ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Το κατοικείν κατά το πνεύμα του τόπου

28 Ιανουάριος, 2016

Το κατοικείν κατά το πνεύμα του τόπου

Η έννοια της κατοίκησης έχει βαθύτερη σημασία από αυτή που της αποδίδεται κατά τη συνήθη αντίληψη.

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Η κατοίκηση στη γη έχει σχέση με τη θεώρησή της και την αντιμετώπισή της από τον δημιουργό άνθρωπο, έτσι που ο τρόπος της προσδιορίζει και την κατάσταση της γης. Η κατοίκηση προηγείται της κτήσης της γης και της κτίσης επί της γης, καθόσον αναφέρεται στον τρόπο που ο άνθρωπος υπάρχει, στο ζην επί της γης. Κτίζουμε επειδή κατοικούμε, άρα υφιστάμεθα/υπάρχουμε ως κατοικούντες. Τούτη η βασική θεώρηση κατευθύνει τον τρόπο του ανθρώπου να υπάρχει κι αποδίδει τη θεμελιώδη αρχή του κατοικείν, που είναι το φείδεσθαι. Ο άνθρωπος κατοικεί λογιζόμενος περί των κοινών, που αποτελούν το θεμελιωδώς προκείμενο του κατοικείν, και ενεργεί φειδώμενος περί της χρήσης τους, καθόσον η έλλειψή τους ή η υποβάθμισή τους αφαιρεί τη δυνατότητα (ή το δικαίωμα αν θέλετε) της κατοίκησης. Και τούτο διότι η κατοίκηση στη γη συνίσταται ως διαμονή των θνητών σε αυτήν. Χωρίς το φείδεσθαι η κατοίκηση αναιρείται και οι θνητοί θνήσκουν. Όσο οι θνητοί κατοικούν, η γη σώζεται. όταν αυτοί δεν φείδονται, τότε δεν κατοικούν και η γη πάσχει. Οι θνητοί διαμένουν μέσα στα πράγματα, δηλαδή τα αισθάνονται, τα νοιώθουν και φείδονται λογιζόμενοι. Η στρέβλωση σε σχέση με την κατοίκηση στη σύγχρονη κοινωνία απορρέει από το γεγονός ότι ο άνθρωπος θεωρεί πως κατοικεί κτίζοντας, χωρίς να νοεί την κατοίκηση ως διαμονή στη γη, που για να θεωρηθεί συμβατή με τον προορισμό της πρέπει η ανθρώπινη ενέργεια να κατευθύνεται κατά το φείδεσθαι. Όντας έτσι νοούμενος, κτίζει αφιλοσόφητα, αποστασιοποιημένος από τη γη και τη σημασία της. Το μη φείδεσθαι στην ενέργειά του οδηγεί μοιραία στο μη σώζεσθαι της γης.

Το κατοικείν είναι ποιητικό νοούμενο ουσιωδώς, κατά την έννοια του φείδεσθαι, σύμφωνα με το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εμπειρικής ύπαρξης, με την κατοικία να μην αποτελεί απλά κατάλυμα ή να μη δηλώνεται ως μορφή κυριαρχίας του ανθρώπου στη γη, αλλά να νοείται ως διαμονή και δημιουργία. Ποιητικό είναι, αφενός με την έννοια της λυρικότητας, του στοχασμού και της Ιδέας, αφετέρου με την έννοια της δημιουργίας. Ο άνθρωπος που κατοικεί, ποιεί. Το κτίζειν είναι έκφραση του ποιείν και τούτο προάγει και διαμορφώνει ποιοτικά, όταν ο άνθρωπος έχει συγκρότηση δημιουργού, δηλαδή ποιητή. «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος» μας λέγει ο Χάιντεγκερ (στο ομώνυμο δοκίμιό του), θεωρώντας ότι εφόσον ο άνθρωπος κατοικεί, ποιεί. Αντίθετα, το κτίζειν φθείρει όταν ο άνθρωπος δεν κατοικεί, και τότε κακοκοποιεί το περιβάλλον του και υποβαθμίζει/καταστρέφει τη φύση -...όπως, κατά γενικό κανόνα, συμβαίνει σήμερα!

Τι σημαίνει ποιώ; Σημαίνει στοχάζομαι, μετρώ τα πράγματα στην ουσία τους, σύμφωνα με την Ιδέα τους, ενεργώντας με μέτρο. Κανονικά το «μετρώ» έπρεπε να σημαίνει «λειτουργώ με μέτρο», κι όχι, όπως συμβαίνει σήμερα, «καταμετρώ, υπολογίζω, αξιολογώ», προκειμένου, κατά κύριο λόγο και κατά τη γενική αντίληψη, ν' αξιοποιήσω -η μέτρηση πρέπει να λαμβάνεται αιτιολογικά κι όχι αξιολογικά. Το μέτρο ως αποτέλεσμα του μετρώ εκφράζει τη φιλοσοφία του ανθρώπου της γης στις δημιουργίες του. Ας λάβουμε υπόψη μας ότι δημιουργοί της κατοίκησής μας, σημαντικοί Έλληνες αρχιτέκτονες, όπως ο Δημήτριος Πικιώνης, ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Κυριάκος Κρόκος κ.ά., ήταν στοχαστές και ποιητές της ζωής. Οι δημιουργίες τους ήταν εμβληματικές διότι ήταν ποιητικές. Η ποίηση συνεπώς προκύπτει διά του κατοικείν και ουσιώνεται εν τω κατοικείν, έχοντας ο άνθρωπος συνείδηση της γης και λαμβάνοντας τις αξίες της. Αποτελεί δε έκφραση της συγκρότησης του ανθρώπου, της ευθύνης του σε σχέση με το ρόλο του στη γη. Ο αντιποιητικός σημερινός άνθρωπος είναι ο αποστασιοποιημένος από τη γη και τις αξίες της, από τη φύση και το περιβάλλον του, ο α-τοπικός άνθρωπος, που ως ανέστιος κι ανοίκειος συμπεριφέρεται, μην ημπορώντας να βρει τον εαυτό του, όντας αστόχαστος κι αταυτοποίητος. Αυτός είναι ο μαθηματικός, τεχνοκρατικός άνθρωπος, ο αντιποιητικός, που μετρά κι υπολογίζει, που λογαριάζεται στο ζην, ωσά νάναι στοιχείο μηχανής και οικονομική μονάδα, και δε λογίζεται, δεν ονειρεύεται, δεν αισθάνεται. Σε τούτο κατατείνει, ως προς τον σημερινό άνθρωπο, ο Χάιντεγκερ: «Ίσως το αντιποιητικό κατοικείν μας, η αδυναμία του να λάβει το μέτρο, να προέρχεται από μια παράξενη υπέρβαση του μέτρου, ως αποτέλεσμα της μανίας μας για μέτρηση και υπολογισμό» (Heidegger M., «...Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος...», επιμέλεια: Γιώργος Ξηροπαΐδης, μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 57).

Η εγκατάσταση στη γη, όταν εξασφαλίστηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ως προς τούτο, δημιούργησε κοινωνίες συνεκτικές, μ' άμεσες σχέσεις των μελών τους, με κοινωνικούς δεσμούς. και συνεπώς με ουσιαστικότερη αντίληψη του ζην. Με τη μετάβασή του στην κατοίκηση ο άνθρωπος ανέπτυξε το αίσθημα της κοινωνικής ευθύνης, κάτι που ως άτομο ή ως νομάδας δεν το είχε καλλιεργημένο. Η ευθύνη στα πλαίσια της κοινωνίας διαμόρφωσε κανόνες συμπεριφοράς για τον τόπο κατοίκησης, που αναπτύχθηκαν με την κοινωνική συνεύρεση, κάτι που σημαίνει ότι το πεδίο αντίληψης της ευθύνης διευρύνθηκε, αφού κατέλαβε το μερικόν όλον της κατοίκησης. Καλλιεργούμενη η έννοια αυτή, στο πλαίσιο του ουσιαστικού κατοικείν, κι αποκτώντας αξιακή διάσταση ως γενικευμένη έννοια του ζην, περιέλαβε όλη τη γη οπού ο άνθρωπος κατοικεί, λογίζοντας τη σχέση του με το περιβάλλον ως γενική έννοια αντίληψης του παγκόσμιου τόπου και ως κατοίκηση σε αυτόν, εξαρτώμενος (ο άνθρωπος) από το σύνολο, από το όλον, που μέρος του είναι. Το μερικό εξαρτά και καθορίζει το ολικό, κι αντίστοιχα το αντίστροφο συμβαίνει. υπάρχει δηλαδή μια αμφίσημη σχέση ζωής, που καθορίζει τη ροή του φυσικού συστήματος και δι' αυτής αποδίδεται η υγεία του, η σωστή λειτουργία του. Ο άνθρωπος συγκροτεί το Είναι του στο όλον οπού είναι μέρος του, αποδίδοντας έτσι τη σχέση του με το σύνολο, που πρέπει να είναι ουσιαστική, σχέση άμεση και βασική, κι όχι έμμεση και χαλαρή. όπως σήμερα θέλεται να πιστεύεται -και συμβαίνει-, με τις κοινωνίες να βρίσκονται μακριά από τη γη και τις αξίες της, πληρώνοντας τις επιπτώσεις για την εν λόγω αντιμετώπιση!

Η κατοίκηση συνεπώς, εκκινούμενη από την ανάγκη του ζην, εμπεριείχε το αξιακό στοιχείο του σεβασμού στη γη, λόγω των προσφορών της και της εξάρτησης του ανθρώπου από αυτήν, κι άρα μια συνείδηση για τον τόπο και το περιβάλλον οπού ο άνθρωπος ανήκε και δραστηριοποιούνταν, γενικευόμενη σε υπερτοπικό και παγκόσμιο επίπεδο, ως απαίτηση του ζην. Όσο αυτή η συνείδηση ήταν ισχυρή, οι τόποι δε χαλάστηκαν με την κατοίκηση του ανθρώπου, και η φύση έγινε σεβαστή, λογιζόμενη (υποσυνείδητα μεν, αλλά μ' εμπεδωμένη αντίληψη) ως αγαθό. Όταν κατόπιν η έννοια της ιδιοκτησίας της γης κατίσχυσε της αντίληψης για τον κοινό τόπο, με τη φύση να μη λογίζεται ως αγαθό και ως κοινό κτήμα, τότε επήλθε η υποβάθμιση των τόπων, καθότι προήχθη η εκμετάλλευση της φύσης από τον« κατακτητή» κι αδηφάγο άνθρωπο, που θεωρήθηκε ως αναγκαία συνθήκη για την εξέλιξή του. Κρίθηκε από τον άνθρωπο ότι η αποδέσμευση από τη μήτρα - γη συντείνει στην απελευθέρωσή του από τα δεσμά της, που τον κρατούσαν δεμένο πάνω της, εξαρτημένο από την ιδέα της. ενώ αυτός θέλει ν' απλωθεί, να πετάξει, να παράγει χωρίς εξαρτήσεις και δεσμεύσεις. Με τούτη την αντίληψη υποκαταστάθηκε η έννοια της δημιουργίας από την έννοια της παραγωγής, που διασυνδέεται με την κατανάλωση, αποκτώντας το όλο σύστημα αυστηρά οικονομικά και τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά, οδηγώντας στη νεωτερική έννοια της παγκοσμιοποίησης (παγκοσμιοποίηση η διεθνοποίηση είναι η αυτονόμηση όλων εκείνων των παραμέτρων, όπως το εμπόριο, η κουλτούρα, η κοινωνική δομή, η τεχνολογία, το πολιτικό σύστημα, η γνώση, η επικοινωνία κ.λπ., οι οποίες μέχρι μερικές δεκαετίες πριν επιδιωκόταν να έχουν «σύνορα» μέσα σ' ένα κράτος - προστάτη, ενώ τώρα τείνουν να ελευθερώνονται και να διαχέονται, ακολουθώντας τους κανόνες και τις αρχές της παγκοσμιοποίησης) Η γη έτσι απέκτησε υλική υπόσταση κι έπαψε να διασυνδέεται με το ιδεαλιστικό της νόημα, έπαψε να έχει την έννοια της Μήτηρ, της πηγής και του θέμελου. Ως απόρροια τούτου, ο άνθρωπος έπαψε να έχει φροντίδα για τη γη κι αντιστοίχως η κατοίκησή του σε αυτήν προέκυψε ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας του, με έργα που την καταπίεζαν και συνεχώς την υποβάθμιζαν, χωρίς ο σεβασμός προς τη «Μήτηρ» να κατευθύνει την ενέργειά του. Η φύση εξαρτήθηκε πλέον από την κατοίκηση του ανθρώπου κι όχι το αντίθετο, όπως αρχικώς συνέβαινε, και τούτο είχε συνέπειες στην ίδια την κατοίκηση και τη ζωή στη γη!

Η μετάβαση του ανθρώπου από την εστία στην κατοίκηση ήταν μετάβαση από τη φύση, οπού ο άνθρωπος αρχικά ζούσε, στην κοινωνία, στην οποία υπήρχε συναλληλία των ανθρώπων που ανέπτυσσαν κοινωνικούς δεσμούς. Αντίστοιχα η Εστία ως θεά μετεβλήθη από θεά του πυρός, της γήινης ενέργειας, του κέντρου της γης, σε θεά της οικογένειας, του κέντρου του σπιτιού (της κατοίκησης). Το πυρ στο κέντρο της γης, που δηλώνονταν με τη θεά Εστία, μεταφέρθηκε σε πυρ εντός της οικίας, στην εστία, στο τζάκι και στην οικογενειακή θαλπωρή. Η γήινη ενέργεια μεταφέρθηκε στην οικία για να γενεί ενέργεια σχέσεων και ζωής των ανθρώπων, που θα εκφραστεί μέσα στην κοινωνία. Η οικογένεια, ως βασική δομική μονάδα της κοινωνίας, εκπροσωπούσε την ενέργεια της ζωής και μαζί το εύτακτο όλον, που αντιπροσώπευε η γη, κι έφερε το αξιακό φορτίο της εντέλειάς της. Σε αυτήν βλεπόταν η φύση οπού ο άνθρωπος πρωτοκατοίκησε, αποτελώντας το πρότυπο της τακτής και πλήρους ζωής. Σε αυτήν αναζητούνταν οι αξίες της φύσης, οι παροχές της, που ήταν αξίες της ζωής: η αρμονία, η ασφάλεια, η σταθερότητα, η οικειότητα, η συνεργασία, η ζεστασιά, η προσήνεια, η ειλικρίνεια, η απλότητα. Ζώντας έτσι ο άνθρωπος, δενόταν με τον τόπο του, ταυτιζόταν με αυτόν. τον λόγιζε ως πατρίδα, ως σπίτι του, και τον προστάτευε. Προστατεύοντάς τον προστάτευε το όλον, στο οποίο ανήκε. Ο τόπος ανήκε στο χώρο, στη γεωγραφική έννοια της ενότητας, γι' αυτό και ο άνθρωπος αποκαλούσε το όλον οπού ανήκε, ως χώρα (από τον χώρο, από το όλον δηλαδή οπού ανήκε), την οποία προστάτευε ως πατρίδα, επεκτείνοντας έτσι την έγνοια του από τον τόπο οπού κατοικούσε στη χώρα οπού ανήκε. Η φύση, λογιζόμενη ως το όλον οπού συγκροτείται η ζωή, αποκτούσε την έννοια του χώρου κι ήταν πατρίδα, οπού ενυπάρχουν συστήματα τόπων που συγκροτούν την πολυποικιλότητα των οικοσυστημάτων και τη βιοποικιλότητα της φύσης.

Ανήκοντας ο άνθρωπος κάπου, οικούσε, νοιώθοντας τον τόπο ως σπίτι του, κι αποκτούσε ταυτότητα, που προέκυπτε από την ταυτότητα του τόπου. Ανήκοντας στον τόπο γινόταν αληθινά ελεύθερος, αφού ήταν απαλλαγμένος από την ανασφάλεια της μη κατοίκησης, καθώς και από το άγχος και την απροσδιοριστία της μη εννόησής του ως οντότητα. Ένοιωθε οικείος με τα γύρα εννοώντας τον περίγυρο ως μέρος του Είναι του. Έτσι, δεν ήταν ξένος με το περιβάλλον του και δεν ένοιωθε φόβο, εχθρότητα ή αδιαφορία για τα γύρα. Δεν ένοιωθε χαμένος σ' «έναν ξένο τόπο», όπως συμβαίνει σήμερα, που κατοικεί σε μη-τόπους! Έχοντας επαφή με τη γη, τη λόγιζε ως μητέρα, όπως και ο πρόγονος, κι είχε την επαφή με τα φυσικά στοιχεία στα πλαίσια της αυτονόητης οικείωσης με το φυσικό όλον. Ένοιωθε την οικία ως θώκο στον «οικότοπο» της ζωής, κατ' αντίστοιχαν με τον οικολογικό θώκο στη φύση. Συναρτούσε τη θέση του στην κοινωνία, με τη λειτουργία του στον περίγυρο, παίρνοντας την Ιδέα από τη φύση, σύμφωνα με το «μάθημα της γης». Κατοικώντας ο άνθρωπος, με την έννοια της ουσιαστικής κατοίκησης, πληρούσε τον τόπο και τον μέστωνε με ζωή, δημιουργώντας μια θέση με νόημα στην ολότητα, συγκροτώντας με τον τρόπο αυτό το περιβάλλον του, δηλαδή τον πολιτισμό του. Ήταν συνεπώς ο άνθρωπος συναρτημένος από τους τόπους στους οποίους ζούσε κι ανήκε, διαμορφούμενος παράλληλα με τη διαμόρφωσή τους. Η σύνθεσή τους συνέθετε τον πολιτισμό του, σύμφωνα με το κοινωνικό και πολιτιστικό αποτύπωμά του στη γη. Ας αναλογιστούμε τη σημασία που έδιδε στη φύση ο πρωτόγονος άνθρωπος, ο άνθρωπος των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, σε σχέση με τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο τοτινός είχε γνώση των λεπτομερειών του περιβάλλοντος, γνώριζε τα φυσικά στοιχεία και το ρόλο τους, αποδίδοντας νόημα σε αυτά, έτσι που συγκροτούνταν μ' ευθύνη του σύνθετες φυσικές δομές, στις οποίες συμμετείχε. Ο σημερινός άνθρωπος αντίθετα, που δεν κατοικεί πραγματικά, έχει διαδικαστική σχέση με το περιβάλλον του, καθώς το εννοεί όσο τον εξυπηρετεί και σύμφωνα με το πώς το κατευθύνει για να επιτυγχάνεται αυτό. Η σχέση του ανθρώπου με τα γύρα μετεβλήθη από θεμελιακή σε χρηστική, ή καλλίτερα σε χρησιμοθηρική! Το περιβάλλον παλιά βιωνόταν, γι' αυτό κατοικούνταν, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται, γι' αυτό δεν κατοικείται!

Χάνοντας ο άνθρωπος τα νοήματα του τόπου, με την αποδόμηση της οικογένειας και την αποσάρθρωση της κοινωνίας κατά το νέο τρόπο ζωής, τον γρήγορο, τον αγχώδη, τον μοναχικό, τον εγωκεντρικό, που απαιτεί να λειτουργείς μονοτρόπως, οικονομικά και τεχνοκρατικά, κι όχι πολυδιάστατα και κοινωνικά, εχάθη η σχέση του με τη γη, με τη ζωή, με τη φύση και το περιβάλλον του, εχάθη η αίσθηση του όλου, που μέσα από την οικογένεια, που είναι μονάδα του, αναδεικνύονταν, καθώς χαθήκαν οι αξίες που από αυτήν προέκυπταν και ωθούσαν στη συλλογικότητα. Επιβαρύνει έτσι ο άνθρωπος τη φύση και να την αποδομεί, αντίς να την πλουταίνει και να δίνει νόημα στο ζην, όπως ήταν η αρχική επιδίωξη με την κατοίκησή του στη γη, που προέκυπτε από την ανάγκη του ζην. Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει τόπο για να δεθεί, δε χωρά πουθενά, δε νοιώθει το περιβάλλον οικείο του -παρά το γεγονός ότι ο ίδιος το διαμορφώνει!-, είναι ανοίκειος στο Σύμπαν για τ' οποίο προορίστηκε, η φύση δεν τον συγκινεί, είναι ξένος της. Για τούτα, άπατρις είναι, ανέστιος, χωρίς δεσμούς με τη γη, κι ανοίκειος στο όλον, που απαιτεί την κοινωνικότητα για να υπάρξει. Κατέληξε νάναι μονήρης, βασιζόμενος στη δύναμή του, που του δίνει την πεποίθηση ότι τα πάντα είναι δυνατά και μπορούν να πραγματωθούν για όφελός του. κάτι που αφενός τού επιτείνει την αδηφαγία, αφετέρου τού καλλιεργεί τον εγωισμό και την απαίτηση για προσωπική απόλαυση του οφέλους. Κατέληξε απομεμακρυσμένος από τη φύση και τις αρχές της, που αποτέλεσαν το εύτακτο όλον, στο οποίο βασίστηκε η όλη συγκρότησή του. Σύμφωνα με τον Γιώργο Ξηροπαΐδη στην εισαγωγή του δοκιμίου του Μάρτιν Χάϊντεγκερ «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι» στην ελληνική έκδοση, «ανέστιος είναι ο σύγχρονος άνθρωπος, καθώς μετατρέπει τον κόσμο σε αντικείμενο μιας αυτάρεσκης διαύγασης και τεχνικής χειραγώγησης, καθώς μετατρέπει τα πράγματα σε αντικείμενα και τον εαυτό του σε αυτάρεσκο υποκείμενο που τα αξιοποιεί και τα εκμεταλεύεται με βάση τις δικές του ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων έχει λάβει τη μορφή μιας κατηγορικής προσταγής» (Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», εισαγωγή - μετάφραση: Γιώργος Ξηροπαΐδης, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 13).

Ο άνθρωπος, αυτεξούσιος πορεύεται, απροσδιόριστος ως προς το ζην κι ανάρμοστος σε σχέση με το περιβάλλον και τον φύσει προορισμό του ως δημόσιο αγαθό. Ανέστιος κι ανοίκειος στον κόσμο του, δεν εννοείται σε αυτόν, δεν αναγνωρίζεται από το φυσικό σύστημα και δεν το αναγνωρίζει. μολοντούτο κατευθύνει τον κόσμο και καθορίζει την πορεία του, μ' εμφανή την αντινομία της ενέργειάς του! Σε τούτη την κατάσταση του ανθρώπου όμως, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε την ανασφάλεια που τον διακατέχει, και το φόβο για το άγνωστο, για το επικείμενο κακό, καθότι γνωρίζει αυτός ότι πορεύεται ανάρμοστα στη σχέση του με το φυσικό όλον, ότι αυτενεργεί και βιάζει το σύστημα, παραβιάζοντας θεμελιακούς κανόνες του. Μάλλον δεν εμπιστεύεται τη διάνοιά του, αναγνωρίζοντας τα όριά της, γι' αυτό και τον βλέπουμε αποπροσανατολισμένο κι ακατάστατο στο βίο του. Αναζητεί τρόπους για να κρυφτεί από τον εαυτό του, δείχνει να τον φοβάται, αλλά δεν τον αποποιείται! Κάμει γι' αυτό την κατοικία του καταφύγιο, από θώκος που ήταν πριν, κρύβεται στις κατασκευές του αντίς να συνίσταται δι' αυτών στο όλον. μετασχηματίζεται έτσι σε άβουλο όργανο του συστήματος ζωής που ο ίδιος διαμόρφωσε! Το φυσικό ανθρώπινο σύστημα μετατρέπεται σε μηχανικό, σε κατασκευή. Μολαταύτα συνεχίζει, παρασυρόμενος από την ανάπτυξή του, από το υπέρ που τον τραβά, που τον σέρνει στο συνεχές (υπερ)πέραν (το πέρα από τα όριά του). Δεν ημπορεί, καθώς φαίνεται..., ν' αντισταθεί στη γλυκύτητα της ανάπτυξης!

Ο άνθρωπος ως κέντρο του κόσμου του ανάγεται τελικώς στον υπεράνθρωπο του Νίτσε, που μπορεί να παράγει κόσμο, γη, φύση, ζωή, διασυνδέοντας την παραγωγή με τη μαζικότητα, οπού όλα αποκτούν την αίσθηση του προϊόντος, του μηχανικού παράγωγου, που μαζικοποιημένο προσφέρεται. Το κέρδος, το οικονομικό όφελος κατευθύνει την παραγωγή κι αναλόγως ο άνθρωπος ενεργεί, μην υπολογίζοντας τις επιπτώσεις της ενέργειάς του. Βαρύνει έτσι τη γη με συνεχή ύλη κι ανατρέπει θεμελιακές φυσικές λειτουργίες και σχέσεις ζωής, λογίζοντας την κατοίκησή του ως υλική πλήρωση, προάγοντας ακολούθως τη μηχανική λειτουργία του φυσικού συστήματος ως μόνη δυνατότητα συνέχισής του, το οποίο όμως αδυνατεί στην τόση φόρτιση ν' αντεπεξέλθει. Κατασκευάζει με τον τρόπο αυτό το περιβάλλον του, βαυκαλιζόμενος ότι με τη διάνοιά του, που εκφράζεται με την επιστήμη, και με τη συνεχή κατασκευή θα μπορεί να υποστηρίζει τη ζωή στη γη διαιωνίως! Δεν υπολογίζει όμως τα όρια της ζωής, τα όρια της φύσης...     Η γη μιλά, δείχνεται, δηλώνεται στο Είναι της, το οποίο θέλει να εκφραστεί με τον άνθρωπο λειτουργό. Τούτο αποδίδεται με το «πνεύμα του τόπου», το Genius Loci, που προσδιορίζει το χαρακτήρα του τόπου. δηλαδή, το τι από αυτόν θέλεται, σε πια συγκεκριμένη πραγματικότητα πρέπει ο άνθρωπος να προσαρμοστεί. Πρέπει μολαταύτα να επισημανθεί ότι η πραγματικότητα που προσδιορίζει τον τόπο είναι ιστορική. Αναφέρεται δηλαδή στο χρόνο οπού ο τόπος δηλώνεται, χωρίς να τον χαρακτηρίζει σταθερά κι αμετάβλητα, και τούτο διότι οι τόποι διέπονται από δυναμική, είναι εξελισσόμενοι, μη στατικοί, αφού αναφέρονται σε μια δεδομένη κάθε φορά βιωμένη ολότητα.

Με το Genius Loci συγκεκριμενοποιείται η ουσία του τόπου σε διαρκώς νέα ιστορικά πλαίσια. Αναπτύσσεται έτσι ένας διάλογος της γης με τον άνθρωπο, που είναι διαρκής κι αφορά στην ύπαρξή μας, που σχετίζεται με τον τρόπο που ενεργούμε στη γη και διαμορφώνουμε τους τόπους. Ο άνθρωπος κατευθύνεται από το φυσικό σύστημα ως προς το τι πρέπει να πράξει, για να κατευθύνει αντιστοίχως αυτό, λειτουργώντας σύμφωνα με τις αρχές θεώρησης του συστήματος και δημιουργώντας τόπους με νόημα. Προσδιορίζεται συνεπώς από το ίδιο το φυσικό σύστημα ο υπαρξιακός χώρος στον οποίο ο άνθρωπος θα λειτουργήσει. Κάθε ενέργεια έξω ή πέραν της λογικής που το ίδιο το σύστημα υποδεικνύει, συνιστά αντινομία που υποβαθμίζει, ή και καταστρέφει, κάτι που κατά το πλείστον συμβαίνει σήμερα. Το πρόβλημα της γης, που αποτελεί πρόβλημα του πλανήτη προκύπτει από την ανάρμοστη συμπεριφορά του ανθρώπου στην αντιμετώπιση της γης, της οποίας δεν ακολουθεί το πνεύμα κατά την ενέργειά του, παραβαίνοντας το θεμελιακό κανόνα για το τι πρέπεται γι' αυτήν, όπως προκύπτει από το Genius Loci.

Το Genius Loci, αν κι έννοια ρωμαϊκή, έχει τη μήτρα του στην Αρχαία Ελλάδα. Καθότι, το genius, δηλαδή το πνεύμα - φύλακας του κάθε ανεξάρτητου όντος των ρωμαϊκών δοξασιών, απέρρευσε από τον «δαίμονα» των Αρχαίων Ελλήνων, δηλαδή από το πνεύμα του κάθε τόπου, στον οποίο (τόπο) η ζωή λαμβάνει χώρα, και με τον οποίο πρέπει ο άνθρωπος να διατηρεί μιαν αγαθή σχέση. ειδαλλιώς υπόκειται στις συνέπειες της αντίνομης πράξης του. Το genius, που λαμβάνονταν αρχικά ως στοιχειό από τον άνθρωπο, στην πορεία μετεξελίχθηκε στις ξωθιές (τις νεράιδες) των παραμυθιών, ενώ μεταφορικά προσδιορίστηκε ως το δαιμόνιο που φέρει ο άνθρωπος σε σχέση με την ενέργειά του στον τόπο. Η προσδιοριζόμενη προηγούμενως ως αγαθή σχέση του ανθρώπου με τον «δαίμονα» (με το πνεύμα) του τόπου, έχει σχέση με τον τρόπο που ο άνθρωπος στ' αρχαία χρόνια αντιμετώπιζε τη φύση, η οποία στην αρχή προέκυπτε ως φόβος γι' αυτήν, για το άγνωστο και μυστηριακό της στοιχείο, ενώ στην πορεία, και φιλοσοφούμενος ο άνθρωπος ως προς τα γύρα, μετατράπηκε σε δέος και κατόπιν σε σεβασμό. Έτσι το genius γίνηκε από στοιχειό στοιχείο προσδιορισμού και ταυτότητας του τόπου, ώστε η ενέργεια του ανθρώπου να κατευθύνεται σύμφωνα με αυτό, για να υπάρχει ποιότητα στην κατοίκηση.

Το Genius Loci, ως θεμελιακή έννοια θεώρησης του τόπου, δηλώνει «τι είναι το πράγμα (ο τόπος)» ή το «τι θέλει να γίνει», δηλαδή το πώς ο τόπος προορίζεται σύμφωνα με τον χαρακτήρα του. Δηλώνει το πώς αυτός αρμόζει κατά το φυσικό του προσδιορισμό και σύμφωνα με τις δυνατότητες της μετεξέλιξής του, στα πλαίσια της δυναμικής του, ώστε να θεωρηθεί η εξέλιξή του ομαλή και συμβατή/αρμοστή με τις αρχές του συστήματος κατά τον φύσει προορισμό του. Οι αλλαγές που μετεξελίσσουν το σύστημα, ακολουθώντας το πνεύμα του τόπου, δεν το αποπροσδιορίζουν από το νόημά του και δεν το αποσπούν από την έννοια του τόπου, καθόσον δεν του αλλάζουν χαρακτήρα και προορισμό, και δεν τ' οδηγούν σε μη-τόπο, σε απρόσωπο και μη ζωντανό πεδίο του ζην. Οι τόποι συγκροτούνται κατά το πνεύμα τους, που είναι η ουσία τους. Εάν χαθεί το πνεύμα του τόπου, χάνεται ο τόπος, κι αντίστοιχα χάνεται ο άνθρωπος που τους συγκροτεί, που τους αποτελεί και τους λειτουργεί. Χάνεται μετά τούτων ο άνθρωπος μες στο απροσδιόριστο κενό του ανύπαρκτου τόπου, της ανυπαρξίας του ως οντότητα, στο μη-Είναι του...

του Αντώνη Καπετάνιου

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital