ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Περί Παράγκας (Μέρος Β)

19 Ιανουάριος, 2010

Περί Παράγκας (Μέρος Β)

Παραγκομορφή κι Ιδιομορφή

Του Γιώργου Κουτούπη

Εκεί που η παραγκότητα ήταν μια οντολογική κατάσταση του αντικειμένου, αντί για εργαλείο του δυνάμει, σήμερα εμφανίζεται ως εργαλείο της Διαχείρισης.


Θα μπορούσαμε να θεωρητικολογήσουμε δεόντως, δηλαδή να παραγκολογήσουμε κανονικά, πάνω στην αδυνατότητα θεμελίωσης οποιασδήποτε "φυσικής" σχέσης μεταξύ μορφής και νοήματος. Πριν απ' όλα, η παγερή αδιαφορία της ύλης για τη μορφή και το καυτό ενδιαφέρον της ενέργειας μόνο για την εντροπία, αφήνουν μετέωρη κι έκθετη την ανθρώπινη βούληση -- και την αισθητική πρόθεση, που μας ενδιαφέρει εδώ. Μέσ' από την επίγνωση αυτού του κενού γεννήθηκαν, σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η πολιτική κι η πρώτη δημοκρατία [01]. Πριν, λοιπόν, από τη γνώση, την ηθική και την αισθητική, γεννιέται η πολιτική -- ή η συγκεκριμένη εννόηση της πολιτικής.

Κι, ωστόσο, το χείλος αυτού του θεμελιακού ...κενού το κοσμούσαν πάντοτε παράγκες, δηλαδή τα κοινωνικά αξιώματα και θεωρήματα της επιστήμης, της θρησκείας και του δικαίου, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Επειδή, ακριβώς, το εγγενώς ασύμβατο μεταξύ νοήματος και μορφής είναι, ταυτόχρονα, κι η συμφυής ασυναρτησία (ακαταστασία, ασυνέπεια) που προλαβαίνει την ολοκλήρωση του νοήματος. Η παραγκότητα δεν είναι μόνον ένας "τρίτος όρος" (ή "δρόμος") έξω απ' το φάσμα ανάμεσα στο ωραίο και το άσχημο. Ταυτόχρονα, και το κυριότερο, είναι μια κατάσταση της αισθητικής (κι όχι μόνο) που διασχίζει, διαπερνά, αφορά όλο το φάσμα των ενδιαφερόντων και των αρμοδιοτήτων της. Απ' αυτήν την άποψη, η παραγκομορφή είναι μια ενύπαρκτη ασυμμετρία, που συναντάται και στις καλύτερες οικογένειες ταξινομητικών κριτηρίων για τον σχεδιασμό. Αυτόν τον ασύμμετρο παράγοντα είναι που επιχειρεί, τώρα, να τον χρησιμοποιήσει για λογαριασμό της η Διαχείριση σ' ολόκληρο τον πλανήτη. Έχουμε, λοιπόν, και φαινόμενα σχεδιασμένων παραγκομορφών.

Έτσι, το επικυρίαρχο αισθητικό μοντέλο σε πλανητική κλίμακα είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνει και τοπικές (ή μερικές) παραγκομορφές -- καθώς και το ίδιο τείνει να ...παραγκο-μορφωθεί. Αλλά μέχρις εκεί. Απεχθάνεται ένα διαφεύγον χαρακτηριστικό της παραγκότητας, που 'ναι η ιδιομορφή. Που 'ναι η οποια-δήποτε αδύνατη συναλλαγή μεταξύ μορφών (και μεταξύ νοημάτων), η οποιαδήποτε "μορφή" η οποία δεν είναι δυνατόν να μπει στο παιχνίδι της τοπολογίας (και των ισομορφικών της μετασχηματισμών), που δεν εντάσσεται σε κανέναν χώρο λείων μετασχηματισμών και διατηρεί μια αμετάβατη ξενικότητα. Για να το πούμε κι αλλιώς, ιδιομορφή είναι η κάθε είδους μοναδικότητα (ατομική και συλλογική) που δεν γίνεται ν' αναχθεί στον βιο-πληροφορικό και βιο-πολιτικό κώδικα.

Εκεί που η παραγκότητα ήταν μια οντολογική κατάσταση του αντικειμένου, αντί για εργαλείο του δυνά-μει, εμφανίζεται σήμερα ως εργαλείο διαχείρισης. Η απομίμηση της παράγκας και ο μιμητισμός της παραγκότητας γίνονται δούρειος ίππος στην υπηρεσία της σημερινής Διαχείρισης -- και της διαδικασιοκρατίας της, που 'ρχεται στη θέση της παλιάς γραφειοκρατίας [: αντί για γραφεία, διαδικασίες]. Ωστόσο, μπορεί μεν η Διαχείριση να προκαλεί (θεμιτές) παραγκώσεις και (καλοσχεδιασμένες) παραγκομορφές, εντούτοις δεν μπορεί να γεννήσει ιδιομορφές. Το μόνο που μπορεί κι ενδιαφέρεται να κάνει, είναι να ...διαχειριστεί τις ήδη υπάρχουσες ιδιομορφές. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι, αντίθετ' απ' αυτό που φαίνεται ή διατείνεται, δεν μπορεί παρά ν' ακολουθεί (ασθμαίνοντας) την κοινωνική δυναμική -- που της διαφεύγει και ξεπερνιέται απ' αυτήν. Που 'ναι, δηλαδή, η κοινωνία, κι η μόνη γενεσιουργός ιδιομορφών.

 
παράγκα και "γυμνή ζωή"


Το αισθητικό ζήτημα είναι αλληλένδετο με την ιστορία, την κοινωνία, την πολιτική -- με το γίγνεσθαι της ζωής. Κι η σημερινή κατάσταση της παράγκας συναντιέται με τις νέες μορφές "ζωής", που 'χουν εμφανισ-τεί στις κοινωνίες των ανθρώπων. Σύμφωνα μάλιστα με ορισμένους μελετητές, δεν είναι παρά προπομ-ποί μιας (της) "βιο-πολιτικής" συνθήκης που διαχέεται σ' ολόκληρο τον πλανήτη. Έτσι, η παράγκα δείχνει να γίνεται το (βιο-πολιτικό) μοντέλο κατοίκησης σε οικουμενική κλίμακα [«planet of slums» κατά τον M. Davis] -- σε κάθε κέντρο και στην πάσα περιφέρεια.

Κάτω από την ονομασία της "γυμνής ζωής", ο G. Agamben περιλαμβάνει τις νέες ατομικές και συλλογικές μοναδικότητες [ιδιομορφές], που 'χουν βρεθεί σε κατάσταση εξαίρεσης απ' το τυπικό νομιμοποιητικό τρίπτυχο καταγωγή-κράτος-έδαφος. Δεν πρόκειται για κάποιο δήθεν μεμονωμένο, περιστασιακό ή τοπικό φαινόμενο, αλλά για μια κατάσταση (εξαίρεσης) που τείνει να γίνει ...κανόνας, παγκόσμιος [02]. [Αν πιστέψουμε τον Agamben (ή κάτι, ανορθόγραφα κι από πάνω, συνθήματα σε κάτι εγκαταλειμμένες διαβάσεις πεζών), δυνητικά είμαστε όλοι μετανάστες. Που μπορεί και να σημαίνει, ότι είμαστε κιόλας. Εδώ, η δυνητικότητα ξεβολεύει.]

Ποιοι είναι οι σημερινοί, οι τρέχοντες, νέοι ντελάληδες της παραγκοσύνης; Μετανάστες, πρόσφυγες, εκ-τοπισμένοι, μη καταγεγραμμένοι, και παρόμοιοι -- οι δραπέτες, γενικά, από οργανωμένες πολιτικο-στρατιωτικές κι ανθρωπιστικές βάσεις. Δεν είναι της αισθητικής τους [δεν γουστάρουν], επίσης, τ' οργα-νωμένο "camping" -- σε κέντρα υποδοχής κι αποπομπής, ή εγκλεισμού κι ενσωμάτωσης. Κάπως έτσι, η γυμνή ζωή συναντιέται με την παράγκα. Το ενδιαφέρον είναι, ότι αυτή η πτυχή της "γυμνότητας" δεν έχει παρτίδες με καλαισθησίες που βασίζονται σε πουρισμούς, αφαιρετικότητες και μινιμαλισμούς -- και τους σύστοιχους υγιεινισμούς, αναγωγισμούς κι εστετισμούς. Αυτή η γυμνότητα "πάει" με την παραγκότητα.


Αναμφίβολα, μαζί με τη ζωή, ξεγυμνώνεται κι η αρχιτεκτονική. Αναμφίβολα, επίσης, δυσφορούν μόνο όσοι πίστεψαν ότι η παράγκα είναι κάποιο θλιβερό προνόμιο τριτοκοσμικής πατέντας. Ωστόσο, αυτή η εξαιρετική κατάσταση γυμνότητας είναι η πεμπτουσία της δυνητικότητας. Η τέχνη της γυμνής ζωής κι η παράγκα που φτιάχνει η γυμνή πραγματικότητα, φέρουν τη ριζική ετερότητα. Η οποία ετερότητα, ας το επισημάνω, δεν είναι του τύπου της αντίστασης, αλλά περισσότερο της ιώδους δράσης -- αν θα θέλαμε να συγχρονιστούμε με το βιο-μορφικό εξηγητικό μοντέλο.

Αυτή η καινοφανής ροή ζωής (και γυμνότητας) είν' ακόμα πιο ασύμμετρη από τις "δημιουργικές κατασ-τροφές" της νέας οικονομικής και πολιτικής τάξης. Επειδή, πριν απ' όλα, όντας εκ-τοπισμένη κι ...απαλλαγμένη από κυριαρχικά δικαιώματα, έχει τη δυνατότητα ν' αποτινάξει από πάνω της κυριαρχικές αξιώσεις και το αξίωμα της κυριαρχίας. Υποδείχνει, έτσι, ένα ευαίσθητο άνοιγμα, μια έξοδο για τα (αυ-τοκρατορικά) "πλήθη", προς καινούργιες άγνωστες σχέσεις μορφής και νοήματος.

Το παράδοξο "τέλος της ιστορίας" γύρισε μπούμερανγκ. Έκλεισε τις τελικότητες, και ξεχύθηκαν οι δυνητι-κότητες. [Υπάρχει, άραγε, ζωή μετά την "καπιταλιστική δημοκρατία";] Τι να 'ναι η παράγκα, αν δεν είναι γυμνή δυνητικότητα; 


παράγκα κι ευαισθησία


Η αισθητική ήταν από πάντα "θέμα ευαισθησίας". Όταν δεν ήταν γονιδιακό το θέμα, οι συνθήκες (του κοινωνικού περιβάλλοντος) διαμόρφωναν ευαισθησίες -- και, κατ' επέκταση, γούστα, καλαισθησίες, "αισθητικές". Σήμερα όμως, στην εποχή του παραδείγματος των περίπλοκων (φυσικών, ψυχικών και κοινωνικών) συστημάτων, ευαίσθητες έχουν γίνει οι συνθήκες. Η ίδια μάλιστα η εννόηση της "περιπλοκότητας" των συστημάτων είναι συμπτωματολογία της ευαισθησίας τους. Μόνο που, έτσι, η αισθητική σημασία της ευαισθησίας υποχωρεί προς όφελος της ...τρωτότητας ενός συστήματος. Κι η νέα αισθητική, πια, δεν γίνεται παρά ένας ιδιαίτερος λόγος πάνω στη συστημική τρωτότητα.

Αν διαβάσει κανείς κείμενα και μανιφέστα της αρχιτεκτονικής γύρω απ' το τέλος του εικοστού αιώνα, θα συναντήσει διάχυτη τη φροντίδα (αν όχι την ανησυχία) για τη διατήρηση της "συνέχειας" ενός συστήματος -- που τείνει στην υπερ-ευαισθησία [03]. Εδώ, η σύγχρονη κοσμολογία έρχεται να θέσει στην κορυφή μιας νέας ιεραρχίας την "περιπλοκότητα" (και την αυξανόμενη ευαισθησία) μέσα στις ροές της ζωής. Από την άλλη, βέβαια, όσο οξύνεται η περιπλοκότητα, παροξύνονται κι οι προϋποθέσεις του "καθολικού συμβάντος" (Virilio). Στα ίδια γραπτά επίσης, αν παραβλέψει κανείς κάποιες -- ελάχιστες -- λέξεις που θα μπορούσαν να θυμίσουν "κτίριο", θα 'χει ατόφια εδάφια από πραγματείες αιχμής -- του τύπου "διαχείριση κρίσεων και ανταποκρισιμότητα (του συστήματος ή των υπο-συστημάτων)".

Σ' αυτό το πνεύμα, για παράδειγμα, λείες και συμπεριληπτικές "μορφές" -- όπως του folding, του εύπλασ-του, του ευλύγιστου, του "hyper-" κοκ. -- προκρίνονται για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ...νοήματος. Οι ασυνέχειες είναι αδιανόητες. Γι' αυτόν τον λόγο, δεν θα 'ταν και τελείως ανόητες οι απορίες για την παράγκα στο λείο ("χωρίς ραφές") μπλομπ, για την παραγκότητα του μόρφινγκ, για την παραγκοσύνη που φέρει η τελευταία σύλληψη του διαγράμματος ως "άμορφου".

Αυτά, τα ολίγα, για τις γραπτές διακηρύξεις. Με τα "πρότζεκτ" και τα "κτίρια" τι συμβαίνει; Μα ο ίλιγγος του "πρότζεκτ" είναι η ίδια η θέα του κενού (της αβύσσου) και της πρωταρχικής αυθαιρεσίας στη σύνδεση μεταξύ μορφής και νοήματος. Κάθε συνάφειά τους είναι περιστασιακή -- το σχεδιαστικό και σχεδιασμένο αντικείμενο καθίστανται ...συμπτωματικά. Και το "κτίριο" δεν είναι πια κάποια αποκρυστάλλωση κοινωνι-κού νοήματος, ούτε και προκαλεί νόημα. Έχει εισέλθει στη φάση πρόκλησης του νοήματος. Έρμαιο του μη-νοήματος, και μια στιγμή (ένα ενσταντανέ) αγωνίας μπροστά στην ανάγκη επανατοποθέτησης του πολιτικού ζητήματος (της αρχιτεκτονικής). Με τον τρόπο που το θέτει η αισθητική της παράγκας, κι όχι η αισθητικοποίηση (δηλαδή, η "αναισθητοποίηση") του ζητήματος [04].

Η παράγκα ήταν από πάντα ...ευαίσθητη, από κάθε άποψη. Μόνο που η ευαισθησία της ήταν "ριγμένη". Η νέα ευαισθησία έρχεται να συναντηθεί με την παράγκα. Οι αρχές της απροσδιοριστίας και της αβεβαιό-τητας, από τον σωματιδιακό κόσμο της πυρηνικής φυσικής, (ξανα-)περνάνε στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Και μια αισθητική της ευαισθησίας μηνύει την είσοδό μας, από τις παλιές καλές αρχές κι αξίες της αισθητικής, στην αισθητικοποίηση μιας κατάστασης μόνιμης ευαισθησίας -- κι ερεθισμού. Υπό το νέο παράδειγμα, η νέα παγκοσμιοποιητική αρχιτεκτονική "ποντάρει" όλο και περισσότερο σε μια οιονεί-παραγκότητα. Που δεν είναι παρά η διαχείριση μόνο των σημείων της παράγκας. Φέρνει όλο και περισσότερο σε παραγ-κοσμιοποιητική -- προκειμένου να εξασφαλίσει την αειφορία της και μόνο.

Στους παλιούς μύθους, ό,τι ακουμπούσε ο αυτοκράτορας, το καθιστούσε αμφίσημο κι αμφίβολο. Σήμερα, βάζει χέρι ακόμα και στους μαχαλάδες. Πιο αμφίσημη, πιο ασύμμετρη, καθόλου μυθοποιητική, παραμένει ωστόσο η παράγκα.

Γιώργος Κουτούπης, αρχιτέκτων

 
σημειώσεις

[01]  Βλ. σχετικά τον τόμο σεμιναρίων (1982-83) του Κορνήλιου Καστοριάδη -- μ' έναν τίτλο ανοιχτό σε παρεξηγήσεις -- Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα [(μτφρ. Ξ. Γιαταγάνας), εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2007]. Στο ίδιο, δίνονται διασαφηνίσεις των όρων "άβυσσος", "χάος" και "κυκεώνας", που αφορούν άμεσα τη συζήτηση για το "άμορφο" και το "μη-νόημα".
[02]  Βλ. κατά βάση το Giorgio Agamben, Homo Sacer: Sovereign Power and Bare Life, Stanford University Press, Stanford California, 1998, (χρ. α' έκδ. 1995). Αλλ' ακόμα καλύτερα (περί παράγ-κας), βλ. του ίδιου, Means without End: Notes on Politics, University of Minnesota Press, Minne-apolis and London, 2000, (χρ. α' έκδ. 1996).
[03]  Αναφέρομαι στην επιλογή των Jencks και Kropf -- στο Charles Jencks, Karl Kropf, (eds.), Theories and Manifestoes of Contemporary Architecture, Academy Editions, 1997. Η οποία επιλογή, βέβαια, είναι ενδεικτική του mainstream.
[04]  Σχετικά με την "αναισθητοποίηση", έχω κατά νου το βιβλίο The Anaesthetics of Architecture [MIT Press, 1999] του Neil Leach.

Share |

Σχετικές Δημοσιεύσεις:

 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital