ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Τα βυζαντινά μνημεία στη νεότερη Ελλάδα

16 Ιανουάριος, 2013

Τα βυζαντινά μνημεία στη νεότερη Ελλάδα

Το βιβλίο πραγματεύεται το θέμα της προσέγγισης και της αντιμετώπισης των βυζαντινών μνημείων στην πρώτη εκατονταετηρίδα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους.


Στόxος του βιβλίου είναι η εξιστόρηση των προσπαθειών για τη διάσωση της βυζαντινής κληρονομιάς από το νεοελληνικό κράτος, από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, από τη Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, και από ευρωπαϊκές επιστημονικές αποστολές και ιδρύματα, η εξέταση των αντιπροσωπευτικών επεμβάσεων σε βυζαντινά μνημεία του ελλαδικού χώρου και, τέλος, η διερεύνηση του ιδεολογικού και πολιτισμικού πλαισίου τους, κατά τη χρονική περίοδο 1833-1939. Η μελέτη αυτή, φιλοδοξεί να συμβάλει στην έρευνα της ιστορίας των αναστηλώσεων στην Ελλάδα, μέσα από τη διερεύνηση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην αναβάθμιση του Βυζαντίου στην Ελλάδα και στη μέριμνα για τα εκκλησιαστικά μνημεία, και μέσω των ευρωπαικών επιδράσεων στη διαδικασία ανακάλυψης και αναβάθμισης της βυζαντινής αρχιτεκτονικής στη χώρα μας, καθώς και στη διαμόρφωση της νομοθεσίας της προστασίας και των νέων θεσμών.

 


Η Καπνικαρέα από νοτιοδυτικά, στα τέλη του 19ου αιώνα. Το επίπεδο των γύρω δρόμων βρίσκεται σχεδόν στο ίδιο ύψος με το δάπεδο του ναού. R.W. Schultz - S.H. Barnsley (1888-1890).

 

Στη συνέχεια παραθέτουμε κείμενο της συγγραφέας του βιβλίου Ελένη - Άννα Χλέπα με τίτλο «Τα βυζαντινά μνημεία στη Νεότερη Ελλάδα: Ιδεολογία και Πρακτική των Αποκαταστάσεων (1833 - 1939)»

Η μελέτη είχε στόχο να απαντήσει στα παρακάτω ερωτήματα: πώς προσέγγισε και μεταχειρίστηκε τα εκκλησιαστικά μνημεία το νεοελληνικό κράτος με τους  αρμόδιους φορείς προστασίας και τους άλλους θεσμούς (από το 1833 μέχρι το 1939); Σε ποιο βαθμό η θεώρηση των βυζαντινών μνημείων εκφράζει την ιδεολογία του νεοσύστατου κράτους και αντανακλά τις ιδεολογικές συγκρούσεις της κοινωνίας; Πώς επέδρασε η αναβάθμιση του Βυζαντίου στην Ελλάδα στις δραστηριότητες της προστασίας, της διάσωσης και της αποκατάστασης των εκκλησιαστικών μνημείων; Ποιος ήταν ο ρόλος των επιρροών και μεταφορών των κυρίαρχων ιδεολογικών ρευμάτων του ευρωπαϊκού περίγυρου στον 19ο αιώνα, και ποια ήταν η συσχέτισή τους με τα ελληνικά αναστηλωτικά πράγματα; Σε ποιο βαθμό υιοθετούνται ή επιδρούν στο έργο της αποκατάστασης των βυζαντινών μνημείων στην Ελλάδα, οι διεθνείς αρχές των αναστηλώσεων; Ποιοι είναι οι εισηγητές τους και κατά πόσον αυτές επισημαίνονταν από τους πρωταγωνιστές των αναστηλωτικών επεμβάσεων;

Για την εξέταση του θέματος, επιλέχθηκαν αντιπροσωπευτικές επεμβάσεις αποκατάστασης σε σημαντικά εκκλησιαστικά μνημεία στην Ελλάδα από τον  5ο μ. Χ. αι.  μέχρι την Άλωση (1453), σε ένα ευρύ γεωγραφικό πεδίο, που περιλαμβάνει τις περιοχές της ελεύθερης ελληνικής Επικράτειας και τις σταδιακές επεκτάσεις του Εθνικού κράτους, από το 1833 μέχρι το 1912. Τα μνημεία επιλέχθηκαν με κριτήριο την αρχιτεκτονική και ιστορική τους αξία, τον συμβολικό τους χαρακτήρα, κατά την περίοδο των έργων  αποκατάστασης, τα διαθέσιμα τεκμήρια, καθώς και τις ιδιαιτερότητες των επεμβάσεων σε αυτά. Οι δημοσιεύσεις των επεμβάσεων αποκατάστασης σε  βυζαντινά μνημεία είναι όμως εξαιρετικά περιορισμένες. Για το λόγο αυτό, οι ερευνητικοί στόχοι της μελέτης εξυπηρετήθηκαν κυρίως από αρχειακό υλικό (έγγραφα, σχέδια και φωτογραφίες). Τα αρχειακά τεκμήρια φώτισαν πολλές, άγνωστες πτυχές των αναστηλώσεων, όπως τη λειτουργία και την πολιτική της διοίκησης, τις τεχνικές που εφαρμόστηκαν, τις απόψεις των αναστηλωτών, την επιρροή των κυρίαρχων ανά περίοδο αναστηλωτικών τάσεων και τις ιδεολογικές συγκρούσεις.

Οι μελέτες αποκατάστασης συγκεκριμένων μνημείων αφορούν σε αντιπροσωπευτικές επεμβάσεις βυζαντινών εκκλησιών της Αθήνας (1833-1939) (Αγ. Απόστολοι, Αγ. Ασώματοι, Σωτείρα Λυκοδήμου, Αγ. Θεόδωροι, Αγ. Νικόλαος Ραγκαβάς κ.α.), του ναού της Επισκοπής Τεγέας (1884-88), του καθολικού της Μονής Δαφνίου (1885 -1910), των βυζαντινών ναών του Μυστρά (1895-1939), των βασιλικών της Παναγίας Αχειροποιήτου (1912-1939) και του Αγίου Δημητρίου (1917-1939/48) και τέλος, του ναού της Παναγίας Χαλκέων (1934) στη Θεσσαλονίκη. Συγχρόνως, παρουσιάζεται το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και αργότερα του Γραφείου Αναστυλώσεως σε όλη την Επικράτεια.

Η μελέτη διαρθρώνεται σε τρία μέρη, που ακολουθούν κύριες ιστορικές περιόδους, από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, αλλά συγχρόνως και βασικές τομές στη αντιμετώπιση των βυζαντινών μνημείων, που μερικές φορές συμπίπτουν με ιστορικά γεγονότα και ευρύτερες πολιτισμικές αλλαγές, ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το βιβλίο περιλαμβάνει και ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, που συνοψίζει  σημαντικά για το θέμα ζητήματα : αφενός τη διαδικασία αναβάθμισης του Βυζαντίου στην Ελλάδα και αφετέρου, την ανάδειξη της βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία του 19ου αιώνα, και τις αντανακλάσεις της στην ρομαντική αρχιτεκτονική της Ελλάδας.

 


Άγιοι Θεόδωροι. Άποψη του ερειπωμένου ναού, χωρίς τρούλο, από ανατολικά. R.W. Schultz - S.H. Barnsley (1888-1890).

 

Η πρώτη περίοδος από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, μέχρι την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1833-1884)
Η πρώτη περίοδος, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1833-1884) σφραγίζεται από την κυριαρχία του κλασικισμού. Οι ειδικές αναφορές της αρχαιολογικής νομοθεσίας (1834), στην καταγραφή και διάσωση των μεσαιωνικών μνημείων, δεν βρίσκουν εφαρμογή. Η αδυναμία και η μεγάλη καθυστέρηση υλοποίησης των σχετικών μέτρων αντανακλούν την ιδεολογική κυριαρχία του κλασικισμού και των φορέων του (Αρχαιολογική Εταιρεία) στην κρατική πολιτική. Οι περισσότεροι αθηναϊκοί ενοριακοί ναοί, ερειπωμένοι μετά την Επανάσταση, είτε κατεδαφίζονται και τα οικόπεδά τους εκποιούνται, είτε το οικοδομικό τους υλικό «αγιασμένες πέτρες» χρησιμοποιείται στην ανέγερση νέων οικοδομών. Το νεοελληνικό κράτος, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της ελλαδικής εκκλησίας (1834), περιορίζει τον αριθμό των ενοριών και σχεδόν απαγορεύει την ίδρυση νέων ενοριακών ναών στην Επικράτεια, επιβάλλοντας την ανακαίνιση και επισκευή των υφιστάμενων κτηρίων, με έξοδα των ενοριτών. Η επανάχρηση και ο εκσυγχρονισμός των βυζαντινών ναών γίνεται σύμφωνα με το γούστο της εποχής. Οι «νεοκλασικές» συμπληρώσεις και διευρύνσεις των ναών, διανθίζονται με νέο-ρωμανικά ή αναγεννησιακά μορφολογικά στοιχεία, έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Η διατήρηση της βυζαντινής μορφής στην αποκατάσταση της Σωτείρας Λυκοδήμου αποτελεί εξαίρεση. Οι αναστηλώσεις περνούν την εμπειρική τους περίοδο και αποσκοπούν κυρίως στην κάλυψη έκτακτων αναγκών.

Η δεύτερη περίοδος από την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας μέχρι την Επανάσταση του 1909
Με την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884) εντείνονται οι προσπάθειες διάσωσης των βυζαντινών μνημείων, υποστηριζόμενες και από Ευρωπαίους ερευνητές, μέσα στο κλίμα εκσυγχρονισμού της χώρας, το οποίο δημιουργούν οι κυβερνήσεις Τρικούπη. Στο γύρισμα του αιώνα, η ανάγκη για την ιδεολογική χρήση του Βυζαντίου αγγίζει πλέον και τα βυζαντινά μνημεία, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στα ενδιαφέροντα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (Δαφνί, Όσιος Λουκάς) και σταδιακά της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Η συμβολή των Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων, που επισκέπτονται την Ελλάδα, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, ήταν καθοριστική τόσο για την έρευνα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και του διακόσμου της (ψηφιδωτών), όσο και για τη μεταφορά των, υπό διαμόρφωση τότε, αρχών των επεμβάσεων στα μνημεία στην Αγγλία, την Ιταλία και τις  Γερμανόφωνες χώρες.

Πρώτη σημαντική επέμβαση της περιόδου είναι η αποκατάσταση του ναού της παλαιάς Επισκοπής Τεγέας (1884-1888) από τον αρχιτέκτονα Ε. Ziller,  που υιοθετεί  τις νεοσύστατες τότε (1883) ευρωπαϊκές αρχές των αναστηλώσεων.

Το πλέον αντιπροσωπευτικό έργο όλης της περιόδου είναι εκείνο της Μονής Δαφνίου (1885 -1907) που, μαζί με την αναστήλωση του Παρθενώνα, ήταν τα κύρια έργα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αντανακλώντας το νέο ιδεολογικό πλαίσιο του ελληνισμού. Στο καθολικό της Μονής Δαφνίου, οι επεμβάσεις αποκατάστασης του κτηρίου και των ψηφιδωτών αντικατοπτρίζουν τις σταδιακές αλλαγές της αντιμετώπισης των βυζαντινών μνημείων στη χώρα μας. Αναμφίβολα, το ενδιαφέρον των αρμοδίων Υπηρεσιών στο Δαφνί εστιάζεται κύρια στη διάσωση και στερέωση των περίφημων ψηφιδωτών του και δευτερευόντως στην αρχιτεκτονική του ναού. Οι πρώτες επιστημονικές Επιτροπές εποπτείας των εργασιών του Δαφνίου υιοθετούν τις αρχές της «ιστορικής» αποκατάστασης, επιδιώκοντας τη διατήρηση όλων των ιστορικών οικοδομικών φάσεων, ενώ από το 1894 και ύστερα, με την αλλαγή του πολιτικού κλίματος, κυριαρχούν οι πουριστικές αντιλήψεις επαναφοράς του μνημείου στην «αρχική μορφή», οι οποίες όμως δεν υλοποιούνται πλήρως.

 


Βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Τομή κατά μήκος προς νότον, στην υφιστάμενη κατάσταση μετά την πυρκαγιά. Σ.Μ. Κύπριος, μελάνι σε διαφανές χαρτί, 1919.

 

Η  τρίτη  περίοδος ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους (1910-1939)
Στην τρίτη περίοδο ενισχύονται οι διευρωπαϊκές επιστημονικές ανταλλαγές και συνεργασίες στη χώρα, σε όλους τους τομείς. Δημιουργούνται νέοι θεσμοί (Βυζαντινό Μουσείο, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών), ενώ ιδρύονται οι δύο Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Η περίοδος αυτή σφραγίζεται από την περιπετειώδη ανοικοδόμηση της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου (1917-1948), μετά την καταστροφή της από πυρκαγιά. Η ανοικοδόμηση του ναού χαρακτηρίζεται από την αποσπασματική αντιμετώπιση της επέμβασης, που εξηγείται εν μέρει από τη μεγάλη διάρκεια των εργασιών (1918-1948) και την αλληλοδιαδοχή των αρχιτεκτόνων και των υπολοίπων συντελεστών. Από το 1926 μέχρι το 1937, τεχνικός σύμβουλος του έργου είναι ο Αριστοτέλης  Ζάχος, ο οποίος εισάγει τη δική του αισθητική αντίληψη για την αναβίωση της βασιλικής, έχοντας την πεποίθηση ότι η ανάκτηση της αρχικής μορφής του ήταν μία αρχαιολογική ουτοπία. Η συνέχιση της ανοικοδόμησης, μετά το θάνατο του εμπνευσμένου αρχιτέκτονα, χαρακτηρίζεται από προσπάθειες συγκερασμού των διαφορετικών απόψεων, ανάμεσα σε «αρχαιολογίζουσες» και σε δραστικές τεχνικές λύσεις, που δεν οδηγούν σε ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα της ανοικοδόμησης. Δεύτερο σημαντικό έργο της περιόδου είναι το τεράστιο αναστηλωτικό έργο στον βυζαντινό ερειπιώνα του Μυστρά (1920-1939). Ο Αναστάσιος Ορλάνδος θα κάνει ευρεία εφαρμογή του οπλισμένου σκυροδέματος, αλλά και πολλές ανακτήσεις, σε απομίμηση της αρχικής μορφής, καθαιρέσεις μεταγενέστερων προσθηκών κ.ά., εξασφαλίζοντας τη μακρόχρονη επιβίωση των ναών στο λόφο, χωρίς ίσως την απαραίτητη ιστορική τεκμηρίωση, αλλά με ικανοποιητικά αισθητικά αποτελέσματα. Αμφότερες οι επεμβάσεις θα λειτουργήσουν ως πρότυπα για τις μεταγενέστερες αποκαταστάσεις των βυζαντινών μνημείων στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι και τη δεκαετία του 1970.

 


Θεοτόκος Οδηγήτρια (Αφεντικό). Άποψη από νοτιοανατολικά κατά τη διάρκεια των εργασιών του Α. Ορλάνδου (1934).

 

Κύρια συμπεράσματα
Η μελέτη υποστηρίζει και τεκμηριώνει ότι, η αντιμετώπιση των βυζαντινών εκκλησιαστικών μνημείων από το νεοελληνικό κράτος εκφράζει την ιδεολογία του και αντανακλά την ιστορική εξέλιξη της πρόσληψης του Βυζαντίου στην Ελλάδα, καθ' όλη την υπό εξέταση ιστορική περίοδο. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται η υπόθεση της μελέτης περί μεταφορών στα ζητήματα της προστασίας και των επεμβάσεων αποκατάστασης στα βυζαντινά μνημεία.

Η σχετική νομοθεσία της προστασίας των μεσαιωνικών μνημείων στην Ελλάδα συντάσσεται με πρότυπο τις αντίστοιχες νομοθεσίες των ευρωπαϊκών κρατών, ενώ οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές των αναστηλώσεων, μαζί με τους αρμόδιους κρατικούς φορείς, ήταν ενήμεροι των σύγχρονων ευρωπαϊκών τάσεων για τις επεμβάσεις σε μνημεία, τις οποίες και ως επί το πλείστον ακολουθούν.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο (1833-1939), το νεοελληνικό κράτος, ευρισκόμενο σε διαρκή διαδικασία εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού, αντιμετωπίζει το έργο της προστασίας και της αποκατάστασης των βυζαντινών καταλοίπων ως δευτερεύον και με τρόπο αποσπασματικό. Η ιδεολογική σημασία των βυζαντινών μνημείων μεταβάλλεται, και μαζί με την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας αυξάνουν το κρατικό ενδιαφέρον για τις βυζαντινές μαρτυρίες, χωρίς όμως να μειώνουν την πρωτοκαθεδρία εκείνων της ελληνικής αρχαιότητας.

Οι αναστηλωτικές αρχές και πρακτικές, που αναπτύσσονται και διαμορφώνονται στην Ευρώπη, μεταφέρονται στην Ελλάδα. Οι ευρωπαϊκές αυτές επιρροές, κατά τη μεταφορά τους, πλαισιώνονται με ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις και αποτελούν πεδίο συγκρούσεων με αναφορές στην εθνική ταυτότητα, στην ιδεολογική λειτουργία των μνημείων και, εν τέλει, στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας.

 


(Αριστερά) Παναγία Γοργοεπήκοος στην Αθήνα. Το σχέδιο αναδεικνύει τα αρχαία ανάγλυφα και τα βυζαντινά θωράκια που κοσμούν τη δυτική όψη. R.W. Schultz - S.H. Barnsley, μολύβι, μελάνι και υδρόχρωμα, 1888-1890. (Δεξιά) Μονή Δαφνίου. Η νότια όψη του καθολικού, πριν από τις επισκευές του 1888-89. Ξεχωρίζουν οι παλαιότερες κακότεχνες επισκευές με ασβεστοκονιάματα, ενώ το άνω τρίλοβο του μνημειώδους θυρώματος και παράθυρα του τρούλου είναι
τοιχισμένα. Ευδιάκριτος είναι και ο κατασκευαστικός αρμός ανάμεσα στον ερειπωμένο εξωνάρθηκα και το αρχικό κτήριο.


Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Άποψη του ναού από δυτικά μετά τις εργασίες ανοικοδόμησης και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου (δεκαετία του 1950).

 

Τίτλος βιβλίου : Τα βυζαντινά μνημεία στη νεότερη Ελλάδα
Σχήμα: 19,5 x 27 εκ.
Γλώσσα: ελληνική
Σελίδες: 256
Εικόνες: 250 έγχρωμες
Βιβλιοδεσία: χαρτόδετο
ISBN: 978-960-6878-38-1

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital