ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

ΤΟ ΑΝΟΙΚΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ

13 Μάρτιος, 2010

ΤΟ ΑΝΟΙΚΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ

Ο δημόσιος χώρος αποτέλεσε διαχρονικά τον υποδοχέα της κοινωνικής ζωής και δράσης και τον πυρήνα της έκφρασης της πολιτισμικής και αστικής ταυτότητας των πόλεων.

Του Αλέξανδρου Τριποδάκη

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι μόνο μέσα από την παρουσία και την εύρυθμη λειτουργία των δημόσιων χώρων, δικαιώνεται ουσιαστικά ο ρόλος της πόλης ως πυρήνα συνύπαρξης, επικοινωνίας και συναναστροφής μεγάλων πληθυσμών.

Η διαπίστωση αυτή προκύπτει αναντίρρητα μέσα από την μελέτη της ιστορικής εξέλιξης των πόλεων από την κλασσική Ελλάδα, οπότε πρωτοεμφανίζεται ο αστικός ελεύθερος χώρος σαν πόλος δράσης της πρώτης κοινωνίας πολιτών, στον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση μέχρι τον ρομαντισμό και τη Βιομηχανική πόλη.

Αλλά και σήμερα θα πρέπει να τονισθεί ότι η σημασία των υπαιθρίων χώρων παραμένει και θα παραμείνει κυρίαρχη σχετικά με την κάλυψη της διαχρονικής ανάγκης του ανθρώπου για συλλογική έκφραση, επικοινωνία και επαφή.

Τούτο αποδεικνύεται περίτρανα κάθε φορά που ένας λειτουργικός νέος δημόσιος χώρος αποδίδεται στην πόλη είτε στο δικό μας μεσογειακό περιβάλλον, είτε και σε δυσμενέστερα κλίματα, από την άμεση έλξη που ασκεί στην κίνηση και στη καθημερινή ζωή των πολιτών.

Η σύγχρονη τεχνολογία, έχει αναμφισβήτητα προκαλέσει μεγάλες ανακατατάξεις στις μετακινήσεις και στις τηλε-επικοινωνίες στα αστικά κέντρα, δεν μπορεί όμως να ανταποκριθεί στην ανάγκη άμεσης επαφής και συνύπαρξης που μπορεί να καλυφθεί κατά κύριο λόγο στον φιλόξενο και ελκυστικό δημόσιο χώρο.

Διότι είναι σαφές ότι η πόλη ζει, κινείται και πάλλεται περισσότερο στους ανοιχτούς της χώρους, στους χώρους δηλαδή που αναπτύσσονται κυρίως ανάμεσα στα κτίρια και δευτερευόντως μέσα σ’ αυτά.

Στην Ελλάδα, στην χώρα όπου γεννήθηκε η δημόσια ζωή, είμαστε σήμερα δυστυχώς μάρτυρες μιας συνεχούς συρρίκνωσης, υποβάθμισης και ιδιωτικοποίησης των ούτως ή άλλως λιγοστών ελεύθερων χώρων των αστικών μας κέντρων.

Αλλά και η μέχρι πρόσφατα διατηρούμενη σχετική συνεκτικότητα του αστικού ιστού των πόλεων μας που προέκυψε από το συνεχές σύστημα δόμησής τους, απειλείται πλέον από την εισβολή έργων μεγάλης κλίμακας με την μορφή είτε εμπορικών κέντρων, «πάρκων», «χωριών» κ.λ.π., είτε κυκλοφοριακών παρεμβάσεων (κόμβων, αρτηριών κ.λ.π.), που διασπούν την συγκρότηση της δομής τους, ενώ εισάγουν όψιμα στην μεσογειακή Ελλάδα αμερικάνικα πρότυπα των δεκαετιών του 50 και 60.

Η κατάσταση των δημόσιων χώρων στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι παρά ο καθρέφτης της κοινωνίας μας, μιας ευδαιμονικής κοινωνίας που νοσεί βαθειά προωθώντας την ιδιοτέλεια, τον κερδοσκοπισμό και την ασυδοσία και αδιαφορώντας τραγικά για το συλλογικό, το κοινό και το σημαντικό.

Για την κατάσταση αυτή είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι πολίτες, τοπική αυτοδιοίκηση, κεντρική εξουσία και αν κακίζουμε συχνά την απραξία της κρατικής μηχανής και τις επιλογές της θα πρέπει να θυμόμαστε ότι και αυτή λειτουργεί πάντα σαν καθρέφτης των δικών μας επιλογών και προτεραιοτήτων.

Ας αναρωτηθούμε λίγο, πόσο ψηλά βρίσκονται στην συνείδηση του μέσου Έλληνα πολίτη, ζητήματα όπως η ποιότητα ζωής, η αισθητική του δομημένου περιβάλλοντος, η δημιουργία και προστασία των ελεύθερων χώρων, η φιλική προς τον άνθρωπο μετακίνηση, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος κ.λ.π.

Νομίζω ότι τόσο οι στατιστικές, όσο και η διάχυτη ατμόσφαιρα ζωής που μας περιβάλλει σε κάθε μας βήμα, επιβεβαιώνουν ότι ο Έλληνας πολίτης μέχρι σήμερα κόπτεται για ποικίλα άλλα θέματα που έχουν σχέση με το εγώ του και τον άμεσο περίγυρό του, και ελάχιστα με αυτά που σχετίζονται με το εμείς  και το ευρύτερο συμφέρον.

Ας έρθω όμως τώρα σ’ αυτά που αφορούν ιδιαίτερα εμάς σαν κλάδο. Νομίζω ότι εφόσον είμαστε σε προσυνεδριακή ημερίδα του επόμενου πανελλήνιου συνεδρίου των αρχιτεκτόνων της χώρας, είναι σκόπιμο, ύστερα από τα παραπάνω, να θέσουμε το ζήτημα και της ευθύνης που μας αναλογεί για την σημερινή κατάσταση του δομημένου περιβάλλοντος και του δημόσιου χώρου της ελληνική πόλης.

Διότι τελικά, η αρμοδιότητα για την ανάκτηση και προστασία της χαμένης σήμερα αισθητικής της ελληνικής πόλης και των κοινόχρηστων χώρων της σε ποιον άλλον ανήκει παρά σ’ εμάς τους αρχιτέκτονες. Αλλά και σε ποιον άλλον παρά σ’ εμάς δεν ανήκει η ευθύνη της καθημερινής αντίστασης, στα χρονίζοντα φαινόμενα της ραγδαίας υποβάθμισης του αστικού και περιαστικού χώρου που μας κληροδοτήθηκε και της ποιότητας ζωής που τείνει να εξαφανισθεί.

Είναι νομίζω καιρός να διευρύνουμε τις προτεραιότητες μας σε ότι αφορά την δημόσια παρουσία μας ως κλάδος στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Θα πρέπει όμως γι’ αυτό τον σκοπό να ξεφύγουμε από την εσωστρέφεια που μας διακατέχει και το πλαίσιο των ισορροπιών και εξαρτήσεων που δημιουργούν οι πελατειακές μας σχέσεις.

Και να συμπεριλάβουμε στις συλλογικές μας δράσεις, εκτός από τις γνωστές και δικαιολογημένες αλλά πάντως άνευρες διεκδικήσεις μας για αρμοδιότητες και δικαιώματα που μας έχουν αφαιρεθεί, την αναγνώριση και καταγραφή των ευθυνών μας και τη διαμόρφωση του νέου ρόλου που συνεπάγονται.

Αλλά ας δούμε τα πράγματα λίγο πιο αναλυτικά, εξετάζοντας τους διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν τον δημόσιο χώρο της ελληνικής πόλης.

 

Β. ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ

Β1. Η κυριαρχία του Ι.Χ αυτοκινήτου και ο εξοστρακισμός του πεζού

Όλο και περισσότερος δημόσιος χώρος διατίθεται στην κίνηση και στάση του Ι.Χ. αυτοκινήτου.

Η κυκλοφορία του πεζού και του ποδηλάτου έχει περιορισθεί στο ελάχιστο. Τα μαζικά μέσα (λεωφορεία και τρόλεϊ) έχουν χάσει την αξιοπιστία τους λόγω της δυσχερούς κίνησης τους και η χρήση τους συνεχώς μειώνεται.

Β2. Η υποβάθμιση της αισθητικής ποιότητας του αστικού χώρου

Το φαινόμενο αφορά τόσο τους υφιστάμενους όσο και τους περισσότερους από τους νέους χώρους που διαμορφώνονται.

Χαμηλή ποιότητα σχεδιασμού και κατασκευής, ετερόκλητα στοιχεία εξοπλισμού που δεν αποτελούν μέρη ενός λεξιλογίου, πλημμελής συντήρηση και φύτευση, επιβάρυνση με πληθώρα διαφημίσεων, κεραιών, αυθαίρετων κατασκευών κ.λ.π.

Β3. Η ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου

Όλο και περισσότεροι χώροι της πόλης παραδίδονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία, είτε αυθαίρετα είτε νομότυπα. Από την γνωστή, ελληνικής επινόησης, χρήση των λιγοστών πεζοδρομίων για parking και των πρασιών για έκθεση αυτοκινήτων και τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων, μέχρι την εκμετάλλευση των παραλιών, τον αποκλεισμό θαλάσσιων μετώπων και την κατάληψη πλατειών και πάρκων, ο δημόσιος χώρος συρρικνώνεται πλέον επικίνδυνα και κραυγαλέα.

Β4. Η εισβολή της μεγάλης κλίμακας

Κατά την τελευταία 20ετία έκαναν την εμφάνισή τους στην χώρα μας, εισαγόμενα από το εξωτερικό, έργα σημαντικού όγκου και κλίμακας με την μορφή εμπορικών κέντρων, πολυχώρων αναψυχής, γραφειακών συγκροτημάτων κ.λ.π., περιβαλλόμενων ενίοτε και από μεγάλης έκτασης parkings.

Τα έργα αυτά προκαλούν όψιμα στον ελληνικό χώρο την διάσπαση της συνέχειας της πόλης και των ελεύθερων χώρων της στις περιοχές όπου χωροθετούνται, και την δημιουργία μεγάλων μονολειτουργικών εκτάσεων που μετατρέπονται σε έρημες εκτάσεις κατά τις ώρες της μη λειτουργίας τους.

Β5. Νέες αρτηρίες και ανισόπεδοι κόμβοι στον αστικό ιστό

Κατά την ίδια περίοδο με τα προαναφερθέντα, το κράτος προχωρά σε μια σειρά οδικών έργων, επίσης μεγάλης κλίμακας, που με εξαίρεση εκείνα τα οποία εξυπηρετούν περιφερειακές κινήσεις (π.χ. Αττική οδός στην Αθήνα), καλούνται να ανταποκριθούν στον διαρκώς αυξανόμενο στόλο των Ι.Χ. αυτοκινήτων συχνά με ακτινωτές κινήσεις (π.χ. λεωφ. Κηφισίας και κόμβοι της στην Αθήνα) εισάγοντας στην χώρα μας καθυστερημένα την λογική της Αμερικάνικης δεκαετίας του 60 και τον αέναο κύκλο της συνεχούς μεγέθυνσης του οδικού δικτύου.

Τα έργα αυτά διασπούν τελεσίδικα την συνέχεια της πόλης και δημιουργούν τεράστιες νεκρές περιοχές στο πλέγμα των δημοσίων χώρων της. Σε πολλές περιπτώσεις δε, συνιστούν και περιβαλλοντικά εξαιρετικά ζημιογόνες παρεμβάσεις, όπως στις περιπτώσεις της επικάλυψης του Κηφισού, της υποθαλάσσιας αρτηρίας της Θεσσαλονίκης κ.λ.π.

Β6. Η καταστροφή του ενδοαστικού και περιαστικού περιβάλλοντος

Ιδιαιτέρα ανησυχητική μέσα στον διεθνή οικολογικό προβληματισμό είναι και η συνεχιζόμενη αλλοίωση και καταστροφή του φυσικού αποθέματος των πόλεων μας που περιλαμβάνει λόφους, πάρκα, ρέματα, περιαστικό πράσινο κ.λ.π. με την διατήρηση μιας σειράς από ζημιογόνες χρήσεις όπως χωματερές, λατομεία, ρυπαίνουσες βιοτεχνικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις κ.λ.π. σε ευαίσθητες περιοχές (π.χ. λατομεία Μαρκόπουλου, εργοστάσια Ελαιώνα κ.λ.π.)

Αλλά και το οξύτατο πλέον πρόβλημα των πυρκαγιών, που συμπληρώνει 60 χρόνια μεταπολεμικής ζωής, πρέπει να προστεθεί στα προηγούμενα σαν το τελειωτικό κτύπημα στο φυσικό περιβάλλον των πόλεων μας προς την κατεύθυνση της ασύδοτης οικοπεδοποίησης και αξιοποίησης του.

Β7. Η υποβάθμιση της δημόσιας αρχιτεκτονικής

Τα δημόσια κτίρια αποτέλεσαν ανέκαθεν αντικείμενο ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής επεξεργασίας, αφού θεωρούντο πάντα σημαντικά τοπόσημα της πόλης και σύμβολα της οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής της ταυτότητας, συχνά πλαισιωμένα από τους κύριους δημόσιους χώρους της.

Τούτο συνέβαινε και στην χώρα μας κατά την νεότερη ιστορία μας, οπότε τα κτίρια αυτά αντιμετωπίζοντο πάντα με αναθέσεις σε καταξιωμένους αρχιτέκτονες, ή κατά τον 20ο αιώνα και με την διενέργεια πανελλήνιων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.

Κατά τις τελευταίες 2 δεκαετίες όμως, εμφανίζεται για πρώτη φορά το φαινόμενο της ανάθεσης των μελετών αυτών των κτιρίων μέσα από διαδικασίες μελετοκατασκευών (βλ. Αεροδρόμιο Σπάτων κ.λ.π.) ή της μελέτης τους από τις τεχνικές υπηρεσίες των αρμόδιων φορέων, με θλιβερά κατά κανόνα αποτελέσματα πλην σπάνιων εξαιρέσεων και σε πλήρη απόκλιση από την κείμενη νομοθεσία που προβλέπει για τα έργα αυτά την υποχρεωτική διενέργεια Π.Α. Διαγωνισμών.

 

Η προκύπτουσα εικόνα για την δημόσια κτιριακή μας υποδομή είναι απαράδεκτη και καθρεφτίζει επίσης τη μιζέρια και υποβάθμιση, από την οποία υποφέρει σήμερα οτιδήποτε έχει σχέση με το κοινωνικό συμφέρον στην χώρα μας.

Παράλληλα, η εικόνα αυτή αντανακλάται στους δημόσιους χώρους όπου συχνά τοποθετούνται τα συγκεκριμένα κτίρια, είτε είναι σημαντικοί οδικοί άξονες, είτε πλατείες, πλήττοντας και αυτών την αισθητική και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους ( βλ. π.χ τον πρόσφατα εξαγγελθέντα κατακερματισμό του χώρου του πρώην Ιπποδρόμου στο Δέλτα Φαλήρου, ενός από τους ελάχιστους εναπομείναντες μείζονες ελεύθερους χώρους του λεκανοπεδίου), για την χωροθέτηση εκεί μιας ποικιλίας ετερόκλητων χρήσεων σε επιμέρους «οικόπεδα» και όλ’ αυτά, ενώ υπάρχει από το 1980 βραβευμένη πρόταση πανελλήνιου διαγωνισμού ιδεών για την ενιαία αξιοποίηση του συνολικού χώρου ως κέντρου πολιτισμού, αναψυχής κλπ μητροπολιτικής κλίμακας).

Γ. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ

Τα παραπάνω φαινόμενα, και άλλα που παραλείπονται για λόγους οικονομίας χρόνου, καταγράφουν ένα γενικό κλίμα αδιαφορίας και απάθειας σε σχέση με τον αστικό χώρο, την αισθητική και ποιότητά του στο οποίο, όπως αναφέρθηκε ήδη, κατά την άποψή μου μετέχουμε όλοι, πολίτες, φορείς, κράτος.

Άλλα ιδιαίτερα εντυπωσιακή  μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι η απομάκρυνση ημών των αρχιτεκτόνων από τα ζητήματα της πόλης, είτε ενεργούμε σαν ιδιώτες επαγγελματίες, είτε μέσα από την συμμετοχή μας σε συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων.

Ας ξεκινήσουμε από τα τελευταία.

Γ1. Οι Σύλλογοι Αρχιτεκτόνων

Από πυρήνες προστασίας και ανάδειξης της αρχιτεκτονικής και δράσης για τα συμφέροντα της πόλης και των κατοίκων τους, κινδυνεύουν να μετατραπούν με ευθύνη όλων μας σε πεδία κομματικής αντιπαράθεσης και συντεχνιακών επιδιώξεων.

Οι αγώνες και οι διεκδικήσεις τους είναι κατά κανόνα συνδικαλιστικού χαρακτήρα (που σίγουρα αποτελούν μια πτυχή της αρμοδιότητάς τους) και κατ’ εξαίρεση σχετίζονται με τα μεγάλα και ζωτικά ζητήματα του αστικού χώρου όπως είναι τα όσα προανέφερα, όπου ζητείται επιτακτικά η συνεχής παρουσία, αντίδραση και συμβολή τους στην αφύπνιση της κοινής γνώμης. Και τούτο όχι μόνο με επιστολές διαμαρτυρίας ή ψηφίσματα προς τους εκάστοτε υπευθύνους αλλά με ενεργό, δυναμική στάση που να ανταποκρίνεται στην πραγματική τους ταυτότητα ως φορέων των κατ’ εξοχήν ειδικών, τεχνοκρατών και εμπειρογνωμόνων.

Ενεργό στάση που να εκδηλώνεται με την συχνή διοργάνωση εκθέσεων, ημερίδων, συνεδρίων, δημοσίων συζητήσεων, την θέσπιση βραβείων αρχιτεκτονικής για αξιόλογες προτάσεις αλλά και πιο δραστικά την στηλίτευση της αντι-αρχιτεκτονικής, της αντι-αισθητικής, της αντι-οικολογίας με τη χρήση όλων των διατιθέμενων μέσων, όπως δημόσιες διαμαρτυρίες, πορείες, συγκεντρώσεις, απεργίες κ.λ.π.
Και διερωτάται κανείς, πως είναι δυνατόν να μην αποφασίσαμε σαν κλάδος κατά τα τελευταία 60 χρόνια ούτε μια πορεία, ούτε μια απεργία για:

1) Την καταστροφή των ιστορικών μας κέντρων και κτιρίων
2) Την πολυκατοικιοποίηση σχεδόν όλων των ελληνικών πόλεων και οικισμών
3) Την διαιώνιση της εκτός σχεδίου δόμησης και την ατέρμονα νομιμοποίηση των αυθαιρέτων
4) Την συνεχιζόμενη οικοπεδοποίηση του περιαστικού χώρου
5) την καταστροφή του αστικού και περιαστικού φυσικού περιβάλλοντος
6) Την άλωση των πόλεων μας από το Ι.Χ. αυτοκίνητο
7) Την επί 30 χρόνια υποχρεωτική συμβίωση μας με το νέφος στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη και όχι μόνο
8) Την υποβάθμιση της δημόσιας αρχιτεκτονικής, για την ανέγερση δημαρχείων, εκπαιδευτηρίων, νοσοκομείων, αεροδρομίων, ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.λ.π. ανά την Ελλάδα, που προσβάλλουν τον κλάδο και τον τόπο μας


Γ2. Το ΤΕΕ

Στο κατ’ εξοχήν συλλογικό όργανο των μηχανικών της χώρας η παρουσία των αρχιτεκτόνων είναι περιορισμένη και η φωνή τους ακόμα ασθενέστερη.

Το ΤΕΕ, όπως και οι σύλλογοι αρχιτεκτόνων έχει κατά καιρούς αντιδράσει σε επίμαχα ζητήματα, αλλά χωρίς απήχηση στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και χωρίς σαφή και αντιληπτή παρουσία στον μέσο πολίτη, για τους προαναφερθέντες λόγους.

Είναι χαρακτηριστική η δημοσίευση στο ενημερωτικό του δελτίο ( που προφανώς αφορά μόνο τα μέλη του) των θέσεων των παρατάξεων, που χαρακτηρίζεται από την προκύπτουσα πολυφωνία και διαφορετικότητα, και η δημοσίευση των εκάστοτε ψηφισμάτων του.

Αυτά αποτελούν κατά την γνώμη μου μόνο επικουρικά στοιχεία των συλλογικών θέσεων του, που θα έπρεπε να διατυπώνονται και παρουσιάζονται ενιαία σε ανάλογες εκδηλώσεις, στα ΜΜΕ, στον τύπο ή δημόσια, με συχνότητα και πυκνότητα που θα εξασφάλιζε την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση και τελικά την συμμετοχή του κοινού και την εδραίωση του ρόλου του ΤΕΕ ως πραγματικού οργάνου προστασίας του δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος στα μάτια των πολιτών.

Γ3. Πολεοδομίες και ΕΠΑΕ

Ασκούν και οι δύο τον πλέον νευραλγικό ρόλο στον έλεγχο της λειτουργικής και αισθητικής ποιότητας των κατασκευών ανά την επικράτεια. Και ενώ στελεχώνονται από εκπροσώπους του κλάδου μας απέχουν πολύ από το να ανταποκρίνονται στις ευθύνες και υποχρεώσεις τους.

Ο μεν αρχιτεκτονικός έλεγχος στις πολεοδομίες περιορίζεται στην εξέταση της εφαρμογής των διατάξεων του ΓΟΚ, ο δε στις ΕΠΑΕ είναι τυπικός όπως αποδεικνύει η πληθώρα των ανοσιουργημάτων που κτίζονται συνεχώς κατά μήκος μεγάλων οδικών αξόνων, στα περιμετρικά μέτωπα πλαισίου ή σε νευραλγικά σημεία των πόλεων ανά την επικράτεια.

Είναι πλέον επιτακτική η αναβάθμιση του ρόλου και των δύο οργάνων ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους. Απαιτείται άμεσα η αξιοκρατική στελέχωση τους με συναδέλφους έμπειρους και καταξιωμένους, υψηλού κύρους, που να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντά τους αμερόληπτα, αντικειμενικά και ανεξάρτητα από πελατειακές σχέσεις και επαγγελματικές ισορροπίες. Και αυτό θα πρέπει να τα επιδιώξουμε πρώτοι εμείς.

Εάν δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε σαν κλάδος σ’ αυτές τις απαιτήσεις, τότε εύλογα πρέπει να δεχθούμε ότι ο ρόλος μας αναλαμβάνεται, ιδιαίτερα σε σημαντικές περιπτώσεις, από τους αρχαιολόγους ή τους δικαστικούς και συχνά με επιτυχία (ΚΑΣ, ΣΤΕ κ.λ.π.).

Γ4. Δημόσια και Τοπική Αυτοδιοίκηση

Πληθώρα συναδέλφων στελεχώνει τεχνικές υπηρεσίες και διευθύνσεις των τοπικών ή κεντρικών φορέων που έχουν σχέση με την δόμηση και το περιβάλλον (Δήμοι, ΥΠΕΧΩΔΕ, Νομαρχίες, Περιφέρειες κ.λ.π.) πολλοί εκ των οποίων διαθέτουν ψηλά προσόντα σπουδών και σημαντική πείρα.

Δυστυχώς όμως, το αποτέλεσμα της δραστηριότητας των αντίστοιχων υπηρεσιών υπολείπεται συχνά από το επιθυμητό και αναγκαίο, είτε στην εκπόνηση μελετών, είτε στην επίβλεψη έργων, για διάφορους λόγους.

Σαν αποτέλεσμα διαπιστώνουμε ότι κατασκευάζονται όλο και περισσότερα κτίρια και διαμορφώσεις κοινόχρηστων χώρων του δημόσιου τομέα που όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται σε κάποιο αξιοπρεπές επίπεδο αρχιτεκτονικής και αισθητικής, αλλά αντίθετα εδραιώνουν το κλίμα της προχειρότητας και της ασχήμιας που χαρακτηρίζει τις πόλεις μας και τους δημόσιους χώρους τους, εφόσον τα περισσότερα από τα έργα αυτά τους αφορούν (κτίρια ΔΕΚΟ, σχολικά κτίρια, δημαρχεία, κτίρια δημοσίων υπηρεσιών, πεζοδρομήσεις, πάρκα, πλατείες). 

Απαιτείται και εδώ ριζική αναβάθμιση του ρόλου των αρχιτεκτόνων και ανάλογη βέβαια αξιοκρατική στελέχωση των παραπάνω υπηρεσιών, όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν (βλ. π.χ την συμβολή των Κ.Μπίρη στον δήμο Αθηναίων, Ν.Μητσάκη και Κ.Παναγιωτάκου στην τεχνική υπηρεσία του Υπ. Παιδείας και Α.Κωνσταντινίδη στον ΕΟΤ).

Είναι υποχρέωση μας να διεκδικήσουμε την εξασφάλιση αρχιτεκτονικής ποιότητας για το σύνολο της παραγωγής του δημόσιου τομέα στο δομημένο περιβάλλον που θα πρέπει να λειτουργήσει διαπαιδαγωγικά και παραδειγματικά για τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία ευρύτερα.
Παράλληλα, θα πρέπει να παλέψουμε αποφασιστικά για την επαναφορά του θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για όλα τα σημαντικά κτίρια και παρεμβάσεις του δημόσιου τομέα, όπως προβλέπει και ο νόμος, και τον περιορισμό της χρήσης των διαγωνισμών μελετοκατασκευής που ελαχιστοποιεί την συμβολή της αρχιτεκτονικής στο τελικό αποτέλεσμα και καθιστά τον αρχιτέκτονα εξαρτώμενο από τον κατασκευαστή.

Είναι λυπηρό, ότι παρά τα σοβαρά αυτά μειονεκτήματα έχουμε σαν κλάδος αποδεχθεί το συγκεκριμένο καθεστώς κατά τις τελευταίες δεκαετίες, περιορίζοντας τις φιλοδοξίες μας για πραγματική αρχιτεκτονική στον τόπο μας.

Γ5. Το Ελεύθερο Επάγγελμα

Και εδώ δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Ενώ διακηρύσσουμε συχνά ότι μόνο το 5-10% του δομημένου οικοδομικού όγκου των πόλεών μας μελετάται από αρχιτέκτονες, σαν άλλοθι για την κατάσταση που μας περιβάλλει, ένα σημαντικό μέρος των κτιρίων μας και ιδιαίτερα αυτό που προβάλλεται σε σημαντικούς δημόσιους χώρους δεν ανταποκρίνεται στο προσδοκώμενο ποιοτικό επίπεδο και δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν πρότυπο.

Και τούτο όχι μόνο διότι, όπως είναι φυσικό, δεν είναι δυνατόν ο κλάδος μας να περιλαμβάνει μόνο ταλαντούχους και ψηλής απόδοσης συνθέτες, αλλά κυρίως διότι συχνά μελετούμε και κτίζουμε έργα που χαρακτηρίζονται από μια έντονη εσωστρέφεια και αυταρέσκεια, προσπαθώντας να είναι «το κάτι άλλο» χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψη μας τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου που δέχεται το έργο μας, όπως είναι η ιστορία του, τα υλικά, το ήδη δομημένο περιβάλλον και η συγκρότηση του, οι συνήθειες του κόσμου, το κλίμα, το τοπίο κ.λ.π.


Δεν έχει παρά να παρατηρήσει κανείς την παράθεση των διαφόρων κτιρίων που ανεγείρονται στους κύριους οδικούς άξονες, ιδιαίτερα των μεγάλων πόλεων, για να αντιληφθεί ότι τα κτίρια λειτουργούν σαν αυτόνομες μονάδες και όχι σαν μέρη ενός ευρύτερου συνόλου, το οποίο τελικά έχει οριστικά απολεσθεί.

Στην διάσπαση της συνέχειας του πολεοδομικού ιστού συνηγορούν ασφαλώς και οι διατάξεις του ΓΟΚ του 85 που επιτρέπουν την ελεύθερη τοποθέτηση του κτιρίου στο οικόπεδο σε κάτοψη και τομή. Οι χειρισμοί αυτών των δυνατοτήτων που επανηλειμμένα έχουν οδηγήσει στην διακοπή της ενότητας του μετώπου των οικοδομικών τετραγώνων τόσο κατά την οικοδομική γραμμή όσο και κατά το ύψος, πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή από εμάς τους μελετητές, αν δεν θέλουμε να συμβάλλουμε και εδώ στην δρομολογημένη ήδη κατάργηση της συνεκτικότητας του δημοσίου χώρου.

Αλλά και η ασυλλόγιστη αποδοχή και εισαγωγή ξένων προτύπων στο χώρο μας είτε αυτή αφορά προτάσεις για την ανέγερση ουρανοξυστών, μεγάλων συγκροτημάτων, «πάρκων» και «χωριών», είτε την ισοπεδωτική όψιμη δημιουργία γυάλινων κατασκευών κ.λ.π., βαρύνει εμάς τους ίδιους, διότι με τις θέσεις μας ανοίγουμε τους δρόμους, όχι μόνο για τις δικές μας παρεμβάσεις αλλά και για την εδραίωση της ίδιας λογικής μέσα από τον μιμητισμό, από τα χέρια των πάσης φύσεως οικοδομούντων μη αρχιτεκτόνων, με τις ανάλογες επιπτώσεις στην δομή της πόλης.

Γ6. Η Αρχιτεκτονική Εκπαίδευση

Τέλος, ένας θεμελιώδης παράγων που συμβάλλει καθοριστικά στην δημιουργία και διαιώνιση της θλιβερής εικόνας του αστικού μας τοπίου είναι και η έλλειψη σχετικής αγωγής και παιδείας από τον μέσο Έλληνα πολίτη. Η εξοικείωση με θέματα της αισθητικής και της λειτουργίας της πόλης και των ελεύθερων χώρων της ιδιαίτερα, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται από πολύ νωρίς, στην πρωτοβάθμια κιόλας εκπαίδευση, αν αποβλέπουμε στην δημιουργία μιας κοινωνίας ενεργών και συνειδητοποιημένων πολιτών.

Ο μαθητής μέσα από διαδραστικές εκδηλώσεις, ασχολίες και ξεναγήσεις, διαγωνισμούς ζωγραφικής – πλαστικής, ενημέρωση μέσα από το internet κ.λ.π. θα μπορούσε να αποκτήσει τα θεμελιώδη εφόδια που θα του επέτρεπαν να συγκροτήσει άποψη για το περιβάλλον, στο οποίο ζει και κινείται καθημερινά και τελικά αστική συνείδηση. Η συμβολή του κλάδου μας πρέπει να είναι καθοριστική σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Η περιβαλλοντική παιδεία θα μπορούσε σταδιακά να ολοκληρώνεται στα χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ασκώντας παράλληλα και καθοδηγητικό ρόλο στον επαγγελματικό προσανατολισμό.

Αλλά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των αρχιτεκτόνων είναι απαραίτητη κατά την άποψή μου, η τόνωση της αστικής συνείδησης του φοιτητή και η κατανόηση του γεγονότος ότι οι όποιες παρεμβάσεις μικρές ή μεγάλες μελετά, αποτελούν κύτταρα ενός ευρύτερου οργανισμού με δεδομένη λειτουργία, ιστορία, πληθυσμό, κλίμα κ.λ.π. στον οποίο καλείται να τις εντάξει.

Κρίνω δηλαδή απαραίτητη την εξοικείωση του φοιτητή από το πρώτο κιόλας έτος των σπουδών του με έννοιες και παραμέτρους που σχετίζονται με την δομή, αισθητική και λειτουργία της πόλης και του δημόσιου χώρου της μέσα από μαθήματα αστικού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής τοπίου που θ’ αποτελούν μέρος του προγράμματος του πρώτου έτους.

Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κλείνοντας επιτρέψτε μου ν’ ανακεφαλαιώσω με τα εξής:

Η κατάσταση των αστικών χώρων των πόλεών μας είναι ιδιαίτερα ανησυχητική και αποτελεί έκφραση μιας κοινωνίας που προάγει τον ατομισμό και την ιδιοτέλεια όσο και την απάθεια και την αδιαφορία για το κοινό και το συλλογικό.

Οι αρχιτέκτονες φέρουμε ένα σημαντικό μέρος της ευθύνης, εφόσον δεν προβάλλουμε μέχρι σήμερα απτές και σαφείς αντιστάσεις και αντιδράσεις στην επί δεκαετίες συνεχιζόμενη υποβάθμιση των πόλεών μας, τόσο μέσα από την δουλειά μας όσο και κυρίως μέσα από την στάση μας ατομική ή συλλογική.

Παράλληλα, είμαστε τουλάχιστον συνυπεύθυνοι διότι δεν συμβάλλουμε στην διαπαιδαγώγηση και ευαισθητοποίηση και τελικά αφύπνιση του Έλληνα πολίτη σχετικά με τα αναφαίρετα δικαιώματα και τις αναντίρρητες υποχρεώσεις του προς το αστικό περιβάλλον και τους δημόσιους χώρους του.


Αλλά είναι σαφές ότι έστω και καθυστερημένα τα πράγματα τείνουν να αλλάξουν.

Η όλο και πιο δυνατή παρουσία μη κυβερνητικών οργανώσεων στην διεκδίκηση της ποιότητας ζωής και του περιβάλλοντος τόσο διεθνώς όσο και βαθμιαία στον χώρο μας, αλλά και η πολυσυζητημένη πλέον και επωαζόμενη πραγματική κοινωνία των πολιτών, που έχει αρχίσει να δείχνει τα πρώτα δείγματα γραφής της, μας επιτρέπουν να ελπίζουμε για ένα διαφορετικό μέλλον.

Ας προσθέσουμε και την δική μας γνώση και δύναμη προς αυτή την κατεύθυνση. 

Α.Δ ΤΡΙΠΟΔΑΚΗΣ  - ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ  ΤΜ. ΑΡΧΙΤ/ΝΩΝ ΠΟΛ. ΚΡΗΤΗΣ

ΚΑΜ – ΣΑΔΑΣ ΠΕΑ  ΤΜΗΜΑ ΧΑΝΙΩΝ   Α’ ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
11ΟΥ ΠΑΝ. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
«ΠΟΛΙΤΕΣ – ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ – ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΧΩΡΟΙ»   29/09/2007

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital