ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Το ιδιωτικό στη φύση

19 Ιούνιος, 2015

Το ιδιωτικό στη φύση

Κτήση ή κτίση της φύσης; (4ο από το 5ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Ποια τα όρια του ιδιωτικού στη φύση;
Το ιδιωτικό στο προφανές δημόσιο

«Το ελάχιστο θέλησα
και με τιμώρησαν με το πολύ».

(«Το φωτόδεντρο», Οδυσσέας Ελύτης)

«Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
να που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...

(«Γιατί βαθιά μου δόξασα», Άγγελος Σικελιανός)

Κορυφαίο το ερώτημα που τίθεται, προκειμένου για τη διαφύλαξη των οικοσυστημάτων, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κυριάρχηση του ιδιωτικού στη φύση: πόσο ιδιωτικό «χωρά» στη φύση; -είτε αυτή είναι ιδιωτική κτήση, είτε δημόσια. Πόση δηλαδή ιδιωτική κτήση και πόση «ιδιωτικοποίηση» αντέχει η κτίση της φύσης για να είναι βιώσιμη και να συνεχίσει να λειτουργεί αειφορικά και ν' απολαμβάνεται από τον άνθρωπο; Ποια η ισορροπία μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου στη φύση;

Ξεκινούμε με το βασικό πλέγμα αρχών της φιλοσοφίας των αρχαίων προγόνων μας, της σύνθεσης και της αρμονίας, του μέτρου και της τάξης στον τρόπο που ζούσαν και δημιουργούσαν, κάτι που αντικατοπτρίζεται στα έργα τους, τα οποία τοποθετούνταν αρμοστά και συνθετικά στον τόπο, αναβιβάζοντάς τον, αποδίδοντας τέχνη. Παράλληλα, σύμφωνα με  τον Γάλλο αρχιτέκτονα του 19ου αιώνα Viollet-Le-Duc, επιζητούνταν το εξαιρετικό, επιζητούνταν διά της τέχνης ν' αναδειχθούν οι σχέσεις και οι αισθήσεις, κάτι που έκαμε τους δημιουργούς να πλάθουν κι όχι να κατασκευάζουν. Δέστε το αυτό σ' ένα παράδειγμα, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, που ενταγμένο ήταν στο σύνολο του υπαίθριου χώρου, χωρίς να προσβάλει και χωρίς να προκαλεί. Και τούτο διότι, στην πρόνοια των αρχαίων ήταν τα έργα τους, κυρίως τα θρησκευτικά και τα πολιτιστικά, να έχουν αρμοστή σχέση με το χώρο, καθώς η φύση αποτελούσε στοιχείο της φιλοσοφίας τους και η θεώρησή της ήταν βασική στη θρησκεία και τις τέχνες τους. Εν προκειμένω, έχοντας θεωρήσει υψηλότερα του επίγειου την τέχνη τους, είδαν το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου (από ψηλά λες...) ως το πηγάδι της ζωής που ζωογωνεί το χώρο και με τον τρόπο αυτό συμμετέχει ενεργά και θετικά στο φυσικό γίγνεσθαι. Είδαν το λοιπόν στο αρχαίο θέατρο, τη σχέση της δημιουργίας με τη φύση, γι' αυτό και το έργο τους είχε σφιχτό δεσμό με αυτήν, αναδεικνύοντάς την. Συνεπώς, μέσα από τη σύνθεση και την αρμονία στη δημιουργία, από τη μετρημένη ενέργεια και το σεβασμό στη φύση, ο άνθρωπος ήταν ενεργός και συμμέτοχος στο φυσικό γίγνεσθαι, χωρίς φυσικά να το ανατρέπει. αντίθετα το αναβάθμιζε ενεργώντας εν αυτώ. Η βιωσιμότητα του συστήματος πληρούνταν, εμπλουτιζόμενη μάλιστα και εν πρώτοις λογιζόμενη.

 


Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου κατά τη δεκαετία του 1950 και σήμερα -ήταν ενταγμένο στο σύνολο του υπαίθριου χώρου, χωρίς να προσβάλει και χωρίς να προκαλεί.

 

Αυτή η όμορφη και δημιουργική σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αυτή η υψηλή και ποιοτική στάση ζωής του ανθρώπου στο χώρο, που σοφισμένα τον μετέτρεπε σε τόπο, εχάθη στην πορεία, όταν αυτός κυριαρχικά ενήργησε, επιζητώντας έργα «ρωμαϊκά», παρά «ελληνικά»! -τα ρωμαϊκά έργα κυριαρχούνταν από τον πλούτο και την υπερβολή, ενώ τα ελληνικά χαρακτηρίζονταν από την απλότητα και το κάλλος. Η αρμονία υποκαταστάθηκε από τη διοργάνωση, ο άνθρωπος μετατράπηκε από αισθητικό της πρακτικής σε τεχνοκράτη, θέτοντας τη γνώση και την επιστήμη στην υπηρεσία του σκοπού και όχι των σχέσεων. Εχάθη έτσι η όμορφη σχέση του Έλληνα με τη φύση και αυτός λειτούργησε σύμφωνα με την αυτοτέλεια του σκοπού και ξέχωρα του περίγυρού του. Είδε το φυσικό αγαθό στα πλαίσια της εκμετάλλευσης, γι' αυτό και το έθιξε για την εξυπηρέτηση του σκοπού. Το ιδιοποιήθηκε, το ιδιωτικοποίησε, το διαχειρίστηκε ως ιδικό του πράγμα αγνοώντας την ιδιότητά του ως φυσικό αγαθό. Απωλέσθη έτσι η πολύτιμη προσφορά του και υποβαθμίστηκε ή έπαψε να λειτουργεί ως φυσικό οικοσύστημα. Όμως, λόγω της φύσης του φυσικού αγαθού, να διατίθεται στον κάθε πολίτη για την απόλαυση των άυλων προσφορών του, αυτό αποκτά την έννοια του δημοσίου αγαθού. Είναι το λοιπόν το φυσικό αγαθό και δημόσιο.

Ο Έλληνας οφείλει σαν τον αρχαίο πρόγονό του να ενεργεί και να προάγει το σύμπαν του χώρου, συνεισφέροντας στη δημόσια προσφορά του κι όχι αφαιρώντας την (ή αναιρώντας την). Με την απώλειά της έχουμε, εκτός από την προσβολή του φυσικού στοιχείου, και προσβολή ταυτόχρονα πολιτιστικών, κοινωνικών και ιστορικών στοιχείων, που δομούνται με βάση τις αξίες της ζωής και συγκροτούν το ανθρώπινο γίγνεσθαι. Αποτελούν οικουμενικές αξίες, πνοημένες και προορισμένες από τον αρχαίο πρόγονο για να είναι συνυφασμένες με τη βιωσιμότητα της κοινωνίας. Το φυσικό αγαθό, λόγω της δημόσιας προσφοράς του και της εξαρτησιακής σχέσης του ανθρώπου από αυτό, αποτελεί ταυτόχρονα κοινωνικό και πολιτιστικό αγαθό, αφού ο άνθρωπος εν αυτώ και δι' αυτού συγκροτείται. Συμβαίνει έτσι, με την υποβάθμιση ή την απώλεια του φυσικού αγαθού, να υπάρχει μια σύνολη προσβολή της προσωπικότητας του ανθρώπου, προσβολή των δομών συγκρότησής του κι εντέλει θίξη της ίδιας της υπόστασής του.

Το πώς αντιμετωπίζονται τα φυσικά αγαθά που κατέχονται αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο στη θεώρηση της διαχείρισής τους. Δηλαδή: η ιδιοκτησία έως πιο βαθμό επεκτείνεται και αντίστοιχα επηρεάζει την τύχη του φυσικού αγαθού; Τολμούμε μια ρηξεκέλευθη θέση. αν και θ' αντιτείνουν οι νομικοί ως προς τη βασιμότητα αυτής, επικαλούμενοι τον αστικό κώδικα. Ιδιωτική φύση ή ιδιωτική γη; -είναι το ερώτημα που θέτουμε ως απαρχή της θέσης μας. Και υποστηρίζουμε ότι η ιδιοκτησία επί των φυσικών αγαθών ως εμπράγματο δικαίωμα πρέπει να περιορίζεται στη γη κι όχι στο συγκροτούμενο  φυσικό αγαθό. Βεβαίως γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με τον αστικό κώδικα (άρθρα 953 και 954), το συστατικό μέρος του πράγματος δεν μπορεί ν' αποχωριστεί από το κύριο πράγμα και ν' αποτελούν χωριστά αντικείμενα κυριότητας, καθώς και ότι τα προϊόντα του ακινήτου που συνέχονται με το έδαφος αποτελούν συστατικά προϊόντα του ακινήτου. Τα ενσώματα ανήκουν στα σώματα. Κατ' αυτή την έννοια, τα δένδρα του δάσους, όπως και το έδαφος όπου φύονται, ανήκουν στον ιδιοκτήτη του δάσους, που είναι κάτοχος γης και φυτών. Τούτο εμπερικλείει μιαν ασυμβατότητα σε σχέση με τη θεώρηση του φυσικού αγαθού (του δάσους εν προκειμένω) ως δημόσιο αγαθό. Σαφώς οι διαφορές του δημοσίου αγαθού από το δημόσιο κτήμα είναι διακριτές, όπως και ο τρόπος θεώρησης του δημόσιου αγαθού επί της ιδιόκτητης περιουσίας, όμως εν προκειμένω τίθεται το ζήτημα της ορθής σχέσης του σημαίνοντος (ιδιοκτησία) με το σημαινόμενο (φυσικό αγαθό), εν συναρτήσει και με το δικαίωμα του πολίτη στο σημαινόμενο.

Το δάσος ως φυσικό αγαθό λαμβάνεται ως δημόσια προσφορά (και αντιστοίχως λειτουργία) λόγω των προσφορών του  στην ανθρωπότητα. Για το λόγο αυτό ο ιδιοκτήτης του δάσους δεν αφήνεται ανεξέλεγκτος στην ιδιωτική του περιουσία, αλλά ελέγχεται συνεχώς από τη δημόσια διοίκηση, που ασκεί υψηλή εποπτεία επί του διαχειριζόμενου αγαθού, προκειμένου αυτό να μην υποβαθμιστεί, ούτε φυσικά ν' απωλεσθεί. Ο ιδιοκτήτης του δάσους έχει δικαιώματα εκμετάλλευσης των υλικών προϊόντων του δάσους, ενώ οι άϋλες προσφορές, που συνιστούν τις περιβαλλοντικές αξίες και συναρτώνται με την ύπαρξη του δάσους ως ύλη, απολαμβάνονται από το σύνολο των ανθρώπων, συγκροτώντας το δημόσιο αγαθό. Συνεπώς, ο ιδιοκτήτης του δάσους ασκεί τρόπον τινά δικαιώματα καρπώσεων σε αυτό, τα οποία μπορεί να μεταβιβάζει μαζί με τη δασική γη, καθιστάμενος οιωνεί καρπωτής των δυνάμενων ν' αποληφθούν δασικών προϊόντων. Δεν ημπορεί, υπό την έννοια αυτή, να θεωρηθεί ιδιοκτήτης του δάσους, αλλά καρπωτής του, έχοντας όμως το εμπράγματο δικαίωμα ιδιοκτησίας της γης. Επομένως μιλούμε για ιδιόκτητη δασική γη και όχι για ιδιόκτητο δάσος, εισάγοντας μια νέα εννοιολογική περιβαλλοντική θεώρηση στην ιδιοκτησία στη φύση, ερμηνεύοντας τρόπον τινά τον, ούτως ή άλλως, αναχρονιστικό αστικό μας κώδικα, ο οποίος αναφέρεται σε «προϊόντα του ακινήτου επί του εδάφους» και σε «σπόρους μόλις σπαρθούν και σε φυτά μόλις φυτευτούν» (άρθρο 954), χωρίς να λογίζει το φυσικό προϊόν ως αγαθό, που έχει, για το λόγο αυτό, ιδιαίτερη θεώρηση.

 


Το δάσος ως φυσικό αγαθό λαμβάνεται ως δημόσια προσφορά.

 

Η διαχείριση του φυσικού αγαθού είναι άμεσα συνδεδεμένη με το δημόσιο χαρακτήρα του. Γι' αυτό το λόγο το κράτος οφείλει να έχει συνεχή εποπτεία του, αποφεύγοντας να διαθέτει τη γη του για την αξιοποίησή της -και να το καταστρέφει- χάριν «δημοσίου συμφέροντος». Λόγοι ανώτεροι επιβάλλουν τη διατήρηση του φυσικού αγαθού, που έχουν σχέση με την ανθρώπινη ζωή, λόγοι που δικαιολογούν πιότερο το δημόσιο συμφέρον από τον αξιοποιητικό λόγο που οδηγεί στην απώλειά του. Η σοφισμένη κρίση εν προκειμένω, όταν επιβάλλεται να διατεθεί γη και ν' απωλεσθεί το φυσικό αγαθό για το δημόσιο συμφέρον, είναι αποτέλεσμα του πολιτισμού του ανθρώπου, δηλοί το ανώτερο πνεύμα του και τη θετική συγκρότησή του, που τον κάμει ικανό κριτή ώστε ν' αποφασίζει ορθά και μετρημένα. Τούτο απαιτεί κοινωνία ενεργή, θεωρημένη και γνωστική, η οποία να μπορεί να διαθέτει μέρος του φυσικού πλούτου της χωρίς να θίγεται και να καταπίπτει, για το καλό της -κι όχι για το κακό της, όπως γίνεται σήμερα!

Το φυσικό αγαθό, συνιστάμενο στα πλαίσια της εκμεταλλευτικής δραστηριότητας του ανθρώπου, του οικονομικού τρόπου δηλαδή θεώρησης της ανάπτυξης, διατίθεται για τη σκοπούμενη επιχειρηματική χρήση, χάνοντας το δημόσιο χαρακτήρα του. Υπό αυτή την έννοια λογίζεται ως ιδιωτικό, ανεξαρτήτως της ιδιοκτησίας της γης, λόγω της διάθεσής της για τον εκμεταλλευτικό σκοπό, δικαιολογούμενη έτσι η απώλεια του αγαθού. Είναι μια σχέση συνεπαγόμενων θεωρήσεων, που εμπλέκει τη χρήση της γης με την ιδιοκτησία της και το χαρακτήρα του φυσικού αγαθού με την απώλειά του, που οδηγούν στις εφαρμοζόμενες πρακτικές. Με άλλα λόγια, και σύμφωνα με την αξιοποιητική (=εκμεταλλευτική) λογική που εφαρμόζεται βάσει των αρχών της παγκοσμιοποίησης, της φιλελευθεροποίησης και της τεχνοκρατικής θεώρησης του κόσμου, όπου προέχει ο οικονομικός σκοπός και η αγορά τίθεται στην κορυφή των αξιακών κριτηρίων του σύγχρονου γίγνεσθαι, το ιδιωτικό στο φυσικό αγαθό επιβάλλεται ανεξαρτήτως της ιδιοκτησίας της γης, με μόνο λόγο τη χρήση αυτής, που δικαιολογεί και την απώλειά του. Ως ποιο βαθμό όμως η απώλεια αυτή μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη;

Ως προς το ερώτημα τούτο θα μπορούσε να δοθεί η εύκολη και πρόχειρη απάντηση, που χρησιμοποιείται στο ισχύον σύστημα ανάπτυξης, ότι η αντοχή του φυσικού συστήματος είναι το κύριο κριτήριο -...όμως ένα παράλογο κριτήριο! Το φυσικό σύστημα δεν ημπορεί να υποβάλλεται στη λογική των ορίων για να δικαιολογείται έτσι η ανθρώπινη δραστηριότητα. Τούτη είναι μια βολική δικαιολόγηση των ενεργειών του ανθρώπου, όχι τόσο ως προς την καθησύχαση ένοχων συνειδήσεων, καθότι αυτές έχουν από πολλού σκληρυνθεί και ανοσοποιηθεί της ευθύνης που προκαλεί η απώλεια της φύσης, όσο ως προς τη θέσπιση ορίων, αριθμητικών δεδομένων και τεχνικών κανόνων, στα οποία αρέσκονται οι τεχνοκράτες! Σε τούτα όμως δε λαμβάνονται υπόψη οι φυσικές σχέσεις και η πληρότητα του φυσικού σύμπαντος, το φυσικό δέον και η ολιστική θεώρηση του φυσικού συστήματος. Σε τούτα δε χωρούν αριθμοί και ποσοτικά δεδομένα, παρά σχέσεις. όμορφες σχέσεις, ιδανικές, που δυστυχώς αγνοούνται και χάνονται!

 


Η έρημος του ανθρώπου, τραγική συνέπεια του τρόπου διαχείρισης των φυσικών αγαθών -πόσο ασυλλόγιστη η απώλεια της φύσης, πόσο επιζητήσιμη η παρουσία της!

 

Ενέργειες που πραγματοποιούνται χωρίς φειδώ, μέτρο και σεβασμό προς το φυσικό αγαθό, το βλάπτουν και οδηγούν στην απώλειά του. Τούτες εξυπηρετούν κατά πρώτον το ιδιωτικό συμφέρον, και δι' αυτού εξυπηρετείται το δημόσιο. Ο ιδιώτης τίθεται πλέον ως ο ενδιάμεσος της παραγωγής του δημοσίου, κείνος που το εξυπηρετεί και οφελείται οικονομικά από την ενέργειά του αυτή. Είν' ένα σκαλί το ιδιωτικό στο δημόσιο, ένα σκαλί που εξυπηρετεί σκοπό του δημοσίου και δικαιολογείται με το πρόταγμα του δημοσίου συμφέροντος, που όμως η  καταστρατήγηση αρχών και κανόνων, αξιών και ποιοτήτων οδηγεί στην υποβάθμιση ή στην απώλειά του, έτσι που τελικά η εξυπηρέτηση ενός κάποιου δημόσιου σκοπού ν' αποβαίνει σε βάρος του κύριου και ουσιαστικού σκοπού, που είναι η διαφύλαξη του φυσικού αγαθού. Είναι επομένως σε αυτό το επίπεδο φύσει αντιβαίνουσες οι σχέσεις του ανθρώπου και της φύσης. Οι επεμβατικές ανθρώπινες ενέργειες δε διαφυλάσσουν το φυσικό αγαθό. αντίθετα το οδηγούν φορές στην υποβάθμισή του και συνήθως στην απώλειά του (στην περίπτωση αυτή μιλούμε γι' αποκαταστάσεις, που αποτελούν το αντίδοτο στην απώλεια). Το ζήτημα τίθεται τελικώς στη βάση της μικρότερης δυνατής επέμβασης του ανθρώπου στη φύση, όταν αυτός ενεργεί ως επενδυτής (εκμεταλλευτής στο φυσικό περιβάλλον) και όχι ως πρακτικός της (συμμέτοχος στο φυσικό γίγνεσθαι).

Εφόσον λοιπόν η επέμβαση στη φύση για σκοπό δημοσίου συμφέροντος απαιτείται, υπακούοντας στην «αρχή του συμφέροντος» (του δημόσιου και του ιδιωτικού, στα πλαίσια λειτουργίας της καταναλωτικής κοινωνίας), που καθιερώθηκε το 1971 στις ΗΠΑ, πρέπει να καθορίσουμε το εύρος του απαιτητού. Κατά την «αρχή του συμφέροντος», ένα πλάσμα χωρίς συμφέροντα δε μπορεί να ωφεληθεί, και επομένως, χωρίς τη δυνατότητα της ωφέλειας δε μπορεί να έχει δικαιώματα. Δηλαδή συναρτάται το συμφέρον (δημόσιο και ιδιωτικό) με την ωφέλεια, η οποία δικαιολογεί δικαιώματα στους πολίτες. Τούτο κατέληξε με τον καιρό ν' αποτελεί το motto, μια αρχή, του φιλελευθερισμού στην οικονομία, κάτι που οδήγησε σε καταστρατήγηση βασικών ανθρώπινων αξιών και κανόνων στη λειτουργία της κοινωνίας. Η εξάρτηση από το συμφέρον έγινε συνθήκη! Όμως, προσγειωνόμενοι στο ανθρώπινο μέτρο των αξιών, οφείλουμε ορθά να προσδιορίσουμε την έννοια του δημοσίου συμφέροντος κατά τη συνθήκη ότι, «το προσωπικό συμφέρον δε μπορεί να διαχωρισθεί από το συμφέρον του συνόλου, διότι το εγώ δεν υπάρχει έξω από το πλαίσιο του περιβάλλοντός του». Πρέπει έτσι να κριθεί από το ρήμα «πρέπει» και όχι από το ρήμα «θέλω». Μα και το «πρέπει» πρέπει να ειδωθεί στο ελάχιστό του και όχι στο κρίσιμό του, καθότι τότε μιλούμε για διεύρυνση της έννοιας του και γι' ανοχή στην ενέργεια του ανθρώπου. Τελικά, λόγοι κοινωνικοί κι όχι της αγοράς είναι αυτοί που θα καθορίσουν την επέμβαση στη φύση και κατ' επέκταση -σύμφωνα με όσα προείπαμε- τη διείσδυση του ιδιωτικού στο δημόσιο. Υπό αυτή την έννοια επιβάλλεται να υπάρχει αυστηροποίηση και σημαντικός περιορισμός των χρήσεων και δραστηριοτήτων του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον. Κρίσιμο στοιχείο για την ισχύ του κανόνα τούτου, όπως προείπαμε, αποτελεί ο προσδιορισμός της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, που σε κάθε περίπτωση επικαλούμαστε στις περιπτώσεις αυτές. Για την σωστή θεώρηση τούτου, προϋπόθεση είναι να υπάρχει συνειδητοποίηση της σημασίας και της διαφύλαξης του φυσικού αγαθού, ώστε ορθά, συγκροτημένα και υπεύθυνα να ενεργήσουμε.

 


Στην Ελλάδα το φυσικό αγαθό δε διαφυλάχθηκε διότι το επιβουλεύτηκαν συμφέροντα και οι πολιτικές δεν το προστάτευσαν (σχετικά δημοσιεύματα σε διάφορες χρονικές περιόδους).

 

Το δημόσιο συμφέρον αποτελεί μια αόριστη έννοια, που κάθε φορά και κατά περίπτωση χρησιμοποιείται, δικαιολογώντας το σκοπό της επέμβασης στο φυσικό περιβάλλον, χωρίς να υπάρχει σαφής νομικός ορισμός της. Ετυμολογικά διερευνώντας την έννοια του συμφέροντος, καταλήγουμε ότι τούτο είναι η ωφέλεια για κάποιο πρόσωπο, η οποία χαρακτηρίζεται ως τέτοια είτε με αντικειμενικά είτε με υποκειμενικά κριτήρια. Ο όρος δημόσιο προσδιορίζει το υποκείμενο της ωφέλειας αυτής, το οποίο είναι ο λαός. Η αοριστία και άρα η ασάφεια και η δυσκολία προσδιορισμού του εννοιολογικού περιεχομένου του δημοσίου συμφέροντος, οδηγεί στη δυνατότητα συχνής επίκλησής του, και σε κατάχρησή του σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, είτε από το νομοθέτη, είτε από τον εφαρμοστή του δικαίου. Βέβαια, στο άρθρο

24 §1 εδ. ε' του Συντάγματος τίθενται προϋποθέσεις εφαρμογής του δημοσίου συμφέροντος για τα δάση, όπως της μικρότερης δυνατής απώλειας και με μικρότερη θυσία της δασικής βλάστησης, ενώ επιπρόσθετα οι επεμβάσεις στα δάση και τις δασικές εκτάσεις επιτρέπονται εφόσον αποδεδειγμένα δε μπορεί να πραγματοποιηθούν πουθενά αλλού. Επίσης, υπάρχει εξαίρεση για τις αναδασωτέες εκτάσεις, για τις οποίες ούτε ο σκοπός του δημοσίου συμφέροντος μπορεί να δικαιολογήσει επέμβαση σε αυτές (άρθρο 117 του Συντάγματος). Μάλιστα, ο ανώτερος δικαστής με τη νομολογία που δημιούργησε, φρόντισε να επιστήσει την προσοχή στην εφαρμογή της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, αυστηροποιώντας την, με τη χρήση χαρακτηρισμών όπως «υπέρτερο» ή «όλως εξαιρετικό» συμφέρον. Τούτα όμως στην εφαρμογή τους, είτε σε νομοθετικό, είτε σε εκτελεστικό επίπεδο, ευρύνονται και διασταλτικά θεωρούνται, έτσι που φορές είναι πλήρως καταφανές το γεγονός της καταστρατήγησης των συνταγματικών επιταγών (όπως συμβαίνει με την περίπτωση της δυνατότητας εγκατάστασης έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε αναδασωτέες εκτάσεις ή της δυνατότητας εγκατάστασης τουριστικών καταλυμάτων, που συνιστούν δόμηση, σε δάση).

Περαιτέρω διαπιστώνουμε ότι στα πλαίσια των συστημάτων της φιλελευθεροποίησης και της παγκοσμιοποίησης, το οικονομικό κριτήριο τίθεται ως αυτοσκοπός, κατά τρόπο που αναιρείται ή τίθεται σε δεύτερη μοίρα το κοινωνικό κριτήριο, σε σχέση με τα αγαθά που προορίζονται για την εξυπηρέτησή του. Όλα είναι ανοιχτά κι ανεκτικά στην αγορά, με μόνο κριτήριο, το κέρδος. Το φυσικό αγαθό εν προκειμένω, ως ένα από τα αγαθά κοινωνικού χαρακτήρα, τίθεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το οικονομικό, πολλές φορές και υπό αμφισβήτηση ως προς την αξία του σε σχέση με το οικονομικό -δέστε την αντιμετώπιση που υπάρχει στα φρυγανικά και χορτολιβαδικά οικοσυστήματα, στις δασικές εκτάσεις και τους υγροτόπους κ.ά. Το τελευταίο διαμορφώνει το περιβάλλον των ανθρώπινων σχέσεων και καθίσταται κυρίαρχο, σε υποκατάσταση του φυσικού. Τούτο μοιραία (...και τραγικά!) κατευθύνει το δημόσιο συμφέρον και οδηγεί την κοινωνία στον όλεθρό της.


Πωλείται η «βραχονησίδα» της Πνύκας (καυστική γελοιογραφία του Γιάννη Ιωάννου).

 

Μάλιστα, το ιδιωτικό υποκαθιστά το δημόσιο ως προς την άσκησή του κατ' επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, ικανοποιώντας οικονομικό σκοπό, ο οποίος δικαιολογείται ως δημόσιο συμφέρον (τη στήριξη, δηλαδή, και ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας). Είναι συνεπώς διασυνδεδεμένος ο οικονομικός σκοπός με το δημόσιο συμφέρον, και εκ τούτου δικαιολογείται η απώλεια του φυσικού αγαθού. Το αγαθό λογίζεται με βάση την οικονομική του σημασία κι όχι τη φύσει αξία του. Με τον τρόπο αυτό το δημόσιο συμφέρον δεν αποτελεί όριο (φραγμό αν θέλετε) μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, ούτε μεταξύ οικονομικού και κοινωνικού σκοπού. Κατισχύει ο οικονομικός στόχος κατά τις επιταγές της αγοράς. Το σύστημα έτσι κατευθύνεται από μη εναρμόνια κι αντιθετικά στοιχεία, που συμπλέκονται σ' ένα πλέγμα ετερόκλητων σχέσεων, επιτείνοντας την εντροπία του, με απότοκο την υποβάθμιση ή την απώλεια του φυσικού αγαθού. Το κράτος μετά τούτων καθίσταται μη βιώσιμο, αφού έχει απολέσει τα φυσικά του στοιχεία, από τα οποία δομείται, και τις αξίες του, που αποτελούν την κινητήριο ροή της ανθρώπινης πρακτικής.

του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Βιβλιογραφία

  • Βαξεβάνογλου Αλ., «Για το ζήτημα της καινοτομίας: Η ιστορική προσέγγιση», στο συλλογικό τόμο «Κριτικές προσεγγίσεις της ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος της υπαίθρου», εισαγωγή-επιμέλεια: Λεωνίδας Λουλούδης-Νίκος Μπεόπουλος, εκδόσεις Στοχαστής & Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1999.
  • Βάσος Γ., «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας», εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945
  • Berten A., Da Silveira P., Pourtois H., «Liberaux et communautariens», PUF, Paris 1997.
  • Berkes F., «Co-operation from the perspective of human ecology», in «Common property resources», Belhaven Press, London 1989.
  • Boockhin M., «The philosophy of social ecology», Canadian review book annual, 1994.
  • Γκόγκου Αντ., Ζαμπετάκης Γ., Κουντουράς Λ., Νάντσου Θ., Φατούρου Χρ., «Η πράσινη κρίση», εκδόσεις Αθ. Σταμούλης, Αθήνα 2010.
  • Γούδας Αν., «Υπόμνημα περί δασών και δασοπονίας», περιοδικό «Η Μέλισσα των Αθηνών», φυλλάδιον ΙΑ΄ και ΙΒ΄, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1864.
  • Carter F., «The education of little tree», Eleanor Friede Books, New York 1976.
  • Δανιηλίδης Δ., «Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1934.
  • Δελής Γ., «Κοινοτικό δίκαιο Περιβάλλοντος. Οι διαστάσεις της προστασίας του περιβάλλοντος στην κοινοτική έννομη τάξη», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1998.
  • Δρακόπουλος Π., τρία κείμενα: «"Πράσινη" οικονομία: Δεν αφορά τα δένδρα», «Το στοίχημα του μέλλοντος: φυσικός καπιταλισμός», «Το στοίχημα της πράσινης ανάπτυξης», στο αφιέρωμα «Οικολογία & Οικονομία» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», με τίτλο «Πράσινη Παγκοσμιοποίηση», τεύχος 88, 25-11-2000.
  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών [COM(2013)659final/20-9-2013], «Μια νέα δασική στρατηγική της ΕΕ: για τα δάση και τον δασικό τομέα», Βρυξέλες 20-9-2013.
  • Grima A. P. L & Berkes F., «Natural resources: Access. Rights to use and management», in in «Common property resources», Belhaven Press, London 1989.
  • Ζιάκας Θ., «Η κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης και η ελληνική εμπειρία», ετήσιο λεύκωμα πολιτισμού «Ελλάδα & Πολιτισμός» με θέμα «Η ελληνίδα Ευρώπη», έκδοση Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1997.
  • Heidegger M., «Περί της ουσίωσης και της έννοιας της φύσης», μετάφραση: Δημήτρης Υφαντής, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2014.
  • Jackson T., «Prosperity without growth: Economics for a Finite Planet», Earthscan, UK 2009.
  • Jorion P., «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί», εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012.
  • Κανελλόπουλος Αθ., «Οικολογία και Οικονομική του περιβάλλοντος», εκδόσεις Καραμπελόπουλος, Αθήνα 1985.
  • Καπετάνιος Αντ., «Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω...», εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, σειρά: Memorandum, Αθήνα 2003.
  • Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
  • Καραμανώφ Μ., «Βιώσιμο Κράτος & Δημόσια Κτήση. Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010.
  • Καστοριάδης Κ., «Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση», μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος & Άγις Στίνας, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1987.
  • Καστοριάδης Κ., Cohn-Bendit D., «Από την οικολογία στην αυτονομία», μετάφραση: Άλκης Σταύρου, εκδόσεις Κέδρος-Ράππα, Αθήνα 1992.
  • Καστοριάδης Κ., «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2005.
  • Καστοριάδης Κ., «Ακυβέρνητη κοινωνία», μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2010.
  • Κεμίδης Κ., «Δασική ιδιοκτησία», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.
  • Kitto H.D.E., «The Greeks», New York 1951.
  • Κολέμπας Γ., «Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο... στο τοπικό», εκδόσεις Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη 2009.
  • Κουρουσόπουλος Ευθ., «Δασική ιδιοκτησία και διαχείριση», Αθήνα 1978.
  • Κωστάκης Δ., «3 και 1 κείμενα», Οι εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2012.
  • Μαρκούζε Χ., «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1971.
  • McGowan B., «Economic life in Ottoman Europe», Cambridge University Press & State University Press, Kent Ohio USA 1981.
  • McGrew W. W., «Land and revolution in modern Greece (1800-1881)», The Kent State University Press, Kent Ohio USA 1985.
  • Mosse C., «Το τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978.
  • Όστρομ Ελ., «Η διαχείριση των κοινών πόρων», μετάφραση: Γιώργος Άρχοντας, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.
  • Παπαδημητρίου Ε., «Για μια νέα φιλοσοφία της φύσης. Η πρόκληση της οικολογίας και οι απαντήσεις της φιλοσοφίας», εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1999.
  • Παπανικολάου Λ., «Ο νόμος κίνησης της αστικής επανάστασης», εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1996.
  • Petit Ph., «Η "κατάρα του χρήματος" εξασθενίζει τη δημοκρατία», εφημερίδα «Η Καθημερινή», συνέντευξη στον Γιάννη Παπανικόλαου, φύλλο 28ης-12-2014.
  • Ρουσσώ Ζαν Ζακ, «Οι εξομολογήσεις», μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, επίλογος: Κοσμάς Ψυχοπαίδης, βιβλίο δωδέκατο, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.
  • Σαμαράς Θ. Χ., «Ευρώπη, παγκοσμιοποίηση και Ελλάδα», εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», φύλλο 8ης-7-2000.
  • Σκλαβούνος Γ. Σ., «Από την πόλη και το τοπικό στο περιφερειακό και το παγκόσμιο», εκδόσεις Γόρδιος, Αθήνα 2006.
  • Σκληρός Γ., «Το κοινωνικό μας ζήτημα», Αθήναι 1907.
  • Skolimowski H., «Eco-philosophy, Designing New Tactics for Living», London 1981.
  • Σκούρτης Σ. Μ., Σοφούλης Μ. Κ., «Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα», εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα 1995.
  • Στεργιόπουλος Ι., «Δασικαί, αγροτικαί, παραλιακαί εκτάσεις», Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, Αθήναι 1973.
  • Τάχος Α. Ι., «Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος», εκδόσεις Σάκκουλας, 5η έκδοση, Αθήνα 1998.
  • Thoreau H. D., «Walden», Princeton Unoversity Press, Princeton 1973.
  • Τρομπούκης Απ., «Η φιλοσοφία της φύσης στην περιβαλλοντική εκπαίδευση», πανεπιστημιακές σημειώσεις, Ιωάννινα 2000.
  • Τσουκαλάς Κ., «Ιδιωτικοποίηση της φύσης. Μια ρηξικέλευθη πρόταση για την ορθολογικότερη εκμετάλλευση και αξιοποίησή της», εφημερίδα «Το Βήμα», φύλλο 27ης-9-1998.
  • Χέγκελ Γ., «Φιλοσοφία της φύσης (εισαγωγή στη χεγκελιανή διαλεκτική)», εκδόσεις Αναγνωστίδης, Αθήνα αχρονολόγητο.
Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital