ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΤΟΠΙΑ

Βιώσιμα αστικά τοπία και σύγχρονη ελληνική πόλη. Η συμβολή της Αρχιτεκτονικής Τοπίου.

09 Απρίλιος, 2012

Βιώσιμα αστικά τοπία και σύγχρονη ελληνική πόλη. Η συμβολή της Αρχιτεκτονικής Τοπίου.

Η μόνιμη στήλη "τοπία" φιλοξενεί κείμενο της Δρ. Μαρίας Τρατσέλα Λέκτορα Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ.


Η έννοια της αειφορίας είναι πολυδιάστατη και έχει δεχτεί κατά καιρούς πολλαπλές ερμηνείες. Παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια αυτή έχει διαδοθεί και αφομοιωθεί ευρέως από τους περισσότερους επιστημονικούς κλάδους, η αφετηρία της βρίσκεται στους κόλπους της οικολογίας και ορίζεται ως «η διαρκής, συνεχιζόμενη ύπαρξη και ανανεωσιμότητα του περιβάλλοντος» (Χατζηστάθης, Ισπικούδης, 1995). Με άλλα λόγια, με καθαρά οικολογικούς όρους, η αειφορική προσέγγιση βασίζεται στην αξιοποίηση των φυσικών πηγών με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα και η ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.

Αντίστοιχα η αειφόρος ή βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται ως «η ανάπτυξη η οποία καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες» (Έκθεση Brundtland, UN General Assembly, 1987) και περιγράφεται ικανοποιητικά από το τρίπτυχο «Περιβάλλον - Οικονομία - Κοινωνία». Προκειμένου λοιπόν μία πόλη να είναι βιώσιμη, πρέπει να ικανοποιεί ένα φάσμα προϋποθέσεων που σχετίζονται με οικολογικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Οι προϋποθέσεις αυτές συνοψίζονται ως εξής:

- Προώθηση των μέσων μαζικής μεταφοράς
- Υποστήριξη εναλλακτικών μορφών ενέργειας και περιορισμό της σπατάλης της
- Εφαρμογή βιοκλιματικών αρχών στο σχεδιασμό των κτιρίων και του υπαίθριου χώρου,
- Εξασφάλιση των ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, καθώς και της ισόρροπης κατανομής τους στο χώρο της πόλης
- Ανάκτηση (εάν απαιτείται) και επανασχεδιασμό υποβαθμισμένων τοπίων στον αστικό ιστό,
- Στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης
- Ανάδειξη της πολιτισμικής διάστασης
- Συμμετοχή των πολιτών σε όλες τις αποφάσεις και τα στάδια της σχεδιαστικής διαδικασίας.

Επιπλέον, όλα τα παραπάνω πρέπει να τελούνται κάτω από όρους ισότητας όλων των πολιτών στη χρήση του δημόσιου χώρου, ανεξαρτήτου κοινωνικής, εθνικής ή άλλης διάκρισης (Low, et al. 2005).

Οι περισσότερες μεγαλουπόλεις ανά τον κόσμο απέχουν κατά πολύ από το να μπορούν να χαρακτηριστούν βιώσιμες. Αντίθετα, στα περισσότερα αστικά κέντρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία πληθώρα κοινών προβλημάτων, που παρουσιάζουν μικρές διαφοροποιήσεις από τόπο σε τόπο, κυρίως ως προς το βαθμό στον οποίο εκδηλώνονται.

Ειδικότερα, στο ελληνικό αστικό τοπίο εμφανίζονται ισχυρές αντιθέσεις, αντιφάσεις, δυσαρμονίες και εκπτώσεις στην ποιότητα και την ποσότητα του υπαίθριου δημόσιου χώρου, τα οποία προκαλούν τη δραματική υποβάθμιση της καθημερινής ζωής των πολιτών (Φωτ.01 - Φωτ.03).

 


[Φωτ.01. Κυκλοφοριακό και αναρχία σε κεντρικές οδικές αρτηρίες της Θεσσαλονίκης (φωτογραφία: Μ. Τρατσέλα)]


[Φωτ. 02. Τυπική διαμόρφωση συνοικιακού πάρκου της ελληνικής πόλης. (φωτογραφία: Μ. Τρατσέλα)], [Φωτ. 03. Καταπάτηση αστικών ρεμάτων και υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. (φωτογραφία: Μ. Τρατσέλα)]

 

Τα σοβαρότερα προβλήματα του σύγχρονου αστικού τοπίου, συνοψίζονται στα εξής σημεία:

- Υπερδόμηση, με ιδιαίτερη πύκνωση των κέντρων των πόλεων
- Κυκλοφοριακό
- Ρύπανση
- Δραματική μείωση των ελεύθερων χώρων
- Έλλειψη πρασίνου
- Σοβαρή υποβάθμιση έως καταστροφή των φυσικών οικοσυστημάτων
- Εγκατάλειψη και υποβάθμιση του περιβάλλοντος των αστικών ρεμάτων, των πρώην εγκαταστάσεων βιομηχανικών μονάδων [1], στρατοπέδων, αεροδρομίων, λιμανιών κ.ά. με ακόλουθη υποβάθμιση του τοπίου γύρω από αυτές
- Ανάπτυξη υπολειμματικών εκτάσεων σε περιαστική κλίμακα λόγω του φαινομένου της αστικής διάχυσης (urban sprawl)[2]
- «Κρίση ταυτότητας»[3] του αστικού τοπίου στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής παγκοσμιοποίησης.

Όσον αφορά τη διαχείριση αυτών των, κατά πολύ κοινών, προβλημάτων, γενική παραδοχή αποτελεί η πεποίθηση ότι η απρογραμμάτιστη ανάπτυξη των πόλεων και η σημειακή αντιμετώπιση του αστικού χώρου σε αντίθεση με μία ενιαία αντιμετώπιση του αστικού πλέγματος, καθώς και η απουσία πολιτικής διαχείρισης και σχεδιασμού του αστικού τοπίου στον αστικό και τον περιαστικό χώρο, αποτελούν βασικές αιτίες διαιώνισης της υποβάθμισης, αν όχι της περαιτέρω επιδείνωσης, του αστικού τοπίου.

Σύμφωνα με τις επικρατούσες απόψεις, το αστικό τοπίο αντιμετωπίζεται σήμερα ως ένα πολυσύνθετο σύστημα που παράγεται και διαμορφώνεται μέσα από τις σχέσεις διάδρασης διαφόρων παραμέτρων, οι οποίες σχετίζονται τόσο με το φυσικό περιβάλλον όσο και με τη δράση του ανθρώπου μέσα σ' αυτό (Tρατσέλα, 2011α). Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά το σχεδιασμό και τη διαχείρισή του αστικού τοπίου με μία μελλοντική προοπτική, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί βιώσιμο, έρχονται στο προσκήνιο τέσσερις κατηγορίες ζητημάτων:

- Οικολογικά, όπως π.χ. εξυγίανση του αστικού περιβάλλοντος, διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων, προώθηση της βιοποικιλότητας κ.ά.
- Οικονομικά, προκειμένου για την εξασφάλιση της ευημερίας των πολιτών και την ανάπτυξη μιας ισορροπημένης σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον,
- Κοινωνικά και πολιτισμικά, όπως διαμορφώνονται μέσα από το σύγχρονο τρόπο ζωής, τις απαιτήσεις, ανάγκες, προτιμήσεις των χρηστών κ.τλ.
- Ζητήματα που αφορούν τη σωστή λειτουργία και την αισθητική του υπαίθριου χώρου.

Επιπλέον, η έννοια του χρόνου - και κατά συνέπεια της χρονικότητας - εμφανίζεται ως μια ιδιαίτερα κρίσιμη μεταβλητή κατά το σχεδιασμό του τοπίου, όχι μόνο γιατί είναι συνυφασμένη με την έννοια της βιωσιμότητας (μελλοντική προοπτική), αλλά και εξαιτίας του δυναμικού χαρακτήρα του τοπίου, φυσικού ή αστικού, και της επακόλουθης διαρκούς μεταβολής την οποία υφίσταται σε όλα τα επίπεδα (Tρατσέλα, 2011β).

Η πολυπλοκότητα αυτών των ζητημάτων επιβάλλει τη σφαιρική και συντονισμένη αντιμετώπισή τους στη βάση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για το τοπίο, που θέτει στόχους, περιορισμούς και γενικότερα ένα συνολικό πλαίσιο δράσης, με ευρύ χρονικό πεδίο αναφοράς [4]. Οι μελέτες αρχιτεκτονικής τοπίου μεγάλης κλίμακας μπορούν να εξασφαλίσουν την οπτική της συνολικής, σε αντίθεση με την αποσπασματική, σημειακή αντιμετώπιση που αποτελεί την τρέχουσα πρακτική στην ελληνική επικράτεια.

Στον ευρωπαϊκό χώρο, ήδη από τη δεκαετία του 1970, εμφανίζονται οι πρώτες αντίστοιχες προσπάθειες μέσα από μεγάλης κλίμακας έργα αρχιτεκτονικής τοπίου [5]. Στα πλαίσια των διάφορων προσεγγίσεων που εμφανίστηκαν από τότε μέχρι σήμερα, παρά τις διαφορές τους, προωθήθηκε και συνεχίζει να προωθείται η βιώσιμη ανάπτυξη στο αστικό περιβάλλον, μέσα από τον ολοκληρωμένο σχεδιασμό του αστικού τοπίου. Η κοινωνική, αισθητική και οικολογική αναβάθμιση του αστικού χώρου συνολικά και ταυτόχρονα η εξασφάλιση της οικονομικής ώθησης των περιοχών αυτών αποτέλεσαν τη βασική γραμμή σχεδιασμού κατά την εκπόνηση αντίστοιχων μελετών.

Tα τελευταία χρόνια προωθούνται διεθνώς προγράμματα αστικής ανάπλασης, γνωστά ως urban regeneration projects ή projets urbain, ως βασικό εργαλείο για τη σφαιρική αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβλημάτων των σύγχρονων αστικών κέντρων ή ευρύτερων αστικών ενοτήτων στη βάση της αειφόρου ανάπτυξης (Ingallina, 2001). Αφορούν μεγάλες περιοχές - μεγαλύτερες από την κλίμακα γειτονιάς - με κοινά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. ιστορικά κέντρα πόλεων, θαλάσσια μέτωπα ή δήμους ολόκληρους. Πρόκειται για μακρόπνοα, πολυετή προγράμματα στα οποία εμπλέκονται δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς, οργανισμοί, η τοπική αυτοδιοίκηση, τοπικές οργανώσεις, σύλλογοι και κυρίως οι ίδιοι οι κάτοικοι μέσω της δυνατότητας συνεχούς ενημέρωσης και ενεργούς συμμετοχής στις προτάσεις των ειδικών επιστημονικών ομάδων. Στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων επιβάλλεται η διεπιστημονική συνεργασία - εμπλέκονται χωροτάκτες, πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες τοπίου, αρχιτέκτονες, οικολόγοι, οικονομολόγοι, καλλιτέχνες, κ.ά. - αφού λαμβάνονται αποφάσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Επιπλέον, για την επίτευξη της ενιαίας και κυρίως συντονισμένης αντιμετώπισης των πολυεπίπεδων και πολύπλοκων ζητημάτων, απαιτούνται ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που θα επιτρέπουν την εφαρμογή των προτάσεων (Masboungi, 2002). Πόλεις του εξωτερικού στις οποίες επιχειρήθηκε η εφαρμογή ανάλογων προγραμμάτων - χωρίς απαραίτητα να έχουν εξ ολοκλήρου εφαρμοστεί - είναι το Παρίσι, Λυόν, Μπιλμπάο, Βαρκελώνη, Μπέρμινχαμ, Γλασκώβη και άλλες πολλές.

Από το 1974 που διδάσκεται η αρχιτεκτονική τοπίου επίσημα ως ξεχωριστό γνωστικό αντικείμενο στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών και τη Γεωπονική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, έχει εκπονηθεί πληθώρα ερευνητικών προγραμμάτων στα οποία μελετήθηκαν οι δυνατότητες αναβάθμισης αστικών τοπίων στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης. Πρόκειται για μεμονωμένες έρευνες αρχιτεκτονικής τοπίου ή τμήματα ευρύτερων προγραμμάτων αστικής ανάπλασης, δηλαδή σε συνδυασμό με αρχιτεκτονικές, πολεοδομικές, χωροταξικές ή άλλου είδους μελέτες. Αναφέρονται χαρακτηριστικά οι δύο πιο πρόσφατες, που αφορούν τις πόλεις της Θεσσαλονίκης και της Έδεσσας αντίστοιχα.

Η πρώτη, με τίτλο «Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Σχέδιο για το Πράσινο  Θεσσαλονίκης» [6] (2004-2006), αποτελεί διεπιστημονική έρευνα με σκοπό τη διαμόρφωση των βασικών παραμέτρων - προδιαγραφών για το σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου συστήματος / δικτύου ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου και η ανασύνταξη, μέσω αυτού, του τοπίου της πόλης (Ανανιάδου- Τζημοπούλου, Καρτέρης 2008).

Η σχεδιαστική πρόταση αρχιτεκτονικής τοπίου, ως μέρος του συνολικού προγράμματος,  έχει ως γενικότερο στόχο την προστασία και αναβάθμιση των υφιστάμενων ή / και θεσμοθετημένων χώρων πρασίνου, την εξασφάλιση νέων, καθώς και τη χωροταξική ισοκατανομή τους στις διάφορες περιοχές και Δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος (Φωτ.04).

 


[Φωτ.04. Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Σχέδιο για το Πράσινο στη Θεσσαλονίκη. (Πηγή: Ανανιάδου - Τζημοπούλου, Καρτέρης, 2008)]

 

Υποστηρίζεται ότι στο πλαίσιο μιας πολιτικής τοπίου που θα αξιοποιήσει, θα δώσει οικονομικές προτεραιότητες και θα παρακολουθήσει μακροχρόνια τη βιώσιμη και αειφόρο μεταμόρφωση της πόλης, οι χώροι πρασίνου μπορούν να μετατραπούν σε σύγχρονους βιώσιμους και ελκυστικούς αστικούς χώρους. Κρίνεται επιβεβλημένη η αύξησή τους και διερευνούνται οι δυνατότητες και προοπτικές ανάκτησης των υπολειμματικών τοποθεσιών και ο σχεδιασμός τους σε μία ενιαία αντιμετώπιση ως δίκτυο ελεύθερων χώρων και όχι απλά πράσινων χώρων. Ως τέτοιοι εν δυνάμει αξιοποιήσιμοι χώροι πρασίνου κρίθηκαν τα στρατόπεδα στη Δυτική και Ανατολική Θεσσαλονίκη, καθώς και τα υπολείμματα των παλιών χειμάρρων.

Όσον αφορά τα στρατόπεδα, υποστηρίζεται ότι αποτελούν ίσως την τελευταία μεγάλη ευκαιρία της πόλης για αναβάθμιση του τοπίου, τόσο σε επίπεδο πολεοδομικού συγκροτήματος όσο και σε επίπεδο Δήμων. Σχεδιασμένα ως σύγχρονα αστικά πάρκα μητροπολιτικού χαρακτήρα με πολιτισμική προοπτική, μεγέθους και ποιότητας σύγχρονων αστικών πάρκων κατά τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα, προσαρμοσμένα στις ελληνικές συνθήκες, μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάκτηση της χαμένης ποιότητας ζωής στην πόλη, τόσο μέσα από την οικολογική αναβάθμιση όσο και κοινωνικά και πολιτισμικά. Έτσι προτείνεται ο συντονισμένος σχεδιασμός αυτών των αδόμητων ακόμη εκτάσεων ως ένα σύστημα ελεύθερων χώρων/πρασίνου που θα εξυπηρετεί τους παραπάνω σκοπούς.

Αντίστοιχα παρουσιάζονται αναλυτικά τα πολλαπλά οφέλη της διατήρησης και ανάδειξης των ρεμάτων της πόλης και προτείνεται η διαμόρφωσή τους σε γραμμικά πάρκα - χώρους πρασίνου. Υποστηρίζεται ότι αυτά θα λειτουργούν, εκτός των άλλων, ως στοιχεία οργάνωσης του αστικού τοπίου, εξασφαλίζοντας τη σύνδεση των κοινόχρηστων, κοινωφελών δημόσιων χώρων μεταξύ τους και των προτεινόμενων περιαστικών πάρκων και του δάσους Σέιχ-Σου με τον αστικό ιστό και το θαλάσσιο μέτωπο (Ανανιάδου -Τζημοπούλου et al., 2006).

Για την πόλη της Έδεσσας, το πρόγραμμα με τίτλο «Έδεσσα - Οικολογική Πόλη. Σχέδιο Ανάδειξης Δήμου Έδεσσας σε  Υπερτοπικό Πόλο Οικο-πολιτιστικού Τουρισμού και Αναψυχής» [7] (2005-2008) αναφέρεται σε μία παρέμβαση μεγάλης κλίμακας, με γενικότερο στόχο την ανάδειξη της οικολογικής, πολιτιστικής και τοπιακής ταυτότητας της πόλης.

Συγκεκριμένα, με βάση τις αρχές του αειφόρου σχεδιασμού, η πρόταση φιλοδοξεί να αναδείξει και να βελτιώσει τρεις βασικούς τομείς (Τσαλικίδης et al, 2008):

- Περιβάλλον και Οικολογία
Επιχειρείται μέσα από τη διατήρηση της τοπικής χλωρίδας και πανίδας, την προστασία της βιοποικιλότητας, τη διεύρυνση των οικοτόπων, τη συντήρηση και διαφύλαξη των υδρολογικών αξόνων, καθώς και την αύξηση του δείκτη αστικού πρασίνου.

- Πολιτισμό και Κοινωνία
Επιτυγχάνεται μέσα από τη γενικότερη αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, την προσπελασιμότητα των αστικών περιοχών, τη σύνδεση και τη διεύρυνση των χώρων αναψυχής για αύξηση των κοινωνικών επαφών και δραστηριοτήτων.

- Οικονομία
Η ενίσχυσή της επιχειρείται μέσω της αύξησης της τουριστικής και της εμπορικής δραστηριότητας και την εξισορρόπηση  οικονομικών ανισοτήτων.

Μέσα από την ανάλυση του τοπίου και τον εντοπισμό τεσσάρων διαφορετικών τοποθεσιών που χαρακτηρίζονται από ομοιογένεια και συνοχή ως προς τα χαρακτηριστικά τους (Φωτ.05), προτείνεται η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου πλέγματος Διαδρομών ψυχαγωγικού - οικολογικού χαρακτήρα, μέσω της ενοποίησης χώρων ενδιαφέροντος, αναψυχής και ψυχαγωγίας, ιστορικών και αρχαιολογικών τόπων (Φωτ.06).

 


[Φωτ.05. Εντοπισμός και καταγραφή ενοτήτων τοπίου για την πόλη της  Έδεσσας. (Πηγή: Αρχείο Ι.Α Τσαλικίδη)]


[Φωτ.06. Πρόταση για το σχεδιασμό Διαδρομών ψυχαγωγικού-οικολογικού χαρακτήρα. (Πηγή: Αρχείο Ι.Α Τσαλικίδη)]

 

Παράλληλα επιχειρείται η συνένωση των περιαστικών και αστικών, υφιστάμενων ή προτεινόμενων, χώρων πρασίνου σε ένα ενιαίο δίκτυο (Φωτ.07). Το προτεινόμενο δίκτυο πρασίνου στοχεύει στην αειφόρο ανάπτυξη της πόλης, με τη διατήρηση των φυσικών πόρων και την προστασία του περιβάλλοντος, και στην ενθάρρυνση των μετακινήσεων των χρηστών (κατοίκων και επισκεπτών) μέσω πράσινων διαδρομών.

 


[Φωτ.07. Οργάνωση του Δικτύου Πρασίνου σε ζώνες. (Πηγή: Αρχείο Ι.Α Τσαλικίδη)]

 

Επίσης μελετήθηκαν και ανασχεδιάστηκαν σε μικρότερη κλίμακα σημαντικοί χώροι πρασίνου, θεματικά πάρκα και διαδρομές ειδικού ενδιαφέροντος (Φωτ.08.).

 


[Φωτ.08. Ποταμοβραχίονας Γ΄: Περίπατος της Ιστορίας. (Πηγή: Αρχείο Ι.Α Τσαλικίδη)]

 

Καταλήγοντας, η αρχιτεκτονική τοπίου, ως η κατεξοχήν επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη και το σχεδιασμό του τοπίου, μπορεί πολλά να συνεισφέρει στη βιώσιμη ανάπτυξη της σύγχρονης πόλης, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο μέσα από το σχεδιασμό. Ωστόσο, η ποιότητα του αστικού τοπίου, η οποία είναι συνυφασμένη με την ποιότητα ζωής, αποτελεί ένα ζήτημα που δεν αφορά αποκλειστικά τον επιστημονικό χώρο, την πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς, αφού, πέρα από την επιστημονική γνώση και το σωστό προγραμματισμό, απαιτούνται εξίσου και ένα αίσθημα ευθύνης και ευαισθησίας σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.

 

της Δρ. Μαρίας Τρατσέλα
Λέκτορας Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ

 

Βιβλιογραφία

Ελληνική
Ανανιάδου -Τζημοπούλου, Μ., Διαμαντόπουλος, Στ., Ζάγκας, Θ., Παπαμίχος, Ν. (2004), Στρατηγικό και Επιχειρησιακό Σχέδιο για το Πράσινο στη Θεσσαλονίκη, Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Τομέας Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Θεσσαλονίκη.
Ανανιάδου - Τζημοπούλου, Μ., Καρτέρης, Μ. (2008) "Σύγχρονη περιβαλλοντική πολιτική. Σχεδιασμός και αναβάθμιση περιβάλλοντος", στην Ημερίδα Θεσσαλονίκη. Στρατηγική Βιωσιμότητας, Συμβούλιο Περιβάλλοντος ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 4 Ιουνίου.
Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. (2006), "Τα Αναδυόμενα «Διεθνο-τοπικο-ποιημένα» Αστικά Τοπία: Η περίπτωση της Αθήνας", στο Γοσποδίνη, Α., Μπεριάτος, Η. (επιμ.), Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, σσ.169-182.
Τρατσέλα, M. (2011α), "Σχεδιάζοντας το σύγχρονο αστικό τοπίο: Κοινωνία, χώρος, χρόνος και σχέσεις διάδρασης", Αιμ. Στεφανίδου (επιμ.) Εν χώρω Τεχνήεσσα, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων - ΔΠΜΣ Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού, Θεσσαλονίκη, σσ. 525-537.
Τρατσέλα, M. (2011β), Η Αρχιτεκτονική του Τοπίου της Θεσσαλονίκης: Ο ρόλος της χρονικότητας στο σχεδιασμό του τοπίου, Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.
Τσαλικίδης, Ι.Α., Λιονάτου, Μ., Μεταξάς, Δ., Παπαπέτρου, Φ. (2009), "Σχεδιασμός και δικτύου πρασίνου και οικολογικών-πολιτιστικών διαδρομών στην πόλη της Έδεσσας", πρακτικά 3ου πανελληνίου συνεδρίου, Κλιματική αλλαγή, Βιώσιμη Ανάπτυξη & Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, ΑΠΘ, Συμβούλιο Περιβάλλοντος, Θεσσαλονίκη, σσ. 369-376.
Χατζηστάθης, Αθ., Ισπικούδης, Ι. (1995), Προστασία της Φύσης και Αρχιτεκτονική του Τοπίου, Β' Έκδοση, εκδόσεις γγ, Θεσσαλονίκη.

Ξενόγλωσση
Berger, A. (2006), Drosscape, Wasting Land in Urban America, Princeton Architectural Press, New York.
Grether, F.  (2002) 'Le projet urbain et ses règles aujourd'hui' στο Masboungi, Α. (dir.), Projets urbains en France - French Urban Strategies, Editions du Moniteur, Paris, σσ. 32-36.
Ingallina, P.  (2001), Le projet urbain, coll. Que sais-je ?, PUF, Paris.
Loures, L. & Panagopoulos, T. (2007), "Sustainable reclamation of industrial areas in urban landscape", Transactions on Ecology & the Environment, Vol. 102, WIT Press.
Masboungi, Α. (dir.) (2002) Projets urbains en France - French Urban Strategies, Editions du Moniteur, Paris.
Low, S., Taplin, D., Scheld, S. (2005), Rethinking Urban Parks, Public Space and Cultural Diversity, University of Texas Press, Texas.

Παραπομπές
[1]Βλ. Loures, L. &  Panagopoulos, T., 2007.
[2]Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ανάπτυξη, τη μορφή και τη διαχείριση αυτών των τοπίων βλέπε και Berger, A. 2006.
[3]Βλέπε σχετικά Γοσποδίνη Α., Μπεριάτος Η. (2006), "Τα Αναδυόμενα «Διεθνο-τοπικο-ποιημένα» Αστικά Τοπία: Η περίπτωση της Αθήνας", στο Γοσποδίνη Α., Μπεριάτος Η. (επιμ.),Τα νέα αστικά τοπία και η ελληνική πόλη, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, σσ.169-182.
[4]Ειδικότερα για τη σχέση της αστικής ανάπτυξης με τη διάσταση του χρόνου βλέπε Grether, F.,  2002.
[5]Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν το Πάρκο Bois le Roi στο Fontainebleau, Γαλλία, 1978 (Αρχιτέκτων Τοπίου G. Vexlard), το Plaine Saint - Denis, Γαλλία, 1998 (Αρχιτέκτων Τοπίου Μ. Corajoud) κ.ά.
[6]Στην έρευνα συμμετείχαν αρχιτέκτονες / πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες τοπίου και δασολόγοι. Η έρευνα εκπονήθηκε σε συνεργασία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τον Οργανισμό Ρυθμιστικού Σχεδίου και Προστασίας Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης. Ερευνητική ομάδα: Καθηγ. Ν. Παπαμίχος (Επιστ. Υπεύθυνος), Καθηγ. Μ. Ανανιάδου - Τζημοπούλου (Υπεύθυνη για τη μελέτη αρχιτεκτονικής τοπίου), Στ. Διαμαντόπουλος, Θ. Ζάγκας.
[7]Εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου της Γεωπονικής Σχολής ΑΠΘ σε συνεργασία με το Δήμο Έδεσσας. Επιστημονικός Υπεύθυνος: Καθηγ. Αρχιτεκτονικής Τοπίου Ι.Α. Τσαλικίδης. Συμμετέχοντες ερευνητές: Μ. Λιονάτου, Δ. Μεταξάς, Φ. Παπαπέτρου.

 

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital