ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

Επαναποκατάσταση του ψευδεπίγραφου ως επιλογή αναστύλωσης Μνημείων.

15 Μάρτιος, 2008

Επαναποκατάσταση του ψευδεπίγραφου ως επιλογή αναστύλωσης Μνημείων.

Το αδιανόητο παράδειγμα του ρωμαϊκού θεάτρου στο Sagunto και η απειλή στο δημιούργημα του Giorgio Grassi.

Η περίπτωση του Sagunto είναι χαρακτηριστική του πώς μια πολεμική που δημιουργείται κυρίως από μη ειδικούς και κινούμενη από παντός είδους συμφέροντα συμπαρασύρει κοινωνία και αρχές σε απίστευτα καταστροφικές αποφάσεις για την αρχιτεκτονική, την ιστορία και συνεπώς την υπόσταση της σύγχρονης πόλης.

Αφήνουμε τα μνημεία, αρχαία και νεώτερα, ως έχουν καθώς η κάθε ριζοσπαστική παρέμβαση οδηγεί στο ψευδές και στην αλλοίωση τους. Καλύτερα να  τα αλλοιώσει ο χρόνος παρά ένας ψευδεπίγραφος μιμητισμός. Το οποίο μεθερμηνευόμενο αναγορεύει ως βέλτιστο λ.χ. σε πολλά μουσεία τη χρήση διακριτών μεταλλικών στοιχείων απλής στήριξης αντί της προσθετικής απολεσθέντων μελών αγαλμάτων και αγγείων.

Υπεράνω παθών και πέρα από την παραπάνω θέση που, μέχρι ενός σημείου, πιστεύω πως όλοι ενστερνιζόμαστε, υπάρχει και μια τάση που υπαγορεύει την παντελή αποφυγή παρέμβασης σε κάθε μνημείο καθώς δογματικά χρήζει ως ψευδεπίγραφες ακόμα και τις εξαιρετικές εκείνες παρεμβάσεις. Είναι μάλλον μια ανομολόγητη αμυντική στάση από εκείνους που ασκούν εξουσία και κυριαρχία σε συγκεκριμένα πεδία της ζωής και της τέχνης και οι οποίοι νιώθουν ότι απειλούνται ορισμένες φορές από τον νεωτερισμό. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάει κανείς ότι και στην κριτική αναστύλωση υπάρχουν δύο τάσεις: εκείνη του πλήρη σεβασμού προς το έργο ως έχει και εκείνη της άμεσης παρέμβασης με στόχο την επαύξηση της αξίας του μνημείου.  

Η αφορμή για το παρόν κείμενο είναι η πρωτοφανής απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Μαδρίτης να διατάξει την κατεδάφιση τής γνωστής παρέμβασης των οιστρήλατων Giorgio Grassi και Manuel Portaceli στο ρωμαϊκό θέατρο του Sagunto. Συγκεκριμένα, στις 19/1/2008, το Ανώτατο Δικαστήριο της Μαδρίτης αποφάνθηκε ότι η αρχιτεκτονική παρέμβαση επαναλειτουργίας και αποκατάστασης του ρωμαϊκού θεάτρου παραβίαζε τον νόμο 16 του 1985, σχετικά με την Ισπανική Πολιτιστική Κληρονομιά, ο οποίος ρυθμίζει την συντήρηση και την αναστύλωση των ακινήτων που έχουν ανακηρυχθεί ιστορικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
Έτσι σε διάστημα ενάμιση χρόνου θα πρέπει να επανέλθει το θέατρο στην προηγούμενη κατάστασή του την οποία μπορείτε να δείτε στην φωτογραφία που παραθέτω. Θα πρέπει λοιπόν να αποξηλωθούν οι μαρμάρινες πλάκες που τοποθετήθηκαν πάνω στις αντίστοιχες πέτρινες, μέρους του κοίλου, και να κατεδαφιστεί το θωράκιο του κλεισίματος πάνω από τα 1,20μ. Σημειωτέον ότι το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του δήμου της πόλης που ζητούσε την ακύρωση της προηγούμενης απόφασης η οποία το 1998, συμπλήρωνε τον νόμο για την Πολιτιστική κληρονομιά της Βαλένθια και η οποία άνοιγε το δρόμο για παρόμοιες αποφάσεις.
Τα παράπονα, απόρροια πολιτικών πιέσεων οδήγησαν σε αγωγές στα δικαστήρια όπου και αποφασίστηκε η πλήρη επαναφορά του θεάτρου, που εν τω μεταξύ έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό λόγω της εξαιρετικής αρχιτεκτονικής παρέμβασής.

Η αυτονομία της δικαστικής εξουσίας δεν αμφισβητείται, όμως είναι ανησυχητικό το πώς φτάσαμε σε μια απόφαση χωρίς μια πραγματική διερεύνηση και εμβάθυνση, χωρίς να εισακουστούν οι ειδικοί: οι μελετητές ο γενικός επιθεωρητής Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και ο γενικός διευθυντής Καλών Τεχνών οι οποίοι και ενέκριναν την υλοποίηση της μελέτης. Εξέλειπε εντόνως ένας διαμεσολαβητής που θα μπορούσε να υπερασπιστεί τις αιτίες μιας μελέτης η οποία, βασιζόμενη σε μια εξαντλητική αρχαιολογική μελέτη, ερμήνευσε με ιδιοφυή τρόπο τους στόχους ενός ελλιπέστατου νόμου για την ιστορική κληρονομιά. Ο νόμος απαγορεύει την ανακατασκευή μνημείων εκτός εάν αυτή γίνεται με χρήση αυθεντικών υλικών, ενώ επιτρέπει την χρήση νέων υλικών μονάχα στην περίπτωση αναστήλωσης και συντήρησης με σκοπό την αποφυγή μιμητικών συγχύσεων.



Οι Grassi και Portaceli, σχολιάζοντας την απόφαση δήλωσαν ότι ο στόχος της μελέτης ήταν ακριβώς η αποφυγή του μιμητισμού που τυραννούσε το θέατρο ιδιαίτερα την δεκαετία του ’60.Το 80% του θεάτρου πριν την παρέμβαση των προαναφερθέντων αρχιτεκτόνων ήταν παράγωγο μιμητικής ανακατασκευής που έγινε κυρίως μεταξύ 1958 και 1972, ενώ πέρα από την επένδυση με πέτρες μη αυθεντικές, η τομή των βαθμίδων είχε αλλάξει στα πλαίσια υιοθέτησης των κανόνων του αρχαιοελληνικού θεάτρου το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο!

Το θέατρο του Sagunto παρουσιάζονταν μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ως μια νεκρή γλώσσα(1) ένα τεχνητό ερείπιο απόρροια κατανοητών μεν κινήτρων ενίσχυσης τής όλης δομής και μερικής συμπλήρωσής της που είχαν οδηγήσει δε, σε ένα μιμητικό αποτέλεσμα το οποίο δεν είχε ως στόχο την πιστή αποκατάσταση του θεάτρου όπως ήταν (ή τουλάχιστον όπως ο αρχαιολόγος πίστευε ότι ήταν) αλλά μάλλον το «ερείπιο» καθεαυτό, δηλαδή την επαναφορά της εικόνας ενός φθαρμένου αρχαίου μνημείου ενισχύοντας τα οπτικά χαρακτηριστικά που η συλλογικότητα έχει σχηματοποιήσει στο υποσυνείδητό της.

Αυτή η επιλογή δημιούργησε ένα ψευδές (βλέπε στοά Αττάλου) όπως έλεγε και ο Cesare Brandi, όπου λ.χ. η παρέμβαση υπήρξε αποκλειστικά στο κοίλον -η φθορά εκεί ήταν μεγαλύτερη- χωρίς συνολική αντιμετώπιση του αρχιτεκτονήματος. Επιπλέον η σκηνή αλλοιώθηκε με την προσθήκη ενός μικρού μουσείου παράπλευρα στον ανατολικό πύργο, ακυρώνοντας την πρωταρχική συμμετρία και τις διαδρομές, ενώ στο τοίχο της προμετωπίδας τοποθετήθηκαν τετραγωνισμένες πέτρες σε κανονικά διαστήματα με αποτέλεσμα να εμφανίζεται η τελευταία ως ξεχωριστό στοιχείο από το κοίλον και συνεπώς δημιουργώντας μια αρρυθμία στο αρχιτεκτόνημα, η ενότητα του οποίου ήταν χαρακτηριστική του ρωμαϊκού θεάτρου.   
         
Η μελέτη του Grassi, είχε ως σημείο εκκίνησης την συντήρηση, ενίσχυση και ανάδειξη των αυθεντικών απομειναριών του θεάτρου απελευθερώνοντας τα μέρη που είχαν καλυφθεί και ανακατασκευάζοντας βασικά στοιχεία του αρχιτεκτονήματος απαραίτητα για την αρχιτεκτονική υπόστασή του (ακουστικότητα κ.α.). Ο στόχος της αποκατάστασης ήταν η επαναφορά του ρόλου, της μοναδικότητας και της ενότητας του χώρου που είχε χαθεί, με την ελάχιστη χρήση νέων αναγνωρίσιμων υλικών, όπως ο τραβερτίνος του ορυχείου του Castillo di Teruel ή το μάρμαρο. Το αποτέλεσμα ήταν η αποκατάσταση του αστικού ρόλου του θεάτρου με βάση τα αυθεντικά απομεινάρια και όχι τα ψευδεπίγραφα των περασμένων δεκαετιών που δημιουργούσαν μια μανιέρα που μάλλον θα πρέπει να αποφεύγεται. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι το θέατρο δεν υφίσταται ως μεμονωμένη ενότητα αλλά αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου μνημειακού συνόλου η ενότητα του οποίου είναι σημαντική. Έτσι π.χ. το ρωμαϊκό θέατρο δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από το κάστρο που το ορίζει καθώς η ιστορία του ενός είναι συνδεδεμένη με εκείνη του άλλου.

Ο Grassi προσπάθησε να αποκαταστήσει ουσιαστικά την ιδέα του Θεάτρου, κάτι που υπερβαίνει την μορφή καθεαυτή καθώς ήταν πάντα ένας μεταβαλλόμενος χώρος που διευρύνονταν μαζί με την θεματική των παραστάσεων που αντανακλούσαν και τις μεταβολές της συλλογικότητας. Ήταν μια συνολική προσέγγιση του όλου προβλήματος, κάτι που ο Grassi είχε ήδη κάνει με επιτυχία όπως π.χ. στο κάστρο του Abbiategrasso.

Ουσιαστικά ο Grassi επανέφερε τον χαμένο ρόλο του θεάτρου, (τον αρχιτεκτονικό ρόλο και τον λειτουργικό), ρόλο που είχε αλλοιωθεί από διάφορα γεγονότα και είχε κάνει αγνώριστο το θέατρο απομειώνοντάς το σε ένα θραύσμα, πηγαίνοντας πέρα από τον ιστορικό ρόλο του μνημείου ως μαρτυρία και επιλύνοντας το πρόβλημα ενός μοναδικού αστικού τόπου στην σύγχρονη πόλη. Ο αρχιτέκτονας αναγιγνώσκοντας τα χωρικά δεδομένα (Brandi) απεφάνθη ότι η μοναδική προσέγγιση ήταν η κατασκευή, η κατασκευή ενός ρωμαϊκού θεάτρου σήμερα, με τα όποια προβλήματα και τις συνέπειες που αυτό θα προκαλούσε.       

Στην απόφαση του δικαστηρίου που προφανώς δημιουργεί εξαρτήσεις στην ανεξαρτησία και την ελευθερία έκφρασης, δεν εναντιώθηκε μονάχα ο δήμος και το διοικητικό συμβούλιο της Βαλένθια αλλά όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος. Ο κίνδυνος είναι τώρα η απώλεια ενός έργου αναγνωρίσιμου και διεθνώς παραδεκτού ως αριστουργήματος, το οποίο ανήκει στην ανθρωπότητα. Χρειάζεται να κατανοηθεί η απίστευτη καταστροφή που θα υποστεί το θέατρο με την αποξήλωση της παρέμβασης καθώς και η ανάγκη άμεσης αναθεώρησης του νόμου του 1985 για να μπορέσει να διασωθεί το έργο των Grassi και Portaceli. Πρόκειται για ένα πολιτικό αγώνα που ξεκίνησε από το 1989 που ξεκίνησαν οι εργασίες και ο οποίος ενεργοποίησε έναν επικίνδυνο δικαστικό μηχανισμό.

Ολοκληρώνοντας πρέπει να επισημάνω το πως για άλλη μια φορά η Αρχιτεκτονική οπισθοχωρεί μπροστά σε φωνές και γνώμες μη ειδικών, κάτι ίσως που συμβαίνει μονάχα σε αυτή την επιστήμη/τέχνη.    

Νίκος Μιτζάλης, Δρ.Αρχιτέκτων Ε.Μ.Π., διδάσκοντας (407/80) στην Αρχιτεκτονική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
  
    
(1)G.Grassi, « Architettura lingua morta», Lotus, n.9, Milano, 1988.

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital