ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Έργα Ανθρώπων (A Μέρος)

19 Δεκέμβριος, 2011

Έργα Ανθρώπων (A Μέρος)

Πιότερα των έργων της πλησμονής, των σύνθετων κι εξουσιαστικών έργων του ανθρώπου, τα ταπεινά του...

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου


Πιότερα των έργων της πλησμονής, των σύνθετων κι εξουσιαστικών έργων του ανθρώπου, τα ταπεινά του... Κείνα που αρχετυπικά στέκουν και πνοούν ως αξίες. Δε θα τάβρεις στο ντορό, στις πληθώρες και τις αγορές. Δεν πληρώνουν το μακάριο χορτασμό του χαύνου ανθρώπου, μήτε διαιωνίζουν τη σπατάλη του. Μένουν παράμερα, πονεμένα από την άγνοια, λαβωμένα από τη ‘γκατάλειψη, σκορπισμένα από το χαλασμό, αποτελώντας τις παναιώνιες πηγές, που δεν ιδώθηκαν από τους σύγχρονους. και πλια, αξέταστα και ακάτεχα, πλαγιάζονται και ξολοθρεύονται. Μαζί τους ξολοθρεύτηκε κι η ζωή του μέτρου και του μάκρους, της ταπεινότης και της αγιότης. Του τεχνίτη ανθρώπου, που πελεκούσε τη σκέψη και ξέχυνε ψυχή στο σύμπαν, κάμοντας την ολότη στοχαστική και χλοϊσμένη. Τώρα -λέγουμε απολογώντας...-, μεις οι απάντεχοι, οι σιδηροί και στείροι, που αποπνεύσαμε αλλότριοι -χωρίς ρίζα να μας βαστά, χωρίς χώρα να μας γεννά-, πού θα βουληθούμε να στέρξουμε, αφού, ανάτροπη εγίνη η τάξη του προορισμού και φοβερικό το σύμπαν;...


kapetanios.2011.11.01.jpg
Το ταπεινό ξωκκλήσι, της φύσης σέμνωμα.


Αρχέτυπα ζωής

«Το χωριό τ' ορεινό σε κάποιο νησί, το φτωχοεκκλησάκι, ο παπάς ο έρμος
με όλο όλο για εκκλησίασμα μια γραία και τρία μικρά παιδιά.
"Δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών".
Στο παραθυράκι με το σπασμένο τζάμι ο ξεραμένος βασιλικός
κι απ' έξω, πέρα, ως κάτου αριστερά, οι πλαγιές με τις φυτείες από κρεμμύδια και τ' αγριεμένο πέλαγος.
Κάτι τέτοιες φυσηματιές μού ‘ρχονται κάθε τόσο και μ' ανασταίνουν...»

(«Ιδιωτική Οδός», Οδυσσέας Ελύτης)

Τα έργα κείνα, τα φιλοσοφημένα του ανθρώπου, τ' απλά μα στοχαστικά της πλάσης, που ο ταπεινός της γης δημιουργός τα «έπλασε», -μάλλον γιατί ο ουράνιος δημιουργός «αμέλησε», για ν' ασκείται, φαίνεται, ο άνθρωπος στο δημιούργημα του...-, αποτελούν το ποίημά του. Είν' το ποιείν του δημιουργού: ποιείν της πράξης, ποιείν του πνεύματος. Αφού, ποιητικά μιλεί -με ρίγος, με ανάταση- το δημιούργημα που ορθεί... Είναι, θα λέγαμε, το θάμα του ανθρώπου στην απλοχωριά της πλάσης, για την κατανίκηση της αντίδικης μοίρας, στην αμάχη της ζωής. Αφού (λόγια Σεφέρη), «το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί στις φλέβες του ανθρώπου» («Los Agnes sont blans», Γιώργος Σεφέρης). Αυτός (ο άνθρωπος) το δημιουργεί πλάθοντας, φτιάχνοντας το Αγιονόρος της ζωής του... Καθώς, χτίζει το πεπρωμένο του, όπως και των θεών του (!): «Χτίζουμε οι άνθρωποι τα πεπρωμένα μας / όπως τους κόσμους τους οι θεοί! / Κι είμαστε μεις που χτίζουμε / και των θεών τα πεπρωμένα!..» («Σπονδή στο Διόνυσο», Δημοσθένης Ζαδές)[1].

Δέστε τα τούτα στην ξερολιθιά της πλαγιάς (που κρατούσε τη γης και την πλέρωνε), στο ξωκκλήσι του βράχου (το πνοημένο από το τάμα για το ναυτικό ή από την ανάγκη γι' αγιότη του τόπου), στο φτωχικό καλύβι του αγρού (απάντεχο καταφύγιο των αργατών ψυχών), στο λιόχαρο αλώνι (οπού, σμάραγδος ο καρπός αποκαλύπτονταν, στη διαδικασία της ολοζωής), στις περίδροσες εξοχές (τις ελληνικές, τις μεσογειακές, οπού βλογούνταν η ζωή και δέουνταν στην τόση πνοή!), στο συμπυκνωμένο οικισμό (που μαζεύτη θαρρείς, για νάναι έπαφες οι ψυχές και νάχει τόπο η φύση, για να εκφραστεί), στη λαϊκή αρχιτεκτονική (πώβαλε ανάσα στην ανθρώπινη κατασκευή και την έκαμε ζωντανή), στην άσπρη αυλή (που προϋπαντούσε στην Εστία, ωσά το νάρθηκα ναού), στον εκστατικό κήπο (με την περίχυτη ζωή, που ξεχυόταν από τη βλάστη και τα ζωντανά), στον παραδοσιακό αγρό (το σοφά ολόκαρπο, πώδινε στη γης ανάστημα και την πλάταινε), στο κοπάδι στο λιβάδι (π' υπολόγιζε τη βλάστη κι έκαμε τη φυσική αφθονία πιότερη), καθώς και στα τόσα άλλα, τ' ανθρώπινα, τ' αρμοστά και σύντρεχα της φύσης, που σήμερα παράδοση τα λέμε. Σε αυτά, ο ποιητής του Αιγαίου, ο στοχαστής της ελληνικής γης, ο Οδυσσέας Ελύτης, έδωσε τη διάσταση που τους πρέπει: του μικρού που στο στοιχείο του γένεται μεγάλο! Δέστε το στα λόγια του: «Κατοικώ την πιο μικρή χώρα, με το πιο μικρό σπιτάκι, το πιο μικρό αυλιδάκι και τις πιο μεγάλες γλάστρες του κόσμου» («Lumini και Sombri», από τον «Κήπο με τις αυταπάτες»).

 

kapetanios.2011.11.02.jpg kapetanios.2011.11.03.jpg
(Αριστερά) Οικισμός "της φύσης": Devonshire England, το 1943, (Δεξιά) Τα σπίτια στη φύση, ένα με το περιβάλλον...: Cockington England, τo 1930.

 

Όλα τούτα κινούσαν από την ταπεινή σοφία του λαού, πώβλεπε τη μοίρα του παράλληλη της φύσης και παράστεκε της γης με τις πράξεις του. Γι' αυτό και ταιριαστή του συνόλου ήταν η ταπεινότη, η μικρότη, η ασκητική: γιατί, μικρό το ανθρώπινο όλον μπρος σε αυτό του δημιουργήματος. Μα εάν τώβλεπες στην αξιακή του διάσταση, μεγάλο γένονταν μες στην ολότη, αφού ολοφωτούσε από ζωή και γέμουνταν προορισμό. Καθώς, το μάκρος του ταπεινού περιορίζονταν στον περίγυρο κι όχι στο σύνολο, το οποίο αρχούσε και σ' αυτό όφειλαν να προσαρμοστούν τα επιμέρους. κάτι που δε συμβαίνει σήμερα, που βλέπουμε την κυριαρχία του ενός στο όλον, μ' αποτέλεσμα το οικοδόμημα να τρέμει κι όλα τα δημιουργήματα να φαντάζουν μικρά κι ασήμαντα! Αυτά, με την τέτοια δόμησή τους, κουβαλούσαν την ιστορία και την τιμή του τόπου, που πιότερη την έκαμε ο παλμός τ' ανθρώπου, ο οποίος τιμούσε το δημιούργημα ακολουθώντας πορεία σεβαστική: του μέτρου και της αρμονίας...[2]

Έλεε για την τοτινή αγαστή σχέση ανθρώπου-φύσης ο μεγάλος λυρικός της αρχιτεκτονικής, ο Δημήτριος Πικιώνης: «Τη φύση πήρε για δάσκαλο ο άνθρωπος στο δρόμο του στη ζωή του. Σε στενή συνεργασία μ' εκείνη ένιωσε το πώς μπορεί μόνο να προχωρήσει. Μια ιδέα του φυσικού τούτου δρόμου μπορούμε σήμερα να πάρουμε από τη ζωή του φυσικού ανθρώπου, του χωριάτη. Αν κοιτάξεις, θα δεις πως η φύση είναι εκείνη που έβαλε τις βάσεις και ρύθμισε τη ζωή του. Το αναγκαίο, το χρήσιμο, τη γεμίζουν τόσο, όσο που να μην περισσεύει χώρος για το αυθαίρετο και το περιττό». Για να συμπληρώσει παρακάτου: «Η θέση (του φυσικού ανθρώπου) έναντι στο έργο του είναι φυσική: δηλαδή, οι δυσκολίες ανάλογες με τις δυνάμεις του. Καμιά φιλοδοξία, όπως σε μας, να δειχτεί αλλιώτικος ή καλύτερος από ότι είναι, και καμιά υποχρέωση δυσβάστακτη, που να προέρχεται από κανένα αξίωμα που του δώσανε και δεν του πρέπει, ή κανένα δίπλωμα. Η ζωή γύρω του είναι φυσική κι έχει αρκετές νόμιμες και αληθινές χαρές να του δώσει. Έχει το σώμα κι η ψυχή του υγειά κι έχει αρκετό πρακτικό πνεύμα, ασκημένο στον άμεσο αγώνα με τη ζωή, από παιδί ακόμα. Η λιτή ζωή του τον εδίδαξε από νωρίς την εγκράτεια, κι έτσι, τη σκέψη του, ήρεμη, όπως η ήρεμη ζωή γύρω του, δε θα την ταράξουν έμετροι πόθοι και άπρεπες φιλοδοξίες. Όταν όλες αυτές οι συνθήκες ταραχθούν από κάτι ξένο, από την ψευτιά της πολιτισμένης ζωής λ.χ., η φυσικότητα αυτή του λαού είναι κίνδυνος να χαθεί. Τη φυσικότητα την έχει ο απλός, χωρίς να τη νιώθει. Ενστικτώδη. Δεν έχει τον κριτικό νου του πραγματικά ανεπτυγμένου ανθρώπου, για να προφυλαχτεί από το ψεύτικο. Εύκολα τού παραδίνεται, και βλέπουμε κάθε μέρα τι γίνεται στην επαφή του χωριού και της πόλης» (από την κριτική μελέτη «Η λαϊκή μας τέχνη κι εμείς», που περιλαμβάνεται στον τόμο «Κείμενα», έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000, σελ. 55-56 & 58-59).

 

kapetanios.2011.11.11.jpg
Αυλακώθη η πλαγιά και συγκρατήθη...

 

Την υψηλή δημιουργία του μικρού και ταπεινού, τ' αρμονιστικού και σύμπραττου της φύσης, την είδε ο «μεγάλος Έλληνας», ο Γάλλος Jacques Lacarriere, στο ανθρώπινο έργο του ελληνικού νησιού και την απέδωσε στο «Ελληνικό καλοκαίρι» -ένα βιβλίο ύμνος για την Ελλάδα της ταπεινότητας και της αλήθειας. Ιδού η εντύπωσή του: «Όταν περπατούσα στο εσωτερικό του νησιού (αναφέρεται στη Σέριφο) ένιωθα το κάθε πράγμα -μια μάντρα, ένα ξωκκλήσι, ένα μικρό χωραφάκι με καλαμπόκι ή σίκαλη- σαν μια πολύτιμη κατάκτηση που ξαφνικά έπαιρνε το στοιχείο της αβεβαιότητας και της σημασίας που έχει ένα θαύμα. Πώς είχανε βρει το σπόρο; Από πού είχανε φέρει το νερό; Πώς είχανε μπορέσει να συγκεντρώσουν και να συγκρατήσουν αυτό το χώμα;» («Το ελληνικό καλοκαίρι», εκδ. Ι. Χατζηνικολή, Αθήνα 1980, σελ. 220)[3].

Οι πράξεις του ανθρώπου στηρίζονταν στην αρχή του σεβασμού στο οικοδόμημα, π' εκφράζονταν δι' ενεργειών π' αποσκοπούσαν στη συνέχειά του. Η αρχή της αειφορίας λοιπόν, που όψιμα οι σύγχρονοι την ανακαλύψαμε μες στον ορυδαγμό μας, είχε εννοηθεί από τους «παραδοσιακούς», τους ταπεινούς (αγράμματους) προγόνους κι είχε διαπεράσει ως αντίληψη ζωής στις πράξεις τους. Τα έργα τους έτσι, αντίνομα στο φυσικό προορισμό δεν ήταν, μα σύντονά του, γι' αυτό κι η ισορροπία ήταν φυσική. Η ζήση ήταν μεστωμένη, ολόβολη και διανοητική. Βούλονταν ο άνθρωπος στον πόρισμό του κι έβρισκε πλατυτέρα του τής φύσης τη νοημοσύνη, οπού θ' ακουμπούσε για να στεργιώσει. Δεν υπήρχε βέβαια ο σοφός επιστήμονας που θα συμβουλέψει, ο φιλόσοφος που θ' αναλύσει, ο πολιτικός που θα κανοναρχήσει. όπως συμβαίνει σήμερα, που όμως, πλείονες τούτοι, λαλητάδες και θεωρητικοί, πολύ μιλούν και λίγο πράττουν! Τότες, η συμβουλή, ο λόγος του γέροντα για τη ζωή, γένονταν προσταγή για την πορεία της κι αγία ήταν η κλήρα η προγονική. Ο γιομάτος σοφία και διδαχή σπουδαχτικός λόγος, έργο γένονταν στα χέρια πανάξιων μαθητών, αφού, αξία ανυπέρβλητη της ζωής, ήταν ο φυσικός προορισμός της. Όλο φλέβες η ζωή ροούσε, κι ακοίμητος φρουρός ο ζώος της τη φύλαε...[4]

Αλλά, καθώς αξεδίψαστος του προορισμού του είν' ο άνθρωπος, γεύεται στιγμές λησμοσύνης κι αμφισβήτησης. Κάμει λάθη στην πάλη του με τον εαυτό του και φταίστης γένεται των κατατρεγμών, όταν ξεστρατίζει και κυριαρχικά λειτουργεί. Γιατί, αστόχαστοι και μικρόβουλοι είν' οι προορισμοί του όταν παραβλέπεται της γης η αγία εντολή. Αυτή που ‘ποδεικνύει πόδισμα: νάν' αρμονιστικά της φύσης τα έργα του ανθρώπου, να φυλάγεται ακέριο το δημιούργημα και κάθε φορά να πλάθεται, ανανιωμένο και δυνατό. Στέρεο γένεται, όταν ριζωτό είναι και θροφά πλουτίζεται με την εφευρετικότητα, την έμπνευση και τη σοφία του δημιουργού. Ως τέτοιο, δεν είναι πρόσκαιρο, πλάστρο, μπηγμένο καταγής ως κυριότη, μα βασταγερό, σπουδαχτικό κι ολόβολο, έργο θέμελο γένεται κάθε φορά, που αναβρά δημιουργία, και η μεταλαβή του βλογά το σύμπαν[5].

 

kapetanios.2011.11.08.jpg
Στον αγρό που πνοούσε ζωή...(τίτλος "Αγροτικό", πίνακας του Βασίλειου Γερμένη, 1924)

 

Ο άνθρωπος λοιπόν, αζύγιαστος κι άνοιωστος, ξώστρατα ενεργεί και με συντριμμούς κυριαρχεί, εγκληματώντας στη φύση του. Οι Σειρήνες τον καλούν στην πλάνη του, κι εκειός, σερνικός στο πάθος του, ορχιέται στο σταυρό της θυληκότητάς τους. Ο ίμερος τον θυλακώνει και τον αποδίδει δουλοθύτη και ρέπιο. Έτσι χαλιέται απόκοσμος, μακρυά από το δημιούργημα και τις αλήθειες του. Πρώτα έκαμε τούτα ως εξαίρεση, κι αποδίδονταν για την επάρετη πράξη του ως προδότης στην Πνύκα της ζωής! Σήμερα, ο τέτοιος τρόπος του αποτελεί τον κανόνα της ζωής του, και πια μ' αυτόν καθοδηγεί και κατευθύνει, όντας άρχων της άπνοης ζωής! Ο τοτινός δημιουργός κράτησε το δημιούργημα, παρά τα λάθη και τις παραλήψεις του. Ανέγνωστος χαλνούσε, μα όταν συνειδητοποιούσε την παράβασή του, αναλογιζόταν την ευθύνη του, ορθούσε κι έφτιανε ξανά, με σκοπό κι ευθύνη. Ο σημερινός δεν λανθάνει αφού γνωρίζει, μα παραβλέπει, προσπερνά το όριο για να φτάσει στ' αποτέλεσμα που επιθυμεί, λειτουργώντας ως ένας, ως κυρίαρχος. Υποβάλλει το σύστημα του κόσμου του στον καταπεσμό του, έχοντας την αυτοκαταστροφική λογική της πρόσκαιρης -πλην ανίερης- (ατομικής) ωφέλειας! Τυραγνικός στον κόσμο του, καταλεί ζώντας στην τραγική αιτιότη του βαρβαρισμού. Κάμνει πράματα πολεμικά, ενάντια στο νόημα της γης, ενάντιά του, που τρώγουν το δημιούργημα και το κάμουν σαθρό. Καταρρέει στο πνιχτό σκότος της χαύνωσής του. Χαλνά την υπόσταση, για να φτιάξει Βαβέλ, πύργους στην άμμο του βυθισμού του, ικανοποιώντας τη ματαιότητα της απόλαψης, αφημένος στη μακαριότητα της αργίας -αργία ψυχής, που κάμει το νου γερτό του σίδερου, τη σκέψη δούλα της πλησμονής. Βόγγει στην απόλαψη μικρών σκοπών, αρίζωτος κι ανέπνοος -στο απόφωτο συντελεί τη φρένα του.

Η αταξία του κόσμου του, που επέρχεται λόγω της δραστηριοποίησής του σε αυτόν, γίνηκε στα χέρια του αναρχία, που τον βολεί και τον ορίζει. Αναρχία των ορμών, των παθών και της πλάνης του, που κάμει σκόρπια την κοινωνία κι αδάμαστη την αταξία. Χωρίς πιστρόφι φαίνεται η πορεία μες στην ταραχή, με την αταξία επιδεινούμενη να φέρνει διαδοχικά συντάραχο, κλονισμό, καταποντή. Μπρος σε τούτη τη φοβερότη, λίγα πράματα φαντάζουν αληθινά, λίγα φαντάζουν πλέρια. Είναι κείνα που μπορούν να κάμουν ανάτροπη τη ζωή: ζώσα!.. Που μπορούν να δώσουν πνοή σ' έναν κόσμο άπνοο...

Στα αρχετυπικά, στα θέμελα, στα ριζά θα βρεθεί προορισμός για τον χαμένο στα πάθη του άνθρωπο. και μια πατρίδα θ' αναζητηθεί κει. Θα βρεθούν αλήθειες, συναισθήματα, αξίες, πράματα που δεν είδε στον πυρετό του και δε διδάχτηκε στα πανεπιστήμια του. Απ' αυτά πρωτογενώς θα σπουδαχτεί για να ζήσει. Αρκεί να κοιταχτούν στην ιδέα και το σκοπό τους. Και ιδού το στέργος τους: Η μεταλαβή τους φέρνει γοργό, ορμιό ανασασμό και προτρέπει σε θεογονία [«το αίμα σου όλο γένεται μια βοή και η φτέρνα σου χαίρεται το χώμα» (λόγια Σικελιανού)]. Δες τα στην απλότη τους άνθρωπε, στην πρωτινή τους έκφραση, ως έργα σου πώκλεισαν μέσα τους τη γη, πώκλεισαν το σύμπαν. Και στοχάσου πάνου σε αυτά, στα έργα σου!, για το μέλλον σου...[6]

 

kapetanios.2011.11.14.jpg kapetanios.2011.11.19.jpg
(Αριστερά) Οικισμός που δεν προσβάλλει, ενταγμένος στο φυσικό τοπίο: Βέσσα Χίου. (Δεξιά) Οικισμός που δεν προσβάλλει, ενταγμένος στο φυσικό τοπίο: Βέροια (τα) Λακωνίας.

 

του Αντώνιου Καπετάνιου

Σημειώσεις

[1] Μιλούσε για το «ελληνικό θάμα» ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος το 1937: «Το ελληνικό "θαύμα", όπως συνηθίσαμε να το λέμε, χωρίς, φυσικά, να το πολυκαταλαβαίνουμε, είναι μια δημιουργία της υπαίθρου, μια δημιουργία φωτεινή από κάθε μεριά, πρόθυμη να χαρεί τη ζωή στα ωραιότερα και στα πνευματικώτερα φανερώματά της, ικανή να γεμίσει με την πολύτιμη ουσία του πνεύματος την πιο πεζή και την πιο καθημερινή μας ώρα. Καθώς πορεύσαι, την άνοιξη, ανάμεσα στην Ελλάδα, ξαναζείς, αν έχεις την ικανότητα και τη δύναμη να ξαναζήσεις, τη ζωϊκότητα και την πνευματικότητα του Ελληνισμού σε όλο το απλό κ' επιβλητικό μεγαλείο του!» («Μορφές της ελληνικής γης», έκδοση του συγγραφέα, Αθήνα 1937, σελ. 119).
[2] Αναφωνούσε ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Γκρενιέ το 1926, που επισκέφτηκε την Ελλάδα, κοιτώντας το έντονα επηρεασμένο από τον άνθρωπο φυσικό τοπίο της Ιθάκης: «...κατηγορώ τον εαυτό μου που άργησα να καταλάβω τόσο ότι η αγάπη της φύσης δεν αποκλείει αναγκαστικά την αγάπη των ανθρώπινων έργων». Για να συμπληρώσει παρακάτου: «Να μια αντίληψη απολύτως ακριβής για την Ελλάδα: ξαναβρίσκω εδώ αυτό το ασύγκριτο και κυρίως ενιαίο ως προς τα στοιχεία του σύνολο, που αποτελούν στον αυτό η ιστορία, η φύση και ο άνθρωπος» («Les Cahiers Nouveaux», από το συλλογικό τόμο «Σελίδες για την Ελλάδα του 20ου αιώνα», επιμέλεια: Παν. Μουλλάς-Βάσω Μέντζου, εκδ. Ολκός, Β΄ έκδοση, Αθήνα 1995).
[3] Εμβαθύνει κατόπιν ο Lacarriere, αναφερόμενος στο ζήτημα της αρμονίας στην κλίμακα των τοπίων -που το ανθρώπινο έργο τόσο πρόσεξε!- και της σχέσης του με τη φύση: «Άλλωστε μπορούμε, σ' αυτά τα νησιά, να κάνουμε ένα απλό πείραμα, που θα μας αποκαλύψει με ποιο τρόπο γεννιέται και εξαφανίζεται αυτό το φυσικό συναίσθημα της αρμονίας, των ευεργετικών σχέσεων που έχεις με το τοπίο. Αρκεί ένας περίπατος μέσα στους δρόμους: από παντού, μπορείς να δεις τη θάλασσα. Ορισμένες όμως φορές τη χάνεις από τα μάτια σου. Πόσο θα πρέπει να προχωρήσεις, ν' ανηφορίσεις ή να κατηφορίσεις για να ξαναφανεί; Γιατί κάθε άνοιγμα προς τη θάλασσα αποκαθιστά στη στιγμή αυτό το συναίσθημα πως βρίσκεσαι στη σωστή θέση σου, σαν ένα κύμα αέρα μέσα σ' ένα χώρο που μυρίζει κλεισούρα. Άλλωστε οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αισθανθεί θαυμάσια αυτό το πρόβλημα, αυτή την ανάγκη να βρίσκεται η καλύτερη κλίμακα και η καλύτερη σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη κοινότητα και το φυσικό χώρο. (...) Η αρμονία είναι ένα ζήτημα βιολογικού χώρου, που προϋποθέτει μια συγκεκριμένη επιφάνεια, μία αναγνωρισμένη απόσταση ανάμεσα στα κτίρια, μία σοφή ανακατάταξη κενών και γεμάτων χώρων. Πρέπει, για να ξαναβρίσκουμε τον παρθένο έξω χώρο, να μην αναγκαζόμαστε να διασχίζουμε περισσότερο από εκατό φορές το μήκος μιας έκτασης μέσα στην οποία ζούμε, δηλαδή του σπιτιού μας. Αλλά, πέρα από αυτές τις σκέψεις, που φρόνιμο θα ήταν να τις ξαναμελετούσαμε σήμερα, αλλά που τις περισσότερες φορές αυτές θα έμεναν θεωρητικές στην εποχή μας, αντιλαμβανόμαστε ότι σε ορισμένα νησιά, έχουν εφαρμοστεί αυθόρμητα και εμπειρικά. Υπήρξε, εκεί, μια άμεση τέχνη του χώρου, μια συνεχής ευτυχία που πάντρευε σε κάθε στιγμή τη φαντασία με τη λογική: τέχνη να τοποθετούνε την κάθε πέτρα στη σωστή θέση της μέσα στο φως, να εγγράφονται μέσα στο τοπίο χωρίς ποτέ να το δολοφονούνε, να προεκτείνουν την αταξία τής θάλασσας σ' αυτήν τη φαινομενική αταξία των σπιτιών, των άσπρων σαν πετρωμένα κύματα» (από την αναφερόμενη στο κείμενο πηγή).
[4] Όμορφα ο Θεμ. Αθανασιάδης-Νόβας δίνει το μέτρο του πρωτινού ανθρώπου, που δε μεγεθύνεται στο γύρω του απέραντο, και ο ίδιος μένει ταπεινός του: «Ο κάμπος (του Άργους)! Που σταματούν αυτά τα χιλιόμετρα της γονιμότητας; (...) Τα σπίτια χαμηλά, έχουν αρμονιστεί στην προοπτική του. Οι άνθρωποι, κι αυτοί ακόμα, είναι υποταγμένοι στην ανάγκη του. Πουθενά εδωπέρα δε βλέπω την αλαζονική αρχοντιά που εκμεταλλεύεται τη γη. Εδώ οι άνθρωποι φαίνονται να υπάρχουν για να συντηρούν με τη ζωή, με το μόχθο τους, τη μεγάλη παράδοση του κάμπου. Και είναι μια ράτσα ανθρώπων όμορφη, γόνιμη και γερή...» («Στον αργολικό κάμπο», από το συλλογικό τόμο «Ο κόσμος και οι Έλληνες», εκδ. Γ. Φέξη, Αθήνα 1965).
[5] Ο Οδυσσέας Ελύτης συνοψίζει την Ελλάδα σε τρία στοιχεία της, πούναι η φύση της ως έργο ανθρώπου: την ελιά, το αμπέλι και το καράβι. Με αυτά την ξαναφτιάχνεις, έλεε... Δέστε το λόγο του: «Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα: 1. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις. (...)» (από το «Μικρό Ναυτίλ»).
[6] Έγραφα κάποτε με λόγο ποιητικό, δείχνοντας την απόγνωση του δημιουργού, που στείρος αποδίδεται στην ανθρωπότη:

 

«Τ' όνειρο της δημιουργίας
και η φρεσκάδα στα χείλη
κράτησαν ως τα τριάντα.
Η μόνη σου πια περηφάνεια
οι ρόζοι που μείναν στα χέρια
να δείχνουνε κάποια προσπάθεια»

(«Άνθρωπος Κοινός» από τις «Ποιήσεις», αναδημοσιευμένο στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά του 2011 των εκδόσεων Μαυρίδη)

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital