ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

25 Μάιος, 2006

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Στο παρόν άρθρο θα γίνει μια προσπάθεια σύντομης ανάλυσης των βασικότερων δομικών στοιχείων του χώρου που, μέσω της διάταξής τους, τον ορίζουν δημιουργώντας άλλοτε σκληρά και σαφή περιγράμματα και άλλοτε νοητά όρια. (Αχιλλέας Ψυλλίδης)

01. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
02. ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ + ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
03. ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ (ΕΥΚΛΕΙΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΗ)


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο παρόν άρθρο θα γίνει μια προσπάθεια σύντομης ανάλυσης των βασικότερων δομικών στοιχείων του χώρου που, μέσω της διάταξής τους, τον ορίζουν δημιουργώντας άλλοτε σκληρά και σαφή περιγράμματα και άλλοτε νοητά όρια. Θα πρέπει μάλιστα να αναφερθεί ότι ο αριθμός των πιθανών διατάξεων των προαναφερθέντων στοιχείων στο χώρο, είναι πολύ μεγάλος, και η πλήρης ανάλυσή τους δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Για μεθοδολογικούς σκοπούς, πραγματοποιείται μια επιμέρους κατηγοριοποίηση σε δύο υποενότητες: Κατακόρυφα και οριζόντια γραμμικά στοιχεία και Επιφάνειες.

02. ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΑ + ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΓΡΑΜΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Τα κατακόρυφα γραμμικά στοιχεία – υποστυλώματα, πεσσοί – κατέχουν ισχυρότερη θέση στην αντιληπτική απεικόνιση του χώρου από ότι τα οριζόντια.

Τα τελευταία, λειτουργούν συνεπικουρικά – τόσο λειτουργικά όσο και αισθητικά – προς τα κατακόρυφα στοιχεία, μιας που ο βασικότερος ρόλος τους είναι η γεφύρωση των κορυφών των τελευταίων μεταξύ τους.

Άλλωστε τα οριζόντια στοιχεία (δοκοί) δεν μπορούν να υπάρχουν χωρίς τα κατακόρυφα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον ιδιαίτερο τονισμό των σημείων στα οποία συναντούνται τα κατακόρυφα με τα οριζόντια στοιχεία, αλλά και την οπτική ενίσχυση των ακμών που αρθρώνουν το χώρο.

 

 Ένα κατακόρυφο γραμμικό στοιχείο, όπως μια κολώνα, ένας οβελίσκος, ένα δένδρο, ένας πύργος, ορίζει ένα σημείο στο έδαφος και το κάνει ορατό στο χώρο. Ως μοναδιαίο στοιχείο, δεν έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση, πλην ίσως της διαδρομής που οδηγεί κάποιον στη θέση του στο χώρο.

Όταν ένα κατακόρυφο στοιχείο τοποθετηθεί μέσα σε ένα καθορισμένο χώρο, δημιουργεί ένα χωρικό πεδίο γύρω του και διαλέγεται με τον κλειστό περιβάλλοντα όγκο. Όταν ένα υποστύλωμα εφάπτεται ενός τοίχου, προσδίδει ένα επιμερισμό και κλίμακα στην επιφάνεια του τελευταίου. Όταν βρίσκεται στη γωνία ενός περίκλειστου χώρου, τονίζει το σημείο συνάντησης των δύο τοίχων (που ορίζουν τη γωνία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, δηλαδή όταν στέκεται σε διάφορες θέσεις ελεύθερα στο χώρο, οδηγεί στη δημιουργία διακριτών ζωνών, άρα και στον επιμερισμό του γενικότερου όγκου.

 

 Παρ’ όλα αυτά, οι περιπτώσεις και οι παρατηρήσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, ανέδειξαν το ρόλο των κατακόρυφων γραμμικών στοιχείων στον προσδιορισμό χωρικών πεδίων. Για να αποδοθεί καλύτερα η αντίληψη των στοιχείων αυτών ως ορίων ενός χώρου χρειάζεται να γίνει χρήση του εργαλείου της επανάληψης. Εν συνεχεία, η ένταση με την οποία θα πραγματοποιηθεί αυτή η επανάληψη στο χώρο, θα ενισχύσει οπτικά την αίσθηση ενός – λιγότερο ή περισσότερο σαφούς – ορίου. Με βάση αυτό το σκεπτικό, δύο υποστυλώματα δημιουργούν την αίσθηση μιας νοητής χωρικής μεμβράνης μέσω της οπτικής τάσης που αναπτύσσεται ανάμεσά τους.

Αντίστοιχα, τρία ή περισσότερα υποστυλώματα εν σειρά ορίζουν μια κιονοστοιχία (το ανάλογο της οποίας στη φύση αποτελεί η δενδροστοιχία).

Η κιονοστοιχία ορίζει σαφείς χώρους παρ’ όλο που το κενό υπερτερεί του πλήρους. Ο Alberti αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «οι κιονοστοιχίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας διάτρητος τοίχος».

Πέρα όμως από την εν σειρά διάταξη, τα υποστυλώματα – τρία ή περισσότερα – μπορούν να διαταχθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να ορίσουν τις γωνίες ενός χώρου.

Ο συγκεκριμένος χώρος, δεν απαιτεί καμία μεγαλύτερη χειρονομία για να οριστεί.

Βέβαια, τα όρια αυτά είναι κατά κύριο λόγο νοητά. Η οπτική τους ενίσχυση πραγματοποιείται, όπως έχει ήδη αναφερθεί, από τη συνένωση των κορυφών των υποστυλωμάτων μεταξύ τους. ρόλο των οποίο καλούνται να παίξουν τα οριζόντια γραμμικά στοιχεία (δοκοί). Ένα απλό αλλά συνάμα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί το Ρωμαϊκό τετράστυλο atrium (κατά τον Βιτρούβιο). Τέσσερα υποστυλώματα ορίζουν τις γωνίες ενός διακριτού όγκου (ο οποίος ορίζεται νοητά) μέσα σε έναν μεγαλύτερο περιβάλλοντα – περίκλειστο – χώρο (του οποίου τα όρια είναι αρκετά σαφή και ισχυρά).

Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένας ξεχωριστός υπο-χώρος δηλώνοντας κάποιο συμβολικό κέντρο ή ένα ιερό.

 Κανένας χώρος δεν μπορεί να εδραιωθεί χωρίς τον καθορισμό των ακμών και των γωνιών του. Τα γραμμικά στοιχεία (κατακόρυφα και οριζόντια) υπηρετούν αυτό το σκοπό στην επισήμανση των ορίων των χώρων που απαιτούν οπτική και χωρική συνέχεια με το περιβάλλον τους.

03. ΕΠΙΦΑΝΕΙΕΣ (ΕΥΚΛΕΙΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΗ)

Εν αντιθέσει με τα γραμμικά στοιχεία, στις επιφάνειες (κατακόρυφες, οριζόντιες, κεκλιμένες, πτυχωτές, καμπύλες κλπ) υπερτερούν οι δύο διαστάσεις εν συγκρίσει με την τρίτη (πάχος της επιφάνειας). Και στα συγκεκριμένα δομικά στοιχεία του χώρου, οι κατακόρυφες επιφάνειες κατέχουν ισχυρότερη παρουσία στο οπτικό πεδίο από ότι οι οριζόντιες και επομένως είναι περισσότερο κρίσιμες στον ορισμό ενός ιδιαίτερου χώρου και στην παροχή μιας αίσθησης κλειστότητας και ιδιωτικότητας – ή και το αντίθετο – για αυτούς που βρίσκονται εντός τους. Επιπροσθέτως, λειτουργούν και ως στοιχεία διαχωρισμού ενός χώρου από έναν άλλο και εγκαθιστούν ένα κοινό όριο μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών περιοχών.

Η μελέτη διαφόρων απλών διατάξεων των επιφανειών σε μια τετράγωνη κάτοψη – υπερτιθέμενα οριζόντια επίπεδα, ένας απλός κατακόρυφος τοίχος, δύο παράλληλοι τοίχοι, κατακόρυφες επιφάνειες σε σχήμα Γ ή Π, τέσσερα επίπεδα κλπ – καθορίζει πολύ διαφορετικά μεταξύ τους χωρικά πεδία και βαθμούς κλειστότητας, σαφήνειας ή ασάφειας των ορίων.

Αντίστοιχα με τα παραπάνω, υπάρχει η δυνατότητα ορισμού συγκεκριμένων κινήσεων σε έναν χώρο. Ένας χώρος μπορεί να είναι εσωστρεφής ή εξωστρεφής, ανάλογα με τη διάταξη των επιπέδων που τον ορίζουν και το βαθμό κλειστότητας που αυτά παρέχουν. Επιπροσθέτως, οι διάφορες εσοχές και εξοχές που δημιουργούνται από τις καμπύλες και τεθλασμένες – κυρίως – επιφάνειες (και όπως θα αναλυθεί παρακάτω και από τις πτυχωτές επιφάνειες) δημιουργούν διαφορετικά χωρικά πεδία με ενδιαφέρουσες ποιότητες. Το οφιοειδές στηθαίο – παγκάκι του Gaudì, για παράδειγμα, που περιβάλλει το κύριο πλάτωμα στο Πάρκο Güell της Βαρκελώνης, καμπυλώνεται έτσι ώστε η θέα εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τη θέση που επιλέγει κάποιος να καθίσει.

 

Το συνεχές σχήμα S συνιστά μια διαρκή διαδοχή εξωστρεφών και εσωστρεφών τόπων σε όλες τις διαβαθμίσεις. Στο σύνολό του, ενσωματώνει ένα εύρος ποιοτήτων, που το κάνουν εξ’ ίσου κατάλληλο τόσο για μια φιλική συνάθροιση (κυρτά εσωστρεφή τμήματα) όσο και για μια στιγμή μοναχικής χαλάρωσης (κοίλα εξωστρεφή τμήματα). Τα δε «σημεία στροφής», δηλαδή τα τόξα που οριοθετούν τη μετάβαση από το κοίλο στο κυρτό, προσφέρουν ένα αμφίσημο πλεονεκτικό σημείο.

Μια όμως από τις σημαντικότερες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν μια επιφάνεια, είναι αυτή της διπλής επιδερμίδας, δηλαδή των δύο ακρότατων επιπέδων στο πάχος μιας επιφάνειας. Τα επίπεδα αυτά καθορίζουν δύο ξεχωριστά και ιδιαίτερα χωρικά πεδία. Οι επιδερμίδες μιας επιφάνειας μπορούν να είναι πανομοιότυπες ή να διαφέρουν στη μορφή, το χρώμα και την υφή ούτως, ώστε να ανταποκρίνονται σε διαφορετικές χωρικές συνθήκες . Μια οροφή, για παράδειγμα ενός χώρου, η οποία ορίζεται από μια απλή οριζόντια πλάκα, αποτελεί ταυτόχρονα και το δάπεδο της υπερκείμενης στάθμης ενός κτιρίου.

Παρ’ όλη όμως τη συνηθισμένη ευκλείδεια αντίληψη των επιφανειών ως επίπεδων στοιχείων, πρόσφατες έρευνες στην επιστήμη των υλικών και τη βιολογία, βασισμένες σε μακροχρόνιες μελέτες των γεωμετρικών ιδιοτήτων των υλικών, προτείνουν μια διαφορετική προσέγγιση. Ο ιστορικός της επιστήμης Peter Galison, σε σχετικό σύγγραμμά του, αναφέρει ότι «…οι επιφάνειες δεν είναι, όπως συνήθως περιγράφονται, καθαρές, μαθηματικές, λεπτές μεμβράνες που εσωκλείουν χώρους…». Αντιθέτως «…είναι δρώσες και υψηλά δομημένες. Οι επιφάνειες δεν παράγουν βάθος… έχουν το δικό τους είδος βάθους και είναι αυτό το βάθος και η πολυπλοκότητα που τις κάνει βιολογικά ενεργές». Καταλήγει μάλιστα στο συμπέρασμα ότι «η λογική που χαρακτηρίζει τις νανοτεχνολογικές επιφάνειες μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί στην αρχιτεκτονική».

Το πέρασμα από την μικρή στην σχεδόν τεράστια κλίμακα υποστηρίζει ότι «…δεν πρέπει να μας εκπλήσσει», αιτιολογώντας ότι «…εδώ και πολλά χρόνια είναι οικεία η ιδέα του «δέρματος» στην αρχιτεκτονική…».

Αυτός είναι ένας από τους λόγους που, με τη βοήθεια της τεχνολογικής εξέλιξης, οι καμπύλες και πτυχωτές επιφάνειες έρχονται όλο και περισσότερο στο προσκήνιο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής πρακτικής.

 

Οι επιφάνειες αυτές προφανώς συνδεδεμένες με τις ιδέες της συνεχούς κίνησης, της ροής και των μορφικών μετασχηματισμών, δεν βασίζονται πλέον στη διαλεκτική μεταξύ στηρίξεων και φορτίων, αλλά αντιθέτως ξεδιπλώνονται σταδιακά στο χώρο, τόσο κατά μήκος όσο και καθ’ ύψος των κτιρίων, επαληθεύοντας την προφητεία του θεωρητικού Frederick Kiesler κατά τον μεσοπόλεμο, ο οποίος θεώρησε ότι «ο διαχωρισμός των δαπέδων, των τοίχων, των υποστυλωμάτων και της οροφής πρέπει να εγκαταλειφθεί». Αντιθέτως, πρότεινε ότι «μια ροή (πρέπει) να τα ενώνει».

 

Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, τα κτίρια σταματούν να κατέχουν επιφάνειες, αλλά αντιθέτως είναι φτιαγμένα από αυτές.

Αχιλλέας Ψυλλίδης - axips@oneway.gr

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

1. ALBERTI, LEONE BATISTA: “The ten Books of Architecture”, London, 1955 (Ανατύπωση). Τίτλος πρωτοτύπου: “De Re Aedificatoria”, 1452 – 1485.
2. ALEXANDER, CHRISTOPHER et al.: “A Pattern Language”, Oxford University Press, New York, 1977.
3. ANGERER, FRIDRIECH: “Surface Structures in Building”, μετάφραση από το γερμανικό πρωτότυπο: “Bauen mit Tragenden Flächen”, Tiranti, London, 1961.
4. ARNHEIM RUDOLF: “The Dynamics of Architectural Form”, University of California Press, Berkeley, 1977.
5. ARNHEIM, RUDOLF: «Τέχνη και Οπτική Αντίληψη. Η ψυχολογία της δημιουργικής όρασης», εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1999. Μετάφραση από τα αγγλικά: Ιάκωβος Ποταμιάνος. Τίτλος πρωτοτύπου: “Art and Visual Perception. A psychology of the creative eye”, University of California Press, Berkeley 1974 (Rev. ed.), πρώτη έκδοση 1954.
6. CANTER, DAVID: «Ψυχολογία και Αρχιτεκτονική», University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1990, ανατύπωση 1996.
7. CHING, FRANCIS D. K.: “Architecture. Form, Space and Order”, Second Edition, John Wiley & Sons, Inc., USA, 1996.
8. DANBY, M.: “Grammar of Architectural Design”, Oxford University Press, London, 1963.
9. GALISON, PETER: “Nanobiochemiophysics. A Conversation with Peter Galison”, Thresholds, 2003.
10. HERTZBERGER, HERMAN: “Space and the Architect. Lessons in Architecture 2”, 010 Publishers, Rotterdam, 2000.
11. HERTZBERGER, HERMAN: «Μαθήματα για Σπουδαστές της Αρχιτεκτονικής», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 2002. Πρωτότυπη έκδοση: “Lessons for students in Architecture”, Uitgeverij 010 Publishers, 1991, δέυτερη αναθεωρημένη έκδοση 1993.
12. HESSELGREN, SVEN: “The Language of Architecture”, Studentlitteratur, Sweden, Kristianstad, 1969.
13. KEPES, GYORGY: “The Language of Vision”, Chicago, 1944.
14. KIESLER, FREDERICK J., BOGNER, DIETER, LYNN, GREG: “Endless Space”, Hatje Cantz, Germany, 2001.
15. LYNN, GREG: “Animate Form”, Princeton Architectural Press, New York, 1999.
16. MARCH, LIONEL AND STEADMAN, PHILLIP: “The Geometry of Environment”, MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 1974.
17. MARTIENSSEN, HEATHER: “The Shapes of Structure”, Oxford University Press, London, 1976.
18. METAMORPH TRAJECTORIES, 9. International Architecture Exhibition, La Biennale di Venezia, Marsilio, Italy, 2004.
19. PERSIVAL, JOHN: “The Roman Villa”, University of California Press, Berkeley, 1976.
20. PREZIOSI, DONALD: “The Semiotics of the Built Environment”, Indiana University Press, Bloomington, 1979.
21. THOMSON, D’ ARCY W.: «Ανάπτυξη και Μορφή», Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 1999. Μετάφραση (Αμαλία Κώνστα) από το αγγλικό πρωτότυπο: “On Growth and Form”, Cambridge University Press, Cambridge, 1961, πρώτη έκδοση 1942.
22. VON MEISS, PIERRE: “Elements of Architecture: From form to place”, E&FN Spon, London, UK, 1994. Μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο: “De la forme au lieu”, Presses polytechniques romandes, πρώτη έκδοση 1986.
23. ΒΙΤΡΟΥΒΙΟΣ: «Περί Αρχιτεκτονικής», μετάφραση: Π. Λέφας.
24. ΜΙΧΕΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Α.: «Η Αρχιτεκτονική ως Τέχνη», Αθήνα, 1965, πρώτη έκδοση 1940.
25. ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΙΟΥΛΙΑ, ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΙΩΣΗΦ: «Περιγραφή της Εικόνας της Πόλης. Τα περιγράμματα: βασικά στοιχεία προσδιορισμού της φυσιογνωμίας των τόπων», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 1999.
26. ΦΑΤΟΥΡΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α., «Ένα Συντακτικό της Αρχιτεκτονικής Σύνθεσης», Εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1995.
27. ΦΑΤΟΥΡΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α.: «Μαθήματα Συστηματικής Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής», Τόμοι 1, 2, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984.

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital