ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η αρχιτεκτονική στην υπηρεσία της ιστορικής μνήμης

25 Φεβρουάριος, 2007

Η αρχιτεκτονική στην υπηρεσία της ιστορικής μνήμης

Μέχρι πολύ προσφάτως το Βερολίνο δεν είχε την ανάγκη να χτίσει ένα μνημείο για τις τραγωδίες του 20ού αιώνα. Αντίθετα αρκέστηκε στη μετατροπή του Δωρικού Ναού του 19ου αιώνα, του Neue Wache, σε μνημείο πολέμου το 1931.
Σήμερα η πόλη αυτή, όπου τα μνημεία μοιάζουν περιττά, διαθέτει πλέον δύο μνημεία για το Ολοκαύτωμα σε μικρή μεταξύ τους απόσταση.

(The Guardian)

Στο ανατολικό άκρο του μεγάλου μελαγχολικού πάρκου Τιεργκάρτεν, βρίσκεται το μνημείο του Πίτερ Αϊσενμαν για τους Σφαγιασθέντες Εβραίους της Ευρώπης, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2005. Επισκέφθηκα πρόσφατα το μνημείο και παρότι περπάτησα για ώρα ανάμεσα στα μεγάλα γκρι κομμάτια από μπετόν δεν μπόρεσα να αντικρίσω το παρελθόν. Δεν μπόρεσα να δω τις μυριάδες εκφάνσεις της ωμότητας και του μίσους και της βαρβαρότητας, στις οποίες το μνημείο αναφέρεται αφαιρετικά. Ενιωσα ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτό, όπως και με άλλα σύγχρονα μνημεία που υπηρετούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες του παρόντος και δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την αποκατάσταση του παρελθόντος, αλλά ούτε και διασφαλίζουν ότι τίποτε αντίστοιχο δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Η μνήμη έχει αποκτήσει τη δική της ζωή. Κατέστη το τελευταίο ιερό πράγμα σε έναν κόσμο όπου τίποτε δεν είναι πια ιερό.

Για να το καταλάβει κανείς αυτό αρκεί να αντιληφθεί τον πρωτοφανή ενθουσιασμό που επιδεικνύουν οι καλύτεροι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες της εποχής μας για τα μνημεία: Ράχελ Ουάιτριντ, Ρίτσαρντ Σέρα (ο οποίος ήταν ένας από τους σχεδιαστές του μνημείου του Αϊσενμαν) και Μάγια Λιν. Στο ίδιο το Βερολίνο το Εβραϊκό Μουσείο του Ντάνιελ Λίμπεσκιντ, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2001, απέχει μόλις 10 λεπτά δρόμο από το μνημείο του Αϊσενμαν. Αν και σχεδιάστηκε ως μουσείο της ιστορίας της εβραϊκής κοινότητας της πόλης από τα μεσαιωνικά χρόνια μέχρι σήμερα, είναι περισσότερο μια γροθιά της μνήμης στο στομάχι. Ο αρχιτέκτονας Φρανκ Γκέρι παρατήρησε ορθά ότι είναι ένα «οργισμένο» κτίριο: δεν είναι ένας ήρεμος τόπος περισυλλογής για τους Βερολινέζους, αλλά ένα φρούριο με πύργους και μεταλλικούς τοίχους, που μοιάζουν να λένε: «Ξέρεις, εξακολουθούμε να μην σε εμπιστευόμαστε».

Τέχνη που σου κάθεται στο λαιμό

Ο Λίμπεσκιντ είναι ιδιοφυής. Η τέχνη του σού κάθεται στο λαιμό σαν ψαροκόκαλο. Τι είναι όμως αυτό που σε πνίγει το Εβραϊκό Μουσείο, η ιστορία ή απλώς η μνήμη; Και ποιανού η μνήμη; Οι Εβραίοι επισκέπτες έχουν μια άμεση και ιδιαίτερη σχέση με αυτού του είδους τα μνημεία. Αυτό όμως που αξίζει να διερευνηθεί είναι τα αίτια της εντυπωσιακής αύξησης του ενδιαφέροντος για τα μνημεία αυτά από εκείνους που δεν έχουν κανένα προσωπικό λόγο να θρηνούν.

Η ιστορία είναι αναδίφηση του παρελθόντος. Η μνήμη είναι μια πεποίθηση για το παρελθόν. Οταν ένα ιστορικό γεγονός καταγράφεται ως μνήμη, η απόδοση τιμών αντικαθιστά την κατανόηση. Τα μνημεία, τα κινηματογραφικά έργα και τα βιβλία δεν μας βοηθούν να εξιλεωθούμε για όσα υπέστησαν οι νεκροί. Οι νεκροί δεν είναι μαζί μας. Τα μνημεία χτίζονται για μας. Για την οργή και το πάθος που μας προξενούν.

Η αρχιτεκτονική του Λίμπεσκιντ γοητεύει τον επισκέπτη, κάνοντάς τον να νιώσει ότι ήταν τότε εκεί παρών. Η αίσθηση στην πρώτη επίσκεψη είναι συντριπτική και δεν περιγράφεται με λόγια. Η δεύτερη όμως επίσκεψη είναι σαν βόλτα στα υπόγεια μεσαιωνικού κάστρου. Τι παραπάνω μπορεί να δώσει πέρα από τη συναισθηματική επίδραση που προκαλεί το παιχνίδι του φωτός με το σκοτάδι;

Η περίεργη κοινωνική επίδραση των σύγχρονων μνημείων γίνεται προφανέστερη αν συγκριθούν με τα παλαιότερα μνημεία. Στο Ουάιτχολ του Λονδίνου συναντά κανείς το Κενοτάφειο, έναν άδειο τάφο, ο οποίος χτίστηκε το 1920 στη μνήμη των 700.000 και πλέον Βρετανών που σκοτώθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για ένα έργο του αρχιτέκτονα Σερ Εντουιν Λαντσίερ Λούτιενς, με επιρροές από την κλασική τέχνη και τη μελαγχολική εσωστρέφεια του Πουσέν. Είναι ο πρόδρομος των σημερινών μινιμαλιστικών μνημείων. Ωστόσο, κανείς δεν εκλαμβάνει το Κενοτάφιο ως τέχνη. Είναι τόπος κατάθεσης στεφάνων στις επετείους, αλλά δεν υπήρξε ποτέ πόλος έλξης τουριστών, όπως τα μνημεία των Αϊσενμαν και Λίμπεσκιντ. Γιατί τα μνημεία πολέμου μετατράπηκαν σήμερα από τόπους συγκέντρωσης των επιζώντων και των βετεράνων σε αξιοθέατα και μοδάτους τόπους συνάντησης στην πόλη;

Η μνήμη είναι επιλεκτική. Δεν μπορεί κανείς να βασιστεί σε αυτήν κι όταν ανάγεται σε συλλογική μνήμη δεν μετατρέπεται σε κριτική ιστορική συνείδηση. Το πρόβλημα με τον θρίαμβο του Ολοκαυτώματος στη λαϊκή κουλτούρα συνίσταται στη μετατροπή του σε εντυπωσιακό, ανεξήγητο γεγονός, αποκομμένο από το ιστορικό του πλαίσιο. Παρότι η λατρεία της μνήμης στη σύγχρονη δυτική κουλτούρα τείνει να εδραιώσει το Ολοκαύτωμα ως το πιο φρικαλέο γεγονός των νεότερων χρόνων, αυτή η μαύρη νοσταλγία δεν αντανακλά το μαρτύριο των Εβραίων το ’40. Εκφράζει τη δική μας ανάγκη για δράμα.

Αντανάκλαση της κοινωνίας

Η μνημειακή τέχνη αποτελεί έναν μονό τρόπο αντιμετώπισης του πολιτιστικού αυτού φαινομένου, σε αντίθεση με τα βιβλία και τα φιλμ, το διυλίζει: το μνημείο αποτελεί τη θανάσιμη αντανάκλαση της κοινωνίας.

Περιδιαβαίνοντας στο μνημείο των βετεράνων του Βιετνάμ στην Ουάσιγκτον της αρχιτέκτονα Μάγια Λιν και διαβάζοντας ονόματα, μου έρχονται δάκρυα στα μάτια, καθώς συνειδητοποιώ ότι οι νεκροί είναι εκεί. Οι Αμερικανοί έρχονται εδώ για να μιλήσουν στους νεκρούς. Αφήνουν γράμματα, ποιήματα και δώρα. Ο Τοίχος, όπως είναι γνωστό το μνημείο αποτελεί ζωντανό κομμάτι της ζωής των Αμερικανών. Βρίσκω το αριστούργημα της Λιν σαγηνευτικό, διαπιστώνω όμως ένα χάσμα μεταξύ της ομορφιάς του μνημείου και της αθλιότητας που φέρνει στη μνήμη. Η Λιν απέδειξε ότι η τέχνη της avant-garde μπορεί να επικοινωνήσει με τις μάζες.

Διερχόμενος από τον υπόγειο σταθμό του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στη Νέα Υόρκη αντικρίζω την ουλή, για την οποία ενεπλάκημεν σε πόλεμο. Κοιτώντας αναρωτιέμαι τι μπορεί να σημαίνει για κάποιον που δεν ξέρει τι συνέβη εδώ. Θα εξακολουθεί να μοιάζει με τεράστιο αφηρημένο εξπρεσιονιστικό πίνακα ή απλώς με γιαπί; Μάλλον το τελευταίο. Ο Τοίχος στην Ουάσιγκτον είναι τέχνη. Τα θεμέλια που αποκαλύφθηκαν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου δεν χτίστηκαν για να εκτεθούν στο κοινό. Ομως, οι συγγενείς των θυμάτων έκλαψαν πάνω από αυτά. Ο Λίμπεσκιντ, ο οποίος ανέλαβε την ανοικοδόμηση του Σημείου Μηδέν, το εξέλαβε ως φυσικό μνημείο.

Ο τρόπος με τον οποίο θα επιλέξει η Αμερική να θυμάται την 11η Σεπτεμβρίου θα διαμορφώσει την ιστορία του παρόντος αιώνα. Το μνημείο που θα ανεγερθεί στο σημείο θα εντείνει την αυταπάτη, ότι αυτό που συνέβη μπορεί να συγκριθεί με τις χειρότερες φρικαλεότητες του 20ού αιώνα. Εχουμε φτάσει να θεωρούμε ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις μας θέτουν στο ίδιο επίπεδο δυστυχίας με τις γενιές του 1914-45.

Προς τι όλα αυτά; Επιζητούμε μια πιο δραματική και «ενδιαφέρουσα» ζωή; Η σύγχρονη τέχνη των μνημείων υπαινίσσεται ότι η σημερινή επιθυμία ανάμνησης των θυμάτων της τρομοκρατίας υπερβαίνει τη φυσική αντίδραση σε ολέθρια γεγονότα. Με άλλα λόγια, η τέχνη της μνήμης έφθασε στο απόγειό της την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Ο πόνος και η θλίψη γοήτευσαν ορισμένους από τους πιο δημιουργικούς καλλιτέχνες. Η δίψα για μνημεία προδίδει μια πικρή αλήθεια για τον πολιτισμό μας: βαθιά μέσα μας διψούσαμε για το βάθος και τη σοβαρότητα των μεγάλων γεγονότων. Και αυτό που ποθούσαμε μας βρήκε.


Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital