ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Το νέο μουσείο της Ακρόπολης: Μια αταίριαστη σχέση

23 Αύγουστος, 2009

Το νέο μουσείο της Ακρόπολης: Μια αταίριαστη σχέση

Ας πάρουμε, λοιπόν, ένα καλό μάθημα από αυτή τη χαμένη ευκαιρία. (& Απάντηση του Bernard Tschumi στον συγραφέα του άρθρου Jan Lepicovsky)

English version

Τον περασμένο Ιούνιο, έπειτα από τρεις δεκαετίες διαγωνισμών και διαμαχών  το νέο μουσείο της Ακρόπολης άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό. Σχεδιασμένο από τον διεθνώς διακεκριμένο αρχιτέκτονα Bernard Tschumi, φιλοξενεί περίπου 4000 αρχαιότητες συμπεριλαμβανομένων των σπουδαίων μαρμάρων της ζωφόρου του Παρθενώνα. Πρωτοεπισκέφθηκα την Ακρόπολη πριν 15 χρόνια, σαν φοιτητής αρχιτεκτονικής.  Τον περασμένο μήνα είχα την ευκαιρία να ξαναδώ από κοντά την περιοχή με τη ματιά, πλέον, ενός έμπειρου αρχιτέκτονα. Έχοντας ακούσει την πολεμική γύρω απ’το σχεδιασμό του νέου μουσείου, ανυπομονούσα να δω πως ένας από τους μεγάλους θεωρητικούς και ίνδαλμά μου από τα φοιτητικά χρόνια είχε ανταποκριθεί σε μια τέτοια, υψηλού κύρους  ανάθεση.
 

 
Η πρώτη ματιά στο κτίριο μου δημιούργησε τό ιδιο αίσθημα ανυπομονησίας και ενθουσιασμού, που νιώθεις σε μια συναυλία λίγο πριν ο καλλιτέχνης ανεβεί στη σκηνή. Οι απλοί γεωμετρικοί όγκοι, περιστρεφόμενοι ο ένας πάνω απο τον άλλο, μου ήταν ήδη γνωστοί από φωτογραφίες και, καθώς έβλεπα το κτίριο απο κοντά, μπόρεσα να εκτιμήσω την δυνατή και συνάμα συγκρατημένη παρουσία του. Γύρισα πίσω  απ’το μακρινό δρομο για να  αφομοιώσω ολόκληρο τον εξωτερικό χώρο. Τη στιγμή που είχα διανύσει το τετράγωνο προς την είσοδο, ο αρχικός ενθουσιασμός εξανεμίστηκε και άρχισα να δημιουργώ μια διαφορετική εικονα.

Αυτό που ανακάλυψα ήταν ένα κτίριο που ελάχιστο σεβασμό δείχνει στον παρακείμενο περιβάλλοντα χώρο της Πλάκας, η οποία αποτελεί την μοναδική διασωθείσα περιοχή του 19ου αιώνα στην Αθήνα. Το κτίριο  και η τοποθέτησή του στο οικόπεδό του (site Planning) θυμίζουν περισσότερο μια ξένη πρεσβεία και λιγότερο ένα σύγχρονο μουσείο· με άλλα λόγια είναι ενα συγκρότημα σχεδιασμένο με σκοπό την ασφάλεια και οχι την ελευθερία. Καταλαμβάνοντας τα τρία τέταρτα ενός μεγάλου αστικού τετραγώνου,  το κτίριο έχει μόνο μια είσοδο, όπου για να φτάσει κανείς χρειάζεται να κατεβεί μια σκάλα περνώντας από ένα φυλασσόμενο σημείο ελέγχου. Αντικρίζοντάς το συγκρότημα από την Ακρόπολη γίνεται ξεκάθαρη αυτή η αλλόκοτη σχέση: ένας ανυψωμένος ογκόλιθος, εντελώς αποκομμένος από τον τριγύρω αστικό χώρο του 19ου αιώνα. Δεδομένης της πολύτιμης φύσης των αρχαιολογικών εκθεμάτων, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ανάγκη για ασφάλεια είναι ζωτικής σημασίας. Παρ’όλa αυτά, αυτή η ανάγκη πρέπει να εναρμονίζεται με την ανάγκη για ένα προσβάσιμο αστικό χώρο φιλικό στους πεζούς. Σε διαφορετική περίπτωση, το μουσείο θα μπορούσε να είχε αναγερθεί σε έναν πιο κατάλληλο χώρο, όπως για παράδειγμα το ανακαινισμένο, πρώην ζυθοποιείο στην οδό Συγγρού που έχει μετατραπεί σε μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.  Είναι θεμελιώδες το ζήτημα της συμβατότητας του χώρου με το πρόγραμμα.
 

 
Μετά την κάθοδο της σκάλας και στην πορεία προς το εισόγειο,  ο επισκέπτης καλωσορίζεται απο μιά γυαλισμένη πέτρινη ταράτσα και ενα σιδερένιο στέγαστρο απο πάνω της, που γνέφει σαν  ξεναγός προς την Ακρόπολη.   Το πρόβλημα με  αυτό το   «νεύμα» είναι πως ο ορατός άξονας παρενοχλείται από τη θέα της πίσω πλευράς δύο ιστορικών κτιρίων, σπανίων κοσμημάτων της πόλης.   Φαίνεται ότι το μουσείο ασυγκίνητα σχεδιάστηκε με την προσδοκία πως και τα δύο αυτά κτίρια θα κατεδαφίζονταν, με σκοπό όχι μόνον ο Παρθενώνας, αλλά ολόκληρη η Ακρόπολη να είναι απόλυτα εμφανής από την μπροστινή είσοδο του μουσείου. Τη στιγμή που γράφεται το παρόν κείμενο, η κατεδάφιση των προαναφερόμενων κτισμάτων είναι στο πρόγραμμα, παρά τη γενική κατακραυγή. O Παρθενώνας είναι ήδη ορατός από αυτό το σημείο, άρα το μόνο κέρδος κατεδαφίζοντας τα δύο κτίρια θα είναι η ανενόχλητη θέα των τειχών της Ακρόπολης, προς τέρψη των επίδοξων φωτογράφων/τουριστών. Μία καλύτερη και πιο οικολογική λύση, όπως έχει προταθεί από μια ομάδα τοπικών αρχιτεκτόνων και αρχιτεκτόνων τοπίου, θα ήταν η τοποθέτηση δέντρων έτσι ώστε να καλυφτουν τα κτίρια. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει απάντηση από το Υπουργείου Πολιτισμού. Θα ήταν ενα τεράστιο λάθος να στερήσουν στους κατοίκους της πόλης αυτά τα δύο ιστορικά κτήρια.

O σχεδιασμός του υπαίθριου χώρου του οικοπέδου δεν ενθαρρύνει την εξερεύνηση πέρα απο τις προσεχτικα σχεδιασμένες πασαρέλες, απ’οπου οι επισκέπτες μπορούν να δουν τα απομεινάρια των θεμελίων της παλιάς πόλης. Αντί να είναι σχεδιασμένος προς τέρψη των επισκεπτών- ή «αρχιτεκτονική τοπίου» θέλει πράσινο και επιμέλεια- , ειναι μη φιλικός προς τους επισκέπτες, για να μη πουμε «αντι-οικολογικός». 

Μπαίνοντας στο κτίριο, κάποιος έχει πάλι την εντύπωση ότι επισκέπτεται πρεσβεία. Το σκυρόδετο, απρόσβλητο εξωτερικό καταλήγει σε μια, κάτω των προσδοκιών, ψυχρή, σχεδόν αγέλαστη αίθουσα υποδοχής. Το μαύρο, πέτρινο δάπεδο, το χαμηλό σοβατισμένο ταβάνι, και οι ουρές στον έλεγχο ασφαλείας και εισιτηρίων φέρνουν στο νου ένα σταθμό λεωφορείων. Έχοντας αγοράσει το εισιτήριο και μπει στον χώρο του μουσείου, ο πρώτος μεγάλος προθάλαμος επιφυλάσσει κάτι ευχάριστο – μια πολυώροφη γκαλερί με όμορφα γλυπτά που καταλήγει σε μια μεγαλοπρεπή  σκάλα.   Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια προς τον πρώτο όροφο, κάποιος βρίσκει έναν ευρύχωρο θάλαμο που φωτίζεται από φεγγίτες και διάχυτο γυαλί το οποίο ξεκινά από το πάτωμα καταλήγοντας στο ταβάνι. Η θετική ομως αυτή εντύπωση καταστρέφεται απο τις ογκώδεις και επαναλαμβανόμενες κολώνες που παρεμποδίζουν τον επισκέπτη να απολαύσει τα γλυπτά. Ο εσωτερικός σχεδιασμός δεν ξεφεύγει από τα στάνταρ των μουσείων,χωρίς να έχει καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια να δημιουργηθεί μια ποικιλία χώρων και «εμπειριών» για τον επισκέπτη.
 

 
Για να φτάσει κανείς στην κορυφαία στιγμή του μουσείου, στον τρίτο όροφο με τη ζωφόρο του Παρθενώνα, πρέπει να περάσει από τον δεύτερο όροφο όπου βρίσκονται η καφετέρια και το βιβλιοπωλείο. Δεν υπάρχει καμιά «αρχιτεκτονική τελετουργία» στην παραπάνω κίνηση: δύο ανελκυστήρες βρίσκονται εκατέρωθεν μιας αχρησιμοποίητης σκάλας. Σα να πηγαίνουμε απο τις αφίξεις στο χώρο των αποσκευών. Ευτυχώς, η επίσκεψη άξιζε τον κόπο, καθώς η γκαλερί στην κορυφή είναι αρκετά απολαυστική. Εδώ μπορείς να δεις τη υπέροχη ζωφόρο συγκεντρωμένη και μερικώς ανακατασκευασμένη στην πραγματική της κλίμακα , ενώ συγχρόνως μπορείς να δεις τον ιδιο τον Παρθενώνα, απ’οπου η ζωφόρος αυτή προήλθε. Αυτό είναι το μονο κομμάτι του Μουσείου που εχει πραγματικά νόημα και ειναι επιτυχημένο.  Η καφετέρια στον δεύτερο όροφο είναι λίγο πολύ σαν την αίθουσα υποδοχής – χαμηλοτάβανη και ψυχρή, σχεδόν ανέκφραστη, ενώ ο εξωτερικός χώρος ψήνεται από τον καλοκαιρινό ήλιο.

Παρ’ολα τα κείμενα του για διαδραστικές πόλεις (event cities) και αστικες εμπειρίες, ο Bernard Tschumi εδω μας απεγοήτευσε. Ένα προεξέχον μουσείο έχει υποχρέωση ως προς τους πολίτες, πέρα από τη λειτουργία του σαν χώρος έκθεσης αρχαιοτήτων εχει και αστική ευθύνη. Εδώ γεννήθηκε μιά ευκαιρία να δημιουργηθεί μια ευαίσθητη  αστική επέμβαση στο σημείο που συναντώνται τα δυο κομάτια της πόλης, το σύγχρονο με το ιστορικό  . Η κλίμακα του νέου κτιρίου θα μπορούσε να είχε γίνει ευπρόσδεκτη αν υπήρχε ενας ευαίσθητα διαμορφωμένος υπαίθριος χώρος γύρω-γύρω του, που θα  καλωσόριζε τους επισκέπτες να ζήσουν την αισθητική εμπειρία. Ένα μίνι πάρκο ή ένα εξωτερικό θέατρο θα μπορούσε, επίσης, να συνεισφέρει σε αυτή την αναγκαία «οικειότητα».

Στα φοιτητικά μου χρόνια, επικροτούσαμε τα επιθετικά μοντέρνα κτίρια τα οποία φαινόταν να αεροβατούν στην δική τους διάσταση, σαν το κέντρο Pompidou στο Παρίσι. Αυτό που αντιλαμβάνομαι τώρα ως το κλειδί της επιτυχίας για ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν είναι απλά η «εικονογραφία της μηχανής» (machine iconography)· είναι η γενναιόδωρη δημόσια πλατεία και ο τρόπος με τον οποίο το  κτίριο ανοίγεται προς αυτή, προσφέροντας στην πόλη ένα τεράστιο εξωτερικό σαλόνι. Το μουσείο της Ακρόπολης, από την άλλη πλευρά,  συνεισφέρει πολύ λίγα στον περιβάλλοντα χώρο, αδιαφορώντας για την τριγύρω γειτονιά. Ας πάρουμε, λοιπόν, ένα καλό μάθημα από αυτή τη χαμένη ευκαιρία.


Jan Lepicovsky
Με την ευγενική παραχώρηση του συγγραφέα.

Δείτε την απάντηση του Bernard Tschumi στο άρθρο του Jan Lepicovsky ΕΔΩ.

 

Σχετικά:
Vortexes, puzzles and vertigo - 2008-01-16. Fate had in store for civilization a childish literal interpretation of the Parthenon, by means of a glass box cage on the third floor of a new Museum by the foothills of the Acropolis of Athens.
(by Anthony C. Antoniades,  Architect-Planner, former Professor of Architecture UTA)
 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital