ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Ι. Βικέλας

08 Φεβρουάριος, 2016

Ι. Βικέλας

Στόχος της έκδοσης είναι η παρουσίαση και ανάδειξη αντιπροσωπευτικών αρχιτεκτονικών έργων του Ιωάννη Βικέλα. Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ

Η επιλογή αυτών των έργων δεν έγινε με θεματικά αλλά με χρονολογικά κριτήρια, με τρόπο ώστε ο αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την επίδραση του χρόνου και τις αλλαγές που επιφέρει πάνω στην αρχιτεκτονική δημιουργία. Στα 50 χρόνια της πορείας του (1959-2009) ο Ιωάννης Βικέλας μελέτησε και επέβλεψε μεγάλο αριθμό έργων διαφόρων αρχιτεκτονικών τύπων.
Μέσα στις σελίδες του βιβλίου απεικονίζονται πολεοδομικά σύνολα, συγκροτήματα διαμερισμάτων και κατοικιών, επαύλεις, κτήρια γραφείων, ψηλά κτήρια (πύργοι), υπουργεία, δημαρχεία, βιβλιοθήκες, μουσεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, νοσοκομεία, βιομηχανικά κτήρια, ναοί, περίπτερα εκθέσεων, καταστήματα, τράπεζες, εμπορικά κέντρα, κινηματογραφικές αίθουσες, αθλητικές εγκαταστάσεις, ξενοδοχεία, μαρίνες, αεροδρόμια, ταφικά μνημεία, πολυκαταστήματα, δημόσια πάρκα και πλατείες.
Το πλούσιο φωτογραφικό υλικό πλαισιώνουν συνοπτική περιγραφή και κατόψεις κάθε έργου, καθώς και κάποιες λεπτομέρειες για τον τρόπο λειτουργίας του.

 

 

Η αρχιτεκτονική των επιρροών και η κοινωνική λειτουργία

Ανδρέας Γιακουμακάτος

Ο Γιάννης Βικέλας γεννιέται στο Παρίσι· το βιογραφικό αυτό στοιχείο έχει αφ' εαυτού μια διεθνιστική αύρα που ειδικά στην περίπτωση ενός αρχιτέκτονα ταυτίζεται συχνά με τη γνώση και επαφή με μια πραγματικότητα έξω από τα στενά εθνικά όρια. Μαρτυρά ένα κοσμοπολιτισμό, τη δυνατότητα χειρισμών και επεξεργασίας εμπειριών και ιδιωμάτων που μπορούν να ασκήσουν ιδιαίτερη γοητεία σε φιλόδοξους παραγγελιοδότες και σε μια πιο απαιτητική αγορά αρχιτεκτονικής εργασίας. Όταν μάλιστα αυτό το στοιχείο ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ακόμα καλύτερα για τον αρχιτέκτονα, για την πελατεία του και για το ευρύτερο περιβάλλον της σχεδιαστικής επιρροής του.

Στην περίπτωση του Βικέλα τα πράγματα έχουν όντως έτσι, αν κρίνουμε από τον τρόπο με τον οποίο ο βαθιά Αθηναίος αρχιτέκτονας έχει χειριστεί στη διάρκεια της μακρότατης σταδιοδρομίας του τα ερεθίσματα και τις κατακτήσεις της διεθνούς αρχιτεκτονικής σκηνής. Ανήκει στη γενιά εκείνη που εισέρχεται στο επάγγελμα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, σε μια φάση δηλαδή εξαιρετικής ποιοτικής άνθησης της εγχώριας αρχιτεκτονικής παραγωγής και παράλληλα ενός μαζικού αιτήματος ανοικοδόμησης, πολλής δουλειάς δηλαδή για τους διαθέσιμους επαγγελματίες. Τα παραπάνω συνοδεύονται από το αίτημα του εκμοντερνισμού της αρχιτεκτονικής έκφρασης, της εγκατάλειψης δηλαδή του αδιέξοδου κλασικιστικού συντηρητισμού της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και της χωρίς ενδοιασμούς επεξεργασίας των καθιερωμένων διεθνιστικών ιδιωμάτων: Χρησιμοποιώντας, προφανώς, δοκιμασμένα πρότυπα, άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Η εμφανής αναφορά στον Mies, στον Niemeyer ή στον Neutra θεωρείται απολύτως δόκιμη και θεμιτή, όπως προπολεμικά θεωρούνταν θεμιτή η απευθείας αναφορά στον Gropius ή στον Mendelsohn, μέσω των δημοσιεύσεων του «Architecture d'aujourd'hui» ή των βιβλιογραφικών ρεπερτορίων του Sartoris. Άλλωστε και αυτό είναι αποτέλεσμα ενός πνεύματος κοσμοπολιτισμού: Η γνώση και εξοικείωση με τα ξένα ρεύματα και την ξένη εμπειρία, εξοικείωση που στην περιφερειακή και επαρχιώτικη Ελλάδα ήταν κάθε άλλο παρά δεδομένη. Η ικανότητα χειρισμού αυτής της πληροφορίας ήταν πολύτιμη, ενώ αυτοί που το επιχειρούσαν ανήκαν μάλλον σε μια μειοψηφία.

Ομολογώ πως μου έτυχε συχνά να περιδιαβάζω κτίρια στην πρωτεύουσα τα οποία δεν ανήκαν σε μια τετριμμένη λογική οικοδόμησης και πρωτογενούς ικανοποίησης των αναγκών. Ας αναφέρουμε μερικά: Το κτίρο γραφείων στην Όθωνος 8 στο Σύνταγμα (1962)· το συγκρότημα πολυκατοικιών και ο κινηματογράφος Plaza στους Αμπελοκήπους (1965)· ο Πύργος Αθηνών (1967)· η πολυκατοικία στη Ρηγίλλης 16 (1968)· διάσπαρτες πολυκατοικίες στο Ψυχικό των αρχών της δεκαετίας του 1970· το ξενοδοχείο President στους Αμπελοκήπους (1974)· ο πύργος Atrina στο Μαρούσι (1976)· το κτίριο γραφείων στην Αγία Βαρβάρα Χαλανδρίου (1979)· το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στο Κολωνάκι (1986)· τα γραφεία της Κτηματικής Τράπεζας στη οδό Ακαδημίας (1996)· το συγκρότημα γραφείων και καταστημάτων στο Δέλτα Φαλήρου (2006): Όλα είναι έργα του Βικέλα. Δεν πρόκειται ασφαλώς για αριστουργήματα, αλλά για κάτι ακόμη πιο σημαντικό, αν είναι δυνατόν: Για κελύφη που συμβάλλουν με τρόπο ορατό στη βελτίωση της ποιότητας του χτιστού περιβάλλοντος της Αθήνας. Η κρίση, και η κακή και ιδιοτελής χρήση, του δομημένου χώρου του αττικού συμπλέγματος, δεν αντιμετωπίζεται με αριστουργήματα αλλά με την ορατή βελτίωση της μέσης ποιότητας. Αυτή είναι η πρωταρχική μάχη, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που τούτο συνεπάγεται για τη θεωρητική συζήτηση γύρω από την ποιότητα της αρχιτεκτονικής σήμερα στις ελληνικές πόλεις και για τον ενδεχόμενο ρόλο των όποιων -ισχνών- πρωτοποριών. Σε μια ορχήστρα δεν αρκούν κάποιοι μεμονωμένοι σολίστες για την παραγωγή εξαιρετικού ήχου, όταν όλοι οι άλλοι διαθέτουν μουσική καλλιέργεια νυχτερινών κέντρων στα οποία μάλιστα παίζουν το υπόλοιπο της νύχτας. Αν τούτο φαίνεται σήμερα μάλλον δύσκολο, πλέον, στον χώρο της καλής μουσικής, αποτελεί την πραγματικότητα όσον αφορά την παραγωγή και την ποιότητα του χτιστού περιβάλλοντος των πόλεών μας.

Ο Γιάννης Βικέλας έχει σχεδιάσει στα πενήντα χρόνια της πορείας του πάνω από 900 κτίρια, έχει χτίσει σχεδόν τη μισή Αθήνα στην οποία έχει μάλλον κατ' αποκλειστικότητα εργαστεί. Ως γνήσιο παιδί της εποχής του, ξεκίνησε με βάση διεθνιστικές υποθέσεις αξιωματικής σχεδόν ισχύος, κοινές και σε άλλους σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής: Πρόκειται για την υιοθέτηση της γλώσσας του μοντέρνου ορθολογισμού και ειδικότερα του Mies στα πρώτα έργα του, τα περίπτερα της Εμπορικής Τράπεζας και της Ιονικής Λαϊκής Τράπεζας στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1958. Στη συνέχεια έδωσε μάλλον μοναχικές μάχες, που συνεχίζει ως σήμερα, για ζητήματα που βρίσκονται στο κέντρο των πεποιθήσεων και των ενδιαφερόντων του, με αξιοσημείωτες επιδόσεις: Το ψηλό κτίριο και το γυάλινο κτίριο, που αποτελούν κόκκινο πανί για πολλούς ορθόδοξους πασνταράν της ελληνικής, ιδιαιτέρως αθηναϊκής αρχιτεκτονικής. Τα κτίριά του διακρίνονται για την επάρκεια των τυπολογικών και λειτουργικών λύσεων, και για την κατασκευαστική και τεχνολογική επιτηδειότητά τους. Ικανοποιούν δηλαδή με υψηλό επαγγελματισμό τις απαιτήσεις της αγοράς και του πελάτη. Υπάρχουν μάλιστα τύποι κτιρίων, όπως οι αστικές και περιαστικές πολυκατοικίες (για παράδειγμα το έργο του στο Ψυχικό, στην Κηφισιά και στη Φιλοθέη, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά) που δημιούργησαν κυριολεκτικά τυπολογικό και αισθητικό πρότυπο και καθόρισαν την ταυτότητα ολόκληρων περιοχών.

Ο Βικέλας πέρασε από όλες τις φάσεις του αρχιτεκτονικού γούστου: Τον διεθνισμό, τον μεταμοντερνισμό, τον υστερομοντέρνο πλουραλιστικό εκλεκτικισμό. Φαίνεται ότι το μεταμοντέρνο πνεύμα δεν τού προέκυψε ex abrupto, ως αίτημα της μόδας και της εποχής, αν αναλογιστούμε την πρότερη εμμονή του για τη δημιουργία κελυφών «με βάση, κορμό και στέψη» (ιδιαίτερα στα ψηλά κτίρια, βλ. πάλι τον πύργο των Αμπελοκήπων, 1967), ή αρχιτεκτονημάτων με γενικότερη κλασικότροπη διαμόρφωση χάριν «εντοπιότητας» μιας «κατ' αναλογίαν αρχιτεκτονικής» στην πρωτεύουσα του κλασικισμού. Αρκεί το παράδειγμα της Βας. Σοφίας και τριών κτιρίων που υλοποιήθηκαν στον αντιπροσωπευτικό αυτόν δρόμο σε απόσταση λίγων μέτρων το ένα από το άλλο: Η νέα πτέρυγα του Υπουργείου Εξωτερικών (γωνία Ακαδημίας, 1971), το ξενοδοχείο «Αστήρ Παλλάς» (γωνία Πανεπιστημίου, 1979) και το μέγαρο Αρβανίτη στη γωνία με τη Σέκερη, την περίοδο του μεταμοντέρνου ξεφαντώματος (1982). Αν υπάρχει ένα ζήτημα στην αρχιτεκτονική του, είναι η συγκρουσιακή σχέση μορφής και περιεχομένου, η συμβίωση της υψηλής ορθολογικής λειτουργικότητας των κτιρίων του με το εξωτερικό ένδυμα, τη συσκευασία που οφείλει να εφευρίσκεται πάντα εκ νέου, να «αρέσει» και να ασκεί πάντοτε τη δική της γοητεία, σύμφωνη και εναρμονισμένη με ό,τι εμφανίζεται κάθε φορά ως πνεύμα ή και συρμός της εποχής. Από την άποψη αυτή, η παραγωγή του Γιάννη Βικέλα προσφέρει μια θαυμαστή περιήγηση στον κόσμο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, μέσω των πιο απρόβλεπτων επιρροών: Από την πιο προφανή «διαχρονική» παρουσία του Mies (μελέτη ελληνικής πρεσβείας στη Μπραζίλια, 1973) ως τις κατά κανόνα σαφείς αναφορές σε έργα των Norman Foster, Hans Hollein, Fumihiko Maki, Pietro Belluschi, Günther Domenig, Axel Schultes, Bernard Tschumi, ακόμη και των Νίκου Βαλσαμάκη και Αλέξανδρου Τομπάζη. Τα εμπορικά κέντρα μάλιστα αποτελούν εξωστρεφή πληθωρική επιτομή του μεταμοντέρνου οίστρου («Agora», 1985) ή σύνοψη του πνεύματος του αμερικανικού κοσμοπολιτισμού («Galleria», 1979).

Και όμως ο Βικέλας εκφράστηκε σαφώς αρνητικά απέναντι στον μεταμοντερνισμό το 1989, σε μια περίοδο όπου άλλοι αξιόλογοι Έλληνες και Ελληνίδες αρχιτέκτονες έσπευδαν ακόμη να πηδήξουν στο τρένο αυτού του λαϊκιστικού ιστορικισμού. Σε ένα ενδιαφέρον σημείωμά του στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα», όχι μόνο έπαιρνε σαφείς αποστάσεις από τη «νοσταλγική φλυαρία», αλλά προχωρούσε κατά κάποιον τρόπο στην αιτιολόγηση των πολλαπλών αναφορών που μόλις προαναφέραμε. Καλές οι «τάσεις», καλά τα «κινήματα», αρκεί κανείς να μην καταλήγει ποτέ δέσμιός τους, είναι η σύνοψη της σκέψης του Αθηναίου αρχιτέκτονα. Οι στιλιστικές «κατευθύνσεις» είναι βέβαια απαραίτητες στο πλαίσιο ενός εκφραστικού «διακριτικού δυναμισμού» -που σημαίνει «λαμπερή» και εξωστρεφής δημόσια εικόνα της αρχιτεκτονικής- ο οποίος υιοθετεί απαρεγκλίτως τους πιο προωθημένους τεχνολογικούς και κατασκευαστικούς τρόπους της εποχής. Σε ένα πιο πρόσφατο σημείωμά του πάντα στα «Αρχιτεκτονικά Θέματα» (2006) ο Βικέλας αναφέρεται για άλλη μια φορά στον μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής που οφείλει να ακολουθεί τις κοινωνικές συνθήκες και αιτήματα, τονίζοντας ότι μετά τον θάνατο του «less is more» ο δρόμος του σχεδιασμού δεν μπορούσε παρά να περάσει αποκλειστικά από «το διφορούμενο, το πολυσχιδές και το πολύπλοκο της ζωής».

Η αρχιτεκτονική του Γιάννη Βικέλα επέλεξε να ανταποκριθεί με αισιοδοξία και ρεαλισμό, αλλά και με ταλέντο, στο αίτημα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και να εγγυηθεί την αναγνωρισιμότητα για πολλούς πρωταγωνιστές της ιδιωτικής κυρίως οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ανταποκρίθηκε στις ανάγκες της αγοράς χωρίς ιδεολογικές δεσμεύσεις, προσπαθώντας κάθε φορά να ανιχνεύσει και να πειραματιστεί με τον πιο αποδεκτά προχωρημένο βαθμό «πνεύματος της εποχής». Μακριά από την αγωνία της «προσωπικής ποιητικής», σε μια μακρά περίοδο εξέλιξης της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ο Βικέλας έδειξε ποιο είναι το βιώσιμο φάσμα ανάπτυξης των εκφραστικών και τεχνολογικών μέσων της, προορισμένων για μια πελατεία την οποία προφύλαξε (και μαζί με αυτήν και εμάς) από άλλα δραματικά ή και θανάσιμα ολισθήματα. Η ιδέα του τρέχοντος γούστου και της κοινωνικής προβολής, βρήκε στην αρχιτεκτονική του Βικέλα την πιο εξελιγμένη και ενδιαφέρουσα εντόπια έκφρασή της.

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε, στις 15 Μαρτίου 2010, για τον μονογραφικό τόμο Ι. Βικέλας, κατάλογος της έκθεσης (Μουσείο Μπενάκη), εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2010.

 


Εκδόσεις ΚΑΠΟΝ
Ι. ΒΙΚΕΛΑΣ - I. VIKELAS
Πρόλογος: ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΡΙΑΣ
Διευθυντής Μουσείου Μπενάκη
Κείμενα: ΑΝΤΡΕΑΣ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΑΤΟΣ
Καθηγητής Ιστορίας, Κριτικής Ανάλυσης και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής
Τμήμα Αρχιτεκτόνων-Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
ΠΑΝΟΣ ΔΡΑΓΩΝΑΣ
Αρχιτέκτων, Αναπληρωτής Καθηγητής Αχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού
στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών

Σχήμα: 28 x 28 εκ.
Σελίδες: 340
Εικόνες: 600 έγχρωμες
Βιβλιοδεσία: χαρτόδετη
ISBN: 978-960-6878-32-9

Γλώσσα: Ελληνικά και Αγγλικά (δίγλωση έκδοση)
Πληροφορίες ΕΔΩ

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital