ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΖΩΗΣ

ΣΤΗΝ 7Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ...

04 Φεβρουάριος, 2007

ΣΤΗΝ 7Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ...

Όλη η επιστολή είναι μια ωδή στην αρχιτεκτονημένη σκέψη, που φαντάζομαι όμως πως δεν θα είχε αυτό στο μυαλό της η συγγραφέας όταν θα έγραφε. Και είναι αυτό που δίνει και περισσότερο νόημα, γιατί αποδεικνύει τον οικουμενικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής, ως ήχος, μυρωδιές, αγγίγματα, φως, αέρας, νερό και τόσα αλλά... Ο πρωταγωνιστής γίνεται αρχιτέκτονας χωρίς πτυχία, γιατί έχει αυτιά και ακούει, χέρια και πιάνει, μάτια και βλέπει... και αν έχτιζε θα έκανε αρχιτεκτονική, το δίχως άλλο...

Του Στέλιου Τσαπάρα

Υπάρχουν φορές στη ζωή του καθενός, που δέχεται απρόσμενες επισκέψεις πρόκλησης, συγκίνησης και ενθουσιασμού. Είναι εκείνες οι φορές που κάποιος, κάτι, μια αφορμή σε παίρνει από το χέρι και σε βοηθάει να γυρίσεις ξανά πίσω, σε τόπους αγαθούς και σιγανούς και μυριαγαπημένους, στους πιο δικούς σου τόπους. Και για να λέω πως αυτό το ταξίδι, το ταξίδι του γυρισμού, σε κάνει σοφό- σοφότερο και πως σε οδηγεί να επαναπροσδιορίσεις αλήθειες, να εμπλουτίσεις τον κόσμο σου.

     Μια τέτοια στιγμή- άγια στιγμή, με επισκέφτηκε και μένα ένα περασμένο βράδυ, όταν οι σελίδες ενός βιβλίου ανέλαβαν να μου θυμίσουν, να ξυπνήσουν ξανά και να προσθέσουν στον πιο δικό μου τόπο, αυτόν που λέγω εγώ αρχιτεκτονική, αυτόν που λέγω εγώ για Αρχιτεκτονική.
     Το διάβασα και το ένιωσα. Και το έκανα κτήμα μου, ήτανε κτήμα μου. Και για να λέω πως δεν το κατάλαβα για ξένο, αλλά πως ήταν κάτι από μένα, δικές μου σκέψεις, δικά μου βιώματα... σπίτι μου! Ό,τι είχα μέσα μου, τοποθετήθηκε και οργανώθηκε σε γράμματα, λέξεις, προτάσεις και το είχα μπροστά μου. Γι’ αυτό και θέλω ολόκληρο να υπάρχει...

     «Η μοναξιά είναι από χώμα», το μυθιστόρημα της Μάρω Βαμβουνάκη (Κρατικό βραβείο  1988 – εκδόσεις ΦΙΛΙΠΟΤΗ,2003), είναι δεκαοχτώ ανεπίδοτες επιστολές ενός άντρα προς μια γυναίκα που χώρισε και ζει αυτοεξόριστος σε ένα βορινό νησί. Για όλα τα παραπάνω αναφερόμουνα στην έβδομη επιστολή, την οποία θέλω να παραθέσω ολόκληρη.

     «Μια και από το μικρό φτάνεις στο μεγάλο είπα να φροντίσω για το χάος μου ξεκινώντας από το χάος του μικρού αυτού σπιτιού που με δέχεται.
     Το άδειασα από πολλά σαραβαλιασμένα έπιπλα που τα έκλεισα σε μια αποθηκούλα από πίσω. Κράτησα λίγα.
     Έβγαλα όλα τα πράγματα στον αέρα έξω μια μέρα ολόκληρη, παγωμένη αλλά ηλιόλουστη.
     Το σπιτάκι έχει δυο δωμάτια. Το ένα σχεδόν μεγάλο με καμάρα στη μέση και η κουζίνα.
     Έπλυνα ό,τι φαίνεται. Πατώματα, τοίχους, πόρτες, παράθυρα, έπιπλα. Με τον κουβά έχυνα νερά και τα έτριβα με σκληρή βούρτσα. Όταν καλυτερέψουν οι μέρες και περιοριστούν οι βροχές θ’ ασπρίσω μέσα και έξω τους τοίχους. Στην κουζίνα έχει ένα τζάκι παμπάλαιο για το μαγείρεμα και τη ζεστασιά. Πλάι στο τζάκι και μπροστά στο παράθυρο ακούμπησα το τραπέζι και πάνω του τα λίγα βιβλία που έφερα μαζί μου. Δεν είναι πολλά, κάποια μονάχα που μας δένει μια σχέση συναισθηματική από παλιά και με ζεσταίνει. Μόνο γι’ αυτό. Τους Αδερφούς Καραμαζώφ, την Αγία Γραφή της μάνας μου, ποιήματα του Μαγιακόβσκυ στα ρώσικα που δεν γνωρίζω, έναν χιλιοδιαβασμένο τόμο κλασικά εικονογραφημένα που είχα παιδί και μια ανθολογία του Μπόρχες για να έχω κοντά μου το «Άλεφ».

     Ενώ στην πόλη κοιμόμουν και ξυπνούσα άταχτα, συχνά μέχρι το μεσημέρι, έτρωγα όποτε πεινούσα κι έκανα τη νύχτα μέρα, εδώ βάζω το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις έξι και μισή. Προσπαθώ να μπω σε πειθαρχία και να τραβήξω το πόδι μου από το δόκανο κάθε παλιάς συνήθειας.
     Σηκώνομαι αμέσως μόλις ακούσω το ξυπνητήρι ακόμα κι αν τη νύχτα είχα αϋπνία. Πλένομαι ολόκληρος, κάνω καφέ, γάλα, αλείφω ζεστό ψωμί με βούτυρο και μέλι. Έχω όλα όλα τέσσερα πιάτα, δυο ποτήρια, ένα μαχαίρι, ένα πιρούνι κι ένα κουτάλι μικρό.

     Τα ακουμπώ στο τραπέζι, κάθομαι, τρώγω αργά και περιεργάζομαι ό,τι απλώνεται έξω απ’ το παράθυρο. Τα χρώματα του πρωινού έχουν πάντοτε μια συγκινητική τρυφεράδα, εύθραυστη, διστακτική.
     Κοιτώ την κίνηση που δίνει ο κάθε άνεμος στο τοπίο. Την κλίση των βούρλων στο χωράφι, των ξερόκλαδων και των κυμάτων.

     Κι οι μυρουδιές είναι απ’ τις βαθύτερες συγκινήσεις, τα κανάλια των συνειρμών τους τραβάνε μακριά. Θυμάμαι πως στην Αθήνα στο τέλος της άνοιξης αγόραζα φράουλες και τις άφηνα σ΄ ένα πιάτο στην κουζίνα όλη μέρα. Είχανε μια ευωδιά που γέμιζε το σπίτι. Μια ευωδιά ωραιότερη κι απ’ τη γεύση τους.
     Κι εδώ η ζωή μου σηματοδοτείται από μυρουδιές.

      Η μυρουδιά των καμένων ξύλων στο τζάκι, της στάχτης, του καφέ μες στο τενεκεδένιο κουτί, του καφέ που χύθηκε, του ντουλαπιού δίπλα μου όταν είναι κλειστό, του ντουλαπιού όταν ανοίγει, του μελιού, του ψωμιού, της βροχής στο τσιμέντο, της βροχής στο χώμα, της βροχής στην άμμο, της βροχής στη θάλασσα, της βροχής στον κουβά με το γλυκό νερό.

     Και ήχοι! Τα αυτιά μου μαθαίνουν να συλλέγουν χαμηλούς, χαμηλότερους ήχους. Του ξεραμένου φύλλου που σέρνεται στο πεζούλι, του ξύλου που σκάει στη φωτιά, του νερού που βράζει, του νερού που στάζει, της πόρτας που μισανοίγει, του ρολογιού μέσα, της θάλασσας πέρα, των ανεξήγητων τριγμών. Μυριάδες αυτοτελείς λεπτομέρειες που ξυπνούν και μνημονεύουν μυριάδες κόσμους, μυριάδες ζωές. Από που έρχονται οι ζωές και που πάνε αφήνοντας παντού σημάδια; Νιώθω πως επιτέλους προχωρώ στην ησυχία που μ’ αφήνει ανεπαίσθητα ν’ αφουγκράζομαι την ύπαρξη μου.

     Για τρόφιμα και γι’ άλλα απαραίτητα πηγαίνω με το ποδήλατο στο χωριό τρία χιλιόμετρα πιο μέσα. Αποφεύγω να έρθω σε πολλά πολλά με τους ντόπιους αν και μερικοί δείχνουν συμπαθέστατοι.
     Επιθυμώ όσο τίποτα και ποτέ να κάτσω ολομόναχος και να απομακρύνω κάθε αντιπερισπασμό στον ησυχασμό μου.

     Φοβάμαι πως θα με κρίνουν ιδιόρρυθμο κι ακόμα χειρότερα, ακατάδεκτο αλλά δεν γίνεται να κάνω τίποτα. Πρέπει άλλωστε να μάθω ν’ αδιαφορώ για τις εντυπώσεις που δίνω και ν’ αποφύγω τον πειρασμό του να εξηγούμαι. Ας καταλάβουν απ’ την όψη μου ό,τι θέλουν.

     Δεν αγοράζω εφημερίδες, δεν ακούω ραδιόφωνο και φυσικά δεν υπάρχει τηλεόραση. Το ηλεκτρικό φως σπάνια το ανάβω και τη νύχτα ανάβω μια λάμπα θυέλλης ή κεριά και το τζάκι. Προσπαθώ να διατηρώ το σπίτι σχολαστικά καθαρό κι έχω κάνει αυστηρό πρόγραμμα δουλειάς για την κάθε μέρα. Όσο δύσκολο ήταν στην αρχή να μάθω να πειθαρχώ τόσο τώρα με τίποτα δεν παρεκκλίνω απ’ τους κανονισμούς του. Αν συνεχώς αναβάλλω να εργαστώ σοβαρά με το αστυνομικό μυθιστόρημα, καμιά αναβολή δεν επιτρέπω στον εαυτό μου σ’ ό,τι αφορά τις πρακτικές δουλειές του σπιτιού. Αισθάνομαι πως αυτές οι δουλειές είναι το σημαντικότερο που έχω να διεκπεραιώσω.

     Έξω απ’ την πόρτα υπάρχει ένα κομμάτι πλούσιο καστανό χώμα. Το καθάρισα, το σκάλισα και φύτεψα λαχανικά, μαρούλια, κρεμμύδια, κολοκύθια. Μπροστά στο πεζούλι του παραθύρου μέσα σε σκουριασμένους τενεκέδες έβαλα χώμα και φύτεψα φασόλια που μ΄ αρέσουν τα λουλούδια τους. Τα φασόλια ανήκουν στα ψυχανθή νομίζω.
     Τις πεταλούδες γιατί τις λένε ψυχές;
     Στην αποθήκη ανακάλυψα μια μεγάλη ξύλινη κορνίζα με τη φωτογραφία των παππούδων του ανθρώπου που μου νοικιάζει το σπίτι. Έφερα και τους κρέμασα στο δωμάτιο γιατί ντράπηκα να τους αφήσω πεταμένους στις σκόνες. Σ’ αυτούς ανήκει τούτος ο ήρεμος χώρος που εγώ καταπάτησα κι όταν τους κοιτώ να με κοιτούν κι αυτοί κατάματα σοβαροί, αισθάνομαι να βιάζω, ξένος εγώ, τα ιερά βιώματα τους που κολυμπούν στην ατμόσφαιρα. Ας τους τιμώ έστω λιγάκι.

     Το ψυχοσάββατο θα ανάψω καντήλι μπροστά στη φωτογραφία τους. Τούτοι οι άγνωστοι νεκροί γίνονται και δικοί μου νεκροί τώρα. Όσο δένομαι με το σπιτάκι δένομαι αναπόφευκτα και μαζί τους. Σκέψου πως κοιμάμαι στο κρεβάτι τους.

     Είναι ένα κρεβάτι με σιδερένια κάγκελα και τέσσερις μπρούτζινες σφαίρες στα γωνιακά. Έχει σανίδες από κάτω κι ένα λεπτό στρώμα από πούπουλα. Στην αρχή πιάστηκα όμως τώρα νομίζω πως δεν θα μπορούσα να ξανακοιμηθώ σε μαλακό κρεβάτι.

     Δεν διαβάζω, δεν ακούω μουσική.
     Θέλω ν’ απαλλαγώ απ’ ό,τι ως τώρα μου άρεσε γιατί φοβάμαι πως όσα πολύ μου άρεσαν με είχαν και κλείσει τελικά σε μια παγίδα αδιέξοδη.

     Οι εξηγήσεις που έχω μαζέψει στο κεφάλι μου συσκοτίζουν το νόημα των πραγμάτων. Το μυαλό μου είναι φουσκωμένο από χαρακτηρισμούς που αστραπιαία με την παραμικρή αφορμή σπεύδουν να ορθωθούν μπροστά από την ουσία.

     Θέλω να μάθω ν’ ακούω τον ήχο ενός μήλου που πέφτει στο σανιδένιο πάτωμα κι ύστερα κυλά λίγο πριν σταματήσει χωρίς να ονοματίζω τίποτα απ’ όλα αυτά. Παρθένα κι αθώα ν’ ακούω τον ήχο και μόνον αυτόν.

     Θέλω να μάθω ν’ ακολουθώ τον εαυτό μου χωρίς να καθορίζω συνεχώς την όποια κατάσταση μου. Χωρίς να λέω «τώρα είμαι καλά», «τώρα είμαι λυπημένος», «τώρα νυστάζω», «τώρα πλήττω», «τώρα νιώθω μαγκούφης». Αν δεν ησυχάσω από τις συνεχείς δηλώσεις μου δεν θα μπορέσω να συναντήσω αυτό που πραγματικά είμαι. Να υπάρχω μόνο, έτσι που να μην είμαι μερικός, να είμαι όλος με όλα. Νιώθω φορτωμένος, ξέχειλος από άχρηστες αποσκευές που μου είχαν καταπνίξει τον ωφέλιμο χώρο. Πως ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μην σου λέω « σ’ αγαπώ» γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες, τα διαβάσματα, τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση; Να σου λέω «σ’αγαπώ» γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου, πρωτοφανές, άγνωστο και λέει έτσι.

     Άγνωστα τα θέλω όλα, μόνο άγνωστα, που να μπορέσω ίσως κάποτε να τ’ ανακαλύψω, άγνωστη γη με μάτι καθαρό. Μόνο αν τα γνωστά γίνουν άγνωστα έχω ελπίδα να ξαναγεννηθώ.
     Δεν υπάρχουν χαρακτηρισμοί, δεν υπάρχουν ερμηνείες, ούτε κανόνες, ούτε κατηγορίες, ούτε ορισμοί. Το κάθε τι είναι μοναδικό, εξαίσια μοναδικό και μόνο.
     Πρέπει να καταφέρω τη γενναιότητα να στέκομαι στο κενό. Να το παραδεχτώ πως έτσι κι αλλιώς, κάθε στιγμή στην άκρη μιας αβύσσου στέκω. Με τα ψέματα παρηγορούμε τον ίλιγγο βέβαια όμως βυθιζόμαστε σε ύπνο όλο και βαθύτερα.
     Ο πανικός της ανάγκης σου καλή μου μ’ έσπρωχνε σε ψέματα και βυθιζόμουνα κι εγώ όλο και βαθύτερα. Θέλει υπομονή, θέλει έγνοια.

     Το αληθινό γίνεται και ωριμάζει στον ορισμένο καιρό του, δεν βρίσκεται προκατασκευασμένο. Κάθομαι ώρες στον κηπάκο μου με το καστανό χώμα και τα λαχανικά, με φυσά ο κρύος αέρας σαν έπιπλο παλιό κι εγώ που αερίζομαι και συλλογιέμαι κάτω απ’ το χώμα τους σπόρους των μαρουλιών που φύτεψα. Τίποτα δεν φαίνεται. Εκεί μέσα, στα υπόγεια, σπόροι, σκοτάδι, καιρός, υγρασία, χώμα, χυμοί, δουλεύουν τις μυστικές αλχημείες τους ώσπου ν’ ανθίσει μια μέρα η δικιά μου πράσινη σαλάτα.

     Εγώ δεν είχα σε τίποτα υπομονή. Ήμουνα βίαια ανυπόμονος γι’ αυτό και καταστροφικός. Καταστροφέας και καταστραμμένος ξεβράστηκα σε τούτη τη σοφή και υπομονετική ερημιά μήπως κι η μοναξιά με διδάξει την τέχνη να γίνω καρτερικός. Εγωισμός είναι η ανυπομονησία μάτια μου, το ξέρω. Μένος κατακτητικό είναι, απληστία. Κερδοσκοπία χωρίς κόπο, βιασμός καιρού, οκνηρία. Κι είμαι ακράτητα ανυπόμονος.
     Είμαι κι εγώ ένας δυστυχής που καίγεται ναναι ευτυχισμένος.

     Δεν μπορούμε ναμαστε ευτυχισμένοι αν δεν γίνουμε σωστοί μάτια μου. Τίποτα δεν αποκτάς χωρίς πρώτα να γίνεις άξιος του.
     Δεν άξιζα τις απαιτήσεις που είχα γι’ αυτό έμενα στο περίμενε. Να λυτρωθώ απ’ τις απαιτήσεις μου θέλω.
     Πως να μ’ αγαπήσεις με τον απόλυτο τρόπο που απαιτούσα αφού δεν ήμουνα καθόλου αξιαγάπητος. Άγριος ήμουνα, ασυνάρτητος, σπασμωδικός, υποκριτής, ζηλιάρης, γκρινιάρης, άγαρμπος κι όλα όσα μου έβγαζε η ανάγκη κι η εξάρτηση που με δυνάστευαν.
     Η αγάπη δεν επιβάλλεται, η αγάπη εμπνέεται.

     Η ανάγκη κι η εξάρτηση είναι κάτεργο που μαραζώνει, όμορφος μόνο με ελευθερία γίνεσαι. Γι’ αυτό μ’ αγαπούσαν πάντοτε γυναίκες που δεν αγαπούσα, γιατί μαζί τους ήμουν ελεύθερος.
     Όσο πιο πολύ σε χρειαζόμουν τόσο πιο χολερικός γινόμουνα. Όσο περισσότερο κιτρίνιζα τόσο εσύ έφευγες και μ’ άφηνες κι όσο πιο πολύ εσύ μ’ άφηνες τόσο πιο πολύ σε χρειαζόμουνα και αγχωμένος σ’ άρπαζα.
     Ο παλιός τούτος κύκλος έσφιγγε ταχύτατα.

     Τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο κι ήρθε η στιγμή που έπιασα πάτο.
     Έπρεπε να βρω έναν τρόπο
     Το ένστικτο που σωτήρια εκτινάζεται τις έσχατες στιγμές μ’ οδήγησε στην απομόνωση.
     Χρειαζόμουνα ένα κελί.
     Το κελί που προστατεύει τον εγκληματία απ’ το έγκλημα του, τον καλόγερο απ’ τον πειρασμό του κι εμένα απ’ το σώμα μου.
     Τούτος ο ερημικός τόπος είναι το δικό μου το κελί, ήρθα, και κάθισα χωρίς να ξέρω τι ακριβώς πρέπει να κάνω.
     Κλείσου μέσα στο κελί σου και το κελί σου θα σε διδάξει, έγραφε στ’ ασκητικά του ένας άγιος αναχωρητής.
     Ήρθα και κλείστηκα στους πέντε ανέμους.»

 

     Όλη η επιστολή είναι μια ωδή στην αρχιτεκτονημένη σκέψη, που φαντάζομαι όμως πως δεν θα είχε αυτό στο μυαλό της η συγγραφέας όταν θα έγραφε. Και είναι αυτό που δίνει και περισσότερο νόημα, γιατί αποδεικνύει τον οικουμενικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής, ως ήχος, μυρωδιές, αγγίγματα, φως, αέρας, νερό και τόσα αλλά...
     Ο πρωταγωνιστής γίνεται αρχιτέκτονας χωρίς πτυχία, γιατί έχει αυτιά και ακούει, χέρια και πιάνει, μάτια και βλέπει... και αν έχτιζε θα έκανε αρχιτεκτονική, το δίχως άλλο...

     Και για να λέω πως από την αρχή αντικατοπτρίζεται το παραπάνω...
     Ο ήρωας αισθάνεται ότι υπάρχει σχέση του κόσμου που τον περιβάλει και του εσωτερικού του, του δικού του κόσμου. Δείχνει να οραματίζεται και να σχεδιάζει. Τον καθαρίζει και τον διαμορφώνει, του τοποθετεί «αναφορές»- τα βιβλία και τον οικειοποιείται. Προσπαθεί να οργανωθεί και κάνει στο μυαλό του την δική του «κάτοψη» χρόνου και χώρου, έτσι που όλα να δουλεύουν «ρολόι», με πρόγραμμα να μπορεί να λειτουργεί και με τα ελάχιστα μέσα, όπως τα δυο ποτήρια, το ένα πιρούνι και το ένα κουτάλι. Έτσι, χωρίς περιττά και άχρηστα. Παρατηρεί, καθώς τρώει αργά, το τοπίο και τις μεταβολές του, από τον χρόνο και τον καιρό. Καταλαβαίνει τη σημασία όλων των αισθήσεων και τολμάει να ακολουθήσει περισσότερο την οσμή από την γεύση και την όραση στις φράουλες. Προσέχει και καταγράφει μυρωδιές και ήχους. Όλα του κάνουν εντύπωση και τα δέχεται αυθεντικά και ολόκληρα για να τα νιώσει, να τα βιώσει. Είναι σαν μικρό παιδί που ενθουσιάζεται με τον κόσμο που του ξεδιπλώνεται. Προσωπικότητα με παιδεία που έχει αναπτύξει ευαισθησίες, για να ιεραρχεί αξίες και για να του κακοφαίνεται να μείνει το κάδρο με τους δυο νεκρούς προκατόχους του σπιτιού στην αποθήκη πεταμένο.

 



     Ταυτόχρονα όμως αποφεύγει να «δηλώσει» να χαρακτηρίσει καταστάσεις γιατί αισθάνεται ότι περιορίζεται στις λέξεις αυτό που εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνει και το νιώθει όλο, στην ολότητα του.
     Δίνει αξία στα μικρά και ασήμαντα για πολλούς, γιατί εκεί βρίσκει την ουσία. Έρχεται σε επαφή με τη γη, το χώμα και «χτίζει» ζωή φυτεύοντας το.

     Έχει συνειρμική σκέψη, γιατί τον ενδιαφέρουν τα πάντα και γιατί τα καταλαβαίνει όλα ως ένα, έτσι όπως είναι...
     Και για να θέλω να πω, πως καταφέρνει να γίνεται σοφός μέσα από την απλότητα του. Και έρχεται σε θέση στο τέλος να δει ξεκάθαρα ότι το μεγαλύτερο μάθημα είναι ο τόπος- το κελί, η διδαχή του χώρου.
Που όμως θα γίνει κτήμα σου όταν απομονωθείς και αφήσεις τον εαυτό σου στο κενό, αδέσμευτο μπροστά στη ζωή. Δώσε της το δικαίωμα να σε φέρει στα μέτρα της, να την αγαπήσεις για την απλότητα της και τις μικρές της λεπτομέρειες, και αν είσαι αρκετός να την δεχτείς ολόκληρη.

Γιατί η δική μου Αρχιτεκτονική βαδίζει σε δρόμους μοναχικούς, σε κόσμους προστατευμένους... Γι’ αυτό και ο αρχιτέκτονας θαρρώ πως μπορεί μόνο με μοναξιά να την συντροφεύει και με μοναξιά να την πλησιάζει...

 

ΤΣΑΠΑΡΑΣ  ΣΤΕΛΙΟΣ
archeste@hotmail.com

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital