ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

Δ.Αρεοπαγίτου

Σκέψεις για το νέο Μουσείο Ακρόπολης

23 Μάρτιος, 2009

Σκέψεις για το νέο Μουσείο Ακρόπολης

Παρουσίαση της άποψης του καθηγητή αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ Τάση Παπαϊωάννου.

Η ενότητα αυτή των δημοσιεύσεων, η σχετική με την αναγκαιότητα ή όχι της κατεδάφισης των διατηρητέων κτιρίων της Δ. Αρεοπαγίτου, συνεχίζεται με την παρουσίαση της άποψης του καθηγητή αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ Τάση Παπαϊωάννου.

Ο κ. Παπαϊωάννου εστιάζεται περισσότερο στο κτίριο του νέου Μουσείου και στη θέση του στην πόλη. Επισημαίνει κατ’ αρχάς την ακαταλληλότητα του οικοπέδου. Εξετάζει στη συνέχεια με ιδιαίτερα κριτική ματιά το Μουσείο ως κτίριο και τη σχέση του με το περιβάλλον του και την ανασκαφή κάτω από αυτό. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 09-11-2007.

Σκέψεις για το νέο Μουσείο Ακρόπολης

Το νέο κτήριο του Μουσείου Ακρόπολης ολοκληρώθηκε ύστερα από μια μακρά περίοδο αλλεπάλληλων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, ακυρώσεων και έντονων αντιπαραθέσεων. Σήμερα μας δίδεται η δυνατότητα να διατυπώσουμε κάποιες πρώτες σκέψεις για την αρχιτεκτονική του, τη σχέση του με το αστικό περιβάλλον της περιοχής, τους δρόμους, τις αρχαιότητες που το περιβάλλουν...

Πριν αναφερθούμε όμως στο κτήριο, θα έπρεπε να μας προβληματίσουν κάποιες γενικότερες σκέψεις κι ας φαίνονται σε πρώτη ματιά ρομαντικές ή ουτοπικές. Η μεταφορά των αγαλμάτων από το Βράχο της Ακρόπολης ύστερα από 2.500 χρόνια, αντί για θριαμβολογίες και πανηγυρισμούς, μάλλον θλίψη και έντονη περίσκεψη έπρεπε να προκαλεί γι' αυτήν... την «αναγκαστική και αναπόφευκτη» μετακίνηση. Είναι η περίτρανη απόδειξη της αποτυχίας μας ως κοινωνίας να αντιμετωπίσουμε το μέγα πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που δεν διαβρώνει επικίνδυνα μόνον την επιφάνεια των μαρμάρων αλλά και αυτή την ίδια τη ζωή των κατοίκων του Λεκανοπεδίου. Έχουμε αποδεχτεί μοιρολατρικά και αδιαμαρτύρητα την καταστροφή του περιβάλλοντος και αναζητούμε προστατευτικές γυάλες για να τοποθετήσουμε τα πολύτιμα τεκμήρια της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.

Σήμερα οφείλαμε να θρηνούμε αντί να ζητωκραυγάζουμε! «Αποκαθηλώνουμε» -κατά κάποιον τρόπο- την αδιάλειπτη ιστορία χιλιετιών, κατεβάζοντας τα μάρμαρα από το Βράχο για να τα τοποθετήσουμε στις κλειστές, καλά σφραγισμένες αίθουσες του νέου μουσείου, σ' ένα περιβάλλον τεχνητό, μακριά από τον ήλιο και τον αέρα, ενώ η φυσική τους θέση είναι προφανώς πάνω στα αετώματα και τις ζωφόρους του μνημείου. Από εδώ και στο εξής, ο Βράχος με το μοναδικό και ανεπανάληπτο σύμπλεγμα των Ναών θα παραμένει ακόμη πιο ορφανός (μετά την πρώτη βάρβαρη λεηλασία του Ελγιν), ακόμη πιο απογυμνωμένος από την ύψιστη τέχνη της γλυπτικής, που συμπλήρωνε την αρχιτεκτονική και ολοκλήρωνε το θαύμα του 5ου π.Χ. αιώνα.

Εμβληματικά κτήρια

Αλλά ας επιστρέψουμε στο νέο Μουσείο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αθήνα χρειάζεται -περισσότερο από ποτέ- σημαντικά δημόσια κτήρια, εμβληματικού χαρακτήρα, που θα λειτουργήσουν ως πρότυπα, αποτυπώνοντας ανεξίτηλα στη μορφή και στη λειτουργία τους την πολιτισμική στάθμη της κοινωνίας μας. Κτήρια που θα συμμετέχουν επάξια στη μεγάλη συζήτηση για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και την πόλη, και είναι αλήθεια ότι σήμερα δεν έχουμε να επιδείξουμε πολλά τέτοια αρχιτεκτονικά έργα. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τα μεγάλα κτήρια δημόσιας χρήσης που υλοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της πόλης, για να συνειδητοποιήσει το ύφος της αρχιτεκτονικής που προβάλλουν αλλά και τα πρότυπα που διαμορφώνουν (ολυμπιακά έργα, Δικαστικό Μέγαρο, υπουργεία, Μέγαρο Μουσικής, επέκταση της αμερικάνικης πρεσβείας...). Για όλους τους παραπάνω λόγους πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν αποφασίζουμε για τη θέση, το είδος και την κλίμακα των κτηρίων που επιλέγουμε να κτιστούν σε κομβικά σημεία της Αθήνας, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για την ανέγερση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Εδώ η ευθύνη της κριτικής επιτροπής του διεθνούς διαγωνισμού, αλλά και όλων όσοι επέλεξαν τη συγκεκριμένη θέση και επέμεναν γι' αυτήν, είναι τεράστια! Αρκετές φορές αυτό το ξεχνάμε γρήγορα και στρέφουμε την κριτική μας μόνο στους αρχιτέκτονες που κέρδισαν το πρώτο βραβείο.

Σήμερα, μπορούμε πλέον με βεβαιότητα να διαπιστώσουμε αυτό που ένας μεγάλος αριθμός αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων υποστήριζε στο παρελθόν, ότι δηλαδή το οικόπεδο Μακρυγιάννη ήταν εντελώς ακατάλληλο να υποδεχτεί το νέο κτήριο. Είναι προφανές και για τον πλέον καλόπιστο κριτή, ότι απαιτούνταν τουλάχιστον υπερδιπλάσιος χώρος για το μέγεθος και τις απαιτήσεις του νέου μουσείου, παράλληλα με την ανάγκη διατήρησης των καταπληκτικών ερειπίων της βυζαντινής συνοικίας που έφερε στο φως η ανασκαφή. Δεν υπάρχει μάλιστα καλύτερο επιχείρημα για την ακαταλληλότητα της συγκεκριμένης θέσης, από το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένοι, ανάμεσα σ' αυτούς -τι ειρωνεία!- και οι υπουργοί Πολιτισμού της χώρας, που υποστηρίζουν (και αποφασίζουν) κατόπιν εορτής, την ανάγκη κατεδάφισης και των δύο «διατηρητέων» μεσοπολεμικών πολυκατοικιών που ολοκληρώνουν το χαρακτηριστικό μέτωπο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Και είναι πράγματι θλιβερό το γεγονός ότι αφορμή για μια τέτοια απόφαση προβάλλεται (εκ των υστέρων, αφού κτίστηκε το μουσείο!) το αίτημα της απρόσκοπτης θέας των μελλοντικών θαμώνων του μουσείου προς τον Ιερό Βράχο, αλλά και της απαιτούμενης αμεσότητας που (προφανώς) πρέπει να έχει ένα τέτοιο κτήριο με τον ευρύτερο δημόσιο χώρο της περιοχής.

Δεν είναι έγκλημα όμως να κατεδαφίζουμε με πρωτοφανή μανία, εμφορούμενοι ακριβώς από εθνικοκεντρικές ιδεοληψίες και εμμονές μεγαλοϊδεατισμού, που χρόνια τώρα μας κατατρύχουν, ό,τι πιο ωραίο και χαρακτηριστικό διαθέτει η χώρα μας (ιδιαίτερα τα κτήρια της μοντέρνας αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς), λες και τα θυσιάζουμε στο βωμό του καιροσκοπικού και εξαιρετικά ρηχού μας παρόντος; Κατά τα άλλα όμως, μας αρέσουν φαίνεται και μας εκφράζουν τα κτήρια-τούρτες που χτίζουμε πάνω στην Κηφισίας, στη Συγγρού, παντού... αλλά και η αβάσταχτη υποκρισία μας, όταν την ίδια στιγμή δεν έχουμε αφήσει σπιθαμή ελεύθερης γης στο Λεκανοπέδιο!

Η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται στον επισκέπτη, όταν αντικρίζει το κτήριο, είναι ο τεράστιος όγκος του, αποτέλεσμα και του υπερβολικού κτηριολογικού προγράμματος αλλά και της λύσης που επιλέχτηκε. Το κτήριο μοιάζει να ακουμπά στα γειτονικά του, να μη χωράει στον διατιθέμενο χώρο και ταυτόχρονα να συνθλίβει με την κλίμακα και το «βάρος» του όλη τη γειτονιά. Γιατί η κλίμακα στην αρχιτεκτονική είναι πολύ σχετική έννοια. Δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο απόλυτο μέγεθος. Το κτήριο σχετίζεται κάθε φορά με το περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσεται, αλλά και με το τι πρόκειται να υποδεχτεί και να στεγάσει. Είναι προφανές ότι η συνθετική άποψη των αρχιτεκτόνων του κτηρίου δεν λαμβάνει υπόψη την κλίμακα της πόλης και των γειτονικών μνημείων, τις κλιματολογικές συνθήκες, το χαρακτήρα της περιοχής, τα χρώματα, τις υφές... Το νέο μουσείο αδιαφορεί επιδεικτικά γι' αυτό που υπάρχει γύρω του, σχεδόν σνομπάρει το περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματώνεται, δεν θέλει δηλαδή, κανένα από τα ενοχλητικά κτήρια κοντά του, αποστρέφεται την ίδια την πόλη, δεν χρειάζεται εν τέλει κανέναν τόπο, αρκείται στην αυτο-αναφορικότητα και στο άλλοθι που του προσφέρουν τα σημαντικά εκθέματα που πρόκειται να στεγάσει. Αν υπάρχει όμως ένα (μέγα) δίδαγμα από την -αρχιτεκτονική και όχι μόνο-παράδοση του τόπου μας, αυτό είναι το γνωστό σε όλους αλλά τόσο αγνοημένο: «Μέτρον άριστον».

Είναι επίσης ενδεικτική η πλήρης απουσία υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων, τόσο σημαντικών για το κλίμα της Αττικής, αλλά και απαραίτητων για το μέγεθος και τη λειτουργία του μουσείου. Το ογκώδες λοξό στέγαστρο της κυρίας εισόδου με τις γιγάντιες και εκτός κλίμακας κολόνες του, περισσότερο απωθεί παρά προσκαλεί τον επισκέπτη, ενώ η στροφή του τζαμένιου όγκου παράλληλα με τον άξονα του Παρθενώνα, στον τελευταίο όροφο, εκτός από την απλοϊκή αντιστοίχηση, δεν γίνεται αντιληπτή από το επίπεδο της πόλης, με αποτέλεσμα να ξενίζουν οι μικρές τριγωνικές απολήξεις της πλάκας στις όψεις, καθώς παρατηρείς το κτήριο από κάτω προς τα επάνω. Στιλπνά και αστραφτερά υλικά επενδύουν το κενό ανάμεσα στις επάλληλες οριζόντιες πλατφόρμες, διαφορετικά σε κάθε στάθμη, που κάνουν το κτήριο να μοιάζει με τεράστιο «σάντουιτς» που συμπιέζει τα εκθέματα αφήνοντας μεταξύ των τεράστιων υποστυλωμάτων του ελάχιστο «ζωτικό» χώρο για να αναδειχτούν και να «αναπνεύσουν», χωρίς την ίδια στιγμή να εκμηδενίζεται η κλίμακα και η παρουσία τους. Η αισθητική του, δυστυχώς, παραπέμπει σε εμπορικό κέντρο, σ' ένα κτήριο «βιτρίνα», με τη διαφορά όμως ότι πίσω από τις μεγάλες τζαμαρίες του δεν θα εκτίθενται αυτοκίνητα ή ρούχα, αλλά τα γλυπτά της Ακρόπολης!

Προβληματική επαφή

Αλλά και ο τρόπος που το κτήριο «ακουμπά» πάνω στα εξαιρετικά υπολείμματα του παλίμψηστου της αρχαίας πόλης, είναι προβληματικός! Παρ' όλο που τονίζεται από πολλούς η ιδιαίτερη μέριμνα της μελέτης για τις αρχαία οικιστικά κατάλοιπα, το κτήριο αφήνει τελικά ελάχιστο χώρο κάτω από την τεράστια μάζα του, σε ορισμένα μάλιστα σημεία η κατώτατη πλάκα απέχει ελάχιστα από τους πέτρινους τοίχους της ανασκαφής, με αποτέλεσμα η εκτεταμένη κάλυψη του κτηρίου αλλά και τα τζαμένια δάπεδα -εν είδει οριζόντιας βιτρίνας ανάμεσα σε δοκάρια- να εμποδίζουν τον επισκέπτη να δει και να κατανοήσει στο σύνολό τους τα σημαντικά ευρήματα. Πόσο θα άλλαζε πράγματι η σημασία και των δύο (μουσείου και ανασκαφής) αν το κτήριο ήταν αισθητά πιο μικρό, ανάλαφρο και σε μεγαλύτερη απόσταση από τη στάθμη της ανασκαφής, πράγμα που θα επέτρεπε στον επισκέπτη να έχει διαμέσου της διαμορφούμενης -κλιμακωτής ενδεχομένως- pilotis άμεση οπτική και λειτουργική επαφή όχι μόνον με τα ερείπια της αρχαίας πόλης αλλά και με τον σημερινό αστικό ιστό στο επίπεδο του εδάφους.

Γιατί εν τέλει, απέχουν πολύ ο «λόγος, οι θεωρίες και οι... διαλέξεις» περί την αρχιτεκτονική, απ' αυτή την ίδια την υλοποιημένη αρχιτεκτονική, που φυσικά βιώνεται και κρίνεται (όπως θα όφειλε) απ' όλους μας. Φαίνεται όμως πως όλα αυτά δεν απασχολούν κανέναν αρμόδιο, αφού με άλλους όρους, κατ' εξοχήν «επικοινωνιακούς», αξιολογείται και κρίνεται η αρχιτεκτονική ποιότητα ενός έργου. Η τουριστική επιτυχία άλλωστε -που θα μετρηθεί με τον αριθμό των εισιτηρίων που θα κοπούν στο μέλλον- είναι προεξοφλημένη, το ίδιο και η δημοσιότητα που το συνοδεύει. Αυτές είναι όμως οι αρχιτεκτονικές και πολιτιστικές προτεραιότητές μας;

Τάσης Παπαϊωάννου
Καθηγητής Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital