ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΖΩΗΣ

Προσεγγίζοντας το Ά-κτιστο (ΜΕΡΟΣ B')

07 Δεκέμβριος, 2008

Προσεγγίζοντας το Ά-κτιστο (ΜΕΡΟΣ B')

Στόχος είναι να αποτυπωθούν και να αναλυθούν οι μηχανισμοί του χώρου (ως φυσικό και κοινωνικό προϊόν, αλλά και του ανθρώπου ως «συστατικό» αυτού) και πώς αυτός αναγράφεται, μεταγράφεται και μεταφράζεται, ώστε να συντελέσει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της θέωσης.

Του Στέλιου Τσαπάρα

Το κείμενο που δημοσιεύεται στο παρόν άρθρο αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της διάλεξης που δόθηκε - στα πλαίσια του προγράμματος «Διεθνή Γεγονότα Αρχιτεκτονικής Έρευνας 2008», στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών στις 23 Σεπ 2008 – από τον κ. Σαράντη Ζαφειρόπουλο – αναπληρωτή καθηγητή αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ. και τον υπογράφοντα του άρθρου αυτού. Ο τίτλος της διάλεξης ήταν «Το Ά-κτιστον εκ του Κτιστού: Τύποι Κοινωνίας του Α-κτίστου στο Ορθόδοξο-Χριστιανικό Κτιστό Περιβάλλον».

<<Δείτε το Α' Μέρος

Η Εντόπιση του Ά-κτιστου στο Κτιστό

Η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη:

Η περίπτωση της δημόσιας οδού προς την «κοινωνία» με το Ά-κτιστο δια της οικείωσης του κτιστού τοπίου        -   Ο  ΚΕΝΟΣ ΚΙΩΝ


«και ταύτα ειπών βλεπόντων αυτών επήρθη,
και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν
και των οφθαλμών αυτών.»
Πράξεις των Αποστόλων

Η ανάλυση της τυπολογίας της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης, ίσως με έναν τετριμμένο και κοινότυπο τρόπο, που εστιάζει σε μορφοκρατικούς συμβολισμούς για τη σύνδεση του μεταφυσικού με τον κτιστό κόσμο, δεν αποτελεί παραδεκτή λύση του κύριου προβληματισμού για το πώς το κτιστό ανθρωπογενές περιβάλλον μετέχει στην οικείωση του ακτίσου και κατ’ επέκταση δεν αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας αυτής της διάλεξης.

Για να γίνει κατανοητό το σκεπτικό αυτής της τοποθέτησης θα πρέπει να εστιάσουμε στα δεδομένα της υπόθεσης εργασίας. Στην περίπτωση της Αγίας Σοφίας, σε αντίθεση με την αντίστοιχη των καρουλιών, το σκηνικό μπροστά από το οποίο πλέον τοποθετείται η προσπάθεια για την ταύτιση είναι το ανθρωπογενές κτίριο, οργανωμένο και σχεδιασμένο, αλλά η σημαντικότερη διαφορά είναι ότι στη μία περίπτωση του Αγίου Όρους η έρευνα εστιάζεται στη μονάδα – τον ερημίτη – και στη δια βίου προσπάθεια για την ατομική – προσωπική αιώνια θέωση, ενώ στην άλλη της Κωνσταντινούπολης το αντικείμενο της μελέτης είναι το σύνολο – οι προσκηνητές – και η στιγμιαία θρησκευτική αυγκίνηση, ενθουσιασμός και μεταφορά των συμμετοχόντων στο επίπεδο της αισθαντικής πρόσληψης του υπερβατικού.

Αναζητάμε λοιπόν τους αρχιτεκτονικούς χειρισμούς που θα ικανοποίησουν την πιο πάνω συνθήκη.

Μπορούμε να ισχυριστούμε επομένως ότι ένα πρώτο – ίσως και το σημαντικότερο – βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και εδώ η έννοια της «κατακόρυφου» έτσι όπως υπερτονίστηκε στα προλεγόμενα. Η σύνδεση της συγκεκριμμένης διάστασης με το θείο σε αυτήν την περίπτωση πραγματοποιείται χωρικά στο κέντρο του ναού, εκεί όπου απαντάται και ο θόλος – τρούλος.

1. Η επιλογή του ίδιου του σχήματος (τμήμα σφαίρας) για την κορύφωση και στέψη του κτίσματος, καθώς επίσης και
2. η διάνοιξη του κελύφους για να δεχτεί τον φαινομενικά συμπληρωματικό όγκο της θολοτής κατασκευής σχηματίζοντας έτσι το μεγαλύτερο ύψος στο εσωτερικό του κτιρίου,
αποτελούν κινήσεις που προδίδουν τον ιερό προορισμό του κτίσματος.

Για να γίνει ευκολότερα αντιληπτό το πιο πάνω θα πρέπει να κάνουμε μια απλή αναδρομή για να διαπιστώσουμε ότι σε πολλούς πολιτισμούς της ύστερης αρχαιότητας η στέγαση με θόλο επικράτησε ως εκείνη που αναλαμβάνει να «τελειώσει» ταφικά μνημεία, ναούς, βαπτιστήρια κ.ά και που κατά την έκφραση του E.B.Smith, αυτή η συνήθεια βασίστηκε σε μια βαθεία ριζομένη ιδεολογία του θόλου, που είχε την προέλευσή της στη πρωτόγονη κυκλική καλύβα. Ο Π. Κούρος συνεχίζει «Ο συμβολισμός του ουρανού στη δομή του θόλου κυριαρχεί στη ελληνιστική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, στην αρχιτεκτονική της βουδιστικής «στούπας» στις Ινδίες, στους ναούς της Κίνας, του Ισλάμ και του Θιβέτ. Ο ουράνιος συμβολισμός των κυκλικών κτιρίων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η ευρύτατα διαδεδομένες αντιλήψεις της ελληνιστικής εποχής για τη συμβολική σημασία του ομφαλού, του ουράνιου κράνους και του κοσμικού αυγού, η παράλληλη ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής του θόλου στην Ινδία, η παραδοσιακή λατρεία των κωνικών βαιτύλων στις παγανιστικές κοινότητες της Συρίας και της Παλαιστίνης αποτέλεσαν τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την ισχυρή και ιδεολογική παράδοση του θόλου στην πρώιμη χριστιανική εποχή.», ενώ πιο κάτω συμπληρώνει και συνδέει τον θόλο με την ιδέα του Υψηλού: «Ο ημισφαιρικός θόλος που στεγάζει μια κυκλική κάτοψη (rotund) είναι ένα παράδειγμα κτιρίου που ο υψηλός χαρακτήρας του βασίζεται στο τεχνητό άπειρο.»

Ως προς τη διάνοιξη του κελύφους που προαναφέρθηκε για την υποδοχή του τρούλου θα πρέπει να τονιστεί επίσης το ιστορικό υπόβαθρο, καθώς στους ίδιους λαούς υπήρχε η «...πεποίθηση οτι στα αρχιτεκτονικά στοιχεία του κτίσματος μπορούν να αποδοθούν ζωντανές δυνάμεις και ιδιότητες, αφού αυτά δεν είναι παρά η συμβολική επανάληψη της δυναμικής τοπογραφίας του σύμπαντος. Η οροφή επικοινωνεί την ιερότητα του ουρανού, το δάπεδο αποτελεί συμβολική μικρογραφία της γης και οι τέσσερεις τοίχοι αναπαράσταση των τεσσάρων διευθύνσεων του γήινου χώρου.»

Σε αυτή τη μεταφυσική προσέγγιση του κτιρίου αποδίδεται και η θρησκευτική παράδοση ορισμένων λαών της Ευρώπης και της Ασίας, να διανοίγουν τμήμα της στέγης ή και να την καταστρέφουν στις νεκρικές τελετουργίες και όχι μόνο, προκειμένου η ψυχή και οι θυσίες των ανθρώπων να φτάνουν στην ιερότητα με την οποία συνδέεται ο ουρανός. Και ο Π. Κούρος έρχεται να συμπληρώσει πάνω σε αυτό το εξής: «Ο συμβολισμός της καταστροφής της στέγης, διαμέσου του οποίου απελευθερώνεται η εκστατική ή αποκαλυπτική διάσταση της ύπαρξης, αποκτά ισχυρότερη αναλογική δύναμη, όταν η επιφάνεια στέγασης έχει σχήμα θόλου, είναι δηλαδή ημισφαιρική, θολοειδής, κωνοειδής ή ελλειψοειδής.» Η αρχή αυτής της πεποίθησης κατά ορισμένους συνδέεται άμεσα με την οπή που σχηματίζονταν στην κορυφή των πρωτόγονων κωνοειδών καλυβών και κάτω από την οποία, στο κέντρο του κτίσματος τοποθετούνταν η εστία, ο τόπος συγκέντρωσης της οικογένειας, αλλά και σημείο προσφοράς της θυσίας, έτσι ώστε το θυμίαμα αυτής να φεύγει ανεμπόδιστα στον τόπο προορισμού, την θεότητα – προστάτιδα. Η εικόνα αυτής της κατακόρυφης σύνδεσης του ουρανού και της γης, του άκτιστου και του κτιστού αντίστοιχα, μέσω αυτής της άυλης «στύλης» από καπνό και φως, θα γίνει η κύρια αναφορά για την προσέγγιση της λύσης του προβληματισμού αυτής της διάλεξης.

Η ιδέα της ανύψωσης κάτι του ιερού, όπως είναι η ψυχή του τεθνημένου, στον τόπο όπου ανήκει, τον ουρανό – το σύμπαν, μέσα από θυμιάματα, καπνούς μπορεί και να απαντηθεί και στο γεγονός της ανάλυψης του Χριστού μέσα στο σύννεφο. Την αναφορά και την πλήρωση αυτής της αρχαίγονης παράδοσης την συναντάμε στην κορύφωση του ναού και επιτυγχάνεται μέσω των επιμέρους διανοίξεων των παραθύρων του θόλου και κατ’ επέκτασιν τη δημιουργία μιας φωτεινής βάσης στον τρούλο. Στο θάμπωμα του βλέμματος ο τελευταίος μοιάζει να αποχωρίζεται του ναού και να μεταβαίνει στον ουρανό. Με πολύ εύστοχο και εκφραστικό τρόπο παρατηρείται και περιγράφεται αυτή η αίσθηση από τον Π.Κούρο: «Στην εντύπωση της ανύψωσης του εικονιζόμενου Χριστού συντελεί και η έντονα φωτισμένη βάση του τρούλου, που μοιάζει να αποσπά τη σφαιρική επιφάνεια του θόλου από τη στεφάνη στήριξής της. Η φωτεινή αλώ που σχηματίζεται από τα πολλά παράθυρα της βάσης του τρούλου αυξάνει με έντονα δραματικό τρόπο τη δυναμική της μετάβασης του θείου προσώπου στους ουρανούς. Η φωτεινή αυτή αχλή κάνει ασαφή τα όρια της έδρασης του τρούλου στα σφαιρικά τρίγωνα, αλλά και προκαλεί στους συγκεντωμένους την εντύπωση της δραματικής επανάληψης του γεγονότος της ανάληψης του Κυρίου μέσα στο σύννεφο...»

Εφόσον λοιπόν μια από τις προαναφερθήσες δέσμες φωτός εισχωρήσει από ένα άνοιγμα του θόλου και υπο γωνία «προσκρούσει» στο δάπεδο, τότε η διαδρομή αυτή του φωτός που εκτείνεται καθ’ όλο το ύψος του χώρου, καθίσταται ορατή ως μια στύλη φωτός. Δανειζόμαστε τον χαρακτηρισμό «κενός κίων» για τη στύλη αυτή από τον Π. Κούρο, ο οποίος ονοματίζει έτσι τον αντίστοιχο κίονα φωτός ενός βυζαντινού ερειπίου.

Με τον όρο «κενός» τονίζεται η άυλη υπόσταση του φωτός. Ωστόσο αυτή η «κενή» στύλη «γίνεται αισθητή ως πλαστικό μέσο» εξαιτίας της εσωστρέφιας του ναού, ο οποίος δεν φωτίζεται, αλλά φωτίζει, «...αποκτώντας (η στύλη) την υλικότητα ενός υποτιθετικού κίονα.»

Μπορούμε να ισχυριστούμε κατ’ επέκτασιν και τελικώς ότι ο «κενός κίων» που έχει αναμειχθεί με το θυμίαμα του λιβανιού δημιουργώντας ένα κράμα κενού, οδηγεί το βλέμμα προς τα άνω αφυπνίζοντας τα μνημίδια του κοινωνικού συνόλου για την επικοινωνία του ιερού μέσω των αντίστοιχων «στυλών» της αρχαίγονης καλύβας που προαναφέρθηκε.

Είναι μια διεργασία η οποία μπορεί να αναχθεί σε καθολική δεδομένου του ότι όπως αναφέρει ο Δ.Ι,Πάλλας στο «ΑΠΟΦΟΡΗΤΑ, Πρώιμος Χριστιανικός και Μεσαιωνικός Ελληνικός Κόσμος» το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας είναι ένας χώρος «που τον συλλαμβάνει η ματιά σου ολόκληρο και αμέσως μόλις διασκελίσει κανείς την κύρια είσοδο του.»

Συμπερασματικά η αισθαντική πρόσληψη της ανύψωσης του τρούλου και ο «κενός κίονας», κάτω από το πρίσμα της έως τώρα ανάλυσης των σχέσεων και των επιρροών, είναι σε θέση να προκαλέσουν έναν εκστατικό θρησκευτικό εσωτερικό ενθουσιασμό και μια συλλογική μετάβαση του ψυχισμού σε μια μεταφυσική σφαίρα. Ο συμβολισμός της κατάβασης του Αγίου Πνεύματος στα κεφάλια των Αποστόλων και άλλων ιερών προσώπων με φωτεινή στύλη είναι ένα πέρασμα των προλεγομένων ισχυρισμών και μια υπογράμμιση στην βυζαντινή τέχνη η οποία ως γνωστόν ήταν προιόν του λαού. Μπορεί να γίνει αντιληπτός πλέον ο τρόπος με τον οποίο το κτιστό περιβάλλον συμβάλει και μετέχει στην οικείωση του ακτίστου σε ένα συλλογικό επίπεδο.

Τέλος Β Μέρους - <<Δείτε το Α' Μέρος


Του Στέλιου Τσαπάρα-archeste

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital