ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

PORTFOLIO

17 Αύγουστος, 2015

Η Λατινική Αμερική κι’ εμείς

Το ενδιαφέρον του δυτικού κόσμου για την αρχιτεκτονική της Λατινικής Αμερικής εγκαινιάζεται τον Ιανουάριο 1943, με την έκθεση του P. Goodwin Brazil Builds. Architecture New and Old 1652-1942.

Του Ανδρέα Γιακουμακάτου
κείμενο

Το ενδιαφέρον του δυτικού κόσμου για την αρχιτεκτονική της Λατινικής Αμερικής εγκαινιάζεται τον Ιανουάριο 1943, με την έκθεση του P. Goodwin Brazil Builds. Architecture New and Old 1652-1942 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, που ισχυροποιούσε έτσι τον ρόλο του πολιτιστικού πάτρωνα στην περιοχή ενώ ο πόλεμος μαινόταν διεθνώς. Το αμερικανικό ενδιαφέρον ανανεώνεται λίγα χρόνια αργότερα, το 1955, όταν η έκθεση Latin American Architecture since 1945 στο ίδιο μουσείο, επεκτεινόταν σε όλη τη Νότια Αμερική ενώ ταυτόχρονα προχωρούσε στην οριστική κωδικοποίηση της ιδέας ομοιογένειας και εκκεντρικής μνημειακότητας αυτής της δεκαετούς αρχιτεκτονικής παραγωγής. Και όλα αυτά στη διάρκεια του μεταπολεμικού ψυχρού πολέμου, όπου η Λατινική Αμερική εμφανιζόταν ως μία εν δυνάμει εναλλακτική τρίτη ζώνη επιρροής στο πλαίσιο του διεθνούς διπολισμού. Από τότε η προσοχή των αρχιτεκτόνων και των ιστορικών γι' αυτόν τον γεωγραφικό χώρο υπήρξε μάλλον άνιση, λόγω και της μεγάλης απόστασης κυρίως από την Ευρώπη που επίτεινε τη δυσκολία επαφής και γνώσης αυτής της πραγματικότητας (μια δυσκολία που επιδεινωνόταν και από την πολιτική κατάσταση σε πολλές από εκείνες τις χώρες). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη μυθοποίηση λίγων συγκεκριμένων «επεισοδίων» και προσωπικοτήτων, όπως η εποποιία της νέας Μπραζίλια και η αρχιτεκτονική του Oscar Niemeyer, στη συνέχεια το γοητευτικό έργο του Luis Barragán, ποιητή του χρώματος και της ύλης. Η γνώση δηλαδή περιοριζόταν σε δύο χώρες, τη Βραζιλία και το Μεξικό, και σε λίγους αρχιτέκτονες, πολλοί από τους οποίους είχαν γεννηθεί στην Ευρώπη: ο Carlos Raúl Villanueva στην Αγγλία, ο Mathias Goeritz στην Πολωνία, ο Felix Candela στην Ισπανία, ο Clorindo Testa και η Lina Bo Bardi στην Ιταλία, ο Lucio Costa και ο Eduardo Reidy στη Γαλλία, για να μη μιλήσουμε για τον Gregori Warchavchik, τον ρώσο εμιγκρέ που από το 1928 μετέφερε το ευρωπαϊκό μοντέρνο κίνημα στη Βραζιλία και στη συνέχεια εργάστηκε με τον Lucio Costa και τον νεαρό τότε Oscar Niemeyer.

Ήταν ωστόσο γνωστό ότι η περιοχή έκρυβε πολλά μυστικά. Η λατινοαμερικανική αρχιτεκτονική διακρίθηκε μεταξύ άλλων, τις τελευταίες δεκαετίες, αφενός για το ζήτημα του σχεδιασμού και της διαχείρισης των μητροπόλεων, αφετέρου για τις πολιτικές κατοικίας.[1] Το αρχιτεκτονικό πρόβλημα στη Λατινική Αμερική του 20ου αιώνα έχει δύο σκέλη: καταρχάς, πρόκειται στ' αλήθεια για μια «ενιαία ήπειρο», για μια περιοχή που μπορούμε να προσεγγίσουμε με αντίληψη ομοιογένειας από αρχιτεκτονική άποψη; Προφανώς κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό για μια απέραντη γεωγραφική περιοχή μήκους 14.000 χλμ. από τον βορρά ως τον νότο, με 26 χώρες 600 συνολικά εκατομμυρίων κατοίκων, και με εξαιρετικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους ως προς τα γεωγραφικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά και την οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Και όμως η προσέγγιση αυτή ήταν η επικρατούσα μέχρι πρόσφατα στις ιστορικοκριτικές θεωρήσεις για την αρχιτεκτονική της Λατινικής Αμερικής, με την αναπαραγωγή κοινοτοπιών και στερεοτύπων τα οποία δημιούργησαν οι ίδιοι οι ιστορικοί και οι επιμελητές εκθέσεων ανά τον κόσμο.

 


Εξώφυλλο του καταλόγου της έκθεσης Latin America in Construction: Architecture 1955-1980,
έκδοση The Museum of Modern Art, Νέα Υόρκη.

 

Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με τις οφειλές: η «μοντέρνα αρχιτεκτονική στη Λατινική Αμερική» είναι απλώς επίγονος της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ή εμπεριέχει στοιχεία πρωτοτυπίας και αυθεντικότητας; Μια περισσότερο «αποικιακή» πρόσληψη αυτής της αρχιτεκτονικής ήθελε για δεκαετίες την εξάρτηση των Νοτιαμερικανών από τους μεγάλους ευρωπαίους αρχιτέκτονες (βλ. και το έργο του Le Corbusier στη Βραζιλία και στην Αργεντινή) και από τα μεγάλα διεθνή κέντρα παραγωγής αρχιτεκτονικών ιδεών, με το επιχείρημα άλλωστε ότι η ανάπτυξη της δικής τους αρχιτεκτονικής βασίστηκε στη συμβολή των διάσημων εμιγκρέδων που αναφέραμε παραπάνω. Τις αποστάσεις από την άποψη αυτή έχει πάρει με σαφήνεια ο José Maria Montaner, βαθύς γνώστης αυτής της αρχιτεκτονικής πραγματικότητας, τονίζοντας ότι «στη Λατινική Αμερική η αρχιτεκτονική έρευνα και ο πειραματισμός είχαν φτάσει σε κατακτήσεις ανάλογες με εκείνες της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη, όπως μπόρεσε να πιστοποιήσει και ο Le Corbusier στα ταξίδια του, με τα οποία ήρθε σε επαφή με μια αρχιτεκτονική που είχε τις ίδιες φιλοδοξίες, αναζητήσεις και πειραματισμούς. Δεν μπορούμε κατά συνέπεια να υποστηρίξουμε ότι η λατινοαμερικανική αρχιτεκτονική  αφομοίωσε θεωρητικές επιρροές των ευρωπαϊκών πρωτοποριών σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται άμεση συνέπειά τους».[2]

Σε όλα αυτά τα ζητήματα έρχεται να απαντήσει η νέα έκθεση Latin America in Construction. Architecture 1955-1980, που παρουσιάστηκε και πάλι στο ΜοΜΑ 60 χρόνια μετά από εκείνη του 1955, σε επιμέλεια των B. Bergdoll, C.E. Comas, J.F. Liernur και P. del Real (διάρκεια 29 Μαρτίου-19 Ιουλίου 2015). Σε μια εκτενή ανταπόκριση, ο Francesco Dal Co παρατηρεί όχι χωρίς θαυμασμό ότι «πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις που είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα τελευταία χρόνια».[3] Μια σειρά από παραδεδεγμένες απόψεις καταρρίπτονται εδώ (αν κρίνουμε από τα κείμενα του εξαιρετικού καταλόγου της έκθεσης) σε μια διαδικασία αναθεώρησης προηγούμενων «δυτικών» κριτικών αποτιμήσεων. Αποκαλύπτεται καταρχήν η «ιδιαιτερότητα της ηπείρου», ο μεγάλος πλούτος και η ποικιλία των προσεγγίσεων της λατινοαμερικανικής αρχιτεκτονικής. Όχι μόνο αντιμετωπίζεται το ζήτημα της δημιουργικής αυτονομίας της αρχιτεκτονικής της Λατινικής Αμερικής και η αποικιακού τύπου αντίληψη για χώρες πιο ανεπτυγμένες (της «Δύσης») και λιγότερο ανεπτυγμένες (της Νότιας Αμερικής) ως προς την αρχιτεκτονική παραγωγή, αλλά αναδεικνύονται και τα χαρακτηριστικά αυτής της «τοπικής» αρχιτεκτονικής, με καταβολές ασφαλώς στο μοντέρνο κίνημα αλλά και με ιδιαίτερες επιδόσεις όσον αφορά τη σχέση με τις τέχνες, για παράδειγμα τον σουρεαλισμό και τον εξπρεσιονισμό, παράλληλα με την ανάπτυξη άλλων σχεδιαστικών εκφράσεων όπως ο στρουκτουραλισμός και ο τοπικισμός. Παράλληλα, είναι εκεί ιδιαίτερα σημαντική η συμβολή των μηχανικών και των τοπικών κατασκευαστικών παραδόσεων και τεχνολογιών για την ανάπτυξη του χτιστού περιβάλλοντος. Πρόκειται λοιπόν για ένα νέο αρχιτεκτονικό σύμπαν αναφοράς, τις επιδόσεις του οποίου παρακολουθούμε εδώ και αρκετά χρόνια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη Μπιενάλε αρχιτεκτονικής της Βενετίας.

 


Άποψη της έκθεσης Latin America in Construction: Architecture 1955-1980 στο Museum of Modern Art, Νέα Υόρκη.
Φωτογραφία: Thomas Griesel. © 2015 The Museum of Modern Art, Νέα Υόρκη.

 


Affonso Eduardo Reidy, Museum of Modern Art (MAM), Ρίο ντε Τζανέιρο, Βραζιλία, 1934-1947.
©Núcleo de Documentação e Pesquisa - Faculdade de Arquitetura e Urbanismo da Universidade Federal do Rio de Janeiro.

 


Rogelio Salmona, Οικιστικό συγκρότημα Torres del Parque, Μπογκοτά, Κολομβία, 1964-1970.
Φωτογραφία: Leonardo Finotti © Leonardo Finotti.

 


Ricardo Porro, National School of Plastic Arts, Αβάνα, Κούβα, 1961-1965. © Archivo Vittorio Garatti.

 


Emilio Duhart, The United Nations Economic Commission for Latin America and the Caribbean (CEPAL),
Σαντιάγο, Χιλή, 1962-1966. Courtesy PUC Archivo de Originales.

 


Miguel Rodrigo Mazuré, Chavez House, Λίμα, 1958. © Archivo Miguel Rodrigo Mazuré.

 


Clorindo Testa, Bank of London and South America, Μπουένος Άιρες, Αργεντινή, 1959-1966.
© Archivo Manuel Gomez Piñeiro, Courtesy of Fabio Grementieri.

 

Δεν είναι λοιπόν σύμπτωση που το διοικητικό συμβούλιο της Μπιενάλε επέλεξε στις 18 Ιουλίου 2015 για διευθυντή της 15ης διεθνούς Μπιενάλε αρχιτεκτονικής του 2016 τον Alejandro Aravena από τη Χιλή, ιδανικό σήμερα εκπρόσωπο αυτού του  χώρου. Ο Aravena (γεν. 1967), με ήδη εντυπωσιακή διεθνή παρουσία, μάς είναι γνωστός εδώ και καιρό, καθώς τα τελευταία χρόνια συμμετείχε σε πολλές διεθνείς εκθέσεις καθώς και στην Τριενάλε του Μιλάνου.[4] Ο Χιλιανός αρχιτέκτονας είναι μεταξύ άλλων υπεύθυνος της πασίγνωστης πλέον ELEMENTAL, μιας μη κερδοσκοπικής και κοινωνικά ευαίσθητης εταιρίας που παράγει πρότυπες μελέτες υποδομών, δημόσιου χώρου και οικονομικής κατοικίας για τη χώρα του[5]. Μετά λοιπόν την «πολιτική Μπιενάλε» τέχνης 2015 του Νιγηριανού επιμελητή Okwui Enwezor, μια «κοινωνική Μπιενάλε» αρχιτεκτονικής μας περιμένει το 2016, σε μια σαφή προσπάθεια της διοίκησης του βενετσιάνικου φορέα να πάρει αποστάσεις από τον κόσμο της αρχιτεκτονικής ως «χώρου προσωπικών πειραματικών αναζητήσεων» (όπως αυτές του προηγούμενου διευθυντή Rem Koolhaas) και να πριμοδοτήσει μια προσέγγιση ικανή να καλύψει το χάσμα μεταξύ αρχιτεκτονικής και κοινωνίας.

 


Alejandro Aravena/ELEMENTAL, Συγκρότημα κοινωνικών κατοικιών, Χιλή.

 

του Ανδρέα Γιακουμακάτου

Παραπομπές
[1]
Ένα αφιέρωμα για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική στη Λατινική Αμερική ετοιμαζόταν για το τεύχος 2014 της επιθεώρησης «Αρχιτεκτονικά Θέματα» του Ορ. Δουμάνη (1929-2013), με επιμέλεια του γράφοντος.
[2]
J.M. Montaner, Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, Νεφέλη, Αθήνα 2014, σ. 54.
[3]
F. Dal Co, «Learning from Latin America?», Casabella, τχ. 850, Ιούν. 2015, σ. 90-93.
[4]
Βλ., Α. Γιακουμακάτος, «Σπίτι για όλους», Το Βήμα, 14.09.2008 / του ιδίου, «Αντιφάσεις και κοινοτοπίες», Το Βήμα, 19.10.2008.
[5]
Ο χαρακτήρας συλλογικότητας και κοινωφελούς προσανατολισμού αυτής της δράσης θυμίζει άλλες ανάλογες στη Λατινική Αμερική, όπως το περίφημο «El Sistema» καθολικής μουσικής εκπαίδευσης στη Βενεζουέλα.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital