ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

PORTFOLIO

Μια ποιητική που χτίζει τόπο

23 Σεπτέμβριος, 2016

Μια ποιητική που χτίζει τόπο

Η αρχιτεκτονική του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, με πολυάριθμες πολιτισμικές καταβολές.

Του Ανδρέα Γιακουμακάτου

 

Ο Δημήτρης και η Σουζάνα διαμορφώνονται ως αρχιτέκτονες στη δεκαετία του 1950, με δασκάλους στο Πολυτεχνείο τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Παναγιώτη Μιχελή και τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, προσωπικότητες με ιδιαίτερο βάρος και ικανότητα επιρροής. Η ακτινοβολία ιδιαιτέρως του Δημήτρη Πικιώνη, αυτού του μεγάλου ρομαντικού της ελληνικής αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα, θα είναι αποφασιστική καθώς με το έργο του δείχνει να χορηγεί απαντήσεις σε δύσκολα ζητήματα όπως η σχέση της νεοελληνικής δημιουργίας με την ανώνυμη παράδοση, το ζήτημα της αυθεντικότητας της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, η συνέχεια του πνεύματος του τόπου συνδυασμένου με την διάσωση του ελληνικού τοπίου, η νοηματοδότηση εντέλει μιας όσο το δυνατό βαθύτερης αλήθειας στις οικοδομικές δράσεις σχετικές με τον ανθρωπογενή χώρο εντός και εκτός των πόλεων. Την ίδια δεκαετία διαμορφώνεται οριστικά και η εικόνα του έργου του άλλου μεγάλου αιρετικού της ελληνικής αρχιτεκτονικής, του Άρη Κωνσταντινίδη. Ο Άρης έλκει την καταγωγή του από τον γερμανικό φονξιοναλισμό, έχει ωστόσο τη διαυγή ικανότητα να διαμορφώσει ένα ποιητικό σύμπαν όπου ο ορθολογισμός της μοντέρνας αρχιτεκτονικής διασταυρώνεται με την αυστηρή επεξεργασία ενός πρωτότυπου ιδιώματος μεσογειακού και μοναδικά ελληνικού, τόσο στο επίπεδο της τυπολογίας όσο και σε εκείνο της μορφής: μοναδικά ελληνικού στην τεκτονική λογική και στη χωρική ένταξη, όχι στη σχεδιογραφία ενός υποκειμενικού μιμητισμού.

Ο Δημήτρης και η Σουζάνα, με αυτές τις εντόπιες αποσκευές, έρχονται σε επαφή με το ευρωπαϊκό μοντέρνο κίνημα σε μια φάση αναπότρεπτης κρίσης του. Αναγνωρίζουν τη μεγαλοσύνη του Λε Κορμπυζιέ, αλλά τάσσονται με το μέρος των νεότερων «αποστατών» της δικής τους γενιάς: δείχνουν σαν να αποτελούν ιδανικά μέλη του Team 10, έτσι όπως συμπορεύονται με τις ιδέες και τις αμφισβητήσεις αρχιτεκτόνων όπως οι Άλισον και Πήτερ Σμίθσον, ο Γιώργος Κανδύλης, ο Τζιανκάρλο Ντε Κάρλο, ο Αλντο φαν Άικ, ο Χέρμαν Χερτσμπέργκερ. Ειδικά με τους δύο τελευταίους ολλανδούς στρουκτουραλιστές, θα αναπτύξουν σχέσεις και θα έχουν στη συνέχεια ευκαιρίες ανταλλαγής και επιβεβαίωσης μιας δημιουργικής ιδεολογικής συμπόρευσης. Σε τούτο βοηθά και η πολιτισμική περιέργεια και η ευρωπαϊκή κουλτούρα τους, καθώς και οι δύο κινούνται με ευχέρεια σε διαφορετικά πεδία, από την ποίηση ως τη ζωγραφική και τη μουσική (η Σουζάνα Αντωνακάκη θα επιμεληθεί όλα αυτά τα χρόνια μεταφράσεις-εκδόσεις βιβλίων στα ελληνικά ξένων συγγραφέων, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Λε Κορμπυζιέ).

 


Αρχαιολογικό Μουσείο Χίου, 1965

 

Στη δική τους αναζήτηση το αίτημα του «αυθεντικού» και του «αληθινού» συμπορεύεται με το πνεύμα της δεκαετίας του 1960 μιας δημοκρατικής «αρχιτεκτονικής της αντίστασης» μιας ελίτ αθηναίων αρχιτεκτόνων, δηλαδή μιας αρχιτεκτονικής λαϊκής ως προς το περιεχόμενο και τη δυνατότητα επικοινωνίας, αλλά και αντίθετης στις εκχυδαϊσμένες εκδοχές του τρέχοντος επαγγελματισμού εκείνης της περιόδου. Πρόκειται για εκείνες τις επαγγελματικές πρακτικές που θα άφηναν όχι μόνο ανεξίτηλα ίχνη αλλά και μια ιδιότυπη «παρακαταθήκη» για θεσμοθετημένες εν πολλοίς μεθόδους καταστρεπτικής παρέμβασης στο περιβάλλον των πόλεων και των φυσικών τοπίων ιδιαίτερης αξίας. Τα εργαλεία του Δημήτρη και της Σουζάνας είναι κοινά με εκείνα των ευρωπαίων μπρουταλιστών: ανεπίχριστο σκυρόδεμα, φυσικά υλικά χρησιμοποιημένα «as found», στην πρωτογενή δηλαδή κατάστασή τους, τυπολογική επεξεργασία με βάση τις κανονιστικές αρχές της μοντέρνας παράδοσης (ο μπρουταλισμός δεν αποποιήθηκε ποτέ τις οφειλές του στη μοντέρνα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική). Άλλωστε αυτή την προσέγγιση ο Δημήτρης και η Σουζάνα την είχαν σπουδάσει κοντά στον Τζέιμς Σπάγιερ, τον μαθητή του Μης στο Σικάγο που δίδαξε με υποτροφία του ιδρύματος Φουλμπράιτ στο Πολυτεχνείο της Αθήνας για μια μικρή περίοδο (1957-60) αρκετή όμως όπως φαίνεται για να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τους νέους τότε σπουδαστές, γεμάτους επιθυμία για ανανεωτικές προσεγγίσεις του ζητήματος της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και όχι μόνο (ο Σπάγιερ μετά την αναχώρηση από την Ελλάδα θα εγκατέλειπε την αρχιτεκτονική, θα γινόταν επιμελητής για την τέχνη του 20ου αιώνα στο Art Institute του Σικάγου και θα εξελισσόταν σε αναγνωρισμένη αυθεντία σε αυτόν τον τομέα).

Στις διάφορες ωστόσο φάσεις του έργου τους, έτσι όπως εξελίχθηκε σε ένα διάστημα που υπερβαίνει την πεντηκονταετία,  ο Δημήτρης και η Σουζάνα θα αναζητήσουν με επιμονή εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδώσουν στην αρχιτεκτονική τους ισχυρό χαρακτήρα εντοπιότητας, να την καταστήσουν μια αρχιτεκτονική αδιαμφισβήτητα ελληνική. Επιδίδονται καταρχήν σε μια τυπολογική επεξεργασία με ισχυρό βαθμό πολυπλοκότητας, μνήμονες ενδεχομένως της προβιομηχανικής ανώνυμης οικοδομικής παράδοσης του τόπου που βασίζεται στην προσθετική διαδικασία των βιώσιμων οικιστικών χώρων. Σε αυτή τη διαρκή άσκηση ενθαρρύνονται ενδεχομένως από την προσέγγιση του ολλανδού φίλου φαν Άικ και της «λαβυρινθώδους σαφήνειάς» του, καθώς εκείνος έχει ήδη επιδοθεί σε ανθρωπολογικού τύπου προσεγγίσεις του αρχιτεκτονικού γεγονότος και αναζητεί σε εξωευρωπαϊκούς πολιτισμούς, για παράδειγμα σε εκείνους της Βόρειας ή της Υποσαχάριας Αφρικής, πρότυπα έμπνευσης για μια αρχιτεκτονική πέρα από τις συμβάσεις του μοντέρνου μανιερισμού της εποχής του. Η προσέγγιση αυτή οδηγεί κατά συνέπεια σε προσπελάσεις αντίστοιχες με τη χωρική πολυπλοκότητα του έργου, έτσι ώστε να γίνεται εφικτή η προσέγγιση μιας ιδέας ανώνυμης αρχιτεκτονικής τόσο του ηπειρωτικού χώρου όσο και κυρίως των ελληνικών νησιών. Η χωρική αυτή ποικιλία οδηγεί σε μια συνεχή διαφοροποίηση των όγκων, των ανοιγμάτων, των αναλογιών, των κενών και των πλήρων, έτσι ώστε το αρχιτεκτονικό γεγονός να εμπλουτίζεται κάθε φορά με μια απρόοπτη και πλούσια μορφοπλαστική ποικιλία με χαρακτηριστικά μοναδικότητας.

 


(Αριστερά) Πολυκατοικία στην οδό Εμμ. Μπενάκη 118, Αθήνα, 1972, (Δεξιά) Σπίτι διακοπών ΙΙΙ στο Ακρωτήρι Χανίων, 1978.

 

Αποφασιστική σημασία σε αυτή την επεξεργασία έχει η χρήση των υλικών, φυσικών, ακανόνιστων, ανεπεξέργαστων, ανεπίχριστων, «αντιαστικών» κατά κάποιο τρόπο, έτσι ώστε το κτίριο να εμφανίζεται ως ένα αντικείμενο με ιδιαίτερα «γλυπτικά» χαρακτηριστικά. Αυτή η γλυπτική και ευφάνταστη επεξεργασία, οι πλούσιες υλικότητες και οι συνδυασμοί τους, τόσο στην πόλη όσο και εντός του ελληνικού φυσικού τοπίου, επιδιώκουν τη συμβίωση με τον χώρο καθώς διαμορφώνονται με ιδιαίτερη ευαισθησία και έκτακτη αντίληψη της πλαστικής του περιβάλλοντος. Παράλληλα, η εντατική και διαδεδομένη χρήση του χρώματος (όπως και στον Άρη Κωνσταντινίδη), στην περίπτωση των Αντωνακάκη μετατρέπεται σε δομικό γεγονός της αρχιτεκτονικής γλώσσας τους, αποδίδοντας εντέλει στο έργο τους ένα ισχυρό και μοναδικό χαρακτηριστικό τουλάχιστον στο πλαίσιο της ελληνικής αρχιτεκτονικής: έναν ιδιαίτερο «ζωγραφικό» χαρακτήρα, μια αρχιτεκτονική με ισχυρή εικαστική εκφραστικότητα εναρμονισμένη με το χτιστό τοπίο των πόλεών μας τόσο ώστε να συμβάλλει στη συμφιλίωσή μας με αυτό.

Η αρχιτεκτονική ποιητική του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη εκφράζει έναν «ρομαντικό τοπικισμό» που είναι αφενός κριτικός, γιατί έχει ενσωματώσει δομικά στοιχεία του μοντέρνου, αφετέρου, απαλλαγμένος καθώς είναι από τάσεις μιμητικής αναπαράστασης του ανώνυμου ή νεολαϊκού, μας προσφέρει ιδανικές στιγμές σύγχρονης αστικής ή εξωαστικής εικονογραφίας που βρίσκονται στο όριο μεταξύ πραγματικότητας και ουτοπίας.

 

του Ανδρέα Γιακουμακάτου

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκης. Πενήντα χρόνια παρουσίας στο Atelier 66, κατάλογος της έκθεσης στη Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου (επιμέλεια Π. Πάγκαλος, Αύγουστος 2016).

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital