ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Το «κρυστάλλινο» μουσείο της Ακρόπολης

15 Μάιος, 2004

Το «κρυστάλλινο» μουσείο της Ακρόπολης

Τα χαρακτηριστικά του νέου κτιρίου είναι η «απουσία μορφής» και στόχος του η αποφυγή κάθε είδους «αναμέτρησης» με τα μνημεία του Βράχου. Οπως ακριβώς έχει στηθεί και το περίφημο Μουσείο Ρωμαϊκής Τέχνης στη Merida της Ισπανίας. Ο διάλογος γύρω από την ανέγερση ή όχι του κτιρίου στην περιοχή Μακρυγιάννη συνεχίζεται...

Του Ανδρέα Γιακουμακάτου

Από τις ως τώρα μακροχρόνιες συζητήσεις, καθώς και από την πρόσφατη δημοσίευση των απόψεων της κυρίας Χαράς Κιοσσέ και του κ. Γ. Παπαθανασόπουλου στο «Βήμα της Κυριακής» (8.6.2003) γίνεται σαφές ότι δύο είναι οι βασικοί ισχυρισμοί των πολέμιων της κατασκευής του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως στο επιλεγόμενο οικόπεδο Μακρυγιάννη: ο πρώτος αφορά το απαράδεκτο της ανέγερσης του κτιρίου πάνω σε αρχαιολογικό χώρο, ο δεύτερος επικαλείται το άστοχο της πραγματοποίησης μιας ογκώδους κατασκευής σε γειτνίαση, και αναπόφευκτη αναμέτρηση, με μιαν ευρύτερη αρχαιολογική περιοχή καθώς και με τον Ιερό Βράχο και τα διάσημα μνημεία του.

Μουσείο Ρωμαϊκής Τέχνης. Ο υπόγειος χώρος της ανασκαφής με τα ρωμαϊκά ερείπια

Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο. Ακριβώς η περιοχή Μακρυγιάννη διακρίνεται από την πυκνή οικοδόμηση των πολυώροφων ανώνυμων πολυκατοικιών των τελευταίων δεκαετιών - οικοδόμηση χαρακτηριστική του ευρύτερου συγκροτήματος της πρωτεύουσας -, η οποία αποτελεί ήδη μια πραγματικότητα τετελεσμένη και ασύμβατη με την αστική ποιότητα που ένας προγραμματικός σχεδιασμός και μια διαφορετική αντίληψη της χρήσης του δημόσιου χώρου θα έπρεπε να έχει επιδιώξει σε μια θέση από κάθε άποψη μοναδική. H προσβολή και η καταπάτηση του μνημειακού τόπου με την έννοια αυτή έχει ήδη συντελεστεί και αποτελεί μάλλον υποκριτικό ισχυρισμό το επιχείρημα ότι ένα νέο δημόσιο κτίριο συντελεί αίφνης σε αυτή την προσβολή. Αν το τελευταίο είναι κατάλληλα σχεδιασμένο, μπορεί αντίθετα να συμβάλει στην αισθητική ανάπλαση και βελτίωση της ποιότητας του δομημένου χώρου, καθώς και στην προσπάθεια αναίρεσης της οικιστικής ανωνυμίας και της ελληνοπρεπούς ακαλαισθησίας των οπισθίων των ψηλών κτισμάτων που παρατάσσονται γύρω από την τεράστια «τρύπα» του συγκεκριμένου χώρου. Μπορεί γενικότερα να αντιστρέψει την αίσθηση του αδιάφορου που προκαλεί η χαμηλή αρχιτεκτονική ποιότητα των οικοδομών στο πρώτο κυρίως τμήμα της εισόδου από το κέντρο της πόλης προς τον αρχαιολογικό χώρο, μέσω της πεζοδρομημένης οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου.

Στο πλαίσιο του νέου προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών Μουσειολογίας, που λειτουργεί με επιτυχία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε στις 14.5.2003 για πρώτη φορά η δημόσια παρουσίαση και συζήτηση, με τη συμμετοχή του Β. Tschumi και των άλλων μελετητών, όλων των βραβείων και αρκετών από τους επαίνους του τελευταίου διεθνούς διαγωνισμού για το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως. Είχαμε έτσι την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, για άλλη μία φορά μετά την έκθεση του 2002 στο κτίριο Βάιλερ, την ευστοχία των επιλογών της κριτικής επιτροπής, τουλάχιστον όσον αφορά τη βασική σχεδιαστική αντίληψη που διακρίνει τη μελέτη του ελβετού αρχιτέκτονα. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του πρώτου βραβείου είναι ακριβώς η «απουσία μορφής» και στόχος του η επιδίωξη αποφυγής κάθε είδους «αναμέτρησης» με τα μνημεία του Βράχου, κάθε αναζήτησης «νοηματικών», «συμβολικών» ή «αναγωγικών» στοιχείων από τα οποία υπέφεραν άλλες μελέτες.

Ο Tschumi αντιλήφθηκε ιδιοφυώς το πρόβλημα και παρήγαγε μια μελέτη διαφανή και μινιμαλιστική, ένα είδος «κρυστάλλινου κτιρίου» που εμφανίζεται ως ένα απέριττο πρίσμα, υιοθετώντας παράλληλα την αρχή της οπτικής διαπερατότητας, χαρακτηριστικής της «ελαφρότητας» και της διαφάνειας του αττικού περιβάλλοντος. Σχεδίασε ένα είδος κυβιστικού «Crystal Palace» για τον Ιερό Βράχο και την πόλη της Αθήνας που αποτελεί πιθανώς τη μόνη δυνατή προσέγγιση για το κτίριο το οποίο εντάσσεται σε έναν χώρο με ανάλογη ιστορική και αισθητική φόρτιση. Επιδίωξε έτσι να αποδείξει ότι η νέα οικοδόμηση σε έναν ιστορικό τόπο, στο πλαίσιο μιας προβληματικής που αφορά ευρύτερα τα ιστορικά κέντρα στην Ευρώπη, είναι εφικτή και όταν το απαιτούν οι ανάγκες επιθυμητή, παρά το γεγονός ότι αποτελεί μιαν απόλυτη πρόκληση. Τα ογκομετρικά άλλωστε δεδομένα του Νέου Μουσείου δείχνουν να συμβιώνουν επιτυχώς με εκείνα του κτιριακού αποθέματος που το περιβάλλει, δηλαδή με την κορυφογραμμή της περιβάλλουσας οικιστικής κατάστασης. Βρισκόμαστε εδώ σε μιαν αντίφαση, μεταξύ του ιστορικού τόπου και της ανώνυμης σύγχρονης πόλης που εφάπτεται σε αυτόν: η αρχιτεκτονική ποιότητα του νέου κτιρίου λειτουργεί από αυτή την άποψη ως καταλύτης για την περιοχή, ως παύση και εισαγωγή στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο που προκύπτει από τη σημερινή ενοποίηση.

H οικοδόμηση πάνω σε ανασκαφές

Είναι επίσης σοβαρό το θέμα της οικοδόμησης πάνω σε ανασκαφές. Με τη διαφορά ότι υπάρχουν διεθνώς διάφορα παραδείγματα ακριβώς αυτής της πρακτικής. Για λόγους απόλυτης σχεδόν αναλογίας με τη δική μας προβληματική, παρουσιάζεται άκρως ενδιαφέρουσα η περίπτωση του Μουσείου Ρωμαϊκής Τέχνης της πόλης Merida στη δυτική Ισπανία, της περίφημης ρωμαϊκής Augusta Emerita. H πόλη αποτελούσε μια από τις πιο απομακρυσμένες κτήσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και για λόγους γοήτρου προικίστηκε με εξαιρετικά μνημεία, μεταξύ των οποίων το θέατρο και το στάδιο για 14.000 θεατές που ο γαμπρός του Αυγούστου, στρατηγός Αγρίππας ανήγειρε το 18 π.X. (ο ίδιος ανήγειρε το πρώτο Πάνθεον στη Ρώμη). H πόλη διατηρεί σήμερα μια εκτεταμένη αρχαιολογική ζώνη και σύγχρονες αστικές κατασκευές που σε πολλές περιπτώσεις εφάπτονται με αυτή. Σε ένα τμήμα αυτού του ιστορικού χώρου πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το Μουσείο Ρωμαϊκής Τέχνης. Δεν θα αναφερθούμε στα εξαιρετικά χαρακτηριστικά αυτού του αριστουργήματος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, που αποτέλεσε τον βασικό λόγο για την απονομή μεταξύ άλλων του βραβείου Pritzker το 1996 στον Rafael Moneo, τον μεγαλύτερο σήμερα ισπανό αρχιτέκτονα και μελετητή του έργου. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον εστιάζεται στην κατασκευή του μουσείου πάνω στον αρχαιολογικό χώρο, μεταξύ των δύο θεάτρων και του σύγχρονου αστικού ιστού.

Στην «υπόγεια» αρχαία πόλη αναπτύσσεται μια ακανόνιστη διάταξη θεμελιώσεων, για λόγους ευέλικτης σχέσης με τα υπάρχοντα ευρήματα, ενώ διατηρείται ένα ύψος 6 μ. περίπου που επιτρέπει την επίσκεψη στα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά ερείπια, σε υδραγωγεία, σε σπίτια και σε τάφους. Ο χώρος ενώ είναι υπόγειος και κλειστός μετατρέπεται σε «υπαίθριο», με χωμάτινους δρόμους που επιτρέπουν ελεύθερες πορείες και με τεχνητό φωτισμό στη βάση των θεμελιώσεων. Οι επιλογές και οι εμπνευσμένοι σχεδιαστικοί χειρισμοί του αρχιτέκτονα μετατρέπουν το όλο εγχείρημα σε μια φιλική προς τον χώρο συνολική παρέμβαση και την ανασκαφή σε στεγασμένο αρχαιολογικό πάρκο. Ολα συμβάλλουν σε μια μυστικιστική πρόσληψη του περιβάλλοντος και δίνουν την αίσθηση της επίσκεψης σε μια πόλη «κατ' αναλογία» ρωμαϊκή, σε μια μεταφυσική πόλη της μνήμης. H υπόγεια μαρτυρία (ανασκαφή) και η υπέργεια μαρτυρία (μουσείο) συνθέτουν ένα νέο είδος ιστορικών διαστρωματώσεων και αποκαθιστούν την έννοια της συνέχειας μέσω μιας διαχρονικής ανταλλαγής. Δεν είναι άλλωστε μικρότερης σημασίας το γεγονός της τοποθέτησης του μουσείου σε άμεση οπτική επαφή με την ευρύτερη αρχαιολογική ζώνη, καθώς και η δυνατότητα ενιαίας επίσκεψης και εμπειρίας τόσο σε αυτή όσο και στον εκθεσιακό χώρο.Οι αιτιάσεις γύρω από την πραγματοποίηση ή όχι του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως στην περιοχή Μακρυγιάννη θα πρέπει ίσως να εγκαταλείψουν τους δικολαβικούς διαξιφισμούς και να προσεγγίσουν το θέμα με ευρύτητα πνεύματος και με τρόπο που να οδηγεί σε μια ουσιαστική και δημιουργική συμφιλίωση της δικής μας κουλτούρας με ό,τι αποκαλούμε πολιτιστική κληρονομιά

Αντρέας Γιακουμακάτος
Ο Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο του «H αρχιτεκτονική και η κριτική».

ΤΟ ΒΗΜΑ , 29-06-2003
Κωδικός άρθρου: B13899C081

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital