ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΓΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

Η ΕΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ,

22 Μάρτιος, 2011

Η ΕΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ,

ΕΓΝΟΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ... [1]

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

(Μέρος Α)

«Αυτός λοιπόν ο Κόσμος πάει να γίνει Ωραίος
ο άπειρα ωραίος, ο άφταστος, ο απαράμιλλος,
ο άριστος των δυνατών Κόσμων,
όλων των δυνατών Κόσμων,
των ενδεχόμενων, των πιθανών, που θα μπορούσαν να γίνουν
μ' ένα "γενηθήτω" και δεν έγιναν,
έμειναν πίσω από τη δυνατότητά τους,
ξεπεράστηκαν»

(«Το περιστέρι και τα Επτά Αναστάσιμα Θαύματα», Γιώργος Θέμελης)

Μικρές του ανθρώπου εποχές2. Μικρές του κόσμου προσμονές. Μικρές της ζήσης αντοχές. Εγκλωβισμένος θαρρείς στο τέλμα του ο άνθρωπος, ένα τέλμα που ο ίδιος δημιούργησε για να άγει -θυσιαζόμενος στην ειρκτή του σκότους του-, αφήνεται να κακοπαθεί, βαυκαλιζόμενος με την εφήμερη ευτυχία της απόλαυσης των αλαφρών, που -αλί!- ανεπαισθήτως τον βαραίνουν. Παράλληλα, σισύφειοι μόχθοι και επίμοχθοι κόποι, κρατούν σφαληχτό το βίο. δεν τον αφήνουν ν' απλωθεί, να πράξει, να δώσει3. Μα τούτο κατ' ουσίαν συμβαίνει: στη νυξ του βίου του ο άνθρωπος παραδέρνει, αναλισκόμενος στα μικρά της ύλης, που τον αποσκληρούν. Τη γη (τη φύση) χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει το πολιτισμικό του ιδεώδες, της ευμάρειας και της ευζωίας, μη λογιάζοντας για τις αντοχές της...

Ξένος με το περιβάλλον του, με τον κόσμο του, με την ύπαρξή του, δεν κοινωνεί με τη γη (το γεννήτορά του) και δεν «ποιεί ζωή». Οι πανανθρώπινες αξίες αγνοούνται, το ίδιο και οι κλασικές ελληνικές -του μέτρου, της λιτότητας, της δικαιοσύνης-, τ' αρχέτυπα δεν παράγουν πρότυπα και τα σύμβολα καταπέφτουν4. Μπρος στον «αρμαγγεδώνα» της εξέλιξής του, ο άνθρωπος οφείλει να δει την Αποκάλυψη -αυτήν τής κατάρρευσής του ως οντότητας- και να στραφεί στα πηγαία που έθιξε, επαναπροσδιορίζοντας τη ζωή του. Η νοιάξη της γης και η επιστροφή του σε αυτήν (στο αξιακό της σύστημα), είναι κρίσιμο να γίνει, αφού από τη γη, από τη φύση, ξεκινούν όλα. και σε αυτήν, με τον έναν ή άλλον τρόπο, καταλήγουν. Το κτίζειν, ως έκφραση του δημιουργείν, «ποιεί φύση» στα πλαίσια της δημιουργίας. Το δημιούργημα αποτελεί αξία διότι εμπεριέχει «φύση». Η φύση του πράγματος, είναι το «είναι του». Είναι αυτό που εισάγεται ως πνεύμα όταν δημιουργείς, όταν «ποιείς φύση». Γι' αυτό και ο άνθρωπος πράττει φυσικώς όταν δημιουργεί, όταν φτιάχνει «ποιήματα» (όταν δηλαδή ποιεί). 

Η φύση ως αξία
«Το κρίμα μου το λέγω. δε μπορώ
ατάραχος να δω την ομορφιά...»

(«Η λίμνη», Νίκος Καμπάς)

Δέος, ευφροσύνη, ανάταση, ευδαιμονία, τέρψη, μύρια άλλα ρεμβώδη συναισθήματα αισθάνθηκε ο ευτυχής ποιητής όταν τον απλό, λιτό ελληνικό κήπο θώρησε (τον Αγγελόκηπο), βρίσκοντας σε αυτόν κείνο που οι ειδωλοθύτες της ζήσης δε βλέπουν, γιατί βομβούν κι ατακτούν, χωρίς να αισθάνονται και να ερευνούν (βλέπε σχετικά: Χέλντερλιν Φρήντιχ, «Πάμε έξω, στη χλωρασιά. Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα», μετάφραση: Λαυρέντιος Γκέμερεϋ, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1982). Στο λίγο βρήκε θεία ομορφιά, στο χλοερό βρήκε δύναμη κραταιά και βαρκαρίσθηκε με το συναίσθημα που ο περίγυρος τού δημιούργησε. κι ανέβηκε ψηλά, χάρη στην αλαφράδα της λυτρωμένης ψυχής. Μεγάλο τούτο σαν το αισθανθείς -και, πολύ περισσότερο, όταν το νιώσεις και γενεί...-, καθώς, η αίσθηση του δημιουργήματος, σημαίνει κοινωνία μαζί του.

Και ο απλός «ευλογημένος» άνθρωπος, τα ίδια αισθάνεται, όταν το νιόβγαλτο, λιανό δενδρί με ζέση και καρτερία φυτεύει, όταν το σπόρο στην αφράτη γη ανακατεύει, όταν το νεοττό θωπεύει, για να γενεί φύση θαλερή -όταν, εν κατακλείδι, σα δημιουργός λειτουργεί παράγοντας μικρούς ανύποτπους παραδείσους. Δε τον συνεπαίρνει η αγαλλίαση του πρωτόπειρου, του ενεού με τη δημιουργία, μα μιαν τερπνότητα υπάρχει, ένας διακαμός στην ενησχολή με τη φύση, στα πλαίσια λες ιερής μυσταγωγίας που συντελείται, κει στον αφαλό της ζήσης. Νιώθει, αισθάνεται το μεγαλείο της -όπως παραπάνω συνέβη με τον υψιπετή ποιητή-, και ως ταπεινός δημιουργός φτιάχνει ζωή, φτιάχνει μέλλον. και τούτο πολύ τον συγκινεί...

 

kapetanios.2011.02.02.jpg 
Φωτ. Φύση ανθρώπου: Ελαιώνας Λευκάδας (πηγή: Φωτογραφικόν Πρακτορείον «Δ. Α. Χαρισιάδης», έκδοση Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2009)

 

Φύση λοιπόν είναι η δημιουργία που υψώνει, που μορφώνει κι εξασκεί, που σε κάμει να αισθάνεσαι και να λειτουργείς. Με τα κοινά, με τα γύρα κοινωνείς κι ανέσπερα πάγεις. γιατί, μεγάλο πράμα να υψώνεσαι με τ' απλά, να βρίσκεις πηγή στης ζήσης τους μικρούς, ανύποπτους χλοασμούς, να γίνεσαι «ποιητής».

Ο φυσικός χώρος έτσι, γίνεται προορισμός, αφού -και με του ανθρώπου τη συμβολή- γίνεται ολότητα. Είναι συνεπώς οίκος -εξ ου και οικοσύστημα-, όχι καταφύγιο, δηλαδή κρυψώνα, αλλά θώκος για καταφυγή της ζωής. Εκεί ζωές πάγουν -γεννώνται και πεθαίνουν-, σ' έναν κύκλο ευφορίας και συνέχειας. Εκεί ψυχές ευφραίνονται, σβένουν κι ανασταίνονται. γιατί αγία της δημιουργίας η γλυκεία πνοή. Ένας παράδεισος εκεί, ένας φλογερός κόσμος, έμπλεος θάλπους, ρέμβους, ήθους, προϊόν λες συνουσίας υπερβατικής. αυτός ο κόσμος του ποιητή, δηλαδή του δημιουργού. Η ποίηση του κόσμου αυτού, το γλυκύ κι υπερβατικό του, είναι το νόημα της ζωής, γιατί εκεί η δημιουργία βρίσκει την πληρότητά της.

Ο φλογερός τούτος κόσμος, μολαταύτα, δραματικός γίνεται στα χέρια παραιτίων ανθρώπων, ψυχρών ειδωλοθυτών διαχειριστών, που δεν τους συγκινεί η ευδία, ενώ το ρίγος της γλυκείας αποτελεί γι' αυτούς άγνωστη δοκιμασία και κρυερά ενησχολή τούς είναι η επαφή με τα γήινα. Διότι, βλέπουν ύλη (μόνον ύλη -ύλη ψυχρή, σιδηρά!..-) στο χώρο κι επιζητούν -παγερά κι επιβλητικά- την εκμετάλλευσή της. Ο αγοραίος, διά τούτο, φυσικός χώρος -άλλως: ο αφημένος στην τυχαιότητά του ως αδιάφορος-, γίνεται ουτιδανός, γίνεται πεδίο οικονομικής ενησχολής, παρά πεδίο δημιουργίας, έχοντας χάσει τον προορισμό του, έχοντας χάσει την ουσία του. Ανάρμοστος ως τέτοιος στη φύση του, καταπίπτει στο κενό της χρηστικής ανυπαρξίας, που η απληστία της θεοποιημένης ανάπτυξης διαμορφώνει.

 

 kapetanios.2011.02.21.jpg
Φωτ. Ορεινό αγροτικό τοπίο στη δεκαετία του '50. Τοπίο φυσικό, ανθρώπινο, σημαντικό για την μεγάλη οικολογική του αξία, που, δυστυχώς, στους σύγχρονους καιρούς χάνεται...

 

Θεωρώντας το φυσικό χώρο βαθύτερα, αντιμετωπίζοντάς τον ως οίκο, βλέποντας σε αυτόν οντότητες, αποδίδουμε εγγενή αξία στα αισθητά μέρη του. Ο φυσικός έτσι θεωρούμενος χώρος, χάρη στον άνθρωπο που λειτουργεί στη φύση συμμετέχοντας στο γίγνεσθαι, εμπλουτίζεται κι ανάγεται, χαρακτηριζόμενος από ευγένεια κι εξωστρέφεια. Η εγγενής (ενδογενής) αξία, είναι η αξία που το κάθε αισθητό έχει ως οντότητα, ως δημιούργημα φυσικό5. Η εξωγενής αξία είναι η αξία του δημιουργήματος όταν ως τέτοιο προσφέρει, όταν «δίδει» στο δημιουργό στηρίζοντας τη δημιουργία (που ως ολότητα εννοείται). Οι δε παραγόμενες, αντιληπτικές αξίες, όπως οι πολιτιστικές, οι ιστορικές, οι παραδοσιακές, οι αισθητικές, οι πνευματικές/ψυχικές κ.ά., που προκύπτουν ως ειδικότερες θεωρήσεις λόγω της συμμετοχής του ανθρώπου στο γίγνεσθαι, ανάλογα με τη συμμετοχή τους σε αυτό και το βαθμό ανάπτυξής τους, καθορίζουν/χαρακτηρίζουν το φυσικό χώρο κάθε φορά. Οι προσφορές της φύσης (υλικές κι άυλες) είναι το παράγωγο των αξιών της, το εμφαινόμενο της δημιουργίας6.

Ο άνθρωπος συμμετέχει στο φυσικό σύστημα ενεργά. Δραστηριοποιούμενος στο χώρο, μοιραία τον αλλάζει. Δε δύναται, έτσι, να θεωρούμε παρθένα τη φύση με τον άνθρωπο εν αυτής, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι φύση. Ο άνθρωπος αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα του συστήματος, είναι αυτός που το στηρίζει, που το προάγει, ...αλλά και το καταστρέφει! Το ζήτημα συνεπώς βρίσκεται στη φύση της ανθρώπινης ενέργειας, που είναι απόρροια μιας φιλοσοφίας και ενός τρόπου ζωής, που καθορίζει το αποτέλεσμα, δηλαδή το δημιούργημα. Ο άνθρωπος που λειτουργεί θετικά μέσα στο φυσικό χώρο, που ενισχύει την ποικιλότητά του, που τού προσδίδει ενδιαφέρον και δημιουργεί προοπτική, ανάγει το σύστημα και διαμορφώνει ποιότητες, ακριβώς γιατί δημιουργεί, γιατί αποικοδομεί και δεν αποδομεί. 

 

kapetanios.2011.02.02.jpg 

Φωτ. Αρχέτυπο Ελλήνων: μονοπάτι σε αγρούς (Ερεσός Λέσβου)

 

Ο αρνητικός άνθρωπος, στην αντίπερα όχθη, ο μονότροπα τεχνοκρατικός άνθρωπος, αλλά και ο αδιάφορος με τη στάση ζωής του -που δυστυχώς, αποτελούν την οικτρή πλειοψηφία που διαμορφώνει τους κανόνες-, φθείρουν, μαραίνουν ή αργούν, δημιουργώντας την σκοτία, την κοιλιαρφανία και την ακαρπία των καιρών μας. Η «παράταιρη» -εξαιτίας των παραπάνω- φύση, άγνωστη και ουτιδανή, καθότι εμπόδιο ή το «αντίπαλον δέος» στου ανθρώπου τον κανονισμό/διοργανισμό, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, βεβαρυμμένη με άχθη και περιαλγής, μη δυνάμενη ν' αναφανεί και να έχει ρόλο σε σχέση με τα φυσικά του κόσμου, σε σχέση με την πορεία του ανθρώπου ως οντότητα. Υπάρχει, απλά για να εξυπηρετεί σκοπούς και καταστάσεις, να «υπηρετεί» σύμφωνα με τα κρατούντα, και... αδήλως να καταστρέφεται, πάλι για τους ίδιους λόγους. Αποτελεί εργαλείο στα χέρια του σιδηρού ανθρώπου, χωρίς να υπολογίζεται ως ύπαρξη, ως αξία!    

Η ανθρωποκεντρική αντίληψη που προσδόθηκε στον κόσμο μας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αποτέλεσε το κέντρο της ύπαρξης και όλα πάνω στη γη έπρεπε να κατατείνουν στην ικανοποίηση των επιδιώξεών του, καθόρισε την πορεία προς την πτώση του -ως άλλος πρωτόπλαστος θαρρείς!-, η οποία εν πολλοίς ήταν μπουφονική κι αυτοκτονική. Δεν υπολόγισε την επερχόμενη συντέλεια, από την ξολοθρευτική πορεία που διήγαγε, για την απόλαυση των εφήμερων. Δε σεβάστηκε το γεννήτορα, τη μάνα γη, το δημιουργό (η μαθηματική σχέση που εν προκειμένω ισχύει, είναι ότι, το ποσοστό της ανθρώπινης ευημερίας είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ευημερία του οικοσυστήματος). Είναι χαρακτηριστικός ως προς τούτα, ο ορθολογισμός του Καρτέσιου, που μίλησε για μηχανές που αν υποκαθιστούσαν τα φυσικά όργανα του ζώου και αν το κατασκεύασμα εμφανίζονταν με τη μορφή του, δε θα είχε λόγο ύπαρξης το πραγματικό ζώο!

Αφήκε έτσι εσχάτη παρακαταθήκη στους επιγόνους, από τις ύστερες επιπτώσεις των ενεργειών του, τις οποίες ήδη οικτρά βιώνουμε, ζώντας την αρχή ενός Αρμαγγεδώνα. Αν, αντίθετα, συλλογούνταν τα γύρω του, αν υπολόγιζε την αξία της κάθε ύπαρξης, λειτουργώντας βιοκεντρικά, τότε δε θα φτάναμε στο «θυσιασμό του κόσμου» για την ικανοποίηση των παθών του. Διότι, αν δημιουργός ήτο, απαλλαγμένος από άχθη τραγικά και με λογισμό και μ' όνειρο (που έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός) πορεύονταν, τότε θα ήταν άλλος -άλλος θα ήταν και ο κόσμος του7. Δηλαδή, συνετά και ποιητικά να έπραττε: ιδού η μεγάλη του συμβολή. Δέστε το απλά: Η χαρά, η ψυχική αναστάτωση, που εκδηλώνεται με τη φύτευση ενός φυτού ή με την καλλιέργεια (π.χ.) του αμπελώνα, αποτελεί έκφραση από τον άνθρωπο βιοκεντρικής σύλληψης του κόσμου του, αφού η προσφορά με τη δημιουργία, προϋποθέτει παιδεία, δηλαδή σεβασμό στη φύση, στο δημιούργημα.

Η αναγνώριση ενδογενούς αξίας στους οργανισμούς, ποτέ δεν αποτέλεσε προτεραιότητα στη σκέψη ή στην πράξη του ανθρώπου, για λόγους ωφελιμιστικούς κυρίως, που οδηγούσαν τις έγνοιες του αλλού. Όμως, ήταν αδύνατο ν' αγνοήσει τον ενόργανο κόσμο, τον αισθητό, αφού, όπως προείπαμε, έχει φυσική εξάρτηση απ' αυτόν, καθότι φυσικό ον και ο ίδιος... Ενδόμυχα λοιπόν, ίσως και μη συνειδητά, αναγνωρίζει ενδογενή αξία στους οργανισμούς. αν και η ολοκληρωτική εξάρτησή του από την ύλη, τον κάμει συνήθως σκληρωτικό κι απόλυτο στη θεώρηση του κόσμου του. Είναι φορές μάλιστα, ελαχιστότατες δυστυχώς, που ωθούμενος από μιαν εσωτερική παρόρμηση, εξωτερικεύει την επιθυμία αυτή, κάτι που αποτελεί εκδήλωση ενός ασυναίσθητου βιοκεντρισμού.

Ας το δούμε αυτό σ' ένα χρονογράφημα του Γιάννη Ταχογιάννη το 1935, σχετικό με την κοπή ενός πεύκου στο αλσύλλιο του Λευκού Πύργου στη Θεσσαλονίκη. Η προσέγγισή του, ίσως φανεί απλοϊκή στους σύγχρονους, τους αποστασιοποιημένους από τα τερπνά της ζωής, μα αξίζει να παρατεθεί, ως «αιρετική» άποψη στα καθεστώτα, που η σκλήρυνση των καιρών μας επέβαλλε:

«Χτες έγινε μία από πιο δραματικές θανατικές εκτελέσεις. Έκοβαν ένα από τα ωραία πεύκα του μικρού πάρκου του Λευκού Πύργου Θεσσαλονίκης. Τι σύντομη διαδικασία για τη ζωή του δέντρου! (...) Όσοι παρακολούθησαν τη σκηνή δεν μπόρεσαν να μη συνοδέψουν τις τελευταίες στιγμές του μελλοθάνατου δέντρου με το πένθιμο εμβατήριο μερικών πνιγμένων στεναγμών και κάποιων φωνών συμπάθειας:

-Το καημένο το κόβουν

-Τι κρίμα...

Ενώ δε σε κάθε βάρβαρη τσεκουριά τα πράσινα κλαδιά του κουνιόνταν σαν χέρια που ζητούσαν βοήθεια από τα συννεφάκια που ταξίδευαν στον ουρανό, αυτοί που παρακολουθούσαν το δράμα από κοντά, έκαναν με τη σκέψη τους τη θλιβερή νεκρολογία του. Γιατί όχι; (...) Δεν πρόλαβαν, δυστυχώς, όλοι αυτοί (οι φίλοι του άνθρωποι) να θρηνήσουν τον καλόκαρδο φίλο τους κ' η τραγική πράξη έφτασε στο τέλος της. Μ' ένα τελευταίο γερό χτύπημα, το άμοιρο δέντρο σωριάστηκε νεκρό, αφήνοντας την τελευταία του επιθανάτια κραυγή:

-Κράαααχ!

Όταν ήρθαν αργότερα τα κρόσια της λιακάδας να παίξουν με τις πράσινες βελόνες του το κρυφτούλι κ' οι σπίνοι να ραμφίσουν, φλυαρώντας, τον πράσινο θόλο του, δε βρήκαν τίποτα. Γρήγορα ήρθε η λήθη.

Τα πάντα ρει...»8     

 

kapetanios.2011.02.14.jpg 
Φωτ.: Οι «δολοφόνοι» του πρασίνου!..

 

Τούτο όμως πρέπει να έχουμε κατά νουν: Η φύση από μόνη της, στα πλαίσια της νομοτέλειάς της, δίδει προσφορές, παρέχει ωφέλειες, παράγει έργο, που, χάρη στον άνθρωπο αποκτούν σημασία, περιεχόμενο και ουσία. Ο άνθρωπος κάμει τη διαφορά στο κοσμολογικό σύστημα, αφού το εμπλουτίζει, το ανάγει, του δίδει προορισμό. Ο άνθρωπος δημιουργεί ιστορία, πολιτισμό, παράδοση, δημιουργεί επιστήμες, ιδέες, γράμματα..., όλα όσα δίνουν νόημα στο χώρο και τον κάμουν τόπο. κι, εντέλει, πατρίδα. Αυτά όμως, τα υλικά και τα άυλα, της νόησης τα ενεργήματα, είν' ευεργετήματα της φύσης. Διότι, από τη φύση αντλούνται νοήματα, αυτή διαθέτει δομές και δίδει εμπνεύσεις για παραγωγή πολιτισμικού υλικού. Έτσι, το φυσικό τοπίο γίνεται πολιτισμικό, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος έχει βρει προορισμό σε αυτό και δημιουργεί ολότητες.

Ο άνθρωπος λοιπόν, κάθε άλλο παρά κυρίαρχος είναι «στον κόσμο του». κανένα από τα επιτεύγματά του δεν τον κάμει ισχυρό, δεν του δίδει απόλυτη δύναμη, αν η φύση λείψει. Τ' ανθρώπινα ενεργήματα γίνονται ευεργετήματα, εάν καλώς καμωθούν, εάν δε δυναστεύσουν και δεν «ατιμάσουν». Εάν τη φύση σεβαστούν, τη συναισθανθούν και την εννοήσουν. Έτσι Ειδομένα γίνονται δημιουργίες. Διότι: τα οικοσυστήματα αποτελούν το φυσικό υπόβαθρο των ανθρωπογενών συστημάτων.

Η φύση γύρω μας, είναι η «φύση» του δημιουργήματος, είναι η αξία του -δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι, με τη λέξη «φύση» αναφερόμαστε στην ουσία του πράγματος. Η φύση λοιπόν είναι αξία διότι είναι η έννοια του δημιουργήματος, το βαθύ κι ουσιαστικό που αναπαριστάται με τις αγνές και πηγαίες γύρω μας υπάρξεις. Η φύση είναι αυτό, για το βαθύτερο που προσφέρει: για τις εγγενείς ηθικές αξίες, αλλά και τα όντα (ανθρώπους) που παράγει, που είναι φορείς της συστημικής ηθικής αξίας της. Και τούτο γιατί, το φυσικό σύστημα παράγει όντα και έννοιες (παραγωγές), που διαθέτουν εγγενή ηθική αξία, η οποία συνιστά κείνη που προσδιορίσαμε για το σύστημα ως συστημική ηθική αξία. Τούτο δηλοί τη σημασία της γης, τη σημασία της φύσης, ως γεννήτωρ  -είναι αυτό που στον πρόλογο αξιωματικά θέσαμε, ότι από τη φύση ξεκινούν όλα και σε αυτήν καταλήγουν-, δηλοί συνεπώς την ανάγκη διατήρησης των στοιχείων της, των αξιών της «μάνας»... 

 

 kapetanios.2011.02.15.jpg

Φωτ. Φύση ευλαβική... (Σπέτσες)

 

Η φύση είναι εντέλει ζωή, και μέσα από την αρμονική κοινή πορεία της με τον άνθρωπο αποκτά σημασία (κι αξία) το δημιούργημα, γινόμενο ολότητα. και τούτο είναι πρωταρχικό κι άπαν, αφού η «κοινωνία» στη γη, έχει τις πηγές της σε τούτη την αξιακή βάση. Καθότι αξία η φύση λοιπόν, έχουμε υποχρέωση να τη διαφυλάττουμε -άλλες δε φορές να την  (ανα)δημιουργούμε-, ως πυλωροί της ζήσης μας, ως ξυπνοί και δημιουργοί.  

Η υποχρέωση αυτή, είναι αποτέλεσμα αυτογνωσίας, γνώσης δηλαδή του είναι μας, δηλαδή: συνειδητοποίησης της ύπαρξης. Η εννόηση συνεπώς από τον άνθρωπο-δημιουργό της ύπαρξης, με την έννοια που προσδιορίσαμε, είναι η παιδεία του, που οδηγεί στην κατανόηση του δημιουργήματος και στη συνειδητοποίηση της σημασίας του, διαμορφώνοντας συνείδηση για τη γη. κάτι θεμελιώδες για την προστασία των αξιών και δικαιωμάτων του δημιουργήματος, για του ανθρώπου το ριζικό. Άλλως, νεκρό το σύστημα είναι, αυστηρά τεχνητό, «άγνωστο», κι υπάρχει εκτροπή από τους φυσικούς κανόνες που συγκροτούν τη ζωή -κάτι, φευ, σύνηθες στις μέρες μας!..

 

Το νόημα της δημιουργίας
«Βουνά ξεσκάφτει το τσαπί,
χτυπάει το μελισσόχορτο,
αναπηδά το ευώδιασμα
στο λαγαρόν αιθέρα.

Παντού ο λαός και λάτρεψα
και στη λαχτάρα μου είπα:
"Βάλε το αυτί στα χώματα.
Και φάνη μου πως η καρδιά
της γης βαριά αντιχτύπα..."»

(«Τα γύρα μου», από τον «Αλαφροΐσκιωτο», Άγγελος Σικελιανός)

Δημιουργία είναι το κτίζειν στα πλαίσια της ολότητας, κάτι που προϋποθέτει εννόηση του κτιστού, με τη θεώρηση του όλον ως αποτέλεσμα εναργούς προσπάθειας, παρά ως διακύβευμα. Τούτο απαιτεί τη χρήση ενός αξιακού προτύπου που θα άγει στο πρωτογενές που απωλέσθη, όταν «πολυσύνθετος» εγίνη ο άνθρωπος κι εξέπεσε του «παραδείσου των αξιών», το οποίο ανευρίσκεται εκεί απ' όπου εκκινούμε, εκεί όπου προστρέχουμε και καταλήγουμε: στη φύση. Σπουδάζοντας τη φύση, επαναπροσδιοριζόμαστε κι ανακαλύπτουμε τις αξίες μας, και σε τούτο βρίσκεται η ρίζα του δημιουργείν. Το δημιουργείν είναι ποιείν -όπου ποιώ: πράττω με μέτρο-, ή καλύτερα ευ ποιείν (δηλαδή: ευεργετώ), και το δημιούργημα είναι ποίηση, δηλαδή φύση (βλέπε σχετικά: Παπανικολάου Κων., «Νεότατον λεξικόν όλων των ρημάτων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης», εκδ. Κένταυρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1971, στο λήμμα: ποιέω-ποιώ). Γι' αυτό και ποιητικά έβλεπε ο Φρήντιχ Χέλντερλιν τον ελληνικό κήπο (το ανθρώπινο δημιούργημα) -που στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφέραμε- και λυρικά τον περιέγραφε. δε μπορούσε εξάλλου διαφορετικά να τον θεωρήσει, αφού ως ποίηση τον ένιωθε. Ποιητικά -με λόγια ποιητών- λοιπόν μιλούμε κι εμείς και λυρικά εκφραζόμαστε, όταν αναφερόμαστε στη φύση, στη δημιουργία γενικότερα -δικαιολογούμενοι για τις ποιητικές παραπομπές μας και το λυρισμό μας στα παρόντα και μέλλοντα κείμενά μας -ο λυρισμός αποτελεί έκφραση της ευαισθησίας μας, διά της οποίας αισθανόμαστε και δημιουργούμε. Διότι ο άνθρωπος, σκεφτόμενος ποιητικά, λειτουργεί πραγματικά -ονειρικά ναι, δηλαδή ελπιδοφόρα, όχι όμως ονειροπόλα...-, αφού η φύση, ως ικανή να τον ξεσηκώσει και να τον κάμει ποιητή, τον ελευθερώνει από τον δέσμιο εαυτό του, του φανερώνει τον έσω, τον πραγματικό.

Αλλά, πώς πραγματώνεται αυτό; Σε τι κατ' ουσίαν συνίσταται η απελευθέρωση του ανθρώπου; Ο ελεύθερος άνθρωπος, είναι ο άνθρωπος-δημιουργός, ο άνθρωπος-ποιητής, που μπορεί να «σταθεί» μεταξύ γης και ουρανού, ν' αντιληφθεί τη σημασία των δύο αυτών «άκρων», και να «γεμίσει» το μεταξύ τους κενό. Το κενό αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η έννοια της διάστασης, που προσδιορίζει γεωμετρικά το χώρο. Όταν αυτός «γεμίσει» από την ανθρώπινη παρουσία, από τη δημιουργική ανθρώπινη δραστηριότητα (από το ανθρώπινο γίγνεσθαι), γίνεται τόπος, και διαισθητικά καλύπτεται το υπάρχον κενό, αφού ο άνθρωπος «επικοινωνεί» με τις δύο αντίπερα άκρες του κόσμου του9. Δεν αισθάνεται βία από αυτές, να τον συμπιέζουν, αλλά επαφή με τους γεννήτορες, με τις μήτρες. Τα φυσικά αυτά όρια, είναι τα όρια του ανθρώπινου κόσμου, που καθορίζουν/περιορίζουν το εύρος των ανθρώπινων ενεργειών: να μην ξεπεραστούν, να μη θιχτούν. Όμως, για να συμβεί αυτό, ο άνθρωπος πρέπει με μέτρο να δράσει στο ενδιάμεσό τους. Λειτουργώντας έτσι, «μετρώντας» τη διάσταση και πληρώνοντας το κενό, λειτουργεί ποιητικά....

     

 kapetanios.2011.02.06.jpg
Φωτ. Φύση που «ακτινοβολεί», δημιουργημένη από τον άνθρωπο, στο αισθητικό δάσος της Καισαριανής

 

Ο άνθρωπος-ποιητής (ο άνθρωπος-δημιουργός) ποιεί, δηλαδή πράττει με μέτρο. Και όπως λέγει ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ, μετρά τη διάσταση μεταξύ γης και ουρανού, άρα ενεργεί με μέτρο (Heidegger M., «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος», επιμέλεια: Ξηροπαϊδης Γιώργος, μετάφραση: Αβραμίδου Ιωάννα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 35-37). Στοχαζόμενοι στα λόγια αυτά, καταλήγουμε στο αποκαλυπτικό για τον κόσμο μας συμπέρασμα ότι, ο αντιποιητικός άνθρωπος των καιρών μας, είναι εκείνος που μένει στη μέτρηση, στον υπολογισμό δηλαδή της διάστασης του χώρου, ενώ ο ποιητικός αντιλαμβάνεται ότι μέτρο δεν είναι η μέτρηση, και, ενεργώντας με μέτρο, φτιάχνει τόπους.

Σε τούτο εντέλει έγκειται η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, στο γεγονός ότι, ενεργώντας με μέτρο ο άνθρωπος, σεβόμενος το δημιούργημα κι αντιλαμβανόμενος την ενδογενή του αξία, ενεργεί ποιητικά (δηλαδή δημιουργικά), έστω κι αν δε μπορεί να εκφραστεί λυρικά -το σημαντικό είναι ότι αισθάνεται ποιητής, ότι αντιλαμβάνεται τα στοιχεία της φύσης, κι επικοινωνεί μαζί τους, ενεργώντας χωρίς να τα θίγει. Ο σεβασμός στο δημιούργημα δεν είναι δογματικός, αλλά ενεργητικός, καθότι επιζητείται «διάλογος» διά της δημιουργίας, κάτι που συνεπάγεται προσοικείωση κι όχι απλά κατανόηση του υπαρκτού. Στην περίπτωση βέβαια, που το δημιούργημα γίνεται απλά αποδεκτό στα πλαίσια του εθιμικού (που επιτάσσει κάτι τέτοιο), η έγνοια για τη συνέχειά του προκύπτει από την αγωνία του ανθρώπου για το μέλλον του, κάτι που, παρά το φοβικό που επισείεται, εξυπηρετεί τη συνέχεια, που όμως δεν είναι βεβαία, λόγω της μη κατανόησης του δημιουργήματος. Οι μη σταθερές κι «εύθραυστες» κοινωνίες, σ' αυτόν ακριβώς το «συμβιβασμό» στηρίζονται, στη διατήρηση της ύπαρξης παρά το ακατανόητό της!..    

 

kapetanios.2011.02.04.jpg 
Φωτ. Τούνελ ζωής... (Κάμπος Χίου)

 

Η δημιουργία, ειδωμένη όπως πρέπει, «ποιεί» ζωή, «ποιεί» φύση. Ο άνθρωπος κτίζει τον κόσμο του, δηλαδή: κτίζει τόπους, «κτίζει» φύση. Η ενέργεια, η πνοή, χρειάζονται ζώσα γη, καλούς αγωγούς της ενέργειας για να μεταδοθούν, δίπολα για να εκφραστούν. άλλως, στείρα θα είναι η ζωή, ακίνητη, καταβιβασμένη και θνήσκουσα, εγκλωβισμένη στο τεχνικό της πλαίσιο και παραδομένη στην άψυχη ύλη. Η έμψυχη ύλη από την άλλη πλευρά, είναι η ύλη της φύσης, η ζώσα, με την οποία ο άνθρωπος (οφείλει να) μιλεί, προσαρμόζοντας τις δημιουργίες του σύμφωνα με τους κανόνες της. Οι αρχαίοι Έλληνες, έχοντας κατανοήσει τις αξίες τούτες, μιλούσαν για φωνήεντα, αναφερόμενοι στα ζώα -δηλαδή, όντα με φωνή-, εξομοιώνοντάς τα ως προς την οντολογική τους διάσταση με τον άνθρωπο, και για συνταύτιση φυσικών κι ανθρώπινων χαρακτήρων (εξ ου και ο ανθρωπόμορφος χαρακτήρας στοιχείων του τοπίου, τον οποίο έδιναν). Είχαν δε εντρυφήσει τόσο βαθιά στην αίσθηση της φύσης, που αντλούσαν στοιχεία της για τις δημιουργίες τους. Η διεργασία του συλλέγειν (από τη φύση), κατέστη τόσο δυνατή κι απαραίτητη γι' αυτούς, που κατασκεύαζαν έχοντας πάρει νοήματα κι αξίες από τη φύση και μεταφέροντάς τες στα δημιουργήματά τους.

Η (αρχαία) ελληνική πόλις, καθώς και η νεώτερη (ο ελληνικός οικισμός) της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αποτελούσαν τέτοια παραδείγματα, αφού σε αυτές είχε μεταφερθεί το νόημα της φύσης ως νόημα της δημιουργίας. Αρχές που διέπουν τη φύση (όπως η αντίθεση, η αρμονία, το βάθος κ.ά.), καθώς και στοιχεία της (όπως το φως, η γραμμή, το χρώμα κ.ά), είχαν μεταφερθεί στο δημιούργημα, διαμορφώνοντας άρτια αισθητικό και συνάμα λειτουργικό σύνολο. Όμως, το αποτέλεσμα ήταν βαθύτερο -δεν ήταν μιμητισμός ή προσομείωση-, αφού η εννόηση της δημιουργίας ανάγονταν στις αρχές συγκρότησης της φύσης, έτσι που το δημιούργημα θεωρούνταν μέρος της. Η διεργασία συνίστατο στο εξής: Το κτίριο «φυτρώνει» στη γη, «αναδύεται» από αυτήν, άρα το «κτίζειν» ως έκφραση του «δημιουργείν», είναι το «ανεγείρειν» με την έννοια του «καλλιεργείν», δηλαδή «καλλιεργώ ύλη» και παράγω φύση στα πλαίσια της δημιουργίας που συγκροτεί μια ολότητα.

Πέραν όμως του οικιστικού συνόλου, που οικοσυστημικά αντιμετωπιζόταν, αποκτούσαν νόημα και τα «πράγματα» (οι ανθρώπινες κατασκευές), ως δημιουργίες που «μιλούσαν», ως δημιουργίες με νόημα, ως αξίες που απέδιδαν το όλον της δημιουργίας -η ελληνική κολώνα, π.χ., αντιπροσώπευε την αρμονία ή τη στιβαρότητα (αναλόγως το ρυθμό της), που αποτελούσαν στοιχεία που αντλούνταν από τη φύση κι έδιναν «φωνή» στο δημιούργημα, παράγοντας νέα φύση. Οι κατασκευές, με το «είναι» τους που κουβαλούσαν, στις οποίες «κατοικούσε» ο άνθρωπος -ζώντας εν αυτών ή εκφραζόμενος δι' αυτών-, αποτελούσαν τόπους: τους μικρούς τόπους (έκφρασης) της ψυχής του. Έτσι, δεν ήταν άζωες, είχαν πνοή, την οποία αντιλαμβάνονταν ο δημιουργός ως μέρος του είναι του..

 

kapetanios.2011.02.12.jpg 
Φωτ. Αισθητικά λειτουργείν...

 

Στην πόλη μεταφέρονταν οι φυσικές δυνάμεις, οπού «ημέρευαν», αφού υπόκειντο στη διαπλαστική προσαρμογή του ανθρώπου, με τη δημιουργία οικο-συστήματος (του οικιστικού, του αστικού), στο οποίο ο «οίκος» -ως κατοικία- αποτελούσε το στοιχείο που χαρακτήριζε το σύστημα -αντίστοιχη είναι και στη φύση η έννοια του «οίκου», μόνο που αναφέρεται στη φυσική κατοικία. Με τις κατασκευές (τις οικίες) στο άστυ και τη διαδικασία του κτίζειν και του κατοικείν στα πλαίσια του συλλέγειν, και διά των φυσικών προσαρμογών που επιτελούνταν, δημιουργούνταν ολότητες (πόλεις), δηλαδή πεδία με νόημα, στα οποία ο άνθρωπος λειτουργούσε κι εκφράζονταν, διαμορφώνοντας κοινωνία πολιτών. Κι αυτά δεν ήταν τίποτε περισσότερο, παρά προσαρμογές των νοημάτων της φύσης στο ανθρώπινο γίγνεσθαι, που παρήγαγαν πολιτισμό.

Μα και η ξέχωρη, η μοναδική κατοικία στο φυσικό χώρο, έξω από το άστυ, ίδια αντιμετώπιση είχε, εντασσόμενη στο φυσικό σύνολο, αποτελώντας στοιχείο του, μόνο που στην περίπτωση αυτή, η κατασκευή εισέρχονταν στη φύση, ενώ στην περίπτωση της πόλης, η φύση εισέρχονταν σε αυτήν.

Όμως, οι αρχαίοι Έλληνες είδαν κάτι περισσότερο σε κάθε τόπο: την ύπαρξη ψυχής. Θεωρούσαν δηλαδή ότι, κάθε τόπος έχει το δικό του «δαιμόνιο» (genius), το πνεύμα-φύλακά του, που είναι η ψυχή του -κάτι που σήμερα «μεταφράζεται» ως πνεύμα του τόπου (genius loci), δηλαδή «τι είναι ο τόπος» (και για να εμβαθύνουμε: ποιο το νόημα του τόπου;)10. Τούτο δηλοί την ύπαρξη ενσυνείδητου βιοκεντρισμού από τους προγόνους μας, με την αποδοχή ενδογενούς αξίας στα αισθητά πράγματα. κάτι που χρειάστηκε αιώνες για να γίνει κατανοητό από τους σύγχρονους και να τεθεί ως ζήτημα για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του '40 από τον Άλντο Λέοπολντ, με την απόδοση ηθικής αξίας στη γη, που ήταν η ενδογενής αξία της (και αργότερα, με τη συνθήκη του Ρίο, να τεθεί ως αρχή). Μάλιστα, ήταν σημαντικό στην αρχαία Ελλάδα, ο άνθρωπος να έχει συμφιλιωθεί με το genius του τόπου του, διαφορετικά θα ήταν δυστυχισμένος, αφού η έκφραση των νοημάτων του τόπου, με τη συνείδηση της γης που θ' αποκτιόνταν, διαμόρφωνε τις ρίζες με τον τόπο του. Υπήρχε δηλαδή μια σχέση ουσιαστικής επαφής του ανθρώπου με τα στοιχεία της φύσης (με τον τόπο γενικότερα), μια σχέση επικοινωνίας ψυχικής, πνευματικής, μια σχέση κοινωνίας υπερβατικής. Τούτο έδιδε τη δυνατότητα τής δημιουργίας, προσαρμοσμένης στην ουσία του τόπου, στο ιστορικό πλαίσιο που κάθε φορά ο άνθρωπος δραστηριοποιούνταν11

Εκείνο που πρέπει να συνειδητοποιηθεί είναι ότι, τόπος «στατικός», «ακίνητος» στην προορισμένη χρήση του, είναι τόπος «άχρηστος». Κι ότι, η συνέχειά του επιτυγχάνεται χάρη στη συντήρηση από τον άνθρωπο του genius loci του, που του παρέχει τη δυνατότητα βίωσης μιας ολότητας σε κάθε ιστορική στιγμή. Έτσι, η έννοια της δυναμικότητας -για τη συντήρηση του genius loci-, κάθε άλλο παρά αναιρείται, αφού το νόημα του τόπου επαναπροσδιορίζεται κάθε φορά αναλόγως των συνθηκών και καταστάσεων -τα πάντα ρει...-, κι ερμηνεύεται διαφορετικά σε κάθε εποχή, συνιστώντας τη ζωντανή παράδοση του τόπου. Κάτι τέτοιο, δε σημαίνει βέβαια ότι, κατεδαφίζουμε για να συνεχίσουμε, αλλά η συνέχεια προϋποθέτει το σεβασμό στο παρελθόν, που αποτελεί τη βάση για το μέλλον. Μιλούμε για συντήρηση της ιδέας, της αντίληψης, της αισθητικής, του αξιακού προτύπου που κάποτε στήριξε τη ζωή, για διδαχή και γνώση, γι' ανάγνωση νοημάτων κι εμπειριών, στα πλαίσια της συνέχειας, κι όχι για διατήρηση του παρελθοντικού, στα πλαίσια ενός στείρου βυζαντινισμού, που τον άνθρωπο οπίσω κρατεί.

 

 kapetanios.2011.02.13.jpg
Φωτ. Ποιητικά κατοικείν...

 

Είναι θεμιτό συνεπώς -επιβάλλεται θα λέγαμε- ο άνθρωπος, έχοντας κατανοήσει τους νόμους της φύσης, να «κτίζει» -ως ον ενεργό, εφευρετικό, δυναμικό...-, αρκεί το κτιστό ν' αποτελεί μέρος μιας/της φύσης, νάναι αντανάκλασή της. Και τούτο διότι, άνθρωπος και φύση έχουν δρόμο κοινό, πορεία μία, άλλως υπάρχει αντινομία και, εξ αυτού του λόγου, επέρχεται ασχημία, υποβάθμιση, απορφανισμός, και -στο τέλος- κατάπτωση. Ο Έλληνας ειδικότερα, λόγω προγονικών καταβολών και ιδιαιτερότητας του ελληνικού τοπίου, ευτυχεί ν' απολαμβάνει την (ελληνική) φύση του συλλέγειν κι όχι του αφαιρείν, τη φύση της λιτότητας κι όχι της πληρότητας, ασκούμενος συνεχώς στη διαδικασία του δημιουργείν. Διότι, στην «άγρια» φύση των τοπίων, π.χ., της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, το περιβάλλον καθίσταται αισθητικά λειτουργικό κι αντιμετωπίζεται περίπου ως πλάνο, για την απόλαυση του θεωρού και την ψυχική του ανάταση, ενώ στο ελληνικό τοπίο (και γενικότερα, στο μεσογειακό), το περιβάλλον είναι πεδίο με νόημα, «χρησιμοποιείται», ο άνθρωπος το ζει, το βιώνει, δεν είναι «άκοσμο», μια ιδέα ή μια απόλαυση. είναι ολότητα που εμπερικλείει βιώματα, ιστορία, παράδοση, πολιτισμό... Αποτελεί τόπο δράσης και χρήσης, γι' αυτό και η συνεχή εναλλαγή του, η έντονη δυναμική του, η πολυποικιλότητά του... Στα τοπία της «άγριας» φύσης, ο άνθρωπος για να δημιουργήσει, θα χρειασθεί ν' αφαιρέσει για νάβρει τόπο πρόσφορο, «ανοικτό», ενώ στον τόπο τον ελληνικό (το μεσογειακό), ο άνθρωπος θα παράξει, θα συνθέσει, θα κατατριβεί με τα κείμενα. αενάως, χωρίς άφεση, για νάναι στεκούμενος -ο ίδιος και ο τόπος. Ο Έλληνας στο ελληνικό τοπίο, είναι διαρκώς παρών, διότι η ιδιαιτερότητα του τοπίου αυτού, προκύπτει από την ενέργεια του δημιουργού. και το genius loci του ελληνικού τοπίου, προκύπτει ακριβώς από τη (διαρκή) φροντίδα του ανθρώπου για τον τόπο του

Η φύση αποτελεί (ή καλύτερα, πρέπει ν' αποτελεί) έμπνευση για τον άνθρωπο, που τον κινεί και τον ωθεί στη δημιουργία. Δίνει αίσθηση, φτιάχνει συναίσθηση κι αισθητική, αποτελεί το περιβάλλον στο οποίο πάγει, άγει και, δι' αυτού, απάγεται ο άνθρωπος. Είναι αφετηρία και προορισμός, αφού από αυτήν ξεκινούν τα δρώμενα και τα τακτικά της ζήσης, και σε αυτήν -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- καταλήγουν. αφού, στα πλαίσια των φυσικών διεργασιών της ζωής, κάμουν τους κύκλους τους τ' ανθρώπινα ενεργήματα. Εάν έτσι το επίπεδο της φύσης κρατηθεί υψηλό, τότε η ζωή θα δικαιωθεί, αφού θα κραταιωθεί, καθότι ο δημιουργός δε θα την έχει προδώσει.

 

 kapetanios.2011.02.03.jpg
Φωτ. Ανθρώπινο φυσικό έργο: Οικισμός ενταγμένος στο φυσικό τοπίο -μόνον οι σύγχρονες υποδομές του (στύλοι ρεύματος, άσφαλτος) προσβάλλουν!.. (Αυγώνυμα Χίου)

 

Λέγει για τούτα ο Christian Norman-Schulz: «Για να αποκτήσουν νόημα οι επινοήσεις του ανθρώπου, πρέπει να έχουν μορφολογικές ιδιότητες δομικά παρόμοιες με άλλες πτυχές της πραγματικότητας και, τελικά, παρόμοιες με τις ίδιες τις φυσικές δομές. Εάν αυτό δε συμβαίνει, οι επινοήσεις αυτές θα απομονωθούν σε έναν εντελώς τεχνητό κόσμο, και θα χάσουν την επαφή τους με την πραγματικότητα. (...) Οι φυσικοί και οι ανθρωπογενείς χώροι είναι δομικά παρόμοιοι σε ότι αφορά στις κατευθύνσεις και τα όρια, ...έτσι μπορούν να βρίσκονται σε αμοιβαία αντιστοιχία μεταξύ τους» (Norman-Schulz Chr., «Genius loci: Το Πνεύμα του Τόπου. Για μια Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής», επιστημονική επιμέλεια: Αναστασία Πεχλιβαδίνου-Λιακατά, μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009, σελ. 184).

Ας δούμε και την άποψη δύο «ωραίων» αισθητικών του Μεσοπολέμου, των Klaus Vrieslander και Τζούλιο Καΐμη, στη σχετική αναφορά τους για το λαϊκό σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα: «Η ψυχή του φυσικού περιβάλλοντος επιδρά στον άνθρωπο, μα και η ψυχή του ανθρώπου επιδρά στο περιβάλλον. Έτσι βλέπουμε σ' ένα πρωτόγονο έργο τέχνης αυτή την αμοιβαία πνευματική συνεργασία. Συνεργασία, που στην τέχνη γίνεται και μέσα στις πολυσύνθετες ψυχές των ανθρώπων. Ο άνθρωπος συλλαμβάνει τη μορφή από τη φύση, μα τη φωτίζει με την παράδοση, που τη συγκεντρώνει και της δίνει αιώνιο ρυθμό. Μα η παράδοση βγαίνει πάλι από το λαϊκό και φυσικό, όπως η λαϊκή τέχνη ραφινάρεται μέσα από την παράδοση. Υπάρχει μέσα στο ρυθμό της αληθινής κοινωνίας του ανθρώπου ένα μυστικό πολύ απλό: η τέχνη. μα πολύ δύσκολο να κατανοηθεί από τα σημερινά μυαλά μας, που έχουν την ολέθρια επίδραση του κακού αταβισμού. Η τέχνη βγαίνει έτσι έμφυτη και μόνη της από τούτη την αμοιβαία κοινωνία και επαφή των ανθρώπων, όπως τα φυτά φυτρώνουν από τη γη» (Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, δεύτερη έκδοση 1997, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997, σελ. 31, 32).

Προϋπόθεση όμως για πραγματωθούν τα παραπάνω, είναι ο άνθρωπος να έχει βρει το νόημά του, δηλαδή τον εαυτό του, ώστε να συνειδητοποιήσει πού ανήκει. Με την εννόηση του τόπου, μπορεί να λειτουργήσει θετικά και να παράξει σε αυτόν. Η εξάρτηση, το «ανήκειν» κάπου, είναι η εύρεση του εαυτού μας, που δίδει νόημα, περιεχόμενο και ουσία στην έννοια «πατρίδα», η οποία σηματοδοτεί -και συμβολοποιεί- τον τόπο, με τις ιδέες και τις αξίες του, και δίδει περιεχόμενο στην έννοια του «κατοικείν». Εξ ου κι άπατρις/ανέστιος όποιος το περιβάλλον του δεν εννοεί, όταν δεν επικοινωνεί μαζί του και δεν το αισθάνεται -είναι αυτό που ο σοφός λαός λέγει με την απλή φράση, «αισθάνομαι ξένος με τον τόπο μου», όταν δεν τον αντιπροσωπεύει, όταν δε βρίσκει τον εαυτό του εκεί...


Σημειώσεις

1 Οφείλουμε εξαρχής να διαχωρίσουμε τη σημασία της έννοιας «δημιουργία», από την έννοια «παραγωγή». Διότι, το «παράγω» αναφέρεται στο ενέργημα, ενώ το «δημιουργώ» στην ενέργεια. Το «παράγω» παραπέμπει στο γέννημα, ενώ το «δημιουργώ» στη γέννηση -δε λέμε, π.χ., «δημιουργώ προϊόντα», αλλά «παράγω προϊόντα». 

2 Η έννοια του ανθρώπου εν προκειμένω, είναι κοινωνιολογική/ανθρωπολογική, που θεωρεί αυτόν ον που φέρει λογική και ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές και ψυχικές ιδιότητες. Τούτα τα στοιχεία του, κανονικά θα έπρεπε να λειτουργούν υπέρ του, όμως κατάντησαν αρνητικά, αφού εξουσιαστικά χρησιμοποιούνται, και για την ικανοποίηση των παθών του, που εντέλει αυτοκτονική κάμουν τη ζωή -δυστυχώς χωρίς τούτο να συνειδητοποιείται!..

3 Παραπονετικά βλέπει τη ζωή ο προπολεμικός ποιητής Ηλίας Κατσόγιαννης -κι όχι κριτικά, όπως εμείς-, στο ποίημά του «Η γοητεία της ζωής»:

«Τη γοητεία της ζωής οι λίγοι
τη χαίρονται. κι αυτό, γιατί οι πολλοί
χάνουν τον εαυτό τους στη θολή
θάλασσα του κάματου που τους πνίγει» 

4 Ιδού πως ο ποιητικός λόγος το αποδίδει αυτό:

«Πώς να μη σβήσει στην καρδιά του ανθρώπου η φλόγα,
αφού τα πρότυπα όλα έχουνε σβήσει;...»

(«Τα πρότυπα», Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου)

5 Η αγνοημένη ζωή των οργανισμών γύρω μας, διέπεται από αρχές και κανόνες λειτουργίας υψηλού επιπέδου, από μια ιδιαίτερη (και θαυμαστή) φιλοσοφία σ' ότι αφορά την ύπαρξη, ίσως κι ανώτερης σε αξία απ' αυτή του ανθρώπου (με δεδομένο ότι οι οργανισμοί της γης υπολείπονται σε δυνατότητες του ανθρώπου κι απαιτείται πληρέστερη οργάνωσή τους σε λειτουργικό επίπεδο, για να σταθούν στο σκληρό κι ανταγωνιστικό περιβάλλον που τους έλαχε να υπάρξουν). Το γεγονός αυτό προσδίδει στην ύπαρξή τους ιδιαίτερη αξία, κάτι που θα έπρεπε να γίνει τουλάχιστον σεβαστό από τον «ισοπεδωτή» άνθρωπο. Δέος, για παράδειγμα, προκαλεί ένας ώριμος αυστραλιανός ευκάλυπτος ύψους 160 μέτρων (τόσο ψηλός, όσο και η πυραμίδα του Χέοπα!), ο οποίος κρατά το βάρος της κόμης του μερικών τόνων. Χωρίς όμως σκέψη τον υλοτομούμε (φωτογραφίζοντάς τον πρωτύτερα, για να υπάρχει ως ανάμνηση!..), για τις ανθρώπινες ανάγκες. Επιστήμονες που μελέτησαν τον τρόπο λειτουργίας και τις αντιδράσεις των φυτών σε διάφορα ερεθίσματα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτοί οι οργανισμοί έχουν κάποια νοημοσύνη, απλά αγνοούμε τον τρόπο που την εκδηλώνουν. Απόψεις όπως η προηγούμενη, δεν είναι νεωτεριστικές ή πρωτοποριακές (τις προσπερνούμε όμως, γι' αυτό κι αγνοούνται!), αφού ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα ο Βιεννέζος βιολόγος Ραούλ Φρανσέ είχε συμπεράνει ότι «τα φυτά κινούν το σώμα τους τόσο ελεύθερα και με τόση χάρη, όσο και ο πιο επιδέξιος άνθρωπος ή ζώο, και μόνος λόγος που δεν το αντιλαμβανόμαστε, είναι γιατί κινούνται μ' έναν πολύ πιο αργό ρυθμό από τους ανθρώπους». Ας μην ξεχνούμε και τα λόγια του Αριστοτέλη, ο οποίος είπε: «Η ζωή εν τοις ζώοις και εν τοις φυτοίς ευρέθη, αλλ' εν μεν τοις ζωοίς φανερά και πρόδηλος, εν τοις φυτοίς δε κεκρυμμένη και ουκ εμφανής». Πολύ μετά από τον Φρανσέ, επιστήμονες πειραματίστηκαν (χωρίς τα συμπεράσματά τους να γίνουν αποδεκτά από τη μεγάλη μερίδα του επιστημονικού κόσμου) στον τρόπο αντίδρασης των φυτών στους εξωτερικούς ερεθισμούς (ως έχοντα νόηση), και στην έκφραση ακόμη συναισθημάτων από αυτά (βλέπε σχετικά το βιβλίο των Peter Tompkins & Christopher Bird «Η μυστική ζωή των φυτών», τίτλος πρωτοτύπου: The secret life of plants, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1976).

6 Δε θα μείνουμε σε αυτές, καθότι χιλιοειπωμένες, αλλά θα επιμείνουμε στη σπουδή της φύσης, για τη διερεύνηση του αξιακού της προτύπου. Η μελέτη του φυσικού χώρου σε αυτό το επίπεδο, αποτελεί την ενησχολή του παρόντος μέρους του πονήματος.

7 Η απόδοση εγγενούς (ενδογενούς) αξίας στους οργανισμούς της γης, κερδίζει συνεχώς νέους υποστηρικτές, κυρίως μεταξύ των επιστημόνων των λεγόμενων οικολογικών-βιολογικών επιστημών, αλλά και μεταξύ νεωτεριστών θεολόγων. Σύμφωνα με αυτούς, το ανθρώπινο γένος, ως φορέας ζωής, όπως αναγνωρίζει και δείχνει κατανόηση στους άλλους φορείς ζωής, οφείλει να δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό για την ίδια τη ζωή σε όλες τις μορφές της. Είχα κάποτε γράψει στα μέσα της δεκαετίας του '80, σ' ανύποπτο χρόνο και χωρίς να έχω εντρυφήσει στο συγκεκριμένο αντικείμενο, κάτι που θεωρούσα αυτονόητο και μου υποδείκνυε η συνείδησή μου (η ανθρώπινη και η επιστημονική), ότι «το δένδρο που μεγαλώνει στην άκρη του δρόμου, είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που ζητά τη φροντίδα μας ή φορές το έλεός μας, όταν το πληγώνουμε...» Αυτό το «αυτονόητο», που πολλοί επιστήμονες σε διάφορες χρονικές στιγμές υποστήριξαν, χαρακτηριζόμενοι άλλοτε ως αιρετικοί κι άλλοτε ως γραφικοί, ήλθε να επιβεβαιώσει η Σύμβαση του Ρίο για τη βιολογική ποικιλότητα το έτος 1992, που στο εισαγωγικό της τμήμα αναγνώριζε την «ενδογενή αξία της βιοποικιλότητας και τις οικολογικές, γενετικές, κοινωνικές, οικονομικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστικές, ψυχαγωγικές κι αισθητικές αξίες της βιοποικιλότητας και των στοιχείων που την απαρτίζουν».

8 Ίδια αντίληψη απορρέει και από το ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη «Ο θάνατος του δένδρου»:

«Κάθε χτύπημα ένας πόνος κ' ένα βόγκημα
μια βαθιά πληγή, βαθύτερα ανοιγμένη
κ' ύστερα-ύστερα ένα τρίξιμο, ένα σπάσιμο
κ' ένα σώριασμα του δέντρου, που πεθαίνει.

Του βουνού καμάρι, της κορφής στεφάνωμα,
με τι λύπη θα το ξαναδούμε πάλι
να το χαμοσέρνουν ντροπιασμένο λείψανο,
του χωριού τα βόδια κάτου στ' ακρογιάλι!

Τι κι αν το στυλώνουν πάλι χέρια ανθρώπινα;
Τι κι αν με πανιά και ξάρτια το στολίζουν;
Δίχως φύλλα, δίχως κλώνους-δέντρου σκέλεθρο,
τα πουλιά το βλέπουν και δεν το γνωρίζουν» 

9 Το τι είναι τόπος, προκύπτει εύστοχα από τα λόγια του καθηγητή του ΕΜΠ Ιωσήφ Στεφάνου: «Ο τόπος δεν είναι απλώς ένας χώρος. Ο χώρος είναι αφηρημένη γεωμετρική έννοια που αξιολογείται με κριτήριο τη χωρητικότητά του, τη δυνατότητά του σε περιεκτικότητα. Όσο ο χώρος γεμίζει ανθρώπους, με τις δραστηριότητές τους, συναισθήματα, οράματα, προσδοκίες, όνειρα, όσο είναι γεμάτος με τα αποτελέσματα της δραστηριότητας των ανθρώπων, γεμάτος αντικείμενα που αφήνει ο καθένας στο πέρασμά του, τότε αυτός γίνεται τόπος» (άποψη διατυπωμένη στο συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου», επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005). Ίδια περίπου θεώρηση είχε και ο Γερμανός φιλόσοφος Μάρτιν Χάιντεγκερ μιλώντας για το χώρο ως «το παραχωρημένο, το αφημένο να εισέλθει στο όριό του», που «προσλαμβάνει την ουσία του από τόπους και όχι από "τον" χώρο». Κι επεξηγούσε: «Μπορούμε να δώσουμε σε αυτό που παραχωρείται μαθηματική τω τρόπω το όνομα "ο χώρος". Αλλά "ο" χώρος με αυτή την έννοια δεν περιέχει ούτε χώρους, ούτε τοποθεσίες. Δε βρίσκουμε ποτέ σε αυτόν τόπους... (...) Οι χώροι τους οποίους καθημερινά διασχίζουμε, παραχωρούνται από τόπους, η ουσία των οποίων θεμελιώνεται σε πράγματα του είδους των κτισμάτων». Για να καταλήξει: «Ο δεσμός του ανθρώπου με τόπους και μέσω τόπων με χώρους, στηρίζεται στο κατοικείν του. Η σχέση ανθρώπου και χώρου δεν είναι τίποτε άλλο από το ουσιώδες εννοούμενο του κατοικείν» (Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008, σελ. 53, 57, 63). Στα παραπάνω συμπληρώνουμε ότι, ο τόπος κατά συνθήκη θεωρείται δημιουργία -εξ ου και η εννόησή του στα πλαίσια του «κατοικείν»-, άλλως, κενός, «αδημιούργητος», «αδιαμόρφωτος» χώρος είναι, που γεμίζει χωρίς να εμπλουτίζει και να προσφέρει...

10 Ο φιλόσοφος, στους «Διαλόγους σε μοναστήρι» του Κωνσταντίνου Τσάτσου («Οι εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 1974), όταν αναφέρεται στο πνεύμα κάθε αισθητού αντικειμένου, εννοεί το genius loci του. Δέστε τι έλεγε: «Το πεύκο που στέκει εκεί αντίκρυ μας έχει πνεύμα, και μόνο διότι έχει πνεύμα είναι όμορφο. Κάθε αισθητό αντικείμενο με την μορφή του, με την παρουσία γραμμών, χρωμάτων, ήχων, είναι και γεμάτο πνεύμα» (σελ. 164 της πηγής).

11 Δοξασίες χαρακτηρίζουν τις αντιλήψεις τούτες των αρχαίων Ελλήνων οι -αποστασιοποιημένοι από το παρελθόν, από τη μνήμη και την παράδοση- νεωτεριστές των καιρών μας. Και τις προσπερνούν θεωρώντας τες μυθοπλασία. Διαψεύδονται όμως οικτρά από τα συμβαίνοντα, με τα οποία σβένεται η ύπαρξη, και που είναι απότοκος των δικών τους(μας) ενεργειών, γιατί, ωιμέ, η σοφία των προγόνων αγνοείται!.. 

Πηγές

1. Βλάχου Α., «Φύση, κεφάλαιο και κοινωνία», εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007.
2. Βουρβέρης Κ., «Πλάτων και Αθήναι», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1950.
3. Γεωργόπουλος Αλ., «Περιβαλλοντική ηθική», εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2002.
4. Γιαννόπουλος Π., «Η ελληνική γραμμή», πρώτη δημοσίευση: Μάρτιος 1903, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1961.
5. Carter F., «The education of little tree», Eleanor Friede Books, New York 1976.
6. Chateaubriand F., «Σατωμπριάν, Οδοιπορικό-Η Ελλάδα του 1806», πρόλογος-μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1979.
7. Ελευθεριάδης Ν., «Αισθητική του τοπίου», εκδ. Photo/Graphs Studio, Δράμα 2006.
8. Θεοδωρακόπουλος Ι. Ν., «Εισαγωγή στον Πλάτωνα», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, έκδοση δεύτερη, Αθήνα 1947.
9. Fermor L. P., «Ρούμελη. Οδοιπορικό στη Βόρεια Ελλάδα», μετάφραση: Λίνα Κάσδαγλη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2009.
10. Heidegger M., «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος», επιμέλεια: Ξηροπαϊδης Γιώργος, μετάφραση: Αβραμίδου Ιωάννα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
11. Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
12. Καραμανώφ Μ., «Βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση. Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010.
13. Le Corbusier, «Κείμενα για την Ελλάδα. Φωτογραφίες και σχέδια», μετάφραση: Λήδα Παλλαντίου, εισαγωγή - επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Άγρα, Α΄ ανατύπωση, Αθήνα 1987.
14. Marcuse H., «One-dimensional Man: studies in the ideology of advanced industrial societies», MA. Beacon Press, Boston 1964.
15. Μαυρόπουλος Θ. κ.ά., «Πλάτων», εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006.
16. Μελετόπουλος Μ., «Περικλής Γιαννόπουλος: Βίος, έργο και αυτοκτονία», περιοδ. «Νέα Κοινωνιολογία», τ. 39, Φθινόπωρο 2004.
17. Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1965.
18. Norman-Schulz Chr., «Genius loci: Το Πνεύμα του Τόπου. Για μια Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής», επιστημονική επιμέλεια: Αναστασία Πεχλιβαδίνου-Λιακατά, μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009.
19. O' Neil J., «Ecology, Policy and Politics: Human Well-Being and the Natural World», Rout ledge, London 1993.
20. Rifkin J., «Η οικονομία του Υδρογόνου», μετάφραση: Χ. Καψάλης, εκδ. Λιβάνης, Αθήνα 2003.
21. Skolimowski H., «Eco-philosophy, Designing New Tactics for Living», London 1981.
22. Σταυρακάκης Γ. (επιμ.), «Φύση, κοινωνία, πολιτική», εκδ. Νήσος, Αθήνα 1996.
23. Στεφάνου Ι. & Ι., «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης», από το συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
24. Taylor P. W., «Respect for Nature: a theory of environmental ethics», Princeton University Press, Princeton 1986.
25. Thoreau H. D., «Walden. Η ζωή στο δάσος», μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007.
26. Tompkins P. & Bird Chr., «Η μυστική ζωή των φυτών», τίτλος πρωτοτύπου: The secret life of plants, μετάφραση: Γιούρι Κοβαλένκο, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1976.
27. Τσάτσος Κ., «Διάλογοι σε μοναστήρι», Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1974.
28. Χαϊντενράιχ Ε., Χτούρης Σ., Ίψεν Ντ., «Αθήνα. Η κοινωνική δημιουργία μιας μεσογειακής μητρόπολης», μετάφραση: Γιώργος Σαγκριώτης, πρώτη έκδοση εις τη γερμανικήν το έτος 1993, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007.
29. Χέλντερλιν Φρ., «Πάμε έξω, στη χλωρασιά. Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα», μετάφραση: Λαυρέντιος Γκέμερεϋ, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1982.
30. Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, δεύτερη έκδοση 1997, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997.

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital