ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Διερευνήσεις

‘Ο curator, ο λόρδος και μια Zaha στο σαλόνι’

20 Νοέμβριος, 2006

‘Ο curator, ο λόρδος και μια Zaha στο σαλόνι’

Μια πλευρά της σύγχρονης συζήτησης για την αρχιτεκτονική αφορά συγκεκριμένα τις δυνατότητες της για κεφαλαιοποίηση, δηλαδή ως κατηγορία που παράγει υπεραξία και αποδίδει κέρδος σε αυτόν που την εκμεταλλεύεται αλλά και ως προϊόν που καταναλώνεται μαζικά.
(του Χρίστου Παπαστεργίου)

Η αρχιτεκτονική, η τέχνη και η αγορά.

Στην διερεύνηση και την κατανόηση της σχέσης αυτής καθοριστική θέση μοιάζει να κατέχει η σχέση της αρχιτεκτονικής με την τέχνη. Μια σχέση η οποία σήμερα διαμορφώνεται σε ένα περιβάλλον ‘κεφαλαιοποίησης’ της ίδιας της τέχνης για εκμετάλλευση της από δυνάμεις της αγοράς.
Χρησιμοποιώντας αυτή την σχέση ως πρίσμα μπορεί κανείς να παρατηρήσει ενδιαφέρουσες συσχετίσεις και να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα για το σύγχρονο φαινόμενο της αρχιτεκτονικής. Ένα φαινόμενο που συγκροτείται από συνθήκες που υπερβαίνουν την αξία της ως αισθητικό προϊόν ή την αξία της ως οργανώτρια συνθήκη της λειτουργίας. Ειδικότερα, διαμορφώνονται συνθήκες που υπερβαίνουν την θεώρηση της αρχιτεκτονικής απλά ως το υπόβαθρο για την έκθεση της τέχνης (συνθήκες έκθεσης). Αντίθετα, το σύγχρονο φαινόμενο της αρχιτεκτονικής μας προκαλεί να την αντιμετωπίσουμε και ως ένα ‘ενεργό υπόβαθρο’, ως βασικό πυκνωτή του περιεχομένου της σύγχρονης τέχνης που μπορεί να καθορίζει ακόμη και το περιεχόμενό της ή να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αυτή γίνεται αντιληπτή και προσλαμβάνεται από την μαζική κατανάλωση του πολιτισμού.

Ιδιαίτερη αξία έχει να προσέξει κανείς ειδικά μια σύγχρονη κατηγορία της αρχιτεκτονικής, η οποία μοιάζει να κερδίζει έδαφος και να αποτελεί τον κατ’ εξοχήν δρόμο που την σχετίζει άμεσα με την τέχνη. Αυτή είναι η θεώρηση της αρχιτεκτονικής ως ‘event’ (συμβάν, δραστηριότητα), η στροφή του ενδιαφέροντος στην δραστηριότητα η οποία περικλείεται στον χώρο και όχι αποκλειστικά η θεώρηση του χώρου ως παράθεση αντικειμένων. Κατ’ επέκταση αποκτά ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς την  ενασχόληση της αρχιτεκτονικής παραγωγής με τον σχεδιασμό του event, δηλαδή τον σχεδιασμό του ίδιου του χώρου ως μέρος του σχεδιασμού της δραστηριότητας μέσα σε αυτόν, φαινόμενο που ξεπερνά την μορφή ως το αποκλειστικό ενδιαφέρον του σχεδιασμού.
Θα λέγαμε ότι σήμερα, σύμφωνα με το φαινόμενο αυτό, το ενδιαφέρον στρέφεται από το ‘Form follows function’ (η μορφή έπεται της λειτουργίας) στο ‘form follows event’ (η μορφή έπεται του event, του συμβάντος, της δραστηριότητας). Η στροφή αυτή αναδεικνύει για άλλη μια φορά την σημασία της λειτουργίας, αλλά με διαφορετικούς όρους από αυτούς που έθεσε το Μοντέρνο (ρασιοναλισμός, λειτουργισμός, σαφήνεια και ‘επιστημονικότητα’ της λειτουργίας). Το event δεν αποτελεί ακριβώς λειτουργία, είναι μια έννοια που προσθέτει ποιοτικά χαρακτηριστικά στην λειτουργία, αλλά παράλληλα δημιουργεί τον κατάλληλο κοινό χώρο, μια κοινή γλώσσα για την σύνδεση της αρχιτεκτονικής με όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που προαναφέραμε: τέχνη, αγορά, προϊόν, παραγωγή, κέρδος, επένδυση και άλλους. Όλους αυτούς τους παράγοντες που συνθέτουν το σύγχρονο φαινόμενο της παγκόσμιας αγοράς.
Όχι πια ο χώρος ‘per se’ αλλά το event ως κέντρο της αρχιτεκτονικής παραγωγής. Ένα γεγονός που από την μια μας παρέχει το όφελος της θεώρησης της αρχιτεκτονικής ως μια διαδικασία που υπερβαίνει την αισθητική και λειτουργική αξία του παραγόμενου (του χώρου ως τελικό προϊόν) , αλλά που παράλληλα, και ακόμη περισσότερο από πριν, καθιστά την αρχιτεκτονική ως μια διαδικασία που παράγει κέρδος, μια κερδοφόρο ενασχόληση, ένα επενδυτικό χώρο στον οποία σήμερα στρέφεται ο επιχειρηματίας, ο οποίος προσβλέπει στην εκμετάλλευση του φαινομένου του μαζικού πολιτισμού και της μαζικής κατανάλωσης του πολιτιστικού προϊόντος.

Το πολιτιστικό προϊόν είναι λοιπόν το ‘event’. Η πολιτιστική παραγωγή στοχεύει στην δημιουργία ‘καταστάσεων’ και ‘συμβάντων’, τα οποία έχουν περιορισμένο χρονικό διάστημα ζωής, συνδυάζονται και συν-λειτουργούν με παράλληλα συμβάντα είτε διοργανώνονται σε συνέχειες. Τα ‘events’ αυτά διαφημίζονται από τα Μέσα, ‘κόβουν’ εισιτήρια και έχουν συγκεκριμένους κανόνες λειτουργίας, πότε πιο ελαστικούς και πότε πιο ελεγχόμενους. Η θεώρηση του πολιτιστικού προϊόντος ως ‘event’, η θεώρηση του από την μεριά της δραστηριότητας, εισάγει περισσότερο κόσμο στην κατανάλωση της τέχνης. Σύμφωνα με τις λειτουργικές αρχές της κοινωνίας του μαζικού πολιτισμού και της κατανάλωσης ο πολιτισμός και η κατανάλωση της τέχνης δεν αποτελεί πια αποκλειστικά μια  εξειδικευμένη δραστηριότητα, ένα προνόμιο των λίγων, πολιτιστικά ‘εκπαιδευμένων’, της αστικής τάξης και δεν αποκλείει με τον τρόπο αυτόν την συμμετοχή περισσότερου κόσμου, από διάφορα πολιτιστικά υπόβαθρα. Αντίθετα, η μαζική συμμετοχή του κοινού αποτελεί ένα ζητούμενο, ένα στόχο που κρίνει και την επιτυχία της διοργάνωσης. Η κατανάλωση της τέχνης δεν συνδέεται πια αποκλειστικά με την αισθητική θεώρηση της τέχνης.
Το φαινόμενο αυτό επηρεάζει και τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο ‘θεωρούμε’ την τέχνη σήμερα (και γενικότερα τον πολιτισμό). Κατ’ επέκταση επηρεάζει και τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο η αρχιτεκτονική συνεργάζεται με τον χώρο του πολιτισμού: την παραγωγή, διάθεση και κατανάλωση του πολιτισμού.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου πολιτιστικού προϊόντος ως ‘event’ επιφυλάσσουν για τον χώρο νέους ρόλους, ένα νέο λεξιλόγιο, απαιτούν νέες δομές αντίληψης και χρήσης του χώρου και του χρόνου, άρα και νέες δομές για την ίδια την αρχιτεκτονική.
Παράλληλα, το φαινόμενο αυτό με τις νέες δομές χώρου και το περιεχόμενο χώρου που προτείνει αποτελείται από  δύο όψεις.  Καθώς, από την μια, με τον τρόπο αυτό η αγορά ανοίγεται και δίνει νέες δυνατότητες στην επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και νέους τρόπους  του ‘επιχειρείν’ σε σχέση με τον πολιτισμό και την τέχνη. Η σχέση τέχνης και αρχιτεκτονικής μοιάζει να  διαμορφώνεται σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς και να ‘φιλτράρεται΄ από αυτούς, οι οποίοι πια θέτουν τις προϋποθέσεις της λειτουργίας της.  Η τέχνη αποτελεί ένα αγαθό με μεγάλη ζήτηση και καταναλώνεται ως προϊόν. Αλλά γίνεται και ένας χώρος με νέα επενδυτική δυναμική για κέρδος και εκμετάλλευση. Ο χώρος γενικά και η παραγωγή της αρχιτεκτονικής ειδικότερα ακολουθούν την λογική αυτή.
Από την άλλη όμως, η νέα αυτή προοπτική της σχέσης χώρου και πολιτισμού δίνει και τα μέσα για αποσταθεροποίηση κατεστημένων αντιλήψεων χώρου. Μέσα -η καλύτερα ανάμεσα- στις συσχετίσεις που καθορίζονται από τους κανόνες της αγοράς και κατανάλωσης (και ίσως πολλές φορές με αφορμή αυτές;) χωρούν και παραδείγματα πρωτότυπης χρήσης του χώρου και ανατροπής του τρόπου με τον οποίο βιώνουμε  συνήθως τον χώρο (τον χώρο έκθεσης της τέχνης για παράδειγμα). Παραμένουν όμως τα παραδείγματα αυτά σε έναν χώρο ‘ανάμεσα’ (in-between) χρήσεων, αναπλάσεων, δραστηριοτήτων. Σε έναν χώρο που βρίσκεται ‘ανάμεσα’ στις προθέσεις της αγοράς για την εκμετάλλευση της πολιτιστικής δραστηριότητας. Ίσως μάλιστα το διαφορετικό, το καινοτόμο να ‘προβλέπεται’ από τον στρατηγικό σχεδιασμό μιας κερδοφόρου επιχείρησης. Παρόλα αυτά η καινοτομία δεν χάνει την ειδική  της αξία και πάντα μπορεί να προσφέρει ‘προβληματοποιώντας’ την σχέση μας με  τον χώρο. Το μόνο αξιολογικό κριτήριο της τέχνης από την αγορά και αυτό που θα την κατατάξει στην κατηγορία του ‘καλού’ και ‘επιτυχημένου’ προϊόντος αποτελεί η δύναμή του να ‘καταναλωθεί’. Αυτό σημαίνει ότι το πολιτιστικό προϊόν δεν αξιολογείται πια με κριτήρια ηθικής, κριτήρια ακαδημαϊκά, είτε κριτήρια ‘χρησιμότητας’ και για τον λόγο αυτό στην αγορά τέχνης ‘χωρούν’ πια περισσότερα πολιτιστικά προϊόντα τα οποία παλιότερα θα μπορούσαν να απορριφθούν ως ‘χωρίς πολιτιστική αξία’, ‘χωρίς καλλιτεχνικό περιεχόμενο’. Αλλά από την άλλη, από την πολιτιστική αγορά απορρίπτονται και προϊόντα τα οποία δεν ‘ενδιαφέρουν επενδυτικά’.  Το φαινόμενο αυτό θα δούμε να αναπτύσσεται και στα παραδείγματα που θα αναφέρουμε παρακάτω.

Για τους παραπάνω λόγους μπορεί κανείς να παρατηρήσει διαφορετικές εκφάνσεις της πολιτιστικής δραστηριότητας. Η δραστηριότητα λοιπόν μπορεί να αναπτύσσεται ως ένα ‘στημένο’ και  σκηνοθετημένο συμβάν σύμφωνα με τα τηλεοπτικά πρότυπα και να προσφέρεται για άμεση κατανάλωση, μπορεί όμως και να αποδίδει μια ευκαιρία για πρωτότυπη ερμηνεία και χρήση του χώρου και την ανάπτυξη μιας δραστηριότητας που να βοηθά στον προβληματισμό και την σκέψη πάνω στον σύγχρονο πολιτισμό από τους χρήστες του.


Serpentine Gallery 2006

Θα αναφερθούμε εδώ σε δύο πρόσφατα παραδείγματα τα οποία διαθέτουν το δικό τους ειδικό ενδιαφέρον, γιατί, αφενός διοργανώθηκαν από τον ίδιο θεσμό και αφετέρου γιατί δείχνουν δυο διαφορετικούς τρόπους χρήσης του χώρου για δυο διαφορετικούς τρόπους ανάπτυξης δραστηριότητας που αφορά τον πολιτισμό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι θα προσδιορίσουμε τον έναν τρόπο ως πιο καθοριστικά αγοραίο και τον άλλο ως πιο εναλλακτικό, ούτε ότι θα αποδώσουμε ιδιαίτερη σημασία στον ένα και θα απαξιώσουμε τον άλλο. Και τα δύο παραδείγματα αποτελούν χαρακτηριστικούς τρόπους ανάπτυξης της σύγχρονης σχέσης αρχιτεκτονικής και τέχνης. Και στις δύο περιπτώσεις στόχος ήταν η επένδυση σε ένα προϊόν το οποίο θα καταναλωθεί μαζικά. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχαν πόρτες κλειστές και πόρτες που άνοιγαν σε νέες ερμηνείες τους χώρου. Θα βοηθήσουν όμως τον προβληματισμό και την διαμόρφωση συμπερασμάτων κυρίως μάλιστα μέσα από τις παράλληλες σκέψεις που μπορεί κανείς να κάνει παρατηρώντας τα και συμμετέχοντας σε αυτά. Και οι δύο τρόποι διαθέτουν στοιχεία τόσο αγοραία όσο και εναλλακτικά, θα προσπαθήσουμε όμως να ερμηνεύσουμε κάποια στοιχεία τους και να τους τοποθετήσουμε σε ένα σύγχρονο περιβάλλον παραγωγής χώρου και πολιτισμού. Κυρίως μάλιστα καθώς θα είχε ενδιαφέρον να προβληματιστεί κανείς για το ποιες προοπτικές μπορούν τα ‘events’ αυτά να ανοίγουν.


Αναφερόμαστε λοιπόν στις φετινές δράσεις που ανέπτυξε ο θεσμός της ‘Seprpentine Gallery’. Πρόκειται για έναν πολιτιστικό οργανισμό που αντιπροσωπεύεται από έναν συγκεκριμένο χώρο, την gallery που βρίσκεται στους κήπους του Kensigton (Hyde Park–Λονδίνο). Η γκαλερί αυτή, η οποία παλιότερα λειτουργούσε μάλιστα υπό την πατρωνία της ‘Πριγκίπισσας της Ουαλίας’ (της γνωστής lady Diana) διοργανώνει κάθε χρόνο σειρά εκθέσεων στο μόνιμο της περίπτερο.

Παράλληλα  όμως στις δραστηριότητες της εντάσσεται και μια ιδιομορφία. Κάθε χρόνο καλεί έναν διαφορετικό αρχιτέκτονα να σχεδιάσει ένα εποχιακό ‘περίπτερο’, έναν εφήμερο χώρο έκθεσης, ο οποίος στο τέλος των δραστηριοτήτων θα ξεστηθεί για να αντικατασταθεί τον επόμενο χρόνο από ένα άλλο περίπτερο κατασκευασμένο από κάποιον άλλο αρχιτέκτονα. Έτσι χρόνο με τον χρόνο το περίπτερο αυτό έχει σχεδιαστεί από σειρά γνωστών αρχιτεκτόνων: από την Zaha Hadid (2000), τον Daniel Libeskind (2001), τον Toyo Ito (2002), τον Oscar Niemeyer (2003), τους MVRDV (2004), και τους Alvaro Siza και Eduardo Soute de Moura (2005)
Κατά κάποιον τρόπο το περίπτερο αυτό αποτελεί κάθε χρόνο μια αναφορά της αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής κοινότητας και μια ευκαιρία για έναν/μια αρχιτέκτονα (φυσικά μιλάμε για ‘αναγνωρισμένο’ αρχιτέκτονα) να εκφράσει την άποψή του/της μέσω του σχεδιασμού για το σύγχρονο αρχιτεκτονικό περιβάλλον αλλά και την σχέση αρχιτεκτονικής και τέχνης. Πρόκειται για ένα μείζον καλλιτεχνικό γεγονός της πρωτεύουσας της Βρετανίας το οποίο επισκέπτονται περίπου  600,000 επισκέπτες τον χρόνο.
Η ευκαιρία αυτή φέτος δόθηκε στον Koolhaas. Ο Ολλανδός αρχιτέκτονας αναφέρεται στην στρατηγική που καθόρισε το φετινό στήσιμο της gallery:
‘Το Seprpentine pavilion του 2006 θα καθορίζεται από συμβάντα και δραστηριότητες (events and activities). Προτείνουμε έναν χώρο που θα περικλείει πρόσωπα σε κοινό διάλογο και που θα μοιράζονται κοινές εμπειρίες’

Ο φετινός χώρος της gallery έχει ενδιαφέρον να προσεγγιστεί υπό δύο διαφορετικές προοπτικές.
Πρώτον ως καθεαυτό αρχιτεκτονικό έργο:  ο Koolhaas δημιουργεί μια αρχιτεκτονική , η οποία στοχεύει κυρίως στο γεγονός (event). Ο χώρος επιχειρεί να πραγματοποιήσει την αρχιτεκτονική του ‘event’ σε πραγματικές συνθήκες.
Τόσο ως ιδέα: μια ‘ελαφριά’ αρχιτεκτονική, η οποία γίνεται αντιληπτή από απόσταση και που στοχεύει στο να αποδώσει ένα ‘σημείο αναφοράς’ του τόπου στο περιβάλλον της πόλης, να τονίσει ότι στο σημείο αυτό ΄κάτι συμβαίνει’. Ένα περίπτερο, το οποίο κατά την διάρκεια της ημέρας μοιάζει με ένα σύννεφο που αιωρείται ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου και το βράδυ με μια φωτεινή μπάλα. Ένας εσωτερικός χώρος που λειτουργεί ως πυκνωτής δημόσιων συμβάντων, καθώς διαμορφώνει έναν κενό κυκλικό χώρο με ελευθερία διάταξης που συνδέεται με τον εξωτερικό χώρο εννοιολογικά και λειτουργικά μέσα από την διαφάνεια των ορίων του. Δημιουργείται έτσι ένας ελεύθερος χώρος (εσωτερικός και εξωτερικός) δραστηριοτήτων, ο οποίος εσωτερικά προσφέρει ελευθερία διατάξεων και εξωτερικά (και από απόσταση) στόχο έχει να σηματοδοτήσει τον τόπο του ‘event’.
Όσο και ως υλοποίηση και τρόπος κατασκευής: με ελαφριά υλικά που δίνουν την εντύπωση μιας προσωρινής κατασκευής, και μια στέγαση με μια φουσκωτή κατασκευή (το landmark που προαναφέραμε και που καθιστά το περίπτερο αναγνωρίσιμο από μακριά) που σχεδόν πρέπει να γαντζωθεί στο έδαφος για να μην παρασυρθεί λόγω της ελαφρότητάς της προς τον ουρανό. Υλικά ευτελή (πλεξιγκλάς) που υποβοηθούν το επιδιωκόμενο ειδικό βάρος που θέλει να δώσει η αρχιτεκτονική αυτή στο συμβάν και όχι στον ίδιο τον χώρο ως αντικείμενο. Μια αρχιτεκτονική που προσδίδει σημασία στην δραστηριότητα που περικλείει.

Η  δραστηριότητα που περιέλαβε ο χώρος αυτός επίσημα έλαβε την μορφή ενός ‘Μαραθώνιου’ (Marathon) συνεντεύξεων περισσότερων από 70 προσώπων σχετικών με την τέχνη και την αγορά τέχνης καθώς και ειδικά με την αρχιτεκτονική. Οι διοργανωτές του ‘event’ αυτού ήταν ο Rem Koolhaas (ο αρχιτέκτονας του περιπτέρου –sic) και ο Hans Ulrich Orbist (διοικητικός και καλλιτεχνικός παράγοντας της Serpentine Gallery). Ο μαραθώνιος αυτός  έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2006 και επαναλήφθηκε ως ‘Post-Marathon’ τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με τους διοργανωτές:
“Ο Post-Marathon γίνεται αντιληπτός ως μια ενεργός έρευνα πάνω στο αυξανόμενο ενδιαφέρον των επενδυτών και οικονομικών δυνάμεων για την πολιτιστική βιομηχανία –πολιτιστικές σπουδές, σύγχρονη τέχνη και αρχιτεκτονική ειδικά. Νέες προσεγγίσεις όπως η χορηγία πολιτιστικών γεγονότων ως μια πιο αποδοτική μορφή εταιρικής προβολής και διαφήμισης, η χρήση της κριτικής θεωρίας (critical theory) από την οικονομική διαχείριση (management)  και το ενδιαφέρον επενδυτών και εταιριών για την συλλογή έργων τέχνης ως μια μορφή επένδυσης έχουν ήδη αλλάξει την σχέση μεταξύ οικονομίας και πολιτισμού.
Ο Post-Marathon θα θέσει θέματα εξουσίας και των αόρατων νόμων που κυβερνούν την αγορά τέχνης και τον κόσμο της τέχνης όπως και την σχέση μεταξύ χρήματος, πολιτισμού και δημιουργικότητας σε μια παγκόσμια προοπτική. Ο κόσμος των εταιριών και της οικονομίας κεφαλαιοποιούν τον πολιτισμό όχι μόνο με την απόκτηση έργων σύγχρονης τέχνης, αλλά επίσης ξανά-ανακαλύπτοντας τον καθοριστικό ρόλο του πολισμού και της δυτικής αισθητικής στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Όλο και περισσότερα τμήματα οικονομικής διαχείρισης επιχειρήσεων και βιομηχανικής παραγωγής προσανατολίζονται προς την τέχνη, την αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό γενικότερα ως νέα πηγή έμπνευσης. Μήπως η προοπτική αυτή διαμορφώνει ένα νέο πολιτιστικό και οικονομικό σενάριο; Γιατί η οικονομικοί παράγοντες και το κεφάλαιο ενδιαφέρονται τόσο έντονα για έναν χώρο που μέχρι πρόσφατα ήταν παραγκωνισμένος, όπως ο χώρος της πολιτιστικής βιομηχανίας;
Ο Post-Marathon θα λάβει χώρα κατά την διάρκεια του Frieze Art Fair ενός συμβάντος μείζονος σημαίας για την τέχνη και την πόλη του Λονδίνου ειδικά, ένα γεγονός που έχει μετατρέψει τα τελευταία χρόνια το πολιτιστικό τοπίο της πόλης. Ένα τέτοιο γεγονός ως φόντο θα αποτελέσει την τέλεια ευκαιρία για την διερεύνηση της αλληλοεπικάλυψης και διάδρασης πολιτισμού και κεφαλαίου. Ο Post-Marathon θα επιδιώξει να λάβει υπόψη του την παρούσα κατάσταση και να προσδιορίσει νέες κατηγορίες για την κατανόηση και του μεταβαλλόμενου ρόλου του πολιτισμού στην παγκόσμια οικονομία’
(Από το επίσημο site της Serpentine Gallery. H μετάφραση δικιά μας)

Το θέμα που επιλέχθηκε για την σειρά αυτή συνεντεύξεων αλλά και τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτή δηλώνει το επίκαιρο και το εύστοχο της διοργάνωσης. Καλλιτεχνικοί διευθυντές, καλλιτέχνες, ιδιοκτήτες επιχειρήσεων ‘haute couture’, δημοπράτες έργων τέχνης, αρχιτέκτονες, τραγουδιστές. Όλοι πρόσωπα που εμπλέκονται στην ‘διάδραση πολιτισμού και κεφαλαίου’. Στο σημείο αυτό όμως έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε το ίδιο το φαινόμενο της διοργάνωσης και να προσπαθήσουμε να επισημάνουμε κάποιες εκφάνσεις του και ερωτήματα που προκύπτουν κυρίως σε σχέση με τον χώρο, αλλά και με τις νέες προοπτικές που αναδεικνύει για την αρχιτεκτονική ως επαγγελματική δραστηριότητα.

Το ενδιαφέρον εδώ, πέρα από την ουσία της θεματολογίας του ‘event’, είναι ότι ο Koolhaas δεν λειτουργεί μόνο ως ο αρχιτέκτονας-δημιουργός του χώρου της gallery, αλλά και ως συν-διοργανωτής των επίσημων δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει ο χώρος (Post-Marathon). Παρατηρούμε λοιπόν τον αρχιτέκτονα να λειτουργεί και ως ‘curator’ (καλλιτεχνικός διευθυντής, οργανωτής εκδηλώσεων). Η έννοια του curator αποτελεί μια επαγγελματική κατηγορία η οποία μας είναι γνωστή στον χώρο της τέχνης και του πολιτισμού εδώ και καιρό. Με το συγκεκριμένο παράδειγμα όμως αναδεικνύεται το γεγονός  ότι το ‘curating’ αποτελεί μια νέα κατηγορία στα ευρύτερα επαγγελματικά ενδιαφέροντα και του αρχιτέκτονα. Με πολλές αρχιτεκτονικές σχολές  να κατευθύνουν το πρόγραμμα σπουδών τους (ή μέρος αυτού- έστω και καλυμμένο από την θεωρία), με εκπαιδευτικό αντικείμενο το curating, την προετοιμασία συμβάντων και δραστηριοτήτων που αφορούν την αρχιτεκτονική. Αλλά και με πολλές εκδηλώσεις που αφορούν την αρχιτεκτονική και το περιεχόμενό τους δεν αφορά την χρήση ή προβολή ενός αρχιτεκτονικού έργου, αλλά αντίθετα ζητήματα περιφερειακά, που συνδέουν την αρχιτεκτονική με άλλους τομείς γνώσης και παραγωγής, μέσα από εκθέσεις, διαλέξεις, σεμινάρια, συμπόσια, εκδόσεις, αποτελεί περισσότερο από προφανές ότι η δουλειά του αρχιτέκτονα σήμερα δεν σταματά στον σχεδιασμό του χώρου, αλλά επεκτείνεται και στον σχεδιασμό της ίδιας της δραστηριότητας που θα περιλαμβάνει ο χώρος αυτός.

Με ποιόν όμως τρόπο ο αρχιτέκτονας ως ‘curator’ συμβάλλει στην ‘διάδραση πολισμού και κεφαλαίου’, όπως τονίζουν οι διοργανωτές;
Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονταν η διάταξη του κοινού που ‘συμμετείχε’ στην εκδήλωση αυτή με μια πρώτη ματιά έδινε την εντύπωση  ενός ιδανικά ’δημοκρατικού’ χώρου.
Τοποθετημένο το κοινό  σε κυκλική διάταξη και χρησιμοποιώντας απλά σκαμπό, μπορούσε να ‘επεξεργαστεί’ τους γνωστούς αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, curator και ακαδημαϊκούς που περνούσαν από την καρέκλα του Koolhaas και Obrist, σχεδόν να τους αγγίξει, να τους φωτογραφίσει, ακόμη και να φάει ή να πιει τον καφέ του ενώ παράλληλα παρακολουθούσε τις συνεντεύξεις.
Η κατάσταση αυτή φαντάζει ιδανική συγκρινόμενη με τις ακαδημαϊκές διαλέξεις στις οποίες έχουμε συνηθίσει, όπου το ‘κοινό’ είναι καθισμένο μετωπικά και παρακολουθεί τον μονόλογο ενός ακαδημαϊκού είτε ενός κατόχου της γνώσης που την μεταδίδει μονόδρομα προς το κοινό.
Συγκρινόμενη με οικείες ακαδημαϊκές ή πολιτιστικές εκδηλώσεις πραγματικά η παρούσα έδινε την εντύπωση μιας καινοτόμου προσέγγισης της δραστηριότητας όπως αυτή οργανώνεται στον χώρο.
Το πρόβλημα όμως ήταν το εξής: το κοινό στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να συμμετέχει, δεν επιτρέπονταν οι ερωτήσεις, οι οποίες εξάλλου δεν ‘χωρούσαν’ σε μια σφικτή και περιορισμένη χρονικά δομή γρήγορων συνεντεύξεων όπως αυτή.
Και βέβαια, περά από την ‘δημοκρατική’ διάθεση που ευνοούσε ο χώρος και που σύμφωνα με τον δημιουργό του θα δημιουργούσε έναν ‘χώρο που θα περικλείει πρόσωπα σε κοινό διάλογο και που θα μοιράζονται κοινές εμπειρίες’, στην πραγματικότητα ούτε κοινός διάλογος υπήρχε, αλλά ούτε και οι εμπειρίες μπορούσαν να μοιραστούν καθώς το κοινό παρέμενε απαθές (όχι λόγο επιλογής, αλλά λόγω κανόνων της εκδήλωσης). 
Το αποτέλεσμα ήταν μια διοργάνωση ενός ‘event’ που έμοιαζε περισσότερο με τηλεοπτική παραγωγή.
Οι ‘συμμετέχοντες’ της παραγωγής αυτής θα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται στο καθιστικό του σπιτιού τους και να παρακολουθούν από την τηλεόραση.
Διαμορφωνόταν έτσι η αίσθηση ενός θεάματος στο οποίο μπορούσες να δεις από κοντά τα μέλη του αρχιτεκτονικού και γενικότερα πολιτιστικού ‘star system’, τα πρότυπά σου, χωρίς όμως να σου επιτρέπεται να συμμετέχεις, να διακόπτεις, να επηρεάζεις με οποιονδήποτε τρόπο την ροή της παραγωγής αυτής.
Άλλο ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό, που υποστηρίζει το παράλογο της σχέσης μεταξύ των προθέσεων του σχεδιασμού (δημοκρατικός χώρος, διάλογος, διάδραση, συμμετοχή) και  της τελικής μορφής που έλαβε η δραστηριότητα στον χώρο αυτόν (θέαμα, τηλεοπτική παραγωγή, παρέλαση ‘επωνύμων’) αποτελεί το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του event τρεις κάμερες τοποθετημένες σε σταθερό σημείο του χώρου, και προφανώς προβλεπόμενες  από την αρχή ως προγραμματικό κομμάτι της γκαλερί, κατέγραφαν αδιάκοπα την εκδήλωση.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς μήπως η ουσία του event ήταν να καταγραφεί; Να χρησιμοποιηθεί ως υλικό προβολής ή ακόμη και να γίνει εκμεταλλεύσιμο προσαυξάνοντας έτσι την επενδυτική αξία του event, πέρα από την ‘εφήμερη’ του αξία; Δηλαδή ‘κεφαλαιοποιώντας’ το event; Και μήπως η συμμετοχή του κόσμου αφορούσε  απλά την συμμετοχή του ως ντεκόρ που συμπλήρωνε και πλαισίωνε τους ομιλητές δημιουργώντας μια ‘δημοκρατική ατμόσφαιρα’;
Αν σκεφτεί μάλιστα κανείς την κουβέντα που διαμορφώνεται σήμερα για την δύναμη της εικόνας, η οποία περιλαμβάνει ακόμη και μια ολόκληρη νέα κατεύθυνση πανεπιστημιακών σπουδών που αφορά τον ‘οπτικό πολιτισμό’ (‘visual culture’), θα αντιληφθεί την δύναμη που μπορεί να έχει το event στο οποίο αναφερόμαστε ως καταγεγραμμένη εικόνα.
Και βέβαια να πως ξαναβρίσκει κανείς την ‘διάδραση πολιτισμού και κεφαλαίου’  και να πως η αρχιτεκτονική μέσα από την διεκδίκηση της εικόνας και  κυρίως της ‘στημένης’ –τηλεοπτικής εικόνας, βρίσκει την θέση της στο δίκτυο τέχνης- πολιτισμού- αγοράς.


Το φαινόμενο αυτό έχει βέβαια ήδη επισημανθεί από πολλούς θεωρητικούς και αποτελεί αντικείμενο μελέτης. Για παράδειγμα, Ο Zygmunt Bauman στο βιβλίο του ‘In search of Politics’ κάνει λόγο για μια κατάσταση θεσμικής χρήσης του χώρου και την οποία επισημαίνει σε αντιπαράθεση με την έννοια του ‘Πανοπτικού’ όπως την διατύπωσε ο  Michel Foucault σχετίζοντας το πρόγραμμα χρήσης του κοινωνικού χώρου με το θεσμικό πρόγραμμα  της ‘κοινωνίας της επιτήρησης’. Σύμφωνα με τον Bauman, στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε πια την έκθεση του ιδιωτικού και την δημοσιοποίηση του για τον έλεγχο και την επιτήρηση των πολλών από τους λίγους. Αντίθετα το μοντέλο του ‘συνοπτικού’ αναπαριστά μια ιδιαίτερη θεσμική κατάσταση του δημόσιου: την κατάληψή του δημοσίου από το ιδιωτικό. Στην περίπτωση του ‘Συνοπτικού’, όπως ονομάζει το φαινόμενο αυτό, οι πολλοί παρατηρούν τους λίγους.
Το event αυτό θα μπορούσαμε ίσως να επιχειρήσουμε  να το παρομοιάσουμε με το φαινόμενο του ‘συνοπτικού’. Όλο το συμβάν έμοιαζε να αναπαράγει τη μορφή ενός ‘θεάματος’ και ακόμη περισσότερο τις διαδικασίες και τα ήθη μιας κοινωνίας, που είναι γνωστή ως κοινωνία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του ‘Star system’.

 

Βέβαια, επεκτείνοντας την κουβέντα σχετικά με το ‘star system’ στην αρχιτεκτονική- τη νέα επενδυτική δυναμική του αρχιτεκτονικού έργου, αλλά κυρίως του ‘επώνυμου αρχιτέκτονα’, καθώς και τους νέους τομείς δραστηριότητας που επιφυλάσσει για τους αρχιτέκτονες, μπορούμε να συμπεριλάβουμε και ένα ή δύο ακόμη παραδείγματα.
Έτσι, πρόσφατο δημοσίευμα έγκυρης βρετανικής εφημερίδας, θέλει καταξιωμένο αρχιτέκτονα (συγκεκριμένα τον Lord Foster) να διεκδικεί από τους πελάτες του επιπλέον επιβάρυνση στον προϋπολογισμό ενός έργου, στην περίπτωση που ο συγκεκριμένος πελάτης επιθυμεί να εκμεταλλευτεί το κύρος  (και το έμμεσο οικονομικό αντίκρισμα σε προβολή της εταιρίας του που θα στεγαστεί στο κτήριο αυτό) ενός κτηρίου ‘made by Lord Foster’ και όχι απλά ενός ακόμη κτηρίου από τα πολλά του γραφείου ‘Foster and Partners’. Η υπογραφή του αρχιτέκτονα αποτελεί πια και αυτή ένα προϊόν που ο κάτοχος του διαπραγματεύεται με όρους της αγοράς. Κάτι που τόσα χρόνια βλέπαμε στην αγορά για παράδειγμα της ‘haute couture’. Η ‘επωνυμία’ τώρα πια και στην αρχιτεκτονική αρχίζει να προσδίδει προστιθέμενη αξία στο προϊόν. Το φαινόμενο αυτό συγκροτεί  μια νέα μορφή του τρόπου με τον οποίο συνδέεται η αρχιτεκτονική με την αγορά και που τον τελευταίο καιρό γίνεται όλο και περισσότερο  αντιληπτή προσλαμβάνοντας χαρακτήρα ‘brand name’. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ‘αγορά’ ενός επώνυμου αρχιτεκτονικού έργου δεν αποτελεί μια διαδικασία που μας είναι γνωστή από παλιά, ωστόσο τώρα η διαδικασία αυτή αποσπάται από το κύριο σώμα της αρχιτεκτονικής παραγωγής και μετατρέπεται στην αγορά της ‘υπογραφής’, της ‘επωνυμίας’, η οποία  διαπραγματεύεται ξεχωριστά από το κυρίως αρχιτεκτονικό προϊόν και την αρχιτεκτονική ποιότητα που το συνοδεύει. Φαινόμενα όπως αυτό εντάσσουν με αναγνωρίσιμους τρόπους  και την αρχιτεκτονική στην μεγάλη κουβέντα για την αγορά τέχνης-όπως πολύ σωστά υποπτεύθηκαν οι διοργανωτές του ‘μαραθώνιου’ Koolhaas και Obrist όταν όριζαν το θέμα τη εκδήλωσης. 

Άλλο ένα παρόμοιο παράδειγμα, το οποίο αναδεικνύει  ακόμη πιο ξεκάθαρα την παραπάνω θέση, αποτελεί η πρόσφατη έκθεση (Οκτώβρης 2006) της Zaha Hadid στην Rove Gallery (Kentish Town). Μια έκθεση που περιλάμβανε μακέτες, σχέδια, video από έργα της Hadid και ένα ‘φιλικό προς το περιβάλλον’ όχημα που σχεδίασε η ίδια. Το ενδιαφέρον και ξεχωριστό της έκθεσης αυτής είναι το γεγονός ότι η έκθεση συνοδευόταν και από λίστα με τιμές των έργων. Όλα τα έργα ήταν διαθέσιμα   προς πώληση και με μια μέση τιμή, για παράδειγμα, των μακετών της περίπου στις 25,000 αγγλικές λίρες. Η Hadid εκμεταλλευόμενη το όνομα της, και το σύγχρονο ενδιαφέρον γύρω από αυτό, πουλιέται ως έργο τέχνης.

Serpentine Gallery: China Power Station I

Το δεύτερο γεγονός που αξίζει να σημειωθεί είναι η επέκταση των δραστηριοτήτων της ‘Serpentine Gallery’ φέτος και εκτός του χώρου της γκαλερί.
Η διοργάνωση της έκθεσης ‘China Power Station’ προκαλεί διπλό ενδιαφέρον: Πρώτον για την θεματολογία του. Πρόκειται για μια έκθεση που προσπαθεί να καταγράψει δείγματα της σύγχρονης δημιουργίας τέχνης στην Κίνα και να τα φέρει σε επαφή με το δυτικό κοινό. Αυτό αποτυπώνει το αυξανόμενο ενδιαφέρον του δυτικού κόσμου για το ‘φαινόμενο Κίνα’. Ένα φαινόμενο οικονομικής και βιομηχανικής έκρηξης που αλλάζει τις δεδομένες ισορροπίες και παρουσιάζει μια κοινωνία σε μετάβαση. Ας θυμηθούμε και την λεζάντα του Koolhaas στο τελευταίο του βιβλίο-περιοδικό ‘Context’ η οποία εμφανίζεται ως κρυφή παρότρυνση – σύνθημα - νέα προοπτική για τους δυτικούς: ‘Go East’, κάτι που ο ίδιος ακολουθεί πιστά αν κρίνει κανείς από την πληθώρα αρχιτεκτονικών αναθέσεων που έχει αναλάβει τον τελευταίο καιρό το γραφείο του και το γεγονός ότι ο ίδιος έχει εγκαινιάσει κύκλο δραστηριοτήτων με την μορφή παραρτήματος του αρχιτεκτονικού του γραφείου (OMA) στο Πεκίνο.

Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο εδώ αποτελεί ο ίδιος ο χώρος που επιλέχθηκε για την έκθεση αυτή και η χρήση του χώρου ως εκθεσιακού και κατ’ επέκταση ο τρόπος που προτείνει για την διαμόρφωση της σχέσης τέχνης και αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για το ‘Battersea Power Station’, ένα μεγάλων διαστάσεων κτήριο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο νότιο-δυτικό  Λονδίνο, τώρα πια εγκαταλειμμένο, το οποίο όμως την εποχή της βιομηχανικής έκρηξης της Βρετανίας παρήγαγε το 1/5 της ενέργειας της πρωτεύουσας. Το ενδιαφέρον του χώρου αυτού και το ομολογουμένως πρωτότυπο της ιδέας για χρήση του ως εφήμερος χώρος έκθεσης από την ‘Serpentine Gallery’ αποτελεί το ότι ο χώρος αυτός σήμερα βρίσκεται στο μεταίχμιο, σε έναν ‘ενδιάμεσο’ χώρο ανάμεσα σε δύο καταστάσεις: Από την μια το παρελθόν του ως εγκαταλειμμένο και ΄ξεχασμένο’ κτήριο (σε μια περιοχή που βρίσκεται στα όρια της δυτικής περιφέρειας του Λονδίνου και του City, του έντονα αναπτυσσόμενου οικονομικού και πολιτιστικού κέντρου της πρωτεύουσας) και από την άλλη το ‘λαμπρό’ του μέλλον ως ένας χώρος –στόχος εντατικής ανάπτυξης.

Προκαλεί πραγματικά έκπληξη η επιλογή του χώρου αυτού, η χρήση του ως χώρου έκθεσης εκμεταλλευόμενοι τα φυσικά του χαρακτηριστικά (φως-σκοτάδι, θερμοκρασία, υλικά κατασκευής, φθορά της κατασκευής).
Παρ’ όλες τις μικροεπεμβάσεις που στόχευαν στην ασφάλεια του κοινού και την διαρκή αίσθηση ότι κάποιος φύλακας παρακολουθούσε και έδινε οδηγίες για την επίσκεψη του χώρου, ο χώρος παρέμενε άθικτος.
Ο επισκέπτης περιπλανιόταν ως ξένος σε έναν χώρο που έμοιαζε να είχε παγώσει στην στιγμή που εγκαταλείφθηκε και μέσα από το ίδιο πρίσμα ο επισκέπτης αντιλαμβανόταν τα ίχνη της ζωής που περιεχόταν κάποτε στον χώρο αυτό, ίχνη, χρώματα, πινακίδες, αφημένα εργαλεία, σαν να μην είχε περάσει μια μέρα.
Οι προσλαμβάνουσες των αισθήσεων στον χώρο και κατά την κίνηση του επισκέπτη είχαν επίσης σημαντικό ρόλο στην εμπειρία. Από το φωτεινό στο σκοτεινό, από υπαίθριους χώρους σε κρύους εσωτερικούς χώρους, μέσα από κλιμακοστάσια, διαδρόμους μεγάλες αίθουσες μηχανημάτων, φρεάτια ανελκυστήρων και μηχανοστάσια.
Τελικά βέβαια ο ίδιος ο χώρος αποσπούσε την προσοχή από τα ίδια τα αντικείμενα έκθεσης, τα οποία έμοιαζαν να αποτελούν απλώς την αφορμή για την επίσκεψη στον χώρο. Έναν χώρο που προκαλούσε μια εμπειρία διαφορετική από τις οικείες εμπειρίες.
Οι διοργανωτές ίσως να έλαβαν υπόψη την ιδιόμορφη παρούσα φύση του χώρου αυτού, το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια κατάσταση ανάμεσα στην εγκατάλειψη και την εκμετάλλευση, και με τον τρόπο αυτό να διατύπωσαν μια πρόθεση για εναλλακτικές και καινοτόμες προσεγγίσεις της σχέσης τέχνης και χώρου τόσο επιτυχημένα στην περίπτωση αυτή.
Από την άλλη όμως οι διαθέσεις αυτές των διοργανωτών δεν μειώνουν το γεγονός ότι οι πραγματικές προθέσεις των ανθρώπων (και των θεσμών) που παραχώρησαν τον χώρο στόχευαν στην προβολή και εξοικείωση του κοινού με έναν χώρο ο οποίος στο μέλλον θα αποτελέσει πόλο έλξης οικιστικής, εμπορικής, ψυχαγωγικής και πολιτιστικής δραστηριότητας.

Ένα έργο μεγάλου προϋπολογισμού το οποίο θα ανατρέψει τα δεδομένα της περιοχής και θα αλλοιώσει ανεπιστρεπτί τον χαρακτήρα του κτηρίου της ‘Battersea Power Station’. Εν τέλει έναν κατεξοχήν χώρο ‘αλληλοεπικάλυψης και διάδρασης πολιτισμού και κεφαλαίου’

Θα κλείσουμε εδώ την διερεύνηση αυτή, η οποία περισσότερο αποτελεί μια παράθεση εμπειριών και γεγονότων για προβληματισμό, παρά μια σαφή τοποθέτηση επί του θέματος τέχνης-αρχιτεκτονικής και αγοράς, με το παράδειγμα αυτό. Η σύγχρονη αυτή κατάσταση μετάβασης προσφέρει τόσο την ανασφάλεια στην κατηγοριοποίηση και την διαχείριση  των θεμάτων που θίξαμε και προβάλλει τον πολιτισμό πια όχι ως ένα αγαθό, αλλά ως προϊόν, το οποίο καταναλώνεται μαζικά, όπως και τα υπόλοιπα αγαθά και που γίνεται αποτέλεσμα οικονομικής εκμετάλλευσης.  Όσο όμως και ξαφνιάζει με τις απεριόριστες δυνατότητες  που μπορεί να μας δώσει στον συνδυασμό της τέχνης –αρχιτεκτονικής και την πολιτιστική παραγωγή με αφορμή τον χώρο, αλλά κυρίως στον ίδιο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χώρο και που προσαρμόζουμε την δραστηριότητα μας σε αυτόν.

Χρίστος Παπαστεργίου Νοέμβρης 2006





Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital