ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

Η «Ζώνη» ενάντια στην Πόλη. Αναδρομή στην εξέγερση των περιαστικών γαλλικών γκέτο και η Ευρωπαϊκή πόλη.

17 Δεκέμβριος, 2007

Η «Ζώνη» ενάντια στην Πόλη. Αναδρομή στην εξέγερση των περιαστικών γαλλικών γκέτο και η Ευρωπαϊκή πόλη.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, το ισχυρό βιομηχανικό υπόβαθρο της Γαλλίας αποτέλεσε την αφορμή προσέλκυσης και της εμφάνισης ενός μεγάλου κύματος εργατικών μαζών.

Το «Γραφείο για την Κατοικία Καλής Αγοράς» που είχε ιδρυθεί το 1914 και ήταν μια αυτόνομη αρχή, προσπάθησε να συνδυάσει τις ιδιωτικές και δημοτικές πρωτοβουλίες, υπό τον κρατικό έλεγχο, με σκοπό την ταχεία δημιουργία λαϊκών και οικονομικών κατοικιών.

Στις 17 Αυγούστου που μας πέρασε, φοιτητές, εργαζόμενοι και μετανάστες -αφρικανικής κυρίως προέλευσης- υποχρεώθηκαν σε έξωση από το πενταόροφο κτήριο Bâtiment F, φοιτητική εστία τής École supérieure τού Cachan στα νότια του Παρισιού. Το κτήριο που βρίσκονταν μέσα στο campus τής σχολής, τελούσε από το 2003 σε ένα είδος κατάληψης-αυτοδιαχείρισης από 685 άτομα που ζούσαν ως επί το πλείστον σε δωμάτια 9τ.μ.. Το εξοργιστικό σε αυτή την ενέργεια που συνοδεύτηκε με αστυνομική επέμβαση, είναι η μελλοντική χρήση του χώρου ο οποίος προορίζεται να γίνει χώρος στάθμευσης για τη σχολή! Το γεγονός αυτό, παρ’ όλες τις διάφορες πρόχειρες προσπάθειες των αρχών, επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της στέγασης και της αποκατάστασης των μεταναστών πολλοί από τους οποίους είναι Γάλλοι πολίτες και οι οποίοι διεκδικούν ζωτικό χώρο στην πόλη και στην κοινωνία.  
 
Άλλωστε, η προ μηνών μαζική συμμετοχή στις ταραχές των Γαλλικών προαστίων και οι εκρήξεις βίας που συνεχίστηκαν μήνες μετά (και που φαίνεται να αναζωπυρώνονται προσφάτως) και οι οποίες δεν αποτελούσαν μέσο για κάποιον προσχεδιασμένο σκοπό, αλλά εκδήλωση (1) και ανακάλυψη της αδυναμίας επίλυσης των προβλημάτων της Γαλλικής περιφέρειας,  αποκάλυψαν την αποτυχημένη ενσωμάτωση των μεταναστών, αλλά και τον υβριδικό χώρο που διαρκώς μεγαλώνει στα προάστια των Ευρωπαϊκών πόλεων. Κάνοντας μια μικρή αναδρομή στην πολιτική που εφαρμόστηκε σε σχέση με τα προάστια που διαμόρφωσαν την Ζώνη, θα δούμε πως η παραγωγή «ανθρώπινων απορριμμάτων» σύμφωνα με τον Zygmunt Bauman (2), που αποτελεί αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού και παρενέργεια της παγκοσμιοποίησης έχει αντίκτυπο στην πόλη και στο μέλλον της, επαναπροσδιορίζοντάς το. Θέμα που όπως κατάγγειλε και ο Massimiliano Fuksas στην φετινή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής Βενετίας σε δημόσια συζήτηση, απουσιάζει: ...ενώ βρισκόμαστε εδώ να μιλάμε για το πως κατασκευάζεται η πόλη, όλο και περισσότερα αστικά κέντρα παγκοσμίως καταστρέφονται ολοσχερώς. Αυτό είναι το μέγα θέμα σήμερα, η σύγκρουση».

Στις αρχές του 20ου αιώνα, το ισχυρό βιομηχανικό υπόβαθρο της Γαλλίας αποτέλεσε την αφορμή προσέλκυσης και της εμφάνισης ενός μεγάλου κύματος εργατικών μαζών. Το «Γραφείο για την Κατοικία Καλής Αγοράς» που είχε ιδρυθεί το 1914 και ήταν μια αυτόνομη αρχή, προσπάθησε να συνδυάσει τις ιδιωτικές και δημοτικές πρωτοβουλίες, υπό τον κρατικό έλεγχο, με σκοπό την ταχεία δημιουργία λαϊκών και οικονομικών κατοικιών. Έτσι, μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου δημιουργούνται 38.000 κατοικίες περίπου (3). Παρ’ όλα αυτά οι στεγαστικές ανάγκες παραμένουν. Το κράτος αντιδρά με το νόμο Loucheur (Loi Loucheur 13/7/1928), καθορίζοντας ένα μίνι πενταετές πρόγραμμα για την υλοποίηση 200.000 λαϊκών κατοικιών και άλλων 60.000 κατοικιών για τη μεσαία τάξη, συνολικού προϋπολογισμού 13.000.000 φράγκων. Τα νεόδμητα διαμερίσματα διαθέτουν τρία έως πέντε δωμάτια (των λαϊκών στρωμάτων κυμαίνονται από ένα έως τρία, χωρίς κεντρική θέρμανση και μπάνιο) και τα ύψη των οικοδομών κυμαίνονται από 3 έως 7 ορόφους, ενώ από το 1930 αρχίζουν να χτίζονται στο Παρίσι ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα μέχρι και χιλίων διαμερισμάτων.

Οι βιομηχανικές μέθοδοι προκατασκευής και επιτόπιου μονταρίσματος, που είχαν προταθεί από τον Le Corbusier για τη μείωση του κόστους της κατασκευής, δεν μπόρεσαν να εφαρμοστούν αφού τα έξοδα μεταφοράς ήταν πολύ υψηλά. Αυτό το γεγονός προσανατόλισε την κατασκευή στη χρήση παραδοσιακών υλικών και είχε ως συνέπεια την αισχροκέρδεια από πλευράς εργολάβων.

Εδώ πρέπει να σταθούμε πάντως στην νέα αντίληψη της εργατικής στέγης που αρχίζει να επικρατεί: Σύμφωνα με αυτή, που προερχόταν και από μια καινούργια θεώρηση της πόλης, ο αστικός χώρος δεν είναι ένα γεγονός αποκλειστικά υλιστικό, αλλά έχει και μια κοινωνική φύση που είναι αποτέλεσμα της ανάδρασης μεταξύ φυσικού χώρου και συλλογικότητας.

Μετά το 1928, δεν υπήρχε υποστήριξη για δημόσιες κοινωφελείς πρωτοβουλίες και οι δημόσιες χρηματοδοτήσεις άρχισαν να ελαττώνονται. Παράγκες και αυτοσχέδιες κατοικίες συνέχιζαν να εμφανίζονται στα περίχωρα του Παρισιού, στη Λυών και σε άλλες γαλλικές πόλεις.

Οι λαϊκές συνοικίες της περιφέρειας του Παρισιού δημιουργήθηκαν χωρίς κάποιο προκαθορισμένο συνολικό σχεδιασμό, έτσι δεν διέθεταν ούτε κεντρικές αρτηρίες, ούτε γραμμές τραμ να τις συνδέουν με την πρωτεύουσα. Έτσι π.χ. η Cité la Muette στο Dancy, (4) βρίσκονταν σε μια απομονωμένη πεδιάδα, ενώ και η χωροθέτηση των συνοικισμών ήταν πολλές φορές άστοχη π.χ. εκείνος της Nanter το 1932, πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή Παρίσι-Saint Germaine.

Οι κηπουπόλεις του Παρισιού, δεν έλυσαν το στεγαστικό πρόβλημα αφού στέγασαν μόλις 30.000 άτομα σε μια πόλη που αυξήθηκε από τέσσερα σε πέντε εκατομμύρια κατά το χρόνο κατασκευής τους. Εν τούτοις, αποτέλεσαν μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στις συμφορημένες κατοικίες του κέντρου και τις τρώγλες της περιφέρειας.

Η γαλλική κυβέρνηση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να εξισορροπήσει τις χωρικές και οικονομικές ανισότητες μεταξύ Παρισιού και υπόλοιπων πόλεων και προκειμένου να καλυφθεί το στεγαστικό έλλειμμα, απόρροια της αύξησης των γεννήσεων τις δεκαετίες ’50 και ’60 και μιας αυξανόμενης εισροής μεταναστών από τη Β.Αφρική και τις Αντίλλες, χτίζει περίπου 3.000.000 κοινωνικές κατοικίες στα προάστια μεταξύ 1955 και 1975. Παράλληλα, για την αύξηση της ανάπτυξης σχεδιάζεται μια πολιτική ανάπτυξης των μεγάλων αστικών κέντρων το 1963 (πολιτική των métropoles d’ équilibre): οι 8 μεγαλύτερες γαλλικές πόλεις έγιναν περιφερειακές πρωτεύουσες (σήμερα είναι 11), σε μια προσπάθεια να μετακινηθεί το βαρύκεντρο από την πρωτεύουσα, η κάθε μία αναπτυσσόμενη με μια συγκεκριμένη λειτουργία έτσι ώστε να μπορέσει να απορροφήσει περισσότερες περιφερειακές λειτουργίες. Αυτά τα αστικά σύμπλοκα επιδοτούνταν από την κυβέρνηση και από το 1982 απέκτησαν μεγαλύτερη αυτονομία. Επανερχόμενοι στο ζήτημα των κατοικιών, οι περισσότερες από αυτές ήταν σε μοντέρνα τυποποιημένα ψηλά κτήρια, τα λεγόμενα grands ensembles. Οικονομικές μονάδες κατοικίας (HLM) υλοποιημένες με την βοήθεια της βιομηχανοποίησης και της προκατασκευής, γρήγορα και φθηνά. Ήταν μια πολιτική επιλογή που ο ίδιος ο Le Corbusier είχε προτείνει στην Γραμματεία Ανοικοδόμησης εισάγοντας τα κριτήρια του ρασιοναλισμού και της ορθολογικής κατοικίας. Αν και οι ιδέες του δεν εφαρμόστηκαν σε εθνικό επίπεδο, η επιρροή του ήταν καταλυτική. Φυσικά δεν μπορούμε να καταλογίσουμε ευθύνες στην αρχιτεκτονική επιλογή, η οποία στην υλοποίησή της αλλοιώθηκε, απλά περιγράφουμε το πλαίσιο που διαμορφώθηκε από τις συγκυρίες και που χαρακτηρίζει τις εν λόγω περιοχές.



Φώτο:histoire-sociale.univ-paris1.fr/

Τα τελευταία grands ensembles κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του ’70 όπου και αντιμετώπισαν πολλές αρνητικές κριτικές (5). Αυτοί οι «πύργοι» διαμερισμάτων για τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις συγκέντρωσαν μεγάλο νούμερο ανθρώπων οι οποίοι προσελκύστηκαν από το νέο επίπεδο άνεσης που τα νέα αυτά διαμερίσματα προσέφεραν (λουτρά, W.C., κ.α.).

Παρ’ όλα αυτά, οι πληθυσμοί αυτοί με την πρώτη ευκαιρία, απομακρύνθηκαν από αυτές τις περιοχές μετακινούμενοι σε καλύτερες συνοικίες. Σε αυτές τις περιοχές παρέμειναν κυρίως φτωχοί άνθρωποι, άνεργοι, μετανάστες και ηλικιωμένοι. Η οικονομική κατάσταση αυτών των συνοικιών επιδεινώθηκε μετά την κρίση του 1974. Πολλοί νέοι αισθάνθηκαν αποκλεισμένοι και κατά συνέπεια η ανασφάλεια, η χρήση ναρκωτικών και η βία αυξήθηκαν. Επιπλέον, αυτές οι περιοχές, συχνά χωροθετημένες μακριά από τα αστικά κέντρα, υπέφεραν από έλλειψη δημοσίων υπηρεσιών, καταστημάτων γειτονιάς και πολιτιστικές και αθλητικές εγκαταστάσεις, αλλά και χώρους συγκέντρωσης όπως πάρκα και μπαρ (6). Η ποιότητα επίσης της ζωής επιβαρύνθηκε και από την επιδείνωση του στεγαστικού αποθέματος. Συνολικά το 1993, υπήρχαν 690 τέτοιες συνοικίες στην Γαλλία (7) με πάνω από 1.000.000 ανθρώπους, όπου το 25% περίπου βρίσκονται περιαστικά μεγάλων αστικών κέντρων.

Όταν η αναπτυσσόμενη οικονομία έφτασε σε ένα απρόσμενο τέλμα τη δεκαετία του ’70, τα κλεισμένα εργοστάσια και η ανεργία άρχισε να επιδρά στην κοινωνική συνοχή των περιαστικών συνοικιών. Οι πιο εύρωστοι οικονομικά κάτοικοι άρχισαν να μετακινούνται σε μονοκατοικίες στα αναπτυσσόμενα προάστια ή σε πολυκατοικίες σε πιο φιλόξενες συνοικίες των αναβαθμισμένων αστικών κέντρων, αφήνοντας πίσω τους τα πιο χαμηλοεισοδηματικά στρώματα στα οποία κυριαρχούσε η ανεργία. Πολλά από τα προάστια αποκόπηκαν από την πόλη μέσω της χωροθέτησης μεγάλων γραμμών υποδομών, όπως σιδηροδρομικές γραμμές, οδικοί άξονες ή βιομηχανικές περιοχές. Η γεωγραφική απομόνωση ενισχύθηκε με την απομάκρυνση υπηρεσιών από τις εν λόγω περιοχές επιδεινώνοντας τις συνθήκες διαβίωσης και το τυποποιημένο κτιριακό απόθεμα των προαστίων έγινε ανελαστικό ως προς την παροχή ελκυστικών κατοικιών για μια ευρεία εισοδηματική κλίμακα. Συνεπώς τα προάστια άρχισαν να γίνονται όλο και πιο προβληματικά μετά το 1970. Τα προβλήματα εκτείνονταν από τον αυξανόμενο αριθμό των μεταναστών μέχρι την αύξηση της εγκληματικότητας και της ρατσιστικής αντιμετώπισης αυτών των πληθυσμών.

Η πετρελαϊκή κρίση του 1974 και η τεχνολογική εξέλιξη, επέφερε σημαντικές κοινωνικές, χωρικές και οικονομικές αλλαγές. Τα μεσαία στρώματα σταδιακά μετακινήθηκαν εκτός αυτών των περιοχών και οι άνεργοι με τα χαμηλά εισοδήματα πήραν τη θέση τους μαζί με ένα αύξοντα αριθμό μεταναστών δυσανάλογο ως προς τους διαθέσιμους χώρους. Ως αποτέλεσμα επήλθε όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων, ρατσισμός, κατακερματισμός του δημόσιου χώρου και αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας. Έτσι οι μετανάστες συσχετίστηκαν με διακίνηση ναρκωτικών, έγκλημα και Ισλαμικό φονταμεταλισμό (8).

Τα πρώτα προβλήματα άρχισαν να φαίνονται τη δεκαετία του ’70 και η κυβέρνηση αποφασίζει την ανανέωση των κατοικιών και εγκαινιάζοντας το 1977 το πρόγραμμα HVS για την αστική ανανέωση και ενσωμάτωση που βελτίωσε συνολικά 40.000 κατοικίες. Παρ’ όλα αυτά, η επιθυμητή ενσωμάτωση δεν επιτεύχθηκε καθώς η Επιτροπή Peyrefitte που συστήνεται μετά το 1976 με σκοπό το προσδιορισμό των σύνθετων συντελεστών του φαινομένου (9), αν και ήταν η πρώτη που εξετάζει την αστική βία και προσπαθεί να δημιουργήσει τοπικές διατομεακές επιτροπές, αποτυγχάνει.

Η αστική πολιτική για τα εν λόγω προάστια που πάρθηκε από το 1981, ομαδοποιήθηκε σε 4 φάσεις από τον Vieillard-Baron (1999). Η πρώτη φάση (1981-1986) επικεντρώθηκε στην ενσωμάτωση των γκέτο στην πόλη με την συμμετοχή των πολιτών. Εγκαινιάζεται επίσης μια αποκεντρωτική διαδικασία από την κυβέρνηση το 1982-1983 (Loi de décentralisation, 2/3/1982).Η πολιτική της ενσωμάτωσης των γκέτο, υπό τον τίτλο «Κοινωνική εξέλιξη των συνοικιών» επικεντρώθηκε μέσα στα άλλα και στην αναμόρφωση των grands ensembles από κοινωνικής, οικονομικής, θεσμικής και εκπαιδευτικής πλευράς (πρόγραμμα DSQ που αφορούσε 148 προβληματικές περιοχές, Banlieues 89, ZEP) (10). Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 δημιουργείται μια ενδο-υπουργική Επιτροπή για τις Πόλεις συγκεντρώνοντας και εξετάζοντας μακροσκοπικά τα προγράμματα της προηγούμενης περιόδου.

Το 1990-1991, η κατάσταση έγινε εκρηκτική με μεγάλης κλίμακας εξεγέρσεις κυρίως από νεαρούς μετανάστες σε αστικά κέντρα όπως η La Courneuve και Sartrouville κοντά στο Παρίσι και οι Vaulx-en-Velin και Vénissieux κοντά στη Λυών, οι οποίες και κράτησαν αρκετές μέρες με επιθέσεις στα σύμβολα της κρατικής εξουσίας όπως δημόσια κτήρια. Η γαλλική κυβέρνηση αποφασίζει να δώσει πολιτική διάσταση στην αστική πολιτική της: Η δεύτερη φάση (1998-1995) σημαδεύεται από την δημιουργία ενός Υπουργείου Αστικής Πολιτικής (DUP) σε εθνικό επίπεδο, περιλαμβάνοντας και ένα Τομέα για τις Πόλεις (DIV). Δύο νόμοι θεσπίστηκαν: σχετικά με την οικονομική αλληλεγγύης, και σχετικά με την διαφοροποίηση των κατοικιών στις διάφορες αστικές συνοικίες, ενώ δόθηκαν κίνητρα σε κατασκευαστικές εταιρίες για την πρόσληψη νεαρών ατόμων από τις υποβαθμισμένες περιοχές (ο DIV εναντιώθηκε σε αυτή την απόφαση θεωρώντας την εχθρική ως προς την ελεύθερη αγορά). Επιπλέον διπλασιάστηκε η επιχορήγηση της αστικής πολιτικής με στόχο την βελτίωση των υποβαθμισμένων προαστίων (11). Άλλωστε η προώθηση της κοινωνικής ένταξης και της αναζωογόνησης των υποβαθμισμένων αστικών ζωνών ήταν ο δεύτερος στόχος του Πλαισίου Δράσης της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αειφόρο Αστική Ανάπτυξη (1998).

Η τρίτη φάση (1996-1998), κυριαρχείται από το Εθνικό Αστικό Σχέδιο Ενσωμάτωσης και το Αστικό Σύμφωνο Ανανέωσης όπως άρχισαν από τον Πρωθυπουργό Alain Juppé. Τρεις διαφορετικές ζώνες έγιναν, κυρίως για να δημιουργήσουν ένα εργαλείο για την κυβέρνηση ώστε να καθορίσει το πως θα κατανείμει τα κονδύλια: Οι Αστικά Ευαίσθητες Ζώνες (ZUS), δηλαδή τα γκέτο και οι διάφορες μονολειτουργικές υποβαθμισμένες περιοχές, Οι Ζώνες Αστικής Ενδυνάμωσης (ZRU), περιοχές που χρειάζονταν να επαναπροσελκύσουν πόρους και κεφάλαια, με φοροαπαλλαγές στους επενδυτές και οι Ελεύθερες Αστικές Ζώνες (ZFU), 44 περιοχές που βρίσκονταν στην χειρότερη κατάσταση και χρειάζονταν άμεσες επενδύσεις κεφαλαίου με φοροαπαλλαγές.

Η τέταρτη φάση (1999-2000), περιελάμβανε τρεις νόμους με σκοπό την προώθηση της αστικής ανανέωσης σε συνδυασμό με μια ευρύτερη προσέγγιση του ζητήματος. Ο στόχος ήταν η ισότητα και η εξισορρόπηση των διαφορών μεταξύ αστικών συνοικιών και μεταξύ αστικών κέντρων.

 

Μια άλλη σημαντική πολιτική πρωτοβουλία ήταν η δημιουργία των Grand Projects de Ville (GPV), 50 τον αριθμό, προωθώντας μια συνολική ματιά στην αστική ανανέωση, δίνοντας βάρος κυρίως σε τρία σημεία: -Την ανακατασκευή κτηρίων, βελτίωση δημοσίων χώρων (12) και τη δημιουργία εμπορικών κέντρων, -την δημιουργία δημόσιων και κοινοτικών υπηρεσιών και –την αλλαγή των γκέτο σε συνοικίες ενσωματωμένες με την μητροπολιτική περιοχή (μεικτές χρήσεις γης, βελτίωση δημοσίων μεταφορών) (13). Ένα πιο ανθρώπινο περιβάλλον ήταν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Για πρώτη φορά έγιναν κατεδαφίσεις κατοικιών κι προσπάθεια δημιουργίας μικτών ζωνών κατοικίας με χαμηλή δόμηση.


Φώτο:histoire-sociale.univ-paris1.fr/

Το παραπάνω μοντέλο, με βάση τις εξελίξεις μοιάζει αποτυχημένο. Τα αίτια πολλά: Η Γαλλία χαρακτηρίζεται από κεντρικό μοντέλο μάλλον νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης και τη διόγκωση της πρωτεύουσας που με 9.300.000 εκατομμύρια πληθυσμό είναι μεγαλύτερη και από το Λονδίνο, σε σχέση με τα υπόλοιπα αστικά κέντρα της χώρας. Η Λυών, λόγου χάρη, που είναι η δεύτερη κατά σειρά πληθυσμού πόλη, είναι μόλις 24η στην γενικότερη ευρωπαϊκή ταξινόμηση (14), ενώ το Bordeaux που είναι η τρίτη πόλη της Γαλλίας είναι 13 φορές μικρότερο του Παρισιού (15). Σε αντίθεση, ο αριθμός των μικρών και μεσαίων πόλεων στη Γαλλία υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μ.ο. Το Παρίσι συγκεντρώνει την πλειοψηφία των πολιτικών, διοικητικών και οικονομικών λειτουργιών και επιχειρήσεων και ταυτόχρονα έχει 96 υποβαθμισμένες συνοικίες στην ευρύτερη περιοχή του οι οποίες δεν αποτελούν μέρος ευρύτερων φτωχών περιοχών και πόλεων όπως στη Λατινική Αμερική ή αλλού, αλλά απομονωμένες περιοχές σε ένα διαφορετικό αστικό σύνολο, - με ποσοστά ανεργίας που φτάνουν το 75% (16)-, αντίθετα με το σύνολο της πόλης ή της ευρύτερης αστικής περιοχής όπου βρίσκονται. 

Οι περιφερειακές φτωχές συνοικίες χάνουν την συνοχή τους και αυξάνεται ο βαθμός απομόνωσής τους, ενώ αντίθετα οι κεντρικές αστικές περιοχές επικοινωνούν μέσω δίκτυα και εξελίσσονται, αυξάνοντας έτσι τις ανισορροπίες. Η πόλωση αυτή, που υπάρχει και σε άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις (Στοκχόλμη, Κοπεγχάγη), οδηγεί συχνά στο συσχετισμό με τα γκέτο στην Αμερική αν και μέχρι στιγμής δεν έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα μαζικού φυλετικού διαχωρισμού, συγκεντρωμένης φτώχειας και φυσικού περιβάλλοντος (17). Η διαφορά βρίσκεται κυρίως στις πολιτικές που εφαρμόζονται. Στην Αμερική, οι πλέον φτωχοί βοηθούνται από συγκεκριμένα προγράμματα, συχνά απομονωμένα από άλλες πολιτικές. Υπάρχει ένα έλλειμμα προγραμμάτων για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, όπως φαίνεται από την απώλεια ενός εθνικού συστήματος υγείας. Συνεπώς, τα ειδικά προγράμματα για τους φτωχούς ποτέ δεν υποστηρίχθηκαν από τις μεσαίες τάξεις. Αντιθέτως στην Γαλλία, οι μη προνομιούχοι βοηθούνται μέσα από ένα πλαίσιο πολιτικών που εφαρμόζονται σε όλο τον πληθυσμό (18).
Τα αίτια της φτώχειας των Γαλλικών προαστίων (η ανεργία φτάνει στο 25% (19) κατά μ.ο.) είναι γνωστά. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, αντιμετωπίζουν ποσοστά ανεργίας που κυμαίνονται από 20 έως 50% και που σε σύγκριση με το 9% σε εθνικό επίπεδο (20) αποτυπώνουν τις τρομακτικές διαφορές που δημιουργούνται. Επίσης, οι τεχνικώς υψηλές ελάχιστες αποδοχές (30% υψηλότερες εκείνων της Αμερικής) (21) αποθαρρύνουν τις εταιρείες να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Υπάρχει πολύ σφιχτό σύστημα εργασίας στο οποίο οι νεότεροι και λιγότερο εξειδικευμένοι εργάτες αδυνατούν να βρουν σταθερή απασχόληση ενώ υψηλοί φόροι δυσκολεύουν την έναρξη νέων επιχειρήσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τις προγενέστερες κρίσεις (πετρελαϊκή κρίση στις αρχές τού ’70, κρίση στην αυτοκινητοβιομηχανία στις αρχές τού ’80) και τις τότε μαζικές απολύσεις δυσχέραναν αισθητά την ποιότητα ζωής των χαμηλόμισθων κοινωνικών στρωμάτων και οδήγησαν σε εσωτερικές μεταναστεύσεις.

Στη Γαλλία βέβαια, τα μέτρα οικονομικής ένταξης των τελευταίων ετών προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα ενδιάμεσο οικονομικό χώρο έτσι ώστε να λειτουργήσει ως μαξιλάρι στις κοινωνικές εντάσεις, όπως στην Αμερική. Υπάρχουν μέτρα που διευκολύνουν την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας, μέτρα επαγγελματικής επανακατάρτισης των αποκλεισμένων, μηχανισμοί που επιτρέπουν την πρόσληψη ανειδίκευτων εργαζομένων και μέτρα που ενθαρρύνουν την επιστροφή των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα από το 1990 έως το 1993 σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα προσελήφθησαν με συμβάσεις απασχόλησης-αλληλεγγύης (CES) (22). Λίγα όμως από αυτά ήταν από τα 6.000.000 των «μεταναστών», όπως και λίγα ήταν τα οφέλη που είχαν από το θετικό ρυθμό ανάπτυξης της γαλλικής οικονομίας (1,5% στο γ! τρίμηνο του 2005). Οι ευέλικτες θέσεις εργασίας απλά καλύπτουν τα απαραίτητα στατιστικά των εκθέσεων της εκάστοτε κυβέρνησης δεν αποκαλύπτουν όμως την πραγματική κατάσταση. 

Επιπλέον, τα γκέτο συχνά είναι περιοχές αμιγής κατοικίας με ελάχιστες υπηρεσίες απόρροια του zoning με τις εμπορικές επιχειρήσεις να μην είναι πρόθυμες να επενδύσουν σε περιοχές, ιδιαίτερα στιγματισμένες από την κοινή γνώμη και όπου δεν υπάρχουν επαρκείς δημόσιες μεταφορές για την σύνδεση τους με την υπόλοιπη πόλη. Προσπάθειες βέβαια έγιναν την τελευταία δεκαετία, όμως αυτός ο χωρικός διαχωρισμός παρέμεινε. Έτσι τα γκέτο αυτά έγιναν ουσιαστικά μη-τόποι.
Αυτό δημιούργησε  μια νέα ελίτ: αυτούς που έχουν εργασία σε αντίθεση με εκείνους που δεν έχουν. Έτσι, όπως έλεγε ο D.Harvey, σε συνέντευξη που παραχώρησε (23), Δεν ζούμε πια σε μια, αλλά σε πολλές ξεχωριστές πόλεις. Πόλεις για τους πλούσιους, πόλεις για τους φτωχούς, χωρισμένες μεταξύ τους με νοερά ή αληθινά τείχη. 

Μια ενδιαφέρουσα διάσταση της προέλευσης του προβλήματος δίνει ο Fareed Zakaria (24). Παρατηρώντας ότι υπήρχαν και φτωχοί λευκοί οι οποίοι δεν επαναστάτησαν, επικεντρώνει το πρόβλημα στην εθνική ταυτότητα. Παρότι η δυτική Ευρώπη έχει τόσους ξένους (γεννημένους εκτός Ευρώπης) όσους η Η.Π.Α., δεν θεωρεί τον εαυτό της ως σύνολο μεταναστευτικών εθνών. Οι πυρήνες των κοινωνιών της παραμένουν «σκληροί» και ομογενοποιημένοι και αυτό καταδεικνύει ότι η Ευρώπη δεν έχει απώλεσε ακόμα την εθνική της ταυτότητα (25).
Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία της Ευρώπης ήταν πάντα μια ιστορία μεταναστεύσεων. Είτε κατά το Μεσαίωνα, είτε τον 19ο αιώνα, είτε κατά τις εσωτερικές μεταναστεύσεις των αρχών του 20ου αιώνα. Η πόλη ήταν παντού μια εγκατάσταση δημιουργημένη εξαιτίας της συγκέντρωσης μεταναστών... (26). Όμως, με διαφορετικό τρόπο στις διάφορες ευρωπαϊκές πραγματικότητες, οι λεγόμενοι «αυτόχθονες» (έκφραση που ειρωνικά χρησιμοποιεί ο Zygmunt Bauman) (27), εκδήλωσαν τα τελευταία χρόνια μια τάση να αρνούνται και να αποκλείουν τους νέους εισερχόμενους και να περιορίζουν ριζικά τις δυνατότητες όχι μόνο μιας μόνιμης διαμονής, αλλά ακόμα και την απλή πρόσβαση στην εργασία. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μονάχα των κυβερνήσεων και των διοικήσεων των κρατών, αλλά και της πίεσης που ασκούν οι ίδιοι οι κάτοικοι (28) διαμορφώνοντας έτσι μια καθοδική ενσωμάτωση. Έτσι οι εποχές που ο εκατομμυριοστός μετανάστης που έμπαινε στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1964, τύχαινε υποδοχής με μουσική και υποδοχές (29), έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η δεύτερη και η τρίτη γενιά μεταναστών σύμφωνα με τον Βασίλη Καρύδη (30), υπόκειται σε μια διπλή διαδικασία: από τη μια θεσμικής ενσωμάτωσης και ταυτόχρονα δομικού/κοινωνικού αποκλεισμού.

Βέβαια προβληματική εμφανίζεται η προσπάθεια κατηγοριοποίησης αυτών των συμπεριφορών, που οδηγούν στον προαναφερόμενο αποκλεισμό, ως ρατσισμός νέος η παλιός καθώς η εξέλιξη της μεταμοντέρνας πόλης, η εξέλιξη της οικονομίας της αγοράς και το προβληματικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, οδηγούν στη βία (31), και σε ένα ρατσισμό που δεν βασίζεται τόσο στο ιδεολογικό του υπόβαθρο όσο στο στιγματισμό του ξένου.

Έτσι ο ξένος απομακρύνεται όπως ο ναρκομανής ή ο άστεγος, και οδηγούμαστε σε περιπτώσεις αποκλεισμού του χώρου της πόλης όπως στη Μπολώνια και στο Μιλάνο όπου οι δημόσιες πλατείες κλείνουν για τους άστεγους (32) (δεν είναι ίσως τυχαίο ότι υπάρχει όλο και μεγαλύτερη μείωση στα παγκάκια στους δημόσιους χώρους) ή και σιδηροδρομικοί σταθμοί που κλείνουν ορισμένες βραδινές ώρες για να αποτρέψουν άτομα να κοιμούνται στο εσωτερικό τους, αλλά και σε αποκλεισμό των περιοχών των μεταναστών όπως οι χωματερές, όπως έγραφε ο Z.Bauman, όπως τα μέρη που μας συστήνουν να αποφεύγουμε στις τουριστικές αποδράσεις μας (33).

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου η μεταμοντέρνα πόλη δίνει τη θέση της στα αστικά σύμπλοκα και σε μακροσκοπική κλίμακα και σε επίπεδο αστικού χώρου. Η ένωση διαφορετικών αστικών πραγματικοτήτων/ συνοικιών/ περιοχών στο χώρο της πόλης που όλο και διευρύνεται και αποκτά μεγαλύτερη αυτονομία, για την βιωσιμότητα της πόλης καθεαυτής οδηγείται σε δύο επιλογές που φαντάζουν ως αποκλειστικές λύσεις: Η πρώτη αφορά σε ένα δυαδισμό της πόλης, σε μια γκετοποιημένη πόλη ανισοτήτων και η δεύτερη σε μια ενσωμάτωση που ταυτόχρονα θα συνδυαστεί με επίλυση των έντονων οικονομικών και δημογραφικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή πόλη.  
 
Η επίλυση της κατάστασης είναι ζήτημα επιβίωσης για την Ευρώπη, η οποία οφείλει να υποστεί τις συνέπειες του παγκόσμιου θριάμβου της νεοτερικότητας (34) και βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την ανάγκη να αναζητήσει τοπικού χαρακτήρα λύσεις σε παγκόσμια προβλήματα.

Σύμφωνα με τον Fareed Zakaria (35), η κυριότερη αιτία χαμηλής ανάπτυξης της οικονομίας είναι η έλλειψη μετανάστευσης. Η Ευρώπη έχει πολλούς συνταξιούχους και μικρό αριθμό εργαζόμενων και υπάρχει ανάγκη μιας ριζοσπαστικότερης αναδιάρθρωσης του συστήματος εργασίας. Χρειάζεται αντιμετώπιση της πόλης συνολικά και εξισορρόπηση της κατανομής κατοικίας, εργασίας και αστικών λειτουργιών, επικέντρωση στην κλίμακα της συνοικίας, ολιστική προσέγγιση με έμφαση στους κοινωνικοοικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, συναινετικές και κυρίως συμμετοχικές διαδικασίες με τη διαμόρφωση μιας συμφωνίας μεταξύ των διαφόρων οργανωμένων κοινοτήτων και τοπικών αρχών. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη συμμετοχή στους πολίτες έτσι ώστε να επιτευχθεί αμοιβαία συνεργασία αντιμετώπισης προβλημάτων που δεν αφορούν μονάχα τα γκέτο αλλά την ίδια την πολιτεία.

Άλλωστε το 7ο σημείο της Νέας Χάρτας της Αθήνας (παρουσιάστηκε 28-31 Μαΐου του 1998 στην Αθήνα) αναφέρει ότι η στρατηγική του αστικού χώρου μπορεί να επηρεάσει την οικονομική εξέλιξη: Η ανεργία, η φτώχια και η κοινωνική περιθωριοποίηση πρέπει να αντιμετωπιστούν χάρις σε μια συνθετική πολεοδομική, κοινωνικοοικονομική και περιβαλλοντική προσέγγιση. Ο σχεδιασμός πρέπει να ενθαρρύνει την αμοιβαία συνεργασία και την ανάληψη πρωτοβουλιών για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και μικρών παραγωγικών δραστηριοτήτων όπως και την ανάπτυξη της επαγγελματικότητας δια μέσου της εκπαίδευσης (36). 

Έτσι οι κοινωνικές πολιτικές της Ε.Ε. πρέπει γίνουν αντικείμενο ενός βαθύτερου επανακαθορισμού. Εάν από τη μια πλευρά είναι ακόμα έντονη η ανάγκη ελάττωσης του κατακερματισμού και της χωρικής διαφοροποίησης που διαμορφώνουν μια γεωγραφία της αστικής κοινωνίας χαρακτηρισμένη από βαθιές αδικίες και ανισότητες, από την άλλη είναι καιρός να δοθεί η απαραίτητη σημασία στα σχεδιαστικά προγράμματα και μέτρα ξεκινώντας από μια προσεκτική ανάγνωση της ιδιαιτερότητας των εκάστοτε αστικών περιοχών.

Οι βαθιές κοινωνικές μεταβολές που βρίσκονται σε εξέλιξη αναδεικνύουν νέα ρίσκα και νέα κοινωνικά ζητήματα που δεν ικανοποιούνται από το συνηθισμένο σύστημα πρόνοιας, ασφαλιστικού, αλληλεγγύης αλλά και αρχιτεκτονικής πρακτικής. Οι μεταβολές στο παραγωγικό σύστημα, οι δημογραφικές δυναμικές, οι αλλαγές στις μορφές συμβίωσης, συγκρούονται σήμερα με την αδράνεια των συστημάτων κοινωνικής προστασίας εγκλωβισμένα σε διοικητικούς μηχανισμούς και συμφέροντα.

Τα αποτελέσματα της αδράνειας των εθνικών πολιτικών είναι πολλά: δυαδισμός μεταξύ εκείνων που βρίσκονται ενσωματωμένοι στο σύστημα κοινωνικής προστασίας και σε εκείνους που βρίσκονται εντός, μη ενσωματωμένοι κοινωνικά.

Χρειάζεται λοιπόν ένας επανακαθορισμός του συστήματος πρόνοιας και του κοινωνικού συστήματος ως κοινωνική επένδυση και όχι απλά ως κόστος (37). Δηλαδή, μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη με λιγότερα εμπόδια. Αυτά τα εμπόδια έχουν τη ρίζα τους σε κοινωνικές προβληματικές με εμφανείς χωρικές επιπτώσεις: οι αυξανόμενες ανισότητες, η ανισότητα στην πρόσβαση εργασίας, η φτώχια και ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ελαστικότητα εργασίας, η ακαμψία της αγοράς κατοικίας, κλπ. Αυτά τα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν σύμφωνα με δύο διαφορετικές λογικές και όχι όπως έγραφε ο Stephane Rozes, πολιτικός αναλυτής, με τη πολιτική τάξη να βλέπει χειρονομίες και όχι λύσεις προβλημάτων (38):

Ως αναπόφευκτα κόστη της οικονομικής ανάπτυξης όπου χρειάζεται να αφιερωθεί μια επέμβαση με λογική κοινωνικής ισότητας, ή ως εμπόδια που μπορεί να μειωθούν μέσω μιας κοινωνικής επένδυσης με μακροχρόνια απόδοση (39). Μετακινούμενοι από μια λογική αποκλειστικά προστατευτική σε μια λογική «κοινωνικής επένδυσης» είναι σαφές ότι η κοινωνική πολιτική καλείται όπως άλλες πολιτικές να παράγει ένα σύνολο πλεονεκτημάτων που προβάλλονται σε ολόκληρο το κοινωνικό και παραγωγικό σύστημα, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια μεγαλύτερη και πιο ισορροπημένη ανάπτυξη.

Η κοινωνική συνοχή είναι ένα βασικό συστατικό της οικονομικής ανάπτυξης. Το σημείο αναφοράς δεν είναι μονάχα οι περιοχές υψηλών προβλημάτων όπου διασταυρώνονται και συσσωρεύονται φυσικοί και κοινωνικοί διαχωρισμοί αλλά και η προβληματική της στέγασης, όπου τα παραδοσιακά προβλήματα ακαταλληλότητας έχουν γίνει σήμερα πιο σύνθετα (και εν μέρη έχουν αντικατασταθεί από την διάχυση και την ένταση) αναδεικνύοντας μια διάχυτη δυσκολία να υποστηριχθούν κόστη συνδεδεμένα με την πρόσβαση και την συντήρηση της κατοικίας. Η παγίδα της ελαστικής εργασίας και η φθηνή εργασία που προσφέρεται από τους μετανάστες δημιουργούν κοινωνικές πολώσεις.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος (40) εστιάζει ίσως καλύτερα απ’ όλους στο πρόβλημα: Το αίτημα είναι η απόλυτη συμμετοχή στον κοινωνικό κόσμο, η διάβαση του συνόρου. Η διάβαση του νέου είδους συνθηκών «συνοριακής περιοχής» σύμφωνα με τον Bauman (41).

Νικόλας Μιτζάλης
Αρχιτέκτονας Μηχανικός, I.U.A.V.,
Διδάκτορας Πολεοδομίας και Χωροταξίας Ε.Μ.Π.


Υποσημειώσεις
1
.Για μια ανάλυση της βίας και των βαθύτερων αιτιών που εκφράζει: W.Benjamin, (2002-1977), Για μια κριτική της Βίας, Ελευθεριακή Κουλτούρα.
2.Z.Bauman, (2005), Σπαταλημένες ζωές. Οι Απόβλητοι της Νεοτερικότητας, Κατάρτι.
3.Αριθμοί από G.Samonà, (1972), La casa popolare degli anni ’30, Marsilio, σ.17.
4.G.Samonà, L’ urbanizzazione..., ό.π., σ.7.
5.H.Vieillard-Baron, 2001, Les Banlieues-des singularités françaises aux réalités mondiales, Hachette Livre.
6.A.Sallez, France, στο συλλογικό: National Urban Policies in the European Union, Ashgate, σ.115.
7.N.Tabard, (1993), Quartiers pauvres, quartiers riches, position dans la hiérarchie socio-spatiale, Paris:INSEE.
8.Στο ίδιο.
9.C.Bénit, Les violences urbaines, στο περ.Cahiers de L’ IAURIF No 123, σ.211.
10.H.Vieillard-Baron, 2001, Les Banlieues..., ό.π..
11.A.Sallez, France, στο συλλογικό National Urban Policies in the European Union, Ashgate, σ.127.
12.P.Hickman, S.Hall, 2004, Responding to «Low Demand and Unpopular Housing»: The English and French Experience, York.
13.S.Beaud, M.Pialoux, Revolte dans les Quartiers-Emeutes Urbaines, Violence Sociale, εφημ.Le Monde Diplomatique, Ιούλιος 2001, σσ.24-25.
14.A.Sallez, France, στο συλλογικό National Urban Policies in the European Union, 2000, Ashgate, σ.98.
15.Στο ίδιο, σ.99.
16.D.Bear, Les annales de la recherche urbaine, ν.68-69, σ.10.
17.Σύμφωνα με τον Z.Bauman η διάκριση των ευρωπαϊκών γκέτο από τα αντίστοιχα αμερικάνικα, βρίσκεται στην χωρική απροσδιοριστία, μια διαφορά που ίσως να μη διαρκέσει στο μέλλον. Z.Bauman, (1999), La società dell’ incertezza, Il Mulino, σ.138.
18.R.Lawson, W.Lawson, J.William, (2002), Poverty, Social Rights and the Quality of Citizenship, Blackwell, σσ.150-169.
19.περ.Times Europe, 2002, The Banlieues, Out of Sight, Out of Mind, 29/10/2004.
20.B.Crumley, Sisters in Hell, περ.Times Europe, ν.2, Δεκ.2002.
21.Rana Foroohar, It’s about Jobs,  περ.Newsweek, 21/11/2005, σ.32.
22.P.Rosanvallon, (2003), Το νέο κοινωνικό ζήτημα, Μεταίχμιο, σσ.241-242.
23.Τ.Καραϊσκάκη, Εφημ.Καθημερινή, 27/2/2005, σ.29.
24.Fareed Zakaria, Europe Needs a New Identity, περ.Newsweek, 21/11/2005, σ.21.
25.Για το πως θα μπορούσε να ξαναφτιαχτεί το έθνος: P.Rosanvallon, (2003), Το νέο κοινωνικό ζήτημα, Μεταίχμιο, σσ.92-100.
26.M.Weber, (1979), La Città, Bompiani, σ.34.
27.Z.Bauman, (1999), La società dell’ incertezza, Il Mulino.
28.B.Baumgartl, A.Favell, (1997), La nuova xenofobia in Europa. Diversità e intolleranza alla fine del millennio, Ponte alla Grazie, Firenze.
29.Ζ.Δ.Παπαδημητρίου, Ρατσισμός και Μετανάστευση, εισήγηση στο συνέδριο της 20/10/1993, στο Ε.Μ.Π. με θέμα: Η Ευρώπη αντιμέτωπη με το φαινόμενο του ρατσισμού, δημοσίευση από την Κίνηση Πολιτών Κατά του Ρατσισμού, Εκδ.Παρασκήνιο, σ.53.
30.Β.Χ.Καρύδης, Η διαφορά γεννά το μίσος, Εφημ.Κ.Ελευθεροτυπία, 20/11/2005.
31.M,Keith, M.Cross, Racism and the postmodern City, στο συλλογικό Racism, the City and the State, Routledge, 1993, σσ.1-30.
32.A.Petrillo, (2000), La città perduta, Dedalo, σ.154. 
33.Z.Bauman, (2005), Σπαταλημένες ζωές..., ό.π., σ.49.
34.Στο ίδιο, σ.19.
35.F.Zakaria, Europe..., ό.π.
36.Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Πολεοδόμων, La Nuova Carta di Atene, Alinea, σ.71-73.
37.G.Esping-Anderson, (2002), Why we Need a New Welfare State, Oxford U.P.
38.J.Graff, Why Paris is Burning, περ.TIME, 7/11/2005.
39.C.Ranci, Le sfide del welfare locale. Problemi di coesione sociale e nuovi stili di governance, περ.Territorio, ν.31, 2004, Franco Angeli, σσ.27-28.
40.Π.Παναγιωτόπουλος, Μα πιο πολύ, μισώ τη γειτονιά μου..., Εφημ.Η Κυριακάτικη Αυγή, 27/11/2005, σ.32.
41.Z.Bauman, (2005), Σπαταλημένες..., ό.π., σ.20.

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital