ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

20 Σεπτέμβριος, 2014

Αργώ (Τιμητική Διάκριση)

Ένα μουσείο για την Αργώ. Παρουσίαση της μελέτης της Σοφίας Τσιράκη, του Σταύρου Κουμούτσου και της Ζωής Αλεξανδροπούλου στο διαγωνισμό για το Μουσείο της Αργούς.

Προτείνεται ένας χώρος -υποδοχέας για την Αργώ, ως συμβολικό «σημείο αναφοράς» για τον Τόπο και τον Κόσμο. Δηλαδή, ένα αρχιτεκτόνημα που εκφράζει το ιστορικό παρελθόν, αλλά και το παρόν και μέλλον της πόλης του Βόλου, ως μέλους της εντόπιας και παγκόσμιας πολιτιστικής κοινότητας (σύμφωνα και με το κύριο ζητούμενο της προκήρυξης). Και ταυτοχρόνως, ένα σύγχρονο μουσείο πλούσιο σε πνευματικό περιεχόμενο, με κεντρική αναφορά στον μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας και τα συμφραζόμενα του, μέσω μιας στοχαστικής περιπλάνησης στους χώρους του.

Η σύνθεση γεννιέται μέσα από τη γη ως φυσική επέκταση της, κατ΄ αρχήν μέσω χαμηλών μπετονένιων κεκλιμένων (και φυτεμένων) πρανών. Είναι σαν να αναδιπλώνεται προς τα έξω το έδαφος δημιουργώντας ένα πρώτο, στέρεο, χθόνιο υποδοχέα.  Μέσα  από  αυτόν  ξεπροβάλλει  ένας  δεύτερος, από αντικολλητή ξυλεία (με ανάλογες κεκλιμένες παρειές και αυτός) που σχηματίζει τον κεντρικό εκθεσιακό πυρήνα, όπου τοποθετείται η Αργώ.

 

 

Ως μεγεθυμένο ομοιότροπο χωρικό αποτύπωμα του σκάφους, ο υποδοχέας το περιβάλλει προστατευτικά και κορυφώνεται ψηλά πάνω από αυτό. Δημιουργείται έτσι συνολικά μια σύνθεση με μορφή που παραπέμπει σε «σαΐτα» και έτσι συγγενεύει νοητικά με εκείνη του πλοίου σε κάτοψη και τομή.

 


Ο κεντρικός εκθεσιακός χώρος.

 

Η μετάβαση από τις ισχυρές «φέτες» των μπετονένιων παρειών, προς τις ξύλινες, είναι και ένα σταδιακό πλησίασμα της αρχιτεκτονικής του στεγάστρου προς τη μικρό-κλίμακα, την ελαφράδα, την κομψότητα, την υλικότητα, αλλά και την αποκαλυπτική κατασκευαστική ειλικρίνεια που χαρακτηρίζει την Αργώ. Η μπετονένια κατασκευή ενισχύει τη στήριξη της ξύλινης με αποτέλεσμα οι διατομές της δεύτερης να είναι μικρότερες  και  κομψότερες.  Οι  φυσικές  ιδιότητες  της  πρώτης  (μονολιθικής  και στιβαρής) βρίσκονται σε πυκνή, αλλά κα ευδιάκριτη αντιστικτική σχέση με την ξύλινη (αποτελούμενη από ποικίλα ελαφριά στοιχεία που «μοντάρονται» μεταξύ τους, όπως συμβαίνει και με το σκάφος):

 


Σχέδιο όψης, η κεντρική είσοδος.

 

  • Η πρώτη: «ακίνητη» και «σιωπηλή». Η δεύτερη: «κινητική» και «ομιλούσα», μέσω των χαρακτηριστικών ηχητικών «σημάτων» που εκπέμπει ( π.χ. της αντήχησης των βημάτων πάνω στις ράμπες και τις γαλαρίες, των μικρο-τριγμών από τις συστολοδιαστολές της, κ.α).
  • Η πρώτη:(κατά το πλείστον) αδιαφανής. Η δεύτερη: ημιδιαφανής, λόγω του περσιδωτού πετσώματος της. Πράγμα που επιτρέπει ένα ιδιόμορφο «παιχνίδι» φωτός, ημίφωτος και σκιάς που συμβαδίζει με τις εναλλαγές των χωρικών και λειτουργικών ενοτήτων.
  • Η απτική επαφή με την πρώτη είναι συνήθως τραχιά. Ενώ εκείνη με τη δεύτερη είναι «μαλακιά» και «θερμή» και ενισχύεται από τη μυρωδιά του ξύλου.


Η πόλη και το «μη-κτίριο».

 

Η -αποκλίνουσα από την κατακόρυφο- μη ορθοκανονική μορφή της σύνθεσης, τη διαφοροποιεί έντονα από το στατικό ορθοκανονικό σύστημα της πόλης καθιστώντας την ευδιάκριτο τοπόσημο. Δηλαδή προτείνεται ένα Μουσείο που παρουσιάζεται στην πόλη ως «μη- κτίριο». Εντούτοις, η διαφορετικότητα του ως προς την τυπική μορφή ενός αστικού κτιρίου δεν εκφράζεται ως αντίθεση ή αδιαφορία. Απλώς υπογραμμίζεται με ειλικρινή θετικό τρόπο η ιδιομορφία της ειδικής λειτουργίας και του νεωτερικού ρόλου του σε αναφορά με το κοινωνικό γίγνεσθαι της πόλης. Την ένταση της δομής και της μορφής του επιτρέπει -πιστεύουμε- ο μεγάλος περιβάλλων ανοικτός φυσικός χώρος.

 


Στιγμιότυπα της ανερχόμενης πορείας μέσα στον εκθεσιακό χώρο.


Το πλύσιμο του σκάφους.


Το πατάρι των περιοδικών εκθέσεων και η θέα μαζί με την έξοδο προς το φυτεμένο δώμα.

 

Η έκθεση και η πολυεπίπεδη θέαση του σκάφους πραγματοποιείται μέσω συνεχούς ανερχόμενης πορείας από ξύλινη ράμπα ήπιας κλίσης (6%) που ενώνει το ισόγειο με τη στάθμη +4.80 και καταλήγει στο χώρο του αναψυκτηρίου με το πατάρι των περιοδικών εκθέσεων.

 


Κατόψεις και λειτουργικό διάγραμμα.

 

Η κάθοδος και επιστροφή στο ισόγειο πραγματοποιείται μέσω σκάλας και ανελκυστήρων ή και μέσω επιστροφής από την ράμπα. Έτσι, παρέχονται όλες οι δυνατότητες οπτικής επικοινωνίας με την Αργώ:

  • Από πολύ κοντά, αλλά και πολύ μακριά.
  • Από χαμηλά, αλλά και από ψηλά.
  • Υπό γωνία, αλλά και μετωπικά
  • Αποσπασματικά, αλλά και συνολικά.

 

Ιδιαιτέρως όσον αφορά αυτή την τελευταία δυνατότητα πλήρους θέασής του ως ολότητας, θεωρήθηκε απολύτως αναγκαίο το σκάφος να εκτεθεί, όχι μέσα, αλλά έξω από το νερό. Ώστε έτσι η (πέραν της ισάλου γραμμής) υπερκατασκευή του, σε συνδυασμό με τα -εξίσου σημαντικά- ύφαλά του (γάρμπος, τρόπιδα, ειδικές απολήξεις πλώρης και πρύμης, συνολική διάταξη πετσώματος) να το αναδεικνύουν, όχι μόνο κατά το ήμισυ, αλλά ως πλήρη αισθητική, λειτουργική και κατασκευαστική ολότητα. Η οποία (από μουσειολογική άποψη) δεν προορίζεται να λειτουργεί μόνο ως «εντυπωσιακό θέαμα» για το ανειδίκευτο κοινό, αλλά και ως αντικείμενο προσεκτικής, ολοκληρωμένης παρατήρησης από πολύ εξειδικευμένους μελετητές της ναυπηγικής τέχνης και τεχνικής, που ενδιαφέρονται απολύτως ακόμη και για την παραμικρή λεπτομέρεια.

 


Εγκάρσια τομή, η ιδέα του «υποδοχέα».


Επιμήκης τομή και όψη.

 

Στο κεκλιμένο υπαίθριο δώμα της Αίθουσας Πολλαπλών Χρήσεων και σε επέκταση του κεντρικού άξονα της σύνθεσης και της κίνησης, φυτεύεται μια μικρή «Δωδωνιαία» βελανιδιά, ορατή από κάθε σημείο του εσωτερικού εκθεσιακού χώρου. Είναι μια συμβολική υπενθύμιση του μύθου της Αργοναυτικής Εκστρατείας.

 


Ο άξονας εισόδου, η πορεία του εκθεσιακού χώρου.

 

Ο ειδικός υποστηρικτικός εκθεσιακός χώρος που προβλέπεται από το πρόγραμμα, αναπτύσσεται στην ενιαία στάθμη του ισογείου δίπλα και σε συνέχεια με το κεντρικό κλίτος όπου εκτίθεται η Αργώ. Το όριο του προς αυτό το τελευταίο είναι ελεγχόμενα διάτρητο ώστε οι δύο ενότητες να επικοινωνούν μεταξύ τους, όσο και όποτε χρειάζεται.

 

Νοηματικά, ο χώρος «Υποστηρικτικών Εκθέσεων» παραπέμπει σε «μυθική σπηλιά». Σε αυτό συμβάλλει κυρίως η έντονα κεκλιμένη οροφή του, που «κατηφορίζει» από την στάθμη  του αναψυκτήριου μέχρι το έδαφος, από το οποίο και αρχικά γεννήθηκε. Μάλιστα, το φυτεμένο χώμα καλύπτει το σύνολο της εξωτερικής επιφάνειας της πλάκας, λειτουργώντας ως βατός κήπος, τονίζοντας τον χθόνιο χαρακτήρα της σύνθεσης στην περιοχή αυτή. Στην εσωτερική κατάληξή της η πλάκα βυθίζεται σε επιμήκη αβαθή υδάτινη επιφάνεια. Τόσο αυτή η αλληλοδιείσδυση, όσο και ο εκ των άνω φωτισμός από σχισμές και οπέα, επιτείνουν το ιδιόμορφο νόημα του χώρου. Το μυθικό ταξίδι μέσα στο μουσείο συνεχίζεται σ' αυτό το τεχνητό «grotto» (μια σύγχρονη μοντερνιστική εκδοχή της «Σπηλιάς του Πάνα»). Η στέγη, ως συνέχεια της γης, το νερό, αλλά και το παιχνίδι του φωτός, του ημίφωτος και της σκιάς, συναποτελούν πρωτογενή  στοιχεία  της  αφήγησης του Αρχαίου Μύθου. Αλλά και της σύνθεσης ενός αρχιτεκτονικού χώρου κάπως «μυστηριακού», που όμως, όχι μόνο δεν φοβίζει,  αλλά  αντιθέτως  «ψυχαγωγεί», σύμφωνα με την αρχαία ερμηνεία του όρου.

 

Διάκριση: Τιμητική Διάκριση
Ομάδα μελέτης, αρχιτέκτονες: Σοφία Τσιράκη, Σταύρος Κουμούτσος, Ζωή Αλεξανδροπούλου
Σύμβουλος αρχιτέκτων: Τάσος Μπίρης
Συνεργάτης αρχιτέκτων: Μάγδα Χαμπάλογλου

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital