ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Το ελληνικό χωριό

25 Μάιος, 2016

Το ελληνικό χωριό

Το αρχέτυπο που εχάθη! (μέρος 3ο από τα 3α)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Η εμπνοή του χωριού ήταν η κοινωνική μέθεξη, το συμμέτοχον στη βιωματική, που ήταν η βιολογία του τόπου, η ψυχική του αναπνοή. κάτι που συγκροτούσε το δημιουργικό νενίκηκα του ανθρώπου. Στα πλαίσια αυτής της θεώρησης συνίστατο τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, που αποτελούσαν τελετουργίες της μνήμης κι ήταν το καταπίστευμα της ψυχής του λαού. Η Πρωτοχρονιά, η πρωτομαρτιά, η πρωταπριλιά, η πρωτομαγιά, οι ισημερίες, ήταν πρωτάτες μέρες, σημαδιακές. Οι γιορτές, οι ονομαστικές και οι επίσημες, πάντα γιορταζόμενες (ακόμα και στον πόλεμο, όπως μούλεε ο παππούς), αποτελούσαν τον Ιχώρ της κοινωνίας. Ο κλήδονας (το κάψιμο των στεφανιών της πρωτομαγιάς), οι Απόκριες, τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα κ.ά., ήταν έθιμα βασικά του βίου των ανθρώπων του χωριού. Ήταν τελετουργίες πώφτιαχναν την εθιμοτυπία του τόπου, αφού στον καθένα είχαν το δικό τους τρόπο ή αποτελούσαν αποκλειστικά τοπικό έθιμο, που τον χαρακτήριζε και τον ταυτοποιούσε. Υπήρχε ευλάβεια στην τήρησή τους, λες και ιερή προσταγή επέβαλλε την πραγματοποίησή τους. Ο λαός είχε σημαδέψει τα γεγονότα κείνα που έκρινε ως βασικά ή ουσιαστικά του βίου του με τελετουργίες (ομαδικές ή μη) και δημιουργούσε μιαν εθιμοτυπία ως απόδοση τιμής σε αυτό, είτε υπό μορφή πανηγυριού, είτε υπό μορφή κοινωνικοθρησκευτικής γιορτής. πάντως αναδεικνυόταν το γεγονός διά του συμμέτοχου των ανθρώπων στο γιόρτασμά του, κάτι που έδειχνε το αλληλέγγυο δέσιμο του λαού επ' αφορμή του γεγονότος, και την κοινωνική συνοχή που υπήρχε. Αυτή εκφραζόταν είτε με την ομαδική συμμετοχή στο γεγονός, είτε με την απόδοση τιμής ατομικά, που όμως ως κοινή πρακτική των ανθρώπων του χωριού έδειχνε τη νοοτροπία σ' επίπεδο κοινωνίας.

Θυμούμαι, από τη ζήση μου στο χωριό, ότι αποτελούσε «ιερή» υποχρέωση να οδοιπορήσουμε οικογενειακώς για να φτάσουμε στην εκκλησιά του Αγίου Παντελεήμονα στη γιορτή του, στις 27 Ιούλη, που βρισκόταν μακριά κι έξω από το χωριό (διαδρομή μιας ώρας), ν' ανέβουμε το βουνό για να φτάσουμε στο ξωκκλήσι του Αι-Λια μέσα στη ζέστα του Ιούλη (στις 20 αυτού του μήνα), να συμμετέχουμε στα δρώμενα του προστάτη του χωριού, του Αγίου Γεωργίου. Δε σήκωνε άρνηση το να μη συμμετέχουμε... Υπήρχαν και οι φορές που το χωριό «παραστρατούσε», που οι άνθρωποί τους ξέφευγαν από τα συνήθη και γιόρταζαν διασκεδάζοντας. Η εκφυγή από τα καθιερωμένα του χωριού, συντελούνταν με το γλέντι στο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού και με τη συμμετοχή σε λαϊκά δρώμενα. Ο «καταναλωτισμός» του ανθρώπου του χωριού εκφραζόταν στα παζάρια που πραγματοποιούνταν στην περιοχή (σε εμάς πραγματοποιούνταν τρία, σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, τριγυρινά) κι εξαντλούνταν στην αγορά των απαραίτητων αγαθών για τη συντήρηση της οικογένειας, των οποίων η προμήθεια δεν ήταν δυνατή στο χωριό. Κάποιες δε φορές η αγορά επιπρόσθετων πραγμάτων, μη χρειαζούμενων, των «λούσων» όπως έλεγαν οι γεροντότεροι, πραγματοποιείτο με τύψεις για το «ολίσθημα», όμως αποτελούσε πραγματική χαρά διότι ήταν το επιπλέον που δύσκολα αποκτιόνταν! Η δε λαϊκή αγορά του χωριού αποτελούσε βεβαίως τόπο εμπορικό, όμως και κοινωνικό, αφού σε αυτήν δινόταν η ευκαιρία (η αφορμή αν θέλετε) της συνάντησης των ανθρώπων, της επικοινωνίας τους και της έκφρασης συναισθημάτων. Ο θόρυβος, η φασαρία, το «μινύρισμα» της λαϊκής αγοράς αναδύονταν ως ψάλσιμο ζωής, που αιμάτωνε το σύμπαν κι έδινε στο γίγνεσθαι πάλλουσα ροή.

 


Λαϊκή αγορά (πίνακας του Γιάννη Σπυρόπουλου), Πανηγύρι στο χωριό (Κοσμάς Κυνουρίας, Ιούλιος 1952. Φωτογραφία Δ.Α. Χαρισιάδης).

 

Τα παιχνίδια που ως παιδιά παίζαμε ήταν ομαδικά, συμμετοχικά, υπήρχε επαφή κι επικοινωνία, κοινό πράττειν κι ένταση, ατμόσφαιρα συντροφική. Το κρυφτό, το κυνηγητό, το ποδόσφαιρο, η μακρουλή γαϊδούρα, το ξυλίκι κ.ά. ηθέλαν μάζωξη, ηθέλαν ομάδα, ηθέλαν σύνολο. Δεν ημπορούσες μόνος να νοηθείς, να παιχνιδήσεις στο ύπαιθρο, καθώς το παιχνίδι στη φύση ήθελε το έτερον, ήθελε να συγκροτηθείς στο όλον κι όχι ως μονήρης να υπάρξεις. Εκτός κι αν είχες τα φυσικά στοιχεία να σε κινούν και την ανάλογη φαντασία, και θεωρούσες τα γύρα ως μέρος της παιδικής σου ύλης, φτιάχνοντας τις ιστορίες του παιχνιδιού σου έχοντας νοηθεί στο φυσικό όλον... (το δενδρόσπιτο, για παράδειγμα, σ' έκανε έναν Ροβινσώνα. το τόξο επίσης, που από τη λυγαριά τόφτιαχνες, σ' έκανε έναν Ρομπέν των δασών!..) Τούτο ήταν μιαν άλλη αίσθηση, συμβατή με τη θεώρηση στο ύπαιθρο... Τα παιχνίδια ήταν αυθόρμητα κι εμπνευσμένα μαζί, εφευρετικών ανθρώπων, άμεσα, της στιγμής, της έμπνευσης. Δεν υπήρχε προετοιμασία, αλλά μάζωξη και ιδέα. ένα έναυσμα για να παιχνιδήσεις. Και τούτο έδινε μιαν ομορφάδα, μια γλυκύτητα, μιαν αψάδα και μιαν ένταση στο συμμέτοχον! Λέγει χαρακτηριστικά ο Τάσος Λειβαδίτης: «Θυμάμαι, αλήθεια, παιδιά, τότε που τα παιχνίδια μας εξαφανίζονταν μυστηριωδώς, / ξεχασμένα σ' εκείνα τα απαγορευμένα βασίλεια που τριγυρίζαμε, / χωρίς κανείς να το ξέρει, / ύστερα αποχαιρετήσαμε την αιωνιότητα και μεγαλώσαμε...» («Βιολέτες για μια εποχή», Τάσος Λειβαδίτης).

 

 


Κάποτε παίζαμε... -απλά, ουσιαστικά, δημιουργικά, ομαδικά, συμμετοχικά. Αρκούσε ένα χωράφι, μιαν αλάνα, ένα πεδίο έκφρασης, για να γενεί η μάζωξη και με μιαν ιδέα της στιγμής, για το είδος του παιχνιδιού, αυτό ν' αρχίσει αυτοστιγμεί, χωρίς προετοιμασία, χωρίς υλικά και μέσα...

 

Ο Ίων Δραγούμης, πώχε βαθιά την αίσθηση του Έλληνα κι ήταν αφυπνισμένος για τον τόπο, βλέπει  σε κείμενό του με τίτλο «Η μικρή πατρίδα» στο περιοδικό «Νουμάς» το 1908 το χωριό και γενικότερα τις μικρές κοινωνίες ως τη μικρή πατρίδα που συγκροτεί τον Ελληνισμό μέσα από το θεσμό της κοινότητας, που είναι ο κορμός της μεγάλης πατρίδας, του Έθνους. Μιλά για τοπική αυτοδιοίκηση και για μορφή άμεσης δημοκρατίας, ασκούμενη στο χωριό υπό την έννοια της κοινότητας, κάτι για τα οποία, βεβαίως σ' άλλο πλαίσιο, μίλησε πολύ πολύ ενωρίτερα ο αρχαίος Έλληνας (την άμεση δημοκρατία), και πολύ αργότερα θεσμοθέτησε μέρος αυτών ο νεότερος Έλληνας (την τοπική αυτοδιοίκηση). Λέγει σχετικά: «Το χωριό είναι η μικρή μας πατρίδα, είτε σε νησί βρίσκεται, είτε σε κάμπο -σε μεσόγειο ή σε παραθαλάσσιο. Στα χωριά τα σπίτια είναι γνώριμα, και οι άνθρωποι σα να συγγενεύουν. Όλοι ξέρουν όλους, και τα τριγυρινά τους πράγματα. Άλλο από γειτονιές δεν υπάρχει. Χαράματα σηκώνεται ο άνδρας, βουτά μια κομμάτα ψωμί στο κρασί του, και με το δισάκι και την τσάπα, με το ζώο που θα οργώσει και με το παιδί του, πάει στο χωράφι, στ' αμπέλι ή στο μποστάνι. Σηκώνεται κ' η γυναίκα του και πάει στη βρύση για νερό. Το κορίτσι νοικοκυρεύει το σπίτι και την αυλή, πλένει, υφαίνει, λευκαίνει το πανί. Τη χωριάτισσα πότε τη βλέπεις στον αργαλειό, πότε στο ληνό με γυμνά ποδάρια να πατά σταφύλια, πότε μ' ανασκουμπωμένα μανίκια, σκυμένη, να ζυμώνει ψωμί στη σκάφη, κ' έπειτα να το βάζει στο φούρνο, στην αυλή, πότε ν' αρμέγει την αγελάδα, πότε να γνέθει. Άλλοτε πάλι συνδαυλίζει τη φωτιά και κοιτάζει τη χύτρα. Φρύγανα από το βουνό φέρνουν τα παιδιά. (...) Σε όποια μικρή πατρίδα κι αν γεννήθηκε ή κι αν ζει ο Έλληνας, όπου κι αν βρίσκεται, σε πολιτεία ή σε χωριό, πρέπει να ενδιαφέρεται και να φροντίζει για την κοινότητά του, πρέπει να θέλει να φανεί χρήσιμος και σ' αυτήν, όπως θέλει να είναι χρήσιμος στον εαυτό του. Και όταν φανεί χρήσιμος στην κοινότητά του, πάλι στον εαυτό του θα είναι χρήσιμος. Πρέπει να νοιώθει πάντα πως, θέλοντας και μη, είναι δεμένος με τους τριγυρινούς του, τους πατριώτες του, και να τους βοηθεί. Μόνο εκείνος που βοηθεί τους άλλους, μπορεί με το δίκιο του να γυρεύει και από αυτούς βοήθεια. Πάλι καλό δικό του θα κάμει βοηθώντας τους. Η αλληλοβοήθεια είναι δύναμη και του καθενός ανθρώπου και της κοινότητας όλης. Εκείνος που δεν βοηθεί, δεν είναι άξιος να τον βοηθούν και οι άλλοι, και δεν την πειράζει την κοινότητα αν τύχει και χαθεί. Ο άνθρωπος του κάθε τόπου, εκείνος και καλλίτερα μπορεί να φροντίζει για τον τόπο του, γιατί εκείνος και πιο κοντά του είναι, και κάθε μέρα τον βλέπει, δηλαδή τον ξέρει καλλίτερα από κάθε άλλον και τον πονεί περισσότερο. (...) Πρέπει στην Ελλάδα ν' αφήσουν ελεύθερα ξανά τις κοινότητες να φυτρώσουν. Με την τοπική αυτοδιοίκηση -οπού ο καθένας θα κυβερνά το χωριό του και στο κράτος μονάχα θα πληρώνει τους φόρους, θα δίνει ότι μπορεί για τα μεγάλα εθνικά έργα- το κράτος θα έχει καιρό να σκεφτεί και να φροντίσει για τα γενικότερα συμφέροντα του έθνους. Και έτσι, επειδή περισσότεροι θα κυβερνούν τα χωριά τους, λιγότεροι θα καταπιάνουνται να κυβερνήσουν το κράτος, και ίσως είναι καλλίτεροι. Ο Ελληνισμός είναι μια οικογένεια από Ελληνικές κοινότητες. Αυτό πρέπει να το ιδούμε ξάστερα όλοι. (...) Το έθνος μας ολάκερο πάλι με κοινότητες πρέπει να κυβερνηθεί, και μόνο με κοινότητες θα προκόψει. Η δουλειά θα ζωντανέψει και θα προκόψει τις κοινότητες. Και άμα ζωντανέψουν και δυναμώσουν αυτές, τότε θα θεριέψει το έθνος» (περιοδικό «Νουμάς», αριθ. 292, 11 του Μάη 1908).

 

 


Υπό την ευθύνη του ανθρώπου του χωριού, στα πλαίσια της συλλογικής ευθύνης, η περιποίηση (το ζωγράφισμα!) του κοινόχρηστου στοιχείου του οικισμού, του δρομίσκου...

 

Ο αμερικανός εμπειρογνώμονας Paul A. Porter, από την άλλη πλευρά (αντιδιαστέλλοντας με όσα λέγει ο Ίωνας Δραγούμης), ο οποίος απεστάλη το 1947 στην Ελλάδα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να εκτιμήσει την κατάσταση στη χώρα ενόψει της αμερικάνικης βοήθειας, βλέπει στο ημερολόγιό του το ελληνικό χωριό με τα εξής μάτια -είναι, φυσικά, η ψυχρή κι απόμακρη εικόνα ενός τεχνοκράτη, ξένου με τα εν Ελλάδι πράγματα και με το βίο των Ελλήνων, που βλέπει τους Έλληνες με συμπάθεια αλλά και με οίκτο. κι αξίζει ως προς τούτο να συγκριθεί η περιγραφή του με την αντίστοιχη του Ίωνα Δραγούμη, που παρατέθηκε προηγουμένως, για να δειχτεί ο διαφορετικός τρόπος αντίληψης των καταστάσεων για την ελληνική επαρχία των δύο!-: «Μία εκκλησία, μια μικρή πλατεία, ένα ή δύο καφενεία, όπου σ' εποχές ειρήνης ένας άνδρας μπορεί να κάτσει και να πιει τον καφέ του ή ένα ποτηράκι ούζο και να πει μια κουβέντα για την πολιτική και τα νέα της ημέρας -αυτά και ένα σύμπλεγμα αγροικιών με κεραμίδια ή επίπεδη στέγη συναπαρτίζουν το ελληνικό χωρίο. Νωρίς το πρωί οι άνθρωποι -άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε μερικές περιπτώσεις- πηγαίνουν στα χωράφια για να δουλέψουν. το βράδυ θα τους δείτε να επιστρέφουν, καβάλα στα μουλάρια και τα γαϊδούρια τους, σαλαγώντας τα γίδια τους και τα πρόβατά τους. Το σούρουπο το χωριό πια θα κοιμάται, τα φώτα θα έχουν σβήσει και κανείς δε θα κυκλοφορεί στα σκονισμένα πέτρινα δρομάκια. Αυτή είναι η ζωή των χωρικών, μια απλή, αγροτική ζωή χωρίς άλλα συμβάντα πέρα από τα φυσικά περιστατικά μιας καθημερινής ανθρώπινης ζωής και χωρίς συναρπαστικά γεγονότα πέρα από τα σποραδικά πανηγύρια  ή την τραγωδία μιας συμφοράς στις σοδειές» (Porter P. Α., «Ζητείται: Ένα θαύμα για την Ελλάδα. Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου, 20 Ιανουαρίου - 27 Φεβρουαρίου 1947», παρουσίαση - εισαγωγή: Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, τεκμηρίωση - επίμετρο: Σπύρος Βρετός, μετάφραση: Νερίνα Κιοσέογλου, Μεταμεσονύχτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2006, σελ. 48).

 


Το γύρισμα από τον αγρό (Κεντρική Ελλάδα, Μάιος 1959. Φωτογράφος Nick DeWolf).

 

Τ' αρνητικά ωστόσο από τη ζωή στο χωριό ήταν αρκετά και δε θα τ' αρνηθούμε, κι είχαν σχέση με το κλειστό κοινωνικό περιβάλλον οπού συντελούνταν το ζην, καθώς και με την έλλειψη αγαθών και προσφορών που έλειπαν από την επαρχία και παρέχονταν στο άστυ ή στις περιοχές που χαρακτηρίζονταν από κεντρικότητα και συγκέντρωναν πληθυσμούς ικανούς να καλύψουν τις σχετικές απαιτήσεις (κωμοπόλεις, κεφαλοχώρια). Έλειπε (από το χωριό) η ευρύτητα πνεύματος, καθώς ο νους έμενε περιορισμένος στ' άμεσα και τα κοινά του βίου -υπήρχε μολοντούτο η ευρεία «φυσική» ματιά, των οριζόντων, καθώς το ζωντανό στοιχείο της φύσης ήταν εκείνο που καθόριζε τη νόηση της ματιάς. Μπορεί να υπήρχε, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, η παίδευση του ανθρώπου εντός του κλειστού συστήματος της ζωής του χωριού, σε μιαν παιδεία βίου, παραδοσιακή και πρακτική, αλλά έλειπε ο εμπλουτισμός της, οι νέες εμπειρίες, που θα εξέλισσαν τον τρόπο του ζην. Μπορεί να υπήρχε αψηλοσύνη, σίγουρη βηματιά, βεβαία ματιά, αλλά δεν υπήρχε ευρύτητα, δρασκελισιά, ανοιχτή ματιά. Έλειπαν οι γνώσεις και οι εντυπώσεις, η εκπαίδευση και η καλλιέργεια, αρκούμενος ο άνθρωπος του χωριού, όπως προείπαμε, στην παίδευσή του εντός του βιωματικού συστήματος της συγκεκριμένης ζωής, που του εδόθη, και που με βραδείς ρυθμούς ανανεωνόταν. Έλειπαν οι εμπειρίες, οι εικόνες, το νέο που εξελίσσει το παλιό. Δεν υπήρχε ο φρέσκος αέρας που θα δώσει νέα πνοή στο ισχύον και το καθιερωμένο. Έλειπαν ακόμα οι ευκαιρίες για τους ανθρώπους, για να συσταθούν και ν' ασκηθούν σε νέα εργασιακά και κοινωνικά πεδία. Έλειπαν οι ανέσεις της σύγχρονης ζωής, υπήρχε προβλήμα στη διαβίωση, στην εκπαίδευση (το σκολειό στο χωριό έφτανε μέχρι το δημοτικό, μετά έπρεπε να «ξενιτευτείς» για να συνεχίσεις την εκπαίδευσή σου!), στην υγεία (έλειπε, π.χ., ο αγροτικός γιατρός), ακόμα και στην υγειϊνή (το μπάνιο, π.χ., λόγω έλλειψης κατάλληλου χώρου, γινόταν στη σκάφη κάθε σάββατο απόγευμα!) Έλειπε η επιτήδευση και η λεπτολογία, ο classy τρόπος ζωής, που όμως δε θα το λέγαμε πρόβλημα, καθώς τούτα καλύπτονταν πολλαπλασίως από τη γνησιότητα, τη ντομπροσύνη, την αμεσότητα, την αρχοντιά, στοιχεία που συνδυάζονται με την όμορφη λαϊκότητα κι αποδίδουν το νόημα της φυλής.

Υπήρχε φτώχεια και στέρηση πραγμάτων, πραγμάτων που τότε θεωρούνταν πολυτέλεια να τάχες μα σήμερα είναι απαραίτητα στο βίο (όπως η τηλεόραση). Τη φτώχεια μολοντούτο απόδιωχνε ο πλούτος της ζωής και των συναισθημάτων, που κάλυπτε κάθε υλική έλλειψη, καθώς και η πλεριοσύνη του απλού και οικείου κόσμου, που συντελούνταν στα πλαίσια μιας πληρότητας, μιας ολότητας. της κοινωνίας των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δεν ήταν, όπως παραστατικά έλεγε ο Φώτης Κόντογλου, «φουσκωμένος σα σαμπρέλα από την τρελή δραστηριότητα του παρά», δεν ήταν «κολλημένος σα στρείδι στο σκοτάδι της ύλης», αλλά ολιγομέριμνος έστεκε, αζάλιστος των εγνοιών της πλησμονής και της γρήγορης ζωής, ήταν ειρηνεμένος και βλογημένος. Το μέσα του επέκεινα δε διαλαμβάνονταν με όρους φυσικής ή μαθηματικών, με όρους οικονομικούς κι υπολογιστικούς, μα με όρους της της ψυχής και της φύσης, της πρακτικής και του συναισθήματος, του απλού βίου. Υπήρχε βεβαίως η νοοτροπία της κλειστής, ασφυκτικής κοινωνίας, που δύσκολα δέχεται κι αφομοιώνει ότι θεωρεί ξένο με τον τρόπο της και τους κανόνες της (για τους λόγους που επώθηκαν νωρίτερα, ως άμυνα της φυλής για τη διαφύλαξη των αξιών της), προσέξτε όμως: αναφερόμαστε στο ξένο κι όχι στον ξένο, καθώς αυτός ήταν πάντα καλόδεχτος και προστατεύομενος ως φιλοξενούμενος! Μπορεί να υπήρχε πλεριοσύνη ζωής, όπως δεν υπήρχε ανοιχτοσύνη, καθώς ο άνθρωπος του χωριού εξαντλούνταν στο πλαίσιο της εγχάραξής του, του τρόπου του να ζει. Τούτα όλα έκαναν την κοινωνία του χωριού να φαίνεται σε υστέρηση, να φαίνεται αναχρονιστική κι οπισθοδρομική.

 


Το μεγαλείο της Ελλάδας: η απλότητά της -προς θεού, μην τη χαλάσουμε κάμοντάς την σύνθετη!.. («Μπονάτσα στο Τρίκκερι», δεκαετία του 1960, του βολιώτη φωτογράφου Ζήμερη).

 

Ναι, δε θα τ' αρνηθούμε όλα αυτά. ήταν ζητήματα που βάραιναν στις πλάτες του χωριού και το έκαμαν να βλέπεται αρνητικά στην εξέλιξη των καιρών. Μάλιστα, για τους ανθρώπους του χωριού που επιζητούσαν την εξωστρέφεια και μιαν άλλη ποιότητα αποτελούσαν πρόβλημα, που δεν είχε εύκολη λύση, ενώ για τους νέους ανθρώπους, που ηθέλαν να «μοντερνιστούν», αποτελούσαν πάθη -το ρώτημα ήταν αμείλικτο: πού ο νέος θα βγει, πού θα διασκεδάσει, πού θα πάρει το παραπέρα και το παραπάνω που επιζητεί και δεν το έχει στο χωριό, ενώ το απολαμβάνει ο νέος της πόλης; Φαινόταν ωσ μια αδικά γι' αυτόν! Ποια η λύση σε τούτα, τι πορεία θ' ακολουθείτο σε σχέση με το χωριό; Η έλξη κι εντέλει η παράσυρση από τα νέα πρότυπα, που προκύπτουν από το νέο τρόπο ζωής, τον σύμφωνο με τα παγκόσμια ήθη, έφερε την αλλοτρίωση στον τρόπο του χωριού, την οποία φοβόταν και για το λόγο αυτό ύψωνε τείχη ο άνθρωπος του χωριού. Η αλλοτρίωση του χωριού με τα νέα ήθη, που άκρατα εισήχθησαν, χωρίς φειδώ και μέτρο, ήταν η μιαν επίπτωση της εξωστρέφειας της επαρχίας που επιχειρήθηκε. η φυγή από τον τόπο και το άδειασμά του, η ερήμωση, ήταν η άλλη...

Τα πέτρινα, μολοντούτο, τείχη της επαρχίας ήταν αυτά της άμυνάς της στο νεοπολιτισμό, που απειλούσε με τον ευδαιμονισμό του τις αρχές και τις αξίες της, που εντέλει συγκροτούσαν το ουσιαστικό και ποιοτικό ζην. Το ζην αυτό, τα «φώτα» της πόλης το θάμπωσαν και το έσβησαν, φωτίζοντας με τους δυνατούς προβολείς τους τα μικρά και ισκιερά που επικράτησαν, κι όχι τα θαλλερά και πλήρη που έπρεπε να προταχθούν, αφήνοντας έτσι εντυπώσεις ζωής να αιωρούνται και να φτιάχνουν τον κανόνα του ζην. Η προσδοκία της πλησμονής και η απόκτηση αγαθών και ανέσεων διά του χρήματος, ανήχθησαν σ' επιδίωξη ζωής, κάτι που έφερε πίσω ή έκανε μη θεωρήσιμη την καλλιέργεια του ανθρώπου, την κοινωνία του, τον τρόπο του να ολοζωεί και να πληρώνεται υπαρκτικά. Τούτη δυστυχώς την πραγματικότητα, την πικρή αλήθεια, δεν ημπόρεσε να ιδεί ο επίγονος, ο νέος της επαρχίας, ο οποίος δε διέκρινε το αληθινό από το πλαστό που του εδόθη, το γνήσιο από το ψευδές, δεν ημπόρεσε να πάρει από τη νεοζωή τα στοιχεία της που συμπλήρωναν τη δική του μεστή ζωή, φτιάχνοντας την ολοζωή που έπρεπε. Το δέλεαρ των «φώτων» τον είλκυσε, η δίψα για τ' αγαθά και για μια καλλίτερη ζωή τον απέσπασε από το παρόν του, που τραγικό και μίζερο το είδε και το αποκήρυξε. Δεν είδε, μετά τούτων, τη συμπλήρωσή του στη ζωή του, αλλά την πραγμάτωσή του σε άλλο πεδίο, σε διαφορετικό κόσμο. Μετανάστευσε στην πόλη, έφυγε μακριά από το χωριό, το αποκήρυξε μέσα του (μπορεί όχι φανερά...), ξέχασε κι έχασε την πρωτογένειά του, απώλεσε μια φιλοσοφία και γνώση ζωής θεωρημένη με βάση τη γη, την ύπαιθρο, τη φύση και τις αρετές της -βεβαίως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το γεγονός ότι και οι επίσημες κρατικές πολιτικές βοήθησαν σε αυτό, καταδικάζοντας την επαρχία στην αφάνεια και την υστέρηση, με την απαξίωση της πρωτογενούς παραγωγής και του τρόπου ζωής στην επαρχία, αναδεικνύοντας κατ' ουσίαν το πρότυπο κατοίκησης στην πόλη! Έτσι θεώρησε την πορεία του στο εξής ο άνθρωπος του χωριού, έτσι είδε το μέλλον του: ως «σωτηρία» από την επαρχία! Η ποιήτρια μάς λέγει σχετικά:

«...Στη μικρή επαρχία με τα πέτρινα τείχη
ν' απλώνουν το παγερό τους βλέμμα
στην ανταρσία του παρόντος
στην αβεβαιότητα του μέλλοντος
μέσα στους τριγμούς και αλλαλαγμούς
νεόπλαστης κι ασίγαστης ευδαιμονίας.
Εκεί που ο χλωμός ίσκιος
πλιθόκτιστων σπιτιών
προδίδει την αξιοσύνη
και στ' ακροκέραμα τα γκρίζα
μετριέται των ανθρώπων η ευθύνη...
Εκεί η χαμένη ζωή...»

(«Στη μικρή επαρχία», Εύη Παπαδήμα - Θεοδωράκη, ποίημα δημοσιευμένο στη «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» το έτος 1998)

 


Αγνάντεμα παιδικό, μακάριο, ειρηνεμένο, στην αγιασμένη ησυχία του παντός... Άπλαστοι άνθρωποι, υπαίθριοι, αδιαμόρφωτοι στην αντάρα της κοντοζωής, πώχουν παιχνίδι παιδικό το βλέμμα στο ξάγναντο και βλέπουν εκεί πράγματα που η θαμπή και γρήγορη ματιά του τρεχάμενου ανθρώπου, η κοντόθωρη και στενή, αδυνατεί να νοιώσει. Τι θωρούν τα παιδιά στ' ανοιχτό τοπίο; Ολάκερο πέλαο ζωής, που ξεχύνεται στο αεικίνητον της απλότητας κι όλη η πλάση χαίρεται ολόδοτη. Βλέπουν με όραση της ψυχής, με άδολη ματιά, με το παιχνίδι της αίσθησης. Βλέπουν κείνα που δεν κοιτούμε, όντας απροσδιόριστοι στο σύνθετό μας, όντας απογινόμενοι στη στείρα κατατριβή μας. Αστόχαστοι κι αθεώρητοι στο ζην, δεν ημπορούμε ωσάν παιδιά να ιδούμε και, παίζοντας με την αίσθηση, να νοιώσουμε τη χαρά των τόπων, την ποιητικότητά τους... (φωτογραφία: Δ.Α. Χαρισιάδης).

 

Αφήνοντας το χωριό ο άνθρωπος της υπαίθρου, απομακρύνθηκε από τη γη, αποσπάστηκε από το συμφυές στον τόπο, για το υπερφυές και το αλλότυχο. Ο πλούτος της χλώρας υποκαταστάθηκε από τον πλούτο των εντυπώσεων, των τεχνητών απολαύσεων και των πυρετικών χαρών. Οι υλικές προσφορές διασυνδέθηκαν με την επιβίωση, με την ποιότητα και την άνοδο. Δέσμιος έτσι γίνηκε στη συνήθεια και τη μόνωση, στο εναγώνιον και το άκαρπον. Λέγει, σ' ένα του γράμμα ο ξενιτεμένος στο Κλεινόν Άστυ υπαίθριος Έλλην στον αδελφό του, π' άφηκε στο χωριό, εξηγώντας του απολογητικά με στίχους το λόγο της εγκατάλειψης του γενέθλιου τόπου: «Άργησα το ξέρω να σου γράψω  / μα δε θέλω να σ' ανησυχώ  / έφυγα ελπίζοντας να φτιάξω  / μια ζωή καλύτερη εδώ. * η ζωή μας στο χωριό νεκρή και άδεια / κι η πλατεία έρημη από τις οκτώ / σαν η πλήξη με θανάτωνε τα βράδια /  είπα, φεύγω για την πόλη να σωθώ. * Σκέφτομαι πως τώρα εσύ βαδίζεις / ήρεμος στην ακροποταμιά / σιγοτραγουδάς όπως το συνηθίζεις / και το βλέμμα σου στον κάμπο σεργιανάς, * πως μια μέρα θα γυρίσω πάντα ελπίζεις / και τις λεύκες που μεγάλωσαν μετράς». Το άβιον της δούλωσης στη γλυκόηθη ύλη, κατά τη δέσμια συνθήκη της μαθηματικής της ζωής, άγρευσε αυτόν, τον απορφάνευσε, τον ξενίτευσε από τη γη και τον έκαμε άπατρι κι αχώρετο στο νέο τόπο. Ξένος ων σε φθόρα γη, δέσμιος στη φθαρτική ανάγκη της κοντοζωής, ματεριαλίστας και κανοναρχισμένος στο ρου που αυτή επιτάσσει, νοιώθει πια -ανασκοπούμενος κι επαναπροσδιοριζόμενος- φυλακωμένος στο νέο τόπο, σε αυτόν οπού επιζήτησε την ελευθερία από τα δεσμά της επαρχίας και τώρα δέσμιός του είναι! Λέγει για την κατάστασή του: «Κι εγώ αργοτελιώνω στη Σταδίου / τρέχοντας στους δρόμους σαν τρελός / μελλοθάνατος στο στόμα ενός θηρίου / που ξερνάει καυσαέριο και καπνό. / οι ελπίδες μου στα ερείπια ενός κτηρίου / που το χτίζω κάθε ώρα και λεπτό». Βαρύς ο βίος του στο άστυ και πνιγμένος νοιώθει στην ανυπαρξία του, γυμνός στη ζήση του, αδήλωτος κι αστοιχείωτος στο νεοπολιτισμό του, απέλπιδος στη σφαλτική του χώρα. Επιζητά μετά τούτων και πάλι τον τόπο που εγκατέλειψε για μια καλλίτερη ζωή, την οποία μολοντούτο δε βρήκε στο άστυ. Αποζητά με ζέση το χωριό, ως τον τόπο της ζωτικής ζωής. Μιλά συνειδητά για την επιστροφή του εκεί: «Κουράστηκα πια στην πόλη αυτή να ζω / να φύγω ζητώ, μόνο αυτό. / Μιαν άκρη ζητώ, κοντά σας στο χωριό / νοστάλγησα του ήλιου το φως» -το χωριό έτσι προβάλλει για τον ήρωά μας ως η πηγή οπού επιστρέφεις σα διαπιστώσεις το ξηρό και στείρο του άχλωρου βίου, ως το θέμελο της στέριας ζωής... [τα στιχουργικά αποσπάσματα  που χρησιμοποιήθηκαν συνθέτουν το ποίημα του Πάνου Τσαπάρα με τον τίτλο «"Κύριον Θ. Τσαπάρα" Καλάβρυτα Αχαΐας» (ένα γράμμα σε στίχους προς τον αδελφό του), τ' όποιο μελοποιήθηκε από τον ίδιον το 1983 και περιλαμβάνεται στο δίσκο τραγουδιών του «Πόθος διάφανος»].

Σήμερα το χωριό δεν είναι όπως παλιά, μια κοινωνία ανθρώπων, αλλά μιαν ένωση ανθρώπων σε κοινό τόπο. κι όχι θα λέγαμε με κοινό προορισμό. Δε μπορεί ν' αποτελέσει αρχέτυπο κοινωνικής οργάνωσης, κατά το θεμελιακό του προορισμό, αφού ακολουθείται ο νέος τρόπος αντίληψης του ζην πούναι μακρινός του. ξένος του καλλίτερα. Είναι τύπος κατοίκησης στα πλαίσια του βίου, σε οργανωτική βάση, μιαν οργανωμένη και πειθαρχημένη σύσταση ανθρώπων, ένα σχήμα ζωής. αυτά. Δεν είναι ζωοποιός Εστία, όπως παλιά, δεσμός ζωής, κοινωνία ανθρώπων, έπαφος και θερμουγός βίος. Δεν έχει η κοινωνία σήμερα τ' οργανικό ψυχόρμητο για να θεωρηθεί στα πλαίσια μιας ολοσύστατης βιοτικής ολότητας, συμπαγούς κι ολόγιομης από ζωή, όπως συνέβαινε στην κοινωνία του χωριού. Λείπει η ιερή συζυγία των ανθρώπων, η κεντρόφυγος αναζήτηση της ζωής, η απειροσύνθετη απλότητα της βιοτής, η ψυχική επαφή κι ενότητα, η κοινή αποστολή. Δε νοείται η κοινωνία ως όλον, αλλά ως συναθροισμένες ατομικότητες. Το κατά σύμβαση ζην έχει υποκαταστήσει το κοινωνείν ως ουσία της ζωής.

 


Λείπει σήμερα η ευτυχία της αυλής, η ευτυχία της ξεγνοιασιάς στο χωριό!.. (φωτογραφία του Δ.Α. Χαρισιάδη και της Βούλας Παπαϊωάννου).

 

Η «επιστροφή στο χωριό» συγκροτείται στα πλαίσια είτε μιας ανάγκης, λόγω της οικονομικής κρίσης, είτε μιας επιχειρηματικής δράσης, μιας επένδυσης, για να δημιουργηθεί τουριστική, γεωργική, κτηνοτροφική ή άλλη επιχείρηση εκεί. Η ανετότερη σήμερα ζωή στην επαρχία, σε σχέση με παλιά, και ο υγιεινός και ποιοτικός τρόπος ζωής που επιζητείται, λόγω της υποβαθμισμένης κατοίκησης στο άστυ, ανήγαγαν πολλά από τα ελληνικά χωριά σε προνομιούχους τόπους κατοίκησης. είτε για παραθερισμό. είτε για προαστιακή κατοίκηση. είτε για καταφυγή κι επιστροφή στις ρίζες, σύμφωνα με το κοσμοείδωλο της παράδοσης. Σε κάθε περίπτωση, η διασύνδεση του ανθρώπου με το χωριό συγκροτείται σε βάση υπολογιστική και οικονομική, κι όχι βιοτική και κοινωνική. Δεν εκκινείται από ενδόμυχο παλμό, από θεμελιακή βάση, από εντολή της συνείδησης και δεν έχει κοινωνικό προορισμό. Δεν είναι κατεύθυνση του ενστίχτου, κίνημα της ψυχής, δεν είναι αποτέλεσμα βιοθεωρίας του ανθρώπου, αλλά ανάγκης και σκοπού. τρόπου του ζην σύμφωνα με τη νέα, τη «σύγχρονη», αντίληψη του κοινωνείν, αυτή των ξέχωρων τόπων και μονήρων ανθρώπων!

Για ν' αλλάξει ο τρόπος του ζην στην ύπαιθρο χώρα και ν' αποκτήσει το χωριό την ουσιαστική του υπόσταση, ως κοινωνία ανθρώπων, πρέπει ν' αλλάξουν όχι απλά οι κοινωνικές δομές μα και ο τρόπος αντίληψης και λειτουργίας των ανθρώπων σε σχέση με τον τόπο και τη γη. Το χωριό έχασε την αξιακή του υπόσταση, όπως συγκροτήθηκε στη βάση μιας παραδοσιακότητας κι ενός κληρονομικού προτύπου κατοίκησης, διότι ο λαός έπαψε νάναι πιστωτής και κληρονόμος ευθύνης, αξιών, ιδεών. Έπαψε το θέμελο να τον κινεί, αποκόπηκε από αυτό. Η επαφή του με τη γη δεν υφίσταται στην ουσιαστική βάση του παρελθόντος, ως αίσθηση της γης και συγκλονισμός για τον τόπο, αλλά συνίσταται ως σχέση χρήσης κι απόδοσης, εκκινούμενη από ανάγκη, από ωφελιμιστική κι εκμεταλλευτική λογική. Τούτο το βλέπουμε στον σημερινό αγρότη, που πια δεν «πατά» τη γη, δεν την αγγίζει, δεν τη νοιώθει, έχοντας το μέσο (το γεωργικό μηχάνημα και την τεχνολογία) να παρεμβάλλεται και να ενεργεί αντί αυτού, να λειτουργεί μεταξύ ανθρώπου και γης, ως αγωγός και διαμορφωτής της πράξης. Τη γη τη θεωρεί εκμεταλλευτικά, για τα προϊόντα της, τα οποία δε λογίζει ως αγαθά. Ο κόπος, ο ίδρως στη γης, το σκάψιμό της, η σπορά της, λείπουν. Ο τόπος ερημώνει με την εγκατάλειψη της γης ή πληγώνεται με τη νέα μορφή, με τη νέα λογική κατοίκησης σε αυτόν. Η ερήμωση του χωριού, μας δίνεται παραστατικά στο παρακάτου ποίημα του Δημητρίου Λύρα:

«Ο αγωγιάτης δουλειά πια δεν έχει,
τα ξυλάλετρα στην άκρη σαπίζουν
της αυλής και τ' αμάξια κομμάτια
στη φωτιά πεταγμένα καπνίζουν.
*
Χορταριάζουν τ' αλώνια από χρόνια,
οι ληνοί κι οι μαστέλες μουχλιάζουν,
οι νερόμυλοι πια γκρεμιστήκαν
στα χαλάσματά τους φωλιάζουν
κουκουβάγιες, νυχτερίδες, τριζόνια.
*
Ερημώθηκε το κεφαλοχώρι,
των σπιτιών του οι τοίχοι ραγίζουν
σαν τους δέρνει βροχή κι αγριοβόρι.
*
Ούτ' αλύχτημα σκύλου δε σπάζει
της νυχτιάς τη μουντή σιγαλιά,
μον' έν' άχαρο κλάμα βατράχων
απ' τους βάλτους και την ποταμιά,
εκείνο κάνει τον κάμπο να μοιάζει
με χλωμή σκυθική ερημιά».

(«Ερημιά», Δημήτριος Ν. Λύρας)

 


Ελλήνων μονοπάτια, διαδρομές ζωής που αποδίδουν το έπαφο του ανθρώπου με τη γης, τ' οδήγημά του στο πράξιμο, που αρμοστό είναι με το φυσικώς πρεπούμενο. Έφτιαξε ο Έλληνας δρόμους σύμφωνα με το περπάτημά του, χάραξε την πορεία του κατά τη φυσική κατεύθυνση, ακολουθώντας το «μάθημα της φύσης», χωρίς να προσβάλλει, χωρίς να παραμορφώνει. Με ύλη γήινη στοιχειώθηκε κι αναβίβασε το δημιούργημα. Οι χαραγιές του στη γης ήταν γραμμές ζωής, ίχνη αλαφροπάτητα, κι όχι μαχαιριές, όχι αλλότρια περάσματα...(Μηλιές Πηλίου, καλντερίμι προς τα Παυλάκια).

 

Λέγει ο καθηγητής Σόλων Κυδωνιάτης για τον τρόπο που ο άνθρωπος λειτουργεί σήμερα σε σχέση με τον τόπο και την παράδοση: «Μια αδιάκοπη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που διαρκώς επιτείνεται, μια υλόφρονη ενατένιση της ζωής, μια τεχνολογία που μαζί με την αφθονία από υλικά αγαθά μάς γεμίζει αγωνία και άγχος, άμβλυναν τις αισθήσεις του κατοίκου των μεγαλουπόλεων, νέκρωσαν τις βουλητικές του παρορμήσεις και το θυμικό του, ανίσχυρο, του στέρησε τις συγκινήσεις εκείνες που χαρίζουν στον άνθρωπο αισθητικές ευφορίες και γεμίζουν την ψυχή του νοσταλγία. Μα ευτυχώς στην ύπαιθρο υπάρχουν ακόμη ερημοκκλήσια, υπάρχουν μοναστήρια, ερείπια ναών. Και πάνω απ' όλα η ελληνική Φύση αδιατάρακτη, ακατάλυτη, υπέροχη. Υπάρχει ακόμη και η Παράδοσι. Έδρα της είναι το χωριό. Εκεί είναι τα χνάρια και οι ρίζες του πολιτισμού μας. Εκεί διασώζεται ακόμη η φυσιογνωμία της Ελλάδος, που στις πόλεις χάθηκε πια και εκεί την αποζητούν οι ξένοι. Βέβαια στα χωριά δε θα βρούμε την προοδευτικότητα, αλλά θα συναντήσουμε τη συντηρητικότητα. Σ' αυτά δεν υπάρχει η δημιουργία, αλλά υπάρχει το θεμέλιο που τη στηρίξει, δηλαδή η Παράδοσι» (Κυδωνιάτης Σ., «Αναδρομή στην παράδοσι», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1997).

Η εποπτεία της γης κι όχι η επαφή της, η αποδοτική της σημασία και η εκμετάλλευσή της, χαρακτηρίζουν τη σχέση του ανθρώπου με τον τόπο σήμερα, όπου αυτός δεν ερημώθη, και τούτο τον αποστασιοποιεί από αυτόν, έστω κι αν τον κατοικεί! Ο άνθρωπος κατοικεί σήμερα τον τόπο επειδή του ανήκει, επειδή είναι ιδιοκτησία του ή επειδή έχει δικαιώματα σε αυτόν, χωρίς μολοντούτο να τον λογίζει ως πατρίδα του. Και τούτο διότι είναι άγνωρος και ξένος του, μη έπαφός του. Η τραγωδία του νάναι ξένος με τη γη του, νάναι άπατρις στον τόπο του, είναι μη συνειδητή διότι ασύνειδος στέκεται σε σχέση με τα γύρα. Η τοιαύτη ασυνειδησία του παρόντος συνιστά τον ασύμβατο με τον τόπο τρόπο του ζην του ανθρώπου σήμερα, που τον κάμει αρνητικό γι' αυτόν, είτε διότι είναι καταστροφέας του είτε διότι είναι αμέτοχος κι αδιάφορός του. Δε λέμε βεβαίως να γυρίσουμε σε μιαν αρχική κατάσταση, σε μιαν πρωτογονική σχέση του ανθρώπου με τη γη, όμως δεν πρέπει να χαθεί η αίσθηση, η συνείδηση, η επαφή με τη φύση και τα γύρα. Η ισορρόπηση της πρακτικής με την πράξη, της χείρας με το μέσον, του καρδιάς με το μυαλό, πρέπει να καθορίσουν το πράττειν στον τόπο και τον τρόπο ζωής σε αυτόν. εάν το μέλλον του μάς μέλλει...

 


Ω αυτή την Ελλάδα, τη μεγαλειώδη μες την απλότητά της, πόσο την αγαπώ!.. Δεν ημπορείς ξέχωρα των ανθρώπων και των τοπίων της να την ιδείς. Δεν ημπορείς αδιάφορα των τόπων της να τη νοιώσεις. Αν προσπαθήσεις να τη μεταπλάσεις, θα τη χαλάσεις -κάτι που συνέβηκε στην εξέλιξή της. Αν προσπαθήσεις να την προσαρμόσεις, θα τη βιάσεις. Πρέπει να σεβαστείς το ίδιόν της κι αναλόγως να πορευτείς. Πρέπει να γονιμοποιήσεις το νέο με το παλιό, να παντρέψεις την παράδοση με τη νεωτερικότητα, πρέπει τα γήινα στοιχεία της να μην αποκόψεις από τη συνέχειά της και νάβρεις την τεχνουργό γραμμή προς τη δημιουργία, προς το δέον πράττειν. Δύσκολο τούτο κι απαιτεί εντρύφυση στα αισθητά και σπουδή στα υπαρκτά -μα απαραίτητο. Αλλιώς έχασες τη χώρα σου, τη γη σου, κι έγινες άπατρις στον γενέθλιο τόπο... Φωτογραφία: Κρήτη (NELLY'S 1939).

 

του Αντώνιου Καπετάνιου

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital