ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η επικαιρότητα της τυπολογικής προσέγγισης (Μέρος Α΄)

09 Ιανουάριος, 2011

Η επικαιρότητα της τυπολογικής προσέγγισης (Μέρος Α΄)

ή σχεδιάζοντας με την ιστορία.

Του Κωνσταντίνου Γ. Πατέστου


Η αρχιτεκτονική είναι κατ'εξοχήν υλική διεργασία, κατ'εξοχήν κατασκευαστική διαδικασία, με προφανή κοινωνικοπολιτικό ρόλο, συγκροτημένο στο πέρασμα του χρόνου.

Η σύνθεση της αρχιτεκτονικής, ο σχεδιασμός τού αρχιτεκτονικού έργου, όπως και αν τον εννοήσουμε, είναι πρωτίστως νοητικός μηχανισμός που τροφοδοτείται από συγκεκριμένα στοιχεία, το βάρος των οποίων αλλάζει αναφορικά με το ιδιαίτερο καθήκον που καλείται να αντιμετωπίσει η αρχιτεκτονική μελέτη (ή κάθε τμήμα μιας αρχιτεκτονικής μελέτης).

Ωστόσο, ανεξαρτήτως τού ποιό από τα στοιχεία αυτά επικρατεί (αποτελεί, δηλαδή, το θεμέλιο ή κεντρικό σημείο αναφοράς γι'αυτόν το συχνά πολύπλευρο και, κατά συνέπεια, πολυσύνθετο νοητικό μηχανισμό), η αρχιτεκτονική μελέτη, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί σαφή και αναγνώσιμη νοητική επιλογή.

Στη διαδικασία αυτή, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το υποκείμενο αρχιτέκτων (μελετητής), γιατί -είναι προφανές- η ερμηνεία τής σχέσης μεταξύ κειμένου και μορφής (δηλαδή προγράμματος και μορφοποίησής του) αποτελεί -εξ ορισμού, θα λέγαμε- προνόμιο του σχεδιαστή.

Έτσι, το ίδιο πρόγραμμα επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, αλλά και η ίδια η μορφή αλλάζει διαρκώς ταυτότητα, σύμφωνα με κάποιες παραμέτρους, μεταξύ των οποίων ας υπενθυμίσω τρείς: Ιδιαιτερότητα του τόπου, νοούμενου ως συγκερασμού φυσικού και πνευματικού (πολιτισμικού) περιγύρου. Διαφορετικότητα των ειδικών συνθηκών, σε σχέση με ζητήματα λειτουργίας, κατασκευαστικού συστήματος, υφολογικών επιλογών. Μοναδικότητα του θέματος (η αρχιτεκτονική ως locus solus).

Όταν έχουμε ν'αντιμετωπίσουμε κάποιο σχεδιαστικό ζήτημα (με άλλα λόγια, αναλαμβάνουμε κάποιο συνθετικό καθήκον), ποια είναι η αρμόζουσα διαδικασία προσέγγισης που οφείλουμε να ακολουθήσουμε; Μεταξύ των πιθανών, προτείνω εκείνην που, προφανώς, θεωρώ καταλληλότερη και που θα μπορούσε να σχηματοποιηθεί στον όρο "τυπολογική" -και τούτο, γιατί αυτή η επιλογή οδηγεί, αφ'ενός στον περιορισμό, κατά κάποιον τρόπο, των πιθανών αυθαιρεσιών που οφείλονται στη διόγκωση του υποκειμενικού στοιχείου, και αφ'ετέρου στη δημιουργία, στη σύναψη διαλεκτικών, δομικών σχέσεων με την Ιστορία (την οποία εννοούμε ως σύνολο των καλυτέρων αρχιτεκτονικών έργων τού παρελθόντος της), εντάσσοντας την ατομική πρόταση σε μια ευρύτερη συλλογική αναζήτηση.

 

tipologiaI.2010.12.01.jpg
1. Γιόχαν Χάινριχ Φέσλι."Ο καλλιτέχνης απελπισμένος ενώπιον του μεγαλείου των αρχαίων ερειπίων", 1778-1780

 

Ανεξαρτήτως τού αν συμφωνούμε ή όχι με την άποψη του ελβετού ζωγράφου Γιόχαν Χάινριχ Φέσλι, ο οποίος -στο έργο του "Ο καλλιτέχνης απελπισμένος ενώπιον του μεγαλείου των αρχαίων ερειπίων" (1778-1780)- εμμέσως υποστηρίζει ότι η αρχαία τέχνη (ως εκ τούτου, και η αρχαία αρχιτεκτονική) είναι ανυπέρβλητη (γι'αυτό, άλλωστε, ο "καλλιτέχνης" είναι "απελπισμένος"), πιστεύω ότι η άποψη αυτή, με χαρακτηριστικό συμβολικό τρόπο, μας υποδεικνύει μια μεγάλη αλήθεια: μόνο η σχέση με την Ιστορία μπορεί να επιτρέψει την αληθινή πρόοδο. Με άλλα λόγια, για να μπορέσει να υπάρξει αυθεντική εξέλιξη, είναι απαραίτητη η στήριξη στην εμπειρία τού παρελθόντος. Ιδίως στην αρχιτεκτονική, αφού, όπως λέει ο Άλντο Ρόσι, "η σύναψη σχέσης με τα αρχιτεκτονικά έργα τού παρελθόντος είναι απαραίτητη, αφού η Ιστορία αποτελεί θεμέλιο στοιχείο, ως υλικό τής αρχιτεκτονικής. Τα αρχιτεκτονικά έργα τής Ιστορίας συγκροτούν την ίδια την αρχιτεκτονική".

 

 tipologiaI.2010.12.02.jpg
2. Ντονάτο Μπραμάντε, Μελέτη για τον ναό τού Αγίου Πέτρου, Ρώμη, 1506.

 

Πριν αναφερθώ στους μηχανισμούς αυτής της νοητικής διαδικασίας, θα ήθελα απλώς να υπενθυμίσω ότι κάθε αρχιτεκτονική επέμβαση, κάθε αρχιτεκτονική μελέτη, συνιστά πρωτίστως σαφή απάντηση σε κάποιο δεδομένο πρόβλημα, που έχει συνήθως πρακτικό (με την καλή έννοια του όρου) χαρακτήρα. Εξ άλλου, γνωρίζουμε ότι η αναγκαιότητα αποτελεί κατ'αρχάς την αιτία ύπαρξης και εν συνεχεία την αναγκαία συνθήκη για την ίδια την αρχιτεκτονική.

Μιλώντας για τυπολογική προσέγγιση, δεν μπορούμε να μην ξεκινήσουμε από την ίδια την έννοια τού "αρχιτεκτονικού τύπου", αφού κάποιες -πολλές φορές, μάλλον αυθαίρετες καίτοι καλοπροαίρετες- ερμηνείες του έχουν δημιουργήσει σειρά παρεξηγήσεις, στεκόμενοι ιδίως στη διαφορά του με αυτό που γενικώς αποκαλούμε "μοντέλο". Γιατί οι περισσότερες παρεξηγήσεις οφείλονται πρωτίστως στην τάυτιση που επιχειρείται μεταξύ αρχιτεκτονικού τύπου και μοντέλου.

Ένας από τους πρώτους που ασχολήθηκαν συστηματικώς με το ζήτημα της τυπολογίας και που ευθύς εξ αρχής υποδεικνύει αυτή τη διαφορά, προειδοποιώντας μας για τους ελλοχεύοντες κινδύνους, είναι ο Γάλλος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού Αντουάν Κρισοστόμ Κατραμέρ ντε Κινσί, κατά τον οποίο, "η λέξη ¨τύπος¨ δεν παρουσιάζει τόσο την εικόνα ενός πράγματος προς τέλεια αντιγραφή ή προς τέλεια απομίμηση, όσο την ιδέα ενός στοιχείου που πρέπει να χρησιμεύσει ως κανών στο μοντέλο. [...] Το μοντέλο, νοούμενο σε σχέση με τη διαδικασία πραγματοποίησης της τέχνης, είναι ένα αντικείμενο που πρέπει να επαναληφθεί ως έχει. Ο τύπος, αντιθέτως, είναι ένα αντικείμενο, σύμφωνα με το οποίο καθένας μπορεί να συλλάβει έργα που δεν θα μοιάζουν ουδόλως μεταξύ τους. Τα πάντα είναι ακριβή και δεδομένα στο μοντέλο, τα πάντα είναι λίγο-πολύ ασαφή στον τύπο".

Μπορούμε, λοιπόν, να θεωρήσουμε ως σταθερό σημείο για κάθε προβληματισμό την αναντιστοιχία μεταξύ τύπου και μοντέλου, και να επιχειρήσουμε να ορίσουμε τον αρχιτεκτονικό τύπο βάσει κάποιων εννοιών που, ωστόσο, είναι ακόμη και αντιφατικές μεταξύ τους, αφού η έννοια του τύπου αλλάζει από εποχή σε εποχή, ιδίως μετα την εμπειρία τού Μοντερνισμού.

Σχηματοποιώντας, μπορούμε να διακρίνουμε τρείς βασικές αντιλήψεις περί τύπου:

α) Ο τύπος είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας κριτικής ερμηνείας που τείνει να καταστήσει εμφανή τα κοινά και επαναλαμβανόμενα στοιχεία διαφορετικών έργων, τείνει δηλαδή να περιορίσει το πλήθος των μορφολογικών λύσεων σε ένα κοινό μορφοπλαστικό σχήμα. Πρόκειται δηλαδή για μια μορφολογική τυπολογία στην οποία ο τύπος αποτελεί σύνθεση a posteriori, που εξάγεται μέσω κριτικής επιλογής προηγουμένων έργων, που επιλέγονται με αναλογικά κριτήρια (μορφολογικά, τεχνολογικά, λειτουργικά, κλπ.)

β) Ο τύπος δεν προέρχεται από κάποιες αναλυτικές διαδικασίες, αλλά σχεδόν προϋπάρχει στο μυαλό τού μελετητή (ως αποτέλεσμα της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής του παιδείας) πριν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή, χρησιμοποιηθεί δηλαδή για κάποια σχεδιαστική πρόταση. Ή ακόμη, σε παλαιότερες εποχές, είναι αποτέλεσμα συλλογικών νοητικών μηχανισμών που η κοινωνία επεξεργάζεται μέσω σαφούς, καθημερινής θα λέγαμε, κατασκευαστικής εμπειρίας. Αποτελεί δηλαδή έκφραση ευρύτερης παιδείας η οποία υπερβαίνει την ατομική βούληση ή επιθυμία: Όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, οι κατοικίες που κτίζουν δύο "οικοδόμοι" τού Μεσαίωνα είναι όμοιες, όχι επειδή αντιγράφουν τα φυσικά χαρακτηριστικά κάποιου μοντέλου, αλλά επειδή η ίδια η έννοια του τύπου κατοικία είναι κοινή.

γ) Η τρίτη αντίληψη είναι αυτή που επεξεργάστηκε και εξέφρασε, ιδιαιτέρως στα πρώτα έργα του, ο Άλντο Ρόσι. Ο Ιταλός αρχιτέκτων, εμβαθύνοντας στη σκέψη τού Κατραμέρ, θεωρεί ότι οι σύμφυτες αξίες ενός αρχιτεκτονικού τύπου έχουν διαχρονικό, αιώνιο θα λέγαμε, χαρακτήρα και μπορούν να εξαχθούν από την Ιστορία, μέσω ερμηνευτικής διαδικασίας. Για τον Ρόσι, ο αρχιτεκτονικός τύπος είναι η ίδια η ιδέα τής αρχιτεκτονικής, ενώ για τον άλλο Ιταλό δάσκαλο, τον Γκουίντο Κανέλα, ο τύπος αποτελεί τη φιλοσοφία τού αρχιτέκτονα.

Παρακάμπτοντας τη διεξοδική αναλυτική παρουσίαση του "κλασικού" ορισμού, της έννοιας την οποία επεξεργάζεται ο Κατραμέρ ντε Κινσί, αλλά και εκείνης -που αντιτίθεται στην προηγούμενη- του Ζαν Νικολά Λουί Ντιράν, μπορούμε, προσφεύγοντας εκ νέου σε προφανείς σχηματοποιήσεις, να πούμε ότι αρχιτεκτονικός τύπος είναι το γενικό και διαρκές στοιχείο τής αρχιτεκτονικής, είναι η σταθερά που προσδιορίζεται, σε αδρές γραμμές, με χαρακτηριστικά συνέχειας και παράδοσης. Ο τύπος αναζητεί και αναπαράγει τη θεμέλια αρχή τής κατασκευής και αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο τού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.

Ανεξαρτήτως από το ποιά αντίληψη θεωρούμε ορθότερη, μπορούμε να συμφωνήσουμε πως ο τύπος αποτελεί μορφοπλαστική σταθερά και ότι από τον ίδιο τύπο δημιουργούνται αρχιτεκτονικά έργα που ουδόλως ομοιάζουν μεταξύ τους: Έχουμε έναν τύπο, επί παραδείγματι "κτίριο πέριξ αιθρίου" και έχουμε άπειρα, ούτως ειπείν, παραδείγματα κτιρίων τα οποία στηρίζονται στη συγκεκριμένη τυπολογική επιλογή, αλλά, ταυτοχρόνως, δεν έχουν την παραμικρή (μορφοπλαστική) σχέση μεταξύ τους.

Θα χρησιμοποιήσω εκείνη την ιδέα τού τύπου που αποκαλείται συνήθως "κλασική", σύμφωνα με την οποία μπορούμε να τον ορίσουμε ως τρισδιάστατο μορφολογικό σχήμα, προερχόμενο από κριτική επιλογή, ή αν θέλουμε, κριτική διαλογή αρχιτεκτονικών έργων τού παρελθόντος.

Η τυπολογική προσέγγιση χαρακτηρίζεται από τη σταθερή σχέση της με την Ιστορία, της οποίας ταξινομεί και κωδικοποιεί τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα στο χρόνο αρχιτεκτονικά στοιχεία, ενώ ο τυπολογικός μηχανισμός ταυτίζεται με τον αρχικό νοητικό μηχανισμό τού σχεδιασμού. Το πρώτο πράγμα, δηλαδή, που κάνει ένας συνθέτης-σχεδιαστής όταν υπεισέρχεται στη φάση τής συνθετικής διαδικασίας είναι η επιλογή ενός αρχιτεκτονικού τύπου, η επιλογή βασικής ιδέας στην οποία θα στηριχθεί η ανάπτυξη του αρχιτεκτονικού έργου.

Όταν, με άλλα λόγια, αποφασίζει να υιοθετήσει ως πρώτη συνθετική απάντηση στα διάφορα προβλήματα που του θέτει το ίδιο το σχεδιαστικό καθήκον (προβλήματα πολιτισμικού, μορφολογικού, τεχνολογικού, λειτουργικού, κοκ. χαρακτήρα), μια τυπική τρισδιάστατη μορφοπλαστική εγκατάσταση, γιατί αποτελεί τον πυρήνα μιας λύσης που έχει ήδη δοκιμαστεί σε έργα τού παρελθόντος και που, ας το προσέξουμε ιδιαιτέρως αυτό, μπορεί -μέσω της διαδικασίας επανερμηνείας της- να υποδείξει κατά κάποιον τρόπο κατάλληλες, αρμόζουσες απαντήσεις για νέες ανάγκες και νέους σκοπούς, εν τέλει για νέα αρχιτεκτονικά έργα.

Από την άλλη, η τυπολογική ταξινόμηση, απαραίτητη για την εκάστοτε ιδιαίτερη επιλογή, δε χρησιμοποιεί ως παράμετρο γενικά κριτήρια αισθητικής, αφού η επιλογή ενός αρχιτεκτονικού τύπου στηρίζεται αποκλειστικώς στην καταλληλότητά του για την επίλυση των ευρυτέρων αρχιτεκτονικών (λειτουργικών, συμβολικών, κατασκευαστικών) ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο μελετητής.

Συνεπώς, ο τύπος αφ'εαυτού είναι "αδιάφορος" προς το λειτουργικό προορισμό τού αρχιτεκτονικού έργου, δεν προκαλεί επιλογές υφολογικού χαρακτήρα και είναι ανεξάρτητος ζητημάτων κλίμακας που δεν αφορούν αποκλειστικώς την εσωτερική, θα λέγαμε, συνθετική ή συντακτική λογική που πρυτανεύει στην αρχιτεκτονική σύνθεση και στην οικοδόμηση του κτιρίου.

Για να το διατυπώσω διαφορετικά: Ο ίδιος τύπος μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα, βάσει του οποίου θα μορφωθούν έργα διαφορετικής λειτουργίας, έργα διαφορετικού υφολογικού προσανατολισμού, έργα εντελώς διαφορετικών διαστάσεων.

Η τελική μορφή οικοδομημάτων τα οποία στηρίζονται στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο (μπορεί και να) είναι εντελώς διαφορετική.Επί παραδείγματι:

Η θεμέλια βασική μορφή, το σχήμα-πυρήνας-κεντρική ιδέα τής αρχικής πρότασης για το Ναό τού Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, την οποία επεξεργάζεται ο Μπραμάντε το 1506, η Βίλα Αλμερίκο-Κάπρα, η επονομαζόμενη "Ροτόντα", την οποία σχεδιάζει και πραγματοποιεί στα περίχωρα της Βιτσέντσα ο Αντρέα Παλάντιο μισόν αιώνα αργότερα, το 1567, η Βιβλιοθήκη Έξετερ (κάνοντας ένα τεράστιο χρονικό άλμα τεσσάρων αιώνων) την οποία οικοδομεί ένας "αιρετικός" τού Μοντερνισμού, όπως ο Λούις Καν στο Νιού Χάμπσιρ μεταξύ 1967 και 1972, είναι έργα που βασίζονται σε έναν κοινό αρχιτεκτονικό τύπο, που μπορεί να περιγραφεί ως εγγεγραμμένη σταυροειδής κάτοψη. Ωστόσο, πρόκειται για τρία κτίρια που οικοδομούνται σε διαφορετικές εποχές, με διαφορετική χρήση, διαφορετικό ύφος, διαφορετικές διαστάσεις.

 

tipologiaI.2010.12.03.jpg
3. Αντρέα Παλάντιο, Βίλα Αλμερίκο-Κάπρα, η επονομαζόμενη "Ροτόντα", Βιτσέντσα, 1567.Κάτοψη, οψοτομή.



Αυτό που αποτελεί κοινόν παρονομαστή, είναι η σχέση (διαχρονική και καταφανώς ιεραρχική) την οποία οι αρχιτέκτονες θέλουν να δημιουργήσουν μεταξύ κεντρικού και επιμέρους χώρων. Σχέση που παραμένει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου και (γι'αυτό, εξ άλλου) αποτελεί χαρακτηριστικό τού ίδιου του τύπου. Ο αρχιτεκτονικός τύπος, λοιπόν, είναι ο ίδιος, τα κτίρια, ωστόσο, είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.

Εξ άλλου, όπως λέει ο Βίκτορ Ουγκό, στην "Παναγία των Παρισίων", αναφερόμενος στο διαφορετικό ύφος των έργων τής χριστιανικής αρχιτεκτονικής στο πέρασμα του χρόνου,"όλες αυτές οι διαφορές δεν αφορούν παρά στην επιφάνεια των κτιρίων. Πρόκειται για την τέχνη που άλλαξε επιδερμίδα. Η κατασκευή τού χριστιανικού ναού έχει παραμείνει απρόσβλητη. Πρόκειται πάντοτε για την ίδια εσωτερική δομή, την ίδια λογική διάταξη των μερών. Οσοδήποτε πολύπλοκο κι αν είναι το σύνολο των γλυπτών και των ποικιλμάτων ενός καθεδρικού, από κάτω βρίσκεται πάντα, ακόμη και σε εμβρυακή κατάσταση, η ρωμαϊκή βασιλική, που αιωνίως αναπτύσσεται στο έδαφος σύμφωνα με τον ίδιο νόμο. Πάντα υπάρχουν δύο κλίτη που διατέμνονται σταυρωτά και που το ανώτερο άκρο τού ενός, στρογγυλεμμένο σε αψίδα, διαμορφώνει το Άγιο Βήμα. Πάντα υπάρχουν τα πλάγια κλίτη, για τις εσωτερικές περιφορές, για τα παρεκκλήσια, ένα είδος παράπλευρων περιπατητηρίων, όπου εκβάλλει το κεντρικό κλίτος μέσω των διαστυλίων. Αφού καθοριστεί αυτό, ο αριθμός των παρεκκλησίων, των πυλώνων, των κωδονοστασίων, των φλογόμορφων οβελίσκων, μεταβάλλεται επ'άπειρον, κατά τη φαντασία τού αιώνα, του λαού, της τέχνης. [...] Εξ ου και η αξιοθαύμαστη εξωτερική ποικιλία αυτών των κτιρίων, στο βάθος των οποίων υπάρχει τόση τάξη και τόση ενότητα. Ο κορμός τού δέντρου είναι αμετάβλητος, η βλάστηση, ποικίλη".

 

tipologiaI.2010.12.04.jpg
4. Λούις Ι. Καν, Βιβλιοθήκη Έξετερ, Νιού Χάμπσιρ, 1967-1972. Κάτοψη.



Η τυπολογική προσέγγιση αποτελεί αναστοχασμό τής προηγούμενης αρχιτεκτονικής εμπειρίας, που αποσκοπεί στην εμβάθυνση και την ανανέωση της συνθετικής γνώσης.

Χωροδομικές εγκαταστάσεις τού παρελθόντος μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον σχεδιασμό νέων έργων, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται σε σύγχρονες, συγκεκριμένες, εκάστοτε ιδιαίτερες ανάγκες.

Παρ'ότι η τυπολογική προσέγγιση μας οδηγεί στη σύναψη σαφών σχέσεων με την Ιστορία τής αρχιτεκτονικής, στη νοητική διαδικασία σύλληψης του έργου, η σχέση με το παρελθόν, με τα έργα τού παρελθόντος, δεν εξαντλείται στην επιλογή ενός τύπου: η στιγμή τής επιλογής είναι απλώς μια πρώτη σχεδιαστική στιγμή -σημαντική μεν, αλλά όχι και μοναδική-, κατά την οποία συγκρίνονται, αντιπαρατίθενται σημερινές αξίες με αξίες προερχόμενες από την Ιστορία, δραττόμενες της μαρτυρίας και της συνδρομής ενός μορφολογικού σχήματος, αποτελέσματος κριτικής επιλογής που εφαρμόστηκε σε παρελθόντα έργα.

Στο δεύτερο μέρος αυτού του σημειώματος θα εξετάσουμε δύο συγκεκριμένους αρχιτεκτονικούς τύπους (μέσω της παράθεσης τεσσάρων παραδειγμάτων -δύο ανά περίπτωση), οι οποίοι αναφέρονται, ο μεν πρώτος στην εγγεγραμμένη κάτοψη, ο δε δεύτερος στην οργάνωση του οικοδομήματος ή του οικοδομικού συγκροτήματος "πέριξ αιθρίου", και μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε τους διάφορους λόγους που οδηγούν κάθε φορά στην επιλογή ενός συγκεκριμένου τύπου.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital