ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

360º Αρχιτεκτονική

Οι Ρίζες της Βιομηχανίας της Εικόνας

27 Οκτώβριος, 2009

Οι Ρίζες της Βιομηχανίας της Εικόνας

Ερευνώντας την ιστορία ενός ασυνήθιστου διαμερίσματος στο 9ο διαμέρισμα του Παρισιού, πίσω από μια φαινομενικά κοινότοπη πολυκατοικία των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα, μου αποκαλύφτηκε μια εκπληκτική ιστορία που εμπλέκει την τέχνη, τη φωτογραφία, την εκδοτική βιομηχανία και την αρχιτεκτονική.

Της Στυλιανής Φιλίππου

English version

Προς τη χαρακτηριστική παρισινή εσωτερική αυλή του νεοκλασικού κτιρίου της οδού Chaptal 9, σε μια συνοικία που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1820 και έγινε γνωστή ως Nouvelle Athènes, βλέπει ένας χώρος σχεδιασμένος ως γκαλερί για τον οίκο Goupil, το σημαντικότερο έμπορο έργων τέχνης και εκδοτικό οίκο της Γαλλίας του δέκατου ένατου αιώνα, και πρώτο διεθνή οίκο εκδόσεων τέχνης. Ο Jean Baptiste Michel Adolphe Goupil και η σύζυγός του Victorine Elisabeth Brincard αγόρασαν το οικόπεδο στην οδό Chaptal 9 το 1857, και έκτισαν το Hôtel Goupil, έδρα της εταιρείας Goupil & Cie από το 1860 μέχρι το 1893. Η κατοικία της οικογένειας Goupil βρισκόταν στον πρώτο όροφο του κτιρίου, στο οποίο στεγάζονταν επίσης ένα κατάστημα που πουλούσε αυθεντικά έργα τέχνης μαζί με αντίγραφα, εργαστήρια εκτύπωσης, καθώς και διαμερίσματα ενοικιαζόμενα σε καλλιτέχνες που είχαν με την εταιρεία αποκλειστικά συμβόλαια για την αναπαραγωγή των έργων τους. Ο ετήσιος χορός μεταμφιεσμένων στο σπίτι των Goupil αποτελούσε γεγονός που οι καλλιτέχνες της εποχής ανέμεναν με μεγάλη προσδοκία. (1)  Η Γκαλερί Goupil, ένας εκθεσιακός χώρος που απευθυνόταν σε ένα πιο εκλεπτυσμένο κοινό, σε σύγκριση με αυτό των τριών εμπορικών καταστημάτων της εταιρείας στο Παρίσι, ήταν υπέρμαχος υπερασπιστής της ακαδημαϊκής γαλλικής τέχνης της εποχής, των καταξιωμένων δηλαδή καλλιτεχνών που η Ακαδημία Καλών Τεχνών είχε επιλέξει να λάβουν μέρος στην ετήσια έκθεση που διοργάνωνε στο Λούβρο, το Σαλόνι, την αδιαμφισβήτητη προθήκη της γαλλικής τέχνης. Από το 1878 ωστόσο και μετά, ο Theo van Gogh, αδερφός του ζωγράφου, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην υποστήριξη που η εταιρεία πρόσφερε προς τους refusés του επίσημου Σαλονιού του Παρισιού. 


Hôtel Goupil, οδός Chaptal 9, Nouvelle Athènes, Παρίσι, φωτογραφία Στυλιανής Φιλίππου


Η γκαλερί του οίκου Goupil βλέπει προς την εσωτερική αυλή του Hôtel Goupil.
Φωτογραφία Στυλιανής Φιλίππου

Το 1884, το «φημισμένο ατελιέ» που δημιούργησε στην οδό Chaptal 9 ο φωτογράφος Albert Goupil, υιός και συνεταίρος του Adolphe, χαιρετίστηκε ως «ένα από τα θαύματα του Παρισιού», για την εξαιρετική συλλογή του, η οποία περιλάμβανε πολύτιμα έπιπλα, ιστορικά ενδύματα, περσικά χαλιά, σκεύη αραβικής υαλοτεχνίας, ταπισερί του δέκατου πέμπτου αιώνα κλπ., καθώς και μια «μοναδική συλλογή πινάκων του Ingres». Ο Émile Molinier, του τμήματος συντήρησης μεσαιωνικών και αναγεννησιακών μνημείων του Λούβρου, αφιέρωσε ένα μακροσκελές άρθρο στο εκλεκτικιστικό γούστο του Adolphe Goupil, περιγράφοντας δύο σαλόνια στο Hôtel Goupil, «το ένα αφιερωμένο στην Ανατολή και το άλλο στην Αναγέννηση, τα οποία [επέτρεπαν] στον ιδιοκτήτη τους να περνάει από ένα παλάτι βγαλμένο από τις Χίλιες και Μία Νύχτες σ’ ένα μέγαρο άρχοντα του δέκατου έκτου αιώνα, πάντα ανάμεσα σε πρώτης τάξης έργα τέχνης». (2) Μετά τον πρόωρο θάνατο του Albert Goupil, οι σημαντικότεροι από τους θησαυρούς της συλλογής του, όπως μία προτομή του Donatello, παραχωρήθηκαν στις εθνικές συλλογές της Γαλλίας. Το ανατολιστικό (Orientalist) σαλόνι του διαμερίσματος του Albert Goupil ήταν πράγματι το ίδιο εκθαμβωτικό όπως το σκηνικό των έργων του Jean-Léon Gérôme (1824–1904), ενός από τους μεγαλύτερους ακαδημαϊκούς ζωγράφους της Γαλλίας, στενού φίλου και γαμπρού του Adolphe Goupil. Σαγηνεμένοι από τα χρώματα της Ανατολής, οι δύο άντρες, μαζί με δύο ακόμα γάλλους ζωγράφους (Léon Bonnat και Ernest Journault), δύο μαθητές του Gérôme (Paul-Marie Lenoir και Jean-Richard Goubie) και έναν ολλανδό ανατολιστή ζωγράφο (Willem de Famars Testas), ταξίδεψαν επί τέσσερις μήνες το 1868, από την Αίγυπτο ως την Πέτρα και την Ιερουσαλήμ. Οι φωτογραφίες του Albert Goupil εφοδίασαν τους ζωγράφους της αποστολής με μια ακριβή καταγραφή τόπων και σκηνών που αργότερα χρησιμοποίησαν στους πίνακές τους, τους οποίους ζωγράφισαν στα ευρωπαϊκά εργαστήριά τους, με τη βοήθεια των δικών τους σκίτσων και των εκτυπωμένων φωτογραφιών. (3)


Το ‘ανατολίτικο’ σαλόνι του Albert Goupil, 9 rue Chaptal, Paris, πριν το 1888, Catalogue des objets d’art de l’Orient et de l’Occident, tableaux, dessins composant la collection de feu M. Albert Goupil, Παρίσι: Drouot, Mes Escribe και Paul Chevalier, έκθεση Charles Mannheim, Imprimerie de l’art, 23–27 Απριλίου 1888, δημοσιεύτηκε στο Rémi Labrusse, «Islamophobia? Europe in Conquest of the Arts of Islam», Arts & Societies, http://www.artsetsocietes.org/a/a-labrusse.html


Ο οίκος Goupil ιδρύθηκε στο Παρίσι, στη λεωφόρο Montmartre 12, από τον Adolphe Goupil (1806–93), απόγονο του François-Hubert Drouais, προσωπογράφου του δέκατου όγδοου αιώνα, και το συνέταιρό του Henry Rittner (1802–40), από τη Στουτγάρδη, μελλοντικό γαμπρό του Goupil. Η εμπειρία που ο Rittner είχε αποκομίσει στο Λονδίνο, στο εμπόριο χαρακτικών, καθώς και το γεγονός ότι η οικογένειά του ήταν έμποροι χαρακτικών στη Δρέσδη, διευκόλυναν την επέκταση των δραστηριοτήτων της εταιρείας σε Ευρωπαϊκή κλίμακα. Η εταιρεία Rittner & Goupil συνεργάστηκε με τους καλύτερους λιθογράφους και χαράκτες της εποχής, και έκδωσε γκραβούρες έργων των μεγάλων ζωγράφων (Τιτσιανού, Ραφαήλ, Μιχαήλ Αγγέλου, Βερονέσε κλπ), αλλά κυρίως αναπαραγωγές των έργων σύγχρονων καλλιτεχνών του παρισινού Σαλονιού (Delaroche, Ingres, Deveria, Winterhalter κλπ). Για πάνω από έναν αιώνα (1827–1921), ο οίκος Goupil – Rittner & Goupil και οι διάδοχοί της – εκμεταλλεύτηκε παραδοσιακές τεχνολογίες εκτύπωσης και τυπογραφίας, καθώς και τεχνολογίες αιχμής – αναπτύσσοντας στα δικά του εργαστήρια μερικές από τις τελευταίες – προκειμένου να ικανοποιήσει μία διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση οικονομικών αντιγράφων έργων τέχνης, παράγοντας εικόνες σε συνεχώς μεγαλύτερο αριθμό και χαμηλότερο κόστος, εισάγοντας έτσι την τέχνη στη βιομηχανική εποχή. Με συνέταιρους τους Théodore Vibert και Alfred Mainguet, στη δεκαετία του 1840, ο Goupil ανάπτυξε μία κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση με δικές της εγκαταστάσεις εκτύπωσης. To μικτών χρήσεων Hôtel Goupil ήρθε αργότερα να εκφράσει χωρικά αυτήν την ολοκληρωμένη οικογενειακή επιχείρηση. Το 1841, η εταιρεία άνοιξε παράρτημα στο Λονδίνο, το 1846 στη Νέα Υόρκη, και αργότερα στη Χάγη, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και τη Βιέννη. Με τμήματα πωλήσεων στην Αλεξάνδρεια, Δρέσδη, Γενεύη, Αθήνα, Βαρκελώνη, Κοπεγχάγη, Φλωρεντία, Αβάνα, Μελβούρνη, Βαρσοβία, το Σύδνεϋ, το Γιοχάνεσμπουργκ κλπ., ο οίκος Goupil κατείχε κεντρική θέση σε ένα διεθνές δίκτυο μιας νέας γενιάς εμπόρων τέχνης και εκδοτών με πρωτοφανή δύναμη διανομής, η οποία εγγυούταν σημαντικά κέρδη.
 


E. Meissonier, Graveur, φωτογραφικό αντίγραφο R. J. Bingham, 24 x 14,7 cm, δημοσιευμένο από τον Robert Jefferson Bingham, 1 Μαΐου 1863, συλλογή γαλλικής εθνικής βιβλιοθήκης

Ο Goupil ήταν ο πρώτος βιομήχανος της εικόνας· σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η ιστορική του σημασία. Η εμφάνιση της φωτογραφίας, το 1839, προκάλεσε πραγματική επανάσταση σε ένα χώρο μέχρι τότε εξαρτώμενο από δαπανηρές και χρονοβόρες διαδικασίες. Σε μια εποχή όπου η σύλληψη, οργάνωση και εκτύπωση φωτογραφιών θεωρείτο πιο αξιόλογη από το ίδιο το έργο του φωτογράφου, η Rittner & Goupil καινοτόμησε με τη συνέκδοση του πολύτομου Excursions Daguerriennes : vues et monuments les plus remarquables du globe (1840–44), με πάνω από εκατό ταξιδιωτικά θέματα, από την Ευρώπη έως την Εγγύς Ανατολή, το οποίο ακολούθησαν κι άλλες σημαντικές φωτογραφικές εκδόσεις τις επόμενες δεκαετίες. Η αρχική εστίαση σε τοπία και αρχιτεκτονικά θέματα σύντομα παραχώρησε τη θέση της σε φωτογραφικές αντιγραφές έργων τέχνης, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προορίζονταν για τους καταλόγους του Σαλονιού, εκδιδόμενους από τον οίκο Goupil, μία εξειδίκευση η οποία τους επέτρεπε να εκμεταλλευτούν την εμπειρία τους στις εκδόσεις εκτυπώσεων έργων τέχνης.

Ο Paul Delaroche (1797-1856) ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης τα έργα του οποίου αναπαράχθηκαν μέσω της φωτογραφίας. L’Œuvre de Paul Delaroche, ο πρώτος catalogue raisonné με φωτογραφική εικονογράφηση (του Άγγλου φωτογράφου Robert Jefferson Bingham), εκδόθηκε το 1858 από τον οίκο Goupil, μετά την μεταθανάτια έκθεση που αφιέρωσε στον Delaroche η Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1860, ο οίκος Goupil έκδωσε μια δεύτερη μονογραφία, αφιερωμένη στον ολλανδικής καταγωγής γάλλο ακαδημαϊκό ζωγράφο Ary Scheffer (1795-1858), στην κατοικία του οποίου, στην οδό Chaptal 16, στεγάζεται σήμερα το Musée de la vie romantique. Παρότι στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα οι εκδόσεις αυτές γνώρισαν περιορισμένη εμπορική επιτυχία, λόγω υψηλού κόστους, εν τούτοις λάνσαραν ένα νέο είδος βιβλίου τέχνης, το οποίο τελικά κυριάρχησε στο χώρο των εκδόσεων της ιστορίας της τέχνης. (4)

Το 1860, η Goupil & Cie εγκατάστησε δικό της φωτογραφικό εργαστήριο, το 1867 αγόρασε από τον Walter Woodbury την αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης στη Γαλλία της διαδικασίας εκτύπωσης Woodburytype, και το 1869 εγκαινίασε ένα μεγάλο, σύγχρονο εργοστάσιο στο Asnières, τροφοδοτούμενο με ατμό και από το 1874 με ηλεκτρικό, συγκεντρώνοντας έτσι κάτω από την ίδια στέγη όλες τις τεχνικές και βιομηχανικές δραστηριότητες της εταιρείας. Οι πρώτες φωτογκραβούρες τυπώθηκαν το 1873. Εκδότες των ΗΠΑ συχνά παράγγελναν στον οίκο Goupil εκτυπώσεις με το σύστημα της φωτογκραβούρας, μια διαδικασία που παρείχε πρωτοφανή ποιότητα και ακρίβεια, και την οποία οι αμερικάνοι αποκαλούσαν «Goupilgravure». Έως το 1880, το εργοστάσιο του οίκου που είχε εξελιχθεί σε κυρίαρχο του χώρο των εκδόσεων τέχνης απασχολούσε 107 εργαζόμενους, ογδόντα-πέντε άνδρες, δεκατρείς γυναίκες και εννέα παιδιά. Η φωτοτυπογκραβούρα, μια ακόμα διαδικασία που εφεύρε ο οίκος Goupil, επέτρεπε την ταυτόχρονη εκτύπωση φωτογραφίας και κειμένου, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα έκδοσης εικονογραφημένων βιβλίων και περιοδικών. (5) Ο Goupil επέφερε πραγματική επανάσταση στην τέχνη της εικονογράφησης· όλο και πιο πολυτελείς τόμοι εκδίδονταν από τον γάλλο πρωτοπόρο των εκδόσεων τέχνης. Το 1897, εκτύπωσε 125 αντίτυπα του Les dessins de Auguste Rodin, και το 1900 οι New York Times ανακοίνωσαν την έκδοση «ενός ακόμα ακριβού βιβλίου από τον οίκο Goupil…ένα καινούριο και υπέροχο βιβλίο αφιερωμένο στο έργο και την προσωπικότητα του Sandro Botticelli», με περίπου πενήντα εικόνες και σε δύο εκδόσεις: μία απλή, στην τιμή των 100 USD, και μία πολυτελή έκδοση, στην τιμή των 200 USD. (6)


L’Établissement photographique de MM. Goupil et Cie, à Asnières, ξυλογραφία H. Dutheil, δημοσιεύτηκε στη L’Illustration, αρ. 1572, 12 Απριλίου 1873, p. 253

Από το 1846, οι δραστηριότητες του οίκου Goupil επεκτάθηκαν και στην εμπορία αυθεντικών σχεδίων και πινάκων ζωγραφικής. Αρχικά περιορίζονταν στην εμπορία των σχεδίων που παράγγελναν στους χαράκτες με σκοπό την έκδοση αντιγράφων έργων τέχνης. Αργότερα όμως ο Goupil άρχισε να αγοράζει αυθεντικά έργα με σκοπό την απόκτηση των δικαιωμάτων αναπαραγωγής, να εκδίδει κάθε είδους σμίκρυνση και αντίγραφο – από φωτογραφίες σε μέγεθος carte-de-visite μέχρι και αγαλματίδια μορφών που πρωταγωνιστούσαν σε δημοφιλείς πίνακες – και τελικά να μεταπουλάει το αυθεντικό έργο τέχνης, τις αναπαραγωγές του, καθώς και τα δικαιώματα αναπαραγωγής για διάφορες περαιτέρω εφαρμογές, όπως προβολές μαγικής λυχνίας, ταπισερί κλπ., με σημαντικό κέρδος, το οποίο μοιραζόταν με τους καλλιτέχνες. Οι δύο δραστηριότητες παρέμειναν στενά συνδεδεμένες: οι περισσότεροι από τους πίνακες που εμφανίζονται στο πρώτο βιβλίο της γκαλερί της οδού Chaptal 9 (1846–1861) εμφανίζονται και στον κατάλογο εκδόσεων του οίκου Goupil (Brochart, Delaroche, Alfred de Dreux, Guérard, Holfeld, Karl Muller, Ary Scheffer, Schopin, Horace Vernet, Winterhalpter).

Το Μάιο του 1860, «ούτε καν ένα χρόνο μετά την αποπεράτωση του Hôtel Goupil», η πρώτη έκθεση της καινούριας γκαλερί προσέλκυσε την προσοχή του τύπου: «κατόπιν αιτήματος μεγάλου αριθμού ζωγράφων, που δυστυχώς δεν είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τα τελευταία έργα τους στο κοινό, εφόσον η Exposition des Beaux-Arts [το Σαλόνι] δεν πραγματοποιήθηκε φέτος…ο διαπρεπής εκδότης διοργάνωσε μία έκθεση για φιλότεχνους, εντελώς δωρεάν και με είσοδο μόνο με προσωπική πρόσκληση. Τουλάχιστον εκατό πίνακες εκτέθηκαν, μεταξύ των οποίων και τα τελευταία έργα των Achenbach, Boulanger, Brascassat, Cabanel, Cermak, Comte, Curzon, de Dreux, Dubuffe, Gérôme, Gleyre, Knaus, Muller, Petter Koffen, Ph. Rousseau, Toulmouche, Yvon, Jadin κλπ.» (7) Σε εκτεταμένη κριτική της έκθεσης στην γκαλερί της οδού Chaptal 9, η Gazette des Beaux-Arts την περιέγραψε ως «κομψή, διακοσμημένη και επιπλωμένη με γούστο, όπου οι πίνακες ζωγραφικής εκτίθενται κάτω από ένα πολύ ευνοϊκό φως». Το άρθρο υπογράμμιζε ότι η «γενναιόδωρη φιλοξενία» του οίκου Goupil απευθύνθηκε ιδιαίτερα στους νέους καλλιτέχνες, οι οποίοι και αποκόμισαν το μεγαλύτερο όφελος από αυτήν την αξιέπαινη ιδιωτική πρωτοβουλία. (8) Η έκθεση παρέμεινε ανοιχτή για ένα μήνα. Ιδιοφυΐα στο marketing, ο Goupil εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να διαφημίσει τον καινούριο του εκθεσιακό χώρο, το έργο περίπου πενήντα καλλιτεχνών, καθώς και την άφιξη του καινούριου συνεταίρου του από την Ολλανδία, του Vincent Van Gogh, θείου και νονού του ζωγράφου, ο οποίος επρόκειτο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της επιχείρησης τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια.


Ένα από τα τρία εμπορικά καταστήματα της εταιρείας Goupil & Cie, Place de l’Opéra, Παρίσι (1859–1920),
http://www.culture.gouv.fr/GOUPIL/FILES/GOUPIL_ADOLPHE.html


Galerie de tableaux de la maison Goupil et Compagnie, éditeurs d’estampes, ξυλογραφία A. Jourdain κατόπιν A. Guesdon, δημοσιέυτηκε στη L’Illustration, αρ. 889, 10 Μαρτίου 1860, σελ. 155


Το δέκατο ένατο αιώνα, η οικογένεια Van Gogh κατείχε σημαντική θέση στο εμπόριο έργων τέχνης, που ανθούσε την εποχή εκείνη στη Χάγη. Η γκαλερί του Vincent van Gogh βρισκόταν στον πρώτο όροφο ενός κομψού κτιρίου του δέκατου ένατου αιώνα, στο κοσμικό Plaats. Το 1858, ο «θείος Cent» πούλησε την προσοδοφόρα επιχείρησή του στον Goupil, συνεταιρίσθηκε μαζί του και μετακόμισε στο Παρίσι, δίνοντας νέα ώθηση στο εμπόριο έργων τέχνης, το οποίο εξελίχθηκε σε κύρια δραστηριότητα του οίκου Goupil. (9)  Στις 30 Ιουλίου 1869, ο δεκαεξάχρονος Vincent van Gogh ξεκίνησε τη μαθητεία του στην εταιρεία Goupil & Cie στη Χάγη, το 1873 μεταπήδησε στο παράρτημα του Λονδίνου, και το 1875 στο Παρίσι. Αλλά η αποδοκιμασία του προς την συμβατική τέχνη στην οποία η εταιρεία όφειλε την ευημερία της εξελισσόταν συνεχώς εντονότερη, και το 1876 απολύθηκε. Ο νεότερος αδερφός του Theo ανέλαβε εργασία στο παράρτημα της εταιρείας στις Βρυξέλλες το 1873, μετατέθηκε στο Παρίσι το 1878, και την 1η Ιανουαρίου του 1882 διορίστηκε διευθυντής του καταστήματος της λεωφόρου Montmartre 19, στην καρδιά του εμπορικού κέντρου του Παρισιού. Ο Vincent van Gogh έγραψε στον αδερφό του το Σεπτέμβριο του 1884: «Στις περισσότερες περιπτώσεις, η G. & Co. είναι ουραγός στο θέμα των πρωτοποριακών καλλιτεχνών…Η Goupil & Co. ήταν πάντα κάπως ορθόδοξη…ουδέποτε θα ασχοληθεί με τη δική μου δουλειά.’  (10)

Μέσω του αδερφού του, ο van Gogh απέκτησε ένα μεγάλο αριθμό χαρακτικών και βιβλίων, με τη βοήθεια των οποίων ανέπτυξε τη δεξιοτεχνία του στο σχέδιο, με κυριότερο το Cours de dessin, ένα από τα σημαντικότερα εγχειρίδια κλασικού σχεδίου, το οποίο συντάχτηκε ειδικά για τις τεχνικές σχολές του Παρισιού, από τον Charles Bargue σε συνεργασία με τον Jean-Léon Gérôme, και εκδόθηκε από την Goupil & Cie (1868–1873). Στις επιστολές του προς τον αδερφό του, ο van Gogh επανειλημμένως σημείωνε πόσο υποχρεωμένος αισθανόταν προς τον πρώην διευθυντή του στη Χάγη, Herman Gijsbert Tersteeg, ο οποίος του είχε δανείσει ένα αντίγραφο του εγχειριδίου το 1880. Το Cours de dessin, το οποίο ο van Gogh αντέγραψε ολόκληρο, αποτελείτο από 197 λιθογραφίες, τυπωμένες σε χωριστές σελίδες, και επεδίωκε να καθοδηγήσει τους μαθητές στο σχέδιο από εκμαγεία, κατόπιν στη μελέτη σχεδίων μεγάλων ζωγράφων, και τελικά στο σχέδιο από μοντέλο. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1880, ο van Gogh σχολίασε: «δουλεύω ακόμα το Cours de Dessin του Bargue και σκοπεύω να το τελειώσω πριν από οτιδήποτε άλλο, γιατί η άσκηση αυτή έχει σαν αποτέλεσμα να αυξάνονται καθημερινά η δύναμη και η ευκαμψία τόσο του χεριού μου όσο και του μυαλού μου.» Στις 2 Απριλίου 1881, παρακάλεσε κα πάλι τον αδερφό του για βοήθεια στη μελέτη της ανατομίας και προοπτικής, προτείνοντας του να απευθυνθεί στους Bargue και Viollet-le-Duc, «τις καλύτερες πηγές πληροφορίας».

Η ποικιλία μέσων αναπαραγωγής, σχημάτων και μεγεθών αντιγράφων έργων τέχνης του οίκου Goupil άλλαξε την εμπειρία της θέασης της τέχνης. Οι αναπαραγωγές αυτές επηρέασαν επίσης καίρια το εσωτερικό του αστικού σπιτιού του δέκατου ένατου αιώνα. Το εσωτερικό των γκαλερί Goupil στο Λονδίνο και τη Χάγη ήταν διαμορφωμένο σαν εσωτερικό πολυτελούς κατοικίας, επιπλωμένο με βαριά κομμάτια, ώστε να ταυτίζεται μαζί του η εύρωστη μεσαία τάξη. Η εταιρεία διαφήμιζε τα προϊόντα της σε ένα διεθνές κοινό, δημιουργώντας και ικανοποιώντας συγχρόνως μια νέα αγορά, και προάγοντας ένα είδος οικείας τέχνης για το σαλόνι του σπιτιού, παιδευτική αλλά και διακοσμητική. Το παράρτημα του Goupil στη Νέα Υόρκη προωθούσε το «goût des Beaux-Arts» στις ΗΠΑ, μέσω εκθέσεων και ακόμα εντονότερα μέσω εκδόσεων και πωλήσεων εκτυπώσεων έργων της επίσημης γαλλικής τέχνης. (11) Το 1850, ο οίκος Goupil κέρδισε την απρόσμενη υποστήριξη του Andrew Jackson Downing, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονα τοπίου, συγγραφέα, αρχισυντάκτη του περιοδικού Journal of Rural Art and Rural Taste και απόστολου του καλού γούστου, ο οποίος έγραψε στο ιδιαίτερα δημοφιλές βιβλίο του The Architecture of Country Houses:

Μόνο λίγοι κάτοικοι εξοχικών σπιτιών (cottages) έχουν την οικονομική δυνατότητα να προσφέρουν στον εαυτό τους την αισθητική απόλαυση των πινάκων ζωγραφικής. Αλλά είναι πολλοί εκείνοι που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν χαρακτικά και εκμαγεία, προκειμένου να διακοσμήσουν τουλάχιστον ένα από τα δωμάτια του σπιτιού τους. Τίποτα δεν μπορεί να προσδώσει εντονότερο χαρακτήρα εκλεπτιισμού σ’ ένα εξοχικό σπίτι από μερικές καλής ποιότητας εκτυπώσεις ή χαρακτικά κρεμασμένα στους τοίχους του καθιστικού. Να αποφεύγετε κακόγουστες, έγχρωμες και φανταχτερές εκτυπώσεις και να προτιμάτε χαρακτικά και λιθογραφίες διάσημων πινάκων διακεκριμένων καλλιτεχνών του παρελθόντος και συγχρόνων. Τα πρώτα προσφέρουν ευχαρίστηση που διαρκεί μόνο μια μέρα, ενώ τα δεύτερα εμπνέουν για πάντα το θαυμασμό μας. Οι κύριοι Goupel [sic], Vibert & Co., Broadway, Νέα Υόρκη, διαθέτουν τη μεγαλύτερη συλλογή από ωραιότατες γκραβούρες τέτοιου είδους. (12)

 
Η γκαλερί του Maison Goupil στη Χάγη, φωτογραφία, δημοσιεύτηκε στο sorrel.humboldt.edu/~rwj1/van/007.html

Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, οι εμπορικές δραστηριότητες του οίκου Goupil τους έφεραν στο κέντρο μιας νέας δημόσιας συζήτησης σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ τέχνης και κοινωνίας. Η εταιρεία Goupil & Cie δέχθηκε τον έπαινο των συγχρόνων της για τη διάδοση της τέχνης στο πλατύ κοινό, μέσω της βιομηχανοποίησής της, αλλά συγχρόνως κατηγορήθηκε για την εμπορευματοποίηση και εκλαΐκευση της τέχνης. Μετά την Exposition universelle του 1867 και πάλι το 1878, ο Émile Zola επέπληξε τον οίκο Goupil για την προώθηση παραγωγής πινάκων με μοναδικό προορισμό τα «αστικά σαλόνια». (13) Υποστήριξε ότι η πολιτική τους ενθάρρυνε μία μετατόπιση εστίασης από τη ζωγραφική στο θεματικό της περιεχόμενο, με σκοπό την παραγωγή «χαριτωμένων και αξιοπρεπών» πινάκων παντός περιεχομένου – από πατριωτικό ως και ακόλαστο – ικανών να ικανοποιήσουν όλα τα γούστα: «Προφανώς ο κ. Gérôme δουλεύει για τον οίκο Goupil· ζωγραφίζει τους πίνακές του με σκοπό να αναπαραχθούν δια της φωτογραφίας και της χαρακτικής, και να πουληθούν σε χιλιάδες αντίτυπα…Δεν υπάρχει επαρχιακό σαλόνι χωρίς μια γκραβούρα της Duel au sortir d’un bal masqué [του Gérôme] ή του Louis XIV et Molière· στα δωμάτια των αγοριών βρίσκουμε [La danse de l’]Almée και τη Phryné devant un tribunal, risqué θέματα, επιτρεπτά ανάμεσα σε άντρες. Για τους σοβαρότερους υπάρχουν Les Gladiateurs ή La Mort de César.» (14)

Η κερδοφόρα συνεργασία ανάμεσα στο δαιμόνιο επιχειρηματία Goupil και τον ταλαντούχο Jean-Léon Gérôme, έναν από τους επιφανέστερους ζωγράφους της εταιρείας, ήταν χαρακτηριστική της εποχής κατά την οποία η εκδοτική βιομηχανία βοήθησε να αυξηθεί δραματικά η παγκόσμια ζήτηση της τέχνης του παρισινού Σαλονιού και οι περιουσίες των ευνοούμενών του. Έργα τέχνης παράγονταν μαζικά, διαφημίζονταν και διαθέτονταν ευρέως, καθώς η μεσαία τάξη γινόταν ολοένα μεγαλύτερη και πλουσιότερη. Αυτή η εκρηκτική αύξηση των μέσων μαζικής παραγωγής και διάθεσης έργων τέχνης συνέβαλε στη δημιουργία της παγκόσμιας κερδοσκοπικής αγοράς έργων τέχνης, όπως την ξέρουμε σήμερα. Από τους 337 πίνακες του Gérôme που πουλήθηκαν, οι 122 αποτέλεσαν υλικό για 370 εκδόσεις, με αποτέλεσμα να καταστεί ο γάλλος ακαδημαϊκός διεθνής διασημότητα. Η ταινία Gladiator του Ridley Scott, βασισμένη στο στομφώδη πίνακα του Gérôme Pollice Verso, του 1872, επέκτεινε τη δημοτικότητά του στον εικοστό πρώτο αιώνα. Όσο για τη διαρκή μαζική λαϊκή απήχηση της μόδας που λάνσαραν οι πρωτοστάτες της βιομηχανίας της εικόνας σε συνεργασία με τους καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες του δέκατου ένατου αιώνα, για τη διακόσμηση του εσωτερικού της κατοικίας (και όχι μόνο) με αντίγραφα έργων τέχνης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή ενισχύθηκε και ενισχύεται ακόμα, με την αέναη ανάπτυξη ολοένα και πιο εξελιγμένων τεχνολογιών εκτύπωσης, και τη συνεχή μείωση των τιμών των προϊόντων τους. Πρόθυμος να ικανοποιήσει τα γούστα των πελατών του, ο Gérôme έφτασε να προτείνει την αναπαραγωγή των δημοφιλέστερων πινάκων του, όπως της Duel au sortir d’un bal masqué (1857, Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη), σε πολλαπλές εκδόσεις, έτσι ώστε να ταιριάζει με τα χρώματα του διαμερίσματος του κάθε αγοραστή. Πολύ πριν τον Andy Warhol, η ευρεία διάδοση των εκτυπώσεων του οίκου Goupil άρχισε να θολώνει τα όρια ανάμεσα στην υψηλή και τη δημώδη τέχνη.

Πολλοί από τους πελάτες του Goupil και του Gérôme ήταν αμερικάνοι. Παρά την αποδοκιμασία των κριτικών της υψηλής διανόησης και στις δυο μεριές του Ατλαντικού, η τεχνική αρτιότητα του Gérôme, η αρχαιολογική ακρίβεια των επικών του επικλήσεων της κλασσικής αρχαιότητας, και ο μεγαλόστομος εξωτισμός των ανατολιστικών πινάκων του δεν άργησαν να γοητεύσουν τους αμερικανούς συλλέκτες, ως επί το πλείστον πλούσιους επιχειρηματίες και τραπεζίτες, οι οποίοι επένδυαν όλο και μεγαλύτερα ποσά στα έργα του. Οι πλουσιότερες οικογένειες, οι Astor και οι Vanderbilt, αγόραζαν αυθεντικούς πίνακες, ενώ η μεσαία τάξη αγόραζε χαρακτικά και φωτογραφικά αντίγραφα. Οι έμποροι τέχνης των ΗΠΑ συνήθιζαν να αναφέρονται στους ρομαντικούς καλλιτέχνες που ευνοούσε η γαλλική εταιρεία ως «σχολή του Goupil». (15) Πάνω από δύο χιλιάδες ζωγράφοι, ανάμεσά τους πολλοί αμερικάνοι, μαθήτευσαν στο εργαστήριο του Gérôme, καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών για σχεδόν σαράντα χρόνια, από το 1864 έως το 1902. Ένας από τους τελευταίους μαθητές του ήταν ο Fernand Léger. Ο Gérôme ασκούσε επίσης καθοριστική επιρροή στις επιλογές καλλιτεχνών του οίκου Goupil. Όλες οι διασημότητες της γαλλικής art moderne του δέκατου ένατου αιώνα, οι καθαγιασμένοι καλλιτέχνες του Σαλονιού, είδαν τα έργα τους να αναπαράγονται στα εργαστήρια του οίκου Goupil, ο οποίος έλαβε σειρά διακρίσεων και σημαντική υποστήριξη από τη γαλλική κυβέρνηση, για την επικουρία και διεθνή διάδοση της γαλλικής τέχνης.

Ο Vincent van Gogh δεν παράλειψε να σχολιάσει τις προσπάθειες του Goupil να ικανοποιήσει τα γούστα της αστικής τάξης: «Ευτυχώς είναι πολύ εύκολο να πουλήσει κανείς όμορφους και καθώς πρέπει πίνακες, σε ένα καθώς πρέπει περιβάλλον, σε έναν καθώς πρέπει κύριο. Τώρα που ο μεγάλος Albert [Goupil] μας έμαθε τη συνταγή, κάθε δυσκολία έχει εξαφανιστεί δια μαγείας,» έγραψε από την Arles στις 5 Ιουνίου 1888. «Τίποτα δεν θα μπορούσε να μας βοηθήσει περισσότερο να πουλήσουμε τους πίνακές μας», συμπλήρωσε τον επόμενο μήνα (19 Ιουλίου 1888), «από το να γίνουμε αποδεκτοί ως διακόσμηση για μεσοαστικά σπίτια. Όπως ήταν παλιά στην Ολλανδία». Παρόλα αυτά, από την άφιξη του Theo van Gogh στο Παρίσι, η λίστα των καλλιτεχνών στα βιβλία του Goupil είχε αλλάξει ριζικά και ραγδαία: Eugène Boudin, Paul Cézanne, Edgar Degas, Édouard Manet, Claude Monet, Paul Gaugin, Camille Pissarro, Alfred Sisley, Henri de Toulouse-Lautrec. Σ’ αυτά τα χρόνια υπηρεσίας του στον οίκο Goupil στο Παρίσι οφείλει ο Theo van Gogh τη φήμη του ως υποστηρικτή των ιμπρεσιονιστών. Μετά την αποχώρησή του όμως, το 1890, ο διευθυντής της εταιρείας, Léon Boussod, παρότρυνε το Maurice Joyant ν’ αλλάξει πολιτική: «ο διευθυντής μας, ένας τρελός σαν τον αδερφό του, μπήκε σε ίδρυμα. Πήγαινε να τον αντικαταστήσεις και κάνε ό,τι νομίζεις. Έχει μαζέψει μερικούς φρικαλέους μοντέρνους ζωγράφους, που ντροπιάζουν την εταιρεία.» (16)

Ο οίκος Goupil έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκρηκτική ανάπτυξη των μέσων μαζικής παραγωγής και διάδοσης της τέχνης, και στη βιομηχανοποίηση και εμπορευματοποίηση της εικόνας. Αλλά ο τελευταίος τους διάδοχος, Manzi, Joyant & Cie, δεν επέζησε του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και δεν κατόρθωσε να ακολουθήσει τον παλμό των αλλαγών της μόδας. Αποσύρθηκαν από την ενεργό δραστηριότητα το 1917. Το 1921, ο Vincent Imberti, έμπορος εκτυπώσεων στο Bordeaux, αγόρασε το απόθεμα της εταιρείας και το αρχείο της, και το 1987 και 1990 οι Guy και Gabrielle Imberti παραχώρησαν το απομένουν υλικό στην πόλη του Bordeaux, η οποία ίδρυσε το Μουσείο Goupil.


Σημειώσεις

1.Lafont-Couturier, Hélène, 2000, ‘M. Gérôme travaille pour la maison Goupil’. Gérôme & Goupil : Art et Entreprise (Παρίσι: Éditions des musées nationaux, Bordeaux: Musée Goupil, Pittsburgh: Frick Art και Historical Centre, και Νέα Υόρκη: Dalesh Museum of Art, κατάλογος έκθεσης), σελ. 28.

2.Émile Molinier, 1884, παρατίθεται στο Lafont-Couturier, 2000, σελ. 17.

3.Lafont-Couturier, 2000, σελ. 17.

4.Boyer, Laure, 2002, ‘Robert J. Bingham, photographe du monde de l’art sous le Second Empire’, Études photographiques, αρ. 12, Νοέμβριος, http://etudesphotographiques.revues.org/index320.html#text.

5.Renié, Pierre-Lin, 2005, ‘Goupil & Cie’. John Hannavy (επ.), Encyclopedia of Nineteenth-Century Photography (Λονδίνο: Routledge), 2 τομ., τ. 1, σελ. 603.

6.The New York Times, 1906, 24 Φεβρουαρίου.

7.Vaurert, Maxime, 1860, ‘Salons d’exposition de tableaux de MM. Goupil’, Le Monde Illustré, αρ. 161, 12 Μαΐου, σελ. 320. Από το 1855 ως το 1863, το Σαλόνι του Παρισιού διοργανώθηκε κάθε δύο χρόνια.

8.Saglio, E., 1860, ‘Exposition de tableaux modernes dans la galerie Goupil’, Gazette des Beaux-Arts, τ. 7, 1 Ιουλίου, σελ. 46–47.

9.Lafont-Couturier, Hélène, 1996, ‘La maison Goupil ou la notion d’œuvre originale remise en question’, Revue de l’Art, τ. 112, αρ. 1, σελ. 68.

10.Όλες οι παραθέσεις από την επιστολογραφία του Vincent van Gogh είναι από το http://www.webexhibits.org/vangogh/

11.Από τον κατάλογο του 1848 της Goupil, Vibert & Co της Νέας Υόρκης. Παράθεση στο McIntosh, DeCourcy E., 2000, ‘Goupil et le triomphe américain de Jean-Léon Gérôme’. Gérôme & Goupil : Art et Entreprise, σελ. 33.

12.Downing, A. J., 1969, The Architecture of Country Houses (Νέα Υόρκη: Dover [1850]), σελ. 372 (η τελευταία πρόταση σε υποσημείωση).

13.Lafont-Couturier, 2000, σελ. 29.

14.Παρατίθεται στο McIntosh, σελ. 41.

15.Samuel P. Avery, παρατίθεται στο House, John, 1998, ‘Authority Versus Independence: The Position of French Landscape in the 1870s’. Thomson, Richard (επ.), 1998, Framing France: Essays on the Representation of Landscape in France, 1870–1914 (Manchester: Manchester University Press), σελ. 21.

16.Maurice Joyant, παρατίθεται στο Lafont-Couturier, 1996, σελ. 68–69.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital