ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

12 Απρίλιος, 2010

Το μικρό σπίτι στα Ταμπούρια

Δεν είναι στιγμές που έρχονται στο μυαλό μας φευγαλέες αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια;...

Του Τάση Παπαϊωάννου

Είναι σαν να μας ακολουθούν, άλλοτε από κοντά και άλλοτε από μακριά. Και ποτέ δεν μας εγκαταλείπουν οριστικά. Ζούμε μαζί τους, τις κουβαλάμε σαν ένα ανεκτίμητο κομμάτι του εαυτού μας.

 

 

Θυμάμαι το πατρικό σπίτι του πατέρα μου στα Ταμπούρια, στον Πειραιά. Ηταν λίγο πιο πάνω από την εκκλησία της Υπαπαντής, όπου λειτουργούσε ο παππούς μου, ο παπα-Αναστάσης. Ηταν ένα μικρό, λαϊκό σπίτι πάνω σ' ένα χωματόδρομο. Και τι δεν είχα παίξει με τα παιδιά της γειτονιάς σ' εκείνο το δρομάκι. Τι κυνηγητό, τι κρυφτό, τι ποδόσφαιρο με κάτι αυτοσχέδιες μπάλες από δεμένα κουρελόχαρτα, με τους γονείς να μας κυνηγούν άμα τύχαινε να κάνουμε καμιά ζημιά. Τα αυτοκίνητα, ελάχιστα. Ηταν άλλωστε μεγάλη πολυτέλεια να διαθέτεις αυτοκίνητο εκείνα τα χρόνια. Ο δρόμος τις απογευματινές ώρες μετατρεπόταν σε υπαίθριο καθιστικό όλης της γειτονιάς, αφού προηγουμένως οι νοικοκυρές τον κατάβρεχαν για να κατακαθίσει η σκόνη. Μικρά τραπέζια, καρέκλες και σκαμνιά μεταφέρονταν έξω από τα σπίτια και ο στενός χωματόδρομος γινόταν μονομιάς ένας χώρος που έσφυζε από ζωή. Εκεί έξω στον δρόμο μάθαινες τα νέα της γειτονιάς, πίνοντας τον καφέ σου, σχολιάζοντας φυσικά κάθε ξένο που περνούσε ανάμεσα στις παρέες που κάθονταν αντικριστά έξω από τις πόρτες των σπιτιών. Οι άνθρωποι κατοικούσαν τον δρόμο δίνοντάς του άλλη υπόσταση.

Δεν έμενα για μεγάλα διαστήματα σ' εκείνο το σπίτι, αλλά είχε εντυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Ηταν ένα σπίτι σε σχήμα Γ που είχε μια μικρή αυλή στο πίσω μέρος. Ανοιγες τη μεταλλική εξώπορτα και έμπαινες σ' ένα στενό διάδρομο. Δεξιά ένα μόνο δωμάτιο, το σαλόνι, που έκλεινε με μια τζαμόπορτα, αριστερά δύο μικρά υπνοδωμάτια και στη συνέχεια στο βάθος η κουζίνα με το λουτρό. Απέναντι από την είσοδο στο τέλος του μικρού διαδρόμου έβγαινες στην εσωτερική αυλή με μια χαρακτηριστική πλακόστρωση «σκακιέρα», από άσπρες και μαύρες τσιμεντόπλακες. Και δίπλα ένα μεγάλο παρτέρι γεμάτο φυτά και λουλούδια, ο προσωπικός παράδεισος της γιαγιάς μου που τον πότιζε και τον φρόντιζε με αγάπη και προσοχή. Ακόμη θυμάμαι την υπέροχη τριανταφυλλιά που σκαρφάλωνε στον τοίχο με κάτι τεράστια κίτρινα τριαντάφυλλα να γέρνουν στα κλαριά της. Μοσχοβολούσε ο τόπος!

Τούτη η δροσερή αυλή ήταν κυριολεκτικά η καρδιά του σπιτιού. Από εκεί μπαινόβγαινες για να περάσεις από το ένα δωμάτιο στο άλλο, έτσι που το έξω γινόταν ένα με το μέσα. Από την αυλή δεν έβλεπες παρά μόνον τον ουρανό. Ηταν ένα δωμάτιο δίχως στέγη. Το ένα σπίτι, βλέπεις, βρισκόταν κολλητά με το άλλο. Μικρά τα οικόπεδα, ελάχιστα και τα σπίτια ίσα ίσα να καλύπτουν στοιχειωδώς τις ανάγκες. Μονώροφα τα περισσότερα, ακουμπούσαν το ένα δίπλα στο άλλο, στη σειρά και συγκροτούσαν το σύνολο, τη γειτονιά. Στο βάθος της αυλής μια χτιστή σκάλα οδηγούσε κατευθείαν στην ταράτσα, όπου υπήρχε ένα μικρό ανεξάρτητο δωματιάκι. Μια σταλιά. Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού εκείνη η ταράτσα μετατρεπόταν σ' ένα υπαίθριο υπνοδωμάτιο με «οροφή» τον ουρανό. Ολοι στρωματσάδα πάνω στις μαλτεζόπλακες, ο ένας δίπλα στον άλλο, να κοιτάμε τ' αστέρια που «πέφτανε» και να μας παίρνει ο ύπνος και να μας ταξιδεύει.

Ετσι ήταν τα σπίτια τότε, στις φτωχικές γειτονιές του Πειραιά. Η κάτοψη πανομοιότυπη, βγαλμένη από έναν τύπο που ερχόταν από πολύ βαθιά μέσα στο παρελθόν. Απ' έξω ο δρόμος, μια όψη συνεχόμενη. Σπάνια έβλεπες ή καταλάβαινες ότι στο βάθος υπήρχε πάντα μια, έστω και υποτυπώδης, αυλή. Πάνω σ' αυτό το συνεχόμενο πολύχρωμο μέτωπο του δρόμου, διέκρινες τις διάφορες εποχές από την επεξεργασία των προσόψεων. Το λαϊκό νεοκλασικό με τα συμμετρικά παράθυρα και την πόρτα ανάμεσα στις σοβατισμένες παραστάδες, με μια βάση από τσιμεντοκονία, ασβεστόχρωμα πιο πάνω μέχρι την κορυφογραμμή της στέγης που τη στόλιζαν ακροκέραμα. Λίγο - πολύ το ίδιο και το λαϊκό μεσοπολεμικό που ακολουθούσε τις επιταγές των καιρών χωρίς πολλές διακοσμήσεις, αρτιφισιέλ ντεσλίδικο ή αχιβάδα και την πλάκα να εξέχει λίγο στο δώμα και να δηλώνει την παρουσία της.

Παρακάτω μπορούσες να συναντήσεις κι εκείνα που είχαν μια μικρή βεράντα στην είσοδο και τη χαρακτηριστική στρογγυλή κολόνα στη γωνία. Οπως έβλεπες και άλλα που είχαν κατασκευαστεί στο μεταίχμιο και περιείχαν στοιχεία και επεξεργασίες και από τις δύο εποχές, σαν να βρίσκονταν και οι δύο ταυτόχρονα αποτυπωμένες πάνω τους. Ετσι με μικροαλλαγές ο ίδιος αυτός τύπος, άλλαξε μέσα στο πέρασμα του χρόνου κυρίως ως προς την εξωτερική του όψη και το σύστημα κατασκευής, παραμένοντας όμως σχεδόν αναλλοίωτος στην οργάνωση των χώρων και τη δομή της κάτοψης.

Το γαλλικό παράθυρο διαδέχτηκε το γερμανικό και αυτό με τη σειρά του έδωσε τη θέση του στο ξύλινο ρολό. Οι πέτρινοι φέροντες τοίχοι με τις ξύλινες στέγες, άρχιζαν σιγά σιγά να στηρίζουν την μπετονένια πλάκα και αργότερα όλος ο σκελετός κατασκευαζόταν από οπλισμένο σκυρόδεμα, με τους τοίχους πλέον να αποκτούν ελάχιστο πάχος και μεγαλύτερα παράθυρα. Οι εποχές, η μία δίπλα στην άλλη. Οι άνθρωποι, δηλαδή, ο ένας δίπλα στον άλλο.

Είμαι σίγουρος ότι καθένας μπορεί να ανασύρει από τη μνήμη του αντίστοιχες εικόνες που αν τις βάλεις τη μία δίπλα στην άλλη, θα φτιαχτεί σαν ένα τεράστιο παζλ η Αθήνα πριν από 50 χρόνια. Χωρίς φυσικά τη νοσταλγία εκείνη που οδηγεί αναπόφευκτα σε εξιδανικεύσεις. Σήμερα τα Ταμπούρια, η Κοκκινιά, η Δραπετσώνα... όλη η Ελλάδα έχει βεβαίως αλλάξει ανεπιστρεπτί. Χάθηκαν μια για πάντα, όπως χάθηκαν και οι άνθρωποι που ζούσαν τότε εκεί. Οι παππούδες, οι γονείς μας, οι φίλοι τους... Τη θέση των μικρών μονώροφων σπιτιών με τις αυλές πήραν ψηλές πολυκατοικίες με pilotis γεμάτα αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι πια δεν ζουν κοντά στο έδαφος, στις αυλές, στον δρόμο, αλλά ψηλά, σε διαμερίσματα με μπαλκόνια και «κλεισμένους» ημιυπαίθριους. Οι ανάγκες άλλαξαν δραματικά! Τους δρόμους κατακυρίευσαν τα αυτοκίνητα και έγιναν χώροι ανοίκειοι και επικίνδυνοι. Οι γειτονιές εξαφανίστηκαν μέσα στην απρόσωπη και αποπνικτική αστική μάζα. Το σπίτι δεν ανοίγει προς το ύπαιθρο, αλλά κλείνεται στον εαυτό του. Ακριβώς όπως οι ιδιοκτήτες του!

Η εποχή της μετανεωτερικότητας δεν αφήνει, βλέπεις, περιθώρια για αμφισβητήσεις της κυριαρχίας της. Μην τολμήσεις να κοιτάξεις προς τα πίσω! Κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς μονομιάς οπισθοδρομικός. Σήμερα επικοινωνούμε με SMS, Skype και Facebook. Ποια τεχνολογία και ποια μελλοντική μηχανή θα μπορέσει να σβήσει και να σπρώξει στη λήθη τις παιδικές μας αναμνήσεις; Μάλλον καμία! Τις παιδικές αναμνήσεις τις φέρνουμε μέσα μας λες και είναι χαραγμένες στον τύπο του γονιδιώματός μας (ή μήπως είναι πραγματικά;).

Καμία μηχανή «αναζήτησης» δεν μπορεί να μας φέρει τη γλυκιά αίσθηση εκείνων των -δύσκολων- χρόνων. Και καμιά επίσης δεν μπορεί (ευτυχώς) να μας γυρίσει πίσω, σ' εκείνους τους καιρούς. Αν όμως στ' αλήθεια θέλουμε να κοιτάζουμε μπροστά, στο μέλλον, δεν μπορούμε να μην αγναντεύουμε -πού και πού- και προς το παρελθόν. Εκεί πάνω πατά κάποιος σταθερά, σ' αυτό το έδαφος, για να κάνει το επόμενο βήμα και να πορευτεί στον άγνωστο δρόμο που ξημερώνει αύριο.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital