ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Ιδεολογία κατασκευών-Ανοδος και πτώση των γιγάντων

17 Μάρτιος, 2003

Ιδεολογία κατασκευών-Ανοδος και πτώση των γιγάντων

Μια υποδειγματική συγκριτική μελέτη της σημερινής κατάστασης είκοσι πολεοδομικών συγκροτημάτων «μαζικής δόμησης» σε πέντε βορειοευρωπαϊκές χώρες**

Είναι γνωστό ότι η ελληνική μεταπολεμική ανοικοδόμηση, μια από τις θεμελιωδέστερες συνιστώσες τής εν γένει λειτουργίας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, δεν έχει τύχει ακόμα μιας συνολικής αποτίμησης από κοινωνικής, οικονομικής και τεχνολογικής πλευράς. Τη σοβαρή προσέγγιση υποκαθιστούν βέβαια οι γενικευμένες αγοραίες (και γι' αυτό αδιέξοδες) αιτιάσεις για το «μπετόν που κατέστρεψε τις πόλεις» κτλ. Παρά τη διάχυτη απαξιωτική ρητορική, πάντως, η μεταπολεμική ανοικοδόμηση εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει ακόμη και σήμερα (για το καλό και το κακό) - όχι μόνο με την κυριαρχία των υπαρκτών προϊόντων των δεκαετιών του '60 και του '70, αλλά και με την απόλυτη κυριαρχία των «αρχών» της (μη μελετημένων, αλλά υπαρκτών) στον τρόπο με τον οποίο εξακολουθούμε να χτίζουμε σήμερα.

Οποιαδήποτε ολοκληρωμένη αποτίμηση δεν μπορεί παρά να βασιστεί μεταξύ άλλων και στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες χειρίστηκαν τα ζητήματα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Η μεγαλύτερη συνεισφορά τέτοιων συγκριτικών προσεγγίσεων είναι ότι πιθανότατα θα «ξεκολλούσε» τη συζήτηση από τα ίδια και τα ίδια στερεότυπα. Από αυτή την άποψη το βιβλίο της Anne Power είναι κομβικό. Το Estates on the Edge είναι μια υποδειγματική συγκριτική μελέτη της σημερινής κατάστασης είκοσι πολεοδομικών συγκροτημάτων «μαζικής δόμησης» σε πέντε βορειοευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, Δανία, Ιρλανδία). Τα υπό εξέταση συγκροτήματα (Estates) - από τους πιο προβληματικούς χώρους κοινωνικής διαβίωσης στην Ευρώπη σήμερα - δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό τμήμα ενός τεράστιου έργου κρατικής έμπνευσης και πρωτοβουλίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που αποσκοπούσε στο να καλύψει με αξιοπρεπή και μοντέρνο τρόπο τα στεγαστικά προβλήματα των «μη εχόντων» στη Βόρεια Ευρώπη. Τα υψηλά αυτά κτίρια κατασκευάστηκαν κυρίως τη δεκαετία του 1960 με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά μόλις μία ή δύο δεκαετίες μετά είχαν μετατραπεί σε συνώνυμα της παρακμής και της υποβάθμισης. Σήμερα οι συνθήκες που επικρατούν σε αυτές τις περιοχές συνιστούν ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι «οι ένοικοι αυτών των συγκροτημάτων δεν ζουν μια ομαλή ζωή», αλλά ότι επιπλέον αυτές οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης εκτρέφουν μεγάλες και σκοτεινές απειλές κατά της ομαλής ζωής ολόκληρης της κοινωνίας. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οπότε έγινε σαφές ότι «το μακρόχρονο κοινωνικό συμβόλαιο σύμφωνα με το οποίο οι πλούσιοι ενισχύουν οικονομικά τους φτωχούς, με αντάλλαγμα την κοινωνική ειρήνη, δεν ισχύει πια» (Munchan, 1992), άρχισαν σοβαρές ταραχές και ανεξέλεγκτες πράξεις βίας με επίκεντρο αυτά τα συγκροτήματα τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γαλλία.

Η συγγραφέας του βιβλίου Anne Power δεν ασχολείται μόνο θεωρητικά με αυτά τα ζητήματα (είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Πολιτικής στη London School of Economics) αλλά και πρακτικά (ως μέλος επιτροπών με επιρροή στη λήψη σχετικών κρατικών αποφάσεων). Το βιβλίο λοιπόν αναφέρεται κατά βάση στις προσπάθειες ανακοπής της προϊούσας παρακμής αυτών των συγκροτημάτων, έτσι ώστε να μην κατρακυλήσουν ακόμη πιο χαμηλά, να μην περιπέσουν δηλαδή στην κατάσταση των γκέτο των αμερικανικών πόλεων, αυτών των τραγικών αλλά και επίφοβων, «απαγορευμένων ακόμη και για την αστυνομία, περιοχών».

Ολη αυτή η εναργής διαχρονική «περιδιάβαση» σε έναν ολόκληρο τομέα της ευρωπαϊκής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης προσφέρει στον έλληνα αναγνώστη ένα γονιμότατο πεδίο προβληματισμών και έναν εναλλακτικό τρόπο θεώρησης των «καθ' ημάς». Αναφερόμαστε παρακάτω πολύ συνοπτικά σε κάποια χαρακτηριστικά σημεία.

Για παράδειγμα, η εγχώρια παραφιλολογία αποδίδει την κακοδαιμονία της ελληνικής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης στην «άναρχη δόμηση». Πρόκειται για μια αφαιρετική γενικολογία που υπαινίσσεται ότι, αν τα κτίρια κτίζονταν με βάση κάποιες (ποιες;) αρχές που θα όριζε το κράτος, η κατάσταση των ελληνικών πόλεων θα ήταν «καλύτερη». Μα η περίπτωση των βορειοευρωπαϊκών Estates, η οποία αποδεδειγμένα κατέληξε σε τερατογένεση, είναι ακριβώς η κατ' εξοχήν περίπτωση της «οικοδόμησης με βάση αρχές». Θάνατος λοιπόν στις «αρχές»; Οχι βέβαια. Η δρακόντεια περιφρούρηση της περίφημης βρετανικής εξοχής με τη θέσπιση εκτεταμένων ζωνών πρασίνου γύρω από τις πόλεις, καθώς και η διατήρηση και η ανάδειξη των ιστορικών κέντρων είναι δύο χειροπιαστά πρόχειρα παραδείγματα για τον ευεργετικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει η κρατική παρέμβαση. Αυτό που προκύπτει επιστρέφοντας στα ελληνικά πράγματα είναι ότι, αν θέλουμε να συζητήσουμε σοβαρά, πρέπει να απομακρυνθούμε από τις αοριστολογίες και να ορίσουμε πολύ καλά τι σημαίνει κάθε έννοια που χρησιμοποιούμε. «Η θεωρία είναι διαφορετικό πράγμα από το να λέμε γενικά την άποψή μας· είναι συστηματική υπόθεση» (Αυγουστίνος Ζενάκος, 2002).

Από καθαρά αρχιτεκτονική άποψη, τα Estates μάς προσφέρουν άλλη μια αφορμή για ιδιαίτερες σκέψεις. Οι κατασκευές αυτών των συγκροτημάτων είχαν δοξαστεί την εποχή της ανέγερσής τους ως η αποθέωση της εφαρμογής του μοντερνισμού και μάλιστα όχι απλώς μιας στυλιστικής εκδοχής του αλλά του καθαρόαιμου κινήματος του Bauhaus που προσέδιδε στις αρχές της αρχιτεκτονικής ριζοσπαστικό κοινωνικό περιεχόμενο. Σοβαρές εφημερίδες και ειδικά περιοδικά της εποχής ήταν γεμάτα από επαινετικές αναφορές για τα μοντερνιστικά δημιουργήματα των νέων πολεοδομικών συγκροτημάτων: «πύργοι της δημοκρατίας», «απαστράπτοντα υπερωκεάνια της προόδου», τα υψηλά κτίρια που με τον συνδυασμό των επίπεδων στεγών τους στον χώρο δημιουργούσαν τους «δρόμους του ουρανού» κτλ. Η καταρράκωση των Estates και ο συνακόλουθος κοινωνικός στιγματισμός τους συμπαρέσυραν στην πτώση τους και τις απόψεις της κοινωνίας για αυτού του είδους τα κτίρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη δεκαετία του '70 σταμάτησε πρακτικά η ανέγερση υψηλών κτιρίων στη Βρετανία. Είναι όντως ο μοντερνισμός ή το μπετόν (που κακοχαρακτηρίστηκε, αφού ήταν υλικό κατασκευής αυτών των κτιρίων) οι πραγματικοί υπεύθυνοι της κακοδαιμονίας; Ασφαλώς όχι. Αν μη τι άλλο, τα υψηλά κτίρια των «καλών περιοχών» του Λονδίνου εξακολουθούν να είναι περιζήτητα. Αυτό που προκύπτει όμως είναι η κατάδειξη των ορίων της «καθαρής» αρχιτεκτονικής θεωρίας: κανένα αρχιτεκτονικό στυλ ή τρόπος κατασκευής δεν μπορεί από μόνο του να «ανεβάσει το επίπεδο» μιας κοινωνικής ομάδας όταν οι γενικότεροι συσχετισμοί και οι προοπτικές είναι δυσμενείς για αυτή την ομάδα. Είναι αυτοί οι συσχετισμοί που θα καθορίσουν τελικά το επίπεδο αλλά και τον χαρακτήρα των κτιρίων.

Η τελευταία παρατήρηση περιγράφει ενδεχομένως και τα όρια της προσέγγισης της Anne Power, ειδικά όταν ασχολείται με τους πιθανούς τρόπους συντήρησης των Estates. Μήπως η ιστορία των Estates είναι τελικά το χρονικό μιας αναπόφευκτης καταστροφής; Μήπως δηλαδή ο κοινωνικός σχεδιασμός των Estates εμπεριείχε εξαρχής τη λογική του «γκέτο», έστω και με την έννοια μιας υψηλόφρονης φιλανθρωπικής χειρονομίας του κράτους προς τους «μη έχοντες»; Αυτός ο προβληματισμός μπορεί να επεκταθεί και στη σημερινή κατάσταση: γίνεται να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά η τραγική κατάσταση των Estates αν δεν μελετηθεί και συζητηθεί τέλος πάντων ποιος είναι ο λόγος διατήρησης αυτών των τραγικών πολεοδομικών συγκροτημάτων; Ή, με άλλα λόγια, γίνεται να αντιμετωπιστούν ουσιαστικά οι άθλιες συνθήκες στέγασης αν δεν μελετηθούν και συζητηθούν ανοιχτά οι μελλοντικές προοπτικές των «μη εχόντων» στις ευρωπαϊκές χώρες σήμερα - μεγάλο τμήμα των οποίων είναι οι ξένοι οικονομικοί μετανάστες; Και αυτά δεν είναι προβλήματα μόνο των Estates ή μόνο μακρινών ευρωπαϊκών χωρών. Είναι αναπόφευκτα αντικείμενο μιας ουσιαστικής συζήτησης για το μέλλον και των ελληνικών πόλεων.

ΓΙΩΡΓΟΣ Μ. ΧΑΤΖΗΣΤΕΡΓΙΟΥ
Ο κ. Γιώργος Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός.

Το ΒΗΜΑ, 20/10/2002 , Σελ.: S18
Κωδικός άρθρου: B13694S181
ID: 249422

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital