ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Απολογητές της πόλης της οικοδομικής κερδοσκοπίας (2003)

21 Σεπτέμβριος, 2010

Απολογητές της πόλης της οικοδομικής κερδοσκοπίας (2003)

... αντίθετα με ό,τι μπορεί να συμβεί σε ορισμένες μορφές τέχνης, στον σχεδιασμό τής πόλης ένα ουρητήριο δεν θα κατορθώσει ποτέ να μετατραπεί σε κρήνη.

Του Κωνσταντίνου Γ. Πατέστου

Ο όρος "διάσπαρτη πόλη" τα τελευταία χρόνια γνώρισε μια κάποια επιτυχία στη σύγχρονη αρχιτεκτονική συζήτηση, αναμφιβόλως χάρη κυρίως (αν όχι αποκλειστικώς) στη συνθετική αμεσότητα ενός καλού επικοινωνιακού συνθήματος (σλόγκαν), το οποίο προκρίνει μια πολύ της μόδας εικόνα ενός αστικού οργανισμού μεγάλης αστικής πυκνότητας και ομοιόμορφης, γενικώς χαμηλής, αισθητικής -και όχι μόνο- ποιότητας.

Για να το διατυπώσω πιό απλά, πρόκειται για έννοια η οποία επιχειρεί να συμπεριλάβει στο πλαίσιό της πολύ διαφορετικά φαινόμενα, εκκινώντας από την παραδοσιακή, παγιωμένη περιφερειακή ζώνη των μεγαλοπόλεων και φθάνοντας στην αόριστη έννοια του αποκαλούμενου "εξανθρωπισμένου" χώρου. Ανακαλύπτοντας, μάλιστα, στοιχεία αυθόρμητης οικοδομικής δραστηριότητας, τα οποία επαναπροτείνονται ως δήθεν εναλλακτικά τού κακού σχεδιασμού των αρχιτεκτόνων.

Οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκρότηση μιας τέτοιου είδους άναρχης πόλης, όπως αυτή που περιγράφεται με τον εν λόγω όρο, είναι ευρέως γνωστοί (τουλάχιστον για όσους δεν θέλουν να κλείνουν και τα δυό τους μάτια), πρωτίστως η ασυδοσία τής οικοδομικής εκμετάλλευσης και η παντελής απουσία πολιτικού οικονομικού και αστικού σχεδιασμού, και δεν αξίζει να επανερχόμαστε, ασφαλώς όχι με νεόκοπες αοριστολογίες. Αντιθέτως, πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να είμαστε σαφείς, υπενθυμίζοντας ότι η έννοια της διάσπαρτης πόλης (και κυρίως η αναγωγή της σε σχεδιαστική θεωρία και πρακτική) ελάχιστα έως καθόλου αρμόζει στην παράδοση και στην ιστορία τής ευρωπαϊκής αστικής παιδείας, αφού το σχέδιο τού ευρωπαϊκού δομημένου χώρου χαρακτηρίζεται από σαφή σηματοδοτημένη δομή, συγκροτημένη κυρίως από σημεία -πόλεις, κωμοπόλεις, αγροτικοί οικισμοί- εφοδιασμένα με μοναδική ταυτότητα που, ως εκ τούτου, πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να εξομοιωθούν και να ενταχθούν σε ένα ομοιογενές και διάσπαρτο ή, ακόμη χειρότερα, α-διάφορο, ισοπεδωτικό σύστημα.

Ο δομημένος χώρος, συγκροτημένος από πόλεις που μορφώθηκαν αργά κατά τη διάρκεια μακρών ή μακροτάτων χρόνων, έχει παγιωθεί μέσω επίπονων διαδικασιών μακράς διαρκείας (καθώς θα έλεγε ο Φερνάν Μπροντέλ), επιδεχόμενος παντός είδους τροποποιήσεις δίχως να αλλοιώνει την ουσία και την ιδιαίτερη υπόσταση των πόλεων, χάρη στη διαρκή παραμονή και τη συνεχή δημιουργία σημαντικών αρχιτεκτονικών ιχνών (αστικές εξάρσεις), οι οποίες τις χαρακτηρίζουν και τις διαφοροποιούν. Κατά συνέπεια, δεν είναι σήμερα θεμιτό να εξομοιώνονται όλα αυτά στο πλαίσιο ενός ιδεολογήματος, όπως αναμφιβόλως είναι εκείνο της "διάσπαρτης πόλης".

Η σύγχρονη επέκταση των πόλεων, αυτή δηλαδή που εκκινά από το τέλος τού Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και φθάνει μέχρι σήμερα, εξωθημένη, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, από την επείγουσα και έκτακτη ανάγκη τής Ανοικοδόμησης και από την ισχυρή, ιδιαίτερα στην Ελλάδα,  αύξηση του πληθυσμού των αστικών κέντρων, διέφυγε όλο και περισσότερο από τον πειθαρχικό (με την έννοια του επιστημονικού) έλεγχο της Αρχιτεκτονικής, προς όφελος μιας ποσοτικής και λειτουργικίστικης ανάγνωσης του χώρου, που εκφράστηκε "επιτυχώς" στην "πολεοδομία των ράστερ" (αποτέλεσμα του φονξιοναλιστικού ζόνινγκ), αφήνοντας ελεύθερο πεδίον δόξης λαμπρό στη (μικρο)πολιτική των "επαγγελματιών διαχειριστών" και την (ψευδο)κοινωνιολογία των σταθεροτύπων (στάνταρντ).

Σε μια πόλη οικοδομημένη στις ανωτέρω συνθήκες είναι σχεδόν φυσικό να λείπει ο αρχιτεκτονικός (άρα ποιοτικός και συλλογικός) έλεγχος, ιδιαιτέρως στον σχεδιασμό των διαφορετικών από τους οικοδομημένους όγκους χώρων, οι οποίοι συγκροτούν τον λεγόμενο αστικό συνδετικό ιστό, την ίδια τη δομή τής αστικής εικόνας ή, καλύτερα, μορφής που, παρ'όλα αυτά, παραμένει συχνά και επί μακρόν αποκλεισμένος από την ίδια την έννοια τού αρχιτεκτονημένου χώρου.

Αυτή η κατεξοχήν πολιτική επιλογή ("τον ξέρουμε τον ένοχο κι είναι βαθειά η αιτία") είχε ως αποτέλεσμα η θεμέλια ανάγκη για χώρους φορτισμένους με κοινωνική σημασία και υψηλή σχεδιαστική ποιότητα να οδηγήσει, να εξωθήσει στον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό υποκατάστατών τους, που αναλαμβάνουν εκ των πραγμάτων την εκπροσώπευση τρόπον τινά του αστικού τμήματος στο οποίο ανήκουν και όπου, παραδόξως, αναπαράγεται in vitro, σε ένα "εσωτερικό", ό,τι ο εξωτερικός χώρος τής υπαρκτής πόλης δεν είναι πλέον ικανός να προσφέρει.

Το εμπορικό κέντρο, επί παραδείγματι, κατεξοχήν σύγχρονος αστικός χώρος συλλογικών δραστηριοτήτων, επικυρώνεται ως καρικατούρα μιας σημαντικής κοινοτικής ιδέας (αγορά), επίπλαστη αόριστη ανάμνηση του συλλογικού χώρου τής πόλης, στην οποία η αντιφατικότητα και η πολυπλοκότητα του πραγματικού έχει ανασυνταχθεί κατά τρόπον αφαιρετικό και τεχνητό, εξαγνισμένη βεβαίως από κλιματικά, οικονομικά και κοινωνικά "μειονεκτήματα".

Η ποιότητα, λοιπόν, του δομημένου χώρου δεν μπορεί να νοείται αποκλειστικώς εκείνη της κατοικίας φερ'ειπείν ή των κτιρίων γενικώς αλλά, αντιθέτως, πρέπει να αναφέρεται και στους υπαίθριους χώρους τής πόλης, στον προαναφερθέντα συνδετικό ιστό, για τον οποίο έλειψαν τόσο το σχεδιαστικό και πολιτικό όσο και το οικονομικό και πολιτιστικό ενδιαφέρον. Η ποιότητα του δομημένου χώρου, λοιπόν, είναι η ποιότητα του αστικού χώρου εν γένει. Αποτελεί, συνεπώς, προτεραιότητα του σύγχρονου σχεδιασμού η ανάκτηση σεσημασμένων αξιών, που ενώ θεωρούνται δεδομένες ουσιαστικώς αποδεικνύονται πολύ λίγο ή καθόλου κεκτημένες. Και οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, αμφισβητούνται ποικιλοτρόπως. Αξίες που είναι συστατικά χαρακτηριστικά μιας πολιτικής αρχιτεκτονικής, μιας αρχιτεκτονικής ικανής να οικοδομεί τόπους με έντονο συμβολικό χαρακτήρα, όπου το κοινωνικό σύνολο, η κοινότητα, θα μπορεί να συνευρίσκεται και κυρίως να αναγνωρίζει τον εαυτό της.

Μια κοινωνία εξ άλλου την οποία χαρακτηρίζει όλο και περισσότερο έντονη κινητικότητα και εναλλαγή, κοινωνία πληθυντική και πολυφυλετική, πολυπολιτισμική, που για τον λόγο αυτό απαιτεί από την πόλη πολυδιαρθρωμένες και πλουσιότερες πειστικές απαντήσεις, ικανές να ανταποκρίνονται στη διαρκή αλλαγή των κοινωνικών και πολιτιστικών συνθηκών, δίχως για τούτο να εξαρτώνται από εφήμερες επιφανειακές και "πιασάρικες" καινοφανείς πολιτιστικές τάσεις και "κοσμοθεωρίες".

Χρειάζονται εκ μέρους τής αρχιτεκτονικής απαντήσεις μακράς διαρκείας, με την έννοια ότι θα δημιουργούν χώρους ευέλικτους αλλά συνάμα και αποσαφηνισμένους σχεδιαστικά, των οποίων το νόημα και η ποιότητα θα είναι για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρόνο σε θέση να επαναπροτείνονται, ακολουθώντας με κριτικό πάντοτε τρόπο τις ίδιες τις αλλαγές τής ζωής.

Ενα ορθό, καλοσχεδιασμένο αρχιτεκτονικό έργο, η ίδια η Αρχιτεκτονική (με άλφα κεφαλαίο, αφού ορισμένοι επιμένουν να θεωρούν, στο πλαίσιο τής μεταμοντέρνας αποδομητικής ισοπέδωσης, αρχιτεκτονική ό,τι κτίζεται, ταυτίζοντας ή τοποθετώντας στο αυτό επίπεδο τον Παρθενώνα και την καλύβα τού Καραγκιόζη) έχει μακρά διάρκεια γιατί είναι σε θέση να προσφέρει ανανεώσιμες στο πέρασμα του χρόνου χωροδομικές απαντήσεις, αποδεχόμενη ακόμη και μεταβολές και νέες επεμβάσεις. Πράγμα εντελώς διαφορετικό από το να χρησιμοποιείται η παιδεία τής πολυπλοκότητας, που όντως χαρακτηρίζει την εποχή μας, ως άλλοθι για την πρόταση ταχυτάτως αναλώσιμων "νέων ιδεών", εν τέλει για να αποσιωπηθεί ή/και να καλυφθεί η ανικανότητα ορισμένων να επεξεργαστούν και να προσφέρουν πειστικές ανθεκτικές απαντήσεις διαρκείας.

Εξ άλλου, είναι γνωστό αλλά θα ήθελα να το υπενθυμίσω, ένα θεμέλιο χαρακτηριστικό τής αρχιτεκτονικής είναι η βραδύτητα, που οφείλεται στους μακρούς αργόσυρτους ρυθμούς τής φυσικής μεταβολής τής πόλης. Ο όρος βραδύτητα δεν πρέπει ασφαλώς να προκαλεί σύγχυση και να ταυτίζετα με την αργοπορία ή, ακόμη χειρότερα, με την οπισθοδρόμηση, αλλά πρέπει να νοείται ως δομική κλίση αντίστασης στη συμφορητική ταχύτητα της κοινωνίας τού θεάματος, που επιχειρεί να εθίσει στην παθητική απόλαυση εικόνων σε ταχύτατη εναλλαγή.

Βραδύτητα ως αντίδοτο στην "παιδεία" τής (διαρκούς) καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης που γεννά τα μικρά και μεγάλα πολεοδομικά σκάνδαλα, όπως, μεταξύ άλλων, η σχεδόν προγραμματική νομιμοποίηση των αυθαιρέτων σε τακτά χρονικά διαστήματα, η αμφιλεγόμενη μεταφορά συντελεστή, η οικοπεδοποίηση των δασικών εκτάσεων, γενικώς η ληστρική εκμετάλλευση της γης.

Βραδύτητα ως αντίσταση στην ταχύτητα με την οποία τα τελευταία χρόνια καλούμαστε από κάποιους "πεφωτισμένους" και πολιτικά ever green να διορθώσουμε την αντίληψη με την οποία αντιμετωπίζουμε μέχρι σήμερα εκείνες τις ελλείψεις (αρχιτεκτονικής, υποδομών) που χαρακτηρίζουν τις μητροπολιτικές περιφέρειες, αλλά και κάποια κεντρικά τμήματα του ιστορικού κέντρου σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών πόλεων, που για διάφορους λόγους παραμένουν μορφολογικώς ανολοκλήρωτα και να συναινέσουμε στην εκ του πονηρού απόπειρά τους να μετατρέψουν, ως δια μαγείας, τις γνωστές αθλιότητες σε εικονικές εκφράσεις μιας δήθεν "ανανεωτικής" αφυπνιστικής αισθητικής, όπου το υπαρκτό, απλώς και μόνον επειδή υφίσταται και είναι συχνά αποτέλεσμα της ανώνυμης αυθόρμητης δραστηριότητας, αποτελεί εν πάση περιπτώσει φορέα "εναλλακτικού κάλλους" και (άκουσον, άκουσον) υπέρβαση της μεγαλοαστικής αισθητικής!...

Αν αυτή η δήθεν ανατρεπτική στάση δεν είναι, μεταξύ άλλων, απροκάλυπτη κάλυψη των (μεγαλο/μικρο)εργολάβων, άφεση αμαρτιών στη (διακομματική) συντηρητική παράταξη, απολογία τής οικοδομικής κερδοσκοπίας και του πολιτικοοικονομικού νεοφιλελευθερισμού, τότε ποιά είναι;

Είναι ασφαλώς απαραίτητο να εκκινούμε, στη διαδικασία ανάλυσης και σχεδιασμού τής αρχιτεκτονικής και της πόλης, με σαφή τρόπο από τις αντικειμενικές υπαρκτές συνθήκες, αλλά είναι απαράδεκτο να θεωρούμε ικανή απάντηση στο ορθό αίτημα των περιφερειών για αναγνωρίσιμη αρχιτεκτονική και αστική μορφή, για κοινωνική ασφάλεια και συνοχή, μια φθηνή εννοιακή απόπειρα ανατροπής των νοημάτων.

Παρ'όλες τις ανόητες ακροβασίες που στοχεύουν στη θεωρητικοποίηση (και στην ουσιαστικώς παθητική αποδοχή) μιας όντως τραγική κατάστασης, ο γυμνός βασιλιάς τής οικοδομικής κερδοσκοπίας, της πολιτικής αδιαφορίας και της υποβάθμισης είναι μπροστά στα μάτια όλων μας.

Και παρ'όλες τις φιλότιμες, συχνά δε και χρυσοπληρωμένες προσπάθειες ορισμένων υποτιθέμενων θιασωτών τού Μαρσέλ Ντισάν, αντίθετα με ό,τι μπορεί να συμβεί σε ορισμένες μορφές τέχνης, στον σχεδιασμό τής πόλης ένα ουρητήριο δεν θα κατορθώσει ποτέ να μετατραπεί σε κρήνη.

Κωνσταντίνος Γ. Πατέστος               

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital