ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Οργάνωση Κλάδου

Ο ΒΙΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΕΙΝΑΙ ΗΜΙΥΠΑΙΘΡΙΟΣ*

05 Ιανουάριος, 2010

Ο ΒΙΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΕΙΝΑΙ ΗΜΙΥΠΑΙΘΡΙΟΣ*

Συχνά χανόμαστε σε απίθανες λεπτομέρειες και μας διαφεύγει η ουσία.

Η σημερινή ημερίδα αναφέρεται στους ημιυπαίθριους χώρους σε σχέση με τη σημασία που έχουν στη συνθετική, αλλά και λειτουργική συγκρότηση του οικοδομήματος,  όπως επίσης και στο τι μπορεί να γίνει, ώστε να επιλυθεί το τεράστιο πρόβλημα του αυθαίρετης μετατροπής των χώρων αυτών σε κλειστούς. Πολύ φοβάμαι ότι η λύση που προσπαθούμε να βρούμε δε βρίσκεται εδώ, ανάμεσά μας. Δεν εξαρτάται, δηλαδή, μόνον από εμάς τους μηχανικούς ή τους νομικούς ή κάποια άλλη κοινωνική ομάδα, αλλά από όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες τούτης της χώρας. Έχει να κάνει γενικότερα με τον τρόπο που ζούμε και συμπεριφερόμαστε. Είναι μ’ άλλα λόγια, ένα πρόβλημα εξόχως πολιτικό!

Στον τόπο μας, αλλά και σε άλλους τόπους με αντίστοιχες κλιματολογικές συνθήκες, οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να ζήσουν στο ύπαιθρο, αφού οι θερμοκρασιακές μεταβολές δεν είναι μεγάλες και το εύκρατο κλίμα επιτρέπει για μεγάλο χρονικό διάστημα του έτους πολλές από τις εργασίες να γίνονται έξω από το σπίτι. Ζούμε, δηλαδή, άνετα στον εξωτερικό χώρο, σε αντίθεση π.χ. με χώρες του Βορρά όπου κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, ιδίως τους χειμερινούς μήνες. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και είναι εμφανές στον τρόπο δόμησης των λαϊκών παραδοσιακών σπιτιών, από την αρχαιότητα σχεδόν μέχρι τις μέρες μας. Ο κεντροβαρικός υπαίθριος χώρος ζωής γύρω από τον οποίο αρθρώνονταν οι υπόλοιπες λειτουργίες ήταν η αυλή, αφού πολλές από τις οικιακές εργασίες γίνονταν εκεί, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αποτελούσε το μεταβατικό χώρο μέσω του οποίου επιτυγχάνετο η επικοινωνία μεταξύ των δωματίων της κατοικίας.

Διακρίνουμε διάφορες τυπολογικές εκδοχές της κάτοψης, άλλοτε σε σχήμα Γ, άλλοτε σε σχήμα Π ή σε άλλες το σπίτι περικλείει την αυλή από όλες τις πλευρές και δημιουργεί έτσι ένα εσωτερικό αίθριο. Η επαφή του εσωτερικού με τον εξωτερικό χώρο ήταν άμεση και το σπίτι ανοιγόταν προς το ύπαιθρο. Η επεξεργασία του ορίου ανάμεσα στο μέσα και το έξω, το ανοιχτό και το κλειστό, το φως και τη σκιά, έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της κατοικίας και ήταν ο ενδιάμεσος χώρος που μπορούσε κανείς να σταθεί και να προφυλαχθεί, όταν ο ήλιος ήταν ενοχλητικός τους καλοκαιρινούς μήνες ή η μέρα ήταν βροχερή. Η μετάβαση από το απόλυτο φως του υπαίθρου στον σκιερό εσωτερικό χώρο, απαιτεί την ύπαρξη ενός ενδιάμεσου ημιφωτισμένου χώρου, ώστε το πέρασμα να γίνει σταδιακά και όχι απότομα. Είναι απαραίτητος αυτός ο μεταβατικός χώρος προκειμένου να συνηθίσουν όχι μόνον τα μάτια, αλλά και ολόκληρο το σώμα μας στην έντονη αλλαγή. Είναι εκεί που συναντιούνται ο μέσα με τον έξω χώρο. Το κατώφλι της σκιάς στο φως.

Ένα στέγαστρο, μία στοά, μία καλυμμένη εσοχή στο σώμα του κτίσματος ήταν αρκετά για να δημιουργηθεί ένας ευχάριστος και οικείος χώρος με κατάλληλες συνθήκες, ώστε να μπορέσεις να ζήσεις εκεί τις περιόδους που κάτι τέτοιο ήταν δύσκολο στον υπαίθριο χώρο. Οι ημιυπαίθριοι αυτοί χώροι χαρακτήριζαν την αρχιτεκτονική του τόπου μας, έδιναν και συνεχίζουν να δίνουν το ιδιαίτερο στίγμα της, αιώνες τώρα.

Μετά και τις πρόσφατες εξαγγελίες του υπουργείου Περιβάλλοντος και Χωροταξίας, έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο το διαχρονικό ερώτημα: τι μορφή θέλουμε να έχουν οι πόλεις μας; Τις τελευταίες μάλιστα ημέρες, παρακολουθούμε στον ημερήσιο Τύπο, αλλά και στην τηλεόραση, πλήθος δημοσιευμάτων και εκπομπών σχετικά με τους ημιυπαίθριους** χώρους. Είναι χαρακτηριστικό πως για χρόνια ολόκληρα ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός στην ουσία απαγόρευε τη δημιουργία αυτών των ζωτικών, για τη βιοκλιματική λειτουργία του σπιτιού, ημιυπαίθριων χώρων, αφού τους προσμετρούσε στο συντελεστή δομήσεως. Μόνο με τον ΓΟΚ του 1985 επετράπη η δυνατότητα κατασκευής ημιυπαίθριων χώρων και ξαναδόθηκε η ευκαιρία στους κατοίκους των διαμερισμάτων των νέων οικοδομών να αποκτήσουν αυτούς τους σημαντικούς και απολύτως αναγκαίους, για το μεσογειακό μας κλίμα, χώρους.

Δυστυχώς όμως πολύ γρήγορα στην πιάτσα της αγοράς οι ημιυπαίθριοι χώροι βγήκαν στο σφυρί. Απέκτησαν ποσοτικά και όχι ποιοτικά χαρακτηριστικά, αφού οι επιτήδειοι εργολάβοι τούς μετέτρεπαν πολύ εύκολα σε κλειστούς και τους πουλούσαν στους μελλοντικούς αγοραστές. Στην ουσία επρόκειτο για μια μέθοδο αύξησης του συντελεστή δόμησης των οικοπέδων. Με τα χρόνια η κατάσταση αυτή, όπως συμβαίνει πάντα άλλωστε, από εξαίρεση έγινε ο κανόνας, με το κράτος για άλλη μία φορά να κάνει τα «στραβά μάτια». Ένα κράτος που χρόνια τώρα δηλητηριάζει τη συλλογική συνείδηση των πολιτών και με τη σειρά τους οι πολίτες αθωώνουν την εγκληματική αδιαφορία και -γιατί όχι;- συνενοχή του κράτους. Μιας κοινωνίας, δηλαδή, που έχει εμπορευματοποιήσει και απλώς καταναλώνει τους χώρους των κατοικιών ή για να θυμηθούμε τη στοχαστική ερώτηση του Χάιντεγκερ: «παρέχουν άραγε οι κατοικίες μας την εγγύηση ότι εντός τους επισυμβαίνει ήδη ένα κατοικείν»;

Η αυθαίρετη δόμηση είναι κανόνας για τη χώρα μας. Θεωρείται σχεδόν απ' όλους ως κάτι απολύτως φυσικό. Υπόγεια όπου υπάρχει κεκλιμένο έδαφος μετατρέπονται σε ισόγεια, μπαλκόνια κλείνονται με αλουμινοκατασκευές, δώματα και πέργκολες γίνονται μικρά διαμερίσματα και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Η καταπάτηση της δημόσιας γης (ελλείψει βέβαια του Εθνικού Κτηματολογίου), οι αυθαίρετες κατασκευές πάνω σε ακρογιαλιές, σε δάση, σε ρέματα, παντού χαρακτηρίζουν πλέον κάθε περιοχή της χώρας μας, χωρίς βέβαια να αγνοούμε ότι αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο.

Για να φτάσουμε στις μέρες μας και σε όλη αυτή την επικοινωνιακή «φασαρία» με τους ημιυπαίθριους. Δεν συζητάμε για την ουσία του στεγαστικού προβλήματος και τις τεράστιες κοινωνικές και περιβαλλοντικές του προεκτάσεις που εν τέλει είναι ζήτημα κουλτούρας και πολιτισμού, αλλά γιατί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης βγήκε πάλι στην πολύπαθη πόλη, να μαζέψει για άλλη μια φορά με πλάγιο τρόπο χρήματα που του λείπουν από το δημόσιο κορβανά.

Μα, αφού είναι πια γνωστό πως το «δήλωσέ το και σώσε το» αλλοίωσε πρώτα τις συνειδήσεις των πολιτών και μετά ως φυσικό επακόλουθο κατέστρεψε το χτισμένο περιβάλλον του τόπου μας. Σαν μια άτυπη συμφωνία ανάμεσα στην πολιτεία και τον κάτοικο αυτής της χώρας πως στο μέλλον όλα πρόκειται να τακτοποιηθούν και να μην ανησυχεί. Μπορεί να πληρώσει κάτι περισσότερο, αλλά στο τέλος θα βγει σίγουρα «κερδισμένος». Το κανόνισε πάλι ο υπουργός και η περιοχή με τα αυθαίρετα μπήκε στο σχέδιο πόλης ή σήμερα θα νομιμοποιηθούν εμμέσως οι κλεισμένοι ημιυπαίθριοι και η παράδοξη και ιδιόμορφη αυτή «συναλλαγή» ανάμεσα στον πολιτευτή και τον ψηφοφόρο θα διαιωνίζεται εσαεί!

Έτσι είναι όλοι ευχαριστημένοι! Ο εργολάβος πούλησε τον κλειστό «ημιυπαίθριο», ο ιδιοκτήτης αγόρασε διαμέρισμα με περισσότερα τετραγωνικά, και τέλος, το κράτος εκβιάζοντας στην ουσία τους πολίτες, αυξάνει ετεροχρονισμένα και με τόκο τα έσοδά του. Μπορεί λοιπόν ατομικά να είναι όλοι φαινομενικά κερδισμένοι, αλλά ο μεγάλος και τραγικά χαμένος είμαστε ΌΛΟΙ μας, αφού το αστικό περιβάλλον που δημιουργήσαμε όλα αυτά τα χρόνια και συνεχίζουμε να δημιουργούμε, σαν άλλο καθρέπτη της ζωής μας, είναι άναρχο, ακαλαίσθητο, ανοίκειο και αβίωτο.

“Ότι δεν είναι απαραίτητο, είναι επιζήμιο” τόνιζε ο μεγάλος ζωγράφος Henri Matisse.

Αν ανατρέξει κανείς πίσω στο χρόνο, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότερες ενέργειες των ιθυνόντων είχαν σαν απώτερο στόχο να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, αρνητικά και όχι θετικά. Κανονισμοί, διατάξεις, ερμηνευτικές εγκύκλιοι και εν γένει το θεσμικό πλαίσιο περιλαμβάνουν έναν απίθανο κατάλογο απαγορεύσεων που καθορίζουν την καθημερινότητα του δομημένου περιβάλλοντος. Γιατί η πολιτεία μοιάζει να αντιμετωπίζει τους πολίτες de facto ως παράνομους και αυτοί με τη σειρά τους προσπαθούν πάση θυσία να ξεφύγουν από τα γραφειοκρατικά της γρανάζια και τις διαδικαστικές καθυστερήσεις με «γρηγορόσημα» προκειμένου να κάνουν τη δουλειά τους.

Αναφέρονται όλοι με περισσή ευκολία στη διαφθορά. Αλλά για εκείνη τη διαφθορά που έχει διαποτίσει δεκαετίες τώρα τους πολίτες εκμαυλίζοντας τις συνειδήσεις τους, με τις ευλογίες βεβαίως πολλών πολιτικών, ποιος θα μιλήσει; Θα σταματήσει άραγε ποτέ, να χαρακτηρίζει τον πολιτικό -και όχι μόνο- βίο μας η κοντόφθαλμη και καταστροφική λογική της γρήγορης “αρπαχτής”; Του κέρδους• όχι του συλλογικού, αλλά της χειρότερης εκδοχής του ατομικού και της ιδιοτέλειας. Όμως, αυτή ακριβώς η κατάσταση αποτελεί πραγματική υπονόμευση των θεμελίων της κοινωνίας μας, που βαυκαλίζεται πως τάχατες είναι η κοινωνία της δημοκρατίας και της διαφάνειας. Μια κοινωνία που χρόνια τώρα εθελοτυφλεί και αρνείται να κοιτάξει κατάματα τη ζοφερή πραγματικότητα. Γιατί τι άλλο είναι το κτισμένο περιβάλλον από καθρέφτης της ζωής μας;

Δεν χρειάζεται να αναφέρει κανείς πολλά, αρκεί το γεγονός ότι στον τόπο μας πρώτα χτίζουμε τα σπίτια μας και μετά φροντίζουμε για τις απαραίτητες υποδομές (δρόμοι, δίκτυα, πλατείες, πάρκα...), όταν έπρεπε προφανώς να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Και αυτό βεβαίως είναι κατεξοχήν μέλημα της Πολιτείας! Είναι τυχαίο άραγε το γεγονός ότι ακόμη δεν έχει προχωρήσει το εθνικό κτηματολόγιο; Ο,τι το κτισμένο περιβάλλον επεκτείνεται προς κάθε κατεύθυνση με εκρηκτική ταχύτητα και άναρχα, χωρίς στοιχειώδη σχεδιασμό και υποτυπώδη έλεγχο από το κράτος;
Πότε επιτέλους θα καθοριστούν οι περιοχές όπου θα καταργείται κάθε μορφής δόμηση; Είναι προφανές ότι όσο αυτές οι ενέργειες αναστέλλονται τόσο ανοίγεται ο δρόμος στους αδίστακτους καταπατητές δημόσιας έκτασης. Άντ’ αυτού γίνεται ένας αγώνας δρόμου ποιος πολιτικός θα υποσχεθεί περισσότερη αυθαιρεσία, ποιος θα νομιμοποιήσει περισσότερες περιοχές, σ' ένα απίστευτο κυνήγι ψήφων στο τέλος κάθε τετραετίας και πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση.

Και ο φαύλος κύκλος δεν έχει τέλος. Ο πολίτης έχει εθιστεί με τα χρόνια στην παραβατική συμπεριφορά, γνωρίζοντας ότι στο μέλλον δεν θα έχει καμιά επίπτωση ότι κι αν κάνει και όλα πρόκειται να τακτοποιηθούν, αρκεί φυσικά στο τέλος να πληρώσει κάτι παραπάνω. Έτσι, έχει επέλθει η πλήρης αντιστροφή, το αυθαίρετο προτείνει τη δική του νομιμότητα. Το περιβόητο «πολιτικό κόστος» νομοθετεί σ' αυτή τη χώρα και με την ίδια ευκολία ακυρώνει τα νομοθετήματα κατά πώς το βολεύει. Αλλά για το κοινωνικό κόστος ποιος ενδιαφέρεται;

Η παράδοξη αυτή «συναλλαγή» ανάμεσα στον πολιτευτή και τον πολίτη ακυρώνει στην ουσία την ίδια τη δημοκρατία και διαβρώνει επικίνδυνα τη συνοχή του κοινωνικού ιστού. Το ίδιο το κράτος «επιβραβεύει» τον παράνομο και βασανίζει με απίστευτα χρονοβόρες και εξοντωτικές διαδικασίες το νόμιμο πολίτη τούτης της χώρας. Είναι το ίδιο, λοιπόν, που σπρώχνει τον πολίτη να παρανομήσει! Τρανταχτό παράδειγμα, οι φορολογικές δηλώσεις, για τις οποίες, ανεξάρτητα αν είναι αληθινές ή πλασματικές, στο τέλος καλείσαι να πληρώσεις επί πλέον των νόμιμων φόρων προκειμένου να κλείσεις τις παλιές σου υποθέσεις και να μην ελεγχθείς! Και ο
έλεγχος χρησιμοποιείται ως ωμός εκβιασμός, αφού όσο τυπικός και αν είσαι, ο εφοριακός τελικά «κάτι θα βρει», οπότε, αφήνεται να εννοηθεί ότι θα μπλέξεις χειρότερα.

Είναι πραγματικά λυπηρό, αν όχι τραγικό, το γεγονός πως όσο πιο σωστά προσπαθείς να κάνεις τη δουλειά σου τόσο μεγαλύτερα εμπόδια υψώνονται μπροστά σου, τόσο οι δυσκολίες γίνονται δυσβάσταχτες, σε αντιδιαστολή με την εύκολη οδό του χρηματισμού που ως δια μαγείας εξαφανίζει όλα τα εμπόδια. Έτσι, η έκδοση μιας απλής οικοδομικής άδειας αποδεικνύεται πραγματικός Γολγοθάς για το μηχανικό, με τον Έλληνα πολίτη να δίνει δυστυχώς μεγαλύτερη σημασία στο διαδικαστικό σκέλος της άδειας, παρά στην ουσιαστική και δημιουργική πλευρά της αρχιτεκτονικής που είναι και το ζητούμενο.

Έχουμε για λόγους τυπικούς, ευκολίας χωρίσει το αρχιτεκτόνημα στα μέρη που το αποτελούν. Pilotis, μπαλκόνια, ημιυπαίθριοι, εξώστες... Πολλές φορές συζητάμε μεταξύ μας για ένα από αυτά τα μέρη ξεχνώντας την ενιαία, αναπόσπαστη υπόστασή του αρχιτεκτονικού χώρου, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να προτείνουμε την ελαχιστοποίηση ή ακόμη και την κατάργηση κάποιου απ’ αυτά όπως, για παράδειγμα, κατά καιρούς έχει προταθεί για τους ημιυπαίθριους χώρους. Όμως το αρχιτεκτόνημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, όπως το ανθρώπινο σώμα. Φανταστείτε, λοιπόν, να προτείναμε να καταργήσουμε το κεφάλι ή να κόβαμε το ένα πόδι, επειδή απλώς αυτά μας πονούσαν.

Συχνά χανόμαστε σε απίθανες λεπτομέρειες και μας διαφεύγει η ουσία. Δεν είναι, για παράδειγμα, οι διαστάσεις και οι αναλογίες των ημιυπαίθριων χώρων που καθορίζουν τη φυσιογνωμία και την ποιότητα του αρχιτεκτονήματος. Το πρόβλημα δεν είναι τεχνικό, αλλά δομικό και δεν λύνεται με πυροσβεστικού τύπου ενέργειες προκειμένου να σταματήσουν οι αυθαίρετες κατασκευές.

Οι «απαγορεύσεις» χρόνια τώρα δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα. Μάλλον αποτελούν το άλλοθι για την εκ των υστέρων «νομιμοποίηση ή τακτοποίηση» των αυθαιρέτων. Μόνον αν οι ίδιοι οι πολίτες πειστούν πως κάποτε πρέπει να καταργηθεί αυτός ο αδιέξοδος και καταστροφικός δρόμος, πειστούν ότι η πολιτεία δεν τους αντιμετωπίζει ως πολίτες β' κατηγορίας, αλλά πρώτα απ' όλα τους σέβεται -δηλαδή μ' άλλα λόγια σεβόμαστε ο ένας τον άλλο- και πως οι όποιες κανονιστικές διατάξεις είναι προς όφελος όλων και όλοι θα τις εφαρμόζουν χωρίς διακρίσεις, τότε ίσως κάτι θα αρχίσει να αλλάζει σε τούτη τη χώρα.

Τότε θα 'ναι που οι πολίτες θα έχουν την ευθύνη για τη μορφή του αστικού τοπίου της πόλης τους, μέσα από μια πραγματική και όχι όπως συμβαίνει σήμερα εικονική αυτοδιοίκηση. Ίσως να δούμε και στον τόπο μας «συμβούλια γειτονιάς» να αποφασίζουν καθοριστικά για το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και συνακόλουθα για την ποιότητα της ζωής τους, γυρνώντας οριστικά την πλάτη στην καταστροφική λογική της ποσότητας και της αφθονίας, που καθορίζουν τις επιλογές τους. Να είναι όλοι οι πολίτες συνυπεύθυνοι και οι αποφάσεις να λαμβάνονται μέσα από διαφανείς και ανοικτές σε όλους διαδικασίες και όχι να μετατρέπονται σε «καταδότες» οι οποίοι καταγγέλλουν τις παρανομίες του γείτονα, κρύβοντας βέβαια τις δικές τους.

Θα σκεφτεί κάποιος πως όλα αυτά ακούγονται σαν ουτοπικές σκέψεις, σαν ρομαντικές προσδοκίες, όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Σε όλες τις χώρες που θέλουν να λέγονται πολιτισμένες, ο πολιτισμός τους αποδεικνύεται στην πράξη μέσα από τέτοιες δημοκρατικές διαδικασίες. Γιατί πολιτισμός δεν είναι κάτι ιδεατό, αφηρημένο και ομιχλώδες, αλλά αντιθέτως κρίνεται σε καθημερινή βάση από τις δράσεις και τις συμπεριφορές μας. Τότε μόνο υπάρχει ελπίδα να αναβαθμιστεί και ο κτιριακός πολιτισμός της χώρας μας.

* Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Περικλή Γιαννόπουλου «Ο βίος εν Ελλάδι είναι
υπαίθριος».

** Ως ημιυπαίθριος χώρος του κτιρίου ορίζεται ο χώρος που είναι στεγασμένος και
του οποίου η μία τουλάχιστον πλευρά είναι ανοιχτή προς τον κοινόχρηστο χώρο ή
τους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου και οι υπόλοιπες πλευρές ορίζονται από
τοίχους ή κατακόρυφα φέροντα στοιχεία, όπως αναφέρει ο Γενικός Οικοδομικός
Κανονισμός (άρθρο. 2, παρ.32, Ν 1577/1985)


Τάσσης Παπαϊωάννου- Καθ. Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ
(με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα)

Το κείμενο αποτελεί την εισήγηση στην ημερίδα του ΔΣΑ και έχει βασιστεί σε παλαιότερη δημοσίευση (Ελευθεροτυπία 19 Μαίου 2005)

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital