ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Στοιχεία Πολεοδομίας. Κεφάλαιο 7

22 Ιανουάριος, 2010

Στοιχεία Πολεοδομίας. Κεφάλαιο 7

Η Αρχιτεκτονική Πληροφοριών της Πόλης. Οι πόλεις αποτελούν συστήματα αρχιτεκτονικής πληροφοριών. Εδώ ο όρος “αρχιτεκτονική” χρησιμοποιείται με την έννοια της αρχιτεκτονικής των ηλεκτρονικών υπολογιστών, δεν αφορά στο σχεδιασμό των κτιρίων αλλά στο πως τα στοιχεία ενός περίπλοκου συστήματος αλληλεπιδρούν.

Του Νίκου Σαλίγκαρου

Η ανταλλαγή πληροφοριών περιλαμβάνει τη μετακίνηση προσώπων και αγαθών, τις προσωπικές επαφές και αλληλεπιδράσεις, τις τηλεπικοινωνίες, καθώς και την οπτική επαφή με το περιβάλλον. Τα δίκτυα πληροφοριών παρέχουν μια βάση για την κατανόηση της ζωής στις πόλεις και τη διάγνωση των αστικών προβλημάτων. Στο κεφάλαιο αυτό υποστηρίζεται ότι η πόλη λειτουργεί περισσότερο όπως ο ανθρώπινος εγκέφαλος, παρά όπως ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Ως ένα λειτουργικά περίπλοκο σύστημα, καθορίζει τη λειτουργικότητά της στηριζόμενη στις αποκτώμενες εμπειρίες μέσα από την αλλαγή των διαφόρων συνδέσεων, ώστε να βελτιστοποιηθεί ο τρόπος αλληλεπίδρασης των στοιχείων της. Ως αποτελεσματική, θεωρείται μια πόλη που διαθέτει ένα αρχιτεκτονικό σύστημα ικανό να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η ανάλυση που ακολουθεί στρέφει το επίκεντρο της κατανόησης των πόλεων από τη φυσική τους δομή, στη ροή των πληροφοριών τους.


Εισαγωγή.

Οι πόλεις συντονίζουν τις δραστηριότητες μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτούνται πολύπλοκα πρότυπα συνεργασίας και η διαδικασία αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί σε συνθήκες όπου οι δραστηριότητες μεταβάλλονται συνεχώς. Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί ένας ανταγωνισμός μεταξύ αντίθετων στόχων. Ένας στόχος είναι η βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των προτύπων ανταλλαγής που αρμόζουν καλύτερα στην παρούσα κατάσταση, καθιστώντας τις υποδομές και τα μονοπάτια των πληροφοριών μόνιμα. Ένας άλλος στόχος είναι να διατηρήσουμε τα πάντα ένα επίπεδο κάτω από την τέλεια κατάσταση, αλλά ιδιαίτερα ευπροσάρμοστα, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εναρμονιστούν με τις απροσδόκητες διακυμάνσεις στις επικρατούσες συνθήκες. Ακόμη, ένας άλλος είναι η δημιουργία υποδομών (π.χ. κτήρια και δρόμους) σε μια πόλη που δεν επιτυγχάνει τους δύο προηγούμενους στόχους.

Ένα παράδειγμα το οποίο συγκρίνει μια εξειδικευμένη με μια προσαρμόσιμη πόλη σε μακροπρόθεσμη βάση, είναι αυτό της Jane Jacobs, όπου παρουσιάζονται οι αντιθέσεις μιας στατικής πόλης όπως το Manchester του 19ου αιώνα, με μια δυναμική πόλη, όπως το Birmingham (Αγγλία) (Jacobs, 1961). Στο Manchester, ο τομέας του βαμβακιού γνώρισε μεγάλη άνθιση, αλλά παράκμασε λόγω του εξωτερικού ανταγωνισμού. Από την άλλη πλευρά, το Birmingham δεν στηρίχθηκε ποτέ στην ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου βιομηχανικού τομέα αλλά στην ικανότητά του να δημιουργεί νέες βιομηχανίες ως αντίδραση στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.

Μια εξειδικευμένη πόλη που λειτουργεί σωστά μπορεί να συγκριθεί με ένα ηλεκτρονικό σύστημα, του οποίου η λειτουργία προαποφασίζεται και προσδιορίζεται με λεπτομέρεια. Όλες οι λειτουργικές αλλαγές σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα πρέπει να σχεδιάζονται λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές συνέπειες. Αυτό απαιτεί εκτεταμένες δοκιμές πριν από την εφαρμογή του, προκειμένου να αποφευχθούν οι οποιεσδήποτε ανεπιθύμητες παρενέργειες. Ωστόσο, για συστήματα όπως οι πόλεις και ο εγκέφαλος, οι διάφορες αλλαγές είναι σε μεγάλο βαθμό “ευρετικές” (δηλαδή προκύπτουν από την αποκτώμενη εμπειρία του κάθε συστήματος). Διάφορα άλλα φυσικά και τεχνητά συστήματα στηρίζονται στο συντονισμό ενός πολύπλοκου συνδυασμού από τις μεταβαλλόμενες λειτουργίες.

Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στους αστικούς κόμβους και συνδέσεις, και στην αλληλεξάρτησή τους. Είναι μια συνέχεια ενός προηγούμενου κεφαλαίου (βλέπε Κεφάλαιο 1, Θεωρία του Aστικού Iστού) και αποτελεί μέρος των πρόσφατων προσπαθειών που έχουν γίνει για την κατανόηση των πόλεων ως πολύπλοκα συστήματα, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Peter Allen (1997), του Juval Portugali (2000) και των συνεργατών τους. Η Jane Jacobs (1961), ο Richard Meier (1962) και ο Christopher Alexander (1965) ήταν οι πρωτοπόροι σε ότι αφορά στην κατανόηση της πολύπλοκης δομής της πόλης, μελετώντας και περιγράφοντας τις αστικές μορφές με ένα πιο ρεαλιστικό τρόπο από ότι η απλοϊκή χωρική γεωμετρία του μοντέλου CIAM (βλ. Κεφάλαιο 5, Παρατηρήσεις στη Σύνθεση μιας Πόλης). Στο κεφάλαιο αυτό, αναζητούνται οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες μια ζωντανή, ανθρώπινη πόλη αναπτύσσεται και μια “άρρωστη” πόλη παρακμάζει.

Η μορφή μιας πόλης είναι δυναμική και εξελίσσεται με βάση τις αποκτώμενες εμπειρίες. Οι πολεοδόμοι και σχεδιαστές πρέπει να εφαρμόζουν μια διαδικασία διάγνωσης και επιδιόρθωσης του αστικού ιστού, όπως περίπου ένας βιολογικός ιστός ενεργοποιεί τους μηχανισμούς του για να “γιατρευτεί”. Αν και η συζήτηση εδώ θα είναι αρκετά γενική, τελικά προκύπτει μια πλήρης εικόνα σχετικά με το τι ακριβώς είναι μια πόλη και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ενισχύσουμε τη λειτουργία της. Επίσης, μέσω της αντίληψής μας για την πόλη ως ένα πολύπλοκο και οργανωμένο σύστημα, προκύπτουν ορισμένες προτάσεις. Αναμφίβολα, οι προτάσεις αυτές αποτελούν το αντίθετο της μεταπολεμικής προσέγγισης του CIAM για τον σχεδιασμό, η οποία έχει εμποδίσει την εφαρμογή τους μέχρι σήμερα. Ελπίζουμε ότι τα συμπεράσματά μας θα δώσουν την απαραίτητη ώθηση σε παλαιότερες αντιλήψεις στην πολεοδομία που πιστεύουμε ότι είναι τόσο σωστές όσο και προβλεπτικές.


Η κατανόηση της πόλης ως ένα σύστημα.


Η προσαρμοστικότητα ή η ανάγκη αλλαγής της λειτουργικότητας ενός πολύπλοκου συστήματος, το υποχρεώνει να κατανεμηθεί σε πολλά από τα επίπεδα της κλίμακας (Coward, 2000). Ακολουθώντας το παράδειγμα των ηλεκτρονικών συστημάτων, οι συναρτησιακές ομάδες (modules) ορίζονται ως συστάδες δραστηριοτήτων που έχουν μεγαλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών εντός μιας συναρτησιακής ομάδας από ότι με άλλες (Courtois, 1985 • Parnas, Clements και Weiss, 1985). Σε μια πόλη, μια συναρτησιακή ομάδα που λειτουργεί στο επίπεδο της μικρότερης κλίμακας θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα πρόσωπο με τα κτήρια και τους χώρους όπου περνά τον περισσότερο χρόνο του. Σε ένα κάπως υψηλότερο επίπεδο, οι συναρτησιακές ομάδες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μικρές ομάδες ατόμων οι οποίες αλληλεπιδρούν έντονα σε καθημερινή βάση με διάφορους αστικούς κόμβους. Σε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο, οι συναρτησιακές ομάδες αντιστοιχούνται με θεσμικά όργανα, ατομικές επιχειρήσεις, εκπαιδευτικές και πολιτικές οργανώσεις, κλπ..

Ο διαχωρισμός των συναρτησιακών ομάδων γίνεται μόνο κατά προσέγγιση, καθώς η λειτουργία μιας πόλης μπορεί να ανήκει εν μέρει σε μια αναγνωρίσιμη συναρτησιακή ομάδα, αλλά ορισμένα στοιχεία της θα ανήκουν σίγουρα σε άλλες. Αξίζει να επισημανθεί ότι η χρήση του όρου “συναρτησιακή ομάδα” είναι περισσότερο συναφής με το “δίκτυο” παρά με ένα χωρικά συμπαγές αντικείμενο ή περιοχή. Τα πορίσματα του κεφαλαίου αυτού είναι πιθανό να παρερμηνευθούν, αν ο αναγνώστης του θεωρήσει εσφαλμένα μια λειτουργική συναρτησιακή ομάδα ως χωρική, δηλαδή ως φυσικά δομημένους κύβους. Εδώ, οι συναρτησιακές ομάδες περικλείουν κατανεμημένα πρότυπα αλληλεπίδρασης, όπου οι ενέργειες που πραγματοποιούνται σε διάφορα σημεία επικοινωνούν. Αποτελούν ομάδες δομημένων συνδέσμων και η μορφή τους θα πρέπει να αποφύγει την παραπλανητική αστική εικόνα του 20ου αιώνα, όπου οι μη αντιδρούσες χωρικές οντότητες τοποθετούνταν αυστηρά σε ένα τακτοποιημένο δίκτυο.

Τα δίκτυα μιας πόλης (τα μονοπάτια, οι δρόμοι, οι τηλεπικοινωνίες κλπ.) αποτελούν τους μηχανισμούς στήριξης της ανταλλαγής πληροφοριών. Ωστόσο, μια πόλη περισσότερο επεξεργάζεται την πληροφορία, παρά την μετακινεί και την προωθεί. Ένα πολύπλοκο πρότυπο ανταλλαγής πληροφοριών συντονίζει τη λειτουργία της πόλης, οδηγεί τη δυναμική της και καθορίζει την εξελισσόμενη δομή της (Meier, 1962). Η ανταλλαγή πληροφοριών στο χαμηλότερο επίπεδο της κλίμακας περιλαμβάνει τη συζήτηση, την παρατήρηση και την απεικόνιση από τους ανθρώπους. Σε υψηλότερο επίπεδο, τα άτομα ή ομάδες ατόμων κινούνται από τη μια λειτουργία στην άλλη. Τα αγαθά μετακινούνται, καταναλώνονται, τροποποιούνται, συνδυάζονται και δημιουργούνται σε μια πόλη. Η ανταλλαγή πληροφοριών είναι πολύ φθηνότερη από την μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών, οπότε μια πόλη θα πρέπει να συντονίσει αποτελεσματικά τις ανταλλαγές διαφορετικού κόστους.

Ένα σύστημα θα πρέπει να ελαχιστοποιεί το συνολικό κόστος της ανταλλαγής πληροφοριών. Συνεπώς, η ανάλυση μιας πόλης ως σύστημα ξεκινά με τον προσδιορισμό των ομάδων των ανθρώπων οι οποίες ανταλλάσσουν περισσότερες πληροφορίες στο εσωτερικό τους, παρά με το εξωτερικό τους. Οι συναρτησιακές ομάδες σε οποιοδήποτε επίπεδο, δεν μπορούν να προσδιοριστούν νοητικά εκ των προτέρων και σίγουρα όχι σύμφωνα με κάποια συγκεκριμένη χωρική κατανομή. Οι αστικές συναρτησιακές ομάδες γενικά δεν αντιστοιχούν σε απλές λειτουργίες της πόλης. Η αστική δομή θα πρέπει να αξιολογηθεί παραμερίζοντας την αυστηρή οπτική τακτοποίηση που βασίζεται στις κατόψεις και ακολουθώντας τη ροή των πληροφοριών. Η εστίαση στην εξέλιξη των πληροφοριών και των δικτύων ροής τους, θα δώσει τη δυνατότητα στις διάφορες παρεμβάσεις να ενισχύσουν τη λειτουργικότητα της πόλης, καθιστώντας την ανταλλαγή πληροφοριών πιο αποτελεσματική (με την έννοια της τροποποίησης της φυσικής της δομής). Θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε μια πόλη βασιζόμενοι στα δίκτυα ανταλλαγής των πληροφοριών της και όχι στην εικόνα που παρουσιάζει στο σχέδιο.

Πριν ακόμη προχωρήσουμε στον καθορισμό των αστικών συναρτησιακών ομάδων, μία μέθοδος για τη βελτίωση της λειτουργικότητας μιας πόλης είναι να εξασφαλίσουμε ότι σε κάθε ένα από τα κανάλια της υπάρχουν πολλαπλές ανταλλαγές πληροφοριών. Πιο συγκεκριμένα, εννοούμε ότι η μεταβίβαση πληροφοριών ή η φυσική κίνηση προσφέρουν περισσότερα από ένα απλό πράγμα – με αυτόν τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα να ενταχθούν περισσότερες συνδέσεις στην πόλη επειδή τα μονοπάτια της βοηθούν τους κατοίκους να πραγματοποιούν πολλές διαφορετικές εργασίες ταυτόχρονα. Άνθρωποι που μετακινούνται κατά μήκος τέτοιων διαδρομών με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σε υψηλότερο επίπεδο, μπορούν έτσι να ανταλλάξουν πληροφορίες και σε χαμηλότερο επίπεδο (για παράδειγμα παρατηρώντας). Κατά συνέπεια, ο χρόνος που απαιτείται για την ανταλλαγή πληροφοριών σε υψηλότερο επίπεδο, χρησιμοποιείται πιο αποτελεσματικά.

Από τεχνικής άποψης, προτείνουμε ένα μορφοκλασματικό φόρτωμα (fractal loading), το οποίο συνεπάγεται τη συνύπαρξη διαφορετικών αλλά σχετικών πραγμάτων στα διάφορα επίπεδα της κλίμακας.  Το μορφοκλασματικό φόρτωμα σημαίνει ότι κάθε ανταλλαγή σε υψηλό επίπεδο συνεπάγεται επίσης την ταυτόχρονη ανταλλαγή σε πολλά μικρότερα επίπεδα. Η μέθοδος αυτή αντιτίθεται στη μεγιστοποίηση της ικανότητας των ενιαίων διαύλων επικοινωνίας που προορίζονται για ένα μόνο τύπο ανταλλαγών. Έτσι, το σύνολο των ανταλλαγών σε διαφορετικές κλίμακες θα πρέπει να υποστηρίζεται από φυσικές υποδομές που επιτρέπουν την μικτή ανταλλαγή πληροφοριών και αποτρέπουν την εξάλειψη των ασθενέστερων ή χαμηλότερου επιπέδου ανταλλαγών. Η αντίθετη περίπτωση του μονολειτουργικού σχεδιασμού οδηγεί στην συνύπαρξη πολλών χωριστών και ανταγωνιστικών ανταλλαγών του ίδιου τύπου που μετά βίας βρίσκονται σε ένα ενιαίο κανάλι επικοινωνίας. Ένα παράδειγμα του τελευταίου αποτελεί ένας μποτιλιαρισμένος αυτοκινητόδρομος ή η υπερφόρτωση των οχημάτων του μετρό στις ώρες αιχμής. Τα παραπάνω, όχι μόνο είναι αναποτελεσματικά, αλλά αποκλείουν και τις άλλες μορφές ανταλλαγής.

Η εμφάνιση ενός μορφοκλασματικού φορτώματος επιβεβαιώνεται στο Κεφάλαιο 2 (Αστικός Χώρος και το Πεδίο της Πληροφόρησης). Η χρήση του αστικού χώρου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πληροφορία που αναπαράγεται από τις τριγύρω επιφάνειας καθώς και με την ευκολία που αυτή η πληροφορία μπορεί να γίνει αντιληπτή από τους πεζούς.

Μια πρώτη ανταλλαγή πληροφοριών αποτελεί η μετακίνηση ενός πεζού από ένα σημείο σε άλλο. Ο συγκεκριμένος παρατηρεί πράγματα που δεν έχουν σχέση με την κύρια αιτία μετακίνησής του. Η πληροφορία αυτή είναι λειτουργική και μπορεί να συστήσει δευτεροβάθμιες συμπεριφορές στον παρατηρητή, ο οποίος εκτελεί μια πρωτεύουσα ανταλλαγή πληροφοριών. Σε μια επιτυχημένη πόλη θα πρέπει η κάθε απλή μετακίνηση να αποτελεί μια πλούσια και ανταποδοτική εμπειρία. Ο αστικός χώρος, επομένως, λειτουργεί παραβιάζοντας τον λειτουργικό κανόνα του σχεδιασμού πολεοδομικού σχεδιασμού του 20ου αιώνα. Η επιτυχής αστική γεωμετρία εξυπηρετεί ένα πλήθος αναγκών σε διαφορετικές κλίμακες, ορισμένες αυστηρά λειτουργικές και άλλες πιο ευχάριστες.

Η επιλογή ενός κατοίκου μιας ευρωπαϊκής μητρόπολης να πάει σε ένα ραντεβού του περπατώντας μπορεί να είναι πολύ πιο ευχάριστη από μια αντίστοιχη επιλογή ενός κατοίκου μιας μητροπολιτικής περιοχής της Βορείου Αμερικής να οδηγήσει για τον ίδιο σκοπό. Στο άτομο της πρώτης περίπτωσης δίνεται η δυνατότητα να συναντηθεί με άλλους ανθρώπους, μερικοί από τους οποίους ενδέχεται να επιθυμούν να μιλήσουν μαζί του. Ακόμη, παρατηρώντας τους μπορεί να αντλήσει στοιχεία σχετικά με τα κοινωνικά ρεύματα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Επίσης, οι βιτρίνες παρέχουν πληροφορίες για τα διαθέσιμα προϊόντα και τις υπηρεσίες, κλπ.. Φυσικά, δεν έχουν ληφθεί υπόψη όλοι οι αρνητικοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών, όπως η εγκληματικότητα, οι δυσμηνείς καιρικές συνθήκες, η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού κλπ.. Αντίστοιχα, οι οδηγοί λαμβάνουν ανεπιθύμητες πληροφορίες από τις διαφημιστικές πινακίδες, ενώ οι ίδιοι έχουν επιλέξει να λαμβάνουν πληροφορίες μέσω του ραδιοφώνου (μουσική, ειδήσεις κτλ.) ή κουβεντιάζοντας στο κινητό τους. Και εδώ, η κύρια ανταλλαγή πληροφοριών εμπεριέχει δευτερεύουσες (επιθυμητές ή ανεπιθύμητες).

Ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό του μορφοκλασματικού φορτώματος είναι ότι η κατάργηση του μεγαλύτερου επιπέδου της κλίμακας αφήνει όλα τα μικρότερα ανέπαφα. Όταν κάποιος δεν έχει να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία και περιφέρεται σε μια πληροφοριακά πλούσια πόλη, έχει τη δυνατότητα να δεχθεί προτάσεις που του προσφέρουν τα διάφορα οπτικά περιβάλλοντα και να ανακαλύψει τα αποτελέσματα μιας τέτοιας κίνησης. Με τον τρόπο αυτό, γίνεται εφικτό να γνωρίσει ένας επισκέπτης την πλούσια και πολύπλοκη “οπτική γλώσσα” μιας άγνωστης πόλης για αυτόν, η οποία αλλάζει σταδιακά επί εκατοντάδες χρόνια. Αντιθέτως, ο επισκέπτης ενός μη-μορφοκλασματικού ντετερμινιστικού περιβάλλοντος (στο οποίο απουσιάζουν όλα τα χαμηλότερα επίπεδα της κλίμακας), εάν δεν χρειάζεται να πάει κάπου, σίγουρα θα το αποφύγει, καθώς κάθε κίνηση αποτελεί αγγαρεία, η οποία δεν του προσφέρει κάτι καινούριο. Η συζήτηση αυτή επιβεβαιώνει τη σημασία της ύπαρξης μιας ποικιλίας ανταλλαγών πληροφοριών που μπορούν να επιτευχθούν με τη φυσική κίνηση.


Οι πόλεις πρέπει να βελτιώσουν την ανταλλαγή πληροφοριών.


Η βελτιστοποίηση καθιστά δυνατή τη μέγιστη ανταλλαγή πληροφοριών καταβάλλοντας την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια. Το κόστος της ανταλλαγής πληροφοριών στις περισσότερες αστικές δραστηριότητες υποτιμάται θλιβερά. Ένα ταξίδι μισής ώρας έχει ένα κόστος και μια αξία. Σε ποιο βαθμό, όμως, ανταλλάσσονται πολύτιμες πληροφορίες; Παρατηρείται ευρύ φάσμα συμπεριφορών; Είστε εκτεθειμένοι σε ανθρώπους που θέλετε να επηρεάσετε; Μια πόλη θα ήταν περισσότερο αποτελεσματική εάν οι κάτοικοί της ήταν σε θέση να αντιληφθούν πιο άμεσα τι συμβαίνει; Τα πραγματικά κόστη συχνά συγκαλύπτονται, καθώς υπολογίζονται μόνο αυτά του “χρήσιμου” τμήματος της διαδρομής. Aξίζει να παρατηρήσουμε το πάρε-δώσε με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα: ενώ ελαχιστοποιούν το κόστος ανταλλαγής πληροφοριών, οδηγούν σε πολύ υψηλά κόστη μετακίνησης.

Τα δίκτυα πληροφοριών δεν διαθέτουν μια χωρικά εντοπισμένη γεωμετρία και, ως εκ τούτου, δεν ταιριάζουν απόλυτα σε μια χωρική συναρτησιακή ομάδα (module). Πάντα θα έρχονται σε αντίθεση με μια πόλη που εξωθείται σε ένα απλοϊκό οπτικό σχέδιο. Παρόλα αυτά, τα δίκτυα των πληροφοριών είναι εκείνα που συνθέτουν μια “ζωντανή” πόλη. Βέβαια, είναι ανέφικτο να σχεδιαστούν εκ των προτέρων τα δίκτυα πληροφοριών μιας μεγάλης πόλης, και σε κάθε περίπτωση, καθώς οι λειτουργίες της πόλης εξελίσσονται, έχει ζωτική σημασία το γεγονός ότι η πόλη έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί ευρετικά, έτσι ώστε να βελτιστοποιήσει την ανταλλαγή πληροφοριών.  Kανένα κέντρο αποφάσεων δεν είναι σε θέση να το προβλέψει και να το διαχειρίζεται αυτό σε όλα τα επίπεδα λεπτομέρειας
(βλ. Κεφάλαιο 5, Παρατηρήσεις στη Σύνθεση μιας Πόλης).

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη διαδικασία κατά την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις για την επένδυση σε μια νέα επιχείρηση. Τέτοιες αποφάσεις απαιτούν το συντονισμό διαφόρων παραγόντων, όπως οι κατευθύνσεις της τεχνολογίας, οι ανάγκες της αγοράς και οι διαθέσιμοι οικονομικοί και επιχειρηματικοί πόροι. Οι απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τους παραπάνω παράγοντες θα είναι κατανεμημένες σε πολλά και διαφορετικά δίκτυα της πόλης. Μια πόλη με αποτελεσματική ανταλλαγή του συγκεκριμένου είδους πληροφοριών θα είναι πιο αποδοτική στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων από ότι μια χωρίς αυτήν. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ένας ανταγωνισμός μεταξύ των αναγκών ανταλλαγής πληροφοριών των διαφόρων λειτουργιών της πόλης. Στην καλύτερη περίπτωση, το αποτέλεσμα θα είναι ένας συμβιβασμός που θα επιτρέπει σε όλες τις λειτουργίες της πόλης να διεξάγονται αποτελεσματικά. Παράλληλα, θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί για την προσαρμογή του συμβιβασμού αυτού στις διάφορες αλλαγές των λειτουργικών αναγκών. Αυτό που προτείνουμε είναι μια δραστική αλλαγή στη διαδικασία βελτιστοποίησης που χρησιμοποιείται κατά τον σχεδιασμό: αντί να βελτιστοποιήσουμε τη σύνδεση των ενιαίων καναλιών μεταξύ των “μονολειτουργικών” χωρικών κόμβων, θα πρέπει να υποστηρίξουμε τη βελτιστοποίηση της συνολικής ανταλλαγής πληροφοριών σε μία πόλη.

Στις λειτουργίες μιας συναρτησιακής ομάδας ενδιάμεσου επιπέδου όπως ένα εστιατόριο συμπεριλαμβάνονται η προετοιμασία των γευμάτων από τις πρώτες ύλες, η διανομή του έτοιμου φαγητού, η παροχή ενός κόμβου κοινωνικής ζωής όπου οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να δουν πώς ντύνονται και συμπεριφέρονται οι άλλοι, η παροχή ενός κέντρου κοινωνικής επικοινωνίας, η διεξαγωγή συναντήσεων μεταξύ ανθρώπων που επιθυμούν να συζητήσουν επαγγελματικά ή πολιτικά θέματα κλπ.. Η συναρτησιακή ομάδα αυτή περιέχεται μέσα στο κτήριο που στεγάζει το εστιατόριο, το οποίο με τη σειρά του περιλαμβάνεται σε μια συναρτησιακή ομάδα ενός υψηλότερου δικτύου. Ορισμένα εστιατόρια αποτελούν πόλους για την ανταλλαγή πληροφοριών σε μία πόλη – συχνά ταυτίζονται με μια συγκεκριμένη επιχείρηση σε μια μεγάλη μητροπολιτική περιοχή και άλλοτε αποτελούν σημαντικό κόμβο για τα κοινωνικά και διοικητικά δίκτυα μιας μικρής πόλης. Μια μεγαλύτερη συναρτησιακή ομάδα που περικλείει διάφορα χωρικά μοντέλα δραστηριότητας στη γειτονιά, περιλαμβάνει το εστιατόριο ως μια συναρτησιακή υπό-ομάδα.

Οι κόμβοι που δεν αποτελούν κομμάτι μιας μεγαλύτερης συναρτησιακής ομάδας είναι συχνά παρασιτικοί στην πόλη, δεδομένου ότι χρησιμοποιούν τις υποδομές της χωρίς να συμβάλλουν στη συνολική λειτουργική της συνοχή. Ωστόσο, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζονται τα εστιατόρια, τα καταστήματα, τα σούπερ μάρκετ και τα κτήρια των γραφείων σήμερα. Περιβάλλονται εξ’ ολοκλήρου από απομονωμένους χώρους στάθμευσης, σχεδιάζονται για να κατασκευαστούν στη μέση της ερήμου και τελικά ωθούνται στο εσωτερικό του αστικού ιστού, διακόπτοντας έτσι την συνοχή του. Τα εστιατόρια που έχουν σχεδιαστεί για να λειτουργήσουν ως στάσεις των φορτηγών στον αυτοκινητόδρομο κατασκευάζονται συνήθως μέσα στην πόλη και φυσικά δεν ανήκουν σε αυτήν. Έτσι, οι άνθρωποι που εργάζονται στα κοντινά κτήρια γραφείων, που θα μπορούσαν τα ίδια να παρέχουν φαγητό (άρα και έσοδα για την επιχείρηση), πρέπει να οδηγούν τα αυτοκίνητά τους σε έναν πολυσύχναστο δρόμο, για να φτάσουν σε ένα εστιατόριο που βρίσκεται κυριολεκτικά δίπλα τους.

Τις τελευταίες δεκαετίες οι σχεδιαστές έχουν υιοθετήσει ορισμένες αστικές τυπολογίες, οι οποίες στην ουσία είναι αντι-αστικές. Κάθε κτήριο αγνοεί το χωρικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και προσπαθεί να είναι ανεξάρτητο από οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο. Aυτό αποτελεί πραγματικά μια προσπάθεια υποβάθμισης της πολυπλοκότητας (πολυπλοκότητα που προέρχεται από την ανάγκη για τοπική προσαρμογή),  μια στρατηγική που φαίνεται επιφανειακά να μειώνει το κόστος, αλλά που στην πραγματικότητα αυξάνει το μακροπρόθεσμο κόστος. H εταιρική προσέγγιση  εξοικονόμησης χρημάτων εφαρμόζοντας “ένα μέγεθος για όλα” υπαγορεύεται από την επιθυμία να συνδεθεί ένας κόμβος με ολόκληρη την πόλη χωρίς να παρέχεται ευνοϊκή μεταχείριση για τον παρακείμενο αστικό ιστό. Όχι μόνο δεν δίνεται καμία προσοχή στις τοπικές συνδέσεις, αλλά εξαιρούνται ρητά, καθιστώντας αδύνατη τη σύνδεση με γειτονικά κτήρια. Αναμένεται αφελώς ότι ένα νέο κτήριο θα συνδεθεί άμεσα με ολόκληρη την πόλη, αγνοώντας πλήρως το απαγορευτικό κόστος μεταφοράς ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, απλώς αντανακλά την νεωτεριστική φιλοσοφία σχεδιασμού – καμία παραχώρηση στον περιβάλλοντα χώρο, το οποίο σημαίνει μηδενική τοπική συνδεσιμότητα.

Ο αφελής διαχωρισμός των περιοχών κατοικίας με αυτές του εμπορίου δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Πρώτον, κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των λειτουργιών αυτών θα εμπεριέχει υψηλό κόστος. Δεύτερον, υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για τις συναρτησιακές ομάδες των δικτύων με τις απαραίτητες λειτουργίες αλλά καμία φυσική δομή/τοποθεσία που να τις εμπεριέχει (σε αντίθεση με το παράδειγμα του εστιατορίου). Τονίζουμε ότι το δίκτυο έχει ξεχωριστή σημασία για την πόλη από ότι οι χωρικές αστικές μορφές. Δεν αρκεί απλώς να κατασκευάσουμε διαμερίσματα δίπλα σε κτήρια γραφείων. Οι λειτουργικές συναρτησιακές ομάδες θα πρέπει είτε να σχεδιάζονται εκ των προτέρων, είτε η συνδετική γεωμετρία τους να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει την αυθόρμητη εμφάνισή τους (κάτι αδύνατο με τις σημερινές μοντερνιστικές ζώνες μοναδικής χρήσης). Τα μονοπάτια, η διευθέτηση των χώρων στάθμευσης και η εγγύτητα με άλλες τοποθεσίες επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών σε κάθε αναδυόμενη συναρτησιακή ομάδα. Κάθε αστική συναρτησιακή ομάδα θα πρέπει να συνάδει με το γενικό σύνολο, όχι μόνο από χωρική άποψη, αλλά όσον αφορά και στην ανταλλαγή πληροφοριών με τους γείτονές της και την υπόλοιπη πόλη.


Διαφορετικά είδη πολυπλοκότητας.

(...)

Κατανομή συστημάτων σε συναρτησιακές ομάδες.

Τα πολύπλοκα συστήματα αποτελούν συνεκτικά εργαζόμενα σύνολα που δεν μπορούν να διαχωριστούν πλήρως σε απόλυτα ανεξάρτητες συναρτησιακές ομάδες. Μια δομή που μπορεί να διαχωριστεί εύκολα σε μη αλληλεπιδρώντα συστατικά δεν αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα αλλά μάλλον μια ομαδοποίηση ορισμένων μονάδων (που ονομάζεται “σωρός” στη θεωρία των συστημάτων). Η εννοιολογική διάκριση σε συναρτησιακές ομάδες με βάση τον βαθμό αλληλεπίδρασης χρησιμοποιείται ευρέως τόσο για τον σχεδιασμό των τεχνητών συστημάτων, όσο και για την κατανόηση των φυσικών συστημάτων. Οι συναρτησιακές ομάδες ορίζονται ως συστάδες δραστηριότητας που αλληλεπιδρούν πιο έντονα στο εσωτερικό μιας συναρτησιακής ομάδας, παρά με το εξωτερικό της. Ο Herbert Simon (Simon, 1969) υποστήριξε ότι θα μπορούσε να υπάρχει ένας μικρός αριθμός μη ισότιμων διαχωρισμών ενός συστήματος σε συστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν κάποια λογική, εφόσον θα προσδιορίζουν διάφορα υποσυστήματα (βλ. Κεφάλαιο 5, Παρατηρήσεις στη Σύνθεση μιας Πόλης).

Τα συστήματα που διέπονται από την ανταλλαγή πληροφοριών, φυσικά ή τεχνητά, διανέμουν την πολυπλοκότητά τους στο υλικό (hardware) και στο λογισμικό τους. Κάθε λειτουργικά πολύπλοκο σύστημα ιεραρχεί τις λειτουργικές του συναρτησιακές ομάδες για δύο λόγους (Coward, 2000, 2001). Ο πρώτος λόγος είναι ότι πάντα υπάρχουν πλεονεκτήματα από την ελαχιστοποίηση του όγκου των πληροφοριών (σχεδιασμού ή γενετικής) που απαιτούνται για την κατασκευή του συστήματος. Σε αυτήν την περίπτωση, τα συστήματα έχουν την τάση να περιέχουν ένα σχετικά μικρό αριθμό ριζικά διαφορετικών τύπων στοιχείων και θα είναι κατασκευασμένα από μεγάλους αριθμούς μερικών βασικών τύπων, με σχετικά μικρές αποκλίσεις σε κάθε έναν από αυτούς.

Ο δεύτερος λόγος για την ύπαρξη μιας ιεραρχημένης δομής είναι ότι κάθε σύστημα πρέπει να διορθώνει τα προβλήματα του και να πραγματοποιεί λειτουργικές αλλαγές που δεν διαταράσσουν τις υφιστάμενες λειτουργίες. Γενικά, οι γνώσεις που απαιτούνται για την επίλυση ενός προβλήματος ή για την πραγματοποίηση μιας λειτουργικής αλλαγής υπάρχουν σε αρκετά υψηλό επίπεδο στο πλαίσιο του συστήματος (π.χ. για ένα χαρακτηριστικό ολόκληρου του συστήματος δεν λειτουργεί σωστά ή για μια περιοχή μιας πόλης που παρακμάζει). Οι απαραίτητες ενέργειες, ωστόσο, θα πρέπει να γίνονται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο στην ιεραρχία (π.χ. η αντικατάσταση μιας ειδικής ομάδας τρανζίστορ, η υλοποίηση επενδύσεων και ρυθμιστικών δράσεων κτλ.). Πρέπει κανείς να βρει και να ακολουθήσει τα λογικά μονοπάτια που συνδέουν τις συνθήκες υψηλού επιπέδου με τις λεπτομερείς δράσεις που δημιουργούν τα συμπτώματα αυτά. Οι συνδέσεις που ενώνουν τα υψηλότερα με τα χαμηλότερα επίπεδα σε ένα σύστημα συμβάλουν στον καθορισμό της ιεραρχίας. Αυτές είναι οι δυνάμεις που οδηγούν στην κατανομή. Τώρα, μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξέταση του τρόπο με τον οποίο ορίζονται οι συναρτησιακές ομάδες.

Η εξωτερική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων συναρτησιακών ομάδων πρέπει να ελαχιστοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο και η δραστηριότητα σε μεγάλο βαθμό (αλλά όχι αποκλειστικά) να περιέχεται στις ίδιες τις συναρτησιακές ομάδες. Όλες οι συναρτησιακές ομάδες ενός επιπέδου της κλίμακας πρέπει να είναι περίπου ίδιες σε σχέση με τον αριθμό των πρωτογενών εργασιών των συστατικών που κάθε περιέχει. Εάν μία συναρτησιακή ομάδα ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες, τότε τα περισσότερα λογικά μονοπάτια θα περνούσαν από την συγκεκριμένη συναρτησιακή ομάδα, κάτι που θα οδηγούσε σε συγκέντρωση αντί για κατανομή των λειτουργιών. Οι περισσότερες πόλεις έχουν μια κεντρική περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μέγιστο της κατοικίας και της πυκνότητας της κυκλοφορίας, αλλά οι μεγαλύτερες πόλεις είναι πολυκεντρικές.

Ένα σημαντικό δίδαγμα από τα συστήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι ο διαχωρισμός υλικού (hardware) / λογισμικού. Η κατανομή στο λογισμικό, όπως συμβαίνει και με τα “αντικείμενα” και “πρότυπα”, λειτουργεί εξ ολοκλήρου στον αφηρημένο χώρο όπου εκτελείται το πρόγραμμα. Αυτό είναι εντελώς ανεξάρτητο από τη φυσική δομή του υλικού (hardware) του υπολογιστή. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, μια πόλη λειτουργεί σε δύο διακριτούς χώρους: στο δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών και στον ξεχωριστό χώρο των φυσικών δομών. Η κατανομή θα εφαρμοστεί στην πρώτη κατηγορία, και όχι στην δεύτερη.

Ένας μεγάλος όγκος ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των δύο συναρτησιακών ομάδων εμποδίζει τον αποτελεσματικό διαχωρισμό τους για τον εντοπισμό των λογικών μονοπατιών. Οι συναρτησιακές ομάδες είναι χωρισμένες έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται η ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς σύμφωνα με τον Courtois, η σύνδεση μεταξύ των συναρτησιακών ομάδων – η διεπαφή – θα είναι επιτυχής μόνο αν συμβεί κατά μήκος μιας περιοχής που είναι ασθενέστερη από τις εσωτερικές συνδέσεις κάθε επιμέρους συναρτησιακής ομάδας (Courtois, 1985). Καμία προκατάληψη, όπως είναι η επιτυχημένη χωρική τακτοποίηση, δεν μπορεί να καθορίσει τον διαχωρισμό των λειτουργικών συναρτησιακών ομάδων (βλ. Κεφάλαιο 5, Παρατηρήσεις στη Σύνθεση μιας Πόλης). Ο καθορισμός των συναρτησιακών ομάδων με τη διαδικασία της “εξεύρεσης ενός συμβιβασμού μεταξύ των διαφόρων μονοπατιών της ανταλλαγής πληροφοριών” σημαίνει ότι οι συναρτησιακές ομάδες ενδέχεται να έχουν μια αρκετά πολύπλοκη γεωμετρία. Η χρήση των παραπάνω γενικών κανόνων για τον σχηματισμό των συναρτησιακών ομάδων μας δίνει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη δημιουργία ενός υγιούς αστικού ιστού.

Ο γεωγραφικός διαχωρισμός των κατοικιών από τους χώρους εργασίας (που επιβλήθηκε μέσω της μεταπολεμικής δημιουργίας μονολειτουργικών ζωνών) είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Επειδή οι δύο αυτές αστικές περιοχές (οι πολυκατοικίες ή τα προαστιακά συγκροτήματα κατοικιών από τη μία και οι πύργοι γραφείων από την άλλη) αλληλεπιδρούν έντονα μεταξύ τους ως σύνολο, δεν ορίζονται ως χωριστές λειτουργικές συναρτησιακές ομάδες, παρά τις όποιες προσδοκίες λόγω του χωρικού διαχωρισμού. Αντίθετα, η γεωμετρία ωθεί τον σχηματισμό λειτουργικών συναρτησιακών ομάδων με το δυσμενέστερο τρόπο, έχοντας ως αποτέλεσμα πολυδάπανες ανταλλαγές πληροφοριών ώστε να διατηρηθούν (λόγω των μακρινών δεσμών) (βλ. Kεφάλαιο 1, Θεωρία του Aστικού Iστού, και Κεφάλαιο 5, Παρατηρήσεις στη Σύνθεση μιας Πόλης). Οι συναρτησιακές ομάδες που σχηματίζονται είναι πολύ αδύναμες και υποφέρουν από τις υπερεκτεινόμενες μεταφορικές συνδέσεις και  την έλλειψη εσωτερικής συνοχής.

Ένα άλλο πρόβλημα με αυτό το παράδειγμα είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να σχηματίσουν συναρτησιακές ομάδες ενδιάμεσου μεγέθους. Η σταθερή ιεράρχηση των διάφορων συναρτησιακών ομάδων που εντάσσονται σε μεγαλύτερες συναρτησιακές ομάδες δεν μπορεί ποτέ να εξελιχθεί σε μια μονολειτουργική αστική περιοχή (πρόκειται για ένα σημαντικό χαρακτηριστικό που έχουν όλα τα πολύπλοκα συστήματα). Τα ατομικά νοικοκυριά και οι άμεσες συνδέσεις τους ορίζονται ως η μικρότερη συναρτησιακή ομάδα που εμπεριέχει την εργασία, το σχολείο, το γραφείο, και το σούπερ μάρκετ. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν υπάρχει διαδοχικά μεγαλύτερη συναρτησιακή ομάδα που να εμπεριέχει αυτήν την στοιχειώδη συναρτησιακή ομάδα, καθώς το αμέσως επόμενο επίπεδο από αυτό του ατομικού νοικοκυριού είναι ολόκληρη η πόλη. Αυτή η έλλειψη ιεραρχίας από την άποψη των συστημάτων είναι παθολογική, όμως, από κοινωνικής άποψης, η παρακμή της σύγχρονης αστικής γεωμετρίας αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι οι πολίτες σήμερα δεν ανήκουν σε καμία συγκεκριμένη γειτονιά ή περιοχή.

Τα πανύψηλα κτήρια γραφείων και οι επίπεδοι χώροι εργασίας χαμηλής πυκνότητας δεν αποτελούν λειτουργικές συναρτησιακές ομάδες. Συνήθως, υπάρχει πολύ μικρή ή ακόμα και μηδενική αλληλεπίδραση μεταξύ των γραφείων του ίδιου κτιρίου ή μεταξύ των χρηστών του ίδιου συμπλέγματος γραφείων, σε σύγκριση με την ανταλλαγή πληροφοριών που λαμβάνει χώρα μεταξύ του κάθε γραφείου με την κεντρική διεύθυνση του, τις υποδιευθύνσεις του, τους πελάτες, τους προμηθευτές, τους τραπεζίτες, κλπ.. Αυτή η στοιχειώδης ανάλυση καθιστά τόσο τα κτήρια γραφείων όσο και τα συμπλέγματα γραφείων ως μη-χρήσιμες αστικές τυπολογίες, παρά την πρόσφατη εξάπλωσή  τους. Για παρόμοιους λόγους, ούτε μια περιοχή προαστιακών κατοικιών αποτελεί λειτουργική συναρτησιακή ομάδα (βλ. Κεφάλαιο 5, Παρατηρήσεις στη Σύνθεση μιας Πόλης). Η κατασκευή συγκροτημάτων γραφείων και προαστιακών κατοικιών αυξάνει το κόστος όλων των βασικών λειτουργικών ανταλλαγών (ή επιβάλλει συστηματική απομόνωση). Αυτή η δύναμη του συστήματος συμμερίζεται την παρατήρηση της Jane Jacobs ότι οι επιτυχείς γειτονιές της πόλης είναι πάντα μικτής χρήσης (Jacobs, 1961).


Οι στρατηγικές αντικατάστασης είναι  παραπλανητικές.

Η επαναχρησιμοποίηση των συναρτησιακών ομάδων δίνει στους πολεοδόμους μια εσφαλμένη αντίληψη σχετικά με την κατανόηση των συστημάτων. Οι στρατηγικές αντικατάστασης κατά τον σχεδιασμό των συναρτησιακών ομάδων προσφέρουν τη δυνατότητα αντικατάστασης μιας συναρτησιακής ομάδας που αποτυγχάνει ή έχει παραγκωνισθεί, με μια βελτιωμένη. Επίσης, επιτρέπουν σε μια συναρτησιακή ομάδα να προστεθεί σε ένα σύστημα, χωρίς να αυτό να αναδιαταχθεί ολοκληρωτικά και, αντίστροφα, να αφαιρεθεί όταν δεν χρειάζεται χωρίς να απαιτείται πλήρης αναδιοργάνωση. Η αντικατάσταση συναρτησιακών ομάδων εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο στρατιωτικό υλικό (hardware). H εξοικονόμηση χρόνου, λόγω της ικανότητας για γρήγορη εξυπηρέτηση ενός πολύπλοκου μηχανισμού, προεξείχε του υψηλότερου κόστους αντικατάστασης μιας συναρτησιακής ομάδας (αντί να διαγνωστεί και να επιδιορθωθεί το σφάλμα σε ένα εκ των συνθετικών μερών της συναρτησιακής ομάδας). Η ίδια νοοτροπία έχει υιοθετηθεί από τον κλάδο της πληροφοριακής. Όλα τα παραπάνω εξαρτώνται από ένα διασυνδετικό στοιχείο (διεπαφή) που επιτρέπει στις συναρτησιακές ομάδες να προσαρτηθούν εύκολα στο σύστημα. 

Μια επιτυχημένη εφαρμογή της στρατηγικής αυτής είναι η ανάπτυξη ενός προτύπου     διεπαφής για την ένωση των στοιχείων των υπολογιστών, όπως οι εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, τα πληκτρολόγια, οι οθόνες, κλπ.. Αυτές οι τυποποιημένες συνδέσεις επιτρέπουν την ταχεία μεταφορά μεγάλου όγκου δεδομένων μεταξύ των συναρτησιακών ομάδων του υλικού (hardware). Η τυποποίηση επιτυγχάνεται με την επιβολή περιορισμών στις επιτρεπόμενες διεπαφές, οι οποίοι οδηγούν στην απλοποίηση των πρωτοκόλλων για την ανταλλαγή πληροφοριών και αυτό με τη σειρά του επιτρέπει την εναλλαγή των συναρτησιακών ομάδων.

Ωστόσο, οι εν λόγω δυνατότητες αντικατάστασης μπορεί να είναι παραπλανητικές. Σε πολλές περιπτώσεις αναγκαστικής κατανομής των πολύπλοκων συστημάτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών, το καθαρό όφελος είναι ελάχιστο ή μηδενικό, καθώς η κατανομή έχει επιτευχθεί με τη μετατόπιση της πολυπλοκότητας του συστήματος από το υλικό (hardware) στο λογισμικό. Σε αντίθεση με το παραπάνω επιτυχημένο παράδειγμα, το οποίο στηρίζεται στην απλοποίηση των πρωτοκόλλων για την ανταλλαγή πληροφοριών, συχνά η απλούστευση του υλικού (hardware) μεταφέρει το βάρος της πολυπλοκότητας στο λογισμικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η διασύνδεση μεταξύ των συναρτησιακών ομάδων γίνεται περισσότερο πολύπλοκη (και όχι λιγότερο) και επομένως το σύστημα είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί, έστω και αν ο φυσικός σχεδιασμός του φαίνεται απλούστερος. Μέχρι στιγμής, έχουμε αναφερθεί στις φυσικές/υλικές (hardware) συναρτησιακές ομάδες, όμως, όπως προαναφέρθηκε, πρέπει να εξετάσουμε και το χωριστό ζήτημα της κατανομής του λογισμικού.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί αντικατάσταση με τις συναρτησιακές ομάδες λογισμικού σε ένα πολύπλοκο σύστημα πραγματικού χρόνου, εκτός αν οι λειτουργίες που επιτελούνται από τις διαφορετικές συναρτησιακές ομάδες έχουν πολύ μικρή αλληλεπίδραση (Garlan, Allen και Ockerbloom, 1995). O “προσανατολισμένος στο αντικείμενο” (object-oriented) προγραμματισμός χρησιμοποιεί πρότυπες, απλουστευμένες διεπαφές για την ένωση των συναρτησιακών ομάδων του λογισμικού, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η επικοινωνία μεταξύ διαφόρων στοιχείων στο εσωτερικό ενός μεγάλου και πολύπλοκου προγράμματος (μερικά εκ των οποίων έχουν σχεδιαστεί για αντικαταστάσιμες συναρτησιακές ομάδες).  Για παράδειγμα, πολλά μεγάλα εμπορικά προγράμματα διαθέτουν χαρακτηριστικά κατανομής τα οποία μπορεί να ενεργοποιήσει ή να απενεργοποιήσει ένας χρήστης. Παρόλα αυτά, υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις σύνθετου εξελιγμένου λογισμικού, όπως αυτό που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας, όπου μία συναρτησιακή ομάδαδεν μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς να αποδιοργανώσει το σύστημα (έστω και αν δεν αναμενόταν να επηρεάσει τις υπόλοιπες συναρτησιακές ομάδες).

Τα κτήρια, οι ελεύθεροι χώροι και οι υποδομές παρέχουν χώρο  στον οποίο οι άνθρωποι ανταλλάσσουν πληροφορίες μέσω της επικοινωνίας και της κυκλοφορίας. Οι πολεοδόμοι απέκτησαν την ιδέα της χωρικής συναρτησιακής ομάδας ως αποτέλεσμα του τρόπου σκέψης τους αναφορικά με την οπτική πολυπλοκότητα, παραλείποντας το γεγονός ότι οι πόλεις, αντίθετα, αποτελούν λειτουργικές συναρτησιακές ομάδες. Η αντίληψη αυτή έχει οδηγήσει σε μεγάλα τυπολογικά λάθη και λάθη προγραμματισμού. Η κατασκευή ενός νέου συγκροτήματος κατοικιών, ενός κτιρίου γραφείων ή ενός εμπορικού κέντρου εγκρίνεται με την λανθασμένη προσδοκία ότι θα προσαρμοστούν κατάλληλα στην υπάρχουσα πόλη. Με την σύνδεση τέτοιων (μη) συναρτησιακών ομάδων, οι αστικές δυνάμεις δημιουργούν αυθόρμητα λειτουργικές συναρτησιακές ομάδες που δεν μοιάζουν σε τίποτα με αυτές που είχαν οραματιστεί οι πολεοδόμοι. Οι λειτουργικές αυτές συναρτησιακές ομάδες εκτείνονται στην πόλη, ενισχύοντας την κυκλοφοριακή συμφόρηση και την σπατάλη της χρησιμότητα της. Οι γνήσιες συναρτησιακές ομάδες που εξελίσσονται, αναγκάζονται συνήθως να είναι εξαιρετικά αδύναμες λόγω των μη επαρκών υποδομών και των λανθασμένων οριοθετήσεων, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες ώστε να στηρίξουν την ακεραιότητα των αστικά άσχετων χωρικών (μη) συναρτησιακές ομάδες.

Στην πραγματικότητα, ο σύγχρονος σχεδιασμός βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία νέων χωρικών (μη) συναρτησιακών ομάδων και στη σύνδεσή τους με την υπόλοιπη πόλη. Μπορεί φαινομενικά να σχεδιάζονται ως απολύτως ανεξάρτητες από αυτήν, στην  πράξη όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Ένα προαστιακό συγκρότημα κατοικιών, ένα κτήριο γραφείων ή αραιά συμπλέγματα γραφείων του συνδέεται με το δίκτυο μεταφοράς της πόλης μέσω ενός και μόνο δρόμου. Η μέθοδος αυτή λανθασμένα φαίνεται να ακολουθεί την πρακτική της βιομηχανίας των υπολογιστών, δηλαδή τη χρησιμοποίηση μιας περιορισμένης διεπαφής που επιτρέπει την εναλλαγή των συναρτησιακών ομάδων, καθώς βασίζεται σε μια παρανόηση. Δεδομένου ότι τέτοιες (μη) συναρτησιακές ομάδες περιέχουν μεγάλο αριθμό εναλλάξιμων στοιχείων, οι λανθάνουσες συνδέσεις με την υπόλοιπη πόλη είναι υπέρμετρες και όλες πρέπει να περάσουν από το ενιαίο διαθέσιμο κανάλι. Η υπερφόρτωση αυτή σίγουρα δεν μπορεί να συμμορφωθεί με το κριτήριο μιας απλοποιημένης διασύνδεσης, κατάλληλης για την περιορισμένη διαδραστικότητα αναμεταξύ των συναρτησιακών ομάδων. Παραδόξως, όταν η διεπαφή λειτουργεί όπως θα έπρεπε (μέσω του περιορισμού των εναλλαγών) η συναρτησιακή ομάδα ξεθωριάζει.

Γνωρίζουμε ότι στις αρχές του 20ου αιώνα οι πολεοδόμοι υιοθέτησαν τις τεχνικές μαζικής παραγωγής του τομέα των κατασκευών και τις εφάρμοσαν στις πόλεις. Μια από αυτές ήταν η ακραία οπτική απλοποίηση των στοιχείων του υλικού μιας πόλης, σε μια εσφαλμένη προσπάθεια να εφαρμόσουν μια ιδέα, σύμφωνα με την οποία οι αστικές συναρτησιακές ομάδες θα έπρεπε να μοιάζουν με επαναχρησιμοποιήσιμες χωρικές συναρτησιακές ομάδες. Συνεπώς, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσουν οι συνέπειες της συγκεκριμένης δράσης στο σύστημα. Ο φυσικός διαχωρισμός και η διάκριση των λειτουργιών αποβάλλει τη λειτουργική πολυπλοκότητα της δομής της πόλης και υπερφορτώνει τις καθημερινές μετακινήσεις των ανθρώπων. Συνεπώς, η απλοϊκή οπτική τακτοποίηση του μοντερνιστικού σχεδιασμού έχει ως ακούσια συνέπεια μια ακραία λειτουργική επιπλοκή (άρα υπερφόρτωση) του δικτύου μεταφορών.

Επιστρέφοντας στην αναλογία πόλης / υπολογιστών, παρατηρείται ότι σήμερα, μεγάλο μέρος των αστικών δραστηριοτήτων και του κόστους οφείλεται στη μετατόπιση των δεδομένων. Αυτό δεν αποτελεί μια χρήσιμη δραστηριότητα σε έναν υπολογιστή αλλά κάτι που συμβαίνει μόνο όταν υπάρχει ένα bug (πρόβλημα στον κώδικα ενός προγράμματος). Η συνεχής μετατόπιση δεδομένων δεν εξυπηρετεί καμία χρήσιμη λειτουργία, καθώς δεν αποτελεί κομμάτι του λογισμικού και δεν υπολογίζει ή επεξεργάζεται κάτι. Πολύτιμος υπολογιστικός χρόνος καταναλώνεται στην επεξεργασία της πληροφορίας. Η αστική αναλογία της άσκοπης μετακίνησης πληροφοριών αναγκάζει τους ανθρώπους να κινούνται γύρω από μια πόλη χωρίς λόγο για την καθημερινή εκτέλεση των καθηκόντων τους, με συνέπεια να χάνουν χρόνο και ενέργεια. Οι πολεοδόμοι που χρησιμοποιούν αντικαταστάσιμες χωρικές (μη) συναρτησιακές ομάδες μεγιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας, με την εφαρμογή μιας ακατάλληλης αστικής γεωμετρίας.


Η πόλη λειτουργεί σαν εγκέφαλος, οχι σαν υπολογιστής.

(...)

Ο ρόλος των τηλεπικοινωνιών.

Οι Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνιών πρέπει να ενσωματωθούν στις παραδοσιακές λειτουργίες της πόλης (Drewe, 1999, 2000). Οι δυναμικές μιας ταχέως αναπτυσσόμενης «ηλεκτρονικής» πόλης δεν έχουν κατανοηθεί ακόμη πλήρως, ενώ το μοντέλο της πόλης του 20ου αιώνα που βασίζεται σε μια απλοϊκή χωρική τακτοποίηση είναι άσχετο με τη μοντελοποίηση ενός δικτύου επικοινωνιών. Τα οικοδομικά τετράγωνα με λειτουργικά διαφορετικά κτήρια που είναι τοποθετημένα αυστηρά σε ένα ορθογώνιο πλέγμα, δεν αποκαλύπτουν τα διάφορα αλληλεπικαλυπτόμενα δίκτυα που οδηγούν πράγματι μια πόλη σε λειτουργία (Dupuy, 1991, 1995). Ως ένα σύνθετο σύστημα το οποίο παράγει εμπορικό πλούτο και πολιτισμό, η πόλη έχει μια λειτουργική αρχιτεκτονική που βασίζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών (Meier, 1962). Οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών θα πρέπει να εναρμονιστούν απόλυτα με την ιεράρχηση των λειτουργιών ανταλλαγής πληροφοριών στα διάφορα επίπεδα της κλίμακας.

Έχει τεκμηριωθεί πλήρως (Droege, 1997

  • Graham και Marvin, 1996) το γεγονός ότι η έλευση των τηλεπικοινωνιών, ήδη από την εφεύρεση του τηλεφώνου, έχει μεταβάλει δραματικά τα αστικά συστήματα. Η ανταλλαγή πληροφοριών έχει ενταθεί πλέον σε βαθμό που παλιότερα θα ήταν αδιανόητος. Οι τηλεπικοινωνίες έχουν χαμηλό κόστος, με την έννοια ότι απαιτούν πολύ μικρές φυσικές μετακινήσεις ανθρώπων. Ένας από τους κυριότερους λόγους της αρχικής συγκέντρωσης των ανθρώπων στις πόλεις ήταν η μεταξύ τους επικοινωνία με χαμηλό κόστος και αυτό εξακολουθεί να είναι η κινητήρια δύναμη για παράδειγμα, οι περιοχές του εμπορίου διαμαντιών της Nέας Yόρκης ή της Aντβέρπης. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ανάγκη ορισμένων ατόμων του ίδιου επαγγέλματος να συγκεντρωθούν, έχει εν μέρει καλυφθεί από τις τηλεπικοινωνίες. Ωστόσο, αυτό ισχύει μόνο εάν το είδος των πληροφοριών που ανταλλάσσονται μέσω των τηλεπικοινωνιακών είναι ακριβώς ίδιο με εκείνο που ανταλλάσσονται με την προσωπική επαφή.


Ορισμένοι συγγραφείς προέβλεψαν ότι οι τηλεπικοινωνίες θα αντικαταστήσουν τις μετακινήσεις. Η αναζήτηση των λόγων για τους οποίους η πρόβλεψη αυτή απέτυχε δεν είναι δύσκολη, όταν γίνει μια ανάλυση από την άποψη της αρχιτεκτονικής των πληροφοριών. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μέσω της προσωπικής επαφής και της μετακίνησης των ανθρώπων έχουν αρκετά πλουσιότερο περιεχόμενο, καθώς συμπεριλαμβάνονται και πληροφορίες που προέρχονται από το συνδυασμό του τόνου της φωνής, της έκφρασης και της γλώσσας του σώματος (Hallowell, 1999). Επιπλέον, μια επίσκεψη επιτρέπει στον επισκέπτη να αντλήσει ορισμένες πληροφορίες που διαφορετικά δεν θα ήταν διαθέσιμες και στο επισκεπτόμενο πρόσωπο να παρατηρήσει την αντίδραση των επισκεπτών σε αυτές τις πληροφορίες. Η πολλαπλότητα των πηγών των περιβαλλοντικών πληροφοριών δεν μπορεί να αντιγραφεί από ένα περιορισμένο αριθμό διαύλων επικοινωνίας.

Η ανάπτυξη του τομέα της "Διαχείρισης της Γνώσης" (Knowledge Management) φέρνει στο προσκήνιο ορισμένα κρίσιμα ζητήματα τα οποία αγνοούνται από τους αρχιτέκτονες και τους πολεοδόμους εδώ και καιρό (Ward και Holtham, 2000). Για παράδειγμα, ποιο είναι το βέλτιστο φυσικό περιβάλλον εργασίας που ευνοεί την παραγωγή δημιουργικών εκροών; Σίγουρα αυτό αποτελεί μια ερώτηση τρισεκατομμυρίων ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πολιτισμός μας βασίζεται σε μια οικονομική μηχανή που καθοδηγείται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες στο εσωτερικό των κτιρίων, και όχι από την περιορισμένη αγροτική παραγωγή. Πέρα από τις αυστηρές χωρικές πτυχές του τομέα της περιρέoυσας πληροφόρησης, οι ερευνητές του τομέα της διαχείρισης της γνώσης αναγνωρίζουν κάθε πληροφοριακή πτυχή του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων της διακόσμησης των γραφείων, των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων και της δυναμικής της κοινωνίας, ως ζωτικής σημασίας, τόσο για την υποστήριξη, όσο και για την παρεμπόδιση της δημιουργικής εργασίας (Ward και Holtham, 2000).

Ορισμένες μεγάλες εταιρείες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η καθιέρωση νέων μηχανισμών επικοινωνίας, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή η τηλεδιάσκεψη, στην πραγματικότητα δεν μειώνουν τον αριθμό των φυσικών μετακινήσεων. Η επίδραση των δυνατοτήτων των νέων συστημάτων επικοινωνίας αφορά κυρίως στην αύξηση της πολυπλοκότητας των έργων τα οποία μπορούν να πραγματοποιηθούν μέσω αυτών, παρά στην αντικατάσταση των υφιστάμενων επικοινωνιών (και εδώ, παρατηρούμε μια τάση βελτιστοποίησης με στόχο την μορφοκλασματικό φόρτωμα). Μια εξαίρεση υπάρχει όταν εάν ένας νέος μηχανισμός επικοινωνίας έχει ως αποτέλεσμα την ίδια την ανταλλαγή πληροφοριών με χαμηλότερο κόστος σε πόρους ή χρόνο, όποτε ο νέος μηχανισμός αντικαθιστά τον παλιό. Παραδείγματα αποτελούν η αντικατάσταση του τηλέγραφου με το φαξ και η αντικατάσταση στη Βόρεια Αμερική των διακρατικών σιδηροδρομικών ταξιδιών με τα αεροπορικά.

Η εργασία από το σπίτι μέσω ενός ηλεκτρονικού συνδέσμου είναι πλέον εφικτή με πολλά παραδείγματα επιτυχημένων εφαρμογών. Πρώτον, τα άτομα που αναγκάζονται να παραμείνουν στο σπίτι τους μπορούν πλέον να συνδεθούν με κόμβους πληροφοριών, η φυσική αλληλεπίδραση με τους οποίους θα ήταν διαφορετικά υπερβολικά δαπανηρή (από άποψη χρόνου και διακανονισμού). Δεύτερον, τα ισχυρά και πλούσια άτομα μπορούν να εγκατασταθούν σε κάποιο θέρετρο και να διεξάγουν τις δραστηριότητές τους μέσω ηλεκτρονικών συνδέσεων. Αυτό είναι εφικτό, καθώς οι οικονομικοί τους πόροι τους επιτρέπουν να έχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και οι οποιεσδήποτε ανταλλαγές πληροφοριών σε προσωπικό επίπεδο πραγματοποιούνται μέσω ενός γρήγορου ταξιδιού. Η συναρτησιακή ομάδα εδώ είναι ένα πληροφοριακά ενθαρρυντικό περιβάλλον για όσους διαθέτουν τα οικονομικά μέσα.

Ωστόσο, κάποιος που έχει περιοριστεί σε ένα πληροφοριακά ανεπαρκές περιβάλλον δεν μπορεί να μην είναι εντελώς ευτυχής με το να εργάζονται αποκλειστικά από το σπίτι. Συνήθως προτιμά να αντιμετωπίσει την κυκλοφοριακή συμφόρηση στις ώρες αιχμής, καθώς η έξοδος αυτή του παρέχει τουλάχιστον μια πληροφοριακή διέγερση και επιτρέπει την διαπροσωπική ανταλλαγή πληροφοριών με τους συναδέλφους του. Οι κάτοικοι των προαστίων αισθάνονται πληροφοριακά υποβαθμισμένοι και δαπανούν ώρες στο τηλέφωνο και μπροστά στην τηλεόραση ή στην οθόνη του υπολογιστή, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την κατάσταση αυτή. Για πολλούς, ο χώρος εργασίας έχει αντικαταστήσει το σπίτι ως πρωταρχικός κοινωνικός κόμβος. Οι άνθρωποι δεν επιθυμούν απλά να εξαλείψουν τη διαδικασία μιας καθημερινής μακρινής μετακίνησης με το αυτοκίνητο, το λεωφορείο ή το τρένο, αλλά και να λαμβάνουν την καθημερινή ανταλλαγή πληροφοριών με χαμηλότερο κόστος. Σήμερα πληρώνουμε ένα παρά πολύ υψηλό κόστος στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων για να λάβουμε λιγοστές ουσιαστικές πληροφορίες.

Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν επίσης και για τις τηλε-αγορές. Βεβαίως, η δυνατότητα να παραγγείλετε ένα προϊόν από την οθόνη ενός υπολογιστή στο σπίτι έχει φέρει επανάσταση στην εμπορική δραστηριότητα και πιθανώς θα οδηγήσει σε περαιτέρω σημαντικές αλλαγές στις συνήθειες των καταναλωτών. Ωστόσο, τα βασικά στοιχεία των εμπειριών που αποκτούμε κατά τη διάρκεια μιας αγοράς είναι κοινωνικά, αισθητικά, και δημόσια. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται η διαδρομή προς το κατάστημα, η αλληλεπίδραση με τους άλλους πελάτες, η επαφή και η αίσθηση του προϊόντος πριν την λήψη της απόφασης για την αγορά του ή όχι, ο συνδυασμός της μετακίνησης αυτής με κάτι άλλο, κλπ. Η κοινωνική αυτή διάσταση οδηγεί στο  "shopping" ως μια μορφή διασκέδασης για ένα μεγάλο αριθμό ατόμων, και μια συναισθηματικά ικανοποιητική μέθοδο ανταλλαγής πληροφοριών για όλους, ακόμη και των πιο πολυάσχολων ατόμων του πλανήτη.

Η Jennifer Light εξέτασε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ της "φυσικής" και της "ηλεκτρονικής" πόλης (Light, 1999). Η Light δεν συμμερίζεται την απαισιοδοξία άλλων συγγραφέων σχετικά με το τελευταίο που αντικαθιστά το προηγούμενο. Συμφωνούμε μαζί της όταν υποστηρίζει ότι "η παρακμή των πόλεων, συνεπώς, δεν μπορεί να εξηγηθεί απλά ως ένα φυσικό φαινόμενο που αποδίδεται στην ανάπτυξη των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης" (Light, 1999). Αυτό συμπίπτει με τις δικές μας παρατηρήσεις για τα νέα αστικά πρότυπα δραστηριότητας, τα οποία χρησιμοποιούν την ηλεκτρονική συνδεσιμότητα για την ενίσχυση και την αναζωογόνηση του αστικού ιστού των πεζών. Επίσης, η συγγραφέας υπερασπίζεται ακόμη και τα εμπορικά κέντρα, τα οποία εκφράζουν την ανάγκη ανταλλαγής πληροφοριών οι οποίες έχουν εκλείψει σε άλλα σημεία της πόλης (Light, 1999). Κατά τη γνώμη μας, η παρακμή των πόλεων αποτελεί συνέπεια της μη κατανόησης των αστικών δυνάμεων και δικτύων και των αστικών τυπολογιών, καθώς τα εμπορικά κέντρα είναι οι αντιδράσεις και όχι τα αίτια αυτής της παρακμής.

Τα τελευταία παραδείγματα αποδεικνύουν την ανάγκη σχηματισμού των λειτουργικών συναρτησιακών ομάδων σε μια συνδεδεμένη ιεραρχία. Μια ατομική συναρτησιακή ομάδα κάποιου που εργάζεται από το σπίτι απαιτείται να περιλαμβάνεται σε μια μεγαλύτερη λειτουργική συναρτησιακή ομάδα. Εάν αυτό δεν καταστεί δυνατό, οι μικρότερες συναρτησιακές ομάδες καταρρέουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι δεν έχουν κίνητρο να εργάζονται από το σπίτι, καθώς επίσης η έλλειψη μιας ιεράρχησης των συναρτησιακών ομάδων εμπόδισε την υλοποίηση της πολυδιαφημιζόμενης "τηλε-πόλης". Σε αντίθεση με αυτό, ένας πλούσιος επιχειρηματίας που μπορεί να εργασθεί με έναν φορητό υπολογιστή από μια καφετέρια υψηλής τάξης ή δίπλα στην πισίνα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, έχει ενσωματωθεί σε μια περιβαλλοντικά πολύ ευχάριστη και διεγερτική συναρτησιακή ομάδα.


Τα δίκτυα και η εξελισσόμενη μορφή της πόλης.

Eφόσον οι τηλεπικοινωνίες είναι ανίκανες να μεταφέρουν επαρκές νόημα, η ανταλλαγή πληροφορίας πάντα θα σχετίζεται με την μετακίνηση των ανθρώπων. Ένα αποτελεσματικό δίκτυο μεταφορών επιτρέπει σε ένα υψηλό ποσοστό των απαιτούμενων ανταλλαγών πληροφοριών να πραγματοποιείται μέσω περιπάτων (δηλ. αποστάσεις που διαρκούν <10 λεπτά) με δευτερεύουσα ανταλλαγή πληροφοριών, ένα ενδιάμεσο ποσοστό να πραγματοποιείται μέσω μετακινήσεων με μηχανικά μέσα μετακίνησης μέτριου κόστους (δηλαδή αποστάσεις που διαρκούν <30 λεπτά) και μόνο ένα μικρό ποσοστό να απαιτεί την μετακίνηση με μηχανικά μέσα μετακίνησης υψηλού κόστους (δηλαδή αποστάσεις που διαρκούν από 30 λεπτά έως 1 ώρα). Οι μετακινήσεις που καταλαμβάνουν συνολικά ένα μεγάλο μέρος μιας εργάσιμης ημέρας, σε γενικές γραμμές θα αποκλειστούν. H κατανομή των χρόνων των μονοπατιών αλλά και των μεγαλύτερων αποστάσεων (ταξίδι) οφείλει να ακολουθήσει έναν κανόνα αντίστροφης κλίμακας ισχύος, ευνοώντας τη μικρή κλίμακα - όπου ο αριθμός των μονοπατιών είναι αντιστρόφως ανάλογος του μήκους τους.

Η δημιουργία ενός αποτελεσματικού δικτύου εξαρτάται από τη λειτουργική διαίρεση της πόλης και απαιτεί πάντοτε συμβιβασμούς. Η απόφαση για τη μείωση του συνολικού κόστους ενός είδους μεταφοράς ενδέχεται να αυξήσει τα συνολικά κόστη για ένα άλλο είδος. Για παράδειγμα, η διαπλάτυνση ενός δρόμου θα προκαλέσει την αύξηση της κυκλοφορίας των οχημάτων, με αποτέλεσμα οι μετακινήσεις πολλών πεζών να καταστούν πολύ περισσότερο χρονοβόρες στην προσπάθεια τους να διασχίσουν τον νέο δρόμο ή εντελώς ανέφικτες, καταστρέφοντας έτσι πολλές λειτουργικές συναρτησιακές ομάδες που εξαρτώνται από τα συγκεκριμένα μονοπάτια. Είναι συνεπώς απαραίτητο να διερευνηθεί κατά πόσον μια φαινομενική ζήτηση για μια νέα σύνδεση ενός δικτύου υψηλού επιπέδου, όπως είναι οι μεγάλες οδικές αρτηρίες, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με έναν διαφορετικό διαχωρισμό των συναρτησιακών ομάδων, ο οποίος ενδέχεται να μειώσει την ανάγκη για μετακινήσεις προς την κατεύθυνση του προτεινόμενου δρόμου.

H αλλαγή σε μια πόλη είναι πανταχού παρούσα. Ο στόχος της πολεοδομίας είναι να βοηθήσει μια πόλη να εξελιχθεί και να επαναπροσδιορίσει τις συναρτησιακές ομάδες της, ώστε να μπορούν να τροποποιήσουν τη λειτουργικότητά τους. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν οι κατάλληλες αλλαγές των συναρτησιακών ομάδων και των δικτύων, έτσι ώστε να ανταποκριθούν στις αλλαγές των αναγκών και του περιβάλλοντος της πόλης. Η αστική αλλαγή πρέπει να είναι μια φυσικά ενσωματωμένη λειτουργία του συστήματος, που θα καθοδηγείται από ένα πολύπλοκο πρότυπο ανταλλαγής πληροφοριών. Όπως συζητήθηκε νωρίτερα, οι κεντρικά κατευθυνόμενες αλλαγές συνήθως εισάγουν μεγάλο αριθμό απρόβλεπτων και ανεπιθύμητων παρενεργειών. Κάθε απόπειρα συνολικής κεντρικής κατεύθυνσης των συναρτησιακών ομάδων και των δικτύων σε όλα τα επίπεδα θα οδηγήσει σε σταθερή αύξηση της δυσλειτουργικότητας. Παρά το γεγονός αυτό, ο σχεδιασμός σήμερα εστιάζεται σε παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας και δεν μπορεί να ανεχθεί τις αυθόρμητες εξελίξεις που προκύπτουν από τις εισροές σε διάφορα επίπεδα.

Οι διαφορετικές συναρτησιακές ομάδες σε κάθε επίπεδο της κλίμακας θα πρέπει να δημιουργήσουν εναλλακτικές προτάσεις για την αλλαγή των συναρτησιακών ομάδων και των δικτύων. Μια απλή ανταγωνιστική διαδικασία πρέπει να επιλεγεί την πλέον κατάλληλη αλλαγή. Στη συνέχεια συνεχής ανατροφοδότηση θα πρέπει να προσαρμόσει το ανταγωνιστικό υποσύστημα ώστε να στραφούν οι επιλογές του προς εκείνες που βελτιστοποιούν το δίκτυο. Η γνώση σχετικά με μία αλλαγή μπορεί να υπάρχει σε διάφορα επίπεδα. Πρέπει συνεπώς να υπάρχουν μηχανισμοί με τους οποίους οι συναρτησιακές ομάδες θα μπορέσουν να συστήσουν αλλαγές σε πολλά διαφορετικά επίπεδα της κλίμακας, οι οποίες στη συνέχεια θα μπορούν να ληφθούν, να ερμηνευθούν και να προσαρμοστούν σε μια απόφαση που θα βελτιστοποιεί την συνολική αποτελεσματικότητα της πόλης. Οι λιγότερο επιτυχημένες πόλεις μπορούν να αντιγράψουν ρητά από τις πιο επιτυχημένες πόλεις, υπό την προϋπόθεση ότι αντιγράφονται και οι λειτουργικές σχέσεις και όχι μόνο οι φυσικές δομές και τα επιμέρους θεσμικά όργανα.

Αυτό ακριβώς είναι το σημείο στο οποίο η «ηλεκτρονική» πόλη μπορεί να βοηθήσει την πραγματική πόλη. Υπάρχουν πολλές ιδέες που αφορούν στον τρόπο συμμετοχής των ατόμων στο δικό τους περιβάλλον, στην προώθηση της εκπαίδευσης σε θέματα αστικού περιβάλλοντος και της ανατροφοδότησης από τους κατοίκους, στην προσομοίωση και στο συντονισμό των αστικών παρεμβάσεων, όπως και σε πολλά άλλα πράγματα που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθούν χωρίς το Διαδίκτυο και τον Παγκόσμιο Ιστό (Light, 1999). Αν εκμεταλλευτούμε τα παραπάνω με έξυπνο τρόπο, τότε μπορεί να εφαρμοστεί μια νέα κατανόηση των αστικών συστημάτων για την αναζωογόνηση πολλών περιοχών, καθώς επίσης και για την αποτροπή της εξαφάνισης της ζωής σε περιοχές που απειλούνται από μια "τυφλή μοντερνοποίηση".


Συμπεράσματα.

Έχουν πραγματοποιηθεί ορισμένα βήματα με κατεύθυνση τον προσδιορισμό της αρχιτεκτονικής του συστήματος των πόλεων, συγκρίνοντάς τον με πολύπλοκα συστήματα πληροφοριών, όπως ψηφιακούς υπολογιστές, βιολογικούς οργανισμούς και τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Μια πόλη λειτουργεί σύμφωνα με μια αρχιτεκτονική πληροφοριών που προτείνει αλλά δεν απαιτεί μια δράση. Η λειτουργικότητα σε όλα τα επίπεδα της κλίμακας καθοδηγείται από την ανάγκη για βελτιστοποίηση της ανταλλαγής πληροφοριών, από την διαπροσωπική συνάντηση δύο ατόμων και τις μετακινήσεις των προσώπων, μέχρι και την καθημερινή μετακίνηση πολλών ανθρώπων μεταξύ των αστικών κόμβων.

Οι λειτουργικές συναρτησιακές ομάδες θα πρέπει να αναπτυχθούν με τέτοιο τρόπο ώστε οι περισσότερες πληροφορίες να ανταλλάσσονται στο πλαίσιο μιας συναρτησιακής ομάδας και όχι μεταξύ διαφορετικών συναρτησιακών ομάδων. Οι πόλεις, παρόμοια με τον ανθρώπινο εγκέφαλο και σε αντίθεση με τα ηλεκτρονικά συστήματα, θα πρέπει να τροποποιήσουν τη λειτουργία τους χωρίς τον σαφή διανοητικό έλεγχο της κάθε λεπτομέρειας μιας αλλαγής. Το μοντέλο μας, μας επιτρέπει να βοηθήσουμε μια ζωντανή πόλη να επιδιορθωθεί από μόνης της, όπως ένας ζωντανός οργανισμός, και να κατευθύνει την εξέλιξης της στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Αντί να χρησιμοποιούμε τα μοντέλα που βασίζονται στις οπτικά κανονιστικές εναέριες γεωμετρίες, η προσέγγιση αυτή καθιστά δυνατή την αξιολόγηση πιθανών αλλαγών στα πολεοδομικά σχέδια, στους κώδικες των ζωνών, στις μεταφορές και στα δίκτυα επικοινωνιών αναφορικά με τις επιπτώσεις τους στη συνολική αποτελεσματικότητα της πόλης.

L. Andrew Coward και Νίκος Α. Σαλίγγαρος

σε μετάφραση Βασίλη Νιάρου και Βασίλη Κωστάκη

Αναφορές

  •  Alexander, C (1965) "A City is Not a Tree", Architectural Forum 122 No. 1, 58-61 και No. 2, 58-62. [Επαναδημοσίευση στο:  Design After Modernism, Επιμέλειας του John Thackara, Thames και Hudson, London, 1988, σελ. 67-84]. http://www.patternlanguage.com/archives/alexander1.htm
  • Allen, P M (1997) Cities and Regions as Self-Organizing Systems: Models of Complexity (Gordon and Breach, Amsterdam).
  • Courtois, P -J (1985) "On Time and Space Decomposition of Complex Structures", Communications of the ACM, 28, 590-603.
  • Coward, L A (2000) "A Functional Architecture Approach to Neural Systems", Systems Research and Information Systems 9, 69-120.
  • Coward, L A (2001) "The Recommendation Architecture: Lessons from Large-Scale Electronic Systems Applied to Cognition", Journal of Cognitive Systems Research 2, 111-156.
  • Drewe, P (1999) "In Search of New Concepts of Physical and Virtual Space", Εργασία του συνεδρίου: Cities in the Global Information Society: an International Perspective (University of Newcastle, Newcastle-upon-Tyne).
  • Drewe, P (2000) "ICT and Urban Form: Planning and design off the beaten track", Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας του Delft, Design Studio 'The Network City', Τμήμα Αρχιτεκτονικής.
  • Droege, P, Ed. (1997) Intelligent Environments (Elsevier, Amsterdam).
  • Dupuy, G (1991) L'Urbanisme Des Réseaux (Armand Colin, Paris).
  • Dupuy, G (1995) Les Territoires de l'Automobile (Anthropos, Paris).
  • Garlan, D, Allen, R & Ockerbloom, J (1995) "Architectural Mismatch, or Why it's hard to build systems out of existing parts", στο: Proceedings of the Seventeenth International Conference on Software Engineering, IEEE Computer Society (ACM Press, New York) σελ. 179-185. [Revised version: IEEE Software 12 (November 1995) 17-26].
  • Graham, S & Marvin, S (1996) Telecommunications and the City (Routledge, London).
  • Hallowell, E M (1999) The Human Moment at Work, Harvard Business Review (January-February), 58-66.
  • Jacobs, Jane (1961) The Death and Life of Great American Cities (Vintage Books, New York).
  • Light, J (1999) From City Space to Cyberspace. In: M. Crang, P. Crang, and J. May (eds.), Virtual Geographies (Routledge, London), 109-130.
  • Meier, R L (1962) A Communications Theory of Urban Growth (MIT Press, Cambridge, Massachusetts).
  • Parnas, D L, Clements, P C & Weiss, D M (1985) "The Modular Structure of Complex Systems", IEEE Transactions on Software Engineering, SE-11, 259-266.
  • Portugali, J (2000) Self-organization and Cities (Springer-Verlag, Heidelberg).
  • Simon, H A (1962) "The Architecture of Complexity", Proceedings of the American Philosophical Society 106, 467-482. [Επαναδημοσίευση: Herbert A. Simon, The Sciences of the Artificial, M.I.T Press, Cambridge, Massachusetts, 1969, σελ. 84-118].
  • Ward, V & C. Holtham, C (2000) The Role of Private and Public Spaces in Knowledge Management. Στο: Knowledge Management: Concepts and Controversies, 10-11 Φεβρουαρίου 2000 (Πανεπιστήμιο του Warwick, Coventry, UK). Διαθέσιμο στο: http://redstonecoaches.com/files/read-the-role-of-private-and-public-spaces-in-knowledge-management.pdf

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital