ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Αγωγή και Ιδεολογία

02 Ιανουάριος, 2006

Αγωγή και Ιδεολογία

«Για να μεταβληθεί η γενική ανθρώπινη φύση, έτσι που να αποκτήσει τη δεξιότητα κι επιτηδειότητα σ’ έναν καθορισμένο κλάδο εργασίας και να γίνει αναπτυγμένη και ειδική εργασιακή δύναμη, χρειάζεται μια καθορισμένη μόρφωση και εκπαίδευση»(1) Κ. Μαρξ γράφει ο Παναγιώτης Πάγκαλος -Αρχιτέκτων

Του Παναγιώτη Πάγκαλου

Με αυτή τη φράση ο Μαρξ αναδεικνύει τους άρρηκτους δεσμούς που διέπουν τη σχέση ανάμεσα στην εργασία και την καθορισμένη γνώση. Η σκέψη αυτή διατυπώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ήδη στο χώρο της εργασίας έχουν συντελεστεί καθοριστικής σημασίας αλλαγές. Για να ξεκαθαρίσουμε όμως το πεδίο και να κατανοήσουμε το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσεται αυτή η σχέση, οφείλουμε να οργανώσουμε στο συλλογισμό μας ένα συνοπτικό ιστορικό πλάνο της παραγωγικής διαδικασίας. Η τεχνική γνώση από τον 16ο ως τον 18ο αιώνα, σε ένα προ-τεϋλορικό σύστημα, είναι απόκτημα μιας κληρονομικής διαδικασίας που διαδραματίζεται κυρίως στο εσωτερικό της οικογένειας. Η εργασία οργανώνεται γύρω από το μάστορα-τεχνίτη και έχει ομαδικό χαρακτήρα. Ο προγραμματισμός, ο έλεγχος και η παραγωγή των προϊόντων βρίσκεται στα χέρια του μάστορα και της ομάδας του (team work) που επιλύουν τα εκάστοτε προβλήματα με βάση τις δεξιότητες τους. Η εργασία δεν είναι τεμαχισμένη. Δεν υπάρχουν γραπτοί κανόνες, σχέδια ή προδιαγραφές που να καθορίζουν τις διαδικασίες παραγωγής. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, η διηνεκής εναλλαγή των πρακτικών λύσεων και ο μεγάλος αριθμός των εργαλείων δεν επιτρέπει στον εργοδότη να κατέχει τον απόλυτο έλεγχο του χρόνου παραγωγής. Ταυτόχρονα οι τεχνίτες οργανώνονται σε συντεχνίες που συντηρούν ως μυστικό τη γνώση της εργασίας τους.

Από το 18ο αιώνα και έπειτα, ο νέος τρόπος παραγωγής συνδέεται άμεσα με τον καταμερισμό της εργασίας. Βρισκόμαστε σε ένα τεϋλορικό σύστημα(2) όπου η απαιτούμενη τεχνική γνώση συρρικνώνεται σε μια σειρά από στοιχειώδεις επαναλαμβανόμενες κινήσεις του εργάτη πλάι στη μηχανή. Στους χώρους παραγωγής αναπτύσσεται ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός προγραμματισμού από τον οποίο εκπορεύονται όλες οι αποφάσεις. Νέοι κανόνες κάνουν την εμφάνισή τους στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο, που επαναπροσδιορίζουν τόσο τη «συγκεκριμένη εργασία», δηλαδή την εργασία μιας συγκεκριμένης ειδικότητας -την εξειδικευμένη εργασία- όσο και την «αφηρημένη εργασία», δηλαδή μια ομοιογενή κοινωνική εργασία αδέσμευτη από την παραγωγική διαδικασία. Οι κεφαλαιοκράτες εργοδότες δεν εξαρτώνται πλέον από την ιδιαίτερη γνώση που κατείχε μέχρι τότε ο τεχνίτης. Αποκτούν την εποπτεία των μέσων παραγωγής και του χρόνου εργασίας, ανοίγοντας παράλληλα τις εισόδους των εργοστάσιων σε μια ανειδίκευτη εργατική μάζα. Η εκτέλεση της εργασίας στηρίζεται τώρα αποκλειστικά στην πειθαρχία και την υπακοή του εργάτη. (3)

Με την είσοδο στον 20ο αιώνα, το αμερικάνικο μοντέλο παραγωγής -φορντική οργάνωση εργασίας(4)- αφαιρεί εξολοκλήρου από τον εργάτη κάθε δικαίωμα διαχείρισης του τρόπου και κυρίως του χρόνου εργασίας του. Η αποδοτικότητα της παραγωγής δεν εξαρτάται πλέον από τις ιδιαίτερες δεξιότητες των εργατών, αλλά κυρίως από τις ικανότητες και την αποτελεσματικότητα μιας επιστημονικής διοίκησης του εργοστασίου. Ο έλεγχος, η εποπτεία και ο ιδίως ο προγραμματισμός της παραγωγικής διαδικασίας είναι τώρα έργο ανθρώπων με «συγκεκριμένη μόρφωση». Έτσι ο κεφαλαιοκρατικός μηχανισμός εισχωρεί και διαμορφώνει ανάλογα το θεσμό της εκπαίδευσης: ο καπιταλισμός δρομολογεί και μεθοδεύει την κυριαρχία του επάνω στη γνώση. Το ζήτημα επομένως είναι σαφώς ιδεολογικό και κάθε προσπάθεια αποσιώπησής του είναι εσκεμμένη. Η εκπαίδευση σε όλους τους τομείς έγινε και αυτή εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου που στόχευε στη διαιώνιση των ταξικών ανισοτήτων με την κατανομή των ατόμων στην ιεραρχία της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Η γνώση συστηματικοποιήθηκε και ο θεσμός της παιδείας διαμορφώθηκε κατάλληλα στις «νέες απαιτήσεις» της αγοράς. Έτσι, εστιάζοντας στον πυρήνα του προβλήματος, δηλαδή την αρχιτεκτονική διδασκαλία, τα ερωτήματα που αναδύονται είναι πολλαπλά. Από αυτά θα ξεχωρίσουμε μόνο τέσσερα.

1ο Ερώτημα: Γιατί στα γνωστότερα μοντέλα αρχιτεκτονικής αγωγής την περίοδο του μεσοπολέμου στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση (Bauhaus, Vchutemas-Vchutein) (5) διακρίνουμε μια παιδαγωγική φιλοσοφία βασισμένη στη σύνθεση τέχνης και τεχνικής, δηλαδή σ’ ένα σύστημα αγωγής που στηρίζεται στην ενότητα της τέχνης με την βιομηχανική παραγωγή και η οποία δομείται στη βάση μιας δυαδικής εκπαίδευσης; (δάσκαλος-τεχνικός, δάσκαλος-καλλιτέχνης)

2ο Ερώτημα: Γιατί η εκπαίδευση προωθεί τον αυθορμητισμό και αναζητά τη λεγόμενη «καλλιτεχνική απελευθέρωση» του μαθητή;

3ο Ερώτημα: Γιατί επιλέγεται ως σημαντικό στοιχείο της μάθησης η άμεση επαφή με την ύλη και η χειρονακτική εργασία προβάλλεται ως υπόδειγμα δημιουργικής σκέψης σ’ ένα ορθολογιστικό πλαίσιο που θεωρεί αξιόλογη μια πράξη μόνο όταν είναι σύμφωνη προς ένα σκοπό;

4ο Ερώτημα: Ποιο είναι εντέλει το «λεξιλόγιο» που διαμορφώνει το μοντέρνο εκπαιδευτικό πνεύμα;

Οι απαντήσεις που ακολουθούν είναι υποκειμενικές, διότι δεν υπάρχει μία αντικειμενική αλήθεια. Η αλήθεια των γεγονότων εξαρτάται από την εκάστοτε ερμηνεία τους και η ερμηνεία είναι μια κατεξοχήν υποκειμενική ενέργεια, άρα και οι αλήθειες είναι πολλές.

Απάντηση στο 1ο Ερώτημα: Η αρχιτεκτονική εκπαίδευση την περίοδο του Μεσοπολέμου χρησιμοποίησε την ενοποίηση τέχνης - επιστήμης προκειμένου το οικονομικό σύστημα να επιτύχει δύο στόχους: καταρχήν, την ένταξη της «διανόησης» στην παραγωγική διαδικασία για λόγους διεθνούς ανταγωνιστικότητας (με τη γνωστή βελτιστοποίηση της ποιότητας – βλ. γερμανικό Werkbund) και κατ’ επέκταση, τη διάσπαση της ιδεολογικής συνοχής της διανόησης. Δύο τουλάχιστον μέρη σχηματίστηκαν: αυτοί που πειθάρχησαν και ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του κεφαλαίου και αυτοί που διάλεξαν την πνευματική κρύπτη του περιθωρίου. Έτσι πραγματώθηκε ουσιαστικά το απώτερο σχέδιο αποπροσανατολισμού και αποδυνάμωσης των μέχρι τότε συμμάχων της εργατικής τάξης (των διανοούμενων - καλλιτεχνών). Έτσι επιτεύχθηκε η αποτροπή της επανάστασης της εργατικής τάξης, μιας επανάστασης που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Απάντηση στο 2ο Ερώτημα: Το εκπαιδευτικό πλαίσιο, εκτός από μηχανισμός μετάδοσης καθορισμένων ιδεολογικά μορφών γνώσης, είναι οργανωμένο έτσι ώστε να αντλεί το ίδιο γνώση από το μαθητή. Το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί για τον καπιταλιστικό σχεδιασμό όπως το Panopticon του Bentham ή με σύγχρονους όρους όπως «ο μεγάλος αδελφός». Κάτω από τη συνεχή επιτήρηση η συμπεριφορά των νέων υποκειμένων, των φοιτητών, αλλά κυρίως το προϊόν της σκέψης τους, ήταν «έτοιμες προτάσεις» για το παραγωγικό σύστημα, αποδεσμευμένες μάλιστα από ιστορικιστικές αναφορές, γεγονός που συμβάδιζε με την αρχή της ιστορικής κάθαρσης που διακήρυττε η μοντέρνα αντίληψη.

Απάντηση στο 3ο Ερώτημα: Η κατανόηση είναι απλή, αρκεί να ανατρέξουμε σε μια προγενέστερη επαναστατική αρχιτεκτονική πράξη, στην περίοδο της Αναγέννησης, όταν ο πρωτομάστορας -που επιδίωκε συνειδητά ένα νέο κοινωνικό ρόλο- ξέπλενε τα χέρια του από το «γιαπί» κατοχυρώνοντας και τυπικά τον τίτλο του αρχιτέκτονα.(6) Η εξουσία εκδικείται, μετά από τετρακόσια χρόνια, επιχειρώντας να αφαιρέσει από τον αρχιτέκτονα τα προνόμια που του είχε παραχωρήσει: από διανοούμενος-καλλιτέχνης τον καλεί να ξαναγίνει αρχιμάστορας.

Απάντηση στο 4ο Ερώτημα: Καταρχήν δεν υπάρχει ένα μοντέρνο κίνημα και κατά συνέπεια ένα μοντέρνο λεξιλόγιο. Αυτό που ονομάστηκε μοντέρνα αρχιτεκτονική συνιστά ένα σύνολο ενεργειών που συνθέτουν ένα γενικότερο κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο: τη συμπόρευση με αυτούς που κατείχαν τα μέσα παραγωγής. Ο μοντέρνος αρχιτέκτονας ακόμα και υπό την ψευδαίσθηση μιας «έντιμης» πολιτικής πράξης, προσέφερε αβίαστα την πνευματική του εργασία στο εκάστοτε κυρίαρχο οικονομικό σύστημα. Τα «μοντέρνα λεξιλόγια» δεν ήταν απλά μια συλλογή επιστημονικών γνώσεων που ανακαλύφθηκαν και έγιναν αποδεκτές, αλλά ένα σύνολο κανόνων σύμφωνα με τους οποίους διακρίνεται το αληθές από το ψευδές και αποδίδονται στο αληθές ειδικά αποτελέσματα εξουσίας.

Το σύγγραμμα του Jeffrey Herf “Αντιδραστικός Μοντερνισμός”(7), αποτελεί μια εύστοχη προσπάθεια κατανόησης του πραγματικού ρόλου της μοντέρνας σκέψης μέσα από το παράδοξο της γερμανικής νεωτερικότητας: τον εναγκαλισμό της τεχνολογίας από τους Γερμανούς ρομαντικούς στοχαστές. Ο Jeffrey Herf επιχειρεί να διαλευκάνει πως και γιατί ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός -παρόλο που είναι ριζικά αντίθετος με το πνεύμα του ορθολογισμού όπως αυτό διατυπώθηκε από τον Διαφωτισμό, σπεύδει να συμπορευτεί με τη βιομηχανική παραγωγή. Οι εκάστοτε αναλύσεις της μοντέρνας σκέψης, δεν παρουσίασαν σχεδόν ποτέ με κριτικό πνεύμα τους λόγους για τους οποίους έγιναν αποδεκτές οι επιστημονικές ανακαλύψεις ή τον τρόπο με τον οποίο αυτές πραγματώθηκαν. Διότι οι πραγματικές σχέσεις παραγωγής-γνώσης ακόμα αποσιωπούνται επιμελώς. Αν δεν συνειδητοποιήσουμε επομένως, τους βιολογικούς δεσμούς της μοντέρνας σκέψης με την ταξική εξουσία, κινδυνεύουμε σήμερα να δεχθούμε απαθείς την προγραμματισμένη αναδιοργάνωση του κεφαλαίου.

Παναγιώτης Πάγκαλος
Αρχιτέκτων


Σημειώσεις

1) Μαρξ, Καρλ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, Τόμος Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1979, σελ. 184

2) Σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι εργασίες παραγωγής αναλύονται από τους μηχανικούς και διαιρούνται σε βασικές περιοδικές κινήσεις των εργατικών χεριών, οι οποίοι αξιολογούνται με βάση τον χρόνο διεκπεραίωσης. Η απόδοση του εργάτη συνδέεται άμεσα με την ταχύτητα εκπόνησης της εργασίας και όχι τις επιμέρους γνώσεις επί της παραγωγής του επιθυμητού αγαθού. Η εργασία τυποποιείται και καθορίζεται εξολοκλήρου. Η διεύθυνση του εργοστασίου διαμορφώνεται ιεραρχικά και συγκεντρωτικά, καθιερώνονται νέοι κανόνες εργασίας που βασίζονται στην υπακοή την πειθαρχία και την επιβολή, σύστημα ευθέως ανάλογο του μαθησιακού-εκπαιδευτικού. Ενδιαφέρουσες αναφορές σχετικά με τα μοντέλα παραγωγής που αναπτύσσονται στην Γερμανία και την Αμερική (18ο - 20ο αιώνα), είναι αυτές του Renato De Fusco, στο 4ο κεφάλαιο του Storia del design, εκδ. Laterza, Roma – Bari, 1988, σ.75-160

3) πρβλ. τις αναλύσεις του Michel Foucault περί του «ελέγχου της δραστηριότητας» στο Επιτήρηση και τιμωρία, μτφρ. Κ.Χατζηδήμου – Ι Ράλλη, εκδ. Ράππα, Αθήνα, 1989, σ.198-206

4) Πρόκειται για τη μέθοδο συναρμολόγησης επιμέρους εξαρτημάτων ενός προϊόντος, σε περιορισμένο χρόνο, επάνω σ’ ένα κύριο αντικείμενο που μεταφέρεται μπροστά από τους εργάτες με μηχανικό τρόπο. Αυτό το σύστημα, που ενώνει μεταξύ τους όλες τις φάσεις εργασίας, επιτυγχάνει άμεσα δύο στόχους: α) εξοικονόμηση εργατικής δύναμης με την μηχανική μεταφορά των υλικών και β) επιβολή του ρυθμού εργασίας σε όλους τους εργάτες με βάση τον ρυθμό παραγωγής «ανά κομμάτι». Ο ρυθμός εργασίας ελέγχεται μηχανικά από τη γραμμή συναρμολόγησης (assembly line) δηλ. από την ταχύτητα του «μεταφορέα». Πρβλ. τις αναλύσεις περί των χαρακτηριστικών της φορντικής αλυσίδας συναρμολόγησης και της μαζικής παραγωγής στο Industrial Design του John Heskett, εκδ. Thames and Hudson, London, 1987, σ.65-67

5) 1.Bauhaus (Weimar 1919 – Dessau 1925): κατά γράμμα Οίκος της Δόμησης. 2.Vchutemas (Μόσχα 1920): Vysšie Gosudarstviennye chudožestvenno-techničeskie masterskie (Ανώτατα Κρατικά Καλλιτεχνικό-Τεχνικά Εργαστήρια) – Vchutein (Μόσχα 1927): Vysšie Gosudarstviennyi chudožestvenno-techničeskij institut (Ανώτατο Κρατικό Καλλιτεχνικό-Τεχνικό Ινστιτούτο).

6) Περί αυτού, είναι χαρακτηριστικό το γράμμα του Raffaello στον Πάπα Λέοντα Χ. Η κίνηση αυτή, είναι σαφώς ταξικής φύσεως: είναι γνωστή η αντίθεση που αναπτύσσεται την περίοδο του Ουμανισμού, ανάμεσα στο ρόλο του αρχιτέκτονα και το χώρο του εργοταξίου. Ο αρχιτέκτονας επιδιώκει συνειδητά την οικονομική αναγνώριση τού «πνευματικού μόχθου» του και την ανάλογη καταξίωση εντός της κοινωνικής ιεραρχίας. Βλ. «Lettera a Leone X» στο Scritti Rinascimentali di Architettura, με την επιμέλεια των A.Bruschi, C.Maltese, M.Tafuri, R.Bonelli, εκδ. Il Polifilo, Milano, 1978, σ.459-484

7) Herf, Jeffrey, Αντιδραστικός μοντερνισμός (Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ’ Ράιχ), μτφρ. Π.Ματάλας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1996.

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital