ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

Επιλεγόμενα της Πέμπτης Μπιενάλε Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων

14 Ιανουάριος, 2008

Επιλεγόμενα της Πέμπτης Μπιενάλε Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων

Διαβαίνοντας την μετα-ολυμπιακή εποχή, το “πολιτισμικό κραγιόν” στο οποίο έχει μετασχηματιστεί σε μεγάλο βαθμό η αρχιτεκτονική, φαίνεται να λειώνει μπροστά στο άψυχο κέλυφος θαραλλέων προσπαθειών για διαφορετικότητα, χωρίς να λείπουν και έργα -υλοποιημένα δυστυχώς- που αναπαράγουν μονότονα και αδέξια, περιορισμένες και ξεπερασμένες μοντερνιστικές προσεγγίσεις.

Το 2004, ο Νίκος Καλογεράς έγραφε στα προλεγόμενα της τέταρτης μπιενάλε Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων ότι το ευρύ φάσμα των δεκάδων συμμετοχών δεν προσφέρονταν για σαφή κατάταξη και ανίχνευση τάσεων και στη συνέχεια προσέθετε -όπως και στην φετινή μπιενάλε- ότι οι άπειρες δυνατότητες παραγωγής “εικονικών” γοητευτικών χώρων έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας σύγχυσης των νέων αρχιτεκτόνων, ίσως στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την πραγματικότητα που συχνά είναι απογοητευτική.

 Διαφωνόντας με την δικαιολογία της ποσοτικής συμμετοχής, οφείλω να είμαι κάπως κριτικός με την παρούσα πέμπτη έκθεση Νέων Ελλήνων Αρχιτεκτόνων που φιλοξενείται στο νέο μουσείο Μπενάκη, και να τονίσω ότι και σε αυτή την έκθεση κάνει την εμφάνισή της η ίδια “σύγχυση”. Διαβαίνοντας την μετα-ολυμπιακή εποχή, το “πολιτισμικό κραγιόν” στο οποίο έχει μετασχηματιστεί σε μεγάλο βαθμό η αρχιτεκτονική, φαίνεται να λειώνει μπροστά στο άψυχο κέλυφος θαραλλέων προσπαθειών για   διαφορετικότητα, χωρίς να λείπουν και έργα -υλοποιημένα δυστυχώς- που αναπαράγουν μονότονα και αδέξια, περιορισμένες και ξεπερασμένες μοντερνιστικές προσεγγίσεις.

 Αυτός ο  αρχιτεκτονικός λόγος που εξέλειπε τότε και ο οποίος οδηγεί στη διαμόρφωση θεωρητικών θέσεων και αρχιτεκτονικού “χαρακτήρα”, συνεχίζει να εκλείπει και φέτος, όπως συνεχίζει να είναι ασταθές το έδαφος της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής (1). 

 Τα έργα που είδα, προσεγγίζουν την έννοια που προσέδιδε ο Manfredo Tafuri στα μέσα της δεκαετιας του '60 στην αρχιτεκτονική, ως διακόσμηση των μεγάλων υποδοχέων (των κτιρίων), χωρίς κάποια πολιτική διάσταση. Και βέβαια ο Tafuri αναφερόταν στα αρχιτεκτονικά υπολοιπόμενα του Μοντέρνου και στις αναπαραγωγές αυτών, όμως και στην εν λόγω έκθεση η προσέγγιση της αρχιτεκτονικής φαίνεται να αδιαφορεί για την μεγάλη κλίμακα (όπως η πρόταση του κ.Βανδώρου για το Ελληνικό με τους γραμμικά χωροθετημένους τεράστιους πύργους γραφείων και την παντελή αδιαφορία(?) για την διαμόρφωση του υπόλοιπου χώρου. Αλήθεια, πρέπει οπωσδήποτε να χτίσει κάποιος στο Ελληνικό?
Αναρωτιέμαι: Δεν γίνεται να δημιουργηθεί πάρκο υψηλού πρασίνου και αναψυχής χωρίς την παρουσία πολυεπίπεδων κτισμάτων?!!). Μεγάλη κλίμακα με την έννοια του Gregotti, ως ενδιαφέρον για το περιβάλλον (κτιστό και άκτιστο) και ένταξη του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου στο συντακτικό του τόπου και της πόλης. Εντάξει, δεν προτέινω εδώ την αντικατάσταση της τυπολογίας με την τοπολογία ως ερμηνεία τής γεωγραφικής διάστασης τής παρέμβασης, αλλά -παρόλες τις διακαιολογημένες δυσκολίες των προδιαγραφών και της κατασκευής- οι αρχιτεκτονικές στην έκθεση (πλην λιγοστών εξαιρέσεων) είναι  αυτοαναφορικές και κυρίως θα μπορούσαν να είχαν προταθεί ή κτιστεί οπουδήποτε αλλού. Τουλάχιστον στο Μοντέρνο, η διεθνοποιημένη αρχιτεκτονική προσέγγιση εμπεριείχε μια ιδεολογία.
Στην περίπτωση μας, με επιφυλάξεις θα διέκρινα ψήγματα Πραγματισμού (και όχι Νεο-Πραγματισμού) ή και Αποδομισμού (η αποδομηστική θεώρηση πρεσβεύει το ότι υπάρχουν διάφορα επίπεδα ζωής σε μια πόλη. Επιλύοντας τις απαιτήσεις τού κάθε επιπέδου, επίπεδο με επίπεδο μεμονωμένα και μετά συνθέτοντας αυτή τη σειρά επιπέδων σε ένα σύνολο, συντελείται η δημιουργία ενός κατάλληλου περιβάλλοντος. Η τελική αυτή σύνθεση μάλλον απουσιάζει στην περίπτωσή μας).

 Βρισκόμαστε μάλλον μπροστά στην μεταμοντέρνα περίοδο της ελληνικής αρχιτεκτονικής που ασκείται στα πλαίσια της μεταμοντέρνας πόλης. Η τελευταία είναι μία οντότητα σύνθετη, θραυσματοποιημένη και άδικη που δεν δομείται πια (εάν ποτέ υπήρξε δομημένη) με κάποιο είδος οργανικής ισορροπίας, αλλά ολοένα και πιο πολύ με -ορισμένες φορές δραματικές- επεμβάσεις που καθοδηγούνται από την αγορά.
Μια “μεταλλαγμένη μηχανή χρημάτων” σύμφωνα με τον Dear. Όπως και την πολεοδομία, έτσι και την σύγχρονη αρχιτεκτονική μπορούμε να την περιγράψουμε ως ένα μωσαικό “βασιλείων”, ουτοπικών γαλαξιών, αστικών σημαδιών και εφήμερων συμπλεγμάτων. Είναι πιο συμφορημένη, κεντροποιημένη, και βιαστική και κυρίως σε μια κατάσταση επαναπροσδιορισμού. Και αυτό κρατάω ως το πιο σημαντικό της φετινής έκθεσης. Υπάρχει μια ζύμωση που συντελείται τα τελευταία χρόνια.
Οι Νέοι Αρχιτέκτονες διαχειρίζονται εξαιρετικά εκφραστικά εργαλεία, ταξιδεύουν, συμμετέχουν σε διεθνείς διαγωνισμούς σε μία παγκοσμιοποιημένη αρένα και κυρίως προσπαθούν. Η προσπάθεια αυτή μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέροντα αποτελέσμα όπως: η αμφιθεατρική κατοικία στην Ύδρα του Αριστείδη Αντονά και το “Monocoque” των: Μαριάνθη Τατάρη και Κωνσταντίνου Χρυσού στο Stavanger της Νορβηγίας.

 
Αμφιθεατρική κατοικία στην Ύδρα του Αριστείδη Αντονά

 

 
“Monocoque” των: Μαριάνθη Τατάρη και Κωνσταντίνου Χρυσού στο Stavanger της Νορβηγίας.



 Το πρώτο, ξεχωρίζει όχι μόνο για την πρωτότυπη γραφική παρουσίασή του αλλά και για τον τρόπο που μορφοποιεί τον εσωτερικό χώρο του “καθιστικού” της κατοικίας με βάση διαφορετικές δράσεις, εισαγάγοντας την έννοια της “άδειας πλατφόρμας” (όρος του ιδίου) ως ένα σιωπηλό (με την έννοια που το χρησιμοποιούσε ο Tafuri) κενό το οποίο αλλάζει με την κάθε χρήση, όπως το πάλκο ενός θεάτρου.
Το δεύτερο, μετουσιώνει τις τέσσερις βασικές λειτουργίες της παραθαλάσσιας περιοχής (κατοικία/εργασία, υπηρεσίες, αναψυχή-πράσινο, συγκοινωνίες) σε ένα πρωτότυπο, ευπροσάρμοστο μοντέλο στα πλαίσια του ευρύτερου προγραμματισμένου σχεδιασμού δημιουργώντας έτσι, ενδιαφέρουσα χωρικά γεγονότα.           

 Παρατηρώντας την εξέλιξη των ελληνικών μπιενάλε αρχιτεκτονικής, πιστεύω ότι η επόμενη έκθεση θα έχει πολλά περισσότερα να μας πει και ίσως μέσα από επόμενα έργα των ιδίων δημιουργών ή και άλλων να αναδυθούν τάσεις που θα συμβάλουν πιο ουσιαστικά στον διάλογο για την πορεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής.  

Νίκος Μιτζάλης, Δρ.Αρχιτέκτων Ε.Μ.Π., διδάσκοντας (407/80) στην Αρχιτεκτονική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

(1) Το ¨Ασταθές έδαφος¨ είναι ένας επιτυχημένος προσδιορισμός των: Γ.Αίσωπο και Γ.Σημαιοφορίδη στα πλαίσια του βιβλίου: Τοπία εκμοντερνισμού, Metapolis Press& KAM, 2002, σ.9. 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital