ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Διδάσκοντας αρχιτεκτονική σήμερα: Από το «πρωτογενές και διαρκές» άρξασθαι

22 Μάρτιος, 2015

Διδάσκοντας αρχιτεκτονική σήμερα: Από το «πρωτογενές και διαρκές» άρξασθαι

Ομιλία του Ομότιμου καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ Τάσου Μπίρη με θέμα Διδάσκοντας αρχιτεκτονική σήμερα: Από το «πρωτογενές και διαρκές» άρξασθαι, στη σειρά διαλέξεων της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού.

Του Τάσου Μπίρη

Ολοκληρώθηκε προσφάτως στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού «Ρήγας Βελεστινλής» (οδός Ξενοφώντος 4) ο κύκλος 13 διαλέξεων από προσωπικότητες του λόγου, της πολιτικής σκέψης και της τέχνης, που οργάνωσε η «Εταιρεία Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού» για τον χειμώνα 2014-15.

Όπως αναφέρει σε απόσπασμα του το σχετικό ενημερωτικό σημείωμα της εταιρείας, το γενικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της θεματολογίας και των ιδεών των ομιλητών ήταν η διαπίστωση οτι : «....Βρισκόμαστε σε μια κομβική στιγμή κρίσης και διερώτησης για το μέλλον όχι μόνο του πολιτισμού, αλλά και της ίδιας της παρουσίας του ανθρώπου πάνω στον πλανήτη....Πρόκειται για μια μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα στον άνθρωπο ως ΠΡΟΣΩΠΟ με οτι αυτό μπορεί να σημαίνει σε επίπεδο μεταφυσικό, κοινωνικό και πολιτισμικό, δηλαδή τον άνθρωπο που υπάρχει μέσω του ΑΛΛΟΥ και τον άνθρωπο ως ΑΤΟΜΟ, σε ανελέητο πόλεμο εναντίων όλων των άλλων....»...

Στον κύκλο αυτού του προβληματισμού συμμετείχε στις 17-02-2015, ως προσκεκλημένος ομιλητής και  ο Ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ Τάσος Μπίρης, με θέμα: Διδάσκοντας αρχιτεκτονική σήμερα: Από το «πρωτογενές και διαρκές» άρξασθαι.

Την ομιλία αυτή μαζί με το σχετικό εικονογραφικό υλικό που την συνόδεψε παρουσιάζει σήμερα το greekarchitects.

 


(α) Άσκηση της σκέψης, του χεριού, του ματιού, μέσω της ατομικής και συλλογικής πράξης. Άσκηση ζωντανή, υπερκινητική, επί τόπου του έργου, σε συνειδητή επαφή και συνεργασία με τους «άλλους».
(β) Άσκηση μέσω της διαμεσολάβησης (ή κυριαρχίας;) του ηλεκτρονικού εργαλείου. Άσκηση επί της οθόνης, μοναχική, σιωπηλή, σωματικά ακινητοποιημένη - πλην ακροδαχτύλων-αλλά  ακριβής.

 

Ι. Μερικές γενικές εκτιμήσεις.
Παρατήρησα ότι στην πλειονότητα των μέχρι τώρα εισηγήσεων και συζητήσεων στην αίθουσα αυτή, διατυπώθηκαν κοινές επισημάνσεις σε αναφορά με εξαιρετικά αρνητικές κοινωνικό-πολιτικές, πολιτισμικές, και άλλες μεταλλάξεις, που έχουν επισυμβεί παγκοσμίως τα τελευταία 30 χρόνια.  Μάλιστα, μεταλλάξεις δομικές, που (σιγά -σιγά, σε πνεύμα γενικής ιδεολογικής αφασίας και ανεμελιάς) διαμόρφωσαν κατά την περίοδο αυτή μια διεθνή και εντόπια νέα πραγματικότητα. Δηλαδή, μια «νέα τάξη», που από πολλές πλευρές έχει χαρακτηρισθεί, είτε ως «υλιστικός εκσυγχρονισμός της παγκοσμιοποίησης», είτε ως «καταναλωτικός ή νέο-φιλελεύθερος καπιταλισμός», είτε με άλλους συναφείς όρους. Μια «νέα», αποκλειστικά πολιτικό / οικονόμο / τεχνική τάξη που -εξαιτίας αυτής της μονομέρειας της-  εξελίσσεται πια σε γενικευμένη «αποδομική αταξία» (!) άμεσα συναρτημένη με τη σημερινή μεγάλη κρίση.

Το φαινόμενο αυτό ενεργοποιήθηκε αρχικά από συστήματα εξουσίας, ιδεολογίας και πρακτικής που -όπως η ιστορία έδειξε- γεννήθηκαν και κυριαρχούν πλέον διαχρονικά, ως βασικά δομικά χαρακτηριστικά της «Μεγάλης Δύναμης» πέραν του Ατλαντικού. Ενισχύθηκε και επεκτάθηκε όμως διεθνώς, με την συνεργασία και των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων τις Ευρώπης. Και έτσι μεταδόθηκε και στη δική μας περιφερειακή επικράτεια κυρίως κατά την δεκαετία του '80, και κατόπιν σε εκείνες που ακολούθησαν, επηρεάζοντας καθοριστικά το «κοινωνικό γίγνεσθαι» ( ή «μη γίγνεσθαι» ) του τόπου.

Στο πλαίσιο αυτό, η διαρκής αυτόβουλη γενεσιουργός δυναμική της «ελληνικής εξωστρέφειας προς τον διεθνή χώρο» υποβιβάστηκε σε καθολικό, άβουλο μιμητισμό, αποκλειστικά των προτύπων αυτού του στρεβλού «εκσυγχρονισμού» που κυριάρχησε πια παντού. Ενώ πολύ σημαντικές αξίες, ταυτισμένες με το κοινό και κύριο «πνεύμα του τόπου» παραμορφώθηκαν ή χάθηκαν, μετατρέποντας σταδιακά την ιδιόμορφη ελληνική εκδοχή της «συγκροτημένης κοινωνίας των πολιτών», σε αποδομημένο ατοπικό «κοινωνικό μόρφωμα των καταναλωτών».

II. Επισημαίνω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα (ταυτοχρόνως και εργαλεία) επιβολής «εκσυγχρονιστικών» παραμορφώσεων στον χώρο της παιδείας, της εκπαίδευσης και ειδικότερα της διδασκαλίας της αρχιτεκτονικής. (Που είναι και το δικό μου πεδίο δράσης):
Πρώτο παράδειγμα:
Η αποδόμηση των εννοιών, των όρων, των λέξεων και της γλώσσας συνολικά , ως αξίας καθεαυτήν.

Ήδη έχει αναφερθεί σε προηγούμενες συζητήσεις μας εδώ, ότι ιδιαίτερης σημασίας -ακόμη και «ιερές», ως προς το συμβολικό τους φορτίο - έννοιες και λέξεις της γλώσσας, αλλά και της αρχιτεκτονικής, όπως: «Τόπος», «Ελληνικότητα», «Παράδοση», «Πίστη», «Ηθική», «Οίκος», «Κατοίκηση», δεν σημαίνουν (ούτε συνθέτουν)  πια το «ουσιώδες Είναι» της ατομικής και συλλογικής μας υπόστασης. Αντιθέτως, στην καλύτερη περίπτωση χαρακτηρίζονται ως νοσταλγικά ενθυμήματα ενός εσωστρεφούς παρελθόντος, ενώ στην χειρότερη, συλλήβδην ως σημάδια ενός συντηρητικού εθνικιστικού ρατσισμού! Την ίδια ώρα, στην καθημερινότητα μας (και ειδικότερα στην αρχιτεκτονική), παπαγαλίζουμε επιστημονικοφανείς, ξενόγλωσσους νεολογισμούς- συνθήματα μίας αυτιστικής διαλέκτου για ολίγους, όπως : «Rethink Athens» ή «meta - polis» ή «meta - morphosis» ή «Para - cubical design» ή «Κοινωνικό Lab» και πάει λέγοντας !

Σε αυτή την κινούμενη άμμο της αποδομικής γλωσσοπλασίας  και α-νοησίας, ο καθορισμός ενός σταθερού κοινού πεδίου ατομικής και συλλογικής επικοινωνίας και συνεννόησης -και επομένως, στοιχειώδους αμοιβαίας  εμπιστοσύνης- ανάμεσα στο διδάσκοντα και το διδασκόμενο καθίσταται αδύνατος. Και η εκπαιδευτική διαδικασία διεκπεραιώνεται πια ως «αλυσιτελές βάσανο» και για τους δύο. Επιπλέον, ο διδακτικός λόγος θεωρείται εξαρχής απολύτως αναξιόπιστος ή και ύποπτος, όσον αφορά τους στόχους και το προσδοκώμενο αποτέλεσμα του. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατον να υπάρξει πραγματική παιδεία ή να λειτουργήσει πραγματική διδασκαλία, παρά μόνο να βαυκαλιζόμαστε με τις εικονικές προσομοιώσεις τους, και τις ανάλογες «αξιολογήσεις» τους από τα διάφορα «φημισμένα» ελεγκτικά κέντρα του εκσυγχρονισμού.

Δεύτερο παράδειγμα: Το αποδομικό ιδεολόγημα μιας συνεχούς ανερμάτιστης «προόδου», που στηρίζεται στην -τάχα- σύγκρουση μεταξύ ενός απροσδιόριστου «νέου», που έρχεται και ενός -επίσης απροσδιόριστου- «παλαιού» που πρέπει να φύγει. Ένα ιδεολόγημα που σκοπό έχει την απόκρυψη της μεγάλης αξίας και σημασίας του «διαρκούς».

Πρόκειται εδώ για ένα από τα -παγκοσμίως- πιο διαδεδομένα «συνθήματα» του υλιστικού εκσυγχρονισμού της παγκοσμιοποίησης, άμεσα σχετισμένο με την νευρωτική «φούρια» του συστήματος αυτού να ανανεωθούν τα πάντα, ακόμη και όταν δεν υπάρχει λόγος, παρά μόνο η ακόρεστη δίψα γι' αυτήν την περίφημη «πρόοδο», το φετίχ των καιρών.

Εξ' ου και η συνακόλουθη «φούρια» του να προσεταιρισθεί τη νέα γενιά προς ίδιον όφελος. Δηλαδή για την μετατροπή της σε διαχειρίσιμο φυτώριο συνεχούς παραγωγής νέων καταναλωτών, της πολιτικής, της τέχνης, της τεχνολογίας, της μόδας και άλλων ανάλογων εμπορευματοποιημένων πια «προϊόντων».

Γι' αυτό γίνεται τόσο συχνά και τόσο εύκολα αντικείμενο κολακείας η φυσική τάση των νέων για αμφισβήτηση και ανατροπή των παλαιών στερεοτύπων, τα οποία όμως μπορούν να υπάρχουν εξίσου, τόσο στο «παλαιό» όσο και στο «νέο». Γι' αυτό επίσης αποκρύπτεται από αυτούς ότι το παρελθόν, το παρόν, ακόμη και το μέλλον, λειτουργούν διαρκώς και ταυτοχρόνως εντός μας, είτε συγκρουόμενα, είτε συνεργαζόμενα μεταξύ τους. Και έτσι σχηματίζουν μια αδιάσπαστη συνεχώς ανακυκλούμενη ολότητα.

Στην ουσία, τέτοιες χονδροειδείς - τάχα απελευθερωτικές- σχηματοποιήσεις (του τύπου παλαιό = κακό και νέο = καλό) αυτού του βίαιου διατεταγμένου εκσυγχρονισμού υποτιμούν τη νεότητα. Γιατί της στερούν το δικαίωμα της γνώσης του πεδίου σε όλο το φάσμα του χρόνου, ώστε μετά  να μπορεί να επιλέξει ελεύθερα και υπεύθυνα τι θα πράξει.

Θα περιγράψω ένα σχετικό επεισόδιο, άμεσα συσχετισμένο με το συγκρουσιακό ιδεολόγημα του «νέου» εναντίον του «παλαιού», με θύμα το «διαρκές». Το εβίωσα ως ακροατής, μετέχοντας σε ημερίδα που οργάνωσε το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, όπου διδάσκοντες των διαφόρων Αρχιτεκτονικών Σχολών και Τμημάτων της επικράτειας παρουσίασαν τις μεθοδολογικές τους προσεγγίσεις ειδικότερα στο εισαγωγικό μάθημα αρχιτεκτονικής.

Αναφέρομαι εδώ ειδικά σε μία από αυτές, που περιγράφηκε από τους διδάσκοντες, περίπου ως εξής:

Οι σπουδαστικές ομάδες είχαν μεταβεί σε συγκεκριμένη υπαρκτή υπαίθρια περιοχή της πόλης προκειμένου να καταγράψουν δικές τους επιτόπιες παρατηρήσεις και αξιολογήσεις όσων αφορά την εμπειρία τους από το «οικόπεδο». Εκεί, η πρώτη και κύρια συμβουλή- προτροπή των διδασκόντων προς αυτές ήταν επί λέξει: «Πριν απ' όλα  ξεχάστε ότι ξέρετε μέχρι τώρα και μετά ξεκινήστε».

Πρόκειται για ένα γνωστό «τσιτάτο» που συχνά απευθύνεται  (ενδεχομένως με αγαθή προαίρεση) κυρίως από νέους διδάσκοντες  προς νεότατους  διδασκόμενους, προκειμένου οι τελευταίοι να εισαχθούν εξαρχής και γρήγορα σε ένα ριζοσπαστικό - ίσως και ανατρεπτικό- τρόπο αντίληψης των πραγμάτων.

Και σκέπτομαι τώρα εγώ :

Πώς άραγε θα ορίσει ο διδασκόμενος το «ριζοσπαστικό», εάν προηγουμένως δεν ορίσει το «στερεότυπο και καθιερωμένο», ενθυμούμενος και  αναθεωρώντας κριτικά τα βιώματα του (δηλαδή την κεκτημένη εμπειρία και γνώση του από την ζωή) που όμως - περιέργως- καλείται πριν από όλα να ξεχάσει;

Και πέραν αυτού, τι περιλαμβάνει αυτό το «όλα»; (π.χ. ποιος είναι; από πού κατάγεται; Ποιοι είναι οι γονείς του και ποιο είναι το σπίτι του;).

Και τι θα μείνει εάν  ξεχάσει τις αναμνήσεις, τις αγάπες, τις αντιπάθειες, τις χαρές και τις λύπες του; Με τι θα γεμίσει το χαοτικό κενό που θα αντικαταστήσει όλο αυτό το κεκτημένο (καλό ή κακό) μοναδικό κεφάλαιο που διαθέτει; Μήπως οι «ριζοσπαστικές» ιδέες των δασκάλων του, ως αναντίρρητες «βεβαιότητες»;

Τρίτο παράδειγμα: Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, πρέπει να τονισθεί εδώ ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξε, και εξακολουθεί να παίζει ο Μεταμοντερνισμός ως θεωρητικό προκάλυμμα, για τη διεθνή διάδοση και επιβολή αυτού του υλιστικού εκσυγχρονιστικού συστήματος, περί του οποίου γίνεται τόση ώρα λόγος.

Θυμίζω ότι το ρεύμα αυτό έκανε αρχικά την -κάπως αργοπορημένη- παρουσία του στην Ελλάδα αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ως νέα απελευθερωτική θεωρία, που υποστήριξε τη διαφορετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα και κυρίως το «διεθνές- ατοπικό». Επιπλέον, ευαγγελίστηκε ένα ελευθέριο, χαλαρό, αποιδεολογοποιημένο τρόπο ζωής και δράσης, αναπτύσσοντας την ρητορική του αρχικά σε ήπιους, ενίοτε και «παιγνιώδεις» τόνους. Ευαγγελίστηκε επίσης την απελευθέρωση (χωρίς όρους και κανόνες) της προσωπικής έκφρασης, μέχρι του σημείου να μεταλλαχθεί σε προσωπική φαντασίωση. Συνακόλουθα οδήγησε στην γενικευμένη στροφή προς το «ατομικό - ιδιωτικό», ταυτοχρόνως υποτιμώντας το «συλλογικό - κοινωνικό». Τέλος, έκανε δόγμα του το «γιατί όχι;» υποτιμώντας το «γιατί». Προβάλλοντας την ίδια ώρα το δημοφιλές μαζικό αίτημα «θέλω να είμαι ο εαυτός μου». (Δηλαδή κακό είναι να έχεις μέσα σου και κάτι από τον «άλλο» κύριε εαυτέ μου;)

Ειδικά στην Ελλάδα, ο μεταμοντερνισμός βρήκε άμεση απήχηση και εφαρμογή στον καταπιεσμένο μεταδικτατορικό κοινωνικό χώρο (σε όλες μάλιστα τις δράσεις του),  σε μεγάλο μέρος της σπουδάζουσας νέας γενιάς, ιδιαιτέρως στους σπουδαστές και τις σπουδάστριες της αρχιτεκτονικής,  καθώς και στο νεότερο διδακτικό προσωπικό των αρχιτεκτονικών Σχολών. Λειτούργησε δηλαδή στην αρχή εκτονωτικά, αντισυστημικά και ανανεωτικά, μετά από επτά χρόνια σιωπής, εξαναγκασμού και αυταρχικού συντηρητισμού που επέβαλε η δικτατορία.

Εντούτοις, μετά από σταδιακές φάσεις συνεχών θεωρητικών, γλωσσοπλαστικών και στιλιστικών μεταλλάξεων (ενός φαινομένου που αποτελεί βασικό γενετικό χαρακτηριστικό του) ο μεταμοντερνισμός λειτούργησε από την δεκαετία του '80 και έπειτα, ως δρώσα - άκρως επιθετική -συνιστώσα ισχυρών πολιτικών, πολιτισμικών εκπαιδευτικών, οικονομικών, και άλλων εξουσιαστικών δομών του διεθνούς και εντόπιου κοινωνικού χώρου.

Πιστεύω οτι η συμβολή του στην -χωρίς αντίσταση - επικράτηση αυτών των δομών έγκειται στην ίδια την αποδομική φύση του. Ο μεταμοντερνισμός δεν αντί-τίθεται, δεν αντί-στέκεται, δεν διαφωνεί, αλλά ούτε και συμφωνεί. Κυρίως διαλύει και αποδομεί το πεδίο, εξομοιώνοντας, αναμιγνύοντας, μπερδεύοντας μεταξύ τους και αντιστρέφοντας τις διαφορετικές τάσεις που το διατρέχουν. Και έτσι τις απονευρώνει, μετατρέποντας τες σε συνυπάρχουσες, μηδέποτε τεμνόμενες «ενδιαφέρουσες περιπτώσεις», που όλες επιτρέπονται εξίσου.

Για παράδειγμα είναι χαρακτηριστική η αποδομική θεωρία του μέντορα του ρεύματος J. Derrida «περί τις συνεχούς μετακύλισης και αναβολής προς ένα απροσδιόριστο μέλλον, της ερμηνείας του πραγματικού νοήματος και της σημασίας των εννοιών».

Σε απόλυτη σχέση με αυτή την θεωρία, ο μεταμοντερνισμός γέννησε και τη δική του νεφελώδη αποδομική «νέα γλώσσα», που αρκετά νωρίτερα περιέγραψα.

Συμπέρασμα :

Το τρίπτυχο των «εκσυγχρονιστικών» παραδειγμάτων που περιέγραψα προηγουμένως, είναι ενδεικτικό της μεθοδολογίας και στρατηγικής για την «αναίμακτη» επικράτηση της αποδομικής «διεθνούς νέας τάξης» στην παιδεία, την εκπαίδευση και ειδικότερα στη διδασκαλία της αρχιτεκτονικής. Ώστε, ιδιαιτέρως αυτή η τελευταία (καθώς και η εφαρμογή της στην πράξη) να πάρουν την στρεβλή κατεύθυνση  που -πλην ελάχιστων εξαιρέσεων- έχουν μέχρι σήμερα.

Ειδικά η εντόπια αρχιτεκτονική εφαρμογή και διδασκαλία πραγματοποίησαν

-εξ' αυτού του λόγου-  τα τελευταία 40 χρόνια μία θεαματική κυβίστηση. Τούτο συνέβει όταν αυτές, από την «Αρχιτεκτονική Άνοιξη του Ελληνικού  Ύστερου Μοντερνισμού» της δεκαετίας του '60 και των εξαιρετικών πεπραγμένων της (που είχε διακόψει βίαια η δικτατορία) πέρασε στη συνέχεια στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Τότε λοιπόν, αποφασίσαμε να μην συνεχίσουμε τη σταματημένη πορεία, που είχαν χαράξει ο Α. Κωνσταντινίδης, ο Δ. Πικιώνης, ο Τ. Ζενέτος -και άλλοι- προς νέους αρχιτεκτονικούς δρόμους.

Αντιθέτως, προτιμήσαμε να παραχώσουμε το συγκεκριμένο πολύτιμο αρχιτεκτονικό μας κεφάλαιο στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, και εκτός διδακτέας ύλης των αρχιτεκτονικών Σχολών! (Απίστευτο και όμως αληθινό!!) Ταυτοχρόνως διαπράξαμε το τεράστιο ιστορικό λάθος να εφαρμόσουμε και κυρίως να διδάξουμε μιμητικά την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική των διεθνών Stars, όπως υλοποιήθηκε στο Ντουμπάι, στο Πεκίνο και στις άλλες μητροπόλεις ανάλογων «δημοκρατικών» καθεστώτων, πάντα σύμφωνα με τις επιταγές της «νέας εκσυγχρονιστικής τάξης», του εμπορευματοποιημένου θεάματος και του "life-style".

«Ύστερος Ελληνικός Μοντερνισμός της δεκαετίας του '60» :
Άρης Κωνσταντινίδης (« Σπίτι διακοπών στην Ανάβυσσο»- σκίτσο Τ.Μπίρη).

Δημήτρης Πικιώνης ( Δημοτικό Σχολείο στον Λυκαβηττό - σκίτσο Τ.Μπίρη).
Τάκης Ζενέτος ( Μεταλλικό υπαίθριο θέατρο στο Λυκαβηττό - σκίτσο Τ.Ζενέτου).

 

«Διεθνής Μεταμοντερνισμός - περιόδου 1980 και έπειτα»

Μια αρχιτεκτονική της φαντασίωσης, της εντύπωσης και του θεάματος. Όχι του «Είναι», αλλά του «μοιάζει με», ως γύμνασμα «Υπέρ - τεχνολογικού Ιμπρεσιονισμού». Πότε μοιάζει με τεράστιο γλιστερό υπόθετο μπηγμένο στο ανυπεράσπιστο σώμα της πόλης ( J.Nouvelle,  «γραφειακό συγκρότημα - Βαρκελώνη»). Και πότε φαίνεται να «υπερίπταται» ή να «καταρρέει» ή να «ξεδιπλώνεται», παρότι (κρυφά)  στηρίζεται ακίνητη στη γη. (Fr. Gehry, «Μουσείο Guggenheim - Bilbao»).

III. Η ανάγκη ενός - αντίθετου προς την παγκοσμιοποιημένη υλιστική «νέα τάξη» - ανατρεπτικού διδακτικού λόγου στην αρχιτεκτονική (και όχι μόνο)  εκπαίδευση.
Πιστεύω ότι - υπό τις σημερινές αντίξοες συνθήκες που περιγράφηκαν - μια τέτοια διδασκαλία πρέπει, πριν από όλα, να αντιτεθεί ισχυρά στην αποδομική εκσυγχρονιστική θεωρία της σύγκρουσης του «νέου» με το «παλαιό». Θεωρία που υποκρύπτει μια σταθερή εμμονή για την διαρκή κυριαρχία του πρώτου, το οποίο μάλιστα πρέπει (υποχρεωτικά) να ξεπεραστεί αμέσως με κάτι «ακόμη πιο νέο», και πάει λέγοντας. προς δόξαν των μηχανισμών της υπερκατανάλωσης και της κερδοφορίας που αυτή αποφέρει.

Πιστεύω όμως εξίσου, ότι ο νέος διδακτικός λόγος δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα της αντίρροπης εμμονής, δηλαδή εκείνης της αποκλειστικής λατρείας του «παλαιού».

Αντιθέτως, νομίζω ότι χρειάζεται να επικεντρώσει τη δυναμική του στην ανάδειξη της μεγάλης διδακτικής αξίας του «πρωτογενούς» και «διαρκούς», ως γενετικών δομικών συνιστωσών, τόσο του «νέου», όσο και του «παλαιού». Προτείνω λοιπόν μια διδασκαλία που - για ένα κρίσιμο διάστημα - θα στρέφεται όχι προς τα «πίσω» ή προς τα «εμπρός», αλλά «προς τα μέσα». Δηλαδή, ένα -αντίστροφο προς την ανερμάτιστη εκσυγχρονιστική μανία- στοχαστικό «ένδον σκάπτε». (Εξ' ου και ο τίτλος της ομιλίας μου με το πρόταγμα : «Από το πρωτογενές και διαρκές άρξασθαι».)

Εξειδικεύοντας τα παραπάνω στη διδασκαλία της αρχιτεκτονικής, αυτή η -προς ώρας- εσωστρεφής πορεία μπορεί εντέλει να οδηγήσει στην -διαρκούς αξίας- έμφυτη (και γι' αυτό συλλογική) γνώση και εμπειρία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, ως σταθερή βάση θεμελίωσης πραγματικά νέων ιδεών για την ελληνική αρχιτεκτονική. Και  ταυτοχρόνως να αποδώσει ξανά θετικό νόημα στην εξωστρέφεια μας προς τον διεθνή χώρο.

Μιλώ εδώ για γνώση και εμπειρία, σήμερα ξεχασμένη ή αδρανή, που όμως εξακολουθεί να ενυπάρχει διαρκώς στο συλλογικό υποσυνείδητο, ως βασικό γενετικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Χαρακτηριστικό το οποίο αποδίδει ένα κοινό σημάδι στις άπειρες παραλλαγές των ατομικών ιδιομορφιών μας.

Εκεί, στο βάθος της ύπαρξης μας, λειτουργούν τα αρχέτυπα της αρχιτεκτονικής, θεωρημένα, όχι ως συγκεκριμένες μορφές ή εικόνες, αλλά -κυρίως- ως αφηρημένες ιδεογραμματικές χωρικές χαράξεις ή διατάξεις, που  λειτουργούν ως σύμβολα.

 

Το αρχέτυπο, ως πρωτογενής - ασυνείδητη, βιωματική, χωρική (και όχι μόνο) εμπειρία, γνώση και επί τόπου πρακτική εφαρμογή.

(α). Ο κυκλοτερής χώρος για συλλογική συνάντηση, επικοινωνία και συζήτηση. Το αρχέτυπο της «πλατείας», του «αιθρίου», της «αυλής».
(β). Ιδεογραμματική δομική απεικόνιση του παραπάνω αρχέτυπου.
(γ). Η «χειρονομία»,  ως μέσο έκφρασης του ίδιου αρχετύπου.

(δ). Ιδεογραμματικές (σπειροειδής ή κυκλοτερείς) σχεδιαστικές απεικονίσεις του «Δοχείου Ζωής».
(ε). Το αρχέτυπο του «Δοχείου Ζωής» ως υλοποιημένο σύμβολο : ο «Οίκος», ως διαχρονικό κυβιστικό πρότυπο - στοιχείο του ελάχιστου κατοικήσιμου χώρου.

Σε αυτό το βάθος λοιπόν, μπορούμε ίσως να ξαναβρούμε και το ελλείπον πεδίο στοιχειώδους συλλογικής επικοινωνίας και συνεννόησης, στο οποίο αναφέρθηκα (εξειδικεύοντας ήδη από την αρχή της ομιλίας μου το έλλειμμα αυτό κυρίως στη σχέση διδάσκοντα και διδασκόμενου).

Γιατί αυτή η πρωτογενής, συλλογική εμπειρία και γνώση μας ενώνει. Και επιπλέον, λειτουργεί ως μοναδική βάση κοινής αναφοράς και συνάντησης μέσα στην χαοτική αταξία της διεθνούς νέας αρχιτεκτονικής (και όχι μόνο) τάξης!

Τι είναι, όμως, και πώς λειτουργούν τα αρχιτεκτονικά αρχέτυπα;

Από πλευράς μου επιχειρώ να απαντήσω σε αυτή την αναμενόμενη ερώτηση των σπουδαστών και σπουδαστριών μου, κυρίως μέσω ζωντανών παραδειγμάτων της καθημερινότητας. Ώστε στη συνέχεια να προσπαθήσω να αναδείξω την αρκετά περίπλοκη βασική ιδιότητα τους, να έχουν γεννήσει (και να γεννούν μέχρι σήμερα) νέες ιδέες για τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές του κόσμου και των τόπων, σε όλο το φάσμα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. (Προσοχή όμως. Τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αυτές έχουν ως ιδεολογικό τους πρότυπο το ανθρωποκεντρικό «Δοχείο Ζωής» του Άρη Κωνσταντινίδη (και όχι φυσικά το διεθνές «life style»!).

 

Τα χωρικά αρχέτυπα ως πυκνωτές σύνθετων νοημάτων και συμβολισμών :

Οι συμβολισμοί της Ελληνικής έντεχνης αρχαϊκής αρχιτεκτονικής, σε συνδυασμό με την επιλογή μιας φορτισμένης τοποθεσίας, ανάγουν το αρχέτυπο του «Ανθρώπινου Οίκου» σε «Οίκο Θεών» ( «Ναός Ποσειδώνα»- ακρωτήριο Σουνίου).

Το ίδιο συμβαίνει και στην λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική μας. Στην περίπτωση αυτή, απλώς και μόνο η προσθήκη στο «Δοχείο Ζωής» του συμβόλου του Σταυρού, αλλά και η επιλογή ως τοποθεσίας, της μικρής βραχώδους εσοχής ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα αρκούν για την «μετάβαση» της αρχιτεκτονικής από τον χώρο του «πραγματικού» σε εκείνο του υπερβατικού.

IV. Μια νέα (αλλά θεμελιωμένη στο «διαρκές- πρωτογενές») προσωπική πρόταση για ένα εισαγωγικό μάθημα στην αρχιτεκτονική.
Κατά τη συγκεκριμένη αυτή διδασκαλία αξιοποιείται αρχικά, τόσο από τον διδάσκοντα, όσο και από τον διδασκόμενο η βιωματική, εμπειρική παρατήρηση σε συνδυασμό με την κριτική σκέψη, επιτόπου του έργου.

Χρησιμοποιούνται ως μέσα συνεννόησης και από τους δύο, σύγχρονα, ζωντανά παραδείγματα (όπως το προηγούμενο που περιγράφηκε).

Και έτσι τίθενται -εμμέσως- προς διερεύνηση, κεφαλαιώδη πρωτογενή αρχιτεκτονικά ζητήματα (πχ. Τι άραγε σημαίνει για τους ίδιους τους διδασκόμενους το «Σπίτι», ο «Οίκος» και το «Κατοικείν», και ποιες είναι οι προσωπικές περί αυτών εμπειρίες τους, που καλούνται πλέον να τις ξαναθυμηθούν με κριτική όμως διάθεση και όχι να τις ξεχάσουν. Δηλαδή, να ξαναθυμηθούν, πώς και που κινούνται, πώς και που στέκονται (κατά μόνας, σε παρέες ή σε μεγάλες ομάδες) μέσα στον χώρο της Σχολής.

 

 

Η ζωή στη Σχολή ως αρχιτεκτονικό δίδαγμα (α)

Εδώ παρουσιάζεται το γνωστό «πηγαδάκι», δηλαδή η αυθόρμητη δημιουργία του «αρχέτυπου κυκλοτερούς χώρου» προκειμένου να γίνει μια συλλογική παρουσίαση ή συζήτηση. Σκέφτομαι: Ποιος -αν όχι το ένστικτο και η αρχέτυπη γνώση - δίδαξε (και εξακολουθεί να διδάσκει) την αυτονόητη χρήση αυτής της

-διαρκούς αξίας- διάταξης, προκειμένου να λειτουργήσει φυσιολογικά μια συζήτηση;

Ποιος επίσης δίδαξε τον από κοινού καθορισμό της διάστασης των -περίπου- πενήντα πόντων (δηλαδή τον σωματικό ιδιωτικό χώρο) που χωρίζει κάθε θεατή από τον γείτονα του; Το πανεπιστήμιο ή η διαρκής, κοινή, συλλογική γνώση της ζωής;

 

Η ζωή στη Σχολή ως αρχιτεκτονικό δίδαγμα (β)

Οι διδασκόμενοι καλούνται επίσης  να «ξαναθυμηθούν» πώς, πότε και γιατί χρησιμοποιούν το αίθριο και τις στοές της. Ποιες δράσεις και συμπεριφορές εκδηλώνονται εκεί (πχ. συζήτηση, μάθημα, παιχνίδι, εργασία, αντιπαράθεση, «φλέρτ»!). Πως και πότε ο χώρος χρησιμοποιείται «ορθόδοξα» και πως και πότε «ανορθόδοξα».

Πώς και γιατί «αγαπιέται» ή «δεν αγαπιέται» ο αρχιτεκτονικός χώρος. Εάν και πως τα παραπάνω συναισθήματα γεννώνται αποκλειστικά με αρχιτεκτονικά  μέσα (συμβολικά, αισθητικά, λειτουργικά), ή όχι.

 

 

Στις ασκήσεις θεωρίας και εφαρμογής, χρησιμοποιείται συχνά ως -συλλογικής χρήσης- μέσο συνεννόησης ανάμεσα στον διδάσκοντα και τον διδασκόμενο, η εξαιρετικά διδακτική γλώσσα των χειρονομιών, για την αναπαράσταση ή περιγραφή μίας ιδέας ή ενός χώρου, αντί της καθιερωμένης γλώσσας του προφορικού λόγου, του σχεδίου, και της εικόνας.

(Έχω παρατηρήσει ότι κατά την παρουσίαση από τους διδασκόμενους του συνθετικού τους θέματος, χρησιμοποιείται από αυτούς ένα πολύπλοκο, συχνά ακατανόητο και γριφώδες λεξιλόγιο που δύσκολα αγγίζει την ουσία των προτάσεων τους. Την ίδια ώρα όμως οι κινήσεις των χεριών τους, σε συνδυασμό με εκείνες του σώματος τους και τις εκφράσεις του προσώπου τους, έχουν ασυνείδητα ήδη εξηγήσει το «ανείπωτο»).

Και πιο γενικά, εφαρμόζεται για τον ίδιο λόγο η διδακτική γλώσσα της παραστατικής σωματικής κίνησης και κιναισθητικής των ιδίων των συνομιλούντων. Στην ουσία, η διδασκαλία μοιάζει τότε με ένα είδος «θεατρικής» παράστασης(!). Λες και εκείνη την στιγμή είμαστε - ή νοιώθουμε ότι είμαστε - εμείς οι ίδιοι ο χώρος ή το κτίριο που περιγράφουμε.

Στον συνήθη προφορικό λόγο γίνεται μια εκατέρωθεν προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί μια γλώσσα καθημερινή, απλή, σαφής, και όχι εκείνη της χαοτικής μεταμοντέρνας λεξιλαγνίας.

Χρησιμοποιείται πολύ το χειροποίητο σχέδιο ή σκίτσο και η -επίσης χειροποίητη- τρισδιάστατη μακέτα εργασίας.

Εννοείται φυσικά, ότι και ο υπολογιστής χρησιμοποιείται ως απαραίτητο μέσο σχεδιασμού, αλλά σε ειδικές φάσεις της συνθετικής διαδικασίας και κυρίως, όχι ως «δημιουργός» - γεννήτορας, αλλά ως εργαλείο της αρχιτεκτονικής. Επίσης αποφεύγεται η θεοποίηση της υπέρ- επεξεργασμένης ηλεκτρονικής εικόνας.

Με την λογική αυτή γίνεται συνεχής εναλλαγή της χρήσης των φυσικών εκφραστικών κέντρων και μέσων (μυαλό, χέρι, μάτι) με εκείνη του υπολογιστή.

Το μεταλλασσόμενο διδακτικό μοντέλο. (Αποτέλεσμα συνεργασίας με τους συναδέλφους Ελένη Αμερικάνου και Πάνο Εξαρχόπουλο)

Πρόκειται για ένα αυτοσχέδιο διδακτικό μοντέλο - εργαλείο (ένα είδος αρχιτεκτονικού kit) με το οποίο συμπληρώνω και εφαρμόζω στην πράξη τη διδασκαλία μου. Έτσι αυτή, συμπληρώνεται με πραγματοποίηση ανάλογων αρχιτεκτονικών συνθέσεων, που μπορούν να «χτίζονται» ταχύτατα απευθείας πάνω στο μοντέλο «επιτόπου του έργου», από τον διδάσκοντα, αλλά και τον διδασκόμενο.

Ουσιαστικά είναι ένα «αρχιτεκτονικό παιχνίδι» σύνθεσης και ανασύνθεσης πρωτογενών (αρχέτυπων) χωρικών διατάξεων, όπως γεννήθηκαν και επιβιώνουν ακόμα και σήμερα στον τόπο μας, που μπορεί να παίζεται -όπως είπα ήδη- εναλλάξ και αμφίπλευρα από τον διδάσκοντα και τους διδασκόμενους. Στις εικόνες 11 και 12 το μοντέλο χειρίζονται αντιστοίχως οι «χωρο-παίκτες» (!) της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ και οι «χαρτο-παίκτες» (!!) του Paul Cezanne, μέσω μιας ελάχιστης παρέμβασης στο γνωστό έργο του μεγάλου ζωγράφου.

Βασικό ζητούμενο κατά τη χρήση του μοντέλου είναι πχ. η σύνθεση του αρχιτεκτονικού χώρου με αποκλειστική χρήση μόνο των τριών βασικών δομικών στοιχείων συγκρότησης του, στο -διαχρονικής, εντόπιας, αλλά και διεθνούς χρήσης-  σύστημα «Δοκός επί Στύλων».

Το αρχέτυπο του δομικού συστήματος «Δοκός επί Στύλων» ή «Δοκός επί φερόντων τοίχων», ως χαρακτηριστικό διαχρονικό σημάδι της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής (και όχι μόνο).

(α) Το παράδειγμα της αρχαϊκής έντεχνης αρχιτεκτονικής μας.
(β) Το εικαστικό παράδειγμα του τυπικού ημιτελούς ελληνικού «γιαπιού» στο γνωστό ψηφιδωτό του Γιάννη Τσαρούχη.

(γ) Η έμπηξη στη γη του «αρχέγονου στύλου», ως πρωτογενές διαχρονικό σύμβολο της αρχιτεκτονικής (παλαιάς και νέας) ανά τον κόσμο.
(δ) Το δομικό σύστημα «Δοκός ή Πλάκα επί Στύλων» στην σύγχρονη διεθνή αρχιτεκτονική (τα παραδείγματα του
Le Corbusier και του Mies Van Der Rohe»).
(ε) Και πάλι ο αποδομικός μεταμοντερνισμός του «φαίνεται σαν» και «μοιάζει με», όπου το οποιοδήποτε δομικό σύστημα αποκρύπτεται ή παραποιείται.

Το διδακτικό μεταλλασσόμενο μοντέλο όπως χρησιμοποιείται στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ και κυρίως στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΔΠΘ.

Εδώ παρουσιάζονται τα στοιχεία που συγκροτούν το αρχιτεκτονικό Lego και οι βασικές αρχέτυπες χωρικές διατάξεις που συντίθενται πάνω στην βάση του.

Κατά την εξέλιξη των ασκήσεων ερευνάται μια σειρά από πρωτογενείς, διαρκούς αξίας  αρχιτεκτονικές έννοιες. Έτσι, αντιστοίχως αναδεικνύονται:

- Η σημασία του «ανθρώπου» (δηλαδή του «χρήστη» του  αρχιτεκτονικού χώρου). Μια ανδρική και μια γυναικεία φιγούρα παρουσιάζονται σε όλες τις υπό έρευνα διατάξεις, ως ένδειξη και υπόμνηση του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής, αποδίδοντας σε αυτήν νόημα και κλίμακα.
- Η σημασία της βάσης με τον κάναβο σε κλίμακα 1:50 ως βασικό σύστημα αναφοράς που καθορίζει το οριζόντιο επίπεδο (τη γη) και τον κατακόρυφο άξονα (τη δύναμη της βαρύτητας).
- Η σημασία της «δομής», θεωρημένης ως πρωταρχικό κανονιστικό συνθετικό σύστημα το οποίο γεννά τη μορφή, και επομένως προηγείται αυτής κατά την εξέλιξη της συνθετικής διαδικασίας. Πρόκειται για μια θεωρία που αντιτίθεται στην -ευρέως διαδεδομένη- αποκλειστική λατρεία της μορφής, καθώς και της αισθητικής επεξεργασίας της, που συχνά θεωρούνται σήμερα ως η πεμπτουσία της αρχιτεκτονικής σύνθεσης!

Σύγκριση του προηγούμενου με άλλο  «kit» διαφορετικής διδακτικής κατεύθυνσης, συγκεκριμένα εκείνο του Hejduk (Σχολή «Cooper Union»), μέσω του οποίου υποστηρίζεται ότι η μορφή γεννιέται από την σύνθεση ή ανασύνθεση άλλων μορφών, και όχι από την δομή.

Τέλος, σημειώνω ότι πολλές φορές, κατά τη διάρκεια των ασκήσεων, αυτή καθεαυτή η λογική του μοντέλου και η -δια της χρήσης του- επιχειρούμενη στροφή του μαθήματος προς το «πρωτογενές», «διαρκές» και «αρχέτυπο», οδηγεί τη διδακτική ομάδα στη διεύρυνση της θεώρησης του δομικού συστήματος «Δοκός επί Στύλων», πολύ πέραν του τυπικού αντικειμένου ενός μαθήματος αρχιτεκτονικής.

 

Η διεύρυνση πέραν της αρχιτεκτονικής, της διδακτικής σημασίας του δομικού συστήματος «Δοκός επί Στύλων».

Στην περίπτωση αυτή γίνονται (όπως ήδη ανέφερα) νοητικοί παραλληλισμοί του πχ. με τους σχηματισμούς των αρχαίων ερειπίων μας, όπου το συγκεκριμένο δομικό σύστημα αποκτά πέραν της αυστηρά δομικής, και μια άκρως συμβολική -και γι' αυτό γενικευμένη- διδακτική σημασία.

Επίσης γίνονται και νοητικές μεταφορές του σε -διαφορετικά από την αρχιτεκτονική- πεδία δημιουργικής σκέψης και δράσης. Για παράδειγμα, συσχετίζεται με τον «Σωκρατικό Λόγο», ο οποίος -κατά μία άποψη- προσομοιάζει στο κτίσιμο ενός εξαιρετικού αρχιτεκτονήματος, όπως πχ. ενός αρχαίου ελληνικού ναού. Πρόκειται δηλαδή για έναν λόγο που δομείται και αυτός με στοιχεία του ιδίου συστήματος (πχ. την Βάση ( το κρηπίδωμα)- τον Κορμό (τους τοίχους και τα υποστυλώματα) -την Στέψη ( τη στέγη).

Έτσι -μέσω αυτών των νοητικών μεταφορών-   τίθενται με εκμαιευτικό τρόπο προς συζήτηση, ακόμη και δύσκολα ή αμφιλεγόμενα ζητήματα, που ξεπερνούν την αρχιτεκτονική, παρότι αναφέρονται και σε αυτή. Εννοώ θεμελιώδεις έννοιες όπως «Τόπος» και «Ελληνικότητα», οι οποίες σήμερα, αμφισβητούνται, ή στρεβλώνονται, ή χάνονται ανεπιστρεπτί!

Μην ξεχνάμε άλλωστε το κοινωνικό, ανοιχτό, ελεύθερο, διαλεκτικό - πότε «σκιερό» και πότε «φωτεινό» - στοιχείο της φιλοσοφίας αυτού του μεγάλου Έλληνα στοχαστή. Μιας φιλοσοφίας που μεταδόθηκε στους μαθητές του ενόσω όλοι μαζί περπατούσαν, στέκονταν και συζητούσαν σε σκιερές στοές και φωτεινά αίθρια. Δηλαδή σε ανοιχτούς και ελεύθερους δημόσιους κοινωνικούς χώρους (στην ουσία αρχέτυπους «αρχιτεκτονικούς πυκνωτές» πολιτικών και πολιτιστικών σημαινομένων) σημαδεμένους από τα πολύ ειδικά χαρακτηριστικά του «Πνεύματος του Τόπου» μας. Εδώ λοιπόν, η πολυεπίπεδη  νοητική αναφορά στον Τόπο και την Ελληνικότητα είναι αρκετά καθαρή.

Είναι σημαντικό μάλιστα, ότι η διερεύνηση των δύο εννοιών  γίνεται σε αναφορά με τη δομή τους, και όχι σε αναφορά με τη σκηνογραφική μορφοπλασία τους, που σήμερα γεννά την εκτρωματική «λαϊκότροπη», ή «αρχαΐζουσα», ή «ατοπική» παραποίηση και του «Τόπου», και της «Ελληνικότητας», και του «Διεθνούς».

Η υπέρβαση της αρχιτεκτονικής μέσω της ίδιας της διδασκαλίας της πάνω στο μοντέλο, σε μία ομάδα νηπίων κατά την επίσκεψη τους  στο «Μουσείο Μπενάκη».

Παρατηρείστε το βλέμμα του μικρού αγοριού (δεξιά) που ανυπάκουα βρίσκεται τελείως αλλού. Δεν παρακολουθεί το δάχτυλο του δασκάλου που δείχνει ένα ακόμη αρχιτεκτονικό παράδειγμα, όπως κάνει η υπόλοιπη παιδική ομήγυρη. Αντιθέτως, είναι για ώρα επικεντρωμένο στο κοριτσάκι που κάθεται ακριβώς απέναντι του. Βλέπετε, «ο έρως χρόνια δε κοιτά». Και ενώ «οι κυβερνήσεις πέφτουνε, η αγάπη μένει»!

Έτσι, η ζωή θέτει σε εμάς τις δίκες της επιτακτικές προτεραιότητες. Αναλόγως, η Αρχιτεκτονική (όπως και η διδασκαλία της, αλλά και κάθε άλλη δημιουργική σκέψη ή δράση) βρίσκει την πραγματική θέση και αξία της μέσα σε αυτόν τον αναπότρεπτο κύκλο.

Τάσος Μπίρης
Αρχιτέκτων, Ομότιμος καθηγητής Σχόλης Αρχιτεκτόνων Ε.ΜΠ
17-2-2015

 

Υ.Γ. Θα παρατηρήσετε ίσως την μη αναφορά στο κείμενο αυτό (πάρα μόνο σε μια μοναδική περίπτωση στην αρχή του)  ιδιαιτέρως φορτισμένων εννοιών και λέξεων όπως, «Πατρίδα», «Παράδοση», «Πίστη», «Ηθική». Τούτο δεν γίνεται φυσικά από άγνοια ή αδιαφορία προς αυτές και ότι υψηλό σημαίνουν, αλλά με τη σκέψη και επιθυμία της προστασίας τους από την εκσυγχρονιστική στρέβλωση τους εκ μέρους μιας αποδομημένης και «εν συγχύσει τελούσας» διεθνούς και εντόπιας κοινωνίας.

Με αυτή την λογική λοιπόν,  η μη αναφορά τους -τουλάχιστον για ένα κρίσιμο μεσοδιάστημα- προτιμήθηκε εν αναμονή μιας καλύτερης μελλοντικής περιόδου, όταν αυτές θα έχουν επανακτήσει το νόημα τους και τον συλλογικό σεβασμό που τους αναλογεί. Είναι (τολμώ να πω) η προσωπική μου στρατηγική για την διατήρηση τους εν ζωή ακόμη και σήμερα «εν καιρώ κρίσεως και πολέμου». Στρατηγική η οποία μοιάζει κάπως με την αντίστοιχη των αρχαιολόγων, που προστατεύουν (διατηρώντας μέσα στη γη, για όσο χρόνο χρειαστεί), τα πολύτιμα αρχαία μνημεία που δεν έχουν προς ώρας τη δυνατότητα να ανασκάψουν και να αναστυλώσουν,  καθώς περιμένουν και αυτοί τον κατάλληλο χρόνο. Χρόνο που είναι καλό να πιστεύουμε και εμείς ότι θα έρθει. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Τ.Μ.

Φωτογραφίες: Δημήτρης Μπίρης, Πάνος Εξαρχόπουλος, Σοφία Τσιράκη, Ηλίας Χανδέλης.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital