ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΤΑ ΨΗΛΑ ΚΤΗΡΙΑ

Συζήτηση για τα Ψηλά Κτίρια στην Ελλάδα.

24 Φεβρουάριος, 2008

Συζήτηση για τα Ψηλά Κτίρια στην Ελλάδα.

Στο πλαίσιο της μόνιμης στήλης με θέμα τα ψηλά κτίρια κρίθηκε σκόπιμο να πραγματοποιηθούν ορισμένες συζητήσεις με επιφανείς Έλληνες Αρχιτέκτονες, οι οποίοι θα καταθέσουν τις προσωπικές τους απόψεις και θέσεις πάνω στην κατασκευή των ψηλών κτιρίων γενικότερα και της Ελληνικής πραγματικότητας στον τομέα αυτό. Η τρίτη συζήτηση πραγματοποιήθηκε με τον αρχιτέκτονα Γιάννη Δουρίδα του αρχιτεκτονικού γραφείου RCTECH.

Του Αλέξιου Βανδώρου

ΑΛΕΞΙΟΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ: Έχετε επισκεφτεί κάποιο ψηλό κτίριο? Ποια είναι η άποψη σας για τα ψηλά κτίρια, ως προς τη χρήση και τη λειτουργία;

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΡΙΔΑΣ – RCTECH: Τα ψηλά κτίρια, αντιπροσωπεύουν μια κατακόρυφη ανάπτυξη οικιστικών συνόλων. Συνήθως απαντώνται στις Μητροπόλεις, στα μεγάλα δηλαδή αστικά κέντρα και ιστορικά, η παρουσία τους στον Αρχιτεκτονικό κατάλογο, μαρτυράται από κτίρια που υλοποιήθηκαν και άφησαν ισχυρή παρουσία στην πόλη.
Ίσως ένα από τα ωραιότερα κτίρια, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι το centre point one στο Λονδίνο. Ενώ αρχιτεκτονικά αποτελεί απλώς ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του ‘60 και ‘70, η συμβολική του σημασία για κάθε Λονδρέζο είναι μεγάλη. Είναι ένα από τα λίγα ψηλά κτίρια εκτός της περιοχής του City και το γεγονός αυτό το καθιστά σημείο αναφοράς για τον επίπεδο αστικό ιστό του κεντρικού Λονδίνου.

Επιμένοντας ιστορικά, θυμάμαι εικονογραφήσεις της πόλης της Βαβέλ – ψηλό τεράστιο κτίριο που χάνεται στον ουρανό, το φάρο της Αλεξάνδρειας, τον Κολοσσό της Ρόδου κ.α. Σε όλα αναζητάται η συμβολικότητα και  η επιβολή παράλληλα με τη λειτουργικότητα. Καινούριες τεχνολογίες όπως τα σταυροθόλια και καινούρια υλικά όπως το τσιμέντο, ήταν μερικά από τα αποτελέσματα της κατακόρυφης αυτής τυπολογίας τα οποία ακόμα και στις μέρες μας αποτελούν σημαντικά στοιχειά αρχιτεκτονικής μελέτης.

Θεωρώ όμως, ότι επειδή τα μεγέθη γίνονται μεγάλα, η κλίμακα αλλάζει δραματικά και ο σχεδιασμός αναπόφευκτα τείνει στην επίδειξη της γιγαντιαίας όψης με τις συμβολικές απολήξεις.

Α.Β.: Πιστεύετε ότι όταν ξεφεύγουμε ως προς το ύψος, διατηρούμε τη λειτουργία; Το κάνουμε δηλαδή για λειτουργικούς σκοπούς ή συμβολικά, για λόγους ματαιοδοξίας ή κάτι άλλο; Δηλαδή από ένα ύψος και πάνω για ποιο σκοπό γίνονται αυτά τα κτίρια;

Γ.Δ.: Οι ανάγκες δημιουργίας ψηλών κτιρίων, σίγουρα προέρχονται από έλλειψη οριζόντιας επιφάνειας στις μεγάλες κυρίως πόλεις. Ταυτόχρονα ελέγχονται καλύτερα οι κυκλοφοριακές διατάξεις των δρόμων και η οργάνωση γύρω από αυτά.
Πιστεύω όμως ότι παράλληλα, μέσω αυτών των κτιρίων με την εντυπωσιακή μορφή, θαυμάζουμε τις νέες τεχνολογίες, τις νέες δυνατότητες της κατασκευής, τα νέα υλικά και τις νέες φόρμες. Οι λόγοι ματαιοδοξίας είναι λόγοι που ποτέ δεν μπορούν να αφαιρεθούν από την ανθρώπινη αναζήτηση σε έκφραση και δημιουργία.

Α.Β.: Η χωροθέτηση ψηλών κτιρίων σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ελεύθερων χώρων που προκύπτουν μπορεί να αποτελέσει μια οικολογική απάντηση στη σημερινή απάνθρωπη αστική πυκνότητα ορισμένων πόλεων;

Γ.Δ.: Ναι, θα μπορούσε ο σωστός συνδυασμός καλυπτόμενης και ακάλυπτης έκτασης, που προϋποθέτει ο σχεδιασμός για ένα ψηλό κτίριο, να αποτελέσει απάντηση στην αστική πυκνότητα των πόλεων.
Όμως αν μιλήσουμε για την ελληνική πραγματικότητα, στην Αθήνα ή την Θεσσαλονίκη είναι υπό αμφισβήτηση.
Προσωπικά πιστεύω πως η δημιουργία κτιρίων κατακόρυφης ανάπτυξης, είναι έξω από την ελληνική κουλτούρα και νοοτροπία. Θα προτιμούσα η απάνθρωπη αστική πυκνότητα να αντιμετωπιστεί με άλλα μέτρα και όχι με την ίδρυση ενός μικρού Μανχάταν στις ελληνικές πόλεις.
Φυσικά στις μεγαλουπόλεις, των πολλών εκατομμυρίων κατοίκων, ο κορεσμός και η έλλειψη ελεύθερου χώρου επιβάλλει άλλο σύστημα δόμησης και ίσως η κατακόρυφη ανάπτυξη να ευνοεί τέτοιες αποφάσεις.

Α.Β.: Συγκρίνοντας την ενεργειακή συμπεριφορά ενός ψηλού κτιρίου σε σχέση με αυτή μιας ομάδας χαμηλών κτιρίων με αντίστοιχη δόμηση, θεωρείται ότι το ψηλό κτίριο είναι πλέον ανταγωνιστικό? Οδηγούμαστε δηλαδή στη δημιουργία οικολογικών ουρανοξυστών – ecoscrapers?

Γ.Δ.: Στα χαμηλότερα κτίρια, πιστεύω ότι μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερη οικολογική συμπεριφορά απ’ότι στα ψηλά κτίρια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν αναζητάται το τέλειο, ή ότι δε δοκιμάζονται νέοι σχεδιασμοί που θα οδηγήσουν τα κτίρια να μην είναι ενεργοβόρα.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα `συνειδητοποιημένων` κτιρίων, στα οποία η πράσινη αρχιτεκτονική έχει ήδη απογειωθεί. Κτίριο Ναυτιλίας στο Ρότερνταμ, κτίριο σχεδίου στην Γερμανία (ΕΘΕΝ), στην Κίνα ο γιγαντιαίος πύργος του ποταμού Πέρλ κ.α., σε πολλά μέρη του κόσμου, αναζητήθηκαν λύσεις ώστε, μέσα από τα νέα υλικά και τον ειδικό σχεδιασμό τους όχι μόνο να εξοικονομείται ενέργεια αλλά να παράγεται κιόλας.
Με τα σημερινά μηχανικά επιτεύγματα και τις νέες τεχνολογικές επινοήσεις, οι έξυπνες λύσεις στον σχεδιασμό, δημιουργούν νέα σχολή προβληματισμού.
Για τις βιοκλιματικές ανάγκες των κτιρίων υπάρχουν προτάσεις για τον αερισμό των χώρων τους με επιδερμίδες διπλής κάλυψης, αεροδυναμικές προσόψεις που χρησιμοποιούν τον άνεμο για παραγωγή ενέργειας, φωτοβολταϊκά στοιχεία ενσωματωμένα στις γυάλινες επιφάνειες, ζωντανές φυτεμένες οροφές και άλλα πολλά.
Υιοθετούνται έτσι, αρχές βιοκλιματικού σχεδιασμού, ώστε να επιτευχθεί μείωση του κόστους συντήρησης και λειτουργίας ενός ψηλού κτιρίου.

Α.Β.: Πείτε μου αν γνωρίζετε ποιες προσπάθειες έχουν γίνει για την ανέγερση ψηλών κτιρίων στην Ελλάδα και ποιο είναι το μέλλον για αυτά τα κτίρια στην Ελλάδα;

Γ.Δ.: Το πρώτο ψηλό κτίριο κατασκευάσθηκε στην Αθήνα και είναι ο γνωστός `Πύργος των Αθηνών`, στη συμβολή της οδού Βασ. Σοφίας με την οδό Μεσογείων. Πρόκειται για ένα κτίριο με εμπορικές δραστηριότητες στο ισόγειο και γραφεία στους ορόφους.
Γνωστά είναι και άλλα κτίρια στην περιοχή των Αμπελοκήπων και Χαλανδρίου με χρήση κατοικίας.
Γενικά για τις ελληνικές πόλεις, πιστεύω ότι δεν έχει γίνει ο κατάλληλος πολεοδομικός και οικονομικός σχεδιασμός που θα μπορούσε να υποδεχθεί τέτοιες μορφές ανάπτυξης.
Παρ’όλα αυτά η δημιουργία περιοχών για την εγκατάσταση ψηλών κτιρίων στα ήδη υπάρχοντα αστικά μας κέντρα, θα είναι μια πρόκληση για τον Αρχιτέκτονα και ίσως παράλληλα ένα χωροταξικό ερώτημα για την ανάπτυξη της ίδιας της πόλης.

Α.Β.: Στην σημερινή Ελλάδα, οι δύο μεγάλες πόλεις, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη πλέον έχουν επεκταθεί υπερβολικά ενσωματώνοντας σταδιακά παρακείμενες περιοχές δημιουργώντας φαινόμενα μεγαπόλεων. Μήπως θα ήταν προτιμότερο να συγκρατήσουμε την κατά πλάτος ανάπτυξη, δίνοντας ύψος ώστε να συγκεντρώσουμε λίγο τον πληθυσμό;

Γ.Δ.: Πραγματικά είναι ένας μεγάλος προβληματισμός, πως θα αντιμετωπιστεί το ολοένα και αυξανόμενο φαινόμενο της αστυφιλίας των ελληνικών πόλεων. Το ερώτημα βέβαια είναι εάν οι πόλεις μας είναι ικανές πολεοδομικά να δεχθούν την παρουσία αυτών των κτιρίων.
Οι κυκλοφοριακές συνδέσεις, η οικονομία του πληθυσμού, η κουλτούρα των κατοίκων, οι υποδομές των πόλεων, πιστεύω ότι δεν είναι ακόμα σε επίπεδο συνύπαρξης με την οργάνωση σε ψηλά κτίρια.

Α.Β.: Θα σας αναφέρω την προσωπική μου εκτίμηση-απάντηση σε ορισμένους αστικούς μύθους οι οποίοι έχουν επικρατήσει στην ελληνική κοινωνία ως προς την κατασκευή ψηλών κτιρίων. Θα ήθελα να μου αναλύσετε συνοπτικά την άποψη σας για κάθε έναν από αυτούς:
(1) Το κόστος κατασκευής ενός ψηλού κτηρίου σε σχέση με την αντίστοιχη δόμηση σε χαμηλά κτήρια είναι μικρότερο.
Γ.Δ.: -
(2) Οι απαιτήσεις για πυρασφάλεια, τόσο σε παθητικά όσο και ενεργητικά συστήματα αυξάνονται γραμμικά ανάλογα με τη δόμηση και όχι εκθετικά με το ύψος.
Γ.Δ.: -
(3) Με τη χρήση σωστού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και βιοκλιματικών παραμέτρων είναι δυνατός ο αερισμός των χώρων σε οποιοδήποτε ύψος.
(4) Οι ενεργειακές απαιτήσεις ενός κτιρίου εξαρτώνται από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και τη χρήση ή μη αρχών βιώσιμης αρχιτεκτονικής.

Γ.Δ.: Ο φυσικός αερισμός τέτοιων κτιρίων αποτελεί πρόβλημα μιας και όσο μεγαλώνει το ύψος ενός κτιρίου τόσο μεγαλώνει και η επιφανειακή ταχύτητα του ανέμου καθιστώντας σε συνδυασμό με την ασφάλεια, αδύνατο το άνοιγμα ενός παραθύρου. Η τεχνολογία όμως της διπλής επιδερμίδας επιτρέπει τον έμμεσο αερισμό εσωτερικών χώρων. Με τον ίδιο τρόπο, υιοθετώντας αρχές βιοκλιματικού σχεδιασμού, μπορεί κανείς να πετύχει μείωση του κόστους συντήρησης και λειτουργίας ενός τέτοιου κτιρίου.
(5) Με τη χρήση των νέων τεχνολογιών - ανελκυστήρες διπλού ύψους που εξυπηρετούν διπλάσιο πληθυσμό και τη δημιουργία πυρασφαλών ανελκυστήρων - η ανάγκη σε κλιμακοστάσια και ανελκυστήρες είναι λίγο μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ανάγκη για την ίδια δόμηση σε χαμηλά κτίρια.
Γ.Δ.: -
(6) Η ‘ανεμπόδιστη’ θέα προς την Ακρόπολη δε θα διακοπεί με την κατασκευή ορισμένων ψηλών κτιρίων στο Ελληνικό ή στους Ελαιώνες.
Σε μεγάλες πρωτεύουσες διεθνώς έχουν προσδιοριστεί κάποιες οπτικές φυγές μέσα σε μια πόλη σαν ‘διατηρητεες΄ και έτσι μπορούν εύκολα να προσδιορίσουν τη τυπολογία και τη τοπολογία ενός οικοδομήματος βάσει συγκεκριμένης ανεμπόδιστης θέας.
  Παράλληλα έχουν κατασκευάσει ψηλά κτίρια:
(7) πόλεις που βρίσκονται σε περιοχές εξαιρετικά σεισμογενείς, σαφώς περισσότερο από την Ελλάδα (Τόκυο, Λος Άντζελες)
(8) πόλεις με εξαιρετικά ιστορικά κέντρα, τα οποία παρεμπιπτόντως τα έχουν προστατευμένα και από τα αυτοκίνητα και από τη φθορά (Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία)
(9) πόλεις σε χώρες που βρίσκονται πολύ χαμηλότερα από την Ελλάδα τόσο σε βιοτικό επίπεδο¹, όσο σε οικονομική επιφάνεια (Βουλγαρία, Τουρκία, χώρες στην Αφρική και τη Νότια Αμερική)

Γ.Δ.: Η οικοδόμηση ψηλών κτιρίων σε μεγάλο βαθμό αποτελεί τοπική κοινωνική, οικονομική και πολεοδομική απόφαση βασισμένη στις ανάγκες της εκάστοτε περιοχής και πληθυσμιακής ομάδας.

ΑΛΕΞΙΟΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital