ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Δ.Αρεοπαγίτου

Διονυσίου Αρεοπαγίτου 17: εμπόδιο ή ευκαιρία;

24 Ιανουάριος, 2010

Διονυσίου Αρεοπαγίτου 17: εμπόδιο ή ευκαιρία;

Παρουσιάζουμε αυτή τη φορά το κείμενο ενός αρχαιολόγου, του Δημήτρη Πλάντζου. (16ο άρθρο)

Ο κ. Δημήτρης Πλάντζος εστιάζει την προσοχή του στο ίδιο το κτήριο του μουσείου και στην ιδεολογική και πολιτική του διάσταση. Το χαρακτηρίζει μονοθεματικό και μονολιθικό στην όψη του. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 106, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2009.

Δημήτρης Πλάντζος
Επίκουρος Καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Παν/μιο Ιωαννίνων

Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ: ΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ

Με ένα αμήχανο χαμόγελο ο τότε Υπουργός Πολιτισμού κ. Α. Σαμαράς «αποκατέστησε», το βράδυ της 20ης Ιουνίου 2009, ένα σπάραγμα της ζωφόρου του Παρθενώνα, κηρύσσοντας έτσι την έναρξη της λειτουργίας του νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Υποδυόμενος τον αρχαιολόγο-συντηρητή της έκθεσης (φορούσε ακόμη και τα ειδικά λευκά γάντια που είναι απαραίτητα για τέτοιες εργασίες) ο κ. Υπουργός προσέφερε στο τηλεοπτικό κοινό της βραδιάς μια νέα υπόμνηση για το ρόλο του επίσημου ελληνικού κράτους ως «αρχαιολόγου-θεματοφύλακα» της εθνικής ιστορίας.

Η συμβολική αυτή κίνηση του Υπουργού, όπως και πολλές παρόμοιες που συνόδευσαν την έλευση του νέου μουσείου, ήταν προφανώς σχεδιασμένη ως μία ακόμα επισήμανση της απουσίας των ελγινείων μαρμάρων από ένα κτήριο που μοιάζει να σχεδιάστηκε για να στεγάσει κάποια απόντα εκθέματα  μάλλον παρά τα υπάρχοντα. Ως τέτοια, βρήκε ομόθυμα θετική ανταπόκριση από το σύνολο του ελληνικού τύπου –και από μερίδα του διεθνούς- αλλά και από το ελληνικό κοινό γενικότερα, το οποίο μοιάζει να συμμερίζεται την άποψη ότι το νέο μουσείο, εκτός του έργου της προστασίας και ανάδειξης μιας συγκεκριμένης συλλογής αρχαιοτήτων που του έχει ανατεθεί εξ ορισμού, αποτελεί και μοχλό για νέες διεκδικήσεις «εθνικής» σημασίας. ‘Όπως υποστηρίχθηκε δε και από κάποιους, διαθέτει μια σαφή «πολιτική διάσταση». (1)

«Έργα αρχαίας και σύγχρονης περηφάνιας»: το κτίριο και η έκθεση

Από την πρώτη δημοσιοποίηση των σχεδίων του B. Tschumi, το νέο μουσείο Ακροπόλεως δέχτηκε σφοδρή κριτική για το μέγεθος και τον όγκο του, αλλά και για την ψυχρότητα που απέπνεε: αδρό σκυρόδεμα και τεράστιες μεταλλικές επιφάνειες με δυσοίωνα εξάρματα και απειλητικές εξοχές, καθώς και μια μάλλον αδέξια πρόβολο που προοριζόταν να στεγάσει το εστιατόριο του μουσείου με θέα προς τον «ιερό βράχο». (2) Η αποκάλυψη αρχαιοτήτων κατά τις πρώτες εκσκαφές κατέστησε αναγκαία την τροποποίηση των σχεδίων, με αποτέλεσμα το κτίριο να εμφανίζεται πλέον να υπερίπταται πάνω από τα διατηρημένα στα θεμέλια του ευρήματα, αλλοιώνοντας –σε βαθμό ανατροπής- την εντύπωση στιβαρότητας και δυναμισμού που ενδεχομένως επεδίωκε ο σχεδιαστής του.

Το παρόν κείμενο αποτελεί σχόλιο για την υποδοχή του νέου μουσείου από το ελληνικό κοινό, μία υποδοχή φορτισμένη από συναισθηματισμό, ιδεολογικά προσδιορισμένη και προσανατολισμένη πολιτικά, μια αντίδραση που λέει περισσότερα για την ελληνική κοινωνία του 2009 παρά για το ίδιο το μουσείο και τον τρόπο που επιτελεί την αποστολή του. Έστω κι αν, σύμφωνα με κάποιους, οι επικριτές του Tschumi και του αρχιτεκτονήματος του πρέπει πλέον … να σωπάσουν, καθώς «λιτό, ανοιχτόκαρδο και μοντέρνο, το νέο μουσείο απαντά στους επικριτές του», προφανώς με την παρουσία του και μόνον! (3)

Ο τρόπος με τον οποίο το νέο μουσείο δείχνει να αντιλαμβάνεται  τη σχέση του με το παρελθόν και τα υλικά του κατάλοιπα, αντανακλά το πώς η νεοελληνική κοινωνία προσλαμβάνει το ρόλο της ως «φύλακα» και διαχειριστή ενός πολιτισμικού αγαθού αναγνωρισμένης παγκόσμιας εμβέλειας. Ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται πως ο δημιουργός του μουσείου εργάστηκε βασισμένος σε μια σειρά τέτοιων αξιωματικών παραδοχών:

Α. Η αρχή του «οπτικού διαλόγου» με την Ακρόπολη.

Η απαίτηση της οπτικής επαφής του μουσείου με την Ακρόπολη αποτελούσε στοιχείο του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την κατασκευή του, αλλά και σαφή αναγκαιότητα δεδομένου του χώρου ανέγερσης του. Ως εκ τούτου, η αίθουσα που στεγάζει τα γλυπτά, με τον πολυδιαφημισμένο προσανατολισμό της συντονισμένο με αυτόν του Παρθενώνα, εντυπωσιάζει με τις αδρές τις γραμμές και, ομολογουμένως, την οπτική της επαφή τόσο με την Ακρόπολη όσο και άλλες αρχαιότητες της περιοχής, όπως το μνημείο του Φιλοπάππου δυτικότερα. Είναι ίσως το μόνο πλήρως σχεδιασμένο κομμάτι του κτιρίου, και το μόνο που επιτελεί το σκοπό του: να εντάξει τα μνημεία σε ένα εκθεσιολογικό-μουσειολογικό πρόγραμμα, το οποίο όμως μένει ημιτελές. (4) Θαμπωμένοι, υποθέτω, από την  επιβλητική παρουσία των εκθεμάτων, οι δημιουργοί του μουσείου αισθάνθηκαν την ανάγκη να μείνουν βουβοί, αφήνοντας μουσείο και εκθέματα να μιλήσουν «από μόνα τους». Πρόκειται για αφελή, μουσειολογικά , αλλά ιδεολογικά σαφή και πολιτικά μάλλον επικίνδυνη άποψη, νεο-ρομαντικών καταβολών, σύμφωνα με την οποία ο ελληνικός πολιτισμός διακρίνεται, εκτός των άλλων, και από το γεγονός ότι αποτελεί, αύτοχθον στοιχείο της ελληνικής γης («βράχος» και «Ακρόπολη» αποτελούν πλέον ταυτόσημες έννοιες), επομένως κάθε επεξήγηση καθίσταται περιττή.

Β. Η αρχή του «φυσικού αττικού φωτός»

Η προσδοκία της βίωσης του αυθεντικού κρύβεται και πίσω από την απόφαση του Tschumi να εκθέσει τα ευρήματα της Ακρόπολης στο «φυσικό αττικό φως». Η ανασύσταση του παρελθόντος ως αυθεντικής αισθητικής εμπειρίας προσλαμβάνει μυστικιστικό χαρακτήρα. «Είναι η αιωνιότητα του βλέμματος αντί του αντικειμένου», όπως παρατηρούσε ο Βασίλης Γκουρογιάννης , σχετικά με τις διαδοχικές αναστηλώσεις, αναπαλαιώσεις και λοιπές «ταριχεύσεις» που έχει υποστεί ο Παρθενώνας. Αναπάντεχα, ο Tschumi συναντά τον Περικλή Γιαννόπουλο μέσω ενδεχομένως του Le Corbusier. «Το αττικό φως διαφέρει από το φως οποιουδήποτε άλλου τόπου στον κόσμο, είχε σχολιάσει ο Ελβετός αρχιτέκτονας», μας ενημερώνει η  Ελεάνα Κολοβού, και συνεχίζει υπερθεματίζοντας: «Κι είναι αυτό ακριβώς το φως, υποστήριζε [ενν. ο B. Tschumi] που χρειάζονται τα μάρμαρα για να αναδειχθούν. Πράγματι […] βλέπει κανείς και τα μάρμαρα αλλιώς –όπως ακριβώς θα τα έβλεπε, δηλαδή, αν ήταν ακόμα ακέραια πάνω στον Παρθενώνα». (6)

Είναι όμως προφανές ότι η «αρχαία εμπειρία» της θέασης της γλυπτικής δεν περιοριζόταν στο φως και μόνον. Τα γλυπτά είναι φορείς ιδεών και πολιτισμικών αναφορών που δεν αναπαράγονται αυτόματα με την έκθεση τους στο φυσικό φως –της Αττικής ή όποιας άλλης περιοχής. Η πολυχρωμία της αρχαιοελληνικής πλαστικής, εξάλλου,  καθιστά  τα σωζόμενα έργα πλαστικής, υπόλευκα πλέον από το πέρασμα του χρόνου, ουσιαστικά ξένα για τους πρωταρχικούς δημιουργούς τους, οι οποίοι μάλλον δύσκολα θα τα αναγνώριζαν στο μουσείο του κ. Tschumi –ή σε όποιο άλλο. Το φως στις αχανείς αίθουσες του νέου μουσείου δεν είναι ούτε «φυσικό» ούτε «αττικό», τουλάχιστον όχι όπως το φαντάζεται ένας μοντέρνος αρχαιόφιλος: διαθλάται και διαχέεται, αντανακλάται και απορροφάται από τις γιγάντιες επιφάνειες του αρχιτεκτονήματος από υλικά ανοίκεια και μη φιλικά προς τα μαρμάρινα γλυπτά.
Ενώ τα παλαιότερα ελληνικά μουσεία επιχειρούσαν να καταλήξουν σε μια προσομοίωση του αρχαίου περιβάλλοντος των εκθεμάτων τους (κάτι που το κατόρθωναν, εμπειρικά, κυρίως με τι χρώμα των τοίχων ή άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία) το Μουσείο Ακροπόλεως φαίνεται να αρέσκεται στο να συνθλίβει τα εκθέματα με τους τσιμεντένιους και χαλύβδινους όγκους του οι οποίοι κάθε άλλο παρά φιλικοί μοιάζουν προς το θεατή και τα αντικείμενα. Μπροστά τους, τα αφώτιστα γλυπτά φαίνονται άχρωμα και επίπεδα, οι λεπτομέρειες τους απαλύνονται κάτω από το ουδέτερο φως και ο θεατής καταλήγει στο σημείο κυριολεκτικά να αναρωτιέται πού έγκειται η μοναδικότητα τους που να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό τους ως αριστουργημάτων».

Γ. Η αρχή του «δάσους γλυπτών»

Αν η αίθουσα του Παρθενώνα είναι το μόνο σημείο που φαίνεται να έχει τύχει αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, η αίθουσα των αρχαϊκών γλυπτών καταφέρνει να μοιάζει και μεγαλομανής και πρόχειρη. Πρόκειται στην ουσία για έναν ανοιχτό χώρο –πέρασμα που ενώνει τα δύο…σημαντικότερα σημεία ενός σύγχρονου μουσείου: το εκδοτήριο εισιτηρίων και το εστιατόριο. Οι επισκέπτες ωθούνται εμφανώς μέσω ευρύχωρων διαδρόμων και κυλιομένων κλιμάκων στον τρίτο όροφο όπου το μουσείο συναντά τον σκοπό της γένεσης του: την παρουσίαση της ζωφόρου και των άλλων γλυπτών του Παρθενώνα . Στο μεσοδιάστημα, ο επισκέπτης ενθαρρύνεται να προσπεράσει τα γλυπτά της αρχαϊκής και της κλασσικής περιόδου, ενώ εύκολα κινδυνεύουν να μείνουν απαρατήρητα τα –ελάχιστα ούτως ή άλλως- εκθέματα από τις υστερότερης χρήσης της Ακρόπολης. Οι άχαροι τσιμεντένιοι στύλοι του κτιρίου εκμηδενίζουν τα γλυπτά που τοποθετούνται στα πόδια τους χωρίς μια εμφανή μουσειολογική μέριμνα. Είναι εμφανές ότι για την τοποθέτηση τους δεν έχει προηγηθεί μια μουσειολογική μελέτη, ούτε έχει καταβληθεί κάποια προσπάθεια παρουσίασης, προς χάριν του επισκέπτη, των πολιτισμικών συμφραζομένων που φέρουν. Δεν είναι λίγες και οι στιγμές αμηχανίας, όπως για παράδειγμα η τοποθέτηση του μεγάλου πώρινου αρχαϊκού αετώματος στο «κεφαλόσκαλο» του πρώτου ορόφου και των Καρυάτιδων στον «ημιώροφο» απέναντι.

Η προφανής απουσία μουσειολογικής μέριμνας ακυρώνει ουσιαστικά το σκοπό του νέου μουσείου. Αν και κάποια τμήματα του –όπως η αίθουσα οπτικοακουστικών εφαρμογών- δεν έχουν ακόμη αποδοθεί στο κοινό, η παρουσίαση των εκθεμάτων τους στερεί κάθε εκπαιδευτικό ρόλο. Υπάρχουν δε και κάποια σημεία όπου οι λύσεις που δίνονται είναι μουσειακά απαράδεκτες, όπως οι…τετραώροφες προθήκες δεξιά και αριστερά της μεγάλης ράμπας , αλλά και η εμμονή με τη διαφάνεια, ιδίως των δαπέδων που –εκτός του αισθήματος ιλίγγου που προκαλεί σε πολλούς από εμάς- δημιουργεί και το μάλλον γελοίο φαινόμενο οι επισκέπτες του τρίτου ορόφου να…εκτίθενται στα συχνά σκωπτικά βλέμματα (και τους φωτογραφικούς φακούς) των επισκεπτών του ισογείου! Αντίστοιχα, θα προσδοκούσε κανείς κάποια ενδελεχέστερη πληροφόρηση του επισκέπτη γύρω από τον πολιτισμό που γέννησε τα πολύτιμα εκθέματα που του παρουσιάζονται: Τι είναι και πώς λειτουργεί ένα ιερό; Ποιο ρόλο παίζει η  θρησκεία στη ζωή των αρχαίων Αθηναίων; Πώς ενσωματώνει η αθηναϊκή πολιτική πράξη τη σύγχρονη θρησκεία και λατρεία; Ποια είναι η ανθρωπολογία των ποικιλόμορφων αφιερωμάτων προς τα ιερά που στεγάζονταν στην Ακρόπολη; Πώς αντικατοπτρίζεται η λειτουργία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στα γλυπτά του Παρθενώνα; Τι μας αποκαλύπτουν, εν τέλει, αυτά τα γλυπτά για τον πολιτισμό των Ελλήνων και τι μας αποκρύπτουν;

Δ. Η πρωτοκαθεδρία του κλασικού

Κανένα από τα παραπάνω ερωτήματα δεν πρόκειται να απαντηθεί από ένα μουσείο που προβάλλει τα εκθέματα του ως απαράμιλλα έργα τέχνης και μόνον, ως έργα αδιαπραγμάτευτης αξίας των οποίων κάθε κριτική αποτίμηση είναι πλέον περιττή. Ούτως ή άλλως, ακόμη και το «πληροφορημένο» κοινό αδιαφορεί για την ιστορία μπροστά στο (δεδομένο εκ τω προτέρων) θάμβος της αισθητικής «τα γλυπτά», δηλώνει ο Γ. Τσίρος, «[…] απαιτούν την απερίσπαστη προσοχή για να αποκαλύψουν πλήρως το μυστήριο και την αισθητική τελειότητα που κρύβεται σε κάθε πτύχωση τους». (7) Επισκεπτόμενος το μουσείο – αλλά και διαβάζοντας τα σχόλια στο εύρος, σχεδόν, του εγχώριου τύπου, αντιλαμβάνεται κανείς πως το μουσείο δεν προορίζεται ως χώρος εργασίας, μελέτης και εκπαίδευσης, αλλά ως χώρος λατρείας. «Όλοι βεβαιώνουν ότι το νέο μουσείο της Ακρόπολης με τα ιερά εκθέματα στην κατάλληλη θέση είναι επιβλητικό», γράφει στην Καθημερινή ο Αντώνης Καρκαγιάννης (η έμφαση δική μου), συνοψίζοντας, θα λέγαμε, τη στάση των δημοσιογράφων, αλλά και τη διάθεση του κοινού. (8) Φοβάται κανείς πως, σε αντιστοιχία με τον «ιερό βράχο», η Αθήνα αποκτά με ταχείς ρυθμούς και άλλον έναν ιερό τόπο, το νέο Μουσείο Ακροπόλεως όπου «η ξενάγηση [έχει] τον χαρακτήρα της καλής πίστης, δηλαδή σαν να ακούς ένα παραμύθι ή μία προσευχή», σύμφωνα με το Γιώργο Λιάνη. (9) 

‘Υπο αυτές τις συνθήκες, το πρόταγμα δεν μπορεί παρά να είναι κλασικό: δεν υπάρχει θέση για τη μελέτη της ιστορικής εξέλιξης (δεδομένου άλλωστε οτί το κλασικό είναι αιώνιο –δεν έχει «πριν» και «μετά»). Το κλασικό είναι αυτοφυές, αυτοτελές και αυτοφερόμενο (γι’αυτό δεν τίθεται θέμα σχολιασμού, για παράδειγμα, των ανατολικών επιρροών/δανείων στην αρχαϊκή πλαστική της Ακροπόλεως). Το κλασικό, τέλος, είναι αυστηρά ελληνικό: δεν υπομένει το ζυγό των ρωμαϊκών, δυτικών ή οθωμανικών στοιχείων. Το Μουσείο συνεχίζει τον καθαρμό του «ιερού βραχού» που εγκαινίασε από τις πρώτες ημέρες της ύπαρξης του το νεοελληνικό κράτος, αποκλείοντας σχεδόν ολοκληρωτικά εκθέματα πέραν της κλασσικής περιόδου. (10) Αν και η Ακρόπολη έχει δώσει πολλά και σημαντικά ευρήματα υστερότερων περιόδων –όπως για παράδειγμα τα σημαντικότατα πορτραίτα των αυτοκρατορικών χρόνων τα οποία μάλιστα είναι και δημοσιευμένα επιστημονικά- (11) το Μουσείο Ακροπόλεως αγνοεί (πλην μιας-δύο εξαιρέσεων) και αυτά, αλλά και κάθε μεσαιωνικό (πλην των βυζαντινών) και οθωμανικό κατάλοιπο. Το αντίθετο, διατίνεται ο Πρόεδρός του, θα ήταν «ευνουχισμός». (12) Αν η ανεύρεση αρχιτεκτονικών καταλοίπων της υστερορωμαϊκής Αθήνας δεν είχε καταστήσει την «συγκατοίκησή» τους –έστω και στα έγκατα του κτιρίου- με τις «μοναδικές» αρχαίοτητες των άνω ορόφων, το νέο μουσείο δεν θα φιλοξενούσε κανένα τεκμήριο για την ιστορία της μετακλασικής Αθήνας. (13)

«Τα μάρμαρα καλούν τα μάρμαρα»: ή «I want back my marbles!»

Η διεκδίκηση των ελγινείων/παρθενώνειων μαρμάρων από τους σημερινούς κατόχους τους με σκοπό την επανένωση όλων των μερών του μνημείου αποτελεί έναν απο τους κυριότερους και πλέον διακυρηγμένους σκοπούς του νέου μουσείου. (14) Η ρητορική των εγκαινίων, οι επίσημες τοποθετήσεις και ο δημοσιογραφικός σχολιασμός τους, αλλά και η υποδοχή που επεφύλαξαν στο νέο μουσείο τα διεθνή Μ.Μ.Ε. (15) συντείνουν στο να ταυτιστεί ουσιαστικά το μουσείο με την εκστρατεία διεκδίκησης των μαρμάρων. Η εμμονή αυτή στην αντιμετώπιση του νέου μουσείου τελικά αδικεί την προσπάθεια που έχει καταβληθεί για την ανέγερση και λειτουργία του, εξηγώντας βέβαια και πολλές από τις αδυναμίες του.

Πέρα όμως από τις ελλείψεις του το μουσείο διαθέτει σημαντικές αρετές και μπορεί κανείς να πει πως αποτελεί μάρτυρα για το επίπεδο της ελληνικής αρχαιολογίας την δεδομένη στιγμή. Η ολοκληρωμενη παρουσίαση του σωζόμενου υλικού από τον Παρθενώνα –είτε στο πρωτότυπο, όταν παραμένει στην Ελλάδα, είτε σε αντίγραφο στην περίπτωση των κομματιών που έχουν κατά καιρούς απομακρυνθεί από το μνημείο και βρίσκονται σήμερα εκτός Ελλάδας- αποτελεί πολύτιμη συμβολή για την ολοκληρωμένη μελέτη του μνημείου.Σε αντίθεση μάλιστα με άλλες προσπάθειες σε μουσεία του εξωτερικού, στην ελληνική έκθεση δεν περιλαμβάνεται ίχνος συμπλήρωσης ή υποθετικής αποκατάστασης, λιγότερο ή περισσότερο πιθανής, καθιστώντας έτσι το αθηναϊκό μουσείο ενα πραγματικό «κέντρο μελετών». Θα έλεγα επομένως οτι ο συσχετισμός της έκθεσης με τη διεκδίκηση των ελγινείων και των άλλων εκτός Ελλάδας μαρμάρων του Παρθενώνα υποβαθμίζει την επιστημονική σημασία της, μετατρέποντας την εκθεσιακή της πρακτική σε φτηνό τέχνασμα προς εντυπωσιασμό των δημοσιογράφων και των άλλων επισκεπτών.

Από την άλλη μεριά, η διεκδίκηση της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα αποτελεί μόνιμη πηγή συγκινησιακής φόρτισης για την ελληνική κοινωνία η οποία εμφανίζεται να έχει καταληφθεί από μια ακατανίκητη «νοσταλγία για το όλον». (16) Το αίτημα δεν είναι, ασφαλώς, επιστημονικό –δεν βελτιώνονται οι γνώσεις μας για την αρχαία τέχνη με τη μεταφορά αρχαιοτήτων από το ένα μουσείο στο άλλο. Πρόκειται για μία βαθύτατα συγκινησιακή ανάγκη με τελικό αποτέλεσμα αυτό που η ελληνική κοινωνία προσδοκά να βιώσει ως «εθνική ολοκλήρωση». Για άλλη μία φορά επιδιώκεται η «αιωνιότητα του βλέμματος», όχι η προστασία ή και η προβολή του αντικειμένου. Αν ο Γιώργος Λιάνης καλεί τον ελληνικό λαό να αναζητήσει «Σηματώρους και Κήρυκες» στο νέο μουσείο και στην προσπάθεια για την διεκδίκηση των ελγινείων μαρμάρων, «γιατί όλοι το ξέρουμε πως έρχονται καταιγίδες για τη χώρα(!) (17) ο τότε Πρωθυπουργός, από το βήμα των εγκαινίων, εμφανίστηκε βέβαιος οτι ο αγώνας έχει ήδη κερδηθεί, χαρακτηρίζοντας το νέο μουσείο «σύμβολο αυτοπεποίθησης» (εθνικής, να υποθέσουμε) και «κιβωτό ιδεών». (18)

«Κιβωτός ιδεών»: στην υπηρεσία της εθνικής ολοκλήρωσης

«Το Μουσείο της Ακρόπολης είναι προϊόν συνένωσης προσπαθειών. Είναι σύμβολο αυτοπεποίθησης. Είναι άλλη μια απόδειξη ότι ο Πολιτισμός και η Ιστορία είναι ενώνουν την ελληνική Κοινωνία, ως αστείρευτη πηγή έμπνευσης για το μέλλον. Στα λόγια του τοτε Πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή  τη βραδιά των εγκαινίων συνοψίζεται ο διδακτικός πυρήνας του εθνικού αφηγήματος: το έθνος διαθέτει, εκ κατασκευής, μοναδικότητα, πολιτισμική ιδιαιτερότητα, λαμπρό πεπρωμένο, και το παρελθόν επιστρατεύεται (και «συντηρείται», «αναπαλαιώνεται», «προβάλλεται») ως εγγυητής του εθνικού μέλλοντος. Αν η εθνική ιδέα έχει αναλάβει το διττό ρόλο του «ιστορικού» και του «προφήτη» του έθνους, (19) τότε η αρχαιολογία δεν είναι παρά η αδιαφιλονίκητη πρωθιέρεια του. Το Μουσείο, κάθε μουσείο, αναλαμβάνει με τον όγκο και τη φυσική (αλλά και ιδεολογική) του παρουσία να προμηθεύσει –μέσω της παρουσίασης απτών τεκμηρίων- το θετικιστικό μανδύα που θα επενδύσει το συγκινησιακό φορτίο, αναλαμβάνει επομένως ρόλο εξόχως πολιτικό. (20)

Ο απροκάλυπτα πολιτικός ρόλος του νέου μουσείου εξηγεί (και για τους υποστηρικτές του, δικαιολογεί) τόσο το επιστημονικό όσο και το εκθεσιολογικό του πρόσταγμα. Η θριαμβευτική, εξ άλλου, υποδοχή που του επιφυλάχθηκε υποδεικνύει ότι ένα τέτοιο μουσείο επιθυμούσε η ελληνική κοινωνία. Ένα επιστημονικό τεκμήριο του «χρυσού αιώνα» της ελληνικής ιστορίας ο οποίος όμως διαστέλλεταιγια να εκπροσωπήσει, μεταφυσικά, το πλήρες εύρος της ελληνικής παρουσίας στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όπως κάθε εθνικό μνημείο, το νέο μουσείο επαμφοτερίζει μεταξύ δύο εθνικών χρόνων, της (ιστορικά καθορισμένης) κλασικής αρχαιότητας και της (συγκινησιακά και ιδεολογικά φορτισμένης) ελληνικής αιωνιότητας. Η επίκληση αφηρημένων αξιών (το «κάλλος», η «αρμονία» κ.ο.κ.) ελάχιστο μπορεί να υπηρετήσει το πρώτο ζητούμενο και υποσκάπτει σοβαρά την αξιοπιστία του δεύτερου,καθώς έρχεται σε προφανή αντίθεσημε την ίδια την ιστορικότητα του μνημείου (καθε μνημείου). Ωσ εκ τούτου, η ιστορία της Ακρόπολης (όπως άλλωστε και η ιστορία της Ελλάδας) δηλωνεται ως μια διαδοχή φυσικών περιόδων ακμής και δημιουργίας, φωτεινών παραδειγμάτων αισθητικής, ιδεολογικής, πολιτικής τελειότητας και παρά φύσιν ιστορικών ατυχημάτων εισβολής και κατάκτησης, καταστροφής, αρπαγής κ.ο.κ.

Είναι επομένως λογικό, το νέο μουσείο να θεωρεί την προβολή της μετακλασικής Ακρόπολης ως «ευνουχισμό», να απορρίπτει ως απαράδεκτο το οθωμανικό παρελθόν του Παρθενώνα, να απαιτεί σαν κακός γείτονας τον αφανισμό παλαιότερων κτιρίων ώστε να παραμένει αδιατάρακτη η «οπτική συνομιλία» του με τον αγιοποιημένο πλέον βράχο (έστω και αν αυτά τα κτίρια είναι κηρυγμένα απο το ίδιο κράτος «διατηρητέα μνημεία» της πολιτιστικής του κληρονομιάς), αλλά και να στέκεται αμήχανο μπροστά σε περιόδους της ελληνικής ιστορίας που δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν «κλασικές». (21)

Μονοθεματικό στη σύλληψη του και μονολιθικό στην όψη του, το νέο μουσείο της Ακρόπολης τίθεται στην υπηρεσία του εθνικού αφηγήματος περί ελληνικής μοναδικότητας, του οποίου, άλλωστε, προϊόν είναι και το ίδιο. Ας ελπίσουμε ότι με τον καιρό θα υποχωρήσει η αχαλίνωτη ρητορική που περιέβαλλε την εγκαθίδρυση του, έτσι ώστε το επιστημονικό και μουσειοπαιδαγωγικό προσωπικό του να ασχοληθεί με την υλοποίηση μιας πραγματικά σύγχρονης μουσειακής πολιτικής, που να μην κολακεύει απαραίτητα τη συγκινησιακή διάθεση της ελληνικής ή και της διεθνούς κοινότητας, αλλά να έχει άξονα τον αναστοχασμό γύρω από το παρελθόν και όψι την αγιοποίηση του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1 Βλ. Κ. Ιορδανίδης, «Η πολιτική διάσταση του Μουσείου», Η Καθημερινή, 28/06/2009: «Ο Παρθενώνας, τα γλυπτά του, ο Βράχος της Ακροπόλεως, αποτελούν μνημείο τόσο τερατωδώς αυθύπαρκτο, ώστε να καθίσταται μη διαχειρίσιμο πολιτιστκώς με την τρέχουσα έννοια της λέξεως.» Με τον όρο «πολιτική διάσταση» ο συντάκτης εννοεί την πολιτική εκμετάλλευση του μουσείου διεθνώς, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, ως εργαλείο κομματικής αντιπαράθεσης: «θα πρέπει να ομολογηθεί ότι εδώ και τριάντα χρόνια αυτό που ονομάζεται πολιτική στον τομέα του πολιτισμού –με τα όποια θετικά και τα πολλά αρνητικά- είναι το δημιούργημα της Μελίνας Μερκούρη. Το απογοητευτικό είναι ότι η συντηρητική παράταξη δεν έχει διαμορφώσει, έως τώρα, πρόταση εναλακτική.»
2 Πβ. Γ. Κίζης, Η Καθημερινή, 21/07/2007 καθώς και τα σχόλα αρχιτεκτόνων στην εφημερίδα Τα Νέα, 20/06/2009. Βλ. Επίσης και Ν. Μιτζάλης, «Τα αδιέξοδα της αρχιτεκτονικής και το νέο Μουσείο της Ακρόπολης», Monumenta 1 (2007), http://www.monumenta.org/article.php?perm=1&IssueID=2&lang=gr&CategoryID=19&ArticleID=104 .
3 Τ. Καποδίστρια, «Το κερδισμένο στοίχημα των Τσούμι-Φωτιάδη», Κ/Η Καθημερινή, 321 (26/07/2009), 65
4 Βλ. Και τις παρατηρήσεις της μουσειολόγου Μ. Σκαλτσά, Τα Νέα, 27/06/2009 (Μ. Αδαμοπούλου, «Το Νέο Μουσείο στο μικροσκόπιο»).
5 Β. Γκουρογιάννης, Βέβηλη Πτήση, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σ.64
6 Ε. Κολοβού, «Τους Έλληνες τους ξεχωρίζεις από μακριά…», Κ/Η Καθημερινή, 321 (26/07/2009), 20.
7 Γ. Τσίρος, «Κυριακή πρωί, Διονυσίου Αρεοπαγίτου 15» Κ/Η Καθημερινή, 321 (26/07/2009), 4. Βλ. Και τα κείμενα στην ειδική έκδοση της εφημερίδας Τα Νέα «Ακρόπολη: απο τα μνημεία στο μουσείο» με ημερομηνία 24/06/2009.
8 Η Καθημερινή, 25/06/2009.
9 Γ. Λιάνης, «Πέντε σημεία για την τελετή εγκαινίων», Τα Νέα, 24/06/2009.
10 Βλ. D. Plantzos, «Archaeology and Hellenic identity, 1896-2004: the frustrated vision», στο D. Damaskos και D. Plantzos (επιμ.) A Singular Antiquity. Archaelogy and Hellenic identity in 20th century Greece, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη 2008, 14-17. Πβ. Επίσης Y. Hamilakis, The Nation and its Ruins: Antiquity, Archaeology, and National Imagination in Greece, Οξφορδη: Oxford University Press 2007, 85-99.
11 G. Dontas, Les portraits attiques aau Musee de l΄Acropole. Corpus Signorum Imperii Romani, Grece 1, 1, Αθήνα Ακαδημία Αθηνών, 2004.
12 Ελευθεροτυπία, 2/09/2007.
13 Βλ. Γ. Χαμηλάκης, «Εθνική κουλτούρα, μνήμη, και παγκοσμιοποίηση», στο Δ. Πλάντζος (επίμ.), Παγκοσμιοποίηση και Εθνική κουλτούρα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2009, σ.53-68.
14 Βλ. Π.χ. Τα Νέα, 22/06/2009.
15 Πβ. M. Kimmelman «Elgin marble argument in a new light», New York Times, 23/06/2009.
16 Βλ. Hamilakis, ό.π., 243-86.
17 Γ. Λιάνης, ό.π.
18 Βλ. Η Καθημερινή, 20/06/2009.
19 Π.Ε. Λέκκας, Το παιχνίδι με το χρόνο. Εθνικισμός και νεοτερικότητα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2001, σ. 113-66.
20 B. Anderson, Imagined Communities. Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, εκδ. 2η, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, Verso,  1991, σ. 178-85.
21 Σε μία άλλη στιγμή αμηχανίας, η διέυθυνση του μουσείου αναγκάστηκε να αποσιωπήσει κάθε αναφορά σε καταστροφές που υπέστη ο Παρθενώνας με την επικράτηση του Χριστιανισμού στην Αθήνα και αμέσως μετά να υπαναχωρήσει, υπό το βάρος (ασύμμετρων, είναι αλήθεια) αντιδράσεων περί «λογοκρισίας», βλ. Τα Νέα, (25/07/2009 και 5/08/2009) και την παρέμβαση του Χ. Γιανναρά που διερωτάται «γιατί τόσο αντιμεταφυσικό μένος;», Η Καθημερινή, 23/08/2009

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital