ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Η αρχιτεκτονική του Νέου Σουλίου

18 Σεπτέμβριος, 2006

Η αρχιτεκτονική του Νέου Σουλίου

Ο Έλληνας ανέκαθεν ακολουθούσε στην καθημερινή ζωή το μέτρο, ζούσε απλά και λιτά και αυτή η απλότητα επεκτεινόταν και στην κατοικία. Γι' αυτό από την αρχαιότητα περιοριζόταν σε μια λιτή κατοικία, κατασκευασμένη από απλά υλικά.Αφιέρωμα στην αρχιτεκτονική του Νέου Σουλίου.

Τα παλιά σπίτια του χωριού ήταν χτισμένα χωρίς κανένα ρυμοτομικό σχέδιο. Συνήθως ήταν διώροφα ή τριώροφα, ψηλοτάβανα, άνετα γενικά με μια τέτοια αρχιτεκτονική που εξυπηρετούσε την καθημερινή ζωή και τις γεωργικές ασχολίες, στις μεγάλες οικογένειες (που έμειναν στο σπίτι). Ένας τύπος από τα παλιά σπίτια, διώροφο με μεγάλο μπαλκόνι (τσαρντάκι) ξύλινο, σκεπαστό και κάγκελα (παρμάκια) ξύλινα, συνήθως ήταν κτισμένα με μία τεχνική ώστε τα θεμέλια και ο πρώτος όροφος να είναι πέτρινα με πάχος του τοίχου περίπου μισό μέτρο, που κρατούσε δροσιά τοκαλοκαίρι και ζέστη τον χειμώνα, ενώ ο δεύτερος όροφος ήταν κτισμένος με την τεχνική του "τσατμά" δηλαδή: ήταν με λεπτές κάθετες και διαγώνιες ξύλινες σανίδες μέσα στον τοίχο και απ' έξω σοβατισμένα με ασβέστη.

Ένα τυπικό τριώροφο σπίτι είχε τους εξής χώρους:
Στον 1ο όροφο (κάτω πάτωμα ή κατώι όπως λεγόταν) ήταν οι αποθήκες τροφίμων που είχαν το αλεύρι, το σιτάρι, τα βαρέλια του κρασιού (που έφτιαχναν οι ίδιοι), πολλά τρόφιμα τα έκαναν παστά για να τους κρατήσουν πολύ καιρό και να μην χαλάσουν. Πολλές φορές ο 1ος όροφος ήταν και στάβλος των ζώων (ή αλλιώς αχούρι). Οι περισσότερες οικογένειες είχαν στον 1ο όροφο τον στάβλο γιατί οι περισσότεροι ή σχεδόν όλοι ήταν αγρότες, έτσι όλοι ήταν απαραίτητο να έχουν από ένα γαϊδούρι, βόδια κλπ. Μια - δυο οικογένειες του Νέου Σουλίου ήταν εκείνη την εποχή οι πλούσιοι του χωριού γιατί είχαν χωράφια και ζώα (έτσι μετριόταν η περιουσία κάποιου τότε).
Στον 2ο όροφο ήταν η κουζίνα (το μαγειρείο), το σαλόνι: ένας "επίσημος" θα λέγαμε χώρος στον οποίο καθόταν μόνο όταν ερχόταν επισκέπτες. Το καθιστικό που καθόταν στον ελεύθερο χρόνο τους και η χαγιάτα κάτι σαν εσωτερικό μπαλκόνι (περίπου) που έκαναν τις περισσότερες δουλειές ... εκεί περνούσαν καπνό το καλοκαίρι έκαναν τα δέματα του καπνού και άλλες εργασίες.
Στον 3ο όροφο βρισκόταν τα υπνοδωμάτια (ουντάδες) που περιείχαν ένα ντιβάνι, μία ντουλάπα και "μουσάντρες" (συρτάρια). Κάθε όροφος είχε ένα τζάκι το λεγόμενο χοντζάκι, για την θέρμανση των δωματίων.
Στο ταβάνι (σημερινή σοφίτα) αποθήκευαν - κρεμούσαν ουσιαστικά τα σαντάλια του καπνού και μετά στο υπόγειο (κουί) που σκεπάζονταν με ξύλο ή κάποιο βαρύ αντικείμενο που "έπιανε" όλο το άνοιγμα της καταπακτής - του υπογείου.
Κάθε σπίτι είχε και την τουαλέτα του, που την έλεγαν "χρεία" ή "αναγκαίο" (πολύ συνηθισμένη φράση επίσης ήταν: "Θα πάω σν' ανάγκ'").
Ακόμα τα σπίτια διέθεταν φούρνους. Οι στέγες καλύπτονταν με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Τα πατώματα, οι ξυλοδεσιές, οι οροφές ήταν ξύλινες. Το όλο σύνολο του σπιτιού έδινε εξωτερικά μια αρμονική και ωραία από αισθητική άποψη αρχιτεκτονική κατασκευή.

 

 

Τοποθέτηση δωματίων


Στα παλαιότερα χρόνια δεν υπήρχε τοποθέτηση δωματίων γιατί το σπίτι αποτελούνταν από ένα μόνο δωμάτιο, το χαγιάτι.
Τότε οι άνθρωποι ζούσαν αποκλειστικά στο χαγιάτι, εκεί κοιμόντουσαν το βράδυ, σε κάποια μέρη υπήρχαν τα κρεβάτια, εκεί κάνανε όλες τις καθημερινές τους εργασίες.
Κουζίνα πιθανόν να υπήρχε σε κάποιο μέρος του δωματίου στον οντά.
Σε μεταγενέστερες εποχές υπάρχει τοποθέτηση δωματίων. Αν το σπίτι ήταν διώροφο στον κάτω όροφο θα υπήρχε ο οντάς, η κουζίνα, το κουί (υπόγειο εντός του σπιτιού) και ίσως κάποιος διάδρομος.
Στον επάνω όροφο, ήταν συνήθως οι κρεβατοκάμαρες (των παιδιών και των γονιών τους) συνήθως σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους.
Στα σπίτια με ένα μόνο όροφο όλα αυτά τα δωμάτια (κουί, οντάς, κουζίνα, "διάδρομος" και κρεβατοκάμαρες) ήταν όλα μαζί στον ίδιο όροφο.
Τα τριώροφα σπίτια για εκείνη την εποχή ελάχιστα, αλλά σε όσα υπήρχαν συνήθως τα δωμάτια ήταν μεγαλύτερα.

Ο κ. Θεοδόσης Ασβεστάς καθώς μας ξεναγεί
στο εσωτερικό του σπιτιού του που
άλλοτε έσφυζε από ζωή. Εδώ μπροστά στο λιτό τζάκι (χουτζάκι) το οποίο διέθετε κάθε δωμάτιο εφ' όσον το καθένα από αυτά αποτελούσε το ενδιαίτημα κάθε ξεχωριστής οικογένειας.

Στον πρώτο όροφο ήταν μόνο ο οντάς και το κουί τα οποία ήταν πολύ μεγάλα, στον δεύτερο η κουζίνα, ο διάδρομος και οι κρεβατοκάμαρες ή η μια απ' τις δύο κρεβατοκάμαρες, στον τρίτο όροφο υπήρχε η δεύτερη κρεβατοκάμαρα αν η πρώτη ήταν στον δεύτερο και κάποια άλλα δωμάτια που κυρίως ήταν αποθήκες .

Η κατασκευή των σπιτιών εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολύ χρονοβόρα γιατί τα μέσα που διέθεταν δεν ήταν τα κατάλληλα για να γίνει η δουλειά τους γρήγορα και με λιγότερο κόπο. Το καταλαβαίνει κανείς από το παράδειγμα που ακολουθεί. Παλιά για μια κατασκευή σπιτιού 100 τ.μ. ο χρόνος που θα κατασκευάζονταν ήταν 4-5 μήνες περίπου. Ενώ σήμερα ο χρόνος δουλειάς αυτού του σπιτιού είναι 2 μήνες. Καταλαβαίνουμε πως ο χρόνος που κερδίζουν οι σημερινοί οικοδόμοι είναι πολύτιμος και έτσι θα μπορούν να φτιάξουν περισσότερα σπίτια απ' ότι έφτιαχναν οι παλιοί οικοδόμοι που θα τους βοήθησε και οικονομικά.
Οι χτίστες δεν είχαν καθορισμένο ωράριο δούλευαν από την αυγή μέχρι την δύση του ηλίου με ορισμένα διαλείμματα (για φαγητό κ.τ.λ.). Διαφέρουν πάρα πολύ απ' τους παλιούς, οι παλαιότεροι χτίστες δεν σταματούσαν αλλά δούλευαν μέχρι να τελειώσουν το έργο τους, οι σημερινοί χτίστες δουλεύουν κυρίως για τα χρήματα και πολλές φορές αν δεν πληρωθούν σταματάνε την δουλειά τους, σε αντίθεση με τους παλαιότερους οι οποίοι αν δεν πληρωνόταν συνέχιζαν το έργο τους, αλλά ήξεραν πως σίγουρα θα πληρωθούν.

Παράδοση χτιστών

Οι καλύτεροι χτίστες στις παλαιότερες εποχές υπήρχαν στην Ήπειρο (Άρτα, Γιάννινα). Αυτό συνέβαινε γιατί στην Ήπειρο ίσως από το κλίμα που έχει, ίσως από τους αρκετούς ποταμούς και λίμνες που έχει, εκεί υπήρχαν καλύτερα υλικά με αποτέλεσμα να γινόταν καλύτερα τα σπίτια.
Υπήρχε παράδοση χτιστών που την ακολουθούσαν οι επόμενες γενιές. Αν στην Ήπειρο οι χτίστες δεν είχαν δουλειά, δηλαδή δεν γινόταν νέα σπίτια, αυτοί κάνανε διάφορα ταξίδια σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπου έβρισκαν εύκολα δουλειά λόγω της φήμης τους πιθανόν.

Καπνομάγαζο

 

 

Φαίνεται πως αυτοί οι χτίστες ήταν και αρκετά έξυπνοι γιατί τότε στην Ελλάδα σε κάθε περιοχή υπήρχαν διαφορετικοί τύποι σπιτιών (αρχιτεκτονική) και αυτοί προσαρμόζονταν γρήγορα στο γούστο κάθε περιοχής, μάθαιναν δηλαδή γρήγορα τους νέους γι' αυτούς τύπους σπιτιών, ίσως και από την ανάγκη για χρήματα, και ήταν έτοιμοι να δουλέψουν και μ' αυτήν την αρχιτεκτονική.

Χτίστες και βοηθοί
Σε κάθε σπίτι υπήρχαν δύο μάστορες και δύο βοηθοί.
Οι μάστορες: Είχαν την ευθύνη για το χτίσιμο του σπιτιού, ήταν αυτοί αφεντικά αλλά και δούλευαν συγχρόνως. Είχαν μεγαλύτερη εμπειρία από τους βοηθούς, ήταν μεγαλύτεροι από τους βοηθούς και ήταν αυτοί που έκαναν τα σχέδια για τα σπίτια.
Οι βοηθοί: Οι ποιο πολλοί ήταν μικροί σε ηλικία και βοηθούσαν τους μάστορες στο χτίσιμο και στο σχεδίασμα.

Εργαλεία
Εκείνη την εποχή φαίνεται πως υπήρχε μεγάλη λιτότητα σε όλα. Έτσι τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι οικοδόμοι για την κατασκευή των σπιτιών τους είναι τα εξής: σαούλι, βαριοπούλα και το μεστρί. Επίσης τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι οικοδόμοι στην δουλειά τους είναι η πέτρα, η λάσπη, ο πηλός, το ξύλο και έβαζαν και άχυρο στην μέση του τοίχου για να είναι ποιο ανθεκτικός ο τοίχος. Αυτά είναι τα υλικά και τα εργαλεία των οικοδόμων και σ' αυτήν την περίπτωση αυτό που μας έχει κάνει εντύπωση είναι το πόσα λίγα, απλά και προσιτά είναι τα εργαλεία και τα υλικά τους.

Υλικά


Την εποχή εκείνη η εύρεση των οικοδομικών προϊόντων δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Οι χτίστες προμηθεύονταν τις πέτρες από τα λατομεία.
Η μεταφορά όμως της πέτρας ήταν κοπιαστική εργασία γιατί οι χτίστες αναγκάζονταν να μεταφέρουν τις πέτρες με τα δικά τους αγροτικά καρότσια σε αντίθεση με σήμερα που τις μεταφέρουν τα φορτηγά μετά από παραγγελία.
Οι χτίστες έπαιρναν τα ξύλα από γειτονικά δάση. Ωστόσο και αυτό το μέρος απασχολίας του χτίστη τον καθυστερούσε μιας και ήταν μια χρονοβόρα εργασία, επειδή αναγκάζονταν να πηγαίνουν οι ίδιοι οι χτίστες στο βουνό με τα πόδια και όχι με κάποιο μεταφορικό μέσο καθώς επίσης έπρεπε να μεταφέρουν τα ξύλα με το καροτσάκι ή ακόμα και με τα χέρια τους.
Τέλος τη λάσπη την προμηθεύονταν από χωράφια και από το βουνό, που σ' αυτά τα μέρη υπάρχουν σε μεγάλες ποσότητες.
Αυτό ήταν και το σημαντικότερο υλικό για το χτίσιμο του σπιτιού.

 


 

Κρήνες


Καθώς μπήκε τρεχούμενο νερό στα παραδοσιακά νοικοκυριά, λίγο πολύ ταυτόχρονα με το ηλεκτρικό, στέρεψε με μιας και η "μυθολογία" της κρήνης, της βρύσης, του πηγαδιού και της πηγής. Έτσι έκλεισε αμετάκλητα ένα χαριτωμένο κεφάλαιο στην ιστορία του πολιτισμού.

Πολυάριθμες οι κρήνες, ιδίως στα αστικά κέντρα, που δεν γλίτωσαν από τη σαρωτική μανία των πολεοδομικών ανακατατάξεων και ενός κακώς νοούμενου εκμοντερνισμού.
Καλύτερη σχετικά μοίρα είχαν οι κρήνες σε επαρχιακές πόλεις και ιδίως σε χωριά και στην ύπαιθρο χώρα, αφού η δραματική συρρίκνωση της εκεί ζωής λόγω των μεγάλων ρευμάτων της μετανάστευσης και της αστυφιλίας, κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60 ιδιαίτερα, αδιαφόρησε για κάτι που όχι μόνον δεν εμπόδιζε, αλλά εξακολουθούσε να ευεργετεί ευκαιριακά δροσίζοντας περαστικούς.
Ακόμη και η πιο ασήμαντη κρήνη είναι όμορφη, αν μπορεί να γεμίσει με τα κρύα της νερά τη χούφτα διψασμένου περαστικού.

Φούρνοι
Τα σύνεργα που χρειαζόταν ένας φούρνος ήταν:
Η σκάφη (το σκαφίδ') που ζύμωναν τ' αλεύρι με νερό και μαγιά κι έκαναν το ζυμάρι (ζμαρ).
Η πινακωτή (πνακουτή), όπου άφηναν να φουσκώσει "του ζμαρ" κομματιασμένο σε τόσα μέρη όσα και τα ψωμιά (κάτι σαν το σημερινό ταψί).
Το μεσάλι, ύφασμα που σκέπαζαν την πνακωτή, μετά που έβγαινε από το φούρνο.
Το ψωμόφκιαρο, φτυάρι που έβγαζαν τα ψημένα ψωμιά.
Τα καμπρούλια, δυο ξύλα που ανακάτευαν την φωτιά μέσα στο φούρνο. Πολλές φορές τα είχαν μέσα σε νερό. Στον φούρνο έκαιγαν συνήθως πουρνάρια "κλαδιά" κλπ.
Το μπελγκίρι ή η γκριμπάτσα ήταν το ξύλο, κάτι σαν πιάστρες που έβγαζαν την στάχτη από μέσα από τον φούρνο.
Τη σφούγγα (σφουγγαρίστρα).
Και οι καμάρες πλαϊνές εσοχές του φούρνου που έβαζαν τον "ξύστρο" ένα σίδερο που έξυναν με αυτό τα τοιχώματα που ενδεχομένως είχαν φύγει οι σοβάδες. Τις περισσότερες φορές αυτά τα "σύνεργα" ήταν μαζί με τον φούρνο ή μέσα στην κουζίνα.



ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: (http://gym-n-souliou.ser.sch.gr/efimerida.htm)

Αβραμίδου Χαρίκλεια 
Αβραμπάκη Ευαγγελία
Αγοράκη Μάρθα
Αναστασιάδου Θάλεια
Γκόγκα Μάρθα
Γκόγκας Νικόλαος
Λιούσα Στέλλα
Μαργαρίτη Γεωργία
Μαργαρίτη Μαρία
Μιχαλάκης Αλέξανδρος
Παλιάτσιος Γεώργιος
Παντούσης Νικόλαος
Σάββας Θεοχάρης

Στα νεότερα χρόνια ένας συνηθισμένος τύπος αρχιτεκτονικής ήταν το μπαλντατί.
Στο μπαλντατί οι τοίχοι του σπιτιού αποτελούνταν από ξύλα, λάσπη, άχυρα και πέτρες.
Στα νεότερα χρόνια οι άνθρωποι άλλαξαν γούστο και ήθελαν μεγαλύτερα και ευρύχωρα σπίτια, γι' αυτό συναντάμε διώροφα και τριώροφα σπίτια.
Τα μεγαλύτερα κυρίως επικρατούσε σ' αυτά τα σπίτια περισσότερο από άποψη αισθητικής.
Τα μεγαλύτερα αυτά και επιβλητικά σπίτια, πιθανόν να είχαν και αποθήκη - μπογιάτα, σε κάποια από αυτά να υπάρχει και κουί.
Κουί ονομαζόταν ένα υπόγειο το οποίο ήταν μέσα στο σπίτι. Εκεί οι χωρικοί φυλούσαν προμήθειες για το χειμώνα (φαγητά), επίσης εκεί πολλές φορές είχαν τα ζώα τους (άλογα, αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, κότες και την τροφή των ζώων όπως το σιτάρι, το άχυρο κ.ά.).
Σε άλλες περιπτώσεις είχαν εκεί τα σαντάλια που ήταν κάποια δέματα ξεραμένου καπνού.
Αυτό συνέβαινε γιατί ο καπνός ήταν το κύριο προϊόν της περιοχής και οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν καπνοπαραγωγοί, γι' αυτό φύλαγαν εκεί τα σαντάλια μέχρι να πουλήσουν το καπνό.
Σε άλλο μέρος της αυλής σε μερικά σπίτια υπήρχε άλλο υπόγειο, όπου είχαν διάφορα εργαλεία και όργανα τα οποία βοηθούσαν στην καλλιέργεια του καπνού όπως το αλέτρι.

Χαρακτηριστικό δείγμα της παραδοσιακής
τοπικής Αρχιτεκτονικής, κτισμένο πριν το 1920.

Ξυλοδεσιές οροφής από χαγιάτι του παραπάνω σπιτιού.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital