλατείες.
Βασικό χαρακτηριστικό του χώρου της σύγχρονης πλατείας, είναι η έμφαση που δίνεται στο σχεδιασμό του ώστε να αποτελεί ένα ιδιαίτερο και ενδιαφέρον «αστικό» τοπίο, που χαρακτηρίζεται όμως σύχνα, από αυτάρκεια και εσωστρέφεια. Κύριος στόχος του σχεδιασμού, είναι η επιβολή της πλατείας, μέσω της εικόνας, με τη χρήση εντυπωσιακών, συνθετικών στοιχείων. Η πλατεία-έργο τέχνης, ή η πλατεία μουσείο, όμως, στην προσπάθεια να προβάλλει τον εαυτό της, συχνά χαρακτηρίζεται από δυσλειτουργία σε πρακτικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα, ως προς τις δυνατότητες κίνησης που προσφέρει στον πεζό, που διέρχεται από αυτόν. Σε γενικές γραμμές, παρατηρούμε μέσα από σύγχρονα παραδείγματα, ότι τα «παραδοσιακά» στοιχεία του χώρου, όπως η φύτευση, το νερό ή τα έργα τέχνης, δεν πλαισιώνουν τις σύγχρονες πλατείες, όπως τις Αναγεννησιακές, αλλά τοποθετούνται σε κεντρικά σημεία τους, έτσι ώστε να αυτοπροβάλλονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του χώρου, σε επί μέρους τμήματα. Η επαφή κατά την κίνηση, με διαφορετικής ποιότητας σκηνικά, καταλύει την συνοχή και την ενότητα. Σε κινητικό επίπεδο, η κατάργηση αξιών, όπως η εξασφάλιση διακεκριμένων αξόνων κυκλοφορίας και η διασπορά τους μέσα στο χώρο, συχνά προκαλεί σύγχυση στον άνθρωπο. Τα επί μέρους στοιχεία τοποθετούνται αδιακρίτως, εμποδίζοντας την κινητική αλλά και οπτική προσπελασιμότητα στα σημεία εισόδου και εξόδου και στο σύνολο του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου χώρου, αποτελεί η Pershing Square, στο κέν


Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου χώρου, αποτελεί η Pershing Square, στο κέντρο του Los Angeles. H ανάπλαση του υποβαθμισμένου, υπόγειου χώρου στάθμευσης του 1950, στο κέντρο της πόλης, που πραγματοποιείται το 1991, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην οπτική αναμόρφωση του χώρου, με τη χρήση έντονων χρωμάτων στα υλικά και τα συνθετικά στοιχεία του. Η πλατεία τοποθετείται σε «βάθρο», που την ανασηκώνει από τους πολυσύχναστους περιμετρικούς δρόμους.

 


Κάτοψη της Pershing Square, στο Los Angeles.

 

Η πρόσβαση πραγματοποιείται μέσω αναβαθμών, από τις τρείς γωνίες του ορθογώνιου χώρου και μέσω ράμπας από την τέταρτη. Ταυτόχρονα, εξασφαλίζεται η προσπέλαση, από τα άτομα με κινητικές δυσκολίες, με τη βοήθεια ανελκυστήρων στην αριστερή πλευρά της. Αυτό ισχύει για την πρόσβαση στο κύριο επίπεδο του χώρου καθώς, η κίνηση στο εσωτερικό, εμπλουτίζεται με την παρεμβολή υπερυψωμένων τμημάτων του δαπέδου, κάποια από τα οποία λειτουργούν ως κερκίδες αμφιθεάτρου. Η κυκλοφορία, δεν είναι όμως διακριτή, καθώς επί μέρους στοιχεία, όπως παρτέρια χαμηλού πρασίνου, το κεντρικό συντριβάνι, το αμφιθέατρο, ο κάνναβος των δέντρων καταλαμβάνουν την μεγαλύτερη έκταση του χώρου, περιορίζοντας τις περιοχές κίνησης και λειτουργούν ως εσωτερικά εμπόδια, καταργώντας την «αρχή διατήρησης του μέσου χώρου ελεύθερου». Αυτή η πολύπλοκη σύνθεση του χώρου, σε συνδυασμό, με την έλλειψη πρόβλεψης σκίασης, καθώς και η φύτευση λειτουργεί οπτικά, και προστατευμένων χώρων καθιστικού, λειτουργούν αποτρεπτικά στην προσέγγιση του χώρου από τους κατοίκους της πόλης και την ένταξή του στις καθημερινές τους κινήσεις. Η ανύψωση του χώρου και η δυσκολία στην άμεση πρόσβαση από το επίπεδο του δρόμου, η δυσάρεστη αίσθηση της κίνησης κάτω από τον καυτό ήλιο και τις υψηλές θερμοκρασίες της πόλης, χωρίς προστασία, αλλά και οι, κουραστικά, έντονες εικόνες που προσφέρει ο χώρος, απέναντι στο αίσθημα ηρεμίας που αναζητά ο διερχόμενος, ξεφεύγοντας από την ένταση της πόλης, περιορίζουν την προσπελασιμότητα του χώρου άρα και την οικειοποίησή του από τους κατοίκους της πόλης. Η πλατεία περιβάλλεται από κτίρια, η ένταξη των οποίων στη σύνθεση της, εμποδίζεται κυρίως από την παρεμβολή του περιμετρικού δρόμου.

Βέβαια, από την άλλη πλευρά, αποτελούν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα, της ιστορικής εξέλιξης της πόλης, που καταγράφεται στις όψεις τους και «εξιστορείται, στο σήμερα, χωρίς όμως να πλαισιώνουν την πλατεία, με την αντίστοιχη ζωντάνια του παρελθόντος.

 


Η Pershing Square και η σχέση της με το αστικό τοπίο.

 

Ως μία από τις αρετές των κλασσικών πλατειών, αναφέρθηκε αυτή της περίκλεισης του χώρου από τα περιμετρικά κτίρια, με τρόπο τέτοιο ώστε η πρόσβαση, να πραγματοποιείται από συγκεκριμένα σημεία, στις παρυφές του, γεγονός που εντείνει την «έκπληξη» κατά τη μετάβαση από τον στενό δρόμο της πόλης, στον ελεύθερο δημόσιο χώρο. Αυτή την αρχή, αναβιώνει η σύνθεση των δύο πλατειών, που δημιουργεί ο Renzo Piano, σε άμεση επαφή με το κτίριο του Beaubourg και το κέντρο μουσικής IRCAM, στην καρδιά του Παρισιού. Η επιβλητική όψη του Centre Georges Pompidou, καταλαμβάνει την μία πλευρά της πλατείας και την «κρύβει», χωρίς να προϊδεάζει τον εισερχόμενο, από τους πλευρικούς δρόμους, επισκέπτη για την ύπαρξη των ελεύθερων χώρων. Βασικό χαρακτηριστικό της σύνθεσης, αποτελεί η πεζοδρόμηση αλλά και το μικρό πλάτος των δρόμων πρόσβασης στο χώρο, όπως άλλωστε και η περιμετρική δόμηση, με τα συνεχόμενα μέτωπα των κτιρίων, που αυξάνουν την αίσθηση κλειστότητας στην προσέγγιση του χώρου. Η κύρια πλατεία, κατά μήκος του Beaubourg, διαμορφώνεται ως ένα ελεύθερο, ελαφρά κεκλιμένο επίπεδο, που λειτουργεί ως χώρος στάσης στο μεγαλύτερο μέρος του, καθώς υποβαθμίζεται, αφήνοντας τη διερχόμενη κίνηση ελεύθερη, στο επίπεδο των δρόμων πρόσβασης. Η υποβάθμιση του χώρου, με αυτό τον αβίαστο τρόπο, μετατρέπει την πλατεία σε ένα πραγματικό κέντρο, το οποίο εμπλουτίζεται με δράσεις και παραστάσεις της καθημερινής ζωής του Παρισιού, ανθρώπων που βιώνουν την πόλη με διάφορους τρόπους και μέσα: το skateboard, αποτελεί τον πιο δημοφιλή τρόπο «προσπέλασης» του χώρου, κυρίως στο κεκλιμένο τμήμα του, αυξάνοντας τον «βαθμό δυσκολίας» της επίδειξης.

 


Η «ζωντανή» πλατεία του Beaubourg, στο κέντρο του Παρισιού.

 

Η νεότερη πλατεία, η Place Stravinsky, που αναπτύσσεται πλευρικά του κτιρίου του Centre Georges Pompidou, εμφανίζει έναν αντίστοιχο βαθμό περίκλεισης, που δημιουργείτα από κτίρια, μάρτυρίες της ιστορικής εξέλιξης της μητρόπολης. Λιγότερο επίσημη, από την πρώτη, αποτελεί τη «δευτερεύουσα» πλατεία της σύνθεσης.

 



Η Place Stravinsky, στο κέντρο του Παρισιού.

 

Βασικό χαρακτηριστικό του χώρου, που καθορίζει την κινητική εμπειρία του επισκέπτη, είναι η «κυριαρχία» του κεντρικού συντριβανιού. Το νερό, σε συνδυασμό με τα περιστρεφόμενα έργα τέχνης, αποτελούν όχι μόνο το κύριο οπτικό θέμα της πλατείας, τραβώντας την προσοχή μέ τα έντονα χρώματα, την κίνηση και τον ήχο του νερού, αλλά επιβάλλει την κίνηση, μόνο στους χώρους γύρω από το αυτό το κεντρικό στοιχείο. Η τοποθέτησή του υλοποιείται σε τέτοια θέση, ώστε οι περιφερειακοί «διάδρομοι» κίνησης, να αποτελούν συνέχεια των πλακοστρωμένων δρόμων, μετάβασης από τον ευρύτερο χώρο της πόλης, στην πλατεία. Η δυνατότητες της αντίστροφης οπτικής διεξόδου όμως, είναι περιορισμένες. Με βάση αυτό, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε, την Place Stravinsky, ως μία επιτυχημένη «αναβίωση», των αρχών της Μεσαιωνικής πλατείας, σχετικά με τον «μυστηριακό» τρόπο πρόσβασης και κίνησης σε αυτήν. Από την άλλη, η κυριαρχία του συνθετικού στοιχείου του συντριβανιού, καταργεί την αρχή της «διατήρησης του μέσου χώρου ελεύθερου», του Sitte, χωρίς όμως να στερεί το χώρο, τόσο από «καλλιτεχνικές», όσο και από ποιοτικές αρχές, καθώς αποτελεί μία από τις πιο ζωντανές πλατείες του Παρισιού. Η κεντρικότητά της, μέσα στον αστικό ιστό, σε συνδυασμό με την αίσθηση της ανθρώπινης κλίμακας, που διαθέτει, αποδεικνύει, πως είναι δυνατή, η προσαρμογή των κανόνων που έθεσαν οι ιστορικές πλατείες, για τον σχεδιασμό του χώρου τους και την εξασφάλιση της προσπελασιμότητάς τους, στον σύγχρονο αστικό σχεδιασμό, με την νεωτεριστική αντιμετώπιση των παραδοσιακών στοιχείων, αρκεί να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις της προσέγγισης του χώρου, από τον βασικό αποδέκτη, τον άνθρωπο. Η «έκπληξη», που δοκιμάζει κανείς, όταν μεταβαίνει από τους κεντρικούς δρόμους του Παρισιού, σ' αυτή την καλά προστατευμένη θέση, αποτελεί, μία από τις ιδιαίτερες ποιότητες της πόλης, ικανές να μετατρέψουν την κίνηση, σε ευχάριστη εμπειρία.

 

Ο δημόσιος χώρος, αποτελεί, για τον σύγχρονο σχεδιασμό, την ευκαιρία, να προσφέρει στην πόλη, σημεία που αυξάνουν το οπτικό ενδιαφερόν της κίνησης. Αυτή η προτεραιότητα του «βλέπω», παρά του «βιώνω», έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πλατειών, εντυπωσιακών σκηνικών, όπως θα μπορούσε να χαρακτηρισει κανείς την Shouwburgplein, στο κέντρο της πόλης του Rotterdam, που φανερώνει την πρόθεση να αναβιώσει ο δημόσιος χώρος, αντιμετωπίζοντάς τον ως μέλος του συνολικού αστικού τοπίου, ως «εικόνα» του ύφους της πόλης αλλά και του πνεύματος της εποχής, όπου η όραση γίνεται κυρίαρχη αίσθηση και η ερμηνεία των οπτικών ερεθισμάτων, μαζική τάση.

 




Η Showburgplein, αποτελεί «δυνατή» εικόνα της πόλης του Rotterdam.

 

Η περιπλάνηση, στους πεζόδρομους του μεταπολεμικού εμπορικού κέντρου, καταλήγει ομαλά, στο χώρο της πλατείας, που διαμορφώνεται με ξύλινο δάπεδο, υπερυψωμένο από το επίπεδο του δρόμου, αυξάνοντας την αίσθηση συμμετοχής στο σκηνικό της πόλης. Ο απόλυτος σχεδιασμός, είναι το αντικείμενο που διαπραγματεύεται αυτή η σύγχρονη εκδοχή της αστικής πλατείας: το κουαρτέτο των 35 μ. ύψους, μεταλλικών φωτιστικών πυλώνων, σε έντονο κόκκινο χρώμα, στη ανατολική πλευρά του χώρου, μιμούνται μορφολογικά τους γερανούς κατά μήκος της απέραντης αποβάθρας του λιμανιού Europoort, προσφέροντας του ιδιαίτερη «κινητικότητα», αφού οι βραχίονες τους κινούνται όπως τα ανυψωτικά μηχανήματα, δίνοντας «χορευτική παράσταση», με την εισαγωγή ενός νομίσματος στη βάση τους Ακόμη και η σειρά των ξύλινων καθιστικών πάγκων, στην ανατολική πλευρά της, οπτικά παραπέμπει στο αίσθημα της άνεσης και της νωχελικότητας, που οφείλει να προκαλεί ο χώρος ανάπαυλας μιας πλατείας. Η πλατεία περιστοιχίζεται από τα αντιπροσωπευτικά δημόσια κτίρια (δημοτικό θέατρο, ωδείο και τον κεντρικό σταθμό), που συμμετέχουν μορφολογικά με τις όψεις τους, στην ολοκλήρωση αυτής της εικόνας που παρουσιάζει σήμερα η πόλη.
Η επανακατοίκηση ενός εγκαταλελειμένου αστικού χώρου, σε άμεσα προσβάσιμη περιοχή της πόλης του Rotterdam, μαρτυρά πως η δημιουργία ενός οπτικού μαγνήτη, με όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά,είναι μία συμβατή με τη σύγχρονη πραγματικότητα λύση, για την αναθεώρηση της αξίας του δημόσιου χώρου και ένα μέσο ικανό να την επαναφέρει στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής στην πόλη.

5. Ένας... «περίπατος», στις κεντρικές Αθηναϊκές πλατείες.
Οι πλατείες, παρουσιάστηκαν ως σημεία του αστικού ιστού που συγκεντρώνουν, τόσο στη λειτουργία όσο και στη μορφή τους, χαρακτηριστικά της αστικής φυσιογνωμίας. Η προσπέλαση και η οπτική του χώρου, λειτουργούν σαν μία φωτογραφική απεικόνιση αντιπροσωπευτικού σημείου της πόλης.
Τα ίδια χαρακτηριστικά μπρεί να αποδώσει κανείς στις ελληνικές αστικές πλατείες, δεδομένου επιπλέον ότι οι Έλληνες, είναι άμεσα συνδεδεμένοι, λόγω κλίματος και νοοτροπίας, με τον «έξω» χώρο της πόλης τους.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τις Αθηναϊκές πλατείες, χαρακτηριστική είναι η άποψη του Δημ. Καρύδη, για την Ομόνοια και την πλατεία Συντάγματος: «Οι δύο αυτές πλατείες, είναι κυριολεκτικά, τα βασικά γραμματικά στοιχεία για την κατανόηση του συντακτικού συγκρότησης και εξέλιξης του Αθηναϊκού χώρου, ιδιαίτερα για την περίοδο του 19ου αιώνα.....
Ο άξονας Ομόνοια- Πανεπιστημίου - Σύνταγμα, επαιρνε τις διαστάσεις ενός κοινωνικού/δημόσιου χώρου, που λειτουργούσε σαν βαρόμετρο της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας........... Ίσως δεν είναι υπερβολικό, να ισχυριστεί κανείς, ότι όλη η ιστορία της νεότερης Αθήνας, βρίσκεται εκεί, σ' αυτές τις λίγες εκατοντάδες μέτρα, από τη μία πλατεία στην άλλη».
Η πόλη της Αθήνας, σχεδιάζεται εξ' αρχής με βάση τις αστικές πλατείες και τους άξονες που τις συνδέουν. Το «Εμπορικό Τρίγωνο» της πόλης, έχει ως κορυφές τρείς πλατείες, που στην εξέλιξη τους, διαμορφώνουν τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες, άμεσα προβαλλόμενους σ' αυτούς που τις προσεγγίζουν. Ακόμα και η όψη του χάρτη της πόλης, δίνει την εντύπωση ότι μια βόλτα στην περίμετρο αυτού του σχήματος, είναι αρκετή, για να δει, να αισθανθεί και να κατονοήσει τη φυσιογνωμία της Αθήνας, αφού πρόκειται για την «καρδιά» της.
Ανηφορίζοντας από την οδό Πανεπιστημίου, αισθάνεται κανείς ότι προσεγγίζει την «επίσημη» πλατεία της πόλης, την πλατεία Συντάγματος, που και το όνομά της ακόμα, προδίδει την θέση που αυτή κατέχει στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας αλλά και στις συνειδήσεις των κατοίκων.

 


Η πρόταση διαμόρφωσης της πλατείας Συντάγματος, από την ΕΑΧΑ (Εταιρία Ενοποίησης Αρχαιλογικών Χώρων).

 

Η «αντιληπτική φωτοσκίαση» αυτού του τμήματος της πόλης, θα το απεικόνιζε ως ένα από τα φωτεινότερα. Η πρόσβαση διαμέσου των μεγάλων λεωφόρων και των ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας κτιρίων που την πλαισιώνουν, αλλά και η θέση της στη «είσοδο» των προγενέστερων ανακτόρων και του σύγχρονου κοινοβουλίου, της έχουν προσδώσει το χαρακτήρα του κατ' εξοχήν χώρου συγκέντρωσης, πολιτικής διαμαρτυρίας και εθνικών εορτασμών.
Η πρόσβαση στο χώρο, στα πλαίσια της καθημερινής ζωής και μετακίνησης στην πόλη, πρόσφατα πραγματοποιείται και υπόγεια, με τη λειτουργία του κομβικού σταθμού του ΜΕΤΡΟ, και τις εισόδους - εξόδους του, στο επίπεδο της πλατείας. Αυτή η «εναλλακτική» διαδρομή, απέδωσε μια άλλη προσιτότητα στο χώρο, ακόμα και μέσα από τη βιαστική κίνηση των ανθρώπων, στους έντονους ρυθμούς της ζωής τους, που όμως αποκτούν την ευκαιρία οικειοποίησης του χώρου, με την καθημερινή του προσπέλαση.
Από την πλατεία Συντάγματος, η πρόσβαση στην πλατεία Μοναστηρακίου, είναι άμεση, διαμέσου του πεζοδρόμου της οδού Ερμού. Αφήνοντας πίσω του την «εθνική πλατεία», ο περιπατητής, μπορεί να αναγνωρίσει την εποχή του χρόνου και να πληροφορηθεί για τις «τάσεις και τις τιμές της μόδας», όπως προβάλλονται από τις βιτρίνες του εμπορικότερου δρόμου της πόλης. Η άφιξή του, στην πλατεία του Μοναστηρακίου, είναι μια «ανακούφιση», από την ένταση της προηγούμενης διαδρομής: η κλίμακα τον προσεγγίζει, η εκκλησία της Καπνικαρέα τον «ηρεμεί» και του προσφέρει σημείο ανάπαυσης, για να παρακολουθήσει τις πρόχειρες παραστάσεις δρόμου, που «διαδραματίζονται» στο πλακόστρωτο της πλατείας. Η «πρώτη» εικόνα της Ακρόπολης, στα αριστερά του, μέσα από τις οπτικές φυγές που αφήνουν τα κτίρια, του υπενθυμίζει που βρίσκεται και ίσως να τον «συγκινεί».
Η οδός Αθηνάς, με τον πιο λαϊκό και θορυβώδη χαρακτήρα, που οφείλεται στην ύπαρξη της Βαρβακείου Αγοράς και όλων των ειδών τα μικρομάγαζα, τον επαναφέρει, στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε την διαδρομή του, την πλατεία Ομονοίας, τον «ομφάλιο λώρο» της πόλης, που αποτελεί την αφετηρία μέτρησης των χιλιομετρικών αποστάσεων της Αθήνας, από όλα τα σημεία της χώρας.

 


Η Ομόνοια των «Μουσσών».

 

Το άλλο πρόσωπο της πλατείας Συντάγματος, εξελίχθηκε μαζί με την πόλη, σε κάτι περισσότερο από τον κομβικό στοιχείο ενός γραμμικού εμπορικού άξονα (Αθηνάς - Αιόλου) : γίνεται το σημείο αναφοράς μιας ολόκληρης δυτικής συνοικίας, η αφετηρία ενός άξονα βορρά - νότου, που οριοθετεί περιοχές κατοικίας διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και η αφετηρία του «ανεβάσματος», στο Σύνταγμα. Βασικό χαρακτηριστικό, η πρόσβαση στην πλατεία πάνω και κάτω από την επιφάνεια της γης και κατά συνέπεια, η προβολή διαφορετικών εικόνων της ίδιας πόλης. Σημείο αναφοράς του κινούμενου, η εικόνα της Ακρόπολης, μέσο προσανατολισμού και «ευχάριστη έκπληξη» για την όραση, κατά την έξοδο από την υπόγεια διαδρομή.
Η εισβολή του αυτοκινήτου στο χώρο, κατά τη δεκαετία του '60, δημιουργεί τον κύριο φραγμό της προσπέλασης της από το πεζό.

 


Η Ομόνοια του «αυτοκινήτου», το 1963.

 

Το κεντρικό συντριβάνι, που καταλαμβάνει τον χώρο, περιορίζει ακόμη περισσότερο τον «ωφέλιμο» χώρο και τη μετατρέπει σε ένα κομβικό σημείο συνάντησης, των υπερτοπικών οδικών αξόνων. Η ζωή της πλατείας, μεταφέρεται στους γύρω δρόμους, όπου αναζητώνται νέα σημεία αναφοράς. Το πεζοδρόμιο έξω από το φαρμακείο του Μπακάκου μετεβλήθη σε σημείο συνάντησης για τους επαρχιώτες που κατέκλυζαν την πρωτεύουσα εκείνη την εποχή. Στα μέσα του '80, η μαύρη αγορά ηρωίνης έκανε την Ομόνοια στέκι τοξικομανών. Αργότερα, εκατοντάδες χιλιάδες ξένων μεταναστών που περνούν καθημερινά από την πλατεία, την ντύνουν με νότες πολιτισμικού οικουμενισμού. Φυσικά δεν λείπουν παραβατικές συμπεριφορές κάθε λογής, ρατσιστικές εκδηλώσεις.
Πρόκειται για το σημείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί το πιο «πολυσυλλεκτικό» της Αθήνας. Ο Γ. Ιωάννου, αναφέρει χαρακτηριστικά: "Είναι ψυχοθεραπευτήριο η Ομόνοια, γι' αυτό μαζεύονται αυθορμήτως τόσοι τρελοί. Ούτε στον Άγιο Αντώνη, που κυνηγάει τους Δαιμόνους, δεν γίνονται τόσα θαύματα»

 


Η Ομόνοια σήμερα.

 

Σήμερα η πλατεία προσπαθεί να αλλάξει πρόσωπο, με κύριο στόχο την οικειοποίηση της από ξανά, από τους κατοίκους της πόλης, με τη δημιουργία ενός «φιλικού σύγχρονου προσώπου». Το παραδοσιακό κυκλικό της σχήμα «τετραγωνίζεται», ενώ η επαναφορά και η διατήρηση της μνήμης, γίνεται αντικείμενο της νέας σύνθεσης του χώρου. Ιστορικές αρτηρίες, όπως η Πειραιώς, που συνδέει από την αρχαιότητα την Αθήνα με το λιμάνι της, καθώς και η Αθηνάς, που προσφέρει τη φυγή προς τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, αναδεικνύονται σε σημεία αναφοράς. Η αντιμετώπιση του δαπέδου, με σκοπό την οπτική υπενθύμιση της υπόγειας διαδρομής, μέσω υλικών και μορφών, αποτελεί ένα αξιόλογο στοιχείο της κεντρικής ιδέας.

 


Μακέτα, της πρότασης τελικής διαμόρφωσης της Ομόνοιας.

 

Συμπεράσματα - σχόλια

 

Σε όλα τα παραπάνω παραδείγματα, οι πλατείες, αποτελούν συστατικά του αστικού χώρου, διαφορετικά «τοπία» του ίδιου «τόπου», που καταγράφουν την δομή και τη εικόνα του. Τόσο ο σχεδιασμός τους, όσο και η «κατοίκησή» τους, αντικατοπτρίζουν αρχές, που διέπουν την οργάνωση και την ζωή στην πόλη, μέσα στην ιστορική της εξέλιξη. Το βέβαιο είναι ότι για όλες τις εποχές, η πλατεία αποτελεί τον πιο αληθινό «καθρέφτη», της φυσιογνωμίας της, η οποία μέσα από την κίνηση στον χώρο, την οπτική και βιωματική επαφή μαζί του, μεταφέρεται στον άνθρωπο - κάτοικο ή ταξιδιώτη ως χωρική - χρονική αντίληψη του «αρνητικού και του θετικού», σε μία φωτογραφική απεικόνιση της πόλης.
Η έννοια της προσπελασιμότητας, τόσο ως πρακτικής δυνατότητας πρόσβασης στο χώρο, όσο και ως βαθμός και μορφή οπτικής και βιωματικής εμπειρίας που προσφέρει, εξασφαλίζεται για την πόλη και την πλατεία, αμφίδρομα: η «μετάβαση» από τον ευρύτερο χώρο, από το «σύνολο» της πόλης, στο «μέρος» της πλατείας αλλά και η αντίστροφη φυσική και ψυχολογική διαδρομή, λειτουργούν ταυτόχρονα και άμεσα συνδεδεμένα, στα πλαίσια της οικειοποίησης του αστικού χώρου, καθώς διέπονται από τις ίδιες αρχές και προβάλλονται με τα ίδια πολεοδομικά εργαλεία.
Η προσπελασιμότητα όμως του χώρου, όπως προκύπτει, δεν αποτελεί απλά μία τυπική αρχή του πολεοδομικού σχεδιασμού, για διαμπερής χώρους, καθώς η ανάγκη για εξασφάλισή της, είναι καθαρά ανθρωποκεντρική. Αναφέρεται στον τρόπο και κυρίως την ευχέρεια με την οποία ο άνθρωπος βιώνει τον καθημερινό του χώρο με όλες του τις αισθήσεις, επομένως η αναγκαιότητά της πηγάζει από την πρόθεση δημιουργίας μιας πόλης που αναφέρεται στους κατοίκους της.
Οι ιστορικές πλατείες, οι διαφορετικές κλίμακες και αισθητικές αρχές, οι θέσεις τους και οι σημασίες που απέκτησαν, σε διαφορετικές ιστορικές εποχές, κατέγραψαν τις ανάγκες των κατοίκων των αντίστοιχων τόπων και καιρών σε δύο επίπεδα: από τη μία πλευρά αυτή της αρμονικής ενσωμάτωσής τους στο περιβάλλον τους, με την εξασφάλιση του υπαίθριου χώρου, σε διαστάσεις και θέσεις, ευνοϊκές για την κίνηση και την επαφή. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, «στέγασαν», την αξίωση, για προβολή στο χώρο, σημείων, που αντιπροσώπευαν καθημερινές αλλά και ανώτερες κοινωνικές και θρησκευτικές αξίες μιας κοινωνίας ανθρώπων. Η «εικονογράφησή» τους, ως κέντρων, εισόδων, ή τοπόσημων είναι αυτή που πηγάζει από την πρόθεση ανάγνωσης και εύκολης αναγνώρισης της πόλης, της προσπέλασης, όχι μόνο ως χωρικής δομής αλλά και ως «δοχείου ζωής». Σήμερα, η μελέτη ή η απλή περίηγηση αυτών των πλατειών, είναι αρκετή για τη δημιουργία μιας εικόνας που αφορά τη φυσιογνωμία της πόλης μιας άλλης εποχης. Πρόκειται για την αισθητική, με την έννοια των αισθήσεων, «προσπέλαση» του χώρου και του χρόνου.
Πέρα όμως από τη μεταφορά της «μνήμης», σε μία σύγχρονη πραγματικότητα, οι ιστορικές πλατείες, αποτελούν χώρους, με πρόθεση να ενταχθούν σε μία καθημερινή ζωή, όπου οι παραπάνω ανάγκες ικανοποιούνται πια «ατομικά». Ο σύγχρονος σχεδιαστικός χειρισμός τους σε αυτό το επίπεδο, έχει στόχο, την «αναβίωση» της αξίας τους ώστε να εμπλουτίσει την πόλη, σημειακά, με ποιότητες που ερεθίζουν την όραση περισσότερο από τις άλλες αισθήσεις, καθώς παρουσιάζουν μία τάση επιβολής, μέσα από τη δύναμη της εικόνας και το θαυμασμό της αρχιτεκτονικής της σύνθεσης. Όσον αφορά την κίνηση στην πόλη και την ψυχολογική επίδραση της στον κινούμενο, ο δημόσιος χώρος, θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο μέρος της διερχόμενης κίνησης, παρά προορισμός. Αυτή η θέση, του αποδίδει μία εσωστρέφεια που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί παρά από την αντίστοιχη τάση του συνόλου της πόλης. Ο χρόνος, πολύτιμο αγαθό της σύγχρονης ζωής, επιβάλλει στην κίνηση μία ταχύτητα, που τις περισσότερες φορές, ευθύνεται για την περιορισμένη ψυχολογική επαφή με το χώρο η οποία, δεν προλαβαίνει να γίνει βίωμα. Μ' αυτή την έννοια, η προσπέλαση των υπαίθριων χωρων της πόλης σήμερα, θα μπορούσε να ταυτιστεί περισσότερο με την αίσθηση του «βλέπω», παρά του «βιώνω», με την ενέργεια του «διασχίζω», παρά του «επισκέπτομαι».
Βέβαια, ακόμη και αυτές οι εναλλαγές, με τη δημιουργία δικτύου αξόνων και διαφορετικών τρόπων υπόγειας ή υπέργειας πρόσβασης, σημείων οπτικής φυγής σε φυσικά και τεχνητά τοπόσημα της πόλης, αποδίδονται με τρόπους που η πρόσβαση στο χώρο, αποτελεί ευχάριστη, «απρόσμενη» εξέλιξη μιας διαδρομής στην πόλη, όπως αυτής στους κεντρικούς δρόμους και πλατείες της Αθήνας, που περιγράφηκε προηγουμένως. Με άλλα λογια, η πόλη, αποτελεί ένα «σκηνικό», μια υποδομή χώρων και λειτουργιών, που εντυπώνεται μεσα από τις πολλαπλές δραστηριότητες, στην συνείδηση και την ψυχή των κατοίκων της. Η προσπελασιμότητά της, ιδιαίτερα όταν αυτή εξετάζεται μέσα από το πρίσμα ενός τόσο σημαντικού συστατικού της, όπως είναι ο δημόσιος χώρος της, δεν είναι παρά η ποιότητα που διαθέτει, να «μεταφέρει» τον άνθρωπο, όχι τόσο ατομικά, αλλά ως μέρος ενός σύνόλου, στους χώρους της και να επιζητά την οικειοποίησή τους, με την ψυχή και το σώμα του.

Nάντια Κρίκου, Αρχιτέκτονας Ε.Μ.Π, Msc email: nkrikou@otenet.gr

Πηγές

  • ΚΑΡΥΔΗΣ ΔΗΜ. : " Ανάγνωση πολεοδομίας, η κοινωνική σημασία των χωρικών μορφών". Εκδ. ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ, 1991.
    KOSTOF SPIRO: "The city assembled" "The elements of urban form through history", ed. Thames and Hudson Ltd London, 1992
    KOSTOF SPIRO, 1991, "The City Shaped, Urban patterns and meanings through history". Boston, MA: Bulfinch Press
    KRIER ROBERT: "L' espace de la ville, theorie et pratique", AAM EDITIONS
    KRIER ROBERT : "Urban Space", Academy editions, 1991.
    LYNCH K.: "The image of the city", 20th ed., 1990, Copyright 1960, The MIT Press.
    MOUGHTIN CLIFF: "Urban design: street and square" ch.4 "The square or plaza"
    NORBERG- SHULTZ: "Genius Loci". New York, NY Rizzoli, 1980.
    SITTE C. «Η πολεοδομία σύμφωνα με τις καλλιτεχνικές της αρχές», Eκδ. ΕΜΠ, 1992
    ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ι. : "Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης" Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης EMΠ, 2001
    ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ι : "H φυσιογνωμία ενός τόπου, Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21ο αιώνα". Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης EMΠ, 2001

 

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital