ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

ΤΟΠΙΑΚΟΙ ΜΕΤΑ_ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Ι:

24 Οκτώβριος, 2006

ΤΟΠΙΑΚΟΙ ΜΕΤΑ_ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Ι:

LANDSCRAPERS – ΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΙ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ -Ο όρος “landscrapers” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον αρχιτέκτονα Antoine Predock, για να περιγράψει ακριβώς εκείνα τα κτίρια τα οποία «ξεδιπλώνουν το έδαφος» και καθιστούν τη γήινη επιφάνεια ως ουσιώδες συντακτικό τους στοιχείο.

Αχιλλέας Ψυλλίδης - axips@oneway.gr

(ΤΟΠΙΑΚΟΙ ΜΕΤΑ_ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΙΙ:)

01. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
02. ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
03. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ LANDSCRAPERS
04. ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

01. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από την εποχή που οι άνθρωποι κατοικούσαν σε σπηλιές, έκαναν εντατική χρήση των γεωλογικών σχηματισμών της φύσης (ίσως ένα από τα αρχαιότερα δείγματα επιτυχούς ένταξης μεγαλειώδους αρχιτεκτονήματος στο φυσικό ανάγλυφο αποτελεί ο ναός της Βασίλισσας Hatshepsut, στην περιοχή Deir el-Bahari της Αιγύπτου, αρχιτ. Semnut) (εικ. 2), όμως μόνο πρόσφατα – κυρίως μέσα από την τεχνολογική εξέλιξη στην επιστήμη της δομικής μηχανικής – μπόρεσαν να προχωρήσουν σε μία υβριδική σύζευξη των ανθρώπινων τεχνημάτων με το ανάγλυφο του εδάφους. Η συγκεκριμένη κατεύθυνση κέντρισε το ενδιαφέρον του σύγχρονου σχεδιασμού, με αποτέλεσμα αρκετές από τις προεξέχουσες προσωπικότητες της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής σκηνής, όπως ο Peter Eisenman, η Zaha Hadid, ο Tadao Ando, οι NOX, οι Mecanoo, οι MVRDV κ.ά., να δημιουργήσουν αντίστοιχα έργα, δίνοντας ο καθένας την δική του ερμηνεία στην αντιμετώπιση του ζητήματος της σύζευξης του τοπίου με την αρχιτεκτονική. Κάνοντας χρήση διαφορετικών κάθε φορά σχεδιαστικών τεχνικών, είτε μέσω της στρατηγικής της σχηματοποίησης, είτε δημιουργώντας υπόσκαφες κατασκευές, είτε ξεδιπλώνοντας το εδαφικό ανάγλυφο, είτε ακόμη ανασυγκροτώντας το ίδιο το έδαφος ορίζοντας νέες τοπογραφίες που χαρακτηρίζονται από οργανικές, ρευστές δομές (πρβλ. και στα άρθρα «Ρευστοί Χώροι – Πτυχώσεις» και «Στοιχεία Ορισμού του Χώρου», ενότητα «Επιφάνειες (Ευκλείδειες και μη)»), καθόρισαν ένα νέο, ιδιαίτερα ενδιαφέρον πεδίο του σύγχρονου σχεδιασμού που σίγουρα δεν περνά απαρατήρητο.

Θα πρέπει, βέβαια, σε αυτό το σημείο να αναφερθεί ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές του ’70, είχαν μπει οι πρώτες βάσεις προς αυτή την κατεύθυνση μέσα από το καλλιτεχνικό κίνημα της Land Art, ή ίσως και ακόμη νωρίτερα, μέσα από τους πειραματισμούς του Isamu Noguchi ο οποίος ξεπέρασε τα κατεστημένα της παραδοσιακής γλυπτικής, ιδίως το 1941 μέσα από την ανάγλυφη παιδική του χαρά, γνωστή ως “Contoured Playground” (Νέα Υόρκη). Άλλωστε η τέχνη προηγείται πάντα της αρχιτεκτονικής.

Το σίγουρο πάντως, είναι πως αυτού του είδους τα κτίρια, αποτελούν μια εναλλακτική προσπάθεια αναίρεσης του – κατά γενική ομολογία – αλαζονικού ως προς τη φύση, χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής.

Τα περισσότερα ζητήματα που αναλύονται στο συγκεκριμένο άρθρο, έχουν στηριχτεί σε αρκετές από τις παρατηρήσεις του ομότιτλου βιβλίου του Aaron Betsky “Landscrapers. Building with the land” (εκδόσεις Thames & Hudson, Νέα Υόρκη, 2002) καθώς και σε άλλα σχετικά συγγράμματα σημαντικών θεωρητικών της αρχιτεκτονικής, όπως παρουσιάζονται αναλυτικότερα στις επόμενες ενότητες.

02. ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Οι βασικές «αμαρτίες» - αν μπορούν να τεθούν ως τέτοιες – της αρχιτεκτονικής πηγάζουν από την ίδια της την φύση ως τέχνημα, ως τεχνητή κατασκευή, αλλά αποτελούν ταυτόχρονα και το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο χτίζουμε στη διάρκεια των αιώνων. Η ίδια η πράξη της κατασκευής ενός κτιρίου προϋποθέτει ότι η γη στην οποία πατάμε δεν είναι αρκετή. Πρέπει να εσωκλείσουμε έναν χώρο με τοίχους, να ομαλοποιήσουμε τις επιφάνειές του και τέλος, να τοποθετήσουμε μια στέγη «πάνω από τα κεφάλια μας» για να προστατέψουμε τους εαυτούς μας από τα «στοιχεία» (Joseph Rykwert, “On Adam’s House in Paradise: The Idea of the Primitive Hut in Architectural History”, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 2nd edition, 1981, σελ. 10 – 15) . Αυτές οι ενέργειες είναι στην ουσία αμυντικές δράσεις: η γη παύει πλέον να αποτελεί έναν τόπο και μετασχηματίζεται σε μια περιοχή, κάτι που μπορεί να καθοριστεί ως η ιδιοκτησία του καθενός και για την οποία θα πρέπει να αμυνθεί ενάντια στους υπόλοιπους. Η δημιουργία ενός κτίσματος είναι παρόμοια με την τοποθέτηση ρούχων στο σώμα μας μιας που αυτό από μόνο του δεν αποτελεί τον κατάλληλο τρόπο εμφάνισης. Αντί για αυτό επομένως, δημιουργούμε ένα δεύτερο στρώμα, μια δεύτερη επιδερμίδα, παρουσιάζοντας έτσι μια μάσκα στον εξωτερικό κόσμο και διογκώνοντας το είναι μας με τη δημιουργία χώρου (Christian Norberg-Schultz, “Intentions in Architecture”, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 1966).

Κατά τη διάρκεια των αιώνων, οι άνθρωποι συνέχισαν να κατασκευάζουν οικοδομήματα με βασικό στόχο την άμυνα από εξωγενείς παράγοντες. Τα κάστρα, τα παλάτια, οι μεγαλοπρεπείς ναοί, αποτελούν σαφή παραδείγματα όλων αυτών που δεν αποτελούν τη φύση. Είναι στην ουσία μνημεία της ικανότητας του ανθρώπου να συλλέγει υλικά, συνήθως από πολύ μακριά, να τα μορφώνει και να τα μετασχηματίζει σύμφωνα με αφηρημένες αρχές, και να δημιουργεί κτίρια που στέκουν ψηλά και περήφανα ενώ στεγάζουν συνάμα ένα εσωτερικό ορθολογιστικό και λειτουργικό. Οι ουρανοξύστες αποτελούν ακριβώς εκείνα τα σύμβολα της ανταγωνιστικής επιθυμίας του ανθρώπου να χτίζει όλο και πιο ψηλά, για κανέναν άλλο λόγο από το να προσφέρει περισσότερο χώρο και μια καλύτερη «εικόνα».

Ωστόσο, η παρουσία της φύσης πάντοτε ελλοχεύει. Κατά τον Aaron Betsky «στα υπόγεια, όπου οι θεμελιώσεις των μεγάλων φιλοδοξιών μας να φτάσουμε τον ουρανό κείτονται επί της γης την οποία τείνουμε να αρνηθούμε, η πραγματικότητα γίνεται προφανής. Φοβόμαστε αυτούς τους σκοτεινούς χώρους. Η οσμή τους και η υγρασία τους διαρρέει στα υπερκείμενα δωμάτια. Μας υπενθυμίζουν το τι έχουμε θάψει, γι αυτό και τους συνδέουμε με την πράξη της αιχμαλωσίας. Στη φαντασία, αποτελούν τους χώρους εκείνους όπου ό,τι νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω ή κατακτήσει αναβιώνει για να πάρει τη, συχνά τρομακτική, εκδίκησή του από εμάς» (Aaron Betsky, op. cit., σελ. 7). Ο Anthony Vidler στο βιβλίο του “The Architectural Uncanny: Essays in the Modern Unhomely”, παρατηρεί με το ίδιο σκεπτικό ότι «όσο ψηλότερα χτίζουμε, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε τον εκτοπισμό μας. Ο φόβος για τα ύψη αυξάνεται καθώς απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από τη γη» (Anthony Vidler, “The Architectural Uncanny: Essays in the Modern Unhomely”, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 1992).

Στη σύγχρονη εποχή, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός έχει λάβει περισσότερο υπ’ όψη του και έχει γίνει πιο προσεκτικός απέναντι στην «πραγματικότητα της γης». Η ενοχή εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ στη σύγχρονη κοινωνία. Ίσως αυτό να προέρχεται από μια αίσθηση του τι έχει χαθεί, μια ρομαντική επιθυμία να επανακτηθεί η σχέση με τη γη. Ωστόσο, η αντίληψη ότι το κτίριο θα πρέπει να «ανοιχτεί» ξανά προς τη φύση, έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές και θεωρητικούς στη διατύπωση του όρου «οργανική αρχιτεκτονική», για να περιγράψει ακριβώς τον τρόπο δημιουργίας ενός κτιρίου που «αποφεύγει τα με τεχνητό τρόπο παραγόμενα υλικά και ξεδιπλώνεται σύμφωνα με τη λογική της ίδιας της ζωής» (David Pearson, “New Organic Architecture: The Breaking Wave”, University of California Press, Berkeley, California, 2001, σελ. 8). Θα ήταν κατά μία έννοια, σαν το κτίριο να αποτελεί έναν οργανισμό που αναπτύσσεται, παρά να κατασκευάζεται σε έναν τόπο.

03. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΩΝ LANDSCRAPERS

Η ανάπτυξη επομένως της θεωρίας των landscrapers αντιτίθεται στην ιδέα των λογικών συστημάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να κατασκευάσουν ορθολογιστικές δομές με μια «εκταφή» των κρυμμένων «κειμένων» (“texts”) και «υφών» (“textures”) του κόσμου γύρω μας. Ο A. Betsky αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η θεωρία των landscrapers στην ουσία «θεωρητικοποιεί» αυτούς ακριβώς «τους δύο όρους: τα «κείμενα» (“texts”) ως αφανείς δομές οι οποίες όταν διαβαστούν ή εκδοθούν πάντοτε εμπεριέχουν τις αρχικές τους σημασίες, και τις «υφές» (“textures”) ως συνεχή πεδία που ξεδιπλώνουμε για να ορίσουμε τους εαυτούς μας ως ξεχωριστές οντότητες. Δεν είναι μόνο οι ξεκάθαρες διαφορές ανάμεσα στο δάπεδο, την οροφή και τους τοίχους, ή ανάμεσα στα υποστυλώματα και τα ανώφλια των θυρών που θεωρούμε ότι αποτελούν τα συντακτικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής. Οι ρωγμές, οι σχισμές και τα ελαττώματα σε αυτό που κατά τα άλλα θεωρούμε ως συμπαγή δομή της γης ή του εδάφους επιτρέπουν να λάβει χώρα ένας χώρος ενασχόλησης χωρίς να υποθέτουμε ότι είναι απαραίτητα διαφορετικός ως προς τη γη» (Aaron Betsky, op. cit., σελ. 8).

Ομοίως, η πράξη της κατασκευής μπορεί να μην οδηγήσει στη δημιουργία μιας δομής που είναι θεμελιακά διαφορετική από τον γύρω κόσμο, αλλά σε αυτή που εμφανίζεται ως ξεκαθάρισμα και αποκάλυψη της ίδιας τη γης. Όπως ακριβώς ένας γλύπτης σμιλεύει έναν βράχο, ο αρχιτέκτονας επιλέγει πια εδαφικά στρώματα θα αποκαλύψει, θα αλλάξει την εμφάνισή τους, και θα τα μετασχηματίσει – ή αλλιώς θα τα σχηματοποιήσει – για να παράγει νέες μορφές οι οποίες ήταν πάντοτε σύμφυτες με το ίδιο το υλικό. Η αρχιτεκτονική κατά αυτή την έννοια δεν είναι η διαδικασία δημιουργίας κάτι νέου, αλλά ο μετασχηματισμός αυτού που ήδη υφίσταται σε μια μορφή η οποία αποδέχεται το σημάδι της ανθρώπινης παρέμβασης. Επομένως, η δημιουργία landscrapers – ή αλλιώς οριζόντιων «ουρανο»-ξυστών ή καλύτερα εδαφοξυστών – είναι μάλλον σκοτεινή και κρυφή. Υποθέτει ότι οτιδήποτε μας περιβάλλει δεν είναι μόνο μια φυσική εμφάνιση, αλλά παράλληλα και ένα «κείμενο» ή «σύστημα» σηματοδότησης που μπορεί να γίνει κατανοητό μέσω της ανίχνευσης του αναγλύφου, του ξεδιπλώματος της επιφάνειάς του, ή της ανάγνωσης των «υφών» του.

Οι βάσεις για αυτό τον τρόπο παρατήρησης της γης, καθοδηγήθηκαν από μια ομάδα Γάλλων και Γερμανών κυρίως φιλοσόφων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Οι προσεγγίσεις τους εισήχθησαν στα Ευρωπαϊκά και Αμερικανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέσα από τα διδάγματα των Gilles Deleuze και Félix Guattari καθώς και των μετα-στρουκτουραλιστών – ή μετα-δομιστών όπως αλλιώς αναφέρονται – Jacques Derrida και Jean-François Lyotard. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο έπαιξε η εκ νέου ανάγνωση κορυφαίων φιλοσόφων, συμπεριλαμβανομένου του Martin Heidegger, του Guy Debord και του Henri Lefebvre. Οι φιλόσοφοι αυτοί είχαν διαφορετικές συμπεριφορές απέναντι στη φύση του εδάφους και στο πως θα πρέπει να μετασχηματίζεται από τις ανθρώπινες κατασκευές, αλλά κεντρική θέση στη σκέψη τους κατείχε η αντίληψη ότι το έδαφος, η γη, δεν πρέπει να θεωρείται ως κάτι δεδομένο. Μάλλον, ένα ενεργό «κείμενο» ή «υφή» ήταν αυτό που έθετε το επίπεδο («την γλώσσα ή τον τόπο») εργασίας.  Η εργασία («είτε ως λέξεις είτε ως πέτρες») θα πρέπει να θεωρείται ως μια προσπάθεια ενασχόλησης, κριτικής και αποδόμησης του εδάφους. Τα λογοτεχνικά έργα ήταν μια αναδιατύπωση της γλώσσας, ακριβώς όπως τα κτίρια ήταν ανασυγκροτήσεις δομικών υλικών και μορφών, και όχι νέες ανακαλύψεις. Για τους αρχιτέκτονες αυτό σήμαινε ότι η δουλειά τους αποτελούσε ένα «ξεδίπλωμα του κειμένου της γης».

Οι εφαρμογές ενός τέτοιου τρόπου σκέψης για την αρχιτεκτονική είναι προφανείς, ωστόσο δύσκολο να προωθηθούν και να πραγματοποιηθούν. Πώς θα μπορούσε άραγε κάποιος να σκεφτεί το κτίριο ως ξεδίπλωμα ή ως μια «αλληγορική» επέκταση; Αρχιτέκτονες, όπως ο Peter Eisenman, έπαιξαν με τους αφηρημένους και σχετικούς με τα κείμενα τρόπους απάντησης σε αυτό το ερώτημα. Όλο και περισσότεροι σχεδιαστές, ωστόσο, αντιλήφθηκαν ότι μπορούσαν να δουν τα κτίριά τους ως νέες «υφάνσεις» υφιστάμενων υλικών και μορφών, και θα έπρεπε να κάνουν ορατές τις εικόνες που είχαν παραμείνει πάντοτε κρυμμένες μέσα στις κλειστές μορφές των κτιρίων. Ο κριτικός Mark Wigley ερεύνησε τη θεωρητική αξία αυτής της μεθόδου εργασίας, δίνοντας έμφαση στο πώς αποσταθεροποίησε την ιδέα της αρχιτεκτονικής ως μεθόδου κατασκευής ορθολογιστικών δομών πάνω σε ένα ουδέτερο η έστω αφηρημένο έδαφος (Mark Wigley, “The Architecture of Deconstruction. Derrida’s Haunt”, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 1993). Όπως ανέφερε ο Wigley – καθώς και αρκετοί άλλοι θεωρητικοί και κριτικοί που δραστηριοποιούνταν στην Ευρώπη την ίδια περίοδο – «οι αρχιτέκτονες βρίσκονταν πάντοτε στην περίεργη φιλόδοξη θέση της πραγματοποίησης του αφηρημένου ως ενός τρόπου δημιουργίας του τέλειου κόσμου όπως τον οραματίστηκαν οι φιλόσοφοι, ενώ παράλληλα έθαβαν τις προθέσεις τους στην ισοπεδωτική πραγματικότητα από την οποία έπρεπε να ξεφύγουν». Κάθε φορά που η αρχιτεκτονική προσπάθησε να διαλυθεί στο «σχεδόν τίποτα», έθαβε την φύση της στα ίδια της τα θεμέλια. Έτσι, υπήρχε πάντοτε αυτό που αποκαλούσε ο Wigley ως «διαρρέουσα, δύσοσμη κρύπτη» κρυμμένη μέσα στον ιστό της αρχιτεκτονικής, όπου, όπως δήλωσε ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής Anthony Vidler «ορισμένα από τα πιο γοητευτικά κείμενα και πειραματισμοί στην αρχιτεκτονική έλαβαν μέρος» (Anthony Vidler, op. cit., σελ. 143).

Ο αμερικανός αρχιτέκτονας Antoine Predock, ο οποίος – όπως ήδη αναφέρθηκε – επινόησε τον όρο “landscraper”, ορίζει ότι το έργο του υφίσταται «στην κορυφή μιας φανταστικής χάραξης δρόμου (“road-cut”) (εικ. 8)– της χάραξης, του κοψίματος, που κάνουν οι χτίστες όταν κατασκευάζουν δρόμους ή σιδηροδρόμους που διατρυπούν ορεινούς όγκους – η οποία αποκαλύπτει ολόκληρη τη γεωλογική ιστορία…

Κοντά στην κορύφωση της κόψης, αλλεπάλληλα στρώματα βράχων δίνουν τη θέση τους στη συσσώρευση της ανθρώπινης ιστορίας, από το χώμα και την ξυλεία στα πλαστικά και τα κουτάκια μπύρας» (Aaron Betsky, op. cit., σελ. 13). Πέρα από αυτά τα διαδοχικά στρώματα, ξεδιπλώνεται μια αρχιτεκτονική σε μία προσπάθεια να γίνει η οργανική έκβαση της ανθρώπινης και γεωλογικής ιστορίας. Εγκαθιστά τον εαυτό της ως μία αφηρημένη, παράξενη τομή της κατασκευής που «κινείται» παράλληλα προς τον ορίζοντα. Ανταποκρινόμενη στις τοπικές συνθήκες, αλλά ορίζοντας παράλληλα τον εαυτό της ως μία γραμμή που χαράσσεται πέρα από τα κατεστημένα σε ένα τέχνημα πλήρως ανθρώπινο, η αρχιτεκτονική προβάλλει ως ερώτημα το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί πλην ίσως μέσω του βιώματος της ίδιας της δομής.

04. ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Η κατάληξη μιας τέτοιου είδους αρχιτεκτονικής ίσως να είναι η σχηματοποίηση και μόρφωση της ίδιας της γης. Οι καλλιτέχνες άλλωστε της Land Art – ή Earth Art – ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές του ’70 άνοιξαν τον δρόμο προς μια ελάττωση της παρουσίας των ανθρώπινων σημείων μέσα ή πάνω στη γη (εικ. 10). Αυτή ακριβώς είναι η «γλυπτική στο διευρυμένο πεδίο» για την οποία μίλησε η Rosalind Krauss το 1979 (Rosalind Krauss, “Sculpture in the Expanded Field”, περιοδικό October, no 8, 1979). Ο ξεκάθαρα αφηρημένος χαρακτήρας τέτοιων έργων καθιστά τον άνθρωπο περισσότερο ενήμερο για τη σχέση ανάμεσα στη γη και τις ανθρώπινες κατασκευές. Μια τέτοια επίγνωση ίσως να οδηγήσει τους ανθρώπους προς την προστασία και διαφύλαξη της γης και του εδάφους, αλλά μπορεί επίσης να τους οδηγήσει στην κατανόηση του ίδιου του τεχνητού χαρακτήρα των ανθρώπινων προσπαθειών να δημιουργήσουν κάτι εκτός της γης. Εν τέλει, ίσως «να μας γνωστοποιήσει ότι ο κομπασμός μας και οτιδήποτε πηγάζει από την εξερεύνηση και εκμετάλλευση της γης είναι αυτό που μας καθιστά ανθρώπινα όντα και μας αποξενώνει από τον κόσμο» (Aaron Betsky, op. cit., σελ. 13).

Αρκετοί σύγχρονοι αρχιτέκτονες τοπίου βλέπουν τα έργα τους ως ένα τρόπο ξεθάματος και διευκρίνισης αυτού που ήδη υφίσταται. Ακολουθούν τo ανάγλυφο του εδάφους, πλάθοντάς το μόνο για να το κάνουν ακόμη πιο ξεκάθαρο, ανασυγκροτώντας υγροτόπους και πραγματοποιώντας σχέδια εξυγίανσης περιβαλλοντικά υποβαθμισμένων περιοχών. Τα έργα τους συνδυάζουν την ανθρώπινη σχηματοποίηση με τις ενδογενείς δυνάμεις της γης. Η αρχιτεκτονική εκείνη η οποία ευαισθητοποιείται στις νέες προσεγγίσεις που αφορούν ζητήματα σύζευξης τοπίου και αρχιτεκτονικής και υφίσταται στην τομή ανάμεσα στο γεωλογικό, το γεωγραφικό και το ανθρώπινο αποτελεί ίσως μία από τις σημαντικότερες εκφάνσεις του σύγχρονου σχεδιασμού.

Ο σκοπός μιας τέτοιας αρχιτεκτονικής είναι να επανεγγράψει και να επανορθώσει τις χρήσεις του εδάφους, ούτως ώστε να γίνει το έδαφος κατανοητό και συνάμα επεξεργάσιμο. Είναι μια αρχιτεκτονική η οποία προσπαθεί να αποκαλύψει την προέλευση του ανθρώπου, τις βάσεις αλλά και τα όνειρα μιας «νέας γης». Οι θεωρίες επομένως που οδήγησαν τους αρχιτέκτονες προς τη γη αποκτούν – μέσα από αυτή την αρχιτεκτονική – σάρκα και οστά.

Οι landscrapers είναι εν τέλει κατά τον Betsky «τα κτίρια εκείνα που μας γνωστοποιούν το ποιοι είμαστε και πού βρισκόμαστε πάνω στη γη. Παίρνουν ποικίλες μορφές, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις ξεδιπλώνουν το έδαφος, υποσχόμενα να θέσουν ένα νέο έδαφος πάνω στο οποίο μπορούμε να ανεγείρουμε μια αρχιτεκτονική της γης» (Ibid., σελ. 13)

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

1. BETSKY, AARON: “Landscrapers: Building with the Land”, Thames & Hudson, Νέα Υόρκη, 2002.
2. DELEUSE, GILLES & GUATTARI, FÉLIX: “A Thousand Plateaus: Capitalism and Schizophrenia”, trans. Brian Massumi, University of Minnesota Press, Minneapolis, 1987.
3. DELEUSE, GILLES: “The Fold: Leibniz and the Baroque”, Minnesota Press, 1988.
4. DERRIDA, JACQUES: “Disseminations”, trans. Barbara Johnson, The University of Chicago Press, Chicago, Illinois, 1978.
5. DERRIDA, JACQUES: “Margins of Philosophy”, trans. Alan Bass, The University of Chicago Press, Chicago, Illinois, 1984.
6. FOUCAULT, MICHEL: “Other Spaces: The principles of Heterotopia”, περιοδικό Lotus, no. 48/49, 1986, σελ. 10 – 24.
7. HEIDEGGER, MARTIN: “Building, Dwelling, Thinking”, trans. Albert Hofstadter, στο “Poetry, Language, Thought”, ed. Casterman, New York, 1972.
8. KIESLER, FREDERICK J., BOGNER, DIETER, LYNN, GREG: “Endless Space”, Hatje Cantz, Germany, 2001.
9. KRAUSS, ROSALIND: “Sculpture in the Expanded Field”, περιοδικό October, no 8, 1979.
10. LIBESKIND, DANIEL: “Radix – Matrix: Architecture and Writings”, Prestel Verlag, München, 1997.
11. LYNN, GREG: “Animate Form”, Princeton Architectural Press, New York, 1999.
12. METAMORPH TRAJECTORIES, 9. International Architecture Exhibition, ενότητες “Surfaces” και “Topography”, La Biennale di Venezia, Marsilio, Italy, 2004.
13. NORBERG-SCHULTZ, CHRISTIAN: “Intentions in Architecture”, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 1966.
14. PEARSON, DAVID: “New Organic Architecture: The Breaking Wave”, University of California Press, Berkeley, California, 2001.
15. RYKWERT, JOSEPH: “On Adam’s House in Paradise: The Idea of the Primitive Hut in Architectural History”, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 2nd edition, 1981.
16. TSUI, EUGENE: “Evolutionary Architecture: Nature as a Basis for Design”, John Wiley & Sons, New York, 1999.
17. VIDLER, ANTHONY: “The Architectural Uncanny: Essays in the Modern Unhomely”, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 1992.
18. WIGLEY, MARK: “The Architecture of Deconstruction: Derrida’s Haunt”, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, 1993.
19. Διάφοροι Συγγραφείς: “The Metapolis Dictionary of Advanced Architecture: City, technology and society in the information age”, Actar, Barcelona, 2003.

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital