ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΑΡΧΙΣΠΟΡΑ

22 Ιούνιος, 2011

ΑΡΧΙΣΠΟΡΑ

(από μια εμπειρία στο χωριό Πιτυός της Χίου).

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου


«Βαθιά μου
και μες στην ανεύφραντη του λαού μου ανάσα
θε να πιω τ' αντίψυχο του Χάρου
για να στήσω αντίκορμο το πνέμα μου
στον ξεπεσμό!
Για να φωνάξω, αργατολόγος,
τους σκαφτιάδες, τους σποριάδες
για τη νέα που καρτερεί
τ' αστάχυαστό μου χώμα
αρχισπορά

(«Για τον καινούριο θερισμό του μυστικού ασταχυού», Άγγελος Σικελιανός)

Λυτρώτρια μνήμη λέγουν, το αστρόφως του εσπερινού, το όργιο φως της απλοχωριάς, ο σαστισμός στου θαμνού το οργίασμα, ο πορισμός στου δασού το μυροτόπι, το λάγγεμα στου πλέριου νου την αγκαλιά -σαν η αναθύμηση του ογρού βαστάζει. Και ωριότερο, μα το θεό, του γλαυκού το ντύμα στου πλάγιου το ορμάνι, από κάθε πλήθιο και στοιβαχτό, από κάθε λαμπό και μπόσικο, που μετρητό στις μέρες μας είναι. Το θώρι του φυσικού, το γαληνό στον ανασασμό της πλάσης, πιότερο κι από τελειότη αναφαίνεται, πιότερο και από ξωθιά στέργεται. είν'  αγιότη!

Μα τούτο, απόφωτο γένεται, μνήμη θαμπή, μάταιο θύμημα στην ερημία, καθότι φρυγμένη κι ανάτρομη είν' η γη, προδομένη από του ξοδευτή το θέρισμα. Κι ανάγυρτη, ξέπνοη, με κρυά αναπνοιά απιδρομεί, στο δείλι που η ξαίθρα και η αρνησιά την πόδισαν. Του ανθρώπου χείρα ο σκορπισμός, του ανθρώπου σβήστρα το σύμαυρο!..

   

kapetanios.2011.06.01.jpg
Φωτ.: Ξεσκάφτοντας τη γη... («The diggers», Jean Francois Millet)

 

Γέροντα ήβρα σκεφτικό, στου χωριού το άκρο -καθώς τον τόπο ερμήνευα-, με τα γύρα του να ομιλεί. Το φάσμα του μέγα και η αύρα του κυριαρχική, φέρναν απάντεχη αντίθεση με τη μικρή, αχνιά, σκυφτή σκιά του, την ευλαβική. Συλλογίστικα: Άγιος είναι ή σοφός; Ασκήτης ή ζωγρίτης; Μα είδα ρίζα του με την αγριότη της γης του, κι είπα ότι, ξένη με την αγιότη είναι τούτη η αγριότη. Τι, το λοιπόν, αναζητά εκειός ο ανεξήγητος στο άγος του θνητός; Τι τον κάμει στοχαστή στο χάσμα του χαμού; Και σκέφτηκα: τη συγχώρεση, το μολόγημα, την επανόρθωση, ίσως να γυρεύει... Μήπως τελικά, πράξη τέτοια, κάμει τον αμαρτωλό άγιο, κάμει τον σκολαστή σοφό;

Είπεν, βαρύγνωμα ο γέρων, ερμηνεύοντας το διαπορητικό μου βλέμμα, καθώς ζώχνονταν στην πυρρή γη, για τ' «αμάρτημα» της φυλής του, να ξεθεμελιώνει, να καταλύει, ν' αποσώνει: «Η σημαντικότερη ιστορία του τόπου μου -αφού τη ζητάς-, είναι ο χαμός του. Είναι η αποκάλυψη της πέτρας του≫. Εκεί σταμάτησε. Θεώρησε πως στα τόσα, είχε πει τα πάντα. Όλα τα υπόλοιπα θα ήταν επεξηγήσεις, λεπτομέρειες. Λόγια σύψυχα τούτα, από τον Πενθέα άνθρωπο, που με τις φρένες του βαλτές, βαρύπνοα ομιλεί, κειτάμενος πικρά, απόλογος για το βύθο που προόρισε. Και, σαν από ταραχή και φρόνηση ερχόμενος, Ελληνόμαχος πια για την πικρή γη, αναύπαυτος για τον ένοχο βίο, ορθεί για τα μελλούμενα. Όλος μια δέηση, έκραζε θαρρείς τη φυλή του -με το βλέμμα του, με τον πνιγμένο λόγο του-, κι εγερτικά (κάπως έτσι) καλούσε: ≪Εσύ, δύναμη του νου. Σε κράζω, φανερώσου (λόγια του Παλαμά), δείξε φως, δώσε πνοή, το γόνο κάμε λογικό, κάμε τον σοφό στις πράξεις του. Άκου, μένα τον αμαρτωλό υιέ, κι ευλόγα!.. (λόγια του Σικελιανού)».

 

 kapetanios.2011.06.02.jpg
Φωτ.: Τιμωρία («Death and the woodcutter», Jean Francois Millet)

 

Θέλησε να ορθωθεί, να ξεδιπλωθεί και στυλά να στέρξει -για το Σκοπό, για την Ιδέα, γι' αυτά που δεν έπραξε και τώρα έπρεπε να κάμει. Μα να, ευθύς απιθώθη, χαμηλά τον κράτησε η ενοχή. να λιγά τον ήθελε η ευθύνη, γι' αυτό κι ακουμπητός στα στερνά εστάθη, ταράζοντας την ψυχή του με τη βουκέντρα της μνήμης. Την ακέρια δημιουργία ανακαλούσε στο νου και την ύμνηε, μα, αλί, πριχού στα μάκρη της αποξεχαστεί, ιδού στα τρόγυρα σβηόταν, στα φοβερικά, που τη φρένα αναστάτωναν και τη λιγοσύνη κάμαν θεριευτή! Τότε, στο ζύγιασμα της ζήσης, δάκρυ ζεστό, σιγόβοο, ροβόλισε στις αυλακιές του στεγνού προσώπου, οπού καναλίζεται η ζωή, κι αντίλαλη η σιωπή του πόνου γέμισε με κατάνυξη το δείπνο τούτο το μυστικό. ≪Ο Άνθρωπος, Ιούδας δόλιος, με πρόδωσε. γιατί;», αναρωτήθηκε ως Χριστός η γη. ≪Σαλός κι ακράτητος ήμουν, σχώρα με γη για των ανθρώπων τη ντροπή, σχώρα με για το βίο των ανθρώπων των αλαφρών≫, απεκρίθη ο γέροντας στο όραμα του Χθόνιου Χριστού...

Στην ιερουργία πάνου, στο δείπνο της απηλογής, σήμαντρα της ψυχής ομίλουν, και, υπερούσια η σκέψη, εωθινός ο λόγος, κάμαν προσκυνητή της γης τον αποστάτη, κάμαν απόλογο τον Εφιάλτη στον ξαγοραυτή Σύμπαντα, τον μέγα της γης Θεό. Γυρτός ο προσκυνητής, μπρουμιστός δεεί τον αθώρητο κριτή, παίρνοντας φώτο, παίρνοντας Ιδέα και Τιμή από την αποκάλυψη. Ανανιωμένος στον αιθέρα τον ορθρινό ξετάζεται, και η συνείδησή του -λεύτερα κοιτώντας- μιλά, κράζει. Οι χορδές της βγάζουν πόνο. πόνο για τη γη που ξοδεύτη, πόνο για το βύθιο τού νου. Και, ξαναγεννημένος θαρρείς, ως δρομάρης αναφύεται, ως κηπάρης και φυτευτής. Άξιος γι' αυτό ο ίδρως του οργωτή, ποτίζει ιερά το θριφτό χώμα. δρόσος το δάκρυ του δεητή, ποτίζει τις φρένες τις ξερές. Μια νοιώση, μια νέα αρχή στο είναι, η αίστηση τούτη, του καθαρμού. Ο ικέτης άνθρωπος, ο αδύναμος για τις ενοχές του, ο γέρων απολογητής, με την ψυχή πια νοιώθει και με φωνή εσώτατη, των αισθημάτων λαλεί, μονολογώντας: «Ήμουν κακός με τη γη, δεν είδα κλάμα στο χαμό, δεν είδα πόνο στο πελέκι...»

 

 kapetanios.2011.06.03.jpg
Φωτ.: Οργωτής («Plowing», Troyon Constant)

 

«Όχι», επνοήθη, «δεν ήταν λίγος ο τόπος μου. Δεν ήταν στείρος κι αργός. Μυρωτός ήταν, πανίερος και λυρικός. Ένας παράδεισος ανθρώπινος, γήινος, της απλωσιάς. Κει η Γλαύκη και η Κυμοθόη, κει η Αρέθουσα, η Παρθενόπη, η Καλλιστώ, η Τερίνα, οι αύρες και οι μούσες των παραμυθιών, της μυθόλογης εκστατικής φύσης. Τις αιστανόσουν, αιθέριες στην Άλτη -οπτασίες χορευτικές τ' ωριού λογισμού. Ένοιωθες την ανάσα τους σα διάβαινες το χλωρό στρατί, σαν το αδρόπνοο αέρι σούφερνε ζέστα χνώτου θωπευτικού, φύσημα ορθρινό. Μυστηριακός ο κόσμος του φυσικού, και ποιητικός γι' αυτό, γιατί σ' έπρωχνε στη χάρη και σ' έκαμε σύντονό της. Ποιητής γινόσουν με την ομορφιά, οδίτης της ψυχής, που θέλει τον ταπεινό να διανοεί με τα ώρια και με ανθούς στην καρδιά να προχωρά. Ναι, η φύση μ' έκαμε Καλλίμαχο, μ' έκαμε ποιητή του μέτρου και της σύλληψης, μ' έκαμε όρθιο του Σκοπού. Τον οποίο, αλί, πρόδωσα, σαν άνηβος ευρέτης ανακάλυψα τη λάμψη του υλικού, που ως Κίρκη με λάγγεψε και ως καταποτήρας με κατάπιε. Από τότε σφάλλω, σφάλλω και ματαιώ. Καταστρέφω, βακχεύω κι απολαμβάνω. Ιδού η πλάνη μου, η πλάνη της φυλής μου: να γελιέμαι πως δημιουργώ καταστρέφοντας! Κι έτσι έπαψα νάμαι ποιητής, έπαψα να ζω για το Σκοπό, για το ψήλος της Ιδέας..»

Απότομα σταμάτησε τη διήγηση και, σαν ατόπημα νάκανε, δάγκωσε τα χείλη και προσωρινά σιώπησε. Θεώρησε πως έσφαλε μιλώντας λυρικά για κάτι που δεν τίμησε και πρόδωσε. που ποίηση ήτο και ποιητικά δεν το είδε. Και η μικρή σιωπή ήτο το διάμεσο της μετάβασης στην κυριολεξία. Είδε λοιπόν τη φτιάξη τού καιρού του στο πραγματικό, μικρό της μέγεθος. Άγνωρος ο σήμερος κόσμος στα υψηλά, και η απηλογή τού ισχυρού δεν πρέπεται με ποίηση. Η κυριολεξία τής ταιριάζει, η συντάραξη, για να έλθει η μετάνοια, που απαιτεί προσευχή, δέηση. Η μεταλαβή, μετά τούτων, και το απάντημα του ωριού, ανυψώνουν σε ποιητή τον τερπνό, κάμουν διανοούμενο της γης τον οργωτή. Η αιθέρωση απαιτεί την εξιλεώση, απαιτεί τη νίψη και την τριβή στ' άγνωρα τα θεοτικά, της πλάσης τα σύντονα, π' αποξεχάστηκαν κι αποσβήστηκαν στην ανάτροπη ζωή. Γι' αυτά η μετάνοια, γι' αυτά η μεταλαβιά, με την ανάνιωση του έκπτωτου, που θα γενεί νευρός, αισθητός, ορτός. Μια διεργασία αυτή για τον Σκοπό, στα πλαίσια της θεώρησης του επί της γης παραδείσου από τον έκπτωτο άνθρωπο, τον Πενθέα.

Παρά ταύτα, ο λυρικός λόγος του γέροντα βγήκε αυθόρμητα κι ήτο εσώτατος, βαθύς, της ψυχής. Και σε τούτο έσφαλε, στ' ότι αιστάνθη έτοιμος για την ανάβαση, χωρίς η φυλή του να το μπορεί, καθήμενη μακριά του, απέναντί του. Διέπραξε αντινομία γι' αυτό, διότι, ως απολογητής της φυλής του, εφάνη ενάντιος στη συνείδησή της. Αποσβήσθη το λοιπόν ευθύς ο λυρικός σύμπαντος λόγος κι εγίνη απολογητικός, κρατινός, απόηχος. Αλλά ιδού: η ορθωσιά του, το απάντεχό του, αποτελεί ανάγκη ακράτητη, που αναβράει και ξεχυέται, γι' αυτό και ποίηση λογιέται η απηλογή και δεν κρατιέτ αι το μέτρο της δέησης μπορετό. Όχι ευλογίες, παρά ρίμες. αυτά πρέπουν της στιγμής! Έτσι εννόησε την ανάβασή του στον παράδεισο της γης, έτσι τόλμησε την ανάσασή του στα τίμιά της. Ενάντιος στη φυλή του ανασηκώθη, μα ευθύς, κρατημένος από τα σφάλεια του, προδομένος απ' το γένος του, φλογόπονος και βαρύβογκος σβολώθη, γιατί, μάταιος ο ασύντρεχτος κόπος...

    

 kapetanios.2011.06.04.jpg
Φωτ.: Σπορέας («Sower», Jean Francois Millet)

    

Έτσι ξηγήθη, μα λίγο επείστη. Η θέληση δεν εκράτει το σίγουρο Σκοπό, που πύρινα ήθελε ν' απλωθεί, κ' εν δείλιο κράτι δεν ήτο δυνατό να σταματήσει την ιερουργία. Τούτη, σύγκορμα τον συνέπαιρνε, τον προόριζε. Και δεν 'πολόγιζε το βάσανο της φυλής του ως μπόδιο για τελεστεί η πράξη της στην εκκλησιά της φύσης. Η ρίζα τον εκράταε, της οργωσιάς το ακόνι τον έσκαφτε. Είχεν Σκοπό, βέβαιο Σκοπό να πράξει, απαιτείτο όμως πριν, εντός του να φανεί, στον εαυτό του να υπάρξει.  

«Έχω βάρος, βάρος ασήκωτο για το κακό που γίνηκε», συνέχισε απολογητικά. «Και με πονεί το γεγονός ότι δε μπόρεσα να το δω και να το αποτρέψω. Γιατί κοιτούσα με τα σπάταλα μάτια της εντύπωσης, ουχί της ψυχής. Δεν έβλεπα το άστραμμα, δεν ένοιωθα το χτυπόκαρδο, δεν άκουγα τη βογκή. Κατέστρεψα κι εγώ, μέσα στην άγνοιά μου. Έκοψα, έκαψα, βόσκησα. Έκαμα χωράφι τη λεπτή, αδύναμη γη, έκαμα βοσκοτόπι το πλάγιο το φτενό. Θάρευα σαν η γη έβγαζε καρπούς, σαν το χορτάρι θέριευε. Και προσπαθούσα περισσότερο. Ένα μου κτήμα -φανταζόμουν- ήταν η γης. Και την πάλευα. Την έκαμα πιότερο δική μου. Μες τον πυρετό τούτον όμως, δεν έβλεπα ότι με τον καιρό οι καρποί έπαυαν να είναι ολόχυμοι, ότι λιγόστευαν, και το χορτάρι της γης γινόταν λειψότερο. Δεν πειράζει έλεγα. Έχω παραπέρα τόπο για να σταθώ. Έχω γη ατέλειωτη. Δεν 'πολόγιζα το λίγο της, τη μια δρασκελιά της! Κι όλο απλωνόμουν, κι όλο πήγαινα παραπέρα, μη κοιτώντας πίσω, στον τόπο που έχανα. Είμαι, αλήθεια, τραγικός γι' αυτό!..»

Αναστέναξε και λόγο άλλον δεν είπε. Γέρος για το κακό της φυλής του, μετρήθηκε βαριός, σοφισμένος, και γι' αυτό θέμελος, ριζός εφάνη. Σιωπηλός εχάθη στη σιωπή βαθιού στοχασμού, μα ο μέσα του τάραχος τον έκαμε σειστό. Κοιτάχτηκε στο μέγα φως του θέμελου γηλιού και κει αντικρυστός, ενοιώστη σύφταστος του Σκοπού. Αισθάνθηκε της γης αγγειός, ρέος της, και μετάφρενος, καθώς ακέριος στο πλέριο συναίσθημα ενοιώστη, δεν εχώρη στα μέλη του, απλώθηκε και γίνηκε πάγκοσμος, Απολλώνιος, σύμπαντος. Το είναι του, αδάμαστο μπρος στο Σκοπό ξεχύθηκε, μυστικός Τιτάνας εγίνη γι' αυτό. Το μέγα αρχέτυπο, η γη, τον καλούσε να της παραστεί, στέργος της να γίνει. Ως δημιουργός να πράξει, κείνο που η ρίζα τού μηνούσε, την Αρχισπορά... 

Ως σποριάς το λοιπόν κραταιώθηκε και γαληνά υψώθηκε. Κρυφό αντίδωρο επήρε απ' τη γη και λευτερώθηκε. Απέβαλε το βάρος της συλλοής και, με το φόρτο της ευθύνης στις γυρτές του πλάτες, ανηφόρισε για το Σκοπό. Κει στο πλάγιο, στη ραχιά, ξεχύθη πλήρης, κρατερός, με κουράγιο νιού. Τον είδα να σκάφτει, να φυτεύει, να σπορίζει. Με το τσαπί και τ' αλέτρι άχειε ορθά, σύρρυθμος της μεστωμένης ζήσης. Η γη σκιρτούσε στο σηκωμό του και μ' άγια αναπνοή πνοούσε το δημιούργημα. Στο αρμόνισμα, άχραντα μυστήρια φέρναν ιερό ευτυχισμό. Η πλάσις αγάλλονταν, για τούτη του ανθρώπου την επαφή, για του ανθρώπου το σύμπραττο, για τ' ακέριο δημιούργημα...

Αλλά, φευ, ξοπίσω του ενάντιος της φυλής του εαυτός, αναψυχώνονταν. Δευτερώνονταν η φύση του με αντίθετο προορισμό, αντίχτυπον της πλεριοσύνης. Με δρέπανο και τσεκούρι ο ενάντιος ξελόγγωνε, τάραζε, ξεθέριζε. Πισωδρομούσε και φάγωνε την ωρμιά πορεία, την ξυπνή. Ότι με κόπο και βιά γένονταν, σφοδρά χαλνούνταν, με βία. Διελκυστίνδα απόπνοων θνητών, η σκηνή της πάλης, για τον άθλο της φυλής, τον θέμελο, που διαιώνια αναπάλλει και στυλά. Διαφορετικοί οι αντίμαχοι, αλληνοί. Γηραιός και σοφισμένος ο ένας, νιός και συνεπαρμένος ο άλλος. Ύλας ο ένας, ήρως του Σκοπού. Ηγεσίας ο άλλος, της λάφρης και του γλυκασμού αχητός. Ποιος θ' επικρατήσει; Ποιος θ' αξιωθεί; -΄Αγιε κίνδυνε, χοχλό το αίμα και με θρο, ανάφτει τη ζωή!..    

 

 kapetanios.2011.06.05.jpg
Φωτ.: Το φάντασμα της νύχτας: Σπορέας άστρων (Κάουνας Λιθουανίας). Η εμφάνισή του, αν και παιχνίδι της σκιάς, είν' ο βαθύς μας δημιουργός...

kapetanios.2011.06.06.jpg

 

Φάνεις μου θυμέλη ο Υάκινθος της γης. Το κυβέρτι έγνωσα ν' απαιτεί θυσιασμό. Πρόσωπα είδα γνωστά μου, ιδικά. είδα και στους δύο, τους μονομάχους, νάμαι εγώ! Με αναγνώρισα στα πρόσωπα τα σβηστά: στο πρόσωπο το στεγνό, της αγιότης , και στο κριαροπρόσωπο, της κατάχτησης. Ήβρα το διϊκό εαυτό μου κει, να πελαγεί και να ασθμαίνει, να ορθεί και να σέρπεται. Στο πρόσωπό μου είδα, κει στα ψηλά, τη διχοστασία μου. Αποκαλύφθηκα...

Εγώ ομπρός, εγώ ξωπίσω... Εγώ σποριάς, εγώ ξεθεριστής... Εγώ πλάστης, εγώ χαλαστής... Εγώ θεός, εγώ διάβολος... Ποιος μέσα μου θ' επικρατήσει; Ποιος εαυτός μου θ' αξιωθεί;  

Αλλά, ευ, με την Αρχισπορά έκαμα αρχή: ειδώθηκα, ήβρα Σκοπό, νόησα προορισμό κι έφτιαξα αντίμαχο στο σκοτεινό εγώ μου. Το ψήλος της Ιδέας μ' έκαμε ορθό. Στέργω πια στο σκιρτημό και στ' άνθισμα αισθάνομαι πως ζω. Ελπίδα μου στο σκότος, ο εαυτός μου ο βαθύς, ο μέσα μου Άναρχος. το μέλλον μου είμ' εγώ...

Ω Λόγε-Ρίζα, του φλογερού ποιητή, σκόρπα, χτύπα, αντίχησε, τάραξε την καρδιά, γίνου άνεμος της ψυχής, μίλα:

«Κι άντρες ορτοί στ' αλέτρι τους, ζωσμένοι την ψυχή τους,
που ωσάν κολόνες ρέπιου νου σταθήκαν μοναχοί τους.

να νιώσουν άσωτο άνεμο, βαθιά τους, τη σβιλάδα
οπού τυλίγει ένα ναό, σαν πέλαο, την Ελλάδα!

Ν' ακούσουνε παράδεισο ψυχών ολόγυρά τους,
που όλο χτυπάν, μερόνυχτα, κοντά μας τα φτερά τους.

το νέο κοιτώντας ουρανό, σε φανερόν αγώνα,
στη δέηση, σα σε πάλεμα, να γείρουνε το γόνα» 

(«Άσμα Τρίτο» από τη «Μήτηρ Θεού», Άγγελος Σικελιανός)

 

kapetanios.2011.06.07.jpg 
Φωτ.: Εικόνα από τον, άλλοτε δασό, Πιτυό της Χίου

 

(Σημείωση για τον Πιτυό: Πίτυς σημαίνει πεύκο. εξ ου και τ' όνομα της περιοχής «Πιτυός» Χίου. Κι όμως, ο τόπος που χαρακτηρίστηκε από το συγκεκριμένο δένδρο, δεν το έχει -απ' ανθρώπου ευθύνη προφανώς! Το χωριό Πιτυός έχασε το στοιχείο του, τα πεύκα του, και χωρίς ταυτότητα, κακόπραγα πορεύεται! Η τιμωρία του για το κακό που γίνηκε, ήλθε την 10η-10-2010 όταν κατακλύστηκε από ορμητικά νερά βροχής, χώματα και πέτρες, γιατί δεν είχε δάσο -τα πεύκα του- να τα κρατήσει...)

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital